EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62014CO0019

Διάταξη του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 3ης Ιουλίου 2014.
Ana-Maria Talasca και Angelina Marita Talasca κατά Stadt Kevelaer.
Αίτηση του Sozialgericht Duisburg για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή — Άρθρα 53, παράγραφος 2, και 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου — Μη παροχή επαρκών διευκρινίσεων σχετικά με το πραγματικό και το κανονιστικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης και σχετικά με τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η απάντηση επί του προδικαστικού ερωτήματος — Προδήλως απαράδεκτο.
Υπόθεση C‑19/14.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2014:2049

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 3ης Ιουλίου 2014 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Άρθρα 53, παράγραφος 2, και 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου — Μη παροχή επαρκών διευκρινίσεων σχετικά με το πραγματικό και το κανονιστικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης και σχετικά με τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η απάντηση επί του προδικαστικού ερωτήματος — Προδήλως απαράδεκτο»

Στην υπόθεση C‑19/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sozialgericht Duisburg (Γερμανία) με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Ιανουαρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

Ana-Maria Talasca,

Angelina Marita Talasca

κατά

Stadt Kevelaer,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

συγκείμενο από τους A. Borg Barthet, πρόεδρο τμήματος, M. Berger (εισηγήτρια) και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: A. Calot Escobar

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 53, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά τη συμβατότητα του άρθρου 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κώδικα Κοινωνικής Ασφαλίσεως, βιβλίο II, με το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Ana-Maria Talasca και της κόρης της Angelina Marita Talasca, αφενός, και του Stadt Kevelaer (Δήμος του Kevelaer), αφετέρου, εξαιτίας της άρνησης της υπηρεσίας απασχολήσεως του εν λόγω Δήμου (στο εξής: Jobcenter) να χορηγήσει σ’ αυτές ορισμένες κοινωνικές παροχές.

Το γερμανικό νομικό πλαίσιο

3

Το τιτλοφορούμενο «Δικαιούχοι» άρθρο 7 του Κώδικα Κοινωνικής Ασφαλίσεως (Sozialgesetzbuch), βιβλίο II (στο εξής: SGB II), ορίζει:

«(1)   Οι παροχές βάσει του παρόντος βιβλίου προορίζονται για τα άτομα τα οποία:

1.

έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος ηλικίας και δεν έχουν ακόμα συμπληρώσει το όριο ηλικίας του άρθρου 7a,

2.

είναι ικανά προς εργασία,

3.

είναι άπορα και

4.

έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

(δικαιούχοι ικανοί προς εργασία). Εξαιρούνται τα εξής άτομα:

1.

οι αλλοδαποί που έχουν την ιδιότητα μισθωτού ή μη μισθωτού εργαζόμενου στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και δεν έχουν δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του νόμου για την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της Ένωσης (Freizügigkeitsgesetz/EU), και τα μέλη της οικογένειάς τους, κατά τους τρεις πρώτους μήνες της διαμονής τους,

2.

οι αλλοδαποί, το δικαίωμα διαμονής των οποίων δικαιολογείται μόνον από την αναζήτηση απασχόλησης, και τα μέλη των οικογενειών τους,

[…]

Το δεύτερο εδάφιο, σημείο 1, δεν εφαρμόζεται στους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας βάσει άδειας διαμονής εκδοθείσας δυνάμει του κεφαλαίου 2, τμήμα 5, του νόμου περί του δικαιώματος διαμονής. Οι διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα διαμονής δεν μεταβάλλονται.

[…]»

4

Από το διαδικαστικό έγγραφο, το οποίο κατατέθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2014 στο Δικαστήριο από το Sozialgericht Duisburg και φέρει τον τίτλο «Έκθεση των πραγματικών περιστατικών σε σχέση με τη διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 2013», προκύπτει ότι ο νόμος για την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της Ένωσης (Freizügigkeitsgesetz/EU) προβλέπει ότι οι αναζητούντες εργασία διατηρούν την ιδιότητα του μισθωτού ή του ανεξάρτητου εργαζόμενου για διάστημα έξι μηνών μετά τη λήξη της σχέσεως εργασίας.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

5

Από την απόφαση περί παραπομπής, καθώς και από το διαδικαστικό έγγραφο το οποίο κατατέθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2014, προκύπτει ότι η Ana-Maria Talasca είναι ρουμανικής υπηκοότητας.

6

Την 1η Ιουλίου 2007 εγκατέλειψε την Ρουμανία και μετέβη στο Kevelaer (Γερμανία).

7

Στις 27 Οκτωβρίου 2010 η υπηρεσία αλλοδαπών (Ausländerbehörde) χορήγησε στην Ana-Maria Talasca βεβαίωση διαμονής προοριζόμενη για υπηκόους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Freizügigkeitsbescheinigung), η οποία ίσχυε αποκλειστικώς για την αναζήτηση εργασίας.

8

Από τις 23 Μαΐου έως τις 23 Νοεμβρίου 2011, η Ana-Maria Talasca εργάσθηκε σε οπωροκηπευτική επιχείρηση σε θέση υποκείμενη σε υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση.

9

Από την 1η Δεκεμβρίου 2011 έως τις 19 Ιανουαρίου 2012, η Ana-Maria Talasca έλαβε το επίδομα ανεργίας I (Arbeitslosengeld I). Δεδομένων των πενιχρών της εισοδημάτων, ζήτησε από το Jobcenter, την αρμόδια εθνική αρχή για παροχές σε αναζητούντες εργασία, την καταβολή παροχών δυνάμει του SGB II από την 1η Ιανουαρίου 2012.

10

Οι παροχές αυτές της χορηγήθηκαν έως τις 23 Μαΐου 2012.

11

Οι ίδιες παροχές χορηγήθηκαν επίσης έως τις 23 Μαΐου 2012 στην κόρη της Ana-Maria Talasca, η οποία γεννήθηκε στις 11 Μαρτίου 2012.

12

Εκτιμώντας ότι δικαιούνταν να λάβουν τις προμνησθείσες παροχές και μετά τις 23 Μαΐου 2012, διότι άλλως θα παραβιαζόταν η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του «ευρωπαϊκού δικαίου» απαγόρευση των διακρίσεων, η Ana-Maria Talasca και η κόρη της προσέφυγαν ενώπιον του Sozialgericht Duisburg.

13

Το αιτούν δικαστήριο υπογράμμισε τη σημασία του ζητήματος που εγείρει η υποβληθείσα στην κρίση του διαφορά για σειρά παρομοίων υποθέσεων οι οποίες εκκρεμούν ενώπιόν του.

14

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Sozialgericht Duisburg αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Συνάδει το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του [SGB II] με το δίκαιο της [Ένωσης];

2)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, οφείλει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να μεταβάλει το ισχύον νομικό καθεστώς ή προκύπτει άμεσα ένα νέο νομικό καθεστώς και, ενδεχομένως, ποιο;

3)

Διατηρείται το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του [SGB II] σε ισχύ μέχρι την (ενδεχομένως) αναγκαία τροποποίηση της νομοθεσίας εκ μέρους των οργάνων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας;»

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

15

Δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της υποθέσεως ή όταν μια αίτηση ή μια προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη, το Δικαστήριο, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

16

Κατά πάγια νομολογία, δεν απόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, να αποφαίνεται επί της συμβατότητας εθνικών διατάξεων με το δίκαιο της Ένωσης. Εντούτοις, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που άπτονται του δικαίου της Ένωσης, ώστε να έχει το τελευταίο τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη συμβατότητα αυτή προκειμένου να αποφανθεί επί της ενώπιόν του υποθέσεως (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Fendt Italiana, C‑145/06 και C‑146/06, EU:C:2007:411, σκέψη 30, και KGH Belgium, C‑351/11, EU:C:2012:699, σκέψη 17, καθώς και διάταξη Mlamali, C‑257/13, EU:C:2013:763, σκέψη 17).

17

Πρέπει ωστόσο να τονισθεί ότι, στο πλαίσιο της συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, η ανάγκη τελέσφορης για το εθνικό δικαστήριο ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει τον εκ μέρους του προσδιορισμό του πραγματικού και του κανονιστικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, τη διευκρίνιση των περιστατικών με τα οποία συναρτώνται τα ερωτήματα αυτά (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Centro Europa 7, C‑380/05, EU:C:2008:59, σκέψη 57, και Mora IPR, C‑79/12, EU:C:2013:98, σκέψη 35, καθώς και διατάξεις Augustus, C‑627/11, EU:C:2012:754, σκέψη 8, και Mlamali, EU:C:2013:763, σκέψη 18).

18

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας νομοθετήματος της Ένωσης, βάσει πραγματικών περιστατικών που του επισημαίνονται από το εθνικό δικαστήριο (βλ. απόφαση Eckelkamp κ.λπ., C‑11/07, EU:C:2008:489, σκέψη 52, καθώς και διατάξεις SKP, C‑433/11, EU:C:2012:702, σκέψη 24, και Mlamali, EU:C:2013:763, σκέψη 19).

19

Το Δικαστήριο υπογραμμίζει περαιτέρω τη σημασία της μνείας, από το εθνικό δικαστήριο, των συγκεκριμένων λόγων που το ώθησαν να διερωτηθεί ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και να κρίνει ως απαραίτητη την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, αποφάσεις ABNA κ.λπ., C‑453/03, C‑11/04, C‑12/04 και C‑194/04, EU:C:2005:741, σκέψη 46, και Mora IPR, EU:C:2013:98, σκέψη 36, καθώς και διάταξη Mlamali, EU:C:2013:763, σκέψη 20).

20

Πράγματι, δεδομένου ότι η απόφαση περί παραπομπής αποτελεί τη βάση της προδικαστικής διαδικασίας που διεξάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να διασαφηνίζει, με την ίδια την απόφαση περί παραπομπής, το πραγματικό και το κανονιστικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης και να επεξηγεί στοιχειωδώς τους λόγους για τους οποίους ζητεί την ερμηνεία των συγκεκριμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και τη σχέση που εκτιμά ότι υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εθνικής νομοθεσίας η οποία έχει εφαρμογή στη διαφορά που έχει υποβληθεί στην κρίση του (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, αποφάσεις Asemfo, C‑295/05, EU:C:2007:227, σκέψη 33, και Mora IPR, EU:C:2013:98, σκέψη 37, καθώς και διατάξεις Laguillaumie, C‑116/00, EU:C:2000:350, σκέψεις 23 και 24, και Mlamali, EU:C:2013:763, σκέψη 21).

21

Οι απαιτήσεις αυτές σχετικά με το περιεχόμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο οφείλει να γνωρίζει και να τηρεί σχολαστικώς το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο της συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

22

Πρέπει, επίσης, να υπομνηστεί ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δεν συνιστά ένδικο βοήθημα παρεχόμενο στους διαδίκους εκκρεμούς διαφοράς ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και ότι δεν αρκεί, επομένως, να υποστηριχθεί από ένα διάδικο ότι η διαφορά θέτει ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, ώστε να υποχρεούται το οικείο δικαστήριο να δεχθεί ότι ανέκυψε ζήτημα κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η ύπαρξη αμφισβητήσεως του εθνικού δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία πράξεως της Ένωσης δεν αρκεί, αυτή καθαυτήν, για τη δικαιολόγηση προδικαστικής παραπομπής στο Δικαστήριο (βλ. αποφάσεις IATA και ELFAA, C‑344/04, EU:C:2006:10, σκέψη 28, καθώς και Ascafor και Asidac, C‑484/10, EU:C:2012:113, σκέψη 33· διατάξεις Adiamix, C‑368/12, EU:C:2013:257, σκέψη 17, και Mlamali, EU:C:2013:763, σκέψη 23).

23

Πρέπει, επίσης, να υπογραμμιστεί συναφώς ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις αποφάσεις περί παραπομπής πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα όχι μόνον στο Δικαστήριο να δίνει λυσιτελείς απαντήσεις, αλλά και στις κυβερνήσεις των κρατών μελών και στους λοιπούς μετέχοντες να υποβάλλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο Δικαστήριο εναπόκειται να μεριμνά για τη διασφάλιση της δυνατότητας αυτής, λαμβανομένου υπόψη ότι, βάσει της προαναφερθείσας διατάξεως, μόνον οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως κοινοποιούνται στους ενδιαφερομένους διαδίκους (βλ., μεταξύ άλλων, Holdijk κ.λπ., 141/81 έως 143/81, EU:C:1982:122, σκέψη 6· διατάξεις Laguillaumie, EU:C:2000:350, σκέψη 14· Augustus, EU:C:2012:754, σκέψη 10, και Mlamali, EU:C:2013:763, σκέψη 24).

24

Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υπό κρίση απόφαση περί παραπομπής δεν πληροί τις απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 16 έως 22 της παρούσας διατάξεως.

25

Όσον αφορά το πρώτο υποβληθέν ερώτημα, διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει κανένα στοιχείο σε σχέση με το πραγματικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης. Μόνον στο τιτλοφορούμενο «Έκθεση των πραγματικών περιστατικών σε σχέση με τη διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 2013» έγγραφο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 7 Φεβρουαρίου 2014 παρέσχε το αιτούν δικαστήριο ορισμένες πληροφορίες οι οποίες, εντούτοις, δεν επαρκούν ώστε να εκτιμηθεί, μεταξύ άλλων, η ιδιότητα της εργαζομένης της Ana-Maria Talasca.

26

Επισημαίνεται, εν συνεχεία, ότι δεν υφίσταται εξάλλου κανένα στοιχείο σε σχέση με το εθνικό νομικό πλαίσιο, με εξαίρεση την απλή μνεία ορισμένων διατάξεων, των οποίων ωστόσο το περιεχόμενο ουδόλως παρατίθεται. Όσον αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του SGB II, το οποίο προβλέπει διάφορους λόγους για τη μη χορήγηση παροχών σε αλλοδαπούς ανέργους, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται απλώς στους λόγους αυτούς συνολικώς, χωρίς να διευκρινίζει ποιος έχει εφαρμογή στην ενώπιόν του εκκρεμή διαφορά.

27

Τέλος, μολονότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, δεν παρέχει καμία διευκρίνιση συναφώς, πέραν της παραπομπής, μέσω του διαδικαστικού εγγράφου που κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 7 Φεβρουαρίου 2014, στις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε από την Ana-Maria Talasca στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίες μνημονεύουν την «προβλεπόμενη από τις διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου απαγόρευση των διακρίσεων».

28

Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της συμβατότητας του άρθρου 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του SGB II με το δίκαιο της «ευρωπαϊκής κοινότητας» χωρίς ωστόσο να εκθέτει τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης είναι αναγκαία ή χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης και, ειδικότερα, χωρίς να διευκρινίζει ποιος είναι ο σύνδεσμος μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και της εφαρμοστέας στη διαφορά αυτή εθνικής νομοθεσίας. Αντιθέτως, παραπέμπει απλώς και μόνον στη δήλωση που περιέχεται στο δικόγραφο της προσφυγής της κύριας δίκης, κατά την οποία «ο προβλεπόμενος στο άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του SGB II αποκλεισμός του δικαιώματος σε παροχές παραβιάζει την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου απαγόρευση των διακρίσεων». Το δε αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η διαφορά της κύριας δίκης συνιστά αντιπροσωπευτική υπόθεση καθόσον ενώπιόν του εκκρεμούν πολλές παρόμοιες υποθέσεις.

29

Επομένως, το εν λόγω δικαστήριο δεν παρέχει, ειδικότερα, κανένα στοιχείο σε σχέση με τη φύση των κοινωνικών παροχών που ζήτησαν οι προσφεύγουσες στην κύρια δίκη ώστε να καθοριστεί εάν αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που απαγορεύουν τις διακρίσεις. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέχει επαρκή στοιχεία, ικανά να προσδιορίσουν την ακριβή κατάσταση στην οποία τελούν η Ana-Maria Talasca και η κόρη της, ούτως ώστε να δοθεί στο Δικαστήριο η δυνατότητα να προβεί σε σύγκριση με άλλα άτομα που λαμβάνουν τις προμνησθείσες κοινωνικές παροχές.

30

Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέσχε στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να εξακριβώσει αν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζονται τα προδικαστικά ερωτήματα εμπίπτουν πράγματι στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, του οποίου ζητείται η ερμηνεία, ούτε, γενικότερα, να απαντήσει κατά λυσιτελή και αξιόπιστο τρόπο στα υποβληθέντα ερωτήματα (βλ. διατάξεις Augustus, EU:C:2012:754, σκέψη 14, και Mlamali, EU:C:2013:763, σκέψη 32).

31

Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι προδήλως απαράδεκτο.

32

Δεδομένου του προδήλως απαράδεκτου χαρακτήρα του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα καθίστανται άνευ αντικειμένου.

33

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται η διαπίστωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 53, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι προδήλως απαράδεκτη.

Επί των δικαστικών εξόδων

34

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Sozialgericht Duisburg (Γερμανία), με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2013, είναι προδήλως απαράδεκτη.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Επάνω