EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62012CJ0348

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 28ης Νοεμβρίου 2013.
Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft Co., Tehran.
Αίτηση αναιρέσεως - Περιοριστικά μέτρα κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν με σκοπό την παρεμπόδιση της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων - Μέτρα στρεφόμενα κατά της βιομηχανίας του ιρανικού πετρελαίου και φυσικού αερίου - Δέσμευση κεφαλαίων - Υποχρέωση αιτιολογήσεως - Υποχρέωση δικαιολογήσεως του μέτρου.
Υπόθεση C-348/12 P.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2013:776

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 28ης Νοεμβρίου 2013 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Περιοριστικά μέτρα κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν με σκοπό την παρεμπόδιση της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων — Μέτρα στρεφόμενα κατά της βιομηχανίας του ιρανικού πετρελαίου και φυσικού αερίου — Δέσμευση κεφαλαίων — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Υποχρέωση δικαιολογήσεως του μέτρου»

Στην υπόθεση C‑348/12 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 6 Ιουλίου 2012,

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον M. Bishop και την R. Liudvinaviciute-Cordeiro,

αναιρεσείον,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Manufacturing Support & Procurement Kala Naft Co., Tehran, με έδρα την Τεχεράνη (Ιράν), εκπροσωπούμενη από τους F. Esclatine και S. Perrotet, avocats,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Μ. Κωνσταντινίδη και την E. Cujo,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, E. Juhász, A. Rosas (εισηγητή), D. Šváby και C. Vajda, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: V. Tourrès, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Απριλίου 2013,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουλίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 25ης Απριλίου 2012, T‑509/10, Manufacturing Support & Procurement Kala Naft κατά Συμβουλίου (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε, ως προς τη Manufacturing Support & Procurement Kala Naft Co., Tehran (στο εξής: Kala Naft):

την απόφαση 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσεως 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 195, σ. 39, και διορθωτικό στην ΕΕ L 197, σ. 19

τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 668/2010 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 195, σ. 25

την απόφαση 2010/644/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/413 (ΕΕ L 281, σ. 81

τον κανονισμό (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού 423/2007 (ΕΕ L 281, σ. 1, στο εξής συλλήβδην: επίμαχες πράξεις),

και διατήρησε τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2010/413, όπως έχει τροποποιηθεί με την απόφαση 2010/644, έως την έναρξη των αποτελεσμάτων της ακυρώσεως του κανονισμού 961/2010.

Το νομικό πλαίσιο και το ιστορικό της διαφοράς

2

Η Συνθήκη για τη μη εξάπλωση των πυρηνικών όπλων άνοιξε προς υπογραφή την 1η Ιουλίου 1968 στο Λονδίνο, τη Μόσχα και την Ουάσινγκτον. Τα 28 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι «συμβαλλόμενα μέρη» της Συνθήκης, όπως και η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν.

3

Το άρθρο II της Συνθήκης αυτής προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι «[κ]άθε κράτος που δεν διαθέτει πυρηνικά όπλα και το οποίο είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη δεσμεύεται […] να μην κατασκευάσει ούτε να αποκτήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο πυρηνικά όπλα ή άλλους πυρηνικούς εκρηκτικούς μηχανισμούς […]».

4

Το άρθρο III της εν λόγω Συνθήκης προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι «κάθε κράτος που δεν διαθέτει πυρηνικά όπλα και είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη δεσμεύεται να δεχθεί τις διασφαλίσεις που θα καθοριστούν με συμφωνία που θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεως και θα συναφθεί με τον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενεργείας [(στο εξής: ΔΟΑΕ)], σύμφωνα με το καταστατικό του [ΔΟΑΕ] και το σύστημα διασφαλίσεων του εν λόγω Οργανισμού, με μοναδικό σκοπό τον έλεγχο της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί από το εν λόγω κράτος στο πλαίσιο της παρούσας Συνθήκης ώστε η πυρηνική ενέργεια να μην εκτρέπεται από τους ειρηνικούς σκοπούς της προς την παραγωγή πυρηνικών όπλων ή άλλων πυρηνικών εκρηκτικών μηχανισμών […]».

5

Σύμφωνα με το άρθρο III B 4 του καταστατικού του, ο ΔΟΑΕ υποβάλλει σχετικά με τις εργασίες του ετήσιες εκθέσεις στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών και, αν συντρέχει περίπτωση, στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (στο εξής: Συμβούλιο Ασφαλείας).

6

Το Συμβούλιο Ασφαλείας, θορυβημένο από τις πολυάριθμες εκθέσεις του Γενικού Διευθυντή του ΔΟΑΕ και τα ψηφίσματα του Συμβουλίου των Διοικητών του ΔΟΑΕ σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, εξέδωσε, στις 23 Δεκεμβρίου 2006, την απόφαση 1737 (2006), της οποίας το σημείο 12, σε συνδυασμό με το παράρτημά του, απαριθμεί μια σειρά προσώπων και οντοτήτων που εμπλέκονται στη διάδοση των πυρηνικών όπλων και των οποίων τα κεφάλαια καθώς και οι οικονομικοί πόροι έπρεπε να δεσμευθούν.

7

Προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή η απόφαση 1737 (2006) εντός της Ένωσης, το Συμβούλιο εξέδωσε, στις 27 Φεβρουαρίου 2007, την κοινή θέση 2007/140/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 61, σ. 49).

8

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της κοινής θέσεως 2007/140 προέβλεπε τη δέσμευση όλων των κεφαλαίων και όλων των οικονομικών πόρων ορισμένων κατηγοριών προσώπων και οντοτήτων που απαριθμούνταν στα σημεία αʹ και βʹ της διατάξεως αυτής. Συγκεκριμένα, το σημείο αʹ του εν λόγω άρθρου 5, παράγραφος 1, αφορούσε τα πρόσωπα και τις οντότητες που κατονομάζονταν στο παράρτημα της αποφάσεως 1737 (2006) καθώς και τα λοιπά πρόσωπα και τις λοιπές οντότητες που θα κατονομάζονταν από το Συμβούλιο Ασφαλείας ή την επιτροπή του Συμβουλίου Ασφαλείας η οποία συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 18 της αποφάσεως 1737 (2006). Ο κατάλογος αυτών των προσώπων και οντοτήτων περιλαμβανόταν στο παράρτημα Ι της κοινής θέσεως 2007/140. Το σημείο βʹ του εν λόγω άρθρου 5, παράγραφος 1, αφορούσε τα μη αναφερόμενα στο παράρτημα Ι πρόσωπα και οντότητες που, μεταξύ άλλων, ασχολούνται ή έχουν άμεση σχέση με ή υποστηρίζουν τις δυνάμενες να συντελέσουν στην εξάπλωση των πυρηνικών όπλων πυρηνικές δραστηριότητες του Ιράν. Ο κατάλογος αυτών των προσώπων και οντοτήτων περιλαμβανόταν στο παράρτημα ΙΙ της εν λόγω κοινής θέσεως.

9

Στο μέτρο που αφορούσε τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η απόφαση 1737 (2006) τέθηκε σε εφαρμογή με τον κανονισμό (ΕΚ) 423/2007, της 19ης Απριλίου 2007, σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 103, σ. 1), ο οποίος εκδόθηκε βάσει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, παρέπεμπε στην κοινή θέση 2007/140 και του οποίου το περιεχόμενο είναι κατ’ ουσίαν παρόμοιο με εκείνο της κοινής θέσεως, καθόσον τα ίδια ονόματα οντοτήτων και φυσικών προσώπων περιλαμβάνονται στα παραρτήματα IV (πρόσωπα, οντότητες και οργανισμοί που καθορίστηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας) και V (πρόσωπα, οντότητες και οργανισμοί πλην αυτών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV) του κανονισμού αυτού.

10

Το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 423/2007 είχε ως εξής:

«Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην ιδιοκτησία ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα V. Το παράρτημα V περιλαμβάνει τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, τις οντότητες και τους οργανισμούς, που δεν καλύπτονται από το παράρτημα IV, τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ της κοινής θέσης 2007/140 [...]:

α)

συμμετέχουν, συνδέονται άμεσα με ή παρέχουν στήριξη στο Ιράν για τις ευαίσθητες πυρηνικές του δραστηριότητες όσον αφορά τη διάδοση πυρηνικών όπλων».

11

Το Συμβούλιο Ασφαλείας, διαπιστώνοντας ότι η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν δεν τηρούσε τις αποφάσεις του, ότι κατασκεύασε πυρηνικό σταθμό στο Qom κατά παράβαση της υποχρεώσεώς της να αναστείλει κάθε δραστηριότητα συνδεόμενη με τον εμπλουτισμό ουρανίου και το αποκάλυψε μόλις τον Σεπτέμβριο του 2009, ότι δεν ενημέρωνε τον ΔΟΑΕ και αρνείτο να συνεργαστεί με τον εν λόγω Οργανισμό, θέσπισε, με την απόφαση 1929 (2010) της 9ης Ιουνίου 2010, αυστηρότερα μέτρα πλήττοντα, μεταξύ άλλων, τις ιρανικές ναυτιλιακές εταιρίες, τον τομέα των βαλιστικών πυραύλων που μπορούσαν να μεταφέρουν πυρηνικά όπλα και το Σώμα της Ισλαμικής Επαναστατικής Φρουράς.

12

Το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν λαμβάνει μεν απόφαση όσον αφορά τον τομέα της ενέργειας, η δέκατη έβδομη, ωστόσο, αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως έχει ως εξής:

«Αναγνωρίζοντας ότι η πρόσβαση σε ποικίλες και αξιόπιστες πηγές ενέργειας είναι απαραίτητη για την σταθερή ανάπτυξη, επισημαίνοντας συγχρόνως τη δυνητική σχέση μεταξύ των εσόδων τα οποία το Ιράν αντλεί από τον ενεργειακό του τομέα και της χρηματοδοτήσεως των δυναμένων να συντελέσουν στην εξάπλωση των πυρηνικών όπλων πυρηνικών δραστηριοτήτων του, και σημειώνοντας επίσης ότι ο εξοπλισμός και τα υλικά που χρησιμοποιούνται στις χημικές διεργασίες της πετροχημικής βιομηχανίας έχουν πολλά κοινά με τον εξοπλισμό και τα υλικά που χρησιμοποιούνται σε ορισμένες νευραλγικές δραστηριότητες του κύκλου ζωής των πυρηνικών καυσίμων.»

13

Σε δήλωση επισυναφθείσα στα συμπεράσματά του της 17ης Ιουνίου 2010, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τόνιζε την αυξανόμενη ανησυχία του για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, εξέφραζε την ικανοποίησή του για την απόφαση 1929 (2010) του Συμβουλίου Ασφαλείας και λάμβανε υπό σημείωση την από 31 Μαΐου 2010 τελευταία έκθεση του ΔΟΑΕ.

14

Στο σημείο 4 της δηλώσεως αυτής, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανέφερε ότι η θέσπιση νέων περιοριστικών μέτρων είχε καταστεί αναπόφευκτη. Λαμβάνοντας υπόψη τις εργασίες του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων, κάλεσε το τελευταίο να θεσπίσει, κατά την επόμενη σύνοδό του, μέτρα για την εφαρμογή των μέτρων που περιέχονται στην απόφαση 1929 (2010) του Συμβουλίου Ασφαλείας καθώς και συνοδευτικά μέτρα, για την επίλυση, μέσω διαπραγματεύσεων, όλων των βασικών ζητημάτων που αφορούν την ανάπτυξη, εκ μέρους της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, ευαίσθητων τεχνολογιών για το πυρηνικό και πυραυλικό της πρόγραμμα. Τα μέτρα αυτά έπρεπε να εστιάζουν στους εξής τομείς:

«στο εμπόριο, ειδικότερα των αγαθών διπλής χρήσεως, και στην επιβολή περαιτέρω περιορισμών στις ασφάλειες εμπορικών συναλλαγών· στον χρηματοπιστωτικό τομέα, μεταξύ άλλων με δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων και άλλων ιρανικών τραπεζών και με περιορισμούς των τραπεζικών συναλλαγών και των ασφαλειών· στον ιρανικό τομέα των μεταφορών και ειδικότερα της εταιρίας θαλάσσιων μεταφορών της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν (IRISL) και των θυγατρικών της, καθώς και των αεροπορικών εμπορευματικών μεταφορών· στους βασικούς τομείς της βιομηχανίας φυσικού αερίου και πετρελαίου με απαγόρευση νέων επενδύσεων, τεχνικής συνδρομής και μεταφοράς τεχνολογιών, εξοπλισμού και υπηρεσιών που άπτονται των τομέων αυτών, ειδικότερα δε όσον αφορά τις εργασίες διυλίσεως, υγροποιήσεως και την τεχνολογία ΥΦΑ· καθώς και σε νέες απαγορεύσεις όσον αφορά τη χορήγηση θεωρήσεων και τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, κυρίως των μελών του Σώματος της Ισλαμικής Επαναστατικής Φρουράς (IRGC).»

15

Με την απόφαση 2010/413, το Συμβούλιο έθεσε σε εφαρμογή τη δήλωση αυτή, καταργώντας την κοινή θέση 2007/140 και θεσπίζοντας πρόσθετα περιοριστικά μέτρα σε σχέση προς την εν λόγω κοινή θέση.

16

Οι αιτιολογικές σκέψεις 22, 23 και 27 της αποφάσεως 2010/413 έχουν ως εξής:

«(22)

Η [απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας] 1929 (2010) επισημαίνει τη δυνητική σχέση μεταξύ εσόδων του Ιράν που προέρχονται από τον ενεργειακό του τομέα και χρηματοδότησης των πυρηνικών δραστηριοτήτων του Ιράν που συντελούν στη διάδοση, παρατηρεί δε περαιτέρω ότι ο εξοπλισμός και τα υλικά χημικής διεργασίας που απαιτούνται για την πετροχημική βιομηχανία έχουν πολλά κοινά με τον εξοπλισμό και τα υλικά που απαιτούνται για ορισμένες νευραλγικές δραστηριότητες του κύκλου ζωής των πυρηνικών καυσίμων.

(23)

Σύμφωνα με τη δήλωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να απαγορεύσουν την πώληση, την παροχή ή τη μεταβίβαση προς το Ιράν καίριων εξοπλισμών και τεχνολογιών, καθώς και συναφή τεχνική και οικονομική βοήθεια, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε νευραλγικούς τομείς των βιομηχανιών πετρελαίου και φυσικού αερίου. Επίσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να απαγορεύσουν νέες επενδύσεις σε αυτούς τους τομείς εντός του Ιράν.

[…]

(27)

Απαιτείται περαιτέρω δράση της Ένωσης για την εφαρμογή ορισμένων μέτρων.»

17

Το άρθρο 4 της αποφάσεως 2010/413 έχει ως εξής:

«1.   Απαγορεύονται η πώληση, η προμήθεια ή η μεταβίβαση βασικού εξοπλισμού και τεχνολογίας από υπηκόους των κρατών μελών, ή από το έδαφος των κρατών μελών, ή με τη βοήθεια σκαφών ή αεροσκαφών που βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία τους, είτε προέρχονται από τα κράτη μέλη είτε όχι, εφόσον προορίζονται για τους ακόλουθους νευραλγικούς κλάδους του πετρελαίου και του φυσικού αερίου του Ιράν ή για ιρανικές ή ιρανικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους κλάδους αυτούς εκτός Ιράν:

α)

διύλιση·

β)

υγροποιημένο φυσικό αέριο·

γ)

έρευνα·

δ)

παραγωγή.

Η Ένωση λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για να καθοριστούν τα σχετικά είδη που θα εμπίπτουν στο πεδίο της παρούσας διάταξης.

2.   Απαγορεύεται η παροχή των κατωτέρω, εφ’ όσον προορίζονται για επιχειρήσεις του Ιράν οι οποίες δραστηριοποιούνται στους νευραλγικούς κλάδους της ιρανικής βιομηχανίας πετρελαίου και αερίου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή για ιρανικές ή ιρανικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους κλάδους αυτούς εκτός Ιράν:

α)

τεχνικής βοήθειας ή εκπαίδευσης και άλλων υπηρεσιών σχετικών με βασικό εξοπλισμό και τεχνολογίες που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1·

β)

χρηματοδότησης ή χρηματοδοτικής βοήθειας για οιαδήποτε πώληση, προμήθεια, μεταβίβαση ή εξαγωγή βασικού εξοπλισμού και τεχνολογίας που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή για την παροχή σχετικής τεχνικής βοήθειας ή εκπαίδευσης.

3.   Απαγορεύεται η εν επιγνώσει ή εκ προθέσεως συμμετοχή σε δραστηριότητες οι οποίες έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παράκαμψη των απαγορεύσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2.»

18

Το άρθρο 20, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2010/413 προβλέπει τη δέσμευση των κεφαλαίων πλειόνων κατηγοριών προσώπων και οντοτήτων. Το σημείο αʹ του άρθρου 20, παράγραφος 1, αφορά τα πρόσωπα και τις οντότητες που κατονομάστηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας και απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της αποφάσεως. Το σημείο βʹ του εν λόγω άρθρου 20, παράγραφος 1, αφορά, μεταξύ άλλων, τα «[πρόσωπα ή οντότητες] που δεν καλύπτονται από το παράρτημα Ι [και] τα οποία ασχολούνται ή έχουν άμεση σχέση με ή υποστηρίζουν τις ικανές να συντελέσουν στη διάδοση πυρηνικές δραστηριότητες του Ιράν ή την ανάπτυξη φορέων πυρηνικών όπλων, συν τοις άλλοις μέσω συνεργίας στην προμήθεια των απαγορευμένων ειδών, αγαθών, εξοπλισμών, υλικών και τεχνολογιών, ή προσώπων και οντοτήτων που ενεργούν εξ ονόματός τους ή υπό την εποπτεία τους ή οντοτήτων των οποίων έχουν την κυριότητα ή τις οποίες ελέγχουν, μεταξύ άλλων με παράνομα μέσα, […] όπως απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ».

19

Η Kala Naft είναι ιρανική εταιρία ανήκουσα στη National Iranian Oil Company (στο εξής: NIOC) και ενεργούσα ως κεντρικός προμηθευτής για τις δραστηριότητες πετρελαίου, φυσικού αερίου και πετροχημικών του ομίλου της δεύτερης αυτής επιχειρήσεως. Το όνομά της περιλαμβάνεται στο σημείο 24 του μέρους Ι, Β, του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως 2010/413. Ως αιτιολογία εκτίθενται τα εξής:

«Εμπορεύεται εξοπλισμούς για τον κλάδο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Αποπειράθηκε να προμηθεύσει υλικά ([θύρες από κράματα υψηλής αντοχής]) τα οποία χρησιμοποιούνται μόνο στην πυρηνική βιομηχανία. Έχει δεσμούς με επιχειρήσεις που ενέχονται στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.»

20

Με τον εκτελεστικό κανονισμό 668/2010, που εκδόθηκε σε εκτέλεση του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 423/2007, το όνομα της Kala Naft, που περιλαμβανόταν στο σημείο 22 του τμήματος I, B, του παραρτήματος του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010, προστέθηκε στον κατάλογο των νομικών προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών του πίνακα I του παραρτήματος V του κανονισμού 423/2007.

21

Η αιτιολογία είναι σχεδόν ταυτόσημη με εκείνη της αποφάσεως 2010/413.

22

Το παράρτημα ΙΙ της αποφάσεως 2010/413 αναθεωρήθηκε και ανασυντάχθηκε με την απόφαση 2010/644.

23

Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 5 της αποφάσεως 2010/644 έχουν ως εξής:

«(2)

Το Συμβούλιο διεξήγαγε πλήρη επανεξέταση του καταλόγου των προσώπων και οντοτήτων που αναγράφονται στο παράρτημα ΙΙ της απόφασης 2010/413/ΚΕΠΠΑ, στα οποία εφαρμόζονται τα άρθρα 19, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της απόφασης. Κατά την επανεξέταση αυτή, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι ενδιαφερόμενοι.

(3)

Το Συμβούλιο συμπέρανε ότι, πλην δύο οντοτήτων, τα πρόσωπα και οι οντότητες του καταλόγου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ της απόφασης 2010/413/ΚΕΠΠΑ θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπόκεινται στα ειδικά περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην εν λόγω απόφαση.

(4)

Το Συμβούλιο συμπέρανε επίσης ότι θα πρέπει να τροποποιηθούν οι καταχωρήσεις που αφορούν ορισμένες οντότητες του καταλόγου.

(5)

Ο κατάλογος των προσώπων και οντοτήτων που αναφέρονται στα άρθρα 19, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2010/413/ΚΕΠΠΑ θα πρέπει να επικαιροποιηθεί αναλόγως.»

24

Το όνομα της Kala Naft προστέθηκε στο σημείο 24 του καταλόγου των οντοτήτων που περιλαμβάνεται στον πίνακα I του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413, όπως αυτή διαμορφώθηκε με την απόφαση 2010/644. Η σχετική αιτιολογία είναι ταυτόσημη με εκείνη της αποφάσεως 2010/413.

25

Ο κανονισμός 423/2007 καταργήθηκε από τον κανονισμό 961/2010, ο οποίος εκδόθηκε βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ.

26

Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 3 καθώς και 7 του κανονισμού 961/2010 έχουν ως εξής:

«(1)

Στις 26 Ιουλίου 2010, το Συμβούλιο ενέκρινε την απόφαση 2010/413/ΚΕΠΠΑ που επιβεβαιώνει τα περιοριστικά μέτρα τα οποία είχαν ληφθεί από το 2007 και προβλέπει πρόσθετα περιοριστικά μέτρα κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση 1929 (2010) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, καθώς και συνοδευτικά μέτρα, όπως ζήτησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με τη δήλωσή του της 17ης Ιουνίου 2010.

(2)

Τα εν λόγω περιοριστικά μέτρα περιλαμβάνουν, ιδίως, […] περιορισμούς στο εμπόριο βασικού εξοπλισμού και τεχνολογιών, καθώς και περιορισμούς στις επενδύσεις, για τις ιρανικές βιομηχανίες πετρελαίου και φυσικού αερίου […].

(3)

Η απόφαση 2010/413/ΚΕΠΠΑ προβλέπει επίσης τη δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων για ορισμένες επιπλέον κατηγορίες προσώπων, καθώς και κάποιες άλλες τεχνικές τροποποιήσεις των ισχυόντων μέτρων.

[…]

(7)

Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή της απαγόρευσης της πώλησης, της προμήθειας, της μεταβίβασης ή της εξαγωγής βασικού εξοπλισμού ή τεχνολογιών στο Ιράν που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε βασικούς τομείς των βιομηχανιών πετρελαίου και φυσικού αερίου, θα πρέπει να καταρτιστεί κατάλογος που να προσδιορίζει τον βασικό εξοπλισμό και τις τεχνολογίες αυτές.»

27

Το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 961/2010 προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Απαγορεύεται η πώληση, προμήθεια, μεταβίβαση ή εξαγωγή βασικού εξοπλισμού ή τεχνολογιών που απαριθμούνται στο παράρτημα VI, άμεσα ή έμμεσα, σε οποιοδήποτε ιρανικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό ή για χρήση στο Ιράν.

2.   Το παράρτημα VI περιλαμβάνει βασικό εξοπλισμό και τεχνολογία για τους κάτωθι βασικούς τομείς της βιομηχανίας πετρελαίου και φυσικού αερίου στο Ιράν.

α)

έρευνα κοιτασμάτων αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου·

β)

παραγωγή αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου·

γ)

διύλιση·

δ)

υγροποίηση φυσικού αερίου.»

28

Το άρθρο 16 του κανονισμού 961/2010 προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων που ανήκουν σε ορισμένα πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς ή τελούν υπό τον έλεγχό τους. Η παράγραφος 1 της διατάξεως αυτής αναφέρεται στα πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που έχουν κατονομαστεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας και απαριθμούνται στο παράρτημα VII του κανονισμού αυτού.

29

Το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010 ορίζει τα εξής:

«2.   Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην ιδιοκτησία ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα VΙΙΙ. Το παράρτημα VΙΙΙ περιλαμβάνει τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, τις οντότητες και τους οργανισμούς που […], σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της απόφασης [2010/413], έχουν αναγνωρισθεί ότι:

α)

συμμετέχουν, συνδεόμενοι άμεσα ή παρέχοντας στήριξη, σε επικίνδυνες πυρηνικές δραστηριότητες του Ιράν όσον αφορά τη διάδοση πυρηνικών όπλων ή την εκ μέρους του ανάπτυξη συστημάτων εκτόξευσης πυρηνικών όπλων, μεταξύ άλλων με την ανάμιξή τους στην προμήθεια απαγορευμένων αγαθών και τεχνολογιών, ή ανήκουν ή ελέγχονται από τέτοιο πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό, ακόμη και με παράνομο τρόπο, ή ενεργούν εξ ονόματός του ή υπό την καθοδήγησή του·

[…]».

30

Το όνομα της Kala Naft ενεγράφη από το Συμβούλιο στο σημείο 29 του καταλόγου των νομικών προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών που απαριθμούνται στο παράρτημα VIII, B, του κανονισμού 961/2010. Η αιτιολογία της εγγραφής αυτής είναι ταυτόσημη με εκείνη της αποφάσεως 2010/413.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

31

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Οκτωβρίου 2010, η Kala Naft άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως 2010/413 και του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010.

32

Με τις από 6 Δεκεμβρίου 2011 παρατηρήσεις της, που υπέβαλε προς απάντηση σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Kala Naft διεύρυνε τα αιτήματά της και ζήτησε επίσης την ακύρωση της αποφάσεως 2010/644 και του κανονισμού 961/2010 στο μέτρο που οι πράξεις αυτές την αφορούν.

33

Η Kala Naft προέβαλε εννέα λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείτο από τον παράνομο χαρακτήρα του άρθρου 4 της αποφάσεως 2010/413 καθώς και του άρθρου 28 της εν λόγω αποφάσεως, που αφορά την έναρξη της ισχύος της αποφάσεως αυτής. Ο δεύτερος λόγος αντλείτο από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Ο τρίτος λόγος αντλείτο από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας καθώς και του δικαιώματός της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αντλείτο από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Ο πέμπτος λόγος αντλείτο από αναρμοδιότητα του Συμβουλίου να εκδώσει τις επίμαχες πράξεις. Ο έκτος λόγος ακυρώσεως αντλείτο από κατάχρηση εξουσίας. Ο έβδομος λόγος αντλείτο από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την έννοια της αναμείξεως στη διάδοση πυρηνικών όπλων. Ο όγδοος λόγος αντλείτο από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τις δραστηριότητες αυτές. Ο ένατος λόγος, που προβλήθηκε επικουρικώς, αντλείτο από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

34

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστήριξαν ότι η προσφυγή της Kala Naft ήταν απαράδεκτη, στο μέτρο που στηριζόταν σε υποτιθέμενη προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων της εταιρίας αυτής.

35

Με τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, δυνάμει του άρθρου 275, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «δεν είναι αρμόδιο να επιληφθεί προσφυγής έχουσας ως αντικείμενο την εκτίμηση της νομιμότητας του άρθρου 4 της αποφάσεως 2010/413 και, ως εκ τούτου, να αποφανθεί επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως».

36

Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, εξάλλου, ως απαράδεκτη την επί της ουσίας της διαφοράς επιχειρηματολογία του Συμβουλίου και της Επιτροπής που αντλείτο από το ότι η Kala Naft δεν μπορούσε να επικαλεστεί προς θεμελίωση της προσφυγής της την προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων.

37

Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, που αντλείτο από αναρμοδιότητα του Συμβουλίου να εκδώσει τις επίμαχες πράξεις, και τον έκτο λόγο ακυρώσεως, που αντλείτο από κατάχρηση εξουσίας. Δέχθηκε, ωστόσο, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο αμφισβητήθηκε η αναδρομική ισχύς της αποφάσεως 2010/413, στο μέτρο που κατέτεινε στην ακύρωση του άρθρου 28 της αποφάσεως 2010/413 και το απέρριψε ως αλυσιτελές κατά τα λοιπά.

38

Όσον αφορά την αιτιολογία των επιμάχων πράξεων, το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως ως αβάσιμο, καθόσον αφορούσε τον προβληθέντα από το Συμβούλιο πρώτο και δεύτερο λόγο εγγραφής της Kala Naft στους καταλόγους των επιμάχων πράξεων. Δέχθηκε, ωστόσο, τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, ακύρωσε τις επίμαχες πράξεις, καθόσον αφορούσε τον τρίτο λόγο εγγραφής.

39

Με τη σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Συμβούλιο δεν είχε προσβάλει τα δικαιώματα άμυνας της Kala Naft όσον αφορά την αρχική κοινοποίηση των επιβαρυντικών στοιχείων. Με τη σκέψη 101 της αποφάσεως αυτής, έκρινε ότι το Συμβούλιο προσέβαλε, ωστόσο, τα δικαιώματα αυτά μη απαντώντας στο αίτημα περί προσβάσεως στον φάκελο της υποθέσεως, το οποίο η Kala Naft είχε εγκαίρως υποβάλει. Με τη σκέψη 105 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι είχε γίνει σεβαστό το δικαίωμα της Kala Naft να προβάλει λυσιτελώς την άποψή της επί των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη εις βάρος της. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη, στη σκέψη 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Συμβούλιο δεν απάντησε στο αίτημα της Kala Naft να της παρασχεθεί πρόσβαση στα στοιχεία του φακέλου, το οποίο είχε υποβληθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, έκρινε ότι το γεγονός αυτό συνιστά προσβολή του δικαιώματος της Kala Naft σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τον τρίτο λόγο ακυρώσεως και ακύρωσε τις επίμαχες πράξεις στο μέτρο που αυτές αφορούν την Kala Naft.

40

Δεδομένου ότι το Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι ο φάκελός του δεν περιείχε άλλα αποδεικτικά ή πληροφοριακά στοιχεία πλην των παρατιθεμένων στην αιτιολογία των επιμάχων πράξεων, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο, για την οικονομία της διαδικασίας και προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να εξετάσει τον έβδομο και τον όγδοο λόγο ακυρώσεως, που αντλούνταν, αντιστοίχως, από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την έννοια της αναμείξεως στη διάδοση των πυρηνικών όπλων και από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τις δραστηριότητες της Kala Naft. Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τον έβδομο λόγο ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, ακύρωσε τις επίμαχες πράξεις ως προς τον πρώτο λόγο της εγγραφής της εταιρίας αυτής στους καταλόγους των πράξεων αυτών. Εξάλλου, έκρινε ότι το Συμβούλιο δεν είχε προσκομίσει απόδειξη σχετικά με τα προβληθέντα στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου εγγραφής και, ως εκ τούτου, δέχθηκε τον όγδοο λόγο ακυρώσεως και ακύρωσε τις επίμαχες πράξεις ως προς αυτόν τον λόγο εγγραφής.

41

Το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τον τέταρτο και τον ένατο λόγο ακυρώσεως.

42

Προκειμένου να μη θιγεί η ασφάλεια δικαίου, το Γενικό Δικαστήριο διατήρησε τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2010/413, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644, έως την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της αιτήσεως αναιρέσεως. Κατά το άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η άσκηση αναιρέσεως έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα για τις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου με τις οποίες ακυρώνεται κανονισμός, εν προκειμένω ο κανονισμός 961/2010, έως την έκδοση της αποφάσεως με την οποία το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της αιτήσεως αναιρέσεως.

Αιτήματα των διαδίκων

43

Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς και να απορρίψει ως απαράδεκτη την προσφυγή της Kala Naft κατά των [επιμάχων] πράξεων ή, επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

να καταδικάσει την Kala Naft στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο τόσο πρωτοδίκως όσο και στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης.

44

Η Kala Naft ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως του Συμβουλίου·

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

45

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να κρίνει την αίτηση αναιρέσεως του Συμβουλίου βάσιμη·

να καταδικάσει την Kala Naft στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής ή ορισμένων λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η Kala Naft

46

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως έχει σχέση με το παραδεκτό ορισμένων λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η Kala Naft. Αφορά τις σκέψεις 43 έως 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες έχουν ως εξής:

«43

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστήριξαν ότι η [Kala Naft] έπρεπε να θεωρηθεί ως κυβερνητικός οργανισμός και, ως εκ τούτου, ως ιρανικός κρατικός φορέας, ο οποίος δεν μπορούσε να επικαλεστεί τις προστασίες και τις εγγυήσεις που συνδέονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Εκτιμούν, κατά συνέπεια, ότι οι λόγοι της προσφυγής που αντλούνται από την υποτιθέμενη προσβολή των εν λόγω δικαιωμάτων πρέπει να κριθούν απαράδεκτοι.

44

Συναφώς, πρέπει, πρώτον, να παρατηρηθεί ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν αμφισβητούν αυτό καθαυτό το δικαίωμα της [Kala Naft] να ζητήσει την ακύρωση των [επιμάχων] πράξεων. Αμφισβητούν μόνον ότι έχει ορισμένα δικαιώματα τα οποία επικαλείται για να επιτύχει την ακύρωση αυτή.

45

Όμως, δεύτερον, το κατά πόσον [ο προσφεύγων] έχει ή όχι το δικαίωμα που επικαλείται προς στήριξη ενός λόγου ακυρώσεως δεν αφορά το παραδεκτό του ίδιου του λόγου ακυρώσεως, αλλά το βάσιμό του. Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία του Συμβουλίου και της Επιτροπής, που αντλείται από το ότι η [Kala Naft] είναι κυβερνητικός οργανισμός, είναι απορριπτέα στο μέτρο που αποβλέπει στη διαπίστωση του μερικού απαραδέκτου της προσφυγής.

46

Τρίτον, η εν λόγω επιχειρηματολογία προβλήθηκε, για πρώτη φορά, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς το Συμβούλιο ή η Επιτροπή να επικαλεστούν το ότι στηριζόταν σε νομικά ή πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Επομένως, στο μέτρο που αφορά την ουσία της διαφοράς, η επιχειρηματολογία αυτή συνιστά νέον ισχυρισμό υπό την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, πράγμα που συνεπάγεται ότι πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη.»

Επιχειρήματα των διαδίκων

47

Το Συμβούλιο εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το ζήτημα αν η Kala Naft μπορούσε να επικαλεστεί λόγο αντλούμενο από την προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων αφορούσε όχι το παραδεκτό του λόγου αυτού, αλλά μόνον το βάσιμό του. Το Συμβούλιο φρονεί ότι, αν μια οντότητα που αποτελεί κυβερνητικό οργανισμό κατά την έννοια του άρθρου 34 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως υποκείμενο του θεμελιώδους δικαιώματος στην προστασία της ιδιοκτησίας ούτε άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων, δεν νομιμοποιείται (locus standi) να επικαλεστεί προσβολή των δικαιωμάτων αυτών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

48

Το Συμβούλιο αναγνωρίζει μεν ότι τα θεσμικά όργανα προέβαλαν την ένσταση αυτή μόλις κατά το στάδιο της προφορικής διαδικασίας, υποστηρίζει όμως ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού μιας προσφυγής αφορούν λόγους απαραδέκτου δημοσίας τάξεως.

49

Η Επιτροπή υποστηρίζει την επιχειρηματολογία του Συμβουλίου και επισημαίνει ότι τα κράτη δεν μπορούν να έχουν θεμελιώδη δικαιώματα, αναγνωρίζει όμως ότι μπορούν να προβάλλουν δικονομικά δικαιώματα ή δικαιώματα απορρέοντα από το διεθνές δίκαιο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

50

Όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 59 των προτάσεών του, η προσφυγή της Kala Naft ασκήθηκε στο πλαίσιο του άρθρου 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η εταιρία αυτή νομιμοποιούνταν να αμφισβητήσει, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, την εγγραφή της στον κατάλογο που περιλαμβάνεται στις επίμαχες πράξεις, καθόσον η εγγραφή αυτή την αφορούσε άμεσα και ατομικά υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, το έννομο συμφέρον της δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί.

51

Συνεπώς, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επιχειρηματολογία σχετικά με το κατά πόσον η Kala Naft είχε τη δυνατότητα να επικαλεστεί τις προστασίες και τις εγγυήσεις που συνδέονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν αφορούσε το παραδεκτό της προσφυγής ή ενός λόγου ακυρώσεως, αλλά την ουσία της διαφοράς.

52

Δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία αυτή προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς το Συμβούλιο και η Επιτροπή να επικαλεστούν το ότι στηριζόταν σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι συνιστούσε νέον ισχυρισμό υπό την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, πράγμα που συνεπαγόταν ότι έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη.

53

Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των επιμάχων πράξεων και τον δικαιολογημένο χαρακτήρα του μέτρου

54

Σε καθεμία από τις επίμαχες πράξεις, προβλέπονταν τρεις λόγοι προς δικαιολόγηση της επιβολής των περιοριστικών μέτρων έναντι της Kala Naft.

55

Με τη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό δικαστήριο απέρριψε τον τρίτο από τους λόγους αυτούς λόγω ελλείψεως αιτιολογίας:

«79 Αντιθέτως, ο τρίτος λόγος, ότι η [Kala Naft] διατηρεί δεσμούς με τις εταιρίες που μετείχαν στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, είναι ανεπαρκής κατά το ότι δεν προκύπτει με σαφήνεια τι είδους σχέσεις είχε η προσφεύγουσα και με ποιες οντότητες, οπότε η προσφεύγουσα δεν είναι σε θέση να ελέγξει το βάσιμο της θέσεως αυτής και να την αμφισβητήσει με την ελάχιστη απαιτούμενη ακρίβεια.»

56

Με τις σκέψεις 113 έως 119 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο πρώτος λόγος, που αντλείτο από εμπορία εξοπλισμού για τον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου ο οποίος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, ενείχε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την έννοια της αναμείξεως στη διάδοση των πυρηνικών όπλων:

«113

Όπως προκύπτει από τη σκέψη 77 ανωτέρω, ο πρώτος λόγος που παραθέτει το Συμβούλιο δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένη συμπεριφορά, που συνιστά ανάμειξη της [Kala Naft] στη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Συγκεκριμένα, στηρίζεται στη διαπίστωση ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος αναμείξεως της [Kala Naft] στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, λόγω της θέσεώς της ως κεντρικού προμηθευτή του ομίλου της National Iranian Oil Company.

114

Πάντως, το άρθρο 20, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2010/413 προβλέπει δέσμευση κεφαλαίων των “προσώπων και οντοτήτων […] τα οποία […] υποστηρίζουν” τη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Ομοίως, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 423/2007 και το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 961/2010 αφορούν, μεταξύ άλλων, τις οντότητες που “παρέχουν στήριξη” στη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

115

Η διατύπωση που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης συνεπάγεται ότι η λήψη περιοριστικών μέτρων σε βάρος οντότητας, λόγω της στηρίξεως που φέρεται να έχει παράσχει στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, προϋποθέτει προγενέστερη συμπεριφορά που να πληροί το κριτήριο αυτό. Αντιθέτως, ελλείψει τέτοιας συμπεριφοράς, δεν αρκεί μόνον ο κίνδυνος ότι η συγκεκριμένη οντότητα ενδέχεται να παράσχει στήριξη στη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

116

Διαπιστώνεται, συνεπώς, ότι το Συμβούλιο, ακολουθώντας την αντίθετη ερμηνεία του άρθρου 20, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2010/413, του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 423/2007 και του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 961/2010, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.»

57

Με τις σκέψεις 120 έως 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, όσον αφορά τον δεύτερο λόγο εγγραφής, το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τις δραστηριότητες της Kala Naft:

«120

[…], η εξέταση του [παρόντος] λόγου περιορίζεται στον δεύτερο λόγο που παρέθεσε το Συμβούλιο στην αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων, ότι η [Kala Naft] επιχείρησε να αποκτήσει θύρες από κράματα υψηλής αντοχής, οι οποίες χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από την πυρηνική βιομηχανία.

121

Η [Kala Naft] προβάλλει, συναφώς, ότι, αντιθέτως προς ό,τι δέχθηκε το Συμβούλιο με την αιτιολογία των [επιμάχων] πράξεων, οι θύρες αυτές δεν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά στην πυρηνική βιομηχανία, αλλά και στον κλάδο του φυσικού αερίου, του πετρελαίου και των πετροχημικών προϊόντων.

122

Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί το βάσιμο της επιχειρηματολογίας της [Kala Naft]. Προβάλλει ότι η [Kala Naft] δεν απέδειξε ότι ουδέποτε είχε επιχειρήσει να αγοράσει θύρες που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά στην πυρηνική βιομηχανία.

123

Κατά τη νομολογία, ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας πράξεως με την οποία ελήφθησαν περιοριστικά μέτρα εις βάρος οντότητας εκτείνεται στην εκτίμηση των γεγονότων και των περιστάσεων βάσει των οποίων δικαιολογείται η πράξη, καθώς και στην εξέταση των αποδεικτικών και πληροφοριακών στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η εκτίμηση αυτή. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, απόκειται στο Συμβούλιο να προσκομίζει τα στοιχεία αυτά για να ελεχθούν από τον δικαστή της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση [του Γενικού Δικαστηρίου] της 14ης Οκτωβρίου 2009, [T-390/08], Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, [Συλλογή 2009, σ. ΙΙ-3967], σκέψεις 37 και 107).

124

Εν προκειμένω, το Συμβούλιο δεν προσκόμισε κανένα πληροφοριακό ή αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με τον δεύτερο λόγο της αιτιολογίας των [επιμάχων] πράξεων, πέραν αυτών που περιλαμβάνονται στην εν λόγω αιτιολογία. Όπως κατ’ ουσίαν παραδέχεται το Συμβούλιο, στηρίχθηκε μόνο σε αναφορές, οι οποίες δεν τεκμηριώνονται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο και σύμφωνα με τις οποίες η [Kala Naft] επιχείρησε να αποκτήσει θύρες από κράματα υψηλής αντοχής που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά στην πυρηνική βιομηχανία.»

Επιχειρήματα των διαδίκων

58

Το Συμβούλιο υποστηρίζει, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εξετάζοντας χωριστά και μεμονωμένα τους τρεις λόγους που παραθέτουν οι επίμαχες πράξεις. Εκτιμά, μεταξύ άλλων, ότι ο πρώτος λόγος, που αφορά την εμπορία εξοπλισμού για τους κλάδους του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, πρέπει να συνδυαστεί με τον τρίτο λόγο, που αφορά τους δεσμούς που η Kala Naft διατηρεί με εταιρίες που μετέχουν στο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.

59

Το Συμβούλιο υποστηρίζει, δεύτερον, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο μη λαμβάνοντας δεόντως υπόψη, κατά την εκ μέρους του εξέταση του δευτέρου και του τρίτου λόγου της εγγραφής στον κατάλογο, το γεγονός ότι οι λόγοι αυτοί στηρίζονταν σε πληροφορίες που προέρχονταν από εμπιστευτικές πηγές.

60

Η Kala Naft υποστηρίζει, πρώτον, ότι το ίδιο το Συμβούλιο εκτίμησε ότι κάθε ένα από τα στοιχεία της αιτιολογίας που παρατίθεται στις επίμαχες πράξεις αρκούσε, από μόνο του, προς δικαιολόγηση των αποφάσεών του. Η Kala Naft εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο απορρίπτοντας τον τρίτο λόγο και ότι, επιπλέον, ο ισχυρισμός του Συμβουλίου έπρεπε να θεωρηθεί νέος και, ως εκ τούτου, απαράδεκτος.

61

Υιοθετώντας τη συλλογιστική που εκθέτει το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 114 και 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Kala Naft υποστηρίζει, δεύτερον, ότι ο πρώτος λόγος, ο οποίος ενέχει πλάνη, δεν μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την επιβεβαίωση του τρίτου λόγου.

62

Τρίτον, η Kala Naft υποστηρίζει ότι, ακόμα και αν οι δύο λόγοι ληφθούν υπόψη μαζί, ο τρίτος λόγος παραμένει ασαφής, καθόσον είναι αδύνατον να συναχθεί σε ποιες εταιρίες και σε ποιους δεσμούς αναφέρεται το Συμβούλιο.

63

Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία, η Kala Naft υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο επικαλέστηκε τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των στοιχείων αυτών μόλις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Πρόκειται, συνεπώς, για νέον ισχυρισμό, του οποίου την εξέταση απαγορεύει στο Γενικό Δικαστήριο το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

64

Με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, το Συμβούλιο υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, αφενός, θεωρώντας ότι οι λόγοι που εκτίθενται στις επίμαχες πράξεις είναι ανεπαρκείς και, αφετέρου, κρίνοντας ότι το Συμβούλιο δεν μπορούσε εγκύρως να εκδώσει τις επίμαχες πράξεις στο μέτρο που αφορούν την Kala Naft, δεδομένου ότι κανένας από τους τρεις λόγους που εκτίθενται στις πράξεις αυτές δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την επιβολή του επίμαχου μέτρου έναντι της Kala Naft.

65

Υπενθυμίζεται ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης οφείλουν, σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που τους έχουν ανατεθεί από τη Συνθήκη, να διασφαλίζουν τον, καταρχήν πλήρη, έλεγχο της νομιμότητας όλων των πράξεων της Ένωσης από πλευράς των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης. Η υποχρέωση αυτή καθιερώνεται ρητώς από το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, στο εξής: απόφαση Kadi II, σκέψη 97).

66

Μεταξύ των θεμελιωδών αυτών δικαιωμάτων περιλαμβάνονται, ιδίως, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας και το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία (βλ. απόφαση Kadi II, σκέψη 98).

67

Το πρώτο από τα δικαιώματα αυτά, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), περιλαμβάνει το δικαίωμα ακροάσεως και το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, στο πλαίσιο του σεβασμού των νομίμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας (βλ. απόφαση Kadi II, σκέψη 99).

68

Το δεύτερο των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, επιβάλλει να είναι ο ενδιαφερόμενος σε θέση να γνωρίζει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η απόφαση που τον αφορά είτε επειδή έχει διαβάσει την ίδια την απόφαση είτε επειδή του έχει γνωστοποιηθεί το αιτιολογικό αυτό κατόπιν αιτήσεώς του, υπό την επιφύλαξη της εξουσίας του αρμόδιου δικαστή να απαιτήσει από την οικεία αρχή τη γνωστοποίηση αυτή, προκειμένου να παρασχεθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να αποφασίσει, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, αν είναι πρόσφορο να προσφύγει στον αρμόδιο δικαστή, καθώς και να παρασχεθεί στον δικαστή πλήρης δυνατότητα ασκήσεως του ελέγχου νομιμότητας της επίμαχης αποφάσεως (βλ. αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2013, C‑300/11, ZZ, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Kadi II, σκέψη 100).

69

Το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη προβλέπει, πάντως, περιορισμούς στην άσκηση των δικαιωμάτων που αυτό κατοχυρώνει, εφόσον ο σχετικός περιορισμός σέβεται το ουσιώδες περιεχόμενο του οικείου θεμελιώδους δικαιώματος και εφόσον, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, ο περιορισμός αυτός είναι αναγκαίος και εξυπηρετεί όντως σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση (βλ. προμνησθείσα απόφαση ZZ, σκέψη 51, και απόφαση Kadi II, σκέψη 101).

70

Επιπλέον, η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις ειδικές περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης υποθέσεως (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, C-110/10 P, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι-10439, σκέψη 63), ιδίως σε συνάρτηση με τη φύση της επίμαχης πράξεως, το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση Kadi II, σκέψη 102· βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, όσον αφορά το καθήκον αιτιολογήσεως, αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, C‑539/10 P και C‑550/10 P, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, σκέψεις 139 και 140, καθώς και C‑417/11 P, Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 53).

71

Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εκδόθηκε εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου (προμνησθείσα απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 54).

72

Όσον αφορά τον έλεγχο της νομιμότητας μιας αποφάσεως περί επιβολής περιοριστικών μέτρων, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της προληπτικής φύσεώς τους, αν ο δικαστής της Ένωσης κρίνει ότι, τουλάχιστον, ο ένας από τους προβαλλομένους λόγους είναι αρκούντως ακριβής και συγκεκριμένος, ότι είναι τεκμηριωμένος και ότι συνιστά αυτός καθαυτόν επαρκές έρεισμα για να στηρίξει την απόφαση αυτή, το γεγονός ότι άλλοι μεταξύ των λόγων αυτών δεν συνιστούν τέτοιο έρεισμα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως (βλ. απόφαση Kadi II, σκέψη 130).

73

Εξάλλου, η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου την οποία εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη επιβάλλει επίσης να βεβαιώνεται ο δικαστής της Ένωσης ότι η απόφαση, η οποία έχει ατομικό χαρακτήρα για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή την ενδιαφερόμενη οντότητα, στηρίζεται σε επαρκώς στέρεα πραγματική βάση. Τούτο προϋποθέτει έλεγχο των πραγματικών περιστατικών που προβάλλονται στην αιτιολογική έκθεση στην οποία στηρίζεται η εν λόγω απόφαση, ούτως ώστε να μην περιορίζεται ο δικαστικός έλεγχος στην εκτίμηση της αόριστης βασιμότητας των προβαλλομένων λόγων, αλλά να αφορά το αν οι λόγοι αυτοί, ή, τουλάχιστον, ένας εξ αυτών που θεωρείται επαρκής αυτός καθαυτόν για να στηρίξει την ίδια αυτή απόφαση, είναι τεκμηριωμένοι (βλ. απόφαση Kadi II, σκέψη 119).

74

Εν προκειμένω, για να εκτιμηθεί η νομιμότητα του ελέγχου της αιτιολογίας και του δικαιολογημένου χαρακτήρα των επιμάχων πράξεων στον οποίο προέβη το Γενικό Δικαστήριο, πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο εντόπισε και ερμήνευσε τους γενικούς κανόνες των εφαρμοστέων κειμένων και, στη συνέχεια, να εξεταστεί, ειδικότερα, ο τρόπος με τον οποίο ήλεγξε την αιτιολογία και τον δικαιολογημένο χαρακτήρα των επιμάχων πράξεων.

75

Συναφώς, από κανένα στοιχείο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την εξέλιξη του κανονιστικού πλαισίου της Ένωσης από τον χρόνο της εκδόσεως της αποφάσεως 1929 (2010) του Συμβουλίου Ασφαλείας.

76

Συγκεκριμένα, η ερμηνεία του κανονιστικού αυτού πλαισίου το οδήγησε, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 113 και 114 της αποφάσεως αυτής, να αναζητήσει άμεση σχέση μεταξύ της Kala Naft και της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων, ενώ από την απόφαση 2010/413 και τον κανονισμό 961/2010 προκύπτει σαφώς ότι περιοριστικά μέτρα κατά της ιρανικής βιομηχανίας πετρελαίου και φυσικού αερίου μπορούν να ληφθούν, μεταξύ άλλων, όταν η βιομηχανία αυτή συμβάλλει στην απόκτηση απαγορευμένων αγαθών και τεχνολογιών, εφόσον η σχέση μεταξύ, αφενός, αυτών των αγαθών και αυτών των τεχνολογιών και, αφετέρου, της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων έχει αποδειχθεί από τον νομοθέτη της Ένωσης με τους γενικούς κανόνες των εφαρμοστέων διατάξεων.

77

Πράγματι, το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 961/2010 επιβάλλει απαγόρευση πωλήσεως, προμήθειας, μεταβιβάσεως ή εξαγωγής του βασικού εξοπλισμού ή των βασικών τεχνολογιών που απαριθμούνται στο παράρτημα VI, άμεσα ή έμμεσα, προς οποιοδήποτε πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό του Ιράν ή για χρήση εντός του Ιράν. Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, στο παράρτημα VI αναφέρονται ο βασικός εξοπλισμός και οι βασικές τεχνολογίες που προορίζονται για τους βασικούς τομείς της ιρανικής βιομηχανίας πετρελαίου και φυσικού αερίου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η έννοια «προμήθεια απαγορευμένων αγαθών και τεχνολογιών» κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού καλύπτει την απόκτηση βασικών εξοπλισμών και τεχνολογιών που προορίζονται για τους βασικούς τομείς της ιρανικής βιομηχανίας πετρελαίου και φυσικού αερίου.

78

Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι η παράθεση του εν λόγω άρθρου 16, παράγραφος 2, στη σκέψη 11 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όπως και η παραπομπή στο άρθρο αυτό η οποία περιέχεται στη σκέψη 114 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν μνημονεύουν το μέρος της διατάξεως αυτής σύμφωνα με το οποίο τα περιοριστικά μέτρα αφορούν όσους συμμετέχουν, συνδεόμενοι άμεσα ή παρέχοντας στήριξη, στις πυρηνικές δραστηριότητες της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, «μεταξύ άλλων με την ανάμειξή τους στην προμήθεια απαγορευμένων αγαθών και τεχνολογιών».

79

Όσον αφορά τον εκτελεστικό κανονισμό 668/2010, παρατηρείται ότι ο κανονισμός αυτός έθεσε σε εφαρμογή το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 423/2007 το οποίο, σε αντίθεση προς το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010, δεν αναφερόταν ρητώς στην προμήθεια απαγορευμένων αγαθών και τεχνολογιών.

80

Ωστόσο, το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 423/2007 αναφέρεται στη συμμετοχή, τον άμεσο σύνδεσμο ή τη στήριξη των ευαίσθητων πυρηνικών δραστηριοτήτων του Ιράν όσον αφορά τη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Πρέπει, όμως, να παρατηρηθεί ότι η έννοια της «στηρίξεως» προϋποθέτει μικρότερο βαθμό συνδέσεως με τις πυρηνικές δραστηριότητες του Ιράν απ’ ό,τι οι έννοιες της «συμμετοχής» και του «άμεσου συνδέσμου» και ότι η έννοια αυτή μπορεί να καλύπτει την προμήθεια ή την εμπορία αγαθών και τεχνολογιών που συνδέονται με τη βιομηχανία του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.

81

Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από την έκδοση, σε χρόνο μεταγενέστερο της εκδόσεως του κανονισμού 423/2007, της αποφάσεως 1929 (2010) του Συμβουλίου Ασφαλείας, της δηλώσεως του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2010 και της αποφάσεως 2010/413, που μνημονεύουν τα έσοδα που προέρχονται από τον ενεργειακό τομέα και τον κίνδυνο που συνδέεται με τα υλικά που προορίζονται για τη βιομηχανία του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.

82

Πράγματι, η απόφαση 1929 (2010) του Συμβουλίου Ασφαλείας, στην οποία παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 22 της αποφάσεως 2010/413, επισημαίνει τη δυνητική σχέση μεταξύ των εσόδων τα οποία η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν αντλεί από τον ενεργειακό της τομέα και της χρηματοδοτήσεως των δυναμένων να συντελέσουν στην εξάπλωση των πυρηνικών όπλων πυρηνικών δραστηριοτήτων του, σημειώνει δε ότι ο εξοπλισμός και τα υλικά που χρησιμοποιούνται στις χημικές διεργασίες της πετροχημικής βιομηχανίας έχουν πολλά κοινά με τον εξοπλισμό και τα υλικά που χρησιμοποιούνται σε ορισμένες νευραλγικές δραστηριότητες του κύκλου ζωής των πυρηνικών καυσίμων. Εξάλλου, στην από 17 Ιουνίου 2010 δήλωσή του, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εκτιμά ότι τα ληπτέα νέα μέτρα πρέπει να αφορούν, μεταξύ άλλων, τους βασικούς τομείς της βιομηχανίας φυσικού αερίου και πετρελαίου, με απαγόρευση νέων επενδύσεων, τεχνικής συνδρομής και μεταφοράς τεχνολογιών, εξοπλισμού και υπηρεσιών που άπτονται των τομέων αυτών.

83

Υπό το φως αυτής της αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας (απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2011, C-548/09 P, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2011, σ. Ι-11381, σκέψη 104 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), αυτής της δηλώσεως του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της αποφάσεως 2010/413 που μνημονεύουν τα έσοδα που αντλούνται από τον ενεργειακό τομέα και τον κίνδυνο που συνδέεται με τα υλικά που προορίζονται για τη βιομηχανία του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 423/2007 έπρεπε, προς εκτίμηση της νομιμότητας του περιοριστικού μέτρου που θεσπίστηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 668/2010, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η εμπορία βασικών εξοπλισμών και τεχνολογιών για τη βιομηχανία του φυσικού αερίου και του πετρελαίου μπορούσε να θεωρηθεί ως στήριξη στις πυρηνικές δραστηριότητες της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.

84

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 113 έως 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η λήψη περιοριστικών μέτρων έναντι μιας οντότητας προϋποθέτει ότι η οντότητα αυτή έχει προηγουμένως πράγματι επιδείξει επιλήψιμη συμπεριφορά, διότι ο κίνδυνος απλώς και μόνο να υιοθετήσει η εν λόγω οντότητα τέτοια συμπεριφορά στο μέλλον δεν αρκεί.

85

Πράγματι, οι διάφορες διατάξεις των επιμάχων πράξεων που προβλέπουν τη δέσμευση των κεφαλαίων είναι διατυπωμένες γενικόλογα («συμμετέχουν, [συνδέονται] άμεσα ή [παρέχουν] στήριξη […]», χωρίς να αναφέρονται σε συμπεριφορές που προηγήθηκαν της αποφάσεως περί δεσμεύσεως των κεφαλαίων. Επομένως, ακόμα και όταν τα περιοριστικά μέτρα αφορούν συγκεκριμένη οντότητα, η αναφορά σε ένα γενικό σκοπό, όπως αυτός που απορρέει από το καταστατικό της οντότητας μπορεί να αρκεί για να δικαιολογήσει τη λήψη τους.

86

Περαιτέρω, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον οι λόγοι που προβάλλονται με τις επίμαχες πράξεις είναι αρκούντως ακριβείς και συγκεκριμένοι καθώς και, ενδεχομένως, το αν αποδείχθηκε το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που αντιστοιχούν στον εξεταζόμενο λόγο με γνώμονα τα στοιχεία που έχουν γνωστοποιηθεί (βλ. απόφαση Kadi II, σκέψη 136).

87

Όσον αφορά τον πρώτο λόγο που προβάλλουν οι επίμαχες πράξεις και σύμφωνα με τον οποίο η Kala Naft εμπορεύεται εξοπλισμούς για τον κλάδο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο λόγος αυτός ήταν αρκούντως ακριβής και συγκεκριμένος ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στη μεν Kala Naft να εξακριβώσει το βάσιμο των επιμάχων πράξεων και να αμυνθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του.

88

Όσον αφορά τον δικαιολογημένο χαρακτήρα του μέτρου και, ειδικότερα, το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στον πρώτο αυτό λόγο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 423/2007, του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 961/2010, ερμηνευομένων υπό το φως της αποφάσεως 1929 (2010) του Συμβουλίου Ασφαλείας και της από 17 Ιουνίου 2010 δηλώσεως του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το Συμβούλιο είχε το δικαίωμα να θεωρήσει ότι μπορούσαν να ληφθούν μέτρα έναντι της Kala Naft καθόσον αυτή εμπορευόταν εξοπλισμούς για τον κλάδο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου οι οποίοι μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

89

Πράγματι, αρκεί να υπομνησθεί ότι η Kala Naft είναι ο κεντρικός προμηθευτής του ομίλου της ιρανικής εθνικής εταιρίας πετρελαίου, της NIOC. Αυτό αναφέρεται στο καταστατικό της εταιρίας αυτής και δεν αμφισβητείται από την ίδια. Η ίδια η Kala Naft εκθέτει, στο σημείο 27 της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής της, ότι αντικείμενό της αποτελούν αποκλειστικά οι κλάδοι του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και των πετροχημικών, όπως σαφώς προκύπτει από τις μεθόδους εργασίας της.

90

Επιπλέον, στο πλαίσιο της αμφισβητήσεως του δευτέρου λόγου των επιμάχων πράξεων, η Kala Naft εκθέτει η ίδια, με τα σημεία 63, 64 και 118 της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής της, ότι συνεργεί τακτικά στην απόκτηση θυρών από κράματα για λογαριασμό της NIOC ή των θυγατρικών της. Εν πάση περιπτώσει, λόγω αυτού του ρόλου της στο πλαίσιο του ομίλου της NIOC, που συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την αγορά πολύ μεγάλης ποσότητας αγαθών χρησιμοποιουμένων από τις επιχειρήσεις της NIOC, το Συμβούλιο μπορούσε να θεωρήσει ότι, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της, η Kala Naft συνέβαλλε στην απόκτηση απαγορευμένων αγαθών και τεχνολογιών, κατά την έννοια των άρθρων 4 και 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413 καθώς και των άρθρων 8, παράγραφοι 1 και 2, και 16, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 961/2010, ιδίως δε εξοπλισμών για τους κλάδους του πετρελαίου και του φυσικού αερίου οι οποίοι μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, όπως αναφέρεται στο αιτιολογικό των επιμάχων πράξεων.

91

Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στον πρώτο λόγο είναι επαρκώς κατά νόμο αποδεδειγμένα και ότι αυτός καθαυτόν ο πρώτος λόγος δικαιολογούσε τις εγγραφές στους καταλόγους των επιμάχων πράξεων. Λαμβανομένων υπόψη των υπομνησθέντων στη σκέψη 72 της παρούσας αποφάσεως, δεν απαιτείται να εξακριβωθεί ο αρκούντως ακριβής και συγκεκριμένος χαρακτήρας του δευτέρου και του τρίτου λόγου των επιμάχων πράξεων ούτε να ελεγχθεί κατά πόσον οι λόγοι αυτοί ήταν τεκμηριωμένοι και μπορούσαν να αποτελέσουν, αυτοί καθαυτούς, επαρκές έρεισμα προς στήριξη των επιμάχων πράξεων.

92

Καίτοι τα στοιχεία που δικαιολογούν το βάσιμο του πρώτου λόγου των εγγραφών αυτών προκύπτουν από τα υπομνήματα που αντηλλάγησαν κατά τη διαδικασία ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και όχι από πλήρη και ρητή αιτιολογία στηριζόμενη σε συναφή πληροφοριακά στοιχεία, αυτό δεν επηρεάζει τη νομιμότητα των πράξεων αυτών, εφόσον η Kala Naft ήταν σε θέση να αντιληφθεί την αιτιολογία, τα δε συναφή πληροφοριακά στοιχεία, όπως το καταστατικό της εταιρίας αυτής, ήταν γνωστά στην τελευταία.

93

Λόγω της πολλαπλής πλάνης περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί.

Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

94

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αν η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου αναιρεθεί, το Δικαστήριο μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.

95

Κατόπιν της αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο επιληφθέν δικαστήριο εναπόκειται να αποφανθεί εκ νέου επί της προσφυγής ακυρώσεως την οποία άσκησε η Kala Naft.

96

Εν προκειμένω, πληρούνται οι προϋποθέσεις ώστε το Δικαστήριο να αποφανθεί το ίδιο επί της διαφοράς. Πράγματι, τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν οι διάδικοι ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περιλαμβάνονται στα υπομνήματα που αντηλλάγησαν κατά την έγγραφη διαδικασία ενώπιον του δικαιοδοτικού αυτού οργάνου. Εξάλλου, στο μέρος των υπομνημάτων τους που αναφέρεται στην περίπτωση που η αίτηση αναιρέσεως θα γινόταν δεκτή, οι διάδικοι είχαν την ευκαιρία να λάβουν, ενώπιον του Δικαστηρίου, και πάλι θέση επί των επιχειρημάτων αυτών και, ενδεχομένως, επί της απαντήσεως που δόθηκε στα επιχειρήματα αυτά από το Γενικό Δικαστήριο.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

97

Η Kala Naft υποστηρίζει ότι η απόφαση 2010/413 είναι παράνομη, διότι το άρθρο της 28 προέβλεψε ότι η απόφαση αυτή θα ετίθετο σε ισχύ την ημέρα της εκδόσεώς της, η οποία επροηγείτο της ημέρας της δημοσιεύσεώς της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 4 της αποφάσεως 2010/413 προβλέπει απαγορευτικά μέτρα των οποίων το περιεχόμενο δεν καθορίζεται με επαρκή ακρίβεια. Με τον συνδυασμό των άρθρων 4 και 28, η απόφαση 2010/413 θέσπιζε απαγόρευση –η παράβαση της οποίας τιμωρείται ποινικώς από τη νομοθεσία των κρατών μελών– η οποία δεν επέτρεπε στα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται να αντιληφθούν το περιεχόμενό της.

98

Κανένας διάδικος δεν έλαβε θέση ενώπιον του Δικαστηρίου επ’ αυτού του λόγου ακυρώσεως.

99

Για τους ίδιους λόγους με εκείνους που αναπτύσσονται στις σκέψεις 36 έως 38 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να συναχθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 275, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να επιληφθεί προσφυγής έχουσας ως αντικείμενο την εκτίμηση της νομιμότητας του άρθρου 4 της αποφάσεως 2010/413.

100

Δεδομένου ότι η αμφισβήτηση της νομιμότητας του άρθρου 28 συνδέεται με εκείνη του άρθρου 4, παρέλκει η απάντηση σ’ αυτόν τον λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η Kala Naft.

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

101

Η Kala Naft υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο τις επίμαχες πράξεις, με συνέπεια η ίδια να μην έχει τη δυνατότητα να εντοπίσει τα προσαπτόμενα σε αυτή πραγματικά περιστατικά και να ελέγξει ή να αντικρούσει το βάσιμο της παρατιθέμενης αιτιολογίας.

102

Για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 72 και 87 της παρούσας αποφάσεως, αυτός ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Kala Naft και του δικαιώματός της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία

103

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η Kala Naft υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, εκδίδοντας την απόφαση 2010/413 και τον εκτελεστικό κανονισμό 668/2010, προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς της, πράγμα που συνιστά και προσβολή του δικαιώματός της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

104

Για τους ίδιους λόγους με εκείνους που αναπτύσσονται στις σκέψεις 94 έως 104 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να θεωρηθεί ότι το δικαίωμα της Kala Naft να προβάλει λυσιτελώς την άποψή της έγινε σεβαστό.

105

Όσον αφορά τα στοιχεία που αποδεικνύουν το βάσιμο των λόγων που προβλήθηκαν έναντι της Kala Naft, αρκεί η διαπίστωση ότι η δραστηριότητα του κεντρικού προμηθευτή του ομίλου της NIOC την οποία αυτή ασκεί προκύπτει τόσο από το καταστατικό της όσο και από τα έντυπα που εκδίδει. Συνεπώς, το Συμβούλιο δεν είχε υποχρέωση να αποδείξει τη δραστηριότητα της Kala Naft με άλλα στοιχεία.

106

Όσον αφορά την απόδειξη της απόπειρας αγοράς υλικού χρησιμοποιούμενου αποκλειστικώς από την πυρηνική βιομηχανία, πρέπει να θεωρηθεί ότι τυχόν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Kala Naft δεν θα ασκούσε επιρροή στην επίλυση της διαφοράς, δεδομένου ότι ο πρώτος λόγος της εγγραφής της Kala Naft στους καταλόγους των επιμάχων πράξεων δικαιολογούσε αυτός καθαυτόν, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 91 της παρούσας αποφάσεως, την εγγραφή της στους καταλόγους αυτούς.

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την αναρμοδιότητα του Συμβουλίου να εκδώσει τις επίμαχες πράξεις

107

Η Kala Naft υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο δεν ήταν αρμόδιο να εκδώσει τις επίμαχες πράξεις. Προβάλλει ότι οι πράξεις αυτές έχουν μεν ως νομική βάση την από 17 Ιουνίου 2010 δήλωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, πλην όμως η δήλωση αυτή περιορίζεται να προβλέψει την εκ μέρους του Συμβουλίου εφαρμογή της αποφάσεως 1929 (2010) του Συμβουλίου Ασφαλείας και τη λήψη συνοδευτικών μέτρων και δεν προβλέπει τη θέσπιση αυτοτελών μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων. Επιπλέον, η απόφαση 1929 (2010) δεν περιλαμβάνει μέτρα αφορώντα την ιρανική βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου ή την Kala Naft. Από τα ανωτέρω, η Kala Naft συνάγει ότι το Συμβούλιο δεν ήταν αρμόδιο να θεσπίσει περιοριστικά έναντι αυτής μέτρα βάσει της δηλώσεως του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2010.

108

Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, έστω και αν πρέπει να ληφθούν υπόψη για την ερμηνεία των επιμάχων πράξεων, ούτε η απόφαση 1929 (2010) του Συμβουλίου Ασφαλείας ούτε η δήλωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2010 μπορούν να αποτελέσουν τη νομική βάση των πράξεων αυτών.

109

Διαπιστώνεται ότι οι αποφάσεις 2010/413 και 2010/644 εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 668/2010 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του κανονισμού 423/2007 και ότι ο κανονισμός 961/2010 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ. Αυτές οι διατάξεις των Συνθηκών παρείχαν στο Συμβούλιο την αρμοδιότητα να εκδώσει τις επίμαχες πράξεις, που περιέχουν αυτοτελή περιοριστικά μέτρα, διακρινόμενα των μέτρων τα οποία συνέστησε ειδικώς το Συμβούλιο Ασφαλείας.

110

Επομένως, αυτός ο λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος.

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από κατάχρηση εξουσίας

111

Η Kala Naft υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας. Ισχυρίζεται ότι το Συμβούλιο θέσπισε περιοριστικά μέτρα εις βάρος της χωρίς να διαθέτει αποδείξεις σχετικά με την ανάμειξή της στη διάδοση πυρηνικών όπλων και χωρίς να σεβαστεί τα διαδικαστικά της δικαιώματα. Οι περιστάσεις αυτές συνεπάγονται, κατά την εταιρία αυτή, ότι το Συμβούλιο όντως επιχείρησε να χρησιμοποιήσει το καθεστώς των περιοριστικών μέτρων που συνδέεται με τη διάδοση πυρηνικών όπλων για να πλήξει την ιρανική βιομηχανία πετρελαίου, φυσικού αερίου και πετροχημικών.

112

Αρκεί συναφώς να παρατηρηθεί ότι, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 76 έως 83 της παρούσας αποφάσεως, οι επίδικες πράξεις αφορούσαν την ιρανική βιομηχανία πετρελαίου, φυσικού αερίου και πετροχημικών λόγω του κινδύνου που η βιομηχανία αυτή αντιπροσώπευε για τη διάδοση των πυρηνικών όπλων, τόσο μέσω των εσόδων που πραγματοποιούσε όσο και μέσω της χρήσεως εξοπλισμού και υλικών παρόμοιων με τον εξοπλισμό και τα υλικά που χρησιμοποιούνται σε ορισμένες νευραλγικές δραστηριότητες του κύκλου ζωής των πυρηνικών καυσίμων.

113

Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος.

Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την έννοια της αναμείξεως στη διάδοση των πυρηνικών όπλων

114

Η Kala Naft υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, στηριζόμενο στον πρώτο λόγο της εγγραφής της στον κατάλογο των επιμάχων πράξεων, που αντλείται από το ότι η ίδια εμπορεύεται εξοπλισμούς για τον κλάδο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η περίσταση αυτή δεν δικαιολογεί, από μόνη της, τη λήψη περιοριστικών μέτρων.

115

Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 87 έως 90 της παρούσας αποφάσεως, η δραστηριότητα της Kala Naft στους κλάδους του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, η οποία πιστοποιείται από το ίδιο το καταστατικό της εταιρίας αυτής, αρκούσε προς δικαιολόγηση της λήψεως των περιοριστικών μέτρων.

116

Συνεπώς, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος.

Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τις δραστηριότητες της Kala Naft

117

Η Kala Naft αμφισβητεί ότι ασκεί δραστηριότητα εμπορίας εξοπλισμών που έχουν σχέση με το πυρηνικό πρόγραμμα. Υποστηρίζει ότι ο ρόλος της ως κεντρικού προμηθευτή της NIOC δεν συνιστά δραστηριότητα εμπορίας.

118

Επισημαίνεται ότι ο όρος «εμπορεύεται» περιγράφει επαρκώς κατά νόμο τη δραστηριότητα της Kala Naft που δικαιολογεί την εγγραφή της στον κατάλογο, επιτρέπει δε στην εν λόγω εταιρία να αντιληφθεί τον λόγο της εγγραφής αυτής.

Επί του τετάρτου και του ενάτου λόγου ακυρώσεως, που αντλούνται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

119

Η Kala Naft αμφισβητεί την ύπαρξη σκοπού γενικού συμφέροντος δυναμένου να δικαιολογήσει τους περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος στην ελεύθερη άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, δεδομένου ότι ούτε το Συμβούλιο Ασφαλείας ούτε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προέβλεψαν τη λήψη μέτρων αφορώντων τον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Εξάλλου, έστω και αν υφίσταται τέτοιος σκοπός, δεν τηρήθηκε η εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και του επιδιωκομένου σκοπού.

120

Στο μέτρο που η Kala Naft αμφισβητεί την αναλογικότητα των γενικών κανόνων βάσει των οποίων αποφασίστηκε η εγγραφή της στους καταλόγους, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι στον νομοθέτη της Ένωσης πρέπει να αναγνωρίζεται ευρεία εξουσία εκτιμήσεως σε τομείς οι οποίοι προϋποθέτουν επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως εκ μέρους του και εντός των οποίων καλείται να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις. Εξ αυτών το Δικαστήριο συνήγαγε ότι η νομιμότητα ενός μέτρου το οποίο έχει ληφθεί σε αυτούς τους τομείς θίγεται μόνον αν το μέτρο αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει το αρμόδιο θεσμικό όργανο (βλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, C-266/05 P, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I-1233, σκέψη 33).

121

Πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που μνημονεύει η Kala Naft δεν συνιστούν απόλυτες προνομίες και ότι η άσκησή τους μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς που δικαιολογούνται από σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ένωση (βλ. προμνησθείσα απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 113).

122

Πράγματι, αυτό ισχύει όσον αφορά το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και το δικαίωμα της ελεύθερης ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας. Κατά συνέπεια, μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στο δικαίωμα της ελεύθερης ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας, όπως και στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε επιδιωκομένους σκοπούς γενικού συμφέροντος και δεν συνιστούν, σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη επέμβαση θίγουσα την ίδια την υπόσταση των ως άνω κατοχυρωμένων δικαιωμάτων (βλ. προμνησθείσα απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 114).

123

Όσον αφορά, ειδικότερα, την ελεύθερη άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, το Δικαστήριο έχει κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του άρθρου 16 του Χάρτη, το οποίο διακρίνεται από εκείνο των λοιπών θεμελιωδών ελευθεριών οι οποίες κατοχυρώνονται στον τίτλο II του Χάρτη, ενώ προσομοιάζει με ορισμένες διατάξεις του τίτλου IV του Χάρτη αυτού, η επιχειρηματική ελευθερία μπορεί να υπόκειται σε ευρύ φάσμα παρεμβάσεων της δημόσιας αρχής, δυναμένων να θέτουν, προς το γενικό συμφέρον, περιορισμούς στην άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας (βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2013, C‑283/11, Sky Österreich, σκέψη 46).

124

Συναφώς, παρατηρείται ότι οι διάφορες επίμαχες πράξεις σκοπούν στην παρεμπόδιση της διάδοσης των πυρηνικών όπλων και στην άσκηση πιέσεως στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν ώστε να παύσει τις επίμαχες δραστηριότητες. Ο σκοπός αυτός εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο των προσπαθειών που συνδέονται με τη διατήρηση της ειρήνης και της διεθνούς ασφάλειας και είναι, κατά συνέπεια, θεμιτός (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 115).

125

Εξάλλου, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την Kala Naft, το Συμβούλιο Ασφαλείας αναφέρθηκε στους κινδύνους που συνδέονται με την πετροχημική βιομηχανία με την δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 1929 (2010), το δε Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με τη δήλωσή του της 17ης Ιουνίου 2010, κάλεσε το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων να λάβει μέτρα στους τομείς της βιομηχανίας φυσικού αερίου και πετρελαίου.

126

Όσον αφορά την αναλογικότητα των μέτρων, πρέπει να υπομνησθούν οι πολυάριθμες εκθέσεις του ΔΟΑΕ, ο μεγάλος αριθμός αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, καθώς και τα διάφορα μέτρα της Ένωσης. Τα περιοριστικά μέτρα που λήφθηκαν τόσο από το Συμβούλιο Ασφαλείας όσο και από την Ένωση είναι προοδευτικά και δικαιολογούνται από την αναποτελεσματικότητα των μέτρων που είχαν ληφθεί προηγουμένως. Αυτός ο τρόπος ενέργειας, που στηρίζεται στον σταδιακό περιορισμό των δικαιωμάτων αναλόγως της αποτελεσματικότητας των μέτρων, αποδεικνύει την αναλογικότητά τους.

127

Επομένως, αυτοί οι λόγοι ακυρώσεως είναι αβάσιμοι.

128

Δεδομένου ότι απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι ακυρώσεως, η προσφυγή είναι απορριπτέα.

Επί των δικαστικών εξόδων

129

Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη ή όταν γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των εξόδων. Το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ορίζει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που επίσης έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

130

Δεδομένου ότι η αίτηση αναιρέσεως του Συμβουλίου έγινε δεκτή και η προσφυγή της Kala Naft κατά των επιμάχων πράξεων απορρίφθηκε, πρέπει, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Συμβουλίου, να καταδικαστεί η Kala Naft να φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο σε αμφότερες τις δίκες.

131

Η Επιτροπή, παρεμβαίνουσα, φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 25ης Απριλίου 2012, T‑510/10, Manufacturing Support & Procurement Kala Naft κατά Συμβουλίου.

 

2)

Απορρίπτει την προσφυγή ακυρώσεως της Manufacturing Support & Procurement Kala Naft Co., Tehran.

 

3)

Καταδικάζει τη Manufacturing Support & Procurement Kala Naft Co., Tehran, να φέρει, πέραν των δικαστικών της εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τόσο στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και στην αναιρετική δίκη.

 

4)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της τόσο στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και στην αναιρετική δίκη.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Επάνω