Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex
Έγγραφο 62012CC0072
Opinion of Mr Advocate General Cruz Villalón delivered on 20 June 2013. # Gemeinde Altrip and Others v Land Rheinland-Pfalz. # Reference for a preliminary ruling: Bundesverwaltungsgericht - Germany. # Request for a preliminary ruling - Environment - Directive 85/337/EEC - Environmental impact assessment - Århus Convention - Directive 2003/35/EC - Right to challenge a development consent decision - Temporal application - Development consent procedure initiated before the period prescribed for transposing Directive 2003/35/EC expired - Decision taken after that date - Conditions of admissibility of the action - Impairment of a right - Nature of the procedural defect that may be invoked - Scope of the review. # Case C-72/12.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Cruz Villalón της 20ής Ιουνίου 2013.
Gemeinde Altrip και λοιποί κατά Land Rheinland-Pfalz.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesverwaltungsgericht - Γερμανία.
Προδικαστική παραπομπή - Περιβάλλον - Οδηγία 85/337/ΕΟΚ - Εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον - Σύμβαση του Aarhus - Οδηγία 2003/35/ΕΚ - Δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά αποφάσεως για τη χορήγηση αδείας - Διαχρονική εφαρμογή - Διαδικασία αδειοδοτήσεως κινηθείσα πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2003/25/ΕΚ στην εσωτερική έννομη τάξη - Απόφαση εκδοθείσα μετά την ως άνω ημερομηνία - Προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής - Προσβολή δικαιώματος - Είδος της διαδικαστικής πλημμέλειας που μπορεί να προβληθεί - Έκταση του ελέγχου.
Υπόθεση C-72/12.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Cruz Villalón της 20ής Ιουνίου 2013.
Gemeinde Altrip και λοιποί κατά Land Rheinland-Pfalz.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesverwaltungsgericht - Γερμανία.
Προδικαστική παραπομπή - Περιβάλλον - Οδηγία 85/337/ΕΟΚ - Εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον - Σύμβαση του Aarhus - Οδηγία 2003/35/ΕΚ - Δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά αποφάσεως για τη χορήγηση αδείας - Διαχρονική εφαρμογή - Διαδικασία αδειοδοτήσεως κινηθείσα πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2003/25/ΕΚ στην εσωτερική έννομη τάξη - Απόφαση εκδοθείσα μετά την ως άνω ημερομηνία - Προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής - Προσβολή δικαιώματος - Είδος της διαδικαστικής πλημμέλειας που μπορεί να προβληθεί - Έκταση του ελέγχου.
Υπόθεση C-72/12.
Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή
Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2013:422
ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ
PEDRO CRUZ VILLALÓN
της 20ής Ιουνίου 2013 ( 1 )
Υπόθεση C‑72/12
Gemeinde Altrip,
Gebrüder Hört GbR,
Willi Schneider
κατά
Land Rheinland-Pfalz
[αίτηση του Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Οδηγία 85/337/ΕΟΚ — Άρθρο 10α — Έκταση του δικαιώματος προσβολής αποφάσεων χορηγήσεως αδείας για σχέδια έργων που μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον — Ratione temporis εφαρμογή — Έκταση του ελέγχου»
1. |
Η προκειμένη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του Bundesverwaltungsgericht παρέχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο, δύο έτη μετά την απόφασή του επί της υποθέσεως Trianel ( 2 ), να λάβει εκ νέου θέση όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 10α της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ (στο εξής: οδηγία ΕΠΕ) ( 3 ), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2003/35/ΕΚ ( 4 ), σε σχέση με το γερμανικό διοικητικό και διοικητικό δικονομικό δίκαιο. |
2. |
Ενώ η απόφαση στην υπόθεση Trianel αφορούσε το δικαίωμα προσφυγής των μη κυβερνητικών οργανώσεων για την προστασία του περιβάλλοντος ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους στο πλαίσιο του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ, η προκειμένη διαδικασία έχει ως αντικείμενο, αφενός, τη ratione temporis εφαρμογή της διατάξεως και, αφετέρου, ιδίως την έκταση του ελέγχου που προβλέπει η εν λόγω διάταξη. |
3. |
Τα ζητήματα αυτά τίθενται στο πλαίσιο προσφυγής κατά αποφάσεως του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου για την έγκριση συγκεκριμένου σχεδίου στον τομέα της διαχειρίσεως των υδάτων, κατόπιν εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων (στο εξής: ΕΠΕ) η οποία, κατά τους προσφεύγοντες, διενεργήθηκε με εσφαλμένο τρόπο. |
I – Νομικό πλαίσιο
Α– Το διεθνές δίκαιο
4. |
Η Σύμβαση της ΟΕΕ [Οικονομικής Επιτροπής για την Ευρώπη] των Ηνωμένων Εθνών για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος (στο εξής: Σύμβαση του Ώρχους) υπογράφηκε από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στις 25 Ιουνίου 1998, τέθηκε σε ισχύ στις 30 Οκτωβρίου 2001 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στις 17 Φεβρουαρίου 2005 ( 5 ). Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέγραψε τη Σύμβαση του Ώρχους στις 25 Ιουνίου 1998 και την επικύρωσε στις 15 Ιανουαρίου 2007. |
5. |
Οι ρυθμίσεις της Συμβάσεως του Ώρχους διακρίνονται κατά κανόνα με βάση ένα σύστημα τριών πυλώνων, όπου ο πρώτος πυλώνας αφορά την πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες, ο δεύτερος τη συμμετοχή του κοινού στις διαδικασίες [λήψεως αποφάσεων] για το περιβάλλον και ο τρίτος την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για θέματα περιβάλλοντος ( 6 ). |
6. |
Η έκτη, η έβδομη, η όγδοη, η δέκατη τρίτη και η δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της Συμβάσεως του Ώρχους έχουν ως εξής:
[…]
[…]
|
7. |
Το άρθρο 1 της Συμβάσεως του Ώρχους θέτει τον σκοπό της: «Προκειμένου να συμβάλει στην προστασία του δικαιώματος κάθε ατόμου από τις παρούσες και μελλοντικές γενεές να ζει σε περιβάλλον κατάλληλο για την υγεία και την ευημερία του, κάθε μέρος εξασφαλίζει τα δικαιώματα της πρόσβασης σε πληροφορίες, της συμμετοχής του κοινού στη λήψη αποφάσεων και της πρόσβασης στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης.» |
8. |
Το άρθρο 2, παράγραφος 5, ορίζει το «ενδιαφερόμενο κοινό» ως «το κοινό που επηρεάζεται ή ενδέχεται να επηρεασθεί από τη λήψη αποφάσεων για το περιβάλλον, ή έχει συμφέρον από αυτές […]». Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 4, στην έννοια του «κοινού» εμπίπτουν επίσης «ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα». |
9. |
Το άρθρο 3, παράγραφος 1, προβλέπει τα ακόλουθα: «Κάθε μέρος λαμβάνει τα αναγκαία νομοθετικά, κανονιστικά και λοιπά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για την επίτευξη συμβατότητας μεταξύ των διατάξεων για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας σύμβασης σχετικά με τις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, καθώς και κατάλληλα μέτρα επιβολής, προκειμένου να θεσπίσει και να διατηρεί ένα σαφές, διαφανές και συνεπές πλαίσιο για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας σύμβασης.» |
10. |
Το άρθρο 9, παράγραφος 2, της Συμβάσεως του Ώρχους ορίζει τα εξής: «Κάθε μέρος, στο πλαίσιο της εθνικής του νομοθεσίας, εξασφαλίζει ότι το ενδιαφερόμενο κοινό:
Τι είναι αυτό που συνιστά επαρκές συμφέρον και προσβολή δικαιώματος προσδιορίζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εθνικού δικαίου και σύμφωνα με τον στόχο να παρέχεται στο ενδιαφερόμενο κοινό ευρεία πρόσβαση στη δικαιοσύνη εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας Συμβάσεως. […] Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου 2 δεν αποκλείουν τη δυνατότητα προκαταρκτικής διαδικασίας επανεξέτασης ενώπιον διοικητικής αρχής και δεν επηρεάζουν την απαίτηση να εξαντληθούν οι διαδικασίες διοικητικής επανεξέτασης πριν από την προσφυγή σε ένδικες διαδικασίες, σε περίπτωση το εθνικό δίκαιο προβλέπει την εν λόγω απαίτηση.» |
Β– Το δίκαιο της Ένωσης
11. |
Ενόψει της επικυρώσεως της Συμβάσεως του Ώρχους από την Κοινότητα εκδόθηκε η οδηγία 2003/35, προκειμένου να ευθυγραμμισθεί το δίκαιο της Ένωσης με την εν λόγω Σύμβαση ( 7 ). Αυτή η οδηγία τροποποίησε την οδηγία ΕΠΕ και την οδηγία 96/61/ΕΚ (στο εξής: οδηγία ΟΠΕΡ) ( 8 )«ώστε να εξασφαλισθεί ότι συμβιβάζονται πλήρως με τις διατάξεις της Συμβάσεως του Ώρχους, ιδίως με [...] το άρθρο 9, παράγραφο[ς] 2 [...] αυτής» ( 9 ). |
12. |
Η ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/35 ορίζει τα ακόλουθα: «Το άρθρο 9, παράγραφοι 2 και 4, της Συμβάσεως του Ώρχους προβλέπει την πρόσβαση σε δικαστικές ή άλλες διαδικασίες με σκοπό την αμφισβήτηση της ουσιαστικής ή διαδικαστικής νομιμότητας αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 6 της Συμβάσεως, σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού.» |
13. |
Το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2003/35 προβλέπει τα εξής: «Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 25 Ιουνίου 2005.» |
14. |
Το άρθρο 3 της οδηγίας 2003/35 περιέχει αρκετές τροποποιήσεις της οδηγίας ΕΠΕ. Μεταξύ άλλων, λοιπόν, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας ΕΠΕ προστίθεται η ακόλουθη διάταξη στον ορισμό της έννοιας «ενδιαφερόμενο κοινό»: «το κοινό το οποίο θίγεται ή ενδέχεται να θιγεί ή του οποίου διακυβεύονται συμφέροντα από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με το περιβάλλον που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 […]». Βάσει του ευρύτερου αυτού ορισμού, στην έννοια του «κοινού» εμπίπτουν, όπως και στο πλαίσιο της Συμβάσεως του Ώρχους, «ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα». |
15. |
Επιπλέον, η οδηγία 2003/35 προσθέτει στην οδηγία ΕΠΕ το νέο άρθρο 10α. Το εν λόγω άρθρο ορίζει: «Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σύμφωνα με το εθνικό νομικό τους σύστημα, κάθε μέλος του ενδιαφερόμενου κοινού:
έχει πρόσβαση σε μια διαδικασία εξέτασης ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου συσταθέντος νομοθετικώς, προκειμένου να αμφισβητήσει την ουσιαστική ή τη διαδικαστική νομιμότητα αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας περί συμμετοχής του κοινού. Τα κράτη μέλη καθορίζουν σε ποια φάση είναι δυνατόν να προσβάλλονται αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τι αποτελεί επαρκές συμφέρον και τι προσβολή δικαιώματος, με σταθερό στόχο να παρέχεται στο ενδιαφερόμενο κοινό ευρεία πρόσβαση στη δικαιοσύνη. […] Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν αποκλείουν τη δυνατότητα μιας προκαταρκτικής διαδικασίας αναθεώρησης ενώπιον διοικητικής αρχής και δεν θίγουν την απαίτηση να εξαντλούνται οι διοικητικές διαδικασίες αναθεώρησης πριν από την προσφυγή σε δικαστικές διαδικασίες αναθεώρησης, εάν υφίσταται τέτοιου είδους απαίτηση κατά την εθνική νομοθεσία. […]» |
16. |
Η οδηγία ΕΠΕ καταργήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2012 και κωδικοποιήθηκε και αντικαταστάθηκε με την οδηγία 2011/92/ΕΕ ( 10 ), ενώ το άρθρο 11 της νέας οδηγίας αντιστοιχεί στο άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ. Βάσει του κρίσιμου, εν προκειμένω, χρόνου πρέπει να εφαρμοσθεί η οδηγία ΕΠΕ. |
Γ– Το εθνικό δίκαιο
17. |
Το άρθρο 61 του Verwaltungsgerichtsordnung (γερμανικός Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, στο εξής: VwGO) ( 11 ) ορίζει ότι: «Ικανότητα να είναι διάδικοι έχουν:
|
18. |
Το άρθρο 46 του Verwaltungsverfahrensgesetz [γερμανικός Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας, στο εξής: VwVfG] ( 12 ), σχετικά με τις συνέπειες διαδικαστικών και τυπικών σφαλμάτων ορίζει: «Ουδείς δύναται να ζητήσει την ακύρωση διοικητικής πράξεως, η οποία δεν είναι άκυρη κατά το άρθρο 44, μόνο για τον λόγο ότι συντρέχει παράβαση διατάξεων σχετικών με τους διαδικαστικούς κανόνες, τον τύπο της διαδικασίας ή την κατά τόπον αρμοδιότητα, εφόσον είναι πρόδηλο ότι η παράβαση αυτή δεν έχει επηρεάσει την ουσία της αποφάσεως.» |
19. |
Οι διατάξεις που μεταφέρουν στην εσωτερική έννομη τάξη τις ρυθμίσεις της οδηγίας 2003/35 σχετικά με τα ένδικα βοηθήματα περιλαμβάνονται στον νόμο περί συμπληρωματικών διατάξεων ως προς τα ένδικα βοηθήματα σε υποθέσεις που αφορούν το περιβάλλον σύμφωνα με την οδηγία 2003/35/ΕΚ (Umwelt-Rechtsbehelfsgesetz, στο εξής: UmwRG) ( 13 ). Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής: «Οι διατάξεις του παρόντος νόμου τυγχάνουν εφαρμογής στα ένδικα βοηθήματα τα οποία ασκούνται κατά:
μπορεί να απαιτείται η διενέργεια εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.» |
20. |
Το άρθρο 4 του UmwRG προβλέπει τα εξής: «(1) Η ακύρωση της αποφάσεως για την έγκριση ενός σχεδίου σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 1, μπορεί να ζητηθεί όταν δεν έχει προηγηθεί και δεν έχει μεταγενέστερα επακολουθήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον, […]
(3) Οι παράγραφοι 1 και 2 ισχύουν αντιστοίχως για τα ένδικα βοηθήματα των διαδίκων σύμφωνα με το άρθρο 61, σημεία 1 και ,2 του VwGO.» |
21. |
Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του UmwRG, ως μεταβατική διάταξη, ορίζει: «αυτός ο νόμος ισχύει για διαδικασίες κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, οι οποίες κινήθηκαν ή θα έπρεπε να έχουν κινηθεί μετά την 25η Ιουνίου 2005 […]». |
22. |
Το άρθρο 2 του γερμανικού νόμου περί εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον (στο εξής: UVPG) ( 14 )προβλέπει τα ακόλουθα: «(1) Η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των διοικητικών διαδικασιών στις οποίες βασίζεται η έκδοση των αποφάσεων περί εγκρίσεως των σχεδίων. […] (3) “Αποφάσεις” κατά την έννοια της παραγράφου 1, πρώτο εδάφιο, αποτελούν
|
II – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία της κύριας δίκης
23. |
Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά προσφυγή κατά της αποφάσεως του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου για την έγκριση σχεδίου στον τομέα της διαχειρίσεως των υδάτων, το οποίο έχει ως αντικείμενο την κατασκευή λεκάνης συγκρατήσεως του νερού στην περιοχή του Άνω Ρήνου, νοτίως των πόλεων Mannheim και Ludwigshafen (Waldsee/Altrip/Neuhofen). |
24. |
Η σχεδιαζόμενη λεκάνη για τη συγκράτηση της πλημμυρικής απορροής έχει έκταση περίπου 327 εκτάρια. Ένα τμήμα αυτής θα κατακλύζεται τακτικά σε συνάρτηση με τη στάθμη του Ρήνου, ενώ άλλο τμήμα θα κατακλύζεται σε ακραίες περιπτώσεις υπερχειλίσεως, ώστε να προστατεύονται οι υποκείμενες εκτάσεις κατοικιών, εμπορικών δραστηριοτήτων και υποδομών της κοιλάδας του Ρήνου. Το σχεδιαζόμενο έργο πρόκειται να εξασφαλίσει προστασία από υπερχειλίσεις δυνάμενες να επαναληφθούν στατιστικώς, από απόψεως εντάσεως, ανά 200 έτη. Για την επίτευξη της συγκρατήσεως των υδάτων έχουν σχεδιασθεί πολυάριθμα μέτρα στον τομέα της δομήσεως. |
25. |
Ο σχεδιασμός αφορά κυρίως οικόπεδα γεωργικής χρήσεως και δασικές εκτάσεις. Ωστόσο, τμήμα της λεκάνης συγκρατήσεως θα βρίσκεται στην περιοχή η οποία καταχωρίσθηκε το 2004 ως φυσικός οικότοπος προστασίας της χλωρίδας και της πανίδας (FFH-Gebiet) «κοιλάδα του Ρήνου Speyer-Ludwigshafen». Πλησίον της περιοχής στην οποία πρόκειται να εκτελεστεί το έργο υπάρχει ένας ακόμη φυσικός οικότοπος προστασίας της χλωρίδας και της πανίδας, καθώς και δύο ευρωπαϊκές ζώνες προστασίας πτηνών. |
26. |
Με έγγραφο της 31ης Ιανουαρίου 2002, η πρωτοβάθμια υπηρεσία διαχειρίσεως υδάτων του καθού ομόσπονδου κράτους, ως φορέας του έργου, υπέβαλε αίτημα στη Struktur- und Genehmigungsdirektion Süd [διεύθυνση υποδομών και αδειοδοτήσεων του νότου] του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου, με αντικείμενο την έγκριση του σχεδίου για την κατασκευή της λεκάνης συγκρατήσεως της πλημμυρικής απορροής. Το σχέδιο εγκρίθηκε με απόφαση της 20ής Ιουνίου 2006. |
27. |
Κατά της ανωτέρω αποφάσεως περί εγκρίσεως του εν λόγω σχεδίου προσέφυγαν ο Δήμος του Altrip, η εταιρία Gebrüder Hört GbR και ο W. Schneider (στο εξής: προσφεύγοντες). Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, ότι η ΕΠΕ που διενεργήθηκε όσον αφορά τη λεκάνη συγκρατήσεως πάσχει σοβαρές πλημμέλειες. |
28. |
Οι σχεδιαζόμενοι χώροι συγκρατήσεως καταλαμβάνουν περίπου το 12 % της εκτάσεως του Δήμου του Altrip. Επιπλέον, το σχεδιαζόμενο έργο καταλαμβάνει και ορισμένες άλλες περιοχές που βρίσκονται υπό την κυριότητα του δήμου. |
29. |
Η εταιρία Gebrüder Hört GbR καλλιεργεί φρούτα και λαχανικά. Οι εταίροι της είναι κύριοι και μισθωτές εκτάσεων ευρισκόμενων εντός της περιοχής στην οποία πρόκειται να κατασκευαστεί η λεκάνη συγκρατήσεως, και ορισμένες από τις εκτάσεις αυτές ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή αναχωμάτων. |
30. |
Ο W. Schneider έχει την κυριότητα αρκετών οικοπέδων πλησίον της περιοχής όπου πρόκειται να κατασκευαστεί η σχεδιαζόμενη λεκάνη συγκρατήσεως, μεταξύ των οποίων ένα οικόπεδο κατοικιών, καθώς και οικόπεδα που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από χώρο αναψυχής και χρησιμοποιούνται ως τόπος κατασκηνώσεως. |
31. |
Με απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, το Verwaltungsgericht [διοικητικό πρωτοδικείο] απέρριψε τη σχετική προσφυγή. |
32. |
Με απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2009, το Oberverwaltungsgericht [δευτεροβάθμιο διοικητικό δικαστήριο] του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου απέρριψε την έφεση που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως του Verwaltungsgericht. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να προβάλουν ενδίκως σφάλματα της ΕΠΕ με βάση τον UmwRG, διότι ο νόμος αυτός, όπως προβλέπει το σχετικό άρθρο 5, παράγραφος 1, εφαρμόζεται μόνο στις διαδικασίες οι οποίες κινήθηκαν μετά τις 25 Ιουνίου 2005. Συναφώς, θα μπορούσε να τεθεί ζήτημα ως προς το αν είναι δυνατό να θεμελιωθεί στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του UmwRG αξίωση των προσφευγόντων για την ακύρωση της αποφάσεως περί εγκρίσεως του σχεδίου σε περίπτωση που η ΕΠΕ διενεργήθηκε κατά τρόπο εσφαλμένο, τη στιγμή που η διάταξη αυτή, όπως προκύπτει από το γράμμα της, αφορά μόνον το ενδεχόμενο παντελούς απουσίας της ΕΠΕ. Επίσης, είναι αμφίβολο αν πληρούται στην περίπτωση των προσφευγόντων η προϋπόθεση της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας την οποία έχει θέσει η νομολογία του Bundesverwaltungsgericht. |
33. |
Οι προσφεύγοντες άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht. |
III – Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
34. |
Το Bundesverwaltungsgericht εκτιμά, όπως και το Oberverwaltungsgericht της Ρηνανίας-Παλατινάτου, ότι κωλύεται να εφαρμόσει τον UmwRG από χρονικής απόψεως, καθόσον το άρθρο 5, παράγραφος 1, του UmwRG ορίζει ότι ο εν λόγω νόμος ισχύει μόνο για διαδικασίες οι οποίες κινήθηκαν μετά την 25η Ιουνίου 2005. Εντούτοις, έχει αμφιβολίες ως προς το αν τούτο συνάδει με τις επιταγές του δικαίου της Ένωσης. |
35. |
Το Bundesverwaltungsgericht διαπιστώνει επίσης ότι, ακόμη και αν ο UmwRG ήταν δυνατό να εφαρμοσθεί ratione temporis, η αιτίαση των προσφευγόντων σχετικά με τα σφάλματα της ΕΠΕ δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα εάν στηριζόταν στις νομοθετικές διατάξεις που μεταφέρουν την οδηγία 2003/35 στη γερμανική έννομη τάξη. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του UmwRG, το οποίο μπορεί να εφαρμοσθεί δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του UmwRG και του άρθρου 61, σημείο 1, του VwGO, η ακύρωση αποφάσεως μπορεί να ζητηθεί όταν δεν έχει προηγηθεί και δεν έχει μεταγενέστερα επακολουθήσει εν γένει η απαιτούμενη ΕΠΕ ή ο απαιτούμενος προκαταρκτικός έλεγχος κατά περίπτωση όσον αφορά την υποχρέωση διενέργειας ΕΠΕ. Δεν χωρεί διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, του UmwRG, δεδομένου του γράμματος και του ιστορικού θεσπίσεως της διατάξεως. Συγκεκριμένα, ενώ υπό το πρίσμα της αποφάσεως στην υπόθεση Wells ( 15 ) είχε θεωρηθεί αναγκαίο στο αρχικό σχέδιο νόμου για τον UmwRG ( 16 ) τα διαδικαστικά σφάλματα να λαμβάνονται υπόψη σε ευρύτερο πλαίσιο, τούτη η άποψη δεν υπερίσχυσε τελικώς κατά τη νομοθετική διαδικασία. Το Bundesverwaltungsgericht έχει αμφιβολίες και ως προς το αν η εν λόγω διάταξη συμβιβάζεται με τις επιταγές της οδηγίας. |
36. |
Σε περίπτωση που δεν επιτρέπεται αυτός ο περιορισμός των δυνατοτήτων προσβολής μιας αποφάσεως, γεννάται, κατά το Bundesverwaltungsgericht, το ζήτημα αν είναι σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο τα κριτήρια τα οποία εφαρμόζονται κατά πάγια νομολογία στο εθνικό δίκαιο και περιορίζουν τις προοπτικές επιτυχούς εκβάσεως δικαστικής αμφισβητήσεως της διαδικαστικής νομιμότητας αποφάσεων. |
37. |
Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το Bundesverwaltungsgericht ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία με διάταξη της 10ης Ιανουαρίου 2012 και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα ζητώντας απάντηση σε αυτά διά της εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ:
|
38. |
Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ιρλανδία και η Επιτροπή. |
39. |
Όλοι οι ανωτέρω μετέχοντες στη διαδικασία ανέπτυξαν τις παρατηρήσεις τους στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Ιανουαρίου 2013. |
IV – Νομική εκτίμηση
40. |
Το Bundesverwaltungsgericht υποβάλλει στο Δικαστήριο τρία ερωτήματα που αφορούν στο σύνολό τους την πρόσβαση στη διαδικασία ελέγχου που προβλέπει το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ, ενώ το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα τίθενται για την περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο κάθε προηγούμενο ερώτημα. Με το πρώτο ερώτημα ζητείται η διευκρίνιση του χρονικού πεδίου εφαρμογής της σχετικής διατάξεως. Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι η διάταξη μπορεί να εφαρμοσθεί ratione temporis, πρέπει να εξετάσει ακολούθως την έκταση του σχετικού ελέγχου στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος. Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ζητείται να διευκρινισθεί εάν επιτρέπεται η εφαρμογή της εθνικής διατάξεως περί μεταφοράς του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ, η οποία αφορά τη δυνατότητα αμφισβητήσεως της διαδικαστικής νομιμότητας ορισμένης αποφάσεως, να περιορισθεί μόνο σε περιπτώσεις που δεν έχει διενεργηθεί ΕΠΕ. Εάν ο εν λόγω περιορισμός δεν είναι νόμιμος, ζητείται με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα να αποσαφηνισθεί η έκταση του σχετικού ελέγχου, ιδίως ως προς το αν συνάδουν με το ευρωπαϊκό δίκαιο οι προϋποθέσεις της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας και προσβολής ιδίου δικαιώματος που τίθενται στο πλαίσιο της εθνικής νομολογίας, προκειμένου να τελεσφορήσει η αμφισβήτηση της διαδικαστικής νομιμότητας αποφάσεως. |
Α– Παραδεκτό
41. |
Η Ιρλανδία εκτιμά ότι το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτα. Η διάταξη του Bundesverwaltungsgericht δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο όσον αφορά τα σφάλματα της ΕΠΕ που επικαλούνται οι προσφεύγοντες. Επομένως, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί ζητημάτων υποθετικής φύσεως, ενώ οι σχετικές απαντήσεις δεν επηρεάζουν την έκβαση της διαφοράς. |
42. |
Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, απόκειται καταρχήν στο εθνικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί διαφορά, να λάβει υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε υποθέσεως και να εκτιμήσει αν είναι αναγκαία η υποβολή αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως και αν είναι κρίσιμα τα προδικαστικά ερωτήματα τα οποία υποβάλλει στο Δικαστήριο ( 17 ). |
43. |
Το Δικαστήριο μπορεί να παρεκκλίνει από αυτήν την αρχή μόνον όταν προκύπτει «κατά τρόπο προφανή» ( 18 ) ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σημασία για την έκβαση της εκκρεμούς υποθέσεως. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο σπανίως έχει αποφανθεί, βάσει των επισημάνσεων του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με την εθνική νομοθεσία και τα πραγματικά περιστατικά, ότι τα υποβαλλόμενα ερωτήματα είναι αμιγώς υποθετικής φύσεως ( 19 ) ή ότι η διαφορά είναι πλασματική ( 20 ). |
44. |
Από τη διάταξη του Bundesverwaltungsgericht προκύπτει ότι η απαιτούμενη ΕΠΕ για το επίδικο έργο είχε διενεργηθεί, αλλά κατά τους προσφεύγοντες ήταν εσφαλμένη. Ωστόσο, δεν εκτίθενται στη διάταξη τα σφάλματα τα οποία προέβαλαν οι προσφεύγοντες για να στηρίξουν την προσφυγή τους. |
45. |
Τούτο όμως δεν συνεπάγεται ότι το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτα. Η εκτίμηση αυτή, ως προς το δεύτερο ερώτημα, στηρίζεται στο ότι κατά το Bundesverwaltungsgericht, βάσει της ισχύουσας γερμανικής νομοθεσίας δεν χωρεί αξίωση ακυρώσεως αποφάσεως εφόσον έχει διενεργηθεί ΕΠΕ, ανεξάρτητα από το είδος του προβαλλόμενου διαδικαστικού σφάλματος. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η αναγνώριση της δυνατότητας ελέγχου της ΕΠΕ για τον εντοπισμό σφαλμάτων θα είχε ήδη ως αποτέλεσμα την αναπομπή της υποθέσεως στο Oberverwaltungsgericht. Για την περίπτωση αυτή τίθεται και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα ως προς το αν συνάδουν με το ευρωπαϊκό δίκαιο τα κριτήρια τα οποία εφαρμόζονται μέχρι τούδε στο γερμανικό δίκαιο σε νομολογιακό επίπεδο ή άλλα κριτήρια που το Bundesverwaltungsgericht οφείλει να υπαγορεύσει ως νομική εκτίμηση στο Oberverwaltungsgericht, όπως επισημαίνει στη διάταξή του. Μολονότι η έλλειψη στοιχείων σχετικά με τη φύση των διαδικαστικών σφαλμάτων στην προκειμένη διαδικασία σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να δοθεί οριστική και διεξοδική απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, όπως ορθώς σημειώνει η Επιτροπή, το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του επαρκείς πληροφορίες, ώστε να δώσει χρήσιμη απάντηση στο εν λόγω ερώτημα στο πλαίσιο της σχέσεως συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και του αιτούντος δικαστηρίου. |
46. |
Επομένως, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα υποβάλλονται παραδεκτώς. |
Β– Πρώτο προδικαστικό ερώτημα
47. |
Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το Bundesverwaltungsgericht ζητεί να διευκρινισθεί το χρονικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ, το οποίο προστέθηκε με την οδηγία 2003/35, δεδομένης της προπαρατεθείσας διατάξεως του άρθρου 5, παράγραφος 1, του UmwRG, του εθνικού νόμου που μεταφέρει την οδηγία 2003/35 στην εθνική έννομη τάξη. Συναφώς, η οδηγία 2003/35 ορίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να συμμορφωθούν προς την οδηγία το αργότερο στις 25 Ιουνίου 2005 (άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος). Είναι αμφίβολο όμως αν τούτο σημαίνει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν την πρόσβαση στη διαδικασία ελέγχου, που προβλέπει το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ, όσον αφορά τις διοικητικές διαδικασίες χορηγήσεως αδείας οι οποίες κινήθηκαν μετά την ανωτέρω ημερομηνία ή αν η εν λόγω πρόσβαση πρέπει να παρέχεται και για διαδικασίες που κινήθηκαν μεν πριν από την ημερομηνία αυτή, αλλά οι σχετικές άδειες εκδόθηκαν εκ των υστέρων. |
48. |
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Ιρλανδία εκτιμούν ότι η οδηγία 2003/35 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να θεσπίσουν τη δυνατότητα ελέγχου, όπως την προβλέπει το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ, για διαδικασίες χορηγήσεως αδείας οι οποίες κινήθηκαν πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2003/35 στην εσωτερική έννομη τάξη, ακόμη και αν η σχετική άδεια χορηγήθηκε μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας. Επομένως, οι παρατηρήσεις τους επί των λοιπών προδικαστικών ερωτημάτων έχουν επικουρικό χαρακτήρα. Η Ρηνανία-Παλατινάτο συντάσσεται με την άποψη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. |
49. |
Αντιθέτως, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/35 επιβάλλει στα κράτη μέλη να εφαρμόσουν τις εθνικές διατάξεις περί μεταφοράς του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών χορηγήσεως αδείας οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την έκδοση αδείας μετά την 25η Ιουνίου 2005, ανεξαρτήτως του χρόνου κινήσεως της διαδικασίας. Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ μπορεί να εφαρμοσθεί για διαδικασίες χορηγήσεως αδείας που είχαν κινηθεί ήδη την 25η Ιουνίου 2005. |
50. |
Κατά τη δική μου εκτίμηση, το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ μπορεί να εφαρμοσθεί σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη. |
51. |
Τα κράτη μέλη πρέπει να μεταφέρουν τις οδηγίες στο εθνικό δίκαιο εντός της εκάστοτε ταχθείσας προθεσμίας ( 21 ). Τα δικαιώματα που απονέμει οδηγία πρέπει να εξασφαλίζονται εντός αυτής της προθεσμίας, εάν η οδηγία δεν προβλέπει ρητώς εξαιρέσεις. Εάν κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί προς αυτήν την υποχρέωση, οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας μπορούν, υπό τις γνωστές προϋποθέσεις, να έχουν άμεσο αποτέλεσμα ( 22 ). |
52. |
Η αρχή αυτή μπορεί να προκαλέσει προβλήματα όταν συνεπάγεται την εφαρμογή νέας διατάξεως επί καταστάσεως η οποία έχει δημιουργηθεί σε προγενέστερο στάδιο ή έχει ήδη διαμορφωθεί. Σε τέτοια περίπτωση, εάν η σχετική πράξη της Ένωσης δεν προβλέπει ρητή μεταβατική διάταξη, το Δικαστήριο αποσαφηνίζει το χρονικό πεδίο εφαρμογής διά της ερμηνευτικής οδού λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές της ασφάλειας δικαίου (μη αναδρομικότητας), της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της διαφυλάξεως της πρακτικής αποτελεσματικότητας της οικείας πράξεως ( 23 ). |
53. |
Το Δικαστήριο έχει εφαρμόσει επανειλημμένως την ανωτέρω αρχή. Συναφώς, έχει κρίνει ότι οι διαδικαστικοί κανόνες εφαρμόζονται και επί διαφορών που εκκρεμούν κατά το χρονικό σημείο ενάρξεως της ισχύος τους, ενώ οι διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου της Ένωσης ισχύουν μόνο για καταστάσεις που διαμορφώνονται μετά την έναρξη ισχύος τους ( 24 ). Αντιθέτως, νέος κανόνας δύναται, καταρχήν, να εφαρμοσθεί αμέσως στα μελλοντικά αποτελέσματα μιας καταστάσεως ( 25 ). Όσον αφορά την υποχρέωση διενέργειας ΕΠΕ, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι η εν λόγω υποχρέωση δεν ισχύει όταν η ημερομηνία επίσημης υποβολής της αιτήσεως περί χορηγήσεως αδείας έργου είναι προγενέστερη της ημερομηνίας λήξεως της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας ΕΠΕ στην εσωτερική έννομη τάξη ( 26 ). |
54. |
Η προκειμένη περίπτωση αφορά την εφαρμογή της νέας δυνατότητας έννομης προστασίας, που παρέχει το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο σε σχέση με τις διαδικασίες χορηγήσεως αδείας οι οποίες έχουν κινηθεί ήδη πριν από τον χρόνο λήξεως της εν λόγω προθεσμίας. Η οδηγία 2003/35 δεν περιλαμβάνει καμία μεταβατική ρύθμιση για την περίπτωση αυτή. |
55. |
Από την ερμηνεία του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ υπό το πρίσμα των αρχών της ασφάλειας δικαίου (μη αναδρομικότητας), της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της διαφυλάξεως της πρακτικής αποτελεσματικότητας της οδηγίας προκύπτει ότι η διάταξη πρέπει να εφαρμοσθεί και για τις διοικητικές διαδικασίες χορηγήσεως αδείας οι οποίες είχαν κινηθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2003/35 στο εθνικό δίκαιο, αλλά σε εκείνο το χρονικό σημείο δεν είχαν περατωθεί ακόμη κατά τρόπο που να τις καθιστά απρόσβλητες. |
56. |
Το συμφέρον για αποτελεσματική και έγκαιρη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη συνηγορεί υπέρ της εφαρμογής του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς. Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η εφαρμογή νέων δυνατοτήτων έννομης προστασίας σε διαδικασίες οι οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη κατά τον χρόνο θεσπίσεως των εν λόγω δυνατοτήτων είναι συνυφασμένη με ένα ασθενές στοιχείο αναδρομικότητας ( 27 ) –όπως υποστηρίζουν η Γερμανία και η Ιρλανδία–, οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν αποκλείουν την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα σε τέτοιες περιπτώσεις. Για την ερμηνεία της οδηγίας, όσον αφορά το χρονικό πεδίο εφαρμογής της, είναι κρίσιμες αυτές οι αρχές και όχι η διάκριση μεταξύ διαδικαστικών και ουσιαστικών διατάξεων η οποία έχει ελάχιστη χρησιμότητα σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη. |
57. |
Αντιθέτως προς την επιχειρηματολογία της Γερμανίας και της Ιρλανδίας, από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη ratione temporis ισχύ της υποχρεώσεως διενέργειας ΕΠΕ δεν συνάγεται διαφορετικό συμπέρασμα. |
58. |
Στο πλαίσιο αυτής της νομολογίας, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στο ότι η οδηγία ΕΠΕ αφορά κυρίως σχέδια ευρύτερης κλίμακας, η εκτέλεση των οποίων απαιτεί μακρά χρονική περίοδο. Η επιπρόσθετη επιβράδυνση διαδικασιών που έχουν ήδη κινηθεί, συνεπεία ειδικών προϋποθέσεων που θέτει η οδηγία, επηρεάζει τις δημιουργηθείσες ήδη καταστάσεις ( 28 ). Συναφώς, ο φορέας του έργου μπορεί να θεωρεί ότι τα αρχικά δεδομένα που ίσχυαν κατά την υποβολή της αιτήσεως σε σχέση με την πορεία της διαδικασίας δεν θα μεταβληθούν και δεν οφείλει να αναμένει περαιτέρω επιβάρυνση της διαδικασίας. |
59. |
Όπως ορθώς διαπιστώνει το Bundesverwaltungsgericht, στην προκειμένη περίπτωση δεν θεσπίζονται νέες προϋποθέσεις ως προς τη διοικητική διαδικασία ή τις τρέχουσες ένδικες διαδικασίες. Αντιθέτως, επιδιώκεται η βελτίωση της προσβάσεως στη διαδικασία ελέγχου όσον αφορά την τήρηση νομικών επιταγών οι οποίες είχαν ήδη δεσμευτική ισχύ. Στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν εμπίπτει η εμπιστοσύνη στο ότι δεν θα ελεγχθεί η τήρηση της ισχύουσας νομοθεσίας. Ασφαλώς, σε περίπτωση διευρύνσεως των δυνατοτήτων έννομης προστασίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στην πράξη θα προκληθούν επιβραδύνσεις σε σχέδια ευρύτερης κλίμακας. Αυτές όμως πρέπει να αξιολογηθούν απλώς ως αντανακλαστική αντίδραση στον νομικό έλεγχο ήδη δεσμευτικών κανόνων. Ο φορέας του έργου πρέπει να αποδεχθεί τέτοιου είδους επιβραδύνσεις. Συναφώς, προέχει το συμφέρον για την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας. |
60. |
Το συμφέρον για αποτελεσματική και έγκαιρη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο ενισχύεται στην προκειμένη περίπτωση και από το γεγονός ότι η οδηγία μεταφέρει στην έννομη τάξη της Ένωσης τις επιταγές της Συμβάσεως του Ώρχους, η οποία τέθηκε σε ισχύ για την Κοινότητα στις 17 Φεβρουαρίου 2005 και δεσμεύει τα όργανα της Ένωσης και τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ( 29 ). Εάν το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ εφαρμοζόταν μόνο για διαδικασίες που έχουν κινηθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας, η πρόσβαση σε διαδικασία ελέγχου την οποία προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 2, της Συμβάσεως του Ώρχους, δεν θα μπορούσε να παρασχεθεί επί σειρά ετών λόγω της μακράς διάρκειας των σχετικών διαδικασιών χορηγήσεως αδείας. |
61. |
Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/35 πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να προβλέπουν την εφαρμογή των εθνικών διατάξεων περί μεταφοράς του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ και στις διοικητικές διαδικασίες χορηγήσεως αδείας οι οποίες κινήθηκαν μεν πριν από τις 25 Ιουνίου 2005, αλλά δεν είχαν ακόμη, κατά την ημερομηνία αυτή, περατωθεί με τρόπο που να τις καθιστά απρόσβλητες. Επομένως, χρήζει απαντήσεως και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα το οποίο έχει υποβληθεί για την περίπτωση που δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο. |
Γ– Δεύτερο προδικαστικό ερώτημα
62. |
Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη να ορίζουν ότι η εθνική διάταξη περί μεταφοράς του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ, η οποία αφορά τη δυνατότητα αμφισβητήσεως της διαδικαστικής νομιμότητας ορισμένης αποφάσεως, εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις στις οποίες έχει μεν διενεργηθεί ΕΠΕ, πλην όμως βαρύνεται με σφάλματα. |
63. |
Όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία, εξαιρουμένης της Ιρλανδίας, έχουν την άποψη ότι το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη να παρέχουν τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου και σε περιπτώσεις που η ΕΠΕ έχει διενεργηθεί κατά τρόπο εσφαλμένο. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η γερμανική νομοθεσία πληροί ήδη αυτές τις προϋποθέσεις, καθόσον το άρθρο 46 του VwVfG, το οποίο πρέπει να εφαρμόζεται παράλληλα προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, του UmwRG, ορίζει ότι η ακύρωση αποφάσεως χορηγήσεως αδείας μπορεί να ζητηθεί και σε περίπτωση εσφαλμένης διενέργειας ΕΠΕ. Λόγω της ελλείψεως πληροφοριών σχετικών με το είδος των σφαλμάτων που προβάλλονται στην προκειμένη περίπτωση, η Ιρλανδία παραπέμπει στη διαδικαστική αυτονομία των κρατών μελών η οποία πρέπει να ασκείται κατά τρόπο σύμφωνο προς τους σκοπούς της οδηγίας. |
64. |
Ως προς τις παρατηρήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο. Συναφώς, στο πλαίσιο της σχέσεως συνεργασίας με τα εθνικά δικαστήρια, το Δικαστήριο πρέπει να επαφίεται στις επισημάνσεις τους για την εθνική νομοθεσία. |
65. |
Το γράμμα του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ είναι σαφές όσον αφορά την προβλεπόμενη, καταρχήν, έκταση του ελέγχου στο πλαίσιο της σχετικής διαδικασίας. Κατά τη διάταξη, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε μέλος του ενδιαφερόμενου κοινού, που πληροί εναλλακτικά μία ή αμφότερες τις προϋποθέσεις τις οποίες θέτει η διάταξη, «έχει πρόσβαση σε μια διαδικασία εξέτασης ενώπιον δικαστηρίου [...], προκειμένου να αμφισβητήσει την ουσιαστική ή τη διαδικαστική νομιμότητα αποφάσεων [...] που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας περί συμμετοχής του κοινού» ( 30 ). Το ανωτέρω υπογραμμισμένο χωρίο μεταφέρει αυτολεξεί το άρθρο 9, παράγραφος 2, της Συμβάσεως του Ώρχους στο δίκαιο της Ένωσης ( 31 ). |
66. |
Το Δικαστήριο, λοιπόν, ευλόγως έκρινε στην υπόθεση Trianel, ότι η διάταξη επ’ ουδενί περιορίζει τους λόγους που μπορούν να προβληθούν προς στήριξη τέτοιου είδους προσφυγής ( 32 ). |
67. |
Ο περιορισμός των δυνατοτήτων προσβολής μιας διαδικασίας χορηγήσεως αδείας, η οποία πρέπει να υποβληθεί σε ΕΠΕ, μόνο σε περιπτώσεις μη διενέργειας («παντελούς απουσίας») της ΕΠΕ δεν συνάδει με τις ανωτέρω επιταγές. Καταρχήν, δεν πρέπει να αποκλείεται η προβολή αιτιάσεως περί εσφαλμένης διενέργειας ΕΠΕ. |
68. |
Συνεπώς, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αρμόζει η απάντηση ότι το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ έχει την έννοια ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου που προβλέπει η διάταξη πρέπει να καθίσταται δυνατή η αμφισβήτηση της διαδικαστικής νομιμότητας ορισμένης αποφάσεως και στις περιπτώσεις στις οποίες έχει μεν διενεργηθεί ΕΠΕ, αλλά η εκτίμηση αυτή βαρύνεται με σφάλματα. Επομένως, χρήζει απαντήσεως και το τρίτο και τελευταίο προδικαστικό ερώτημα του Bundesverwaltungsgericht, το οποίο έχει υποβληθεί για την περίπτωση που γίνει δεκτό ότι η διαδικασία ελέγχου μπορεί να έχει ως αντικείμενο και εσφαλμένη ΕΠΕ. |
Δ– Τρίτο προδικαστικό ερώτημα
69. |
Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί κατά πόσον πρέπει η ένδικη προσφυγή κατά αποφάσεων για τις οποίες ισχύουν οι σχετικές με τη συμμετοχή του κοινού διατάξεις της οδηγίας ΕΠΕ να μπορεί να στηριχθεί σε διαδικαστικά σφάλματα και να έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις περιπτώσεις που το διοικητικό δικονομικό δίκαιο κράτους μέλους προβλέπει, σε αντιστοιχία προς το άρθρο 10α, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας ΕΠΕ, ότι η πρόσβαση των μελών του ενδιαφερόμενου κοινού στην οικεία διαδικασία δικαστικού ελέγχου εξαρτάται από την προβολή λόγου στηριζόμενου στην προσβολή ορισμένου δικαιώματος. Συναφώς, το δικαστήριο ζητεί να αποσαφηνισθεί ιδίως αν επιτρέπονται δύο σωρευτικοί περιορισμοί στους οποίους υπόκειται, κατά τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, η δυνατότητα επικλήσεως διαδικαστικών σφαλμάτων στο πλαίσιο της αμφισβητήσεως της νομιμότητας μιας αποφάσεως: οι απαιτήσεις υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας και προσβολής εννόμου δικαιώματος του προσφεύγοντος που απορρέει από το ουσιαστικό δίκαιο. |
1. Τα κριτήρια της εθνικής νομολογίας
70. |
Για την ευχερέστερη κατανόηση ενδείκνυται η συνοπτική παρουσίαση αυτών των δύο κριτηρίων της εθνικής νομολογίας με βάση την επιχειρηματολογία των διαδίκων και τη διάταξη περί παραπομπής. |
71. |
Κατά την κοινώς καλούμενη «απαίτηση αιτιώδους συνάφειας», για να τελεσφορήσει η προσβολή αποφάσεως λόγω διαδικαστικού σφάλματος πρέπει να προκύπτει ότι, υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο, εάν δεν βαρυνόταν με το επίμαχο διαδικαστικό σφάλμα ( 33 ). |
72. |
Επιπλέον, το διαδικαστικό σφάλμα πρέπει να συνεπάγεται προσβολή «εννόμου δικαιώματος» που ο προσφεύγων αντλεί από το «ουσιαστικό δίκαιο». Κατά την εθνική νομολογία όμως, όπως επισημαίνει το Bundesverwaltungsgericht, ο UVPG και οι δικονομικές διατάξεις άλλων ειδικών νόμων δεν απονέμουν κανένα αυτοτελές διαδικαστικό δικαίωμα στον θιγόμενο από έργο το οποίο πρέπει να υποβληθεί σε ΕΠΕ ( 34 ). Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις των μετεχόντων στη διαδικασία, το κριτήριο του εννόμου δικαιώματος που ο προσφεύγων αντλεί από το ουσιαστικό δίκαιο έχει σημασία και κατά την εξέταση του βασίμου της προσφυγής, καθόσον θα σήμαινε περιορισμό της εκτάσεως του ελέγχου που πραγματοποιείται στις περιπτώσεις προσφυγών όπου η προϋπόθεση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως πληρούται στο στάδιο του παραδεκτού –παραδείγματος χάρη, επειδή ο προσφεύγων επικαλείται ενδεχόμενη προσβολή του δικαιώματός του ιδιοκτησίας ( 35 ). |
2. Οι θέσεις των μετεχόντων στη διαδικασία
73. |
Είναι προφανές ότι οι μετέχοντες στη διαδικασία υποστηρίζουν διαφορετικές απόψεις σε σχέση με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα. Οι προσφεύγοντες θεωρούν ότι αμφότερα τα ανωτέρω κριτήρια δεν συνάδουν με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Αντιθέτως, τα διαδικαστικά σφάλματα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε ευρύτερο πλαίσιο. Σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 263, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, οι παραβάσεις ουσιωδών διαδικαστικών διατάξεων θα έπρεπε να εξετάζονται στο πλαίσιο δικαστικής αμφισβητήσεως της διαδικαστικής νομιμότητας αποφάσεως, εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση καθίσταται πρόδηλο ότι το σφάλμα δεν έχει επηρεάσει επί της ουσίας την έκβαση της διαδικασίας. Συναφώς, οι νομοθετικές διατάξεις που αφορούν τη συμμετοχή του κοινού και το άρθρο 3 της οδηγίας ΕΠΕ συνιστούν ουσιώδεις διαδικαστικές διατάξεις. |
74. |
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εκτιμά ότι το κριτήριο της αιτιώδους συνάφειας που έχει αναπτύξει η νομολογία είναι σύμφωνο προς το ευρωπαϊκό δίκαιο στο πλαίσιο της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών. Το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου συντάσσεται με την άποψη αυτή. |
75. |
Κατά την Ιρλανδία, βάσει της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών, απόκειται στα κράτη μέλη να προσδιορίσουν τις πράξεις, παραλείψεις ή αποφάσεις οι οποίες υπόκεινται στον έλεγχο που προβλέπει το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ, καθώς και να ορίσουν τι συνιστά παράβαση, υπό την προϋπόθεση ότι ενεργούν κατά τρόπο σύμφωνο προς τον σκοπό της οδηγίας, δηλαδή την παροχή προσβάσεως σε έννομη προστασία για το ενδιαφερόμενο κοινό. |
76. |
Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι κατά την εξέταση της ουσίας ο εθνικός δικαστής πρέπει να ελέγχει τουλάχιστον την τήρηση όλων των διαδικαστικών και ουσιαστικών κανόνων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και από τη μεταφορά του στην εσωτερική έννομη τάξη, χωρίς να περιορίζεται ο έλεγχος στους νομοθετικούς κανόνες περί ενεργητικής νομιμοποιήσεως ή στην προσβολή εννόμου δικαιώματος που αντλείται από το ουσιαστικό δίκαιο. |
77. |
Επί σοβαρών διαδικαστικών σφαλμάτων δεν πρέπει να ισχύει καμία απαίτηση αιτιώδους συνάφειας, αλλά και στην περίπτωση αυτή διαδικαστικά σφάλματα μειωμένης σημασίας δεν θα επέφεραν την ακύρωση αποφάσεως, εάν η διοικητική αρχή αποδείκνυε ευλόγως ότι υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση θα ήταν αδύνατο να έχει διαφορετικό περιεχόμενο, ακόμη και εάν δεν βαρυνόταν με το επίμαχο διαδικαστικό σφάλμα. |
78. |
Διαδικαστικά σφάλματα σε περιπτώσεις αποφάσεων για τις οποίες ισχύουν οι διατάξεις της οδηγίας περί συμμετοχής του κοινού, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της ένδικης προσφυγής κατά των σχετικών αποφάσεων εφόσον δεν είναι ήσσονος σημασίας για την επίτευξη των σκοπών της οδηγίας ΕΠΕ. |
3. Η ερμηνεία του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ
79. |
Η προκειμένη διαδικασία δεν συνιστά την πρώτη περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να ασχοληθεί με την ερμηνεία του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ. Στην αρχή των παρατηρήσεών μου επισήμανα ήδη ότι ιδίως η υπόθεση Trianel έδωσε λαβή για την ανάλυση της εν λόγω διατάξεως. |
80. |
Στην υπόθεση εκείνη το Δικαστήριο εξέτασε κατ’ ουσία το εύρος της προσβάσεως μη κυβερνητικών οργανώσεων, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας ΕΠΕ, στη διαδικασία ελέγχου που προβλέπει το άρθρο 10α της ίδιας οδηγίας. Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν πρέπει να αποκλείεται η δυνατότητα αυτών των μη κυβερνητικών οργανώσεων να προβάλουν ενώπιον δικαστηρίου, στο πλαίσιο ενδίκου βοηθήματος το οποίο ασκούν δυνάμει του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ κατά σχετικής αποφάσεως χορηγήσεως αδείας, την παράβαση κανόνων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και σκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος, διότι οι εν λόγω διατάξεις προστατεύουν το γενικό συμφέρον και όχι τα συμφέροντα μεμονωμένων ιδιωτών. Από τη σχετική απόφαση προκύπτει, επίσης, ότι τέτοιος περιορισμός δεν επιτρέπεται ούτε ως προς το παραδεκτό ούτε ως προς το βάσιμο της προσφυγής ( 36 ). Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, της οποίας η εθνική νομοθεσία αποτέλεσε τον λόγο παραπομπής της υποθέσεως Trianel, υπέστη τις συνέπειες αυτής της αποφάσεως ( 37 ). |
81. |
Αντιθέτως προς την υπόθεση Trianel, η προκειμένη διαδικασία αφορά φυσικά και νομικά πρόσωπα που ανήκουν στο ενδιαφερόμενο κοινό κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2 της οδηγίας ΕΠΕ, αλλά δεν συνιστούν μη κυβερνητικό οργανισμό κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. |
82. |
Στην απάντησή μου στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα εξήγησα ήδη ότι, ως προς τα ανωτέρω πρόσωπα, το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ δεν επιτρέπει να περιορίζεται η δυνατότητα αμφισβητήσεως σχετικής αποφάσεως μόνο σε περιπτώσεις μη διενέργειας της απαιτούμενης ΕΠΕ. |
83. |
Τούτο όμως επ’ ουδενί σημαίνει ότι το δίκαιο της Ένωσης περιλαμβάνει στο πλαίσιο του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ αναλυτικές διατάξεις όσον αφορά την έκταση ελέγχου της σχετικής έννομης προστασίας. Αντιθέτως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη διαθέτουν, καταρχήν, περιθώριο ευελιξίας κατά την εφαρμογή του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ (και του άρθρου 9, παράγραφος 2, της Συμβάσεως του Ώρχους, που αυτή η διάταξη μεταφέρει στο δίκαιο της Ένωσης) λόγω της διαδικαστικής αυτονομίας τους. Τα κράτη μέλη, λοιπόν, μπορούν να ρυθμίσουν αυτά τα ίδια τη διαδικασία διά της οποίας θα εξασφαλίζεται η αντίστοιχη πρόσβαση στην έννομη προστασία. Συναφώς, υπόκεινται σε δύο περιορισμούς: οι σχετικοί κανόνες δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από αυτούς που αφορούν παρόμοιες περιπτώσεις σε εσωτερικό επίπεδο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) ( 38 ). |
84. |
Οι επιταγές του δικαίου της Ένωσης που αφορούν την έκταση του ελέγχου στο πλαίσιο της σχετικής διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ, απορρέουν ιδίως από την αρχή της αποτελεσματικότητας. Στην προκειμένη διαδικασία ουδεμία υπόνοια υφίσταται περί παραβιάσεως της αρχής της ισοδυναμίας. |
85. |
Όπως επισήμανα ήδη στην πρότασή μου επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, το γράμμα του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας σε σχέση με τον έλεγχο της διαδικαστικής νομιμότητας των αποφάσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας που θεσπίζει η διάταξη. Συγκεκριμένα, δεν περιορίζει με οποιονδήποτε τρόπο τους λόγους που μπορούν να προβληθούν προς στήριξη του σχετικού ένδικου βοηθήματος. |
86. |
Εντούτοις, το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εξαρτούν από μία προϋπόθεση την πρόσβαση των μελών του ενδιαφερόμενου κοινού στη διαδικασία ελέγχου που προβλέπει η εν λόγω διάταξη. Συναφώς, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν, ως έκφραση της δικονομικής αυτονομίας τους, μεταξύ δύο εναλλακτικών προϋποθέσεων. Η πρώτη συνίσταται στην ύπαρξη «επαρκ[ούς] συμφέρον[τος]» και η δεύτερη, την οποία έχει επιλέξει η Γερμανία, στην επίκληση «προσβολή[ς] δικαιώματος, εάν αυτό απαιτείται ως προϋπόθεση από το δικονομικό διοικητικό δίκαιο ενός κράτους μέλους». Κατά το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ, τα κράτη μέλη είναι αυτά που οφείλουν, εν συνεχεία, να καθορίσουν τι συνιστά προσβολή δικαιώματος. Πρέπει όμως κατά τον καθορισμό αυτό να έχουν πάντοτε ως στόχο την παροχή στο ενδιαφερόμενο κοινό ευρείας προσβάσεως στη δικαιοσύνη. |
87. |
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα αν αμφότερες αυτές οι εναλλακτικές επιλογές που απαριθμούνται στο άρθρο 10α επηρεάζουν την έκταση του ελέγχου στο πλαίσιο της σχετικής διαδικασίας που προβλέπει η ίδια διάταξη. |
88. |
Με βάση το γράμμα της διατάξεως δεν αποκλείεται οι δύο επιλογές στο άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ να συνιστούν προϋποθέσεις παραδεκτού για το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα. Εάν πληρούνται, ακολουθεί εξέταση επί της ουσίας ως προς την «ουσιαστική ή τη διαδικαστική νομιμότητα των αποφάσεων». Άλλωστε και το Δικαστήριο, αναφερόμενο στις επιλογές αυτές, έχει κάνει λόγο για «προϋποθέσεις παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων» ( 39 ). |
89. |
Η ερμηνεία του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του άρθρου 9, παράγραφος 2, της Συμβάσεως του Ώρχους ( 40 ), επιβεβαιώνει ότι αμφότερες οι επιλογές στο άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ πρέπει να καθιστούν δυνατό τον περιορισμό του παραδεκτού της διαδικασίας ελέγχου και όχι της εκτάσεως του ελέγχου. Συγκεκριμένα, είναι ενδεικτικό ότι κατά τον Implementation Guide ( 41 ), που χρησιμοποιείται ως βοήθημα ερμηνείας της Συμβάσεως, τα σχετικά κριτήρια εμπίπτουν στο πλαίσιο του standing ( 42 ). |
90. |
Συναφώς, συντάσσομαι με την άποψη της γενικής εισαγγελέα Sharpston η οποία, εξηγώντας τις δύο αυτές επιλογές, υποστήριξε ότι τα κράτη που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση του Ώρχους είχαν ως σκοπό να λαμβάνονται υπόψη τα διαφορετικά κριτήρια ελέγχου της νομιμοποιήσεως σε διάφορα εθνικά νομικά συστήματα ( 43 ). |
91. |
Συνεπώς, όσον αφορά την έκταση του ελέγχου από διαδικαστικής απόψεως, η οδηγία ΕΠΕ προβλέπει τον έλεγχο της διαδικαστικής νομιμότητας των αποφάσεων και δεν περιορίζει σε καμία περίπτωση τους λόγους που μπορούν να προβληθούν προς στήριξη του σχετικού ένδικου βοηθήματος. Βάσει της αρχής της αποτελεσματικότητας, αυτή η δυνατότητα έννομης προστασίας σε σχέση με διατάξεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και σκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος δεν πρέπει να καθίσταται πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερής. Την τήρηση των επιταγών αυτών για την έννομη προστασία που παρέχεται σε εθνικό επίπεδο επιτάσσει και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, κατά το οποίο τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Περαιτέρω παρατηρήσεις επί της εκτάσεως του ελέγχου δεν είναι δυνατές, καθόσον δεν έχουν παρασχεθεί στοιχεία ως προς τα συγκεκριμένα διαδικαστικά σφάλματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της κύριας δίκης. |
4. Η εξέταση των εθνικών κριτηρίων
92. |
Ακολούθως θα εξετάσω αν το κριτήριο της προσβολής εννόμου δικαιώματος που ο προσφεύγων αντλεί από το ουσιαστικό δίκαιο, όπως το περιγράφει το Bundesverwaltungsgericht σε σχέση με το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ, συνάδει με τις επιταγές της οδηγίας. Η επιστήμη του διοικητικού δικαίου στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει ασχοληθεί διεξοδικώς με το θέμα αυτό κατά τα τελευταία έτη και υπό την επίδραση της νομολογίας Trianel είναι αμφιλεγόμενο κατά πόσον μπορεί να διατηρηθεί η απαίτηση προσβολής ιδίου δικαιώματος στον τομέα του δικαίου περιβάλλοντος, και μάλιστα όσον αφορά διαδικαστικά σφάλματα κατά τη διενέργεια ΕΠΕ ( 44 ). |
93. |
Από την προσεκτική ερμηνεία του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ, ιδίως με βάση το πνεύμα και τον σκοπό της διατάξεως, προκύπτει ότι το εξεταζόμενο κριτήριο, όπως το περιγράφει το Bundesverwaltungsgericht, δεν συνάδει με τις επιταγές της οδηγίας. |
94. |
Όπως κατέστη σαφές ανωτέρω, το άρθρο 10α προβλέπει διαδικασία ελέγχου για την αμφισβήτηση (και) της διαδικαστικής νομιμότητας χωρίς καμία ένδειξη περιορισμού των λόγων που μπορούν να προβληθούν προς στήριξη αυτής της αμφισβητήσεως. Συγχρόνως, ο εν λόγω κανόνας επιτρέπει να περιορισθεί η πρόσβαση στη διαδικασία ελέγχου μόνο στα μέλη του ενδιαφερόμενου κοινού που επικαλούνται προσβολή δικαιώματος. Το σύστημα αυτό το θεσπίζουν τα κράτη μέλη, λαμβάνοντας υπόψη ρητώς τον σκοπό να παρέχεται στο ενδιαφερόμενο κοινό ευρεία πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Ωστόσο, το εν λόγω κριτήριο επιτρέπεται –και αυτό το έχω επισημάνει ήδη– ως κριτήριο του παραδεκτού, και όχι ως ενδεχόμενος περιορισμός της εκτάσεως ελέγχου. Δεν μπορεί να δικαιολογήσει, λοιπόν, τέτοιον περιορισμό. |
95. |
Περαιτέρω, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Σύμβαση του Ώρχους, την οποία μεταφέρει το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ στην έννομη τάξη της Ένωσης, περιέχει σημαντικές ενδείξεις σχετικά με τον σκοπό αυτού του κανόνα. Το άρθρο 1 της Συμβάσεως ορίζει ως σκοπό της τη συμβολή στην προστασία του δικαιώματος κάθε ατόμου να ζει σε περιβάλλον κατάλληλο για την ευημερία του. Για τον σκοπό αυτόν προβλέπονται συγκεκριμένοι διαδικαστικοί κανόνες (πρόσβαση σε πληροφορίες, συμμετοχή του κοινού) και παρέχεται αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη. |
96. |
Η έβδομη και η όγδοη αιτιολογική σκέψη της Συμβάσεως παρέχουν περαιτέρω διευκρινίσεις ως προς τον λόγο θεσπίσεως του δικαιώματος προσβάσεως στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα. Η πρόσβαση παρέχεται στους πολίτες προκειμένου να μπορούν να ασκούν το δικαίωμά τους να ζουν σε ένα υγιές περιβάλλον και να εκπληρώνουν το καθήκον τους να προστατεύουν και να βελτιώνουν το περιβάλλον για να ωφελούνται οι παρούσες και μέλλουσες γενεές. |
97. |
Φρονώ ότι από τα ανωτέρω συνάγονται δύο συμπεράσματα. Αφενός, οι διαδικαστικοί κανόνες και η τήρησή τους επιτελούν σημαντική λειτουργία για την προστασία των προβλεπόμενων δικαιωμάτων στο πλαίσιο του δικαίου περιβάλλοντος. Τούτο εξηγεί και την αυξανόμενη σημασία των δικαιωμάτων συμμετοχής στο δίκαιο περιβάλλοντος, τα οποία δεν αποτελούν πλέον μόνο στοιχείο νομιμοποιήσεως των αποφάσεων, αλλά και στοιχείο βελτιώσεως της προστασίας του περιβάλλοντος ( 45 ). Επίσης, η συγκεκριμένη αντίληψη περί της διαδικασίας αναδεικνύει την αξία της ορθής διενέργειας ΕΠΕ ( 46 ). Υπό αυτές τις συνθήκες καθίσταται πρόδηλος ο λόγος για τον οποίο το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ προβλέπει από κοινού τον έλεγχο της ουσιαστικής και της διαδικαστικής νομιμότητας στην ίδια διάταξη. |
98. |
Αφετέρου, κατά τη Σύμβαση του Ώρχους, η προστασία του περιβάλλοντος δεν συνιστά ειδική λειτουργία ορισμένων μη κυβερνητικών οργανώσεων που έχουν δημιουργηθεί για αυτόν τον σκοπό, αλλά δικαίωμα –και υποχρέωση– κάθε μεμονωμένου πολίτη ( 47 ). Επομένως, ο περιορισμός της εκτάσεως του ελέγχου επί προσφυγών ιδιωτών δεν δύναται να στηριχθεί στο ότι οι ενώσεις προστασίας του περιβάλλοντος μπορούν να δραστηριοποιηθούν εν γένει για την υποστήριξη περιβαλλοντικών ζητημάτων. Ασφαλώς, όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση, η θέση των περιβαλλοντικών ενώσεων είναι προνομιακή δυνάμει του άρθρου 10α, παράγραφος 3, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, διότι η εν λόγω διάταξη αναγνωρίζει ότι οι ενώσεις αυτές έχουν δικαιώματα τα οποία είναι δυνατό να προσβληθούν ( 48 ). Εντούτοις, σε επίπεδο ουσίας δεν υφίσταται καμία ένδειξη ότι τα μέλη του ενδιαφερόμενου κοινού βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση από τις περιβαλλοντικές ενώσεις. Ο πολίτης, δηλαδή, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις της Συμβάσεως του Ώρχους, καθίσταται φορέας επιβολής της προστασίας του περιβάλλοντος ( 49 ), καθήκον το οποίο –όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες– οι ενώσεις προστασίας του περιβάλλοντος μπορούν να το επιτελέσουν μόνο σε περιορισμένο βαθμό ελλείψει οικονομικών πόρων. |
99. |
Κατόπιν όλων αυτών των σκέψεων, το εθνικό δίκαιο δεν μπορεί να εξαιρέσει ζητήματα διαδικαστικής νομιμότητας στο (περιβαλλοντικού δικαίου) πλαίσιο της οδηγίας ΕΠΕ από τον δικαστικό έλεγχο που ασκείται σε περιπτώσεις προσφυγών εκ μέρους μελών του ενδιαφερόμενου κοινού. Τούτο θα παραβίαζε την αρχή της αποτελεσματικότητας και δεν θα συνιστούσε ορθή και σύμφωνη προς το ευρωπαϊκό δίκαιο μεταφορά του άρθρου 10α της οδηγίας ΕΠΕ στην εσωτερική έννομη τάξη. Κατά την εκτίμησή μου, λοιπόν, δεν μπορεί να διατηρηθεί η εφαρμογή ενός κριτηρίου περί επικλήσεως προσβολής ιδίου δικαιώματος το οποίο, όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις του Bundesverwaltungsgericht, αποκλείει διατάξεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και σκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος από το πεδίο ελέγχου της σχετικής διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ. |
100. |
Υπό αυτές τις συνθήκες, διατηρεί στο ακέραιο το νόημά της και η επισήμανση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Trianel, ότι «ο εθνικός νομοθέτης έχει την ευχέρεια να περιορίσει μόνο στα δικαιώματα δημοσίου δικαίου τα δικαιώματα την προσβολή των οποίων μπορούν να επικαλούνται οι ιδιώτες στο πλαίσιο ένδικου βοηθήματος κατά αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως του άρθρου 10α της οδηγίας 85/337 […]» ( 50 ). Η αναφορά στα δικαιώματα δημοσίου δικαίου πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι ιδιώτης μπορεί να επικαλείται σε επίπεδο ουσίας διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που σκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος. Επομένως, υφίσταται σύγκλιση –τούτο προκύπτει και από το δικαίωμα κάθε ατόμου να ζει σε περιβάλλον κατάλληλο για την υγεία και την ευημερία του, όπως προβλέπει το άρθρο 1 της Συμβάσεως του Ώρχους– μεταξύ αντικειμενικής και υποκειμενικής έννομης προστασίας. |
101. |
Άλλωστε, η Compliance Committee της Συμβάσεως έχει επίσης κρίνει ότι ο αποκλεισμός της ασκήσεως προσφυγής για αξιώσεις περιβαλλοντικού δικαίου, λόγω περιορισμού της δυνατότητας ασκήσεως προσφυγής στο πλαίσιο του γειτονικού δικαίου μόνο σε περιπτώσεις επικλήσεως ιδίου δικαιώματος, και ο αποκλεισμός του δικαίου περιβάλλοντος από αυτό το σύστημα έννομης προστασίας συνιστούν παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 2. Αν και η κρίση αυτή δεν είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο ( 51 ), ενισχύει την ερμηνεία μου επί της Συμβάσεως ( 52 ). |
102. |
Όσον αφορά την αρχή της αιτιώδους συνάφειας πρέπει να εξετασθούν παρόμοιες παράμετροι. Συναφώς, δεν χωρεί αμφιβολία ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν επίσης διαδικαστική αυτονομία. Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να αποκλεισθεί, καταρχήν, το κριτήριο της αιτιώδους συνάφειας για την εκτίμηση της σημασίας των διαδικαστικών σφαλμάτων. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή πρέπει να τηρούνται οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Η απαίτηση αιτιώδους συνάφειας, λοιπόν, πρέπει να εξετασθεί επίσης με βασικό γνώμονα την αρχή της αποτελεσματικότητας ( 53 ), καθόσον δεν υφίσταται, εν προκειμένω, καμία ένδειξη παραβιάσεως της αρχής της ισοδυναμίας. |
103. |
Δυνάμει της αρχής της αποτελεσματικότητας, η απαίτηση αιτιώδους συνάφειας δεν πρέπει να κωλύει την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ. |
104. |
Ιδίως στον επίμαχο εν προκειμένω τομέα –όπως τόνισα ήδη– η διαδικασία είναι σημαντική προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος. Εντούτοις, η πρόσβαση σε διαδικασία ελέγχου που αφορά διαδικαστικά σφάλματα είναι αποτελεσματική μόνον όταν η επιτυχής έκβαση της σχετικής προσφυγής δεν αποκλείεται εκ προοιμίου. Στη διαμόρφωση του κριτηρίου της αιτιώδους συνάφειας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαίτερη σημασία της διαδικασίας, ιδίως στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικαίου περιβάλλοντος, και δεν πρέπει να αποκλείονται στην πράξη τα διαδικαστικά σφάλματα από το σχετικό πεδίο ελέγχου. |
105. |
Αυτό επ’ ουδενί σημαίνει ότι κάθε διαδικαστικό σφάλμα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση αποφάσεως. Τούτο καθίσταται σαφές και από τον παραλληλισμό προς τις συνέπειες των σφαλμάτων με τα οποία βαρύνονται πράξεις της Ένωσης. Συναφώς, το άρθρο 263, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ορίζει ότι «το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί προσφυγών που ασκούνται από κράτος μέλος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, λόγω […] παραβάσεως ουσιώδους τύπου […]». Αυτό εφαρμόζεται –κατά τρόπο απλουστευμένο– στη νομολογία υπό την έννοια ότι σε περίπτωση παραβάσεως ιδιαιτέρως σημαντικών διαδικαστικών διατάξεων η πράξη είναι, άνευ ετέρου, άκυρη ( 54 ), ενώ οι παραβάσεις διατάξεων ήσσονος σημασίας πρέπει να έχουν και επιπτώσεις ( 55 ). Δεδομένης της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών, τα κριτήρια τα οποία έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο αυτής της διατάξεως δεν μπορούν να εφαρμοσθούν αυτομάτως το άρθρο 10α της οδηγίας ΕΠΕ. |
106. |
Σε κάθε περίπτωση, κατά την εφαρμογή του κριτηρίου της αιτιώδους συνάφειας, πρέπει να τηρείται η αρχή της αποτελεσματικότητας. Τούτο σημαίνει ότι το εν λόγω κριτήριο, ιδίως η από απόψεως της διαμορφώσεως του βάρους αποδείξεως, δεν πρέπει να αποκλείει στην πράξη την επίκληση διαδικαστικών διατάξεων οι οποίες απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και σκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος. Όσον αφορά δε ιδιαιτέρως σημαντικές διαδικαστικές διατάξεις, δεν πρέπει να τίθεται καν ζήτημα αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης παραβάσεώς τους και της εκβάσεως της διοικητικής διαδικασίας. |
V – Συμπέρασμα
107. |
Για τους προεκτεθέντες λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του Bundesverwaltungsgericht ως εξής:
|
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.
( 2 ) Απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, C-115/09, Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland, Landesverband Nordrhein-Westfalen, καλούμενη «Trianel» (Συλλογή 2011, σ. I-3673).
( 3 ) Οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175, σ. 40).
( 4 ) Οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν το περιβάλλον και με την τροποποίηση όσον αφορά τη συμμετοχή του κοινού και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, των οδηγιών 85/337/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 156, σ. 17).
( 5 ) Απόφαση 2005/370/EK του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005, για σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Συμβάσεως για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος (ΕΕ L 124, σ. 1). Το κείμενο της Συμβάσεως του Ώρχους αναπαράγεται στις σελίδες 4 επ. στο ως άνω τεύχος της Επίσημης Εφημερίδας.
( 6 ) United Nations Economic Commission for Europe, The Aarhus Convention: An Implementation Guide, 2η έκδοση 2013, σ. 6· Beyerlin, U. και Grote Stoutenburg, J., Environment, International Protection, σε: Wolfrum, R. (επιμέλεια), Max Planck Encyclopedia of Public International Law, σημείο 73.
( 7 ) Βλ. πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας.
( 8 ) Οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (ΕΕ L 257, σ. 26).
( 9 ) Ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/35.
( 10 ) Οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ 2012, L 26, σ. 1).
( 11 ) Όπως δημοσιεύθηκε τη 19η Μαρτίου 1991 (BGBl. I, σ. 686)
( 12 ) Όπως δημοσιεύθηκε την 23η Ιανουαρίου 2003 (BGBl. I, σ. 102).
( 13 ) Της 7ης Δεκεμβρίου 2006 (BGBl. I, σ. 2816). Η τροποποίηση αυτού του νόμου διά του Gesetz zur Änderung des Umwelt-Rechtsbehelfsgesetzes und anderer umweltrechtlicher Vorschriften [γερμανικού νόμου περί τροποποιήσεως του UmwRG και άλλων διατάξεων για το περιβάλλον], της 21ης Ιανουαρίου 2013 (BGBl. I, σ. 95), δεν συνιστά αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.
( 14 ) Όπως δημοσιεύθηκε την 24η Φεβρουαρίου 2010 (BGBl. I, σ. 94).
( 15 ) Απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-201/02, Wells (Συλλογή 2004, σ. I-723).
( 16 ) BT-Drucks. 16/2495.
( 17 ) Αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 1978, 83/78, Redmond (Συλλογή τόμος 1978, σ. 739, σκέψη 25), και της 30ής Νοεμβρίου 1995, C-134/94, Esso Española (Συλλογή 1995, σ. I-4223, σκέψη 9).
( 18 ) Απόφαση της 16ης Ιουνίου 1981, 126/80, Salonia (Συλλογή 1981, σ. 1563, σκέψη 6).
( 19 ) Απόφαση της 16ης Ιουλίου 1992, C-83/91, Meilicke (Συλλογή 1992, σ. I-4871, σκέψεις 31 έως 34).
( 20 ) Απόφαση της 11ης Μαρτίου 1980/Ι, 104/79, Foglia (Συλλογή τόμος 1980, σ. 403, σκέψεις 10 και 11).
( 21 ) Βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, C‑68/11, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 60).
( 22 ) Απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991, C-6/90 και C-9/90, Francovich κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. I-5357, σκέψη 11).
( 23 ) Βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1981, 212/80 έως 217/80, Meridionale Industria Salumi κ.λπ. (Συλλογή 1981, σ. 2735, σκέψη 10).
( 24 ) Απόφαση Meridionale Industria Salumi κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 10)· προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση, C‑482/09, Budějovický Budvar (απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, σημείο 106), καθώς και της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση C‑17/10, Toshiba Corporation κ.λπ. (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σημεία 42 έως 46).
( 25 ) Αποφάσεις της 14ης Απριλίου 1970, 68/69, Brock (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 293, σκέψη 7), της 10ης Ιουλίου 1986, 270/84, Licata κατά Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (Συλλογή 1986, σ. 2305, σκέψη 31), της 11ης Δεκεμβρίου 2008, C-334/07 P, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen (Συλλογή 2008, σ. I-9465, σκέψη 43), και· της 6ης Ιουλίου 2010, C-428/08, Monsanto Technology (Συλλογή 2010, σ. I-6765, σκέψη 66).
( 26 ) Αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 1998, C-81/96, Gedeputeerde Staten van Noord-Holland (Συλλογή 1998, σ. I-3923, σκέψη 23), Wells (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 43), και της 15ης Ιανουαρίου 2013, C‑416/10, Križan κ.λπ. (σκέψη 94).
( 27 ) Σχετικά με την προβληματική περί αναδρομικότητας, βλ., πέραν της νομολογίας που παρατίθεται στις προηγούμενες υποσημειώσεις, Tridimas, T., The General Principles of EU Law, OUP, Οξφόρδη, 2η έκδοση 2006, σ. 252-273.
( 28 ) Απόφαση Gedeputeerde Staten van Noord-Holland (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψη 24).
( 29 ) Σχετικά με τη θέση της Συμβάσεως του Ώρχους στο δίκαιο της Ένωσης, βλ. απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011, C-240/09, Lesoochranárske zoskupenie (Συλλογή 2011, σ. I-1255, σκέψεις 29 έως 31).
( 30 ) Η υπογράμμιση δική μου.
( 31 ) Στην απόδοση του κειμένου της οδηγίας στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα, οι λέξεις «ουσιαστική» και «διαδικαστική», οι οποίες στη Σύμβαση του Ώρχους συνδέονται συμπλεκτικά με «και», παρατίθενται διαζευκτικά με «ή». Πρόκειται όμως για μια άνευ σημασίας αλλαγή στη διατύπωση.
( 32 ) Απόφαση «Trianel» (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 37).
( 33 ) Βλ. μόνον αποφάσεις του BVerwG της 8ης Ιουνίου 1995, 4 C 4.94, και της 13ης Δεκεμβρίου 2007, 4 C 9.06.
( 34 ) Βλ. , επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Ε. Sharpston στην υπόθεση «Trianel» (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σημείο 34).
( 35 ) Βλ. Winter, G., Individualrechtsschutz im deutschen Umweltrecht unter dem Einfluss des Gemeinschaftsrechts, NVwZ 1999, 467.
( 36 ) Απόφαση «Trianel» (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 60).
( 37 ) Κατ’ αρχάς επήλθε προσαρμογή του εθνικού δικαίου σε νομολογιακό επίπεδο, βλ. απόφαση του BVerwG της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, 7 C 21.09. Ακολούθως τροποποιήθηκε ο σχετικός νόμος: Gesetz zur Änderung des Umwelt-Rechtsbehelfsgesetzes und anderer umweltrechtlicher Vorschriften, της 21ης Ιανουαρίου 2013 (BGBl. I, σ. 95), βλ. BT-Drucks. 17/10957.
( 38 ) Αποφάσεις Wells (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 67), της 18ης Οκτωβρίου 2011, C-128/09 έως C-131/09, C-134/09 και C-135/09, Boxus και Roua (Συλλογή 2011, σ. Ι-9711, σκέψη 52), και «Trianel» (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 43).
( 39 ) Απόφαση «Trianel» (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 38).
( 40 ) Βλ. ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/35.
( 41 ) Απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, C-182/10, Solvay κ.λπ. (σκέψη 28).
( 42 ) United Nations Economic Commission for Europe, The Aarhus Convention: An Implementation Guide, 2η έκδοση 2013, σ. 202 έως 204.
( 43 ) Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση «Trianel» (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σημείο 44).
( 44 ) Βλ. μόνον Kment, M., Europarechtswidrigkeit des § 4 I UmwRG?, NVwZ 2012, 481, Siegel, T., Zur Einklagbarkeit der Umweltverträglichkeit, DÖV 2012, 709, Ziekow, J., Das Umwelt-Rechtsbehelfsgesetz im System des deutschen Rechtsschutzes, NVwZ 2007, 259. Βασικά προγενέστερα κείμενα: Calliess, C., Feinstaub im Rechtsschutz deutscher Verwaltungsgerichte, NVwZ 2006, 1· Schoch, F., Die europäische Perspektive des Verwaltungsverfahrens- und Verwaltungsprozessrechts, σε: Schmidt-Assmann, E. und Hoffmann-Riem, W. (επιμέλεια), Strukturen des Europäischen Verwaltungsrechts, Nomos, Μπάντεν-Μπάντεν, 1999, σ. 279· Kokott, J., Europäisierung des Verwaltungsprozessrechts, Die Verwaltung 31 (1998), 335.
( 45 ) Ebbesson, J., Public Participation, σε: Bodansky D. κ.λπ. (επιμέλεια), The Oxford Handbook of International Environmental Law, Οξφόρδη, OUP, 2007, σ. 681.
( 46 ) Clément, M., Droit Européen de l’Environnement, Βρυξέλλες, Larcier, 2η έκδοση 2012, σ. 119.
( 47 ) Έβδομη και όγδοη αιτιολογική σκέψη της Συμβάσεως του Ώρχους.
( 48 ) Απόφαση «Trianel» (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψεις 40 και 42).
( 49 ) Η έννοια του πολίτη ως θεματοφύλακα της τηρήσεως του δικαίου δεν είναι ουδόλως άγνωστη στο ευρωπαϊκό δίκαιο. Βλ. απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1963, 26/62, Van Gend en Loos (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 836). Βλ. επίσης Weiler, J. H. H., The Transformation of Europe, σε: The Constitution of Europe, CUP, Κέιμπριτζ, 1999, 10, 20.
( 50 ) Απόφαση «Trianel» (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 45).
( 51 ) Βλ. το άρθρο 15 της Συμβάσεως του Ώρχους, το οποίο προβλέπει ότι ο έλεγχος της συμμορφώσεως προς τις διατάξεις της Συμβάσεως δεν περιλαμβάνει στάδιο κατ’ αντιπαράθεση εξετάσεως, είναι εξωδικαστικός και έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα, καθώς και Σύνοδο των συμβαλλομένων μερών της Συμβάσεως του Ώρχους, Απόφαση I/7, Review of Compliance, UN Doc. ECE/MP.PP/2/Add.8 της 2ας Απριλίου 2004.
( 52 ) Economic Commission for Europe, Findings and recommendations with regard to communication ACCC/C/2010/48 concerning compliance by Austria. Adopted by the Compliance Committee on 16 December 2011, UN Doc. ECE/MP.PP/C.1/2012/4 της 17ης Απριλίου 2012, σ. 14. Ελλείψει επαρκών πληροφοριών η Committee δεν διαπίστωσε παράβαση και ανέπτυξε την επιχειρηματολογία της επί υποθετικής βάσεως.
( 53 ) Βλ., συναφώς, von Danwitz, T., Europäisches Verwaltungsrecht, Springer, Βερολίνο, 2008, σ. 541.
( 54 ) Απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1980, 138/79, Roquette Frères κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1980/ΙΙΙ, σ. 313, σκέψη 33).
( 55 ) Αντίθετες, όσον αφορά την απαίτηση συγκεκριμένης επιπτώσεως, οι αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 1980, 209/78 έως 215/78 και 218/78, van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1980/ΙΙΙ, σ. 207, σκέψη 47), της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-194/99 P, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-10821, σκέψη 31).