Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62012CJ0196

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 19ης Νοεμβρίου 2013.
    Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
    Προσφυγή κατά παραλείψεως — Ετήσια αναπροσαρμογή των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων — Αναπροσαρμογή των διορθωτικών συντελεστών — Απόφαση του Συμβουλίου — Άρνηση εγκρίσεως της προτάσεως της Επιτροπής — Παράλειψη ενέργειας — Απαράδεκτο.
    Υπόθεση C‑196/12.

    Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2013:753

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

    της 19ης Νοεμβρίου 2013 ( *1 )

    «Προσφυγή κατά παραλείψεως — Ετήσια αναπροσαρμογή των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων — Αναπροσαρμογή των διορθωτικών συντελεστών — Απόφαση του Συμβουλίου — Άρνηση εγκρίσεως της προτάσεως της Επιτροπής — Παράλειψη ενέργειας — Απαράδεκτο»

    Στην υπόθεση C‑196/12,

    με αντικείμενο προσφυγή κατά παραλείψεως βάσει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, που ασκήθηκε στις 26 Απριλίου 2012,

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Currall, D. Martin και J.‑P. Keppenne, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    προσφεύγουσα,

    υποστηριζόμενη από

    το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον A. Neergaard και την S. Seyr,

    παρεμβαίνον,

    κατά

    Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους M. Bauer και J. Herrmann,

    καθού,

    υποστηριζόμενου από

    την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Möller,

    το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τις N. Díaz Abad και S. Centeno Huerta,

    το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τις C. Wissels και M. Bulterman,

    το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τις E. Jenkinson και J. Beeko, επικουρούμενες από τον R. Palmer, barrister,

    παρεμβαίνοντες,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

    συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, K. Lenaerts, αντιπρόεδρο, A. Tizzano, R. Silva de Lapuerta, T. von Danwitz (εισηγητή), E. Juhász, M. Safjan, C. G. Fernlund και J. L. da Cruz Vilaça, προέδρους τμήματος, A. Rosas, Γ. Αρέστη, J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev, C. Toader και C. Vajda, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μη εγκρίνοντας την πρόταση της Επιτροπής για κανονισμό του Συμβουλίου για την αναπροσαρμογή, από 1ης Ιουλίου 2011, των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και των διορθωτικών συντελεστών που εφαρμόζονται στις εν λόγω αποδοχές και συντάξεις [COM(2011) 820 τελικό, στο εξής: πρόταση κανονισμού], παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/01, σ. 108), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 1080/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010 (ΕΕ L 311, σ. 1), ως έχει μετά το διορθωτικό που δημοσιεύθηκε στις 5 Ιουνίου 2012 (ΕΕ L 144, σ. 48, στο εξής: ΚΥΚ).

    Το νομικό πλαίσιο

    2

    Το άρθρο 65 του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

    «1.   Το Συμβούλιο προβαίνει κατ’ έτος σε εξέταση των αποδοχών των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ένωσης. Η εξέταση αυτή πραγματοποιείται τον Σεπτέμβριο βάσει κοινής εκθέσεως που υποβάλλεται από την Επιτροπή, η οποία στηρίζεται σε ένα κοινό δείκτη που καθορίζεται από τη Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συμφωνία με τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες των κρατών μελών· για τον καθορισμό του δείκτη αυτού λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση κάθε χώρας της Ένωσης κατά την 1η Ιουλίου.

    Κατά την εξέταση αυτή, το Συμβούλιο μελετά αν, στο πλαίσιο της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της Ένωσης, ενδείκνυται αναπροσαρμογή των αποδοχών. Λαμβάνονται ιδίως υπόψη η ενδεχόμενη αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων των κρατών μελών και οι ανάγκες προσλήψεων.

    2.   Σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής του κόστους ζωής, το Συμβούλιο αποφασίζει, εντός προθεσμίας 2 μηνών κατ’ ανώτατο όριο, μέτρα για την προσαρμογή των συντελεστών αναπροσαρμογής και κατά περίπτωση για τα αναδρομικά τους αποτελέσματα.

    3.   Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου το Συμβούλιο αποφασίζει προτάσει της Επιτροπής, με την ειδική πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφοι 4 και 5, [ΣΕΕ].»

    3

    Κατά το άρθρο 82, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, όταν το Συμβούλιο αποφασίζει αναπροσαρμογή των αποδοχών κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 65, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, η ίδια αναπροσαρμογή εφαρμόζεται και επί των συντάξεων.

    4

    Κατά το άρθρο 65α του ΚΥΚ, ο τρόπος εφαρμογής των άρθρων 64 και 65 αυτού καθορίζεται στο παράρτημα ΧΙ του ΚΥΚ.

    5

    Το άρθρο 1 του εν λόγω παραρτήματος, που περιλαμβάνεται στο τμήμα 1 του πρώτου κεφαλαίου του παραρτήματος αυτού, προβλέπει ότι, για την εξέταση που προβλέπεται στο άρθρο 65, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, η Eurostat εκπονεί κάθε χρόνο, πριν από το τέλος Οκτωβρίου, έκθεση που αναφέρεται στην εξέλιξη του κόστους ζωής στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) (διεθνής δείκτης Βρυξελλών), στην εξέλιξη του κόστους ζωής εκτός Βρυξελλών (οικονομικές ισοτιμίες και τεκμαρτοί δείκτες), καθώς και στην εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων οκτώ κρατών μελών (ειδικοί δείκτες).

    6

    Το άρθρο 3 του παραρτήματος XI του ΚΥΚ, που αποτελεί το τμήμα 2 του πρώτου κεφαλαίου του παραρτήματος αυτού, με τίτλο «Τρόπος της ετήσιας προσαρμογής των αποδοχών και συντάξεων», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 3, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το Συμβούλιο αποφασίζει πριν από το τέλος κάθε έτους για την προσαρμογή των αποδοχών και συντάξεων, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, η οποία βασίζεται στα κριτήρια που προβλέπονται στο τμήμα 1 του παρόντος παραρτήματος, με ισχύ από την 1η Ιουλίου.

    2.   Το ύψος της προσαρμογής ισούται με το γινόμενο του ειδικού δείκτη επί τον διεθνή δείκτη Βρυξελλών. Η προσαρμογή καθορίζεται σε καθαρές τιμές ως ποσοστό ίσο για όλους.

    [...]

    5.   Κανένας διορθωτικός συντελεστής δεν εφαρμόζεται στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο. Οι διορθωτικοί συντελεστές που εφαρμόζονται:

    α)

    στις αποδοχές που καταβάλλονται στους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υπηρετούν στα άλλα κράτη μέλη και σε ορισμένους άλλους τόπους υπηρεσίας,

    β)

    [...] στις συντάξεις [των υπαλλήλων] της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καταβάλλονται στα άλλα κράτη μέλη όσον αφορά το τμήμα που αντιστοιχεί στα δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την 1η Μαΐου 2004,

    καθορίζονται από τις σχέσεις μεταξύ των οικονομικών ισοτιμιών που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος και των τιμών συναλλάγματος που προβλέπονται στο άρθρο 63 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, για τις αντίστοιχες χώρες.

    [...]»

    7

    Το κεφάλαιο 5 του παραρτήματος XI του ΚΥΚ φέρει τον τίτλο «Ρήτρα εξαίρεσης». Αποτελείται από το άρθρο 10 και μόνο, το οποίο ορίζει ότι:

    «Σε περίπτωση σοβαρής και αιφνίδιας επιδείνωσης της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης στο εσωτερικό της Ένωσης, η οποία εκτιμάται βάσει αντικειμενικών στοιχείων που παρέχονται για τον σκοπό αυτό από την Επιτροπή, η Επιτροπή υποβάλλει κατάλληλες προτάσεις επί των οποίων το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφασίζουν σύμφωνα με το άρθρο 336 [ΣΛΕΕ].»

    8

    Κατά το άρθρο 15, παράρτημα 1, του παραρτήματος αυτού, οι προβλεπόμενες στο εν λόγω παράρτημα διατάξεις εφαρμόζονται από την 1η Ιουλίου 2004 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012.

    Το ιστορικό της διαφοράς

    9

    Εκτιμώντας ότι η πρόσφατη οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση που εκδηλώθηκε στην Ένωση προκαλεί «σοβαρή και αιφνίδια επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης στο εσωτερικό της Ένωσης» κατά την έννοια του άρθρου 10 του παραρτήματος XI του ΚΥΚ, το Συμβούλιο ζήτησε από την Επιτροπή, τον Δεκέμβριο του 2010, να υποβάλει εγκαίρως, βάσει του εν λόγω άρθρου 10, κατάλληλες προτάσεις προκειμένου να εξεταστούν και να εγκριθούν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο πριν από τα τέλη του 2011.

    10

    Σε απάντηση στο αίτημα αυτό, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο, στις 13 Ιουλίου 2011, την έκθεση σχετικά με τη ρήτρα εξαίρεσης (άρθρο 10 του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ) [COM(2011) 440 τελικό], στην οποία κατέληγε στο συμπέρασμα, στηριζόμενη σε δεκαπέντε δείκτες και στις ευρωπαϊκές οικονομικές προβλέψεις που δημοσίευσε η Γενική Διεύθυνσή της «Οικονομικές και χρηματοδοτικές υποθέσεις» στις 13 Μαΐου 2011, ότι δεν συνέτρεχε λόγος να υποβάλει πρόταση δυνάμει του άρθρου 10 του παραρτήματος XI του ΚΥΚ.

    11

    Η εξέταση της εκθέσεως αυτής προκάλεσε συζητήσεις στο πλαίσιο του Συμβουλίου, οι οποίες κατέληξαν στην υποβολή νέου αιτήματος του Συμβουλίου προς την Επιτροπή με το οποίο ζητήθηκε η εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 10 και η υποβολή κατάλληλης πρότασης αναπροσαρμογής των αποδοχών.

    12

    Σε απάντηση στο αίτημα αυτό, η Επιτροπή εξέδωσε την ανακοίνωση COM(2011) 829 τελικό, της 24ης Νοεμβρίου 2011, για συμπληρωματικές πληροφορίες στην έκθεση COM(2011) 440 τελικό, η οποία στηριζόταν ιδίως στις οικονομικές προβλέψεις της Γενικής Διευθύνσεώς της «Οικονομικές και χρηματοδοτικές υποθέσεις» της 10ης Νοεμβρίου 2011. Η Επιτροπή κατέληξε εκ νέου στο συμπέρασμα ότι η Ένωση δεν αντιμετώπιζε έκτακτη κατάσταση υπό την έννοια του άρθρου 10 του παραρτήματος XI του ΚΥΚ και ότι συνεπώς δεν μπορούσε να εφαρμόσει τη ρήτρα εξαιρέσεως.

    13

    Την ίδια ημέρα, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση κανονισμού συνοδευόμενη από αιτιολογική έκθεση. Η προταθείσα αναπροσαρμογή των αποδοχών βάσει της «κανονικής» μεθόδου που προβλέπει το άρθρο 3 του παραρτήματος XI του ΚΥΚ ήταν 1,7 %.

    14

    Με την απόφαση 2011/866/ΕΕ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής για κανονισμό του Συμβουλίου για την αναπροσαρμογή, από 1ης Ιουλίου 2011, των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και των διορθωτικών συντελεστών που εφαρμόζονται στις εν λόγω αποδοχές και συντάξεις (ΕΕ L 341, σ. 54), το Συμβούλιο αποφάσισε «να μην εκδώσει την πρόταση [κανονισμού]», μεταξύ άλλων για τους παρακάτω λόγους:

    «(8)

    [...]Το Συμβούλιο είναι πεπεισμένο ότι η χρηματοπιστωτική και η οικονομική κρίση που υφίσταται σήμερα η ΕΕ η οποία οδηγεί τα περισσότερα κράτη μέλη σε σοβαρές δημοσιονομικές προσαρμογές, μεταξύ άλλων στους μισθούς των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων σε πολλά κράτη μέλη, συνιστά σοβαρή και αιφνίδια επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης στην ΕΕ.

    [...]

    (13)

    Με βάση τα παραπάνω, το Συμβούλιο εκτιμά ότι η θέση της Επιτροπής όσον αφορά την ύπαρξη σοβαρής και αιφνίδιας επιδείνωσης της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης και την άρνησή της να υποβάλει πρόταση βάσει του άρθρου 10 του παραρτήματος XI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, βασίζεται σε προφανώς ανεπαρκή και λανθασμένη αιτιολόγηση.

    (14)

    Δεδομένου ότι το Δικαστήριο στην υπόθεση [επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2010, C-40/10, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2010, σ. I-12043)] έκρινε ότι, για την περίοδο εφαρμογής του παραρτήματος ΧΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 10 του εν λόγω παραρτήματος αποτελεί το μόνο μέσο βάσει του οποίου μια οικονομική κρίση μπορεί να ληφθεί υπόψη στην προσαρμογή των αποδοχών, το Συμβούλιο εξαρτάται από πρόταση της Επιτροπής προκειμένου να εφαρμοσθεί αυτό το άρθρο σε περίοδο κρίσης.

    (15)

    Το Συμβούλιο είναι πεπεισμένο ότι, με βάση τη διατύπωση του άρθρου 10 του παραρτήματος ΧΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και την καλή τη πίστει συνεργασία μεταξύ των θεσμικών οργάνων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, [ΣΕΕ], η Επιτροπή θα όφειλε να υποβάλει ενδεδειγμένη πρόταση στο Συμβούλιο. Η Επιτροπή, διά των συμπερασμάτων της και διά της μη υποβολής τέτοιας πρότασης, παραβιάζει, συνεπώς, αυτή την υποχρέωση.

    (16)

    Δεδομένου ότι το Συμβούλιο δύναται να ενεργήσει μόνο προτάσει της Επιτροπής, το γεγονός ότι η τελευταία δεν συνήγε τα σωστά συμπεράσματα από τα αποδεικτικά στοιχεία και δεν υπέβαλε πρόταση κατά το άρθρο 10 του παραρτήματος ΧΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, εμποδίζει το Συμβούλιο να αντιδράσει σωστά σε μια σοβαρή και αιφνίδια επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης, εκδίδοντας μια πράξη κατά το άρθρο 10 του παραρτήματος ΧΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης».

    15

    Η Επιτροπή, πέραν της ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ κατά της αποφάσεως 2011/866, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2013, C-63/12, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, απέστειλε επίσης στην Προεδρία του Συμβουλίου έγγραφο με ημερομηνία 25 Ιανουαρίου 2012, το οποίο πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Συμβουλίου στις 20 Φεβρουαρίου 2012, καλώντας το Συμβούλιο, βάσει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, να εγκρίνει την πρόταση κανονισμού εντός δύο μηνών από της παραλαβής του εν λόγω εγγράφου. Το Συμβούλιο «έλαβε γνώση» του εγγράφου αυτού.

    Τα αιτήματα των διαδίκων και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

    16

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναγνωρίσει ότι το Συμβούλιο, μη εγκρίνοντας την πρόταση κανονισμού, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον ΚΥΚ, και

    να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

    17

    Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    18

    Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 4ης Σεπτεμβρίου 2012, επετράπη στο Κοινοβούλιο να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στο Βασίλειο της Ισπανίας, στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών καθώς και στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου.

    Επί της προσφυγής

    19

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η υπό κρίση προσφυγή κατά παραλείψεως ασκήθηκε προληπτικώς, για την περίπτωση κατά την οποία, αφενός, η στάση του Συμβουλίου θα κρινόταν ως παράλειψη ενέργειας, ιδίως όσον αφορά την αναπροσαρμογή των διορθωτικών συντελεστών, και, αφετέρου, το Δικαστήριο δεν θα θεωρούσε την απόφαση 2011/866, στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής, πράξη δεκτική προσφυγής.

    20

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, σε περίπτωση που κριθεί ότι η απόφαση αυτή δεν συνιστά «πράγματι» άρνηση εγκρίσεως της προτάσεως κανονισμού, το Συμβούλιο θα έχει παραβεί την υποχρέωσή του προς ενέργεια που προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, του παραρτήματος XI του ΚΥΚ, ήτοι την υποχρέωση να εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής πριν από το τέλος του αντίστοιχου έτους. Ελλείψει προτάσεως βάσει του άρθρου 10 του παραρτήματος αυτού, δεν πληρούται μια τυπική προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου αυτού, οπότε, δυνάμει της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 24ης Νοεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, το Συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο να εγκρίνει την πρόταση κανονισμού που στηρίζεται στο εν λόγω άρθρο 3.

    21

    Δυνάμει του άρθρου 265, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, θεσμικό όργανο της Ένωσης δύναται να ασκεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου με αίτημα να διαπιστωθεί ότι, κατά παράβαση των Συνθηκών, το Συμβούλιο παραλείπει να αποφασίσει.

    22

    Το ένδικο αυτό βοήθημα στηρίζεται στην άποψη ότι η παράνομη αδράνεια θεσμικού οργάνου παρέχει τη δυνατότητα, ιδίως στα λοιπά θεσμικά όργανα, να ασκούν προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αναγνωρίσει ότι η παράλειψη ενέργειας είναι αντίθετη προς τη Συνθήκη ΛΕΕ. Το εν λόγω άρθρο αφορά την παράλειψη θεσμικού οργάνου να εκδώσει απόφαση ή να λάβει θέση και όχι την έκδοση πράξεως διαφορετικής από εκείνη της οποίας την έκδοση επιδίωκε ή θεωρούσε αναγκαία ο προσφεύγων (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 1992, C-15/91 και C-108/91, Buckl κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I-6061, σκέψη 17, καθώς και της 16ης Φεβρουαρίου 1993, C-107/91, ENU κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-599, σκέψη 10 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    23

    Εν προκειμένω, το Συμβούλιο έλαβε θέση επί της προτάσεως κανονισμού εκδίδοντας την απόφαση 2011/866, η οποία συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής υπό την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, όπως έκρινε το Δικαστήριο στις σκέψεις 29 έως 33 της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 19ης Νοεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Συμβουλίου.

    24

    Συγκεκριμένα, προκειμένου να δηλώσει την άποψή του επί της εν λόγω προτάσεως, το Συμβούλιο εξέδωσε τυπικώς μια «απόφαση» η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη σειρά L, η οποία περιέχει τη νομοθεσία της Ένωσης.

    25

    Επιπλέον, το Συμβούλιο τόνισε, στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2011/866, ότι, ενόψει της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσεως, η Επιτροπή όφειλε να υποβάλει κατάλληλη πρόταση βάσει της προβλεπόμενης στο άρθρο 10 του παραρτήματος XI του ΚΥΚ ρήτρας εξαιρέσεως.

    26

    Επομένως, το Συμβούλιο δεν παρέλειψε να αποφασίσει επί της προτάσεως κανονισμού, η οποία στηριζόταν στο άρθρο 3 του παραρτήματος αυτού, αλλά, κατ’ ουσίαν, την απέρριψε.

    27

    Η θέση αυτή που έλαβε το Συμβούλιο αφορά το σύνολο της προτάσεως κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της αναπροσαρμογής των διορθωτικών συντελεστών, μολονότι το Συμβούλιο δεν εξήγησε χωριστά τους λόγους για τους οποίους αρνήθηκε να αναπροσαρμόσει τους διορθωτικούς συντελεστές αυτούς.

    28

    Πράγματι, αφενός, ο τίτλος της αποφάσεως 2011/866 και το διατακτικό της αναφέρουν τον πλήρη τίτλο της προτάσεως κανονισμού.

    29

    Αφετέρου, η προβλεπόμενη στο άρθρο 10 του παραρτήματος XI του ΚΥΚ ρήτρα εξαιρέσεως, καθώς και η αιτιολογία της αποφάσεως 2011/866, που στηρίζεται στο ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να υποβάλει πρόταση βάσει του άρθρου 10, αντί να υποβάλει την πρόταση κανονισμού βάσει του άρθρου 3 του εν λόγω παραρτήματος, καλύπτουν την ετήσια αναπροσαρμογή του συνόλου των αποδοχών και των συντάξεων, ήτοι τόσο την αναπροσαρμογή του γενικού επιπέδου των αποδοχών και των συντάξεων όσο και εκείνη των διορθωτικών συντελεστών, όπως έκρινε το Δικαστήριο στις σκέψεις 90 έως 95 και 100 έως 103 της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 19ης Νοεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Συμβουλίου.

    30

    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προβλεπόμενες στο άρθρο 265 ΣΛΕΕ προϋποθέσεις δεν πληρούνται.

    31

    Επομένως, η προσφυγή κατά παραλείψεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    32

    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ζήτησε την καταδίκη της Επιτροπής και η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει η τελευταία αυτή να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, τα κράτη μέλη και τα κοινοτικά όργανα που παρεμβαίνουν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή.

     

    2)

    Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

     

    3)

    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Βασίλειο της Ισπανίας, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας καθώς και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Επάνω