Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62009CJ0388

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 30ής Ιουνίου 2011.
    Joao Filipe da Silva Martins κατά Bank Betriebskrankenkasse - Pflegekasse.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundessozialgericht - Γερμανία.
    Αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης - Κοινωνική ασφάλιση - Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 - Άρθρα 15, 27 και 28 - Άρθρα 39 ΕΚ και 42 ΕΚ - Πρώην διακινούμενος εργαζόμενος - Επαγγελματική δραστηριότητα που έχει ασκηθεί στο κράτος μέλος καταγωγής και σε άλλο κράτος μέλος - Επιστροφή στο κράτος μέλος καταγωγής μετά τη συνταξιοδότηση - Καταβολή της σύνταξης από αμφότερα τα κράτη μέλη - Χωριστό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης κατά του κινδύνου αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης - Ύπαρξη στο άλλο κράτος μέλος της προγενέστερης απασχόλησης του ενδιαφερόμενου - Προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης στο εν λόγω σύστημα - Διατήρηση του δικαιώματος για επίδομα ειδικής φροντίδας λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης μετά την επιστροφή στο κράτος μέλος καταγωγής.
    Υπόθεση C-388/09.

    Συλλογή της Νομολογίας 2011 I-05737

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2011:439

    Υπόθεση C-388/09

    Joao Filipe da Silva Martins

    κατά

    Bank Betriebskrankenkasse – Pflegekasse

    [αίτηση του Bundessozialgericht (Γερμανία)
    για την έκδοση προδικαστικής απόφασης]

    «Αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης – Κοινωνική ασφάλιση – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 – Άρθρα 15, 27 και 28 – Άρθρα 39 ΕΚ και 42 ΕΚ – Πρώην διακινούμενος εργαζόμενος – Επαγγελματική δραστηριότητα που έχει ασκηθεί στο κράτος μέλος καταγωγής και σε άλλο κράτος μέλος – Επιστροφή στο κράτος μέλος καταγωγής μετά τη συνταξιοδότηση – Καταβολή της σύνταξης από αμφότερα τα κράτη μέλη – Χωριστό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης κατά του κινδύνου αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης – Ύπαρξη στο άλλο κράτος μέλος της προγενέστερης απασχόλησης του ενδιαφερόμενου – Προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης στο εν λόγω σύστημα – Διατήρηση του δικαιώματος για επίδομα ειδικής φροντίδας λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης μετά την επιστροφή στο κράτος μέλος καταγωγής»

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.        Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων – Αρμοδιότητα των κρατών μελών να ρυθμίζουν τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης – Όρια – Τήρηση του δικαίου της Ένωσης – Κανόνες της Συνθήκης που διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Ζήτημα αν επηρεάζονται οι παροχές που χορηγούνται δυνάμει της νομοθεσίας ενός και μόνου κράτους μέλους

    (Άρθρα 45 ΣΛΕΕ και 48 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου)

    2.        Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων – Υγειονομική ασφάλιση – Πρόσωπο που λαμβάνει σύνταξη αφενός στο κράτος μέλος καταγωγής του και αφετέρου σε ένα άλλο κράτος μέλος – Επιστροφή στο κράτος μέλος καταγωγής κατά τη συνταξιοδότηση

    (Κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρα 15 και 27)

    1.        Ο σκοπός των άρθρων 45 ΣΛΕΕ και 48 ΣΛΕΕ δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί, αν οι διακινούμενοι εργαζόμενοι έχαναν, αφού ασκούσαν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας, τα πλεονεκτήματα κοινωνικής ασφάλισης τα οποία τους διασφαλίζει η νομοθεσία ενός και μόνο κράτους μέλους, ιδίως όταν αυτά τα πλεονεκτήματα συνιστούν το αντάλλαγμα για τις εισφορές που έχουν καταβάλει. Πράγματι, η ρύθμιση της Ένωσης για τον συντονισμό των εθνικών νομοθεσιών κοινωνικής ασφάλισης, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των σκοπών που επιδιώκει, δεν μπορεί να εφαρμόζεται κατά τρόπον ώστε να στερεί τον διακινούμενο εργαζόμενο ή τους εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα από παροχές χορηγούμενες δυνάμει της νομοθεσίας ενός και μόνου κράτους μέλους, εκτός αν προβλέπεται συναφώς ρητή εξαίρεση σύμφωνη προς τους σκοπούς αυτούς. Τα άρθρα αυτά, όπως και ο κανονισμός 1408/71, ο οποίος έχει εκδοθεί για την εφαρμογή τους, έχουν ως σκοπό, μεταξύ άλλων, την αποφυγή του ενδεχομένου να υφίσταται ο εργαζόμενος ο οποίος, αφού έκανε χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, έχει εργαστεί σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη δυσμενέστερη μεταχείριση, χωρίς να υπάρχει αντικειμενικός δικαιολογητικός λόγος, έναντι του εργαζόμενου που έχει διανύσει όλο τον εργασιακό του βίο σε ένα μόνο κράτος μέλος.

    (βλ. σκέψεις 74-76)

    2.        Τα άρθρα 15 και 27 του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97 και όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τον κανονισμό 1386/2001, έχουν την έννοια ότι δεν αντιβαίνει στα άρθρα αυτά η δυνατότητα ενός ατόμου το οποίο λαμβάνει σύνταξη γήρατος από τα ταμεία συντάξεων τόσο του κράτους μέλους από το οποίο κατάγεται, όσο και του κράτους μέλους στο οποίο διήνυσε το μεγαλύτερο μέρος του επαγγελματικού του βίου, και το οποίο έχει μετοικήσει από το τελευταίο αυτό κράτος μέλος στο κράτος μέλος καταγωγής του να εξακολουθεί, λόγω προαιρετικής συνέχισης της ασφάλισης σε αυτοτελές σύστημα ασφάλισης κατά του κινδύνου της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης στο κράτος μέλος στο οποίο διήνυσε το μεγαλύτερο μέρος του επαγγελματικού του βίου, να λαμβάνει παροχή σε χρήμα λόγω της ασφάλισής του αυτής, ιδίως αν στο κράτος μέλος κατοικίας δεν προβλέπονται παροχές σε χρήμα που να καλύπτουν τον ειδικό κίνδυνο της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, πράγμα που οφείλει να εξακριβώσει το εθνικό δικαστήριο.

    Αν, αντίθετα, η νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας προβλέπει μεν παροχές σε χρήμα σχετικά με τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, αλλά οι παροχές αυτές είναι χαμηλότερες από τις παροχές που προβλέπει για τον ίδιο κίνδυνο το άλλο κράτος μέλος που είναι οφειλέτης της σύνταξης, το άρθρο 27 του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε, έχει την έννοια ότι το εν λόγω άτομο μπορεί να αξιώσει από τον αρμόδιο φορέα του τελευταίου αυτού κράτους να του καταβάλει ένα συμπλήρωμα παροχών, ίσο προς τη διαφορά μεταξύ των ποσών των δύο αυτών παροχών.

    (βλ. σκέψη 88 και διατακτ.)







    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 30ής Ιουνίου 2011 (*)

    «Αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης – Κοινωνική ασφάλιση –Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 – Άρθρα 15, 27 και 28 – Άρθρα 39 ΕΚ και 42 ΕΚ – Πρώην διακινούμενος εργαζόμενος – Επαγγελματική δραστηριότητα που έχει ασκηθεί στο κράτος μέλος καταγωγής και σε άλλο κράτος μέλος – Επιστροφή στο κράτος μέλος καταγωγής μετά τη συνταξιοδότηση – Καταβολή της σύνταξης από αμφότερα τα κράτη μέλη – Χωριστό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης κατά του κινδύνου αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης – Ύπαρξη στο άλλο κράτος μέλος της προγενέστερης απασχόλησης του ενδιαφερόμενου – Προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης στο εν λόγω σύστημα – Διατήρηση του δικαιώματος για επίδομα ειδικής φροντίδας λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης μετά την επιστροφή στο κράτος μέλος καταγωγής»

    Στην υπόθεση C‑388/09,

    με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Bundessozialgericht (Γερμανία) με απόφαση της 22ας Απριλίου 2009, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Οκτωβρίου 2009, στο πλαίσιο της δίκης

    Joao Filipe da Silva Martins

    κατά

    Bank Betriebskrankenkasse – Pflegekasse,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev, U. Lõhmus, A. Ó Caoimh (εισηγητή) και P. Lindh, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Οκτωβρίου 2010,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    –        ο J. F. da Silva Martins, εκπροσωπούμενος από τον G. Krutzki, Rechtsanwalt,

    –        το Bank Betriebskrankenkasse – Pflegekasse, εκπροσωπούμενο από τον T. Henz, Rechtsanwalt, και την S. Klein,

    –        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και C. Blaschke,

    –        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek,

    –        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Inez Fernandes και την E. Silveira,

    –        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την H. Walker, επικουρούμενη από τον T. Ward, barrister,

    –        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον V. Kreuschitz,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Ιανουαρίου 2011,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Η αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία των άρθρων 27 και 28 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), και όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τον κανονισμό (ΕΚ) 1386/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2001 (ΕΕ L 187, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1408/71), καθώς και των άρθρων 39 ΕΚ και 42 ΕΚ.

    2        Η αίτηση αυτή έχει υποβληθεί στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του J. F. da Silva Martins και του Bank Betriebskrankenkasse – Pflegekasse (στο εξής: Bank BKK), αντικείμενο της οποίας είναι η προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης του J. F. da Silva Martins στο γερμανικό σύστημα ασφάλισης κατά της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης και το δικαίωμα λήψης του γερμανικού επιδόματος για μη αυτοεξυπηρετούμενα άτομα.

     Το νομικό πλαίσιο

     Το δίκαιο της Ένωσης

    3        Ο κανονισμός 1408/71 εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 51 της Συνθήκης ΕΟΚ (το οποίο κατέστη άρθρο 51 της Συνθήκης ΕΚ και στη συνέχεια, κατόπιν τροποποίησης, άρθρο 42 ΕΚ και αποτελεί πλέον το άρθρο 48 ΣΛΕΕ).

    4        Σύμφωνα με τη δεύτερη και την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1408/71, σκοπός του είναι να εξασφαλίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των μισθωτών και των μη μισθωτών εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τήρηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των εθνικών νομοθεσιών κοινωνικής ασφάλισης.

    5        Προς τούτο, ο κανονισμός θέτει ως αρχή, όπως προκύπτει από την πέμπτη, την έκτη και τη δέκατη αιτιολογική σκέψη του, την ίση μεταχείριση των εργαζομένων έναντι των διαφόρων εθνικών νομοθεσιών και αποσκοπεί στην κατά το δυνατό διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης όλων των εργαζομένων που απασχολούνται εντός κράτους μέλους, καθώς και στην αποτροπή της δυσμενούς μεταχείρισης των εργαζομένων που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας.

    6        Προκειμένου να αποφεύγονται οι σωρεύσεις εφαρμοστέων εθνικών νομοθεσιών και τα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν από αυτές, η όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1408/71 διευκρινίζει ότι στόχος των διατάξεών του είναι να υπάγονται οι ενδιαφερόμενοι καταρχήν στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ενός μόνον κράτους μέλους.

    7        Οι γενικές διατάξεις του κανονισμού 1408/71 περιλαμβάνονται στα άρθρα 1 έως 12 του τίτλου I.

    8        Το άρθρο 1 του κανονισμού 108/71 προβλέπει ότι για την εφαρμογή του κανονισμού αυτού:

    «α)      ως “μισθωτός” και “μη μισθωτός” νοείται, αντίστοιχα, κάθε πρόσωπο:

    i)      το οποίο είναι ασφαλισμένο δυνάμει υποχρεωτικής ή προαιρετικής συνεχίσεως της ασφαλίσεως κατά ενός ή περισσοτέρων κινδύνων που αντιστοιχούν στους κλάδους συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως που εφαρμόζεται στους μισθωτούς ή μη μισθωτούς ή από ειδικό σύστημα για τους δημοσίους υπαλλήλους,

    [...]

    η)      ως “κατοικία” νοείται η συνήθης διαμονή,

    [...]

    ιε)      ως “αρμόδιος φορέας” νοείται:

    i)      ο φορέας, στον οποίο ο ενδιαφερόμενος υπάγεται κατά τον χρόνο της αιτήσεως παροχών

    ή

    ii)      φορέας από τον οποίο ο ενδιαφερόμενος δικαιούται παροχές ή θα δικαιούτο παροχές αν ο ίδιος ή αν το ή τα μέλη της οικογένειάς του κατοικούσαν στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο [βρίσκεται] ο φορέας αυτός

    [...]

    ιστ)      ως “φορέας του τόπου κατοικίας” και “φορέας του τόπου διαμονής” νοούνται, αντίστοιχα, ο φορέας που έχει επιφορτισθεί με την καταβολή των παροχών στον τόπο όπου κατοικεί ο ενδιαφερόμενος και ο φορέας που έχει επιφορτισθεί με την καταβολή των παροχών στον τόπο όπου διαμένει ο ενδιαφερόμενος, σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζει ο φορέας αυτός, ή, ελλείψει τέτοιου φορέα, ο φορέας που ορίζεται από την αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους,

    ιζ)      ως “αρμόδιο κράτος” νοείται το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται ο αρμόδιος φορέας,

    [...]

    κ)      ως “παροχή” και “σύνταξη” νοούνται κάθε παροχή και σύνταξη, περιλαμβανομένων και όλων των τμημάτων τους που βαρύνουν το Δημόσιο Ταμείο, οι προσαυξήσεις αναπροσαρμογής ή τα συμπληρωματικά επιδόματα υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του τίτλου III, επίσης οι εφάπαξ παροχές, οι οποίες δύνανται να υποκαταστήσουν τις συντάξεις, καθώς και οι καταβολές που πραγματοποιούνται λόγω επιστροφής εισφορών,

    [...]».

    9        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι ο κανονισμός ισχύει για τους μισθωτούς ή τους μη μισθωτούς που κατοικούν στο έδαφος ενός κράτους μέλους.

    10      Tο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 ορίζει τα ακόλουθα:

    «Ο παρών κανονισμός ισχύει για όλες τις νομοθεσίες που αφορούν τους ακόλουθους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως:

    α)      παροχές ασθενείας και μητρότητας,

    β)      παροχές αναπηρίας [...],

    γ)      παροχές γήρατος,

    [...]

    η)      οικογενειακές παροχές.»

    11      H παράγραφος 1 του άρθρου 9 του κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Υπαγωγή στην προαιρετική ασφάλιση ή προαιρετική συνέχιση ασφαλίσεως», ορίζει τα εξής:

    «Οι διατάξεις της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους, κατά τις οποίες η υπαγωγή στην προαιρετική ασφάλιση ή στην προαιρετική συνέχιση της ασφαλίσεως εξαρτάται από την κατοικία στο έδαφος του κράτους αυτού, δεν ισχύουν για τα πρόσωπα τα οποία κατοικούν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, εφόσον είχαν υπαχθεί στη νομοθεσία του πρώτου κράτους σε οποιαδήποτε στιγμή της προηγούμενης επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας, υπό την ιδιότητα μισθωτών ή μη μισθωτών.»

    12      H παράγραφος 1 του άρθρου 12 του κανονισμού 1408/71, το οποίο επιγράφεται «Απαράδεκτο σωρεύσεως των παροχών», ορίζει τα εξής:

    «Ο παρών κανονισμός δεν δύναται να παρέχει ή να διατηρεί δικαίωμα λήψεως περισσότερων παροχών της ίδιας φύσεως που αφορούν την ίδια περίοδο υποχρεωτικής ασφαλίσεως. Η διάταξη αυτή δεν ισχύει επί παροχών αναπηρίας, γήρατος, θανάτου (συντάξεις) ή επαγγελματικής ασθένειας που καταβάλλονται από τους φορείς δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41, του άρθρου 43, παράγραφοι 2 και 3, των άρθρων 46, 50 και 51 ή του άρθρου 60, παράγραφος 1, στοιχείο β΄.»

    13      Στον τίτλο II του κανονισμού αυτού, ο οποίος επιγράφεται «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας», περιλαμβάνεται το άρθρο 13, που επιγράφεται «Γενικοί κανόνες» και προβλέπει τα εξής:

    «1.      Με την επιφύλαξη των άρθρων 14γ και 14στ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

    2.      Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 έως 17:

    α)      το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή […] σε κράτος μέλος υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους, [...]

    [...]

    στ)      το άτομο στο οποίο η νομοθεσία κράτους μέλους παύει να έχει εφαρμογή, χωρίς η νομοθεσία άλλου κράτους μέλους να καταστεί εφαρμοστέα […] σύμφωνα με έναν από τους κανόνες που αναφέρονται στα προηγούμενα στοιχεία ή με μία από τις εξαιρέσεις ή ειδικούς κανόνες που αναφέρονται στα άρθρα 14 έως 17, υπόκειται στη νομοθεσία [του] κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής και μόνο της νομοθεσίας.»

    14      Το άρθρο 15 του κανονισμού 1408/71, το οποίο επιγράφεται «Κανόνες που αφορούν την προαιρετική ασφάλιση ή την προαιρετική συνέχιση της ασφαλίσεως», ορίζει τα εξής:

    «1.      Τα άρθρα 13 έως 14δ δεν ισχύουν για την προαιρετική ασφάλιση ή την προαιρετική συνέχιση της ασφαλίσεως, εκτός αν, για έναν από τους κλάδους που αναφέρονται στο άρθρο 4, υπάρχει σε ένα κράτος μέλος μόνο προαιρετικό σύστημα ασφαλίσεως.

    2.      Σε περίπτωση κατά την οποία η εφαρμογή των νομοθεσιών δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών συνεπάγεται τη σώρευση υπαγωγής:

    –        σε σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως και σε ένα ή περισσότερα συστήματα προαιρετικής ασφαλίσεως ή προαιρετικής συνεχίσεως της ασφαλίσεως, ο ενδιαφερόμενος υπάγεται αποκλειστικά στο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως,

    –        [...]

    3.      Πάντως, ως προς την αναπηρία, το γήρας και το θάνατο (συντάξεις), ο ενδιαφερόμενος δύναται να γίνει δεκτός στην προαιρετική ασφάλιση ή προαιρετική συνέχιση της ασφαλίσεως κράτους μέλους, ακόμη και αν υπόκειται υποχρεωτικώς στη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, κατά το μέτρο που η σώρευση αυτή επιτρέπεται ρητά ή σιωπηρά στο πρώτο κράτος μέλος.»

    15      Ο τίτλος III του κανονισμού 1408/71 περιλαμβάνει, όπως προκύπτει από την επικεφαλίδα του, ειδικές διατάξεις για τις διάφορες κατηγορίες παροχών. Το πρώτο κεφάλαιο του τίτλου αυτού επιγράφεται «Ασθένεια και μητρότητα».

    16      Στο τμήμα 2 του εν λόγω πρώτου κεφαλαίου, το οποίο επιγράφεται «Μισθωτοί ή μη μισθωτοί και μέλη της οικογένειάς τους», περιλαμβάνεται το άρθρο 19 του κανονισμού αυτού, που επιγράφεται «Κατοικία σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο κράτος μέλος – Γενικοί κανόνες» και ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Ο μισθωτός ή μη μισθωτός που κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από το αρμόδιο κράτος μέλος και καλύπτει τους όρους που απαιτούνται από τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους για να έχει δικαίωμα παροχών […] λαμβάνει στο κράτος της κατοικίας του:

    α)      παροχές εις είδος που χορηγούνται για λογαριασμό του αρμόδιου φορέα από τον φορέα του τόπου κατοικίας, σύμφωνα με τη νομοθεσία που ισχύει για τον φορέα αυτόν, σαν να ήταν ασφαλισμένος σε αυτόν,

    β)      παροχές εις χρήμα που καταβάλλονται από τον αρμόδιο φορέα σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζει αυτός. [...]»

    17      Στο τμήμα 5 του εν λόγω πρώτου κεφαλαίου, το οποίο επιγράφεται «Δικαιούχοι συντάξεων και μέλη της οικογένειάς τους», περιλαμβάνεται το άρθρο 27 του κανονισμού, που επιγράφεται «Συντάξεις που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας περισσοτέρων κρατών μελών, εφόσον υπάρχει δικαίωμα παροχών στη χώρα κατοικίας» και είναι διατυπωμένο ως εξής:

    «Ο δικαιούχος συντάξεων οφειλομένων κατά τη νομοθεσία δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνη του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου κατοικεί, και ο οποίος [...] δικαιούται παροχών δυνάμει της νομοθεσίας του τελευταίου αυτού κράτους μέλους […] λαμβάν[ει] τις παροχές αυτές από τον φορέα του τόπου κατοικίας και εις βάρος αυτού, σαν να εδικαιούτο συντάξεως ο ενδιαφερόμενος δυνάμει μόνον της νομοθεσίας του τελευταίου αυτού κράτους μέλους.»

    18      Το άρθρο 28, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο ανήκει επίσης στο τμήμα 5 και επιγράφεται «Συντάξεις που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών, αν δεν υπάρχει δικαίωμα παροχών στη χώρα κατοικίας», προβλέπει τα εξής:

    «Ο δικαιούχος συντάξεως οφειλομένης κατά τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους ή συντάξεων οφειλομένων κατά τη νομοθεσία δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, ο οποίος δεν δικαιούται παροχών κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, λαμβάνει παρά ταύτα τις παροχές αυτές […], κατά το μέτρο που […] θα εδικαιούτο των παροχών αυτών κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους ή τουλάχιστον ενός από τα κράτη μέλη που είναι αρμόδια στο θέμα της συντάξεως, αν κατοικούσε στο έδαφος του εν λόγω κράτους. Οι παροχές αυτές χορηγούνται υπό τους εξής όρους:

    α)      οι παροχές εις είδος χορηγούνται για λογαριασμό του αναφερόμενου στην παράγραφο 2 φορέα από τον φορέα του τόπου κατοικίας, σαν να εδικαιούτο συντάξεως ο ενδιαφερόμενος δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους στο έδαφος του οποίου κατοικεί και να εδικαιούτο παροχών εις είδος,

    β)      οι παροχές εις χρήμα χορηγούνται κατά περίπτωση από τον αρμόδιο φορέα που καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2, κατά την υπ’ αυτού εφαρμοζόμενη νομοθεσία. Με συμφωνία πάντως μεταξύ του αρμοδίου φορέα και του φορέα του τόπου κατοικίας, οι παροχές αυτές δύνανται να καταβάλλονται από τον τελευταίο αυτό φορέα για λογαριασμό του πρώτου κατά τις διατάξεις της νομοθεσίας του αρμοδίου κράτους.»

     Η γερμανική νομοθεσία

    19      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βιβλίου IV του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης (Sozialgesetzbuch IV) ορίζει τα εξής:

    «1)      Οι διατάξεις περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως και περί δικαιώματος ασφαλίσεως εφαρμόζονται,

    1.      εφόσον προϋποθέτουν μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, επί όλων εκείνων οι οποίοι ασκούν μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κώδικα,

    2.      εφόσον δεν προϋποθέτουν μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, επί όλων εκείνων οι οποίοι έχουν την κατοικία τους ή τη συνήθη διαμονή τους εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κώδικα.»

    20      Το άρθρο 26 του βιβλίου XI του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως (Sozialgesetzbuch XI, στο εξής: SGB XI) επιγράφεται «Συνέχιση της ασφάλισης» και έχει ως εξής:

    «1)      Τα άτομα που δεν υπάγονται πλέον σε σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως […] και ήσαν ασφαλισμένα είτε επί 24 τουλάχιστον μήνες κατά τα τελευταία πέντε έτη πριν από τη λήξη της ασφαλίσεώς τους είτε κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες πριν τη λήξη της ασφαλίσεώς τους μπορούν να ασφαλίζονται κατά της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, εκτός αν υπόκεινται σε σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 1 […]. Στις περιπτώσεις που περιγράφονται στην πρώτη περίοδο της παρούσας παραγράφου, η σχετική αίτηση υποβάλλεται στο αρμόδιο ταμείο ασφαλίσεως κατά της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης εντός τριών μηνών από τη λήξη της ασφαλίσεως […].

    2)      Τα άτομα που δεν υπόκεινται πλέον στο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως λόγω του ότι μετέφεραν την κατοικία τους ή διαμένουν συνήθως στο εξωτερικό μπορούν να ζητήσουν να εξακολουθήσουν να καταβάλλουν εισφορές. Η αίτηση πρέπει να περιέλθει στο τελευταίο ταμείο ασφαλίσεως στο οποίο ήταν ασφαλισμένος ο αιτών κατά της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης το αργότερο εντός ενός μηνός από τη λήξη της υπαγωγής στο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως. [...]»

    21      Το άρθρο 34, παράγραφος 1, του SGB XI προβλέπει ότι, πλην ορισμένων εξαιρέσεων που αφορούν περιπτώσεις προσωρινής διαμονής, το δικαίωμα στις παροχές αναστέλλεται καθ’ όσο χρόνο ο ασφαλισμένος βρίσκεται στην αλλοδαπή.

     Η πορτογαλική νομοθεσία

    22      Σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής, ο εγκατεστημένος στην Πορτογαλία συνταξιούχος που τελεί σε αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης δικαιούται καταρχήν ορισμένες παροχές κοινωνικής ασφάλισης, π.χ. τις παροχές από το σύστημα ασφάλισης ασθένειας, στο πλαίσιο ενός συστήματος που χρηματοδοτείται από εισφορά που καταβάλλεται επί του ακαθάριστου εισοδήματος. Δεν δικαιούται όμως στην Πορτογαλία επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, διότι το πορτογαλικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δεν προβλέπει την καταβολή ειδικών παροχών για την κάλυψη του κινδύνου αυτού. Οι παροχές αρωγής προς τα μη αυτοεξυπηρετούμενα άτομα χορηγούνται, εφόσον προβλέπονται, ως παροχές σε είδος στο πλαίσιο μέτρων κοινωνικής αλληλεγγύης ή ασφάλισης κατά ασθενειών. Σε περίπτωση μόνιμης αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, το πορτογαλικό σύστημα προβλέπει τη δυνατότητα αύξησης της σύνταξης αναπηρίας.

    23      Η Πορτογαλική Κυβέρνηση διευκρινίζει με τις γραπτές παρατηρήσεις της ότι η πορτογαλική νομοθεσία δεν προβλέπει την καταβολή ειδικών παροχών στις περιπτώσεις αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης. Το εθνικό σύστημα υγείας δεν επιβάλλει προϋποθέσεις σχετικά με την ασφαλιστική υπαγωγή και οι παροχές σε χρήμα που χορηγούνται κατά το εν λόγω σύστημα δεν έχουν προβλεφθεί για την αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων. Με τα δεδομένα αυτά, στους συνταξιούχους, εφόσον είναι ανάπηροι ή μη αυτοεξυπηρετούμενα άτομα, καταβάλλεται, δυνάμει της πορτογαλικής νομοθεσίας, προσαύξηση της σύνταξής τους, ανάλογα με τον βαθμό της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης.

     Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    24      Ο J. F. da Silva Martins γεννήθηκε το 1935 και έχει πορτογαλική ιθαγένεια. Αφού εργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα στην Πορτογαλία, εγκαταστάθηκε στη Γερμανία, όπου και εργάστηκε. Ήταν ασφαλισμένος στο Bank BKK κατά του κινδύνου ασθένειας από τον Μάρτιο του 1974 και κατά του κινδύνου αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης από τον Ιανουάριο του 1995, από τότε δηλαδή που καθιερώθηκε η ασφάλιση αυτή στη Γερμανία. Από τον Σεπτέμβριο του 1996 του καταβάλλεται γερμανική σύνταξη γήρατος, ύψους 700 περίπου ευρώ, και από τον Μάιο του 2000 του καταβάλλεται επιπλέον πορτογαλική σύνταξη γήρατος, ύψους 150 περίπου ευρώ.

    25      Ο J. F. da Silva Martins, από τότε που άρχισε να του καταβάλλεται η σύνταξη γήρατος στη Γερμανία, υπήχθη στο Krankenversicherung der Rentner (Ταμείο ασφάλισης ασθένειας των συνταξιούχων). Τον Αύγουστο του 2001 το Bank BKK άρχισε να του καταβάλλει παροχές σε είδος λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης. Λόγω διαμονής στην Πορτογαλία από τα μέσα Δεκεμβρίου 2001, την οποία ο J. F. da Silva Martins παρουσίασε αρχικά ως προσωρινή, το Bank BKK του χορήγησε, με απόφαση της 8ης Μαΐου 2002, επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, ύψους 205 ευρώ, από την 1η Ιανουαρίου 2002, το οποίο και του κατέβαλε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2002.

    26      Όταν το Bank BKK πληροφορήθηκε ότι ο J. F. da Silva Martins είχε δηλώσει ότι θα έφευγε οριστικά από τη Γερμανία στις 31 Ιουλίου 2002, έθεσε τέρμα, με απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2003, στην ασφάλισή του κατά του κινδύνου αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης επίσης από τις 31 Ιουλίου 2002. Με νέα απόφαση, της 12ης Φεβρουαρίου 2003, απαίτησε από τον J. F. da Silva Martins να επιστρέψει τα ποσά που του είχαν καταβληθεί ως επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης για το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο μέχρι τον Δεκέμβριο 2002, δηλαδή συνολικά το ποσό των 1 025 ευρώ. Η ένσταση που υποβλήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2003 από τον J. F. da Silva Martins απορρίφθηκε από το Bank BKK ως αβάσιμη με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2004.

    27      Το Sozialgericht Frankfurt am Main δέχθηκε την προσφυγή που είχε ασκηθεί κατά της απόφασης αυτής. Με την ακύρωση των προσβληθεισών αποφάσεων, το δικαστήριο αυτό διαπίστωσε ότι ο J. F. da Silva Martins εξακολουθούσε να είναι, λόγω της προαιρετικής συνέχισης της ασφάλισης, ασφαλισμένος στο Bank BKK, το οποίο επομένως έπρεπε να εξακολουθήσει να του καταβάλλει το προβλεπόμενο από τον νόμο ποσό του επιδόματος λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης ακόμη και μετά την 1η Ιανουαρίου 2003.

    28      Το Hessisches Landessozialgericht, με απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, απέρριψε την έφεση που είχε ασκήσει το Bank BKK κατά της παραπάνω απόφασης, καθόσον αφορούσε την απαίτηση επιστροφής του επιδόματος λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης. Κατά τα λοιπά, το εν λόγω Landessozialgericht μεταρρύθμισε την απόφαση του Sozialgericht Frankfurt am Main και απέρριψε την προσφυγή με το σκεπτικό ότι, κατά το άρθρο 26, παράγραφος 1, του SGB XI, αποκλειόταν η προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης του J. F. da Silva Martins, διότι η σχετικéh αίτηση δεν είχε υποβληθεί μέσα στην προθεσμία που προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

    29      Ο J. F. da Silva Martins άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundessozialgericht, ισχυριζόμενος ότι συντρέχει παράβαση των άρθρων 18 ΕΚ, 39 ΕΚ και 42 ΕΚ και των άρθρων 19, 27 και 28 του κανονισμού 1408/71. Ο J. F. da Silva Martins υποστηρίζει ότι πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα εξαγωγής των παροχών λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν μάλιστα η ασφαλιστική κάλυψη έχει χρηματοδοτηθεί, όπως εν προκειμένω, με εισφορές του ασφαλισμένου και δεν χορηγούνται ομοειδείς παροχές στη χώρα καταγωγής του, δηλαδή στην Πορτογαλία.

    30      Το Bundessozialgericht εκτιμά, μεταξύ άλλων, ότι, αντίθετα από ό,τι δέχτηκε το Hessisches Landessozialgericht, η γερμανική νομοθεσία επέτρεπε καταρχήν στον J. F. da Silva Martins να εξακολουθήσει να είναι προαιρετικά ασφαλισμένος στο Bank BKK κατά της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης ακόμη και μετά την 1η Αυγούστου 2002.

    31      Εντούτοις, το Bundessozialgericht εκτιμά κατ’ ουσία ότι, αφού τα επιδόματα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης εμπίπτουν καταρχήν, σύμφωνα με τη λεγόμενη νομολογία «Molenaar», η οποία διαμορφώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 1998, C‑160/96, Molenaar (Συλλογή 1998, σ. I‑843, σκέψεις 22 έως 25), στο πεδίο της ασφάλισης κατά ασθενειών, η συνέχιση της ασφάλισης του J. F. da Silva Martins στη Γερμανία κατά του κινδύνου αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης προσκρούει στους κανόνες του κανονισμού 1408/71 για την άρση της σύγκρουσης νόμων. Συγκεκριμένα, οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71 αποκλείουν την υποχρεωτική ασφάλισή του στο σύστημα ασφάλισης κατά της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης από το χρονικό σημείο της οριστικής μεταφοράς της κατοικίας του στην Πορτογαλία. Εξάλλου, παρά τη θέση που έχει λάβει ο Γερμανός νομοθέτης, η προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης στο σύστημα ασφάλισης κατά του κινδύνου αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης αντιβαίνει στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού.

    32      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1408/71 μπορεί, αφού ιδίως ληφθεί υπόψη το άρθρο 42 ΕΚ, να ερμηνευθεί με την έννοια ότι έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις όπως αυτή την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης, με συνέπεια να παρέχεται στον J. F. da Silva Martins η δυνατότητα να λαμβάνει στην Πορτογαλία το γερμανικό επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, ή αν αντίθετα, όπως ισχυρίζεται το Bank BKK, ο J. F. da Silva Martins μπορεί, δυνάμει του άρθρου 27 του κανονισμού αυτού, να αξιώσει μόνο τις παροχές του συστήματος ασφάλισης ασθένειας τις οποίες προβλέπει η πορτογαλική νομοθεσία, καθόσον το γερμανικό επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης εμπίπτει, σύμφωνα με τη νομολογία Molenaar, στο πεδίο της «ασφάλισης ασθένειας» κατά την έννοια του κανονισμού αυτού.

    33      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται πώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία του κανονισμού 1408/71, και ειδικότερα των άρθρων 27 και 28, η αυτοτελής ασφαλιστική κάλυψη που παρέχεται στον τομέα της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης σε ορισμένα κράτη μέλη, π.χ. στη Γερμανία, αλλά δεν παρέχεται, κατά το δικαστήριο αυτό, σε ορισμένα άλλα κράτη, όπως στην Πορτογαλία.

    34      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundessozialgericht αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Συμβιβάζεται με τις ρυθμίσεις του πρωτογενούς και/ή του παράγωγου δικαίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας και της κοινωνικής ασφάλισης των διακινούμενων εργαζομένων (και ιδίως με τα άρθρα 39 [ΕΚ] και 42 ΕΚ και τα άρθρα 27 και 28 του κανονισμού 1408/71) το γεγονός ότι ένας πρώην εργαζόμενος, o οποίος εισπράττει συντάξεις τόσο από το κράτος στο οποίο απασχολούνταν προηγουμένως όσο και από το κράτος καταγωγής του και έχει αποκτήσει στο κράτος στο οποίο απασχολούνταν δικαίωμα επί επιδόματος ειδικής φροντίδας λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, χάνει το δικαίωμα αυτό μετά την επιστροφή του στο κράτος καταγωγής του;»

     Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    35      Το αιτούν δικαστήριο, με το παραπάνω ερώτημα, θέτει κατ’ ουσία στο Δικαστήριο το ζήτημα αν αντιβαίνει στον κανονισμό 1408/71, και ειδικότερα στα άρθρα 27 και 28 του κανονισμού αυτού, ή ενδεχομένως στα άρθρα 45 ΣΛΕΕ και 48 ΣΛΕΕ η δυνατότητα ενός ατόμου που τελεί σε κατάσταση παρόμοια με αυτή την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης και το οποίο λαμβάνει σύνταξη γήρατος από τα ταμεία συντάξεων τόσο του κράτους μέλους από το οποίο κατάγεται, όσο και του κράτους μέλους στο οποίο διήνυσε το μεγαλύτερο μέρος του επαγγελματικού του βίου, και έχει μετοικήσει από το τελευταίο αυτό κράτος μέλος στο κράτος μέλος καταγωγής του να εξακολουθεί, λόγω προαιρετικής συνέχισης της ασφάλισης σε σύστημα ασφάλισης κατά του κινδύνου αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης στο κράτος μέλος στο οποίο διήνυσε το μεγαλύτερο μέρος του επαγγελματικού του βίου, να λαμβάνει παροχή σε χρήμα λόγω της ασφάλισής του αυτής, ιδίως αν στο κράτος μέλος κατοικίας δεν προβλέπεται παροχή που να καλύπτει ειδικά τον κίνδυνο της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης.

    36      Η Πορτογαλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή συμφωνούν ουσιαστικά με την άποψη του J. F. da Silva Martins ότι πρέπει να του καταβάλλεται στο κράτος μέλος καταγωγής του, όπου κατοικεί πλέον και πάλι, το επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης που προβλέπει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης του άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Το Bank BKK, η Γερμανική και η Τσεχική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζουν την αντίθετη άποψη.

     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    37      Υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι οι δικαιούχοι σύνταξης βάσει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, έστω και αν δεν ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα, εμπίπτουν, λόγω της υπαγωγής τους σε σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, στις διατάξεις του κανονισμού 1408/71 που αφορούν τους εργαζόμενους, εκτός αν ισχύουν γι’ αυτούς ειδικές διατάξεις (βλ. συναφώς αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 1998, C‑194/96, Kulzer, Συλλογή 1998, σ. I‑895, σκέψη 24, και της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑396/05, C‑419/05 και C‑450/05, Habelt κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I‑11895, σκέψη 57).

    38      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, μια παροχή θεωρείται παροχή κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον χορηγείται στους δικαιούχους βάσει μιας καθοριζόμενης από τον νόμο κατάστασης, χωρίς να γίνεται καμία εκτίμηση, κατά διακριτική ευχέρεια, των ατομικών αναγκών στη συγκεκριμένη περίπτωση, και εφόσον έχει σχέση με κάποιον από τους κινδύνους που απαριθμούνται ρητώς στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 1985 αφενός στην υπόθεση 249/83, Hoeckx, Συλλογή 1985, σ. 973, σκέψεις 12 έως 14, και αφετέρου στην υπόθεση 122/84, Scrivner και Cole, Συλλογή 1985, σ. 1027, σκέψεις 19 έως 21, καθώς και τις αποφάσεις της 20ής Ιουνίου 1991, C-356/89, Newton, Συλλογή 1991, σ. Ι-3017, και της 16ης Ιουλίου 1992, C‑78/91, Hughes, Συλλογή 1992, σ. I‑4839, σκέψη 15).

    39      Είναι παγκοίνως γνωστό ότι όλο και περισσότερα άτομα εντός της Ένωσης περιέρχονται, κατόπιν βαθμιαίας απώλειας της αυτονομίας τους, συνήθως λόγω της προχωρημένης ηλικίας τους, σε κατάσταση εξάρτησης από τρίτους για την κάλυψη βασικών αναγκών της καθημερινής ζωής.

    40      Η ειδική κάλυψη έναντι του κινδύνου τέτοιας εξάρτησης (στο εξής: κίνδυνος αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης) έχει προβλεφθεί από τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης πολλών κρατών μελών σχετικά πρόσφατα. Ο κίνδυνος αυτός δεν αναφέρεται ρητά στον κατάλογο του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, όπου απαριθμούνται οι παροχές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού.

    41      Όπως όμως προκύπτει από τη σκέψη 38 της παρούσας απόφασης, η απαρίθμηση στον κατάλογο αυτό είναι περιοριστική, οπότε ένας κλάδος κοινωνικής ασφάλισης που δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυτό δεν υπόκειται στον χαρακτηρισμό αυτό, έστω και αν περιάγει τους δικαιούχους σε καθοριζόμενη από τον νόμο κατάσταση που παρέχει δικαίωμα λήψης παροχής (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Hoeckx, προπαρατεθείσα, σκέψη 12, απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, C‑25/95, Otte, Συλλογή 1996, σ. I‑3745, σκέψη 22, και απόφαση Molenaar, προπαρατεθείσα, σκέψη 20).

    42      Υπό τις περιστάσεις ακριβώς αυτές το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας απόφασης και λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που συνθέτουν τις παροχές του γερμανικού συστήματος ασφάλισης κατά της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, αποφάνθηκε κατ’ ουσία, με τις σκέψεις 22 έως 25 της προπαρατεθείσας απόφασης Molenaar, ότι ορισμένες παροχές όπως οι χορηγούμενες στο πλαίσιο του γερμανικού συστήματος ασφάλισης κατά του κινδύνου αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, μολονότι έχουν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, πρέπει να εξομοιωθούν με «παροχές ασθένειας» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1408/71.

    43      Συναφώς το Δικαστήριο τόνισε ειδικότερα ότι οι παροχές της ίδιας κατηγορίας με το γερμανικό επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης αποσκοπούν κυρίως στη συμπλήρωση των παροχών της ασφάλισης ασθένειας, προς τις οποίες εξάλλου συνδέονται από οργανωτικής πλευράς, με σκοπό τη βελτίωση της κατάστασης της υγείας και της ζωής των μη αυτοεξυπηρετούμενων ατόμων (προπαρατεθείσα απόφαση Molenaar, σκέψη 24). Επιπλέον, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το γερμανικό επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, που χορηγείται ως χρηματική βοήθεια για τη συνολική βελτίωση του επιπέδου ζωής των ατόμων που εξαρτώνται από τις φροντίδες άλλου, ώστε να αντισταθμίζεται το επιπλέον κόστος που συνεπάγεται η κατάσταση στην οποία βρίσκονται, εμπίπτει στις «παροχές σε χρήμα» που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1408/71 (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Molenaar, σκέψεις 35 και 36).

    44      Η ανάλυση αυτή έγινε δεκτή και σε άλλες υποθέσεις σχετικές με το γερμανικό σύστημα ασφάλισης κατά της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης (βλ. αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 2004, C‑502/01 και C‑31/02, Gaumain-Cerri και Barth, Συλλογή 2004, σ. I‑6483, σκέψεις 19 έως 23 και 25 έως 26, και της 16ης Ιουλίου 2009, C‑208/07, von Chamier-Glisczinski, Συλλογή 2009, σ. I‑6095, σκέψη 40).

    45      Ομοίως, όσον αφορά ορισμένες παροχές κοινωνικής ασφάλισης που εμπίπτουν στα άλλα εθνικά συστήματα και όχι στο γερμανικό σύστημα ασφάλισης κατά της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, το Δικαστήριο έχει κατ’ ουσία δεχτεί ότι οι παροχές που χορηγούνται με βάση αντικειμενικά κριτήρια, λόγω της συνδρομής μιας κατάστασης καθοριζόμενης από τον νόμο, και αποσκοπούν στη βελτίωση της κατάστασης της υγείας και της ζωής των μη αυτοεξυπηρετούμενων ατόμων πρέπει να εξομοιώνονται με «παροχές ασθένειας», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1408/71 (βλ. συναφώς αποφάσεις της 8ης Μαρτίου 2001, C‑215/99, Jauch, Συλλογή 2001, σ. I‑1901, σκέψη 28, της 21ης Φεβρουαρίου 2006, C‑286/03, Hosse, Συλλογή 2006, σ.. I‑1771, σκέψεις 38 έως 44, και της 18ης Οκτωβρίου 2007, C‑299/05, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑8695, σκέψεις 10, 61 και 70).

    46      Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρίνισε επ’ αυτού ότι δεν έχει σημασία ότι η επίμαχη παροχή αποσκοπεί, λόγω της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης του δικαιούχου, στην οικονομική συμπλήρωση μιας σύνταξης που χορηγείται για άλλο λόγο και όχι λόγω ασθένειας (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Jauch, σκέψη 28) ή ότι η χορήγηση της παροχής αυτής δεν συναρτάται κατ’ ανάγκη προς την καταβολή παροχής του συστήματος ασφάλισης ασθένειας (βλ. συναφώς προπαρατεθείσα απόφαση Hosse, σκέψη 43). Ούτε έχει σημασία από την άποψη αυτή το γεγονός ότι η συγκεκριμένη παροχή, σε αντίθεση με τις παροχές τις οποίες αφορούσαν ορισμένες από τις προπαρατεθείσες σχετικές αποφάσεις, δεν έχει κατ’ ουσία ως αντικείμενο τη συμπλήρωση των παροχών του συστήματος ασφάλισης ασθένειας (βλ. συναφώς προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 70).

    47      Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το Δικαστήριο, επειδή στον κανονισμό 1408/71 δεν περιέχονται διατάξεις που να αφορούν ειδικά τον κίνδυνο της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, εξομοίωσε μεν ορισμένες παροχές που χορηγούνταν σε σχέση με τον κίνδυνο αυτό με «παροχές ασθένειας» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού, αλλά δέχτηκε σε όλες τις περιπτώσεις ότι οι παροχές που χορηγούνται σε σχέση με την αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης έχουν συμπληρωματικό, το πολύ, χαρακτήρα έναντι των «κλασικών» παροχών ασθένειας, οι οποίες εμπίπτουν, υπό στενή έννοια, στη διάταξη αυτή (στο εξής: παροχές ασθένειας υπό στενή έννοια), και δεν συνιστούν κατ’ ανάγκη αναπόσπαστο μέρος αυτών των παροχών ασθένειας.

    48      Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι, αντίθετα από ό,τι ισχύει για τις παροχές ασθένειας υπό στενή έννοια, οι παροχές λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης δεν χορηγούνται καταρχήν για σύντομο χρονικό διάστημα, καθόσον η αδυναμία αυτή εκτείνεται γενικά σε μεγάλο χρονικό διάστημα. Εξάλλου, όπως συνάγεται ιδίως από τις περιστάσεις υπό τις οποίες εκδόθηκαν οι αποφάσεις που παρατέθηκαν στις σκέψεις 45 και 46 της παρούσας απόφασης, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο οι παροχές λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, μολονότι πρέπει να εξομοιώνονται με «παροχές ασθένειας» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1408/71, να εμφανίζουν, λόγω κυρίως των όρων χορήγησής τους, χαρακτηριστικά που, στην πράξη, προσιδιάζουν επίσης, σε ορισμένο βαθμό, στους κλάδους αναπηρίας ή γήρατος, οι οποίοι αναφέρονται στα στοιχεία β΄ και γ΄ του εν λόγω άρθρου 4, παράγραφος 1, χωρίς να μπορούν κατά κυριολεξία να υπαχθούν σε έναν από τους δύο αυτούς κλάδους.

    49      Με βάση τις παραπάνω σκέψεις πρέπει να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου.

     Επί της δυνατότητας προαιρετικής συνέχισης της ασφάλισης στο γερμανικό σύστημα ασφάλισης κατά του κινδύνου αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, εφόσον συντρέχει κατάσταση παρόμοια με αυτή την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης

    50      Εν προκειμένω, όπως άλλωστε προκύπτει από τη σκέψη 30 της παρούσας απόφασης, το Bundessozialgericht εκτιμά ότι η εφαρμογή της γερμανικής νομοθεσίας θα αρκούσε για να επιτρέπεται καταρχήν στα πρόσωπα που τελούν στην ίδια κατάσταση με τον J. F. da Silva Martins να εξακολουθήσουν προαιρετικά να είναι ασφαλισμένα στο γερμανικό σύστημα ασφάλισης κατά της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης ακόμη και μετά την 1η Αυγούστου 2002, μολονότι η υποχρεωτική υπαγωγή τους στο γερμανικό ταμείο ασφάλισης ασθένειας αποκλείεται μετά την υποβολή της δήλωσης περί οριστικής αναχώρησης από τη Γερμανία.

    51      Το αιτούν δικαστήριο πάντως δέχεται προφανώς ότι ο κανονισμός 1408/71 απαγορεύει, εκ πρώτης όψεως, την προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης στο σύστημα ασφάλισης κατά του κινδύνου αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, όταν ο ενδιαφερόμενος τελεί σε κατάσταση παρόμοια με αυτή την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης.

    52      Επομένως, πρέπει καταρχάς να εξεταστεί κατά πόσον οι κανόνες για την άρση της σύγκρουσης νόμων, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, απαγορεύουν, όπως προφανώς δέχεται το αιτούν δικαστήριο, στα πρόσωπα που τελούν σε κατάσταση παρόμοια με αυτή στην οποία τελεί ο J. F. da Silva Martins να συνεχίσουν την προαιρετική ασφάλισή τους στο γερμανικό σύστημα ασφάλισης κατά της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, εφόσον ο ενδιαφερόμενος, κατόπιν της μεταφοράς της κατοικίας του σε άλλο κράτος μέλος, υπάγεται πλέον καταρχήν στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης αυτού του νέου κράτους μέλους κατοικίας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του εν λόγω κανονισμού (βλ., όσον αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, C‑302/02, Laurin Effing, Συλλογή 2005, σ. I‑553, σκέψη 41).

    53      Συναφώς επισημαίνεται καταρχάς ότι σκοπός των διατάξεων του κανονισμού 1408/71, βάσει των οποίων καθορίζεται η νομοθεσία που εφαρμόζεται στους μισθωτούς ή μη μισθωτούς εργαζόμενους που διακινούνται εντός της Ένωσης, είναι ιδίως η καταρχήν υπαγωγή των ενδιαφερομένων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ενός μόνο κράτους μέλους, έτσι ώστε να αποτρέπονται η σώρευση εφαρμοστέων εθνικών νομοθεσιών και οι περιπλοκές που θα μπορούσαν να ανακύψουν από τη σώρευση αυτή (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 1986, 302/84, Ten Holder, Συλλογή 1986, σ. 1821, σκέψεις 19 και 20, και της 14ης Οκτωβρίου 2010, C‑16/09, Schwemmer, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 40). Αυτή η αρχή του ενός και μόνου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης εκφράζεται κυρίως με το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 (βλ. επ’ αυτού αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 2005, C‑227/03, van Pommeren-Bourgondiën, Συλλογή 2005, σ. I‑6101, σκέψη 38, και της 20ής Μαΐου 2008, C‑352/06, Bosmann, Συλλογή 2008, σ. I‑3827, σκέψη 16).

    54      Αυτή η αρχή του ενός και μόνου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης εκφράζεται επίσης με το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71. Στην πρώτη περίπτωση της εν λόγω διάταξης προβλέπεται ότι, αν η εφαρμογή των νομοθεσιών δύο ή περισσότερων κρατών μελών συνεπάγεται τη σώρευση υπαγωγής σε σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης και σε ένα ή περισσότερα συστήματα προαιρετικής ασφάλισης ή προαιρετικής συνέχισης της ασφάλισης, ο ενδιαφερόμενος υπάγεται αποκλειστικά στο σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης.

    55      Η διάταξη αυτή πάντως δεν έχει εφαρμογή σε μια κατάσταση όπως αυτή την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης.

    56      Συγκεκριμένα, το άρθρο 15, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι οι διατάξεις τις οποίες απαριθμεί, μεταξύ των οποίων καταλέγεται το άρθρο 13, με το οποίο εκφράζεται η γενική αρχή που παρατέθηκε στη σκέψη 53 της παρούσας απόφασης, δεν ισχύουν για την προαιρετική ασφάλιση ή την προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης, εκτός αν, για έναν από τους κλάδους που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού αυτού, υπάρχει σε ένα κράτος μέλος μόνο προαιρετικό σύστημα ασφάλισης. Όπως όμως προκύπτει συγκεκριμένα από τις σκέψεις 19 έως 23 της παρούσας απόφασης, η τελευταία αυτή επιφύλαξη δεν ασκεί καμία επιρροή σε περιπτώσεις όπως αυτή την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης, διότι το γερμανικό σύστημα ασφάλισης κατά της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης είναι, κατά κανόνα, υποχρεωτικό. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, η εν λόγω αρχή του ενός και μόνου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης δεν έχει εφαρμογή σε μια κατάσταση όπως αυτή την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης.

    57      Εξάλλου, το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της όγδοης αιτιολογικής σκέψης του κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι αποσκοπεί στην αποφυγή του ενδεχομένου να υποχρεώνεται ένα άτομο να καταβάλλει εισφορές, για τον ίδιο ασφαλιστικό κίνδυνο, σε δύο διαφορετικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, από τα οποία το ένα είναι υποχρεωτικό και το άλλο προαιρετικό, καθώς και όλων των προβλημάτων που θα προέκυπταν στην περίπτωση αυτή. Αντίθετα, η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή σε μια κατάσταση όπως αυτή την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης, όπου οι επίμαχες εισφορές αφενός της προαιρετικής συνέχισης της ασφάλισης και αφετέρου της υποχρεωτικής ασφάλισης αφορούν δύο ασφαλιστικούς κινδύνους που, μολονότι μπορούν, κατ’ εφαρμογή της νομολογίας που παρατέθηκε στις σκέψεις 42 έως 46 της παρούσας απόφασης, να εξομοιωθούν για τους σκοπούς της εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, εντούτοις δεν ταυτίζονται, πράγμα που προκύπτει από τις σκέψεις 39, 40, 47 και 48 της παρούσας απόφασης, καθόσον πρόκειται αφενός για τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης και αφετέρου για τον κίνδυνο ασθένειας υπό τη στενή έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού.

    58      Κατόπιν των ανωτέρω, το συμπέρασμα είναι ότι ο κανονισμός 1408/71, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, δεν απαγορεύει την προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης στο γερμανικό σύστημα ασφάλισης κατά της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης.

    59      Κατά συνέπεια, ο κανονισμός 1408/71 δεν απαγορεύει καταρχήν την προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης, δυνάμει του γερμανικού δικαίου, στο γερμανικό σύστημα ασφάλισης κατά του κινδύνου αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, όταν ο ενδιαφερόμενος τελεί σε κατάσταση παρόμοια με του J. F. da Silva Martins, έστω και αν είναι υποχρεωτικά ασφαλισμένος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του εν λόγω κανονισμού, στο πορτογαλικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης κατά την ίδια χρονική περίοδο.

     Επί της ερμηνείας των άρθρων 27 και 28 του κανονισμού 1408/71

    60      Το αιτούν δικαστήριο τονίζει το γεγονός ότι στην Πορτογαλία, αντίθετα από ό,τι στη Γερμανία, δεν υπάρχει χωριστό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που να αφορά ειδικά τον κίνδυνο της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης. Το εν λόγω δικαστήριο θέτει το ζήτημα μήπως επομένως το άρθρο 28 του κανονισμού 1408/71 έχει την έννοια ότι έχει εφαρμογή, αντί για το άρθρο 27 του κανονισμού αυτού, σε μια κατάσταση όπως αυτή την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης, έστω και μόνο σε σχέση με τις παροχές που αφορούν, αντίθετα από ό,τι οι παροχές ασθένειας υπό στενή έννοια, τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης.

    61      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το άρθρο 28 του εν λόγω κανονισμού αφορά, μεταξύ άλλων, τις περιπτώσεις στις οποίες ο δικαιούχος συντάξεων οφειλόμενων κατά τη νομοθεσία δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών δεν δικαιούται παροχών κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί.

    62      Το αιτούν δικαστήριο προφανώς δέχεται δηλαδή ότι, δυνάμει της πορτογαλικής νομοθεσίας κοινωνικών ασφαλίσεων, τα πρόσωπα που τελούν σε κατάσταση παρόμοια με του J. F. da Silva Martins δεν μπορούν να αξιώνουν να τους καταβάλλονται παροχές σε χρήμα που να αφορούν τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης.

    63      Όπως όμως προκύπτει κυρίως από τις σκέψεις 22 και 23 της παρούσας απόφασης, δεν μπορεί να αποκλειστεί ευθύς εξαρχής το ενδεχόμενο να προβλέπει εντούτοις το πορτογαλικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, έστω και αν δεν περιλαμβάνει, αντίθετα από το γερμανικό, κανένα χωριστό σύστημα ασφάλισης που να αφορά ειδικά τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, ορισμένες παροχές σε χρήμα που να αφορούν τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, όπως π.χ. προσαυξήσεις της σύνταξης που να καταβάλλονται ανάλογα με τον βαθμό της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης.

    64      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία που παρατέθηκε στις σκέψεις 42 έως 46 της παρούσας απόφασης, την παραδοχή ότι στην Πορτογαλία δεν υπάρχει καμία παροχή κοινωνικής ασφάλισης που να αφορά τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης (βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, την προπαρατεθείσα απόφαση Jauch, σκέψη 26).

    65      Εν πάση περιπτώσει, αν ληφθεί υπόψη η νομολογία αυτή, σύμφωνα με την οποία οι παροχές κοινωνικής ασφάλισης που αφορούν τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης μπορούν, εφόσον ανταποκρίνονται στα κριτήρια που θέτει η ίδια αυτή νομολογία, να εξομοιωθούν με «παροχές ασθένειας» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1408/71, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 28 του εν λόγω κανονισμού δεν έχει εφαρμογή σε μια κατάσταση όπως αυτή την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης, όπου ο ενδιαφερόμενος, δικαιούχος σύνταξης γήρατος βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους της κατοικίας του, δικαιούται παροχές ασθένειας υπό στενή έννοια βάσει της ίδιας αυτής νομοθεσίας.

    66      Κατά το άρθρο 27 του κανονισμού 1408/71, ο δικαιούχος συντάξεων οφειλόμενων κατά τη νομοθεσία δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνη του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, ο οποίος δικαιούται παροχές ασθένειας δυνάμει της νομοθεσίας του τελευταίου αυτού κράτους μέλους, λαμβάνει τις παροχές αυτές από τον φορέα του τόπου κατοικίας και εις βάρος αυτού, σαν να δικαιούνταν ο ενδιαφερόμενος σύνταξη δυνάμει μόνο της νομοθεσίας του τελευταίου αυτού κράτους μέλους.

    67      Επομένως, στην περίπτωση την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης, με την καταβολή των παροχών ασθένειας υπό στενή έννοια βαρύνεται η Πορτογαλική Δημοκρατία, ένα από τα κράτη που οφείλουν σύνταξη γήρατος στον J. F. da Silva Martins, καθόσον είναι το κράτος μέλος της κατοικίας του (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2006, C‑50/05, Nikula, Συλλογή 2006, σ. I‑7029, σκέψεις 22 και 23).

    68      Όπως όμως προκύπτει από τις σκέψεις 39 έως 46 της παρούσας απόφασης, οι παροχές που αφορούν τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης πρέπει να εξομοιώνονται με «παροχές ασθένειας», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1408/71. Κατά συνέπεια, όταν ένας πρώην διακινούμενος εργαζόμενος είναι δικαιούχος συντάξεων οφειλόμενων κατά τη νομοθεσία δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, ένα από τα οποία είναι το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου κατοικεί, οι παροχές που αφορούν τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης χορηγούνται καταρχήν, σύμφωνα με το άρθρο 27 του κανονισμού 1408/71, από το κράτος μέλος κατοικίας.

    69      Με βάση τις σκέψεις που παρατέθηκαν στις σκέψεις 40 έως 48 της παρούσας απόφασης, επειδή στον κανονισμό 1408/71 δεν περιέχονται διατάξεις που να αφορούν ειδικά τον κίνδυνο της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, πρέπει, εφόσον συντρέχουν περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, το άρθρο 27 του κανονισμού αυτού να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των σκοπών του κανονισμού 1408/71, αφού ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες που εμφανίζουν οι παροχές που αφορούν τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης έναντι των υπό στενή έννοια παροχών ασθένειας (βλ συναφώς, κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 1979, 100/78, Rossi, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 451, σκέψη 12, και της 14ης Δεκεμβρίου 1989, C‑168/88, Dammer, Συλλογή 1989, σ. 4553, σκέψη 20).

    70      Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμιστεί ότι οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71, οι οποίες έχουν θεσπιστεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 48 ΣΛΕΕ, πρέπει να ερμηνεύονται βάσει του σκοπού που επιδιώκει το άρθρο αυτό, ο οποίος συνίσταται στην επίτευξη της όσο το δυνατό πληρέστερης εφαρμογής της ελεύθερης κυκλοφορίας των διακινούμενων εργαζομένων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Οκτωβρίου 1978, 10/78, Belbouab, Συλλογή τόμος 1978, σ. 591, σκέψη 5, Jauch, προπαρατεθείσα, σκέψη 20, Hosse, προπαρατεθείσα, σκέψη 24, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑287/05, Hendrix, Συλλογή 2007, σ. I‑6909, σκέψη 52).

    71      Δεδομένου ότι το άρθρο 48 ΣΛΕΕ προβλέπει τον συντονισμό και όχι την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Ιουλίου 1988, 21/87, Borowitz, Συλλογή 1988, σ. 3715, σκέψη 23), οι ουσιαστικές και διαδικαστικές διαφορές μεταξύ των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης των κρατών μελών και, κατά συνέπεια, μεταξύ των δικαιωμάτων των προσώπων που είναι ασφαλισμένα δεν επηρεάζονται από την εν λόγω διάταξη και κάθε κράτος μέλος παραμένει αρμόδιο να καθορίζει με τη νομοθεσία του, τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης, τις προϋποθέσεις χορήγησης των παροχών ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (βλ. απόφαση von Chamier-Glisczinski, προπαρατεθείσα, σκέψη 84, και απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, C‑345/09, van Delft κ.λπ., που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 99).

    72      Στο πλαίσιο αυτό, το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης δεν εξασφαλίζει στον ασφαλισμένο ότι η μετακίνησή του προς άλλο κράτος μέλος δεν θα έχει επιπτώσεις όσον αφορά την κοινωνική ασφάλισή του, ιδίως σε σχέση με τις παροχές ασθένειας. Επομένως, το γεγονός ότι σε περίπτωση αλλαγής κράτους μέλους κατοικίας εφαρμόζεται, δυνάμει ενδεχομένως των διατάξεων του κανονισμού 1408/71, μια εθνική ρύθμιση που είναι λιγότερο ευνοϊκή όσον αφορά τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης μπορεί καταρχήν να είναι σύμφωνο με τις απαιτήσεις που θέτει το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων (βλ., μεταξύ άλλων, κατ’ αναλογία, απόφαση von Chamier-Glisczinski, προπαρατεθείσα, σκέψεις 85 και 87).

    73      Εντούτοις, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η εφαρμογή αυτή είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις αυτές μόνο αν η επίμαχη εθνική ρύθμιση δεν θέτει σε δυσμενή θέση τον ενδιαφερόμενο εργαζόμενο σε σχέση με τους εργαζόμενους που ασκούν το σύνολο των δραστηριοτήτων τους στο κράτος μέλος όπου εφαρμόζεται η νομοθεσία αυτή και δεν καταλήγει απλώς στην καταβολή μη ανταποδοτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 19ης Μαρτίου 2002, C‑393/99 και C‑394/99, Hervein κ.λπ., Συλλογή 2002, σ. I‑2829, σκέψη 51, της 9ης Μαρτίου 2006, C‑493/04, Piatkowski, Συλλογή 2006, σ. I‑2369, σκέψη 34, της 1ης Οκτωβρίου 2009, C‑3/08, Leyman, Συλλογή 2009, σ. I‑9085, σκέψη 45, και van Delft κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 101).

    74      Όπως δηλαδή έχει δεχτεί επανειλημμένα το Δικαστήριο, ο σκοπός των άρθρων 45 ΣΛΕΕ και 48 ΣΛΕΕ δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί, αν οι διακινούμενοι εργαζόμενοι έχαναν, αφού ασκούσαν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας, τα πλεονεκτήματα κοινωνικής ασφάλισης τα οποία τους διασφαλίζει η νομοθεσία ενός και μόνο κράτους μέλους, ιδίως όταν αυτά τα πλεονεκτήματα συνιστούν το αντάλλαγμα για τις εισφορές που έχουν καταβάλει (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 1975, 24/75, Petroni, Συλλογή τόμος 1975, σ. 347, σκέψη 13, της 25ης Φεβρουαρίου 1986, 284/84, Spruyt, Συλλογή 1986, σ. 685, σκέψη 19, της 27ης Φεβρουαρίου 1997, C‑59/95, Bastos Moriana κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. I‑1071, σκέψη 17, Jauch, προπαρατεθείσα, σκέψη 20, και Bosmann, προπαρατεθείσα, σκέψη 29).

    75      Πράγματι, η ρύθμιση της Ένωσης για τον συντονισμό των εθνικών νομοθεσιών κοινωνικής ασφάλισης, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των σκοπών που επιδιώκει, δεν μπορεί να εφαρμόζεται κατά τρόπον ώστε να στερεί τον διακινούμενο εργαζόμενο ή τους εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα από παροχές χορηγούμενες δυνάμει της νομοθεσίας ενός και μόνου κράτους μέλους, εκτός αν προβλέπεται συναφώς ρητή εξαίρεση σύμφωνη προς τους σκοπούς αυτούς (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 1967, 9/67, Colditz, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 569, Rossi, προπαρατεθείσα, σκέψη 14, και Schwemmer, προπαρατεθείσα, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    76      Επιπλέον, από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι τα άρθρα 45 ΣΛΕΕ έως 48 ΣΛΕΕ, όπως και ο κανονισμός 1408/71, ο οποίος έχει εκδοθεί για την εφαρμογή τους, έχουν ως σκοπό, μεταξύ άλλων, την αποφυγή του ενδεχομένου να υφίσταται ο εργαζόμενος ο οποίος, αφού έκανε χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, έχει εργαστεί σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη δυσμενέστερη μεταχείριση, χωρίς να υπάρχει αντικειμενικός δικαιολογητικός λόγος, έναντι του εργαζόμενου που έχει διανύσει όλο τον εργασιακό του βίο σε ένα μόνο κράτος μέλος (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1977, 104/76, Jansen, Συλλογή 1977, σ. 261, σκέψη 12, της 7ης Μαρτίου 1991, C‑10/90, Masgio, Συλλογή 1991, σ. I‑1119, σκέψεις 17, 19 και 23, της 22ας Νοεμβρίου 1995, C‑443/93, Βουγιούκας, Συλλογή 1995, σ. I‑4033, σκέψεις 41 και 42, της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, C‑322/95, Iurlaro, Συλλογή 1997, σ. I‑4881, σκέψεις 23 και 30, και Leyman, προπαρατεθείσα, σκέψη 45).

    77      Όταν όμως, υπό περιστάσεις όπως αυτές που συντρέχουν στην υπόθεση της κύριας δίκης, η εθνική νομοθεσία και μόνο επιτρέπει, χωρίς αυτό να αντιβαίνει στον κανονισμό 1408/71, την προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης των ατόμων που τελούν στην κατάσταση του J. F. da Silva Martins σε χωριστό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης κατά του κινδύνου αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης και όταν ο ενδιαφερόμενος έχει συμπληρώσει τον ελάχιστο απαιτούμενο χρόνο καταβολής εισφορών για να λάβει παροχές σε περίπτωση αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, η αυτόματη αναστολή της καταβολής οποιασδήποτε παροχής προβλεπόμενης από το σύστημα αυτό για τον λόγο ότι ο ενδιαφερόμενος έχει μεταφέρει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης μπορεί, όπως επισημαίνει κατ’ ουσία το αιτούν δικαστήριο και αντίθετα από ό,τι ισχυρίζονται η Γερμανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, να συνεπάγεται την καταβολή μη ανταποδοτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, τουλάχιστον όσον αφορά τις εισφορές που καταβάλλονται για τη συνέχιση της ασφάλισης αυτής μετά από την εν λόγω μεταφορά της κατοικίας.

    78      Επομένως, δεν θα μπορούσε να συνάδει προς τον σκοπό του άρθρου 48 ΣΛΕΕ, όπως αυτός προσδιορίστηκε με τις σκέψεις 70, 71 και 74 της παρούσας απόφασης, η απώλεια από τον πρώην διακινούμενο εργαζόμενο που βρίσκεται στην ίδια θέση με τον J. F. da Silva Martins κάθε ανταποδοτικού οφέλους από την καταβολή των εισφορών που έχει καταβάλει σε αυτοτελές σύστημα κοινωνικής ασφάλισης κράτους μέλους εντός του οποίου εργάστηκε στο παρελθόν, το οποίο δεν αφορά τον κίνδυνο ασθένειας υπό στενή έννοια, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1408/71, αλλά τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, αν ο μόνος λόγος για την απώλεια αυτή είναι ότι ο εν λόγω εργαζόμενος δικαιούται, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 27 του κανονισμού 1408/71, παροχές ασθένειας υπό στενή έννοια δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους της κατοικίας του. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση που περιγράφεται στη σκέψη 64 της παρούσας αποφάσεως, δηλαδή στην περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχουν στο εν λόγω κράτος μέλος κατοικίας χρηματικές παροχές κοινωνικής ασφάλισης που να αφορούν τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης.

    79      Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή ο διακινούμενος εργαζόμενος που θα κατοικούσε εκ νέου στο κράτος μέλος καταγωγής του μετά το πέρας του επαγγελματικού του βίου θα περιερχόταν σε μειονεκτική θέση έναντι όσων δικαιούνται σύνταξη γήρατος από ένα μόνο κράτος μέλος αφού έχουν διανύσει όλο τον εργασιακό τους βίο σε ένα μόνο κράτος μέλος πριν μεταφέρουν την κατοικία τους σε άλλο κράτος μέλος κατά τη συνταξιοδότησή τους.

    80      Συγκεκριμένα, όσον αφορά την τελευταία αυτή κατηγορία, οι εφαρμοστέες διατάξεις του κανονισμού 1408/71, και ιδίως το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ερμηνευόμενες υπό το φως της νομολογίας που παρατέθηκε στις σκέψεις 42 έως 46 της παρούσας απόφασης, θα είχαν ως συνέπεια ότι οι παροχές σε χρήμα που προβλέπει ενδεχομένως για τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης το πρώην κράτος μέλος απασχόλησης και που εξομοιώνονται με παροχές ασθένειας υπό στενή έννοια θα έπρεπε καταρχήν να καταβάλλονται εκτός του αρμόδιου κράτους (βλ, μεταξύ άλλων, κατ’ αναλογία, τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Molenaar, σκέψη 43, και Jauch, σκέψεις 10, 11 και 35).

    81      Υπό τις συνθήκες αυτές, αν ληφθεί ιδίως υπόψη η νομολογία που παρατέθηκε στις σκέψεις 73 έως 76 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 27 του κανονισμού 1408/71 πρέπει, όσον αφορά τις παροχές σε χρήμα που αφορούν τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης σε μια περίπτωση όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το δικαίωμα για παροχές ασθένειας υπό στενή έννοια εντός του κράτους μέλους κατοικίας δεν εξαλείφει το δικαίωμα που έχει αποκτηθεί προγενέστερα έναντι άλλου κράτους μέλους δυνάμει των διατάξεων αυτού μόνο του κράτους που ρυθμίζουν την αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης και βάσει μόνο των περιόδων ασφάλισης που έχουν διανυθεί σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές (βλ, μεταξύ άλλων, κατ’ αναλογία, τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Dammer, σκέψεις 21 έως 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Bastos Moriana κ.λπ., σκέψη 17).

    82      Με δεδομένες πάντως τις απαιτήσεις που θέτει το άρθρο 12 του κανονισμού 1408/71, κατά την ερμηνεία αυτή πρέπει εν προκειμένω να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο να συναχθεί από το αιτούν δικαστήριο, κατόπιν των εξακριβώσεων στις οποίες θα προβεί σύμφωνα με τις 63 και 64 της παρούσας απόφασης, το συμπέρασμα ότι υπάρχουν στην Πορτογαλία, σε περιπτώσεις όπως αυτή την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης, παροχές σε χρήμα προβλεπόμενες από την πορτογαλική νομοθεσία σχετικά με τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης.

    83      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το άρθρο 27 του κανονισμού 1408/71 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όταν στο κράτος μέλος κατοικίας προβλέπονται παροχές σε χρήμα σχετικά με τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης που είναι χαμηλότερες από τις παροχές που προβλέπει για τον ίδιο κίνδυνο το άλλο κράτος μέλος που είναι οφειλέτης της σύνταξης, οι αρχές από τις οποίες διαπνέεται ο κανονισμός 1408/71 επιβάλλουν την καταβολή από τον αρμόδιο φορέα του τελευταίου αυτού κράτους ενός συμπληρώματος παροχών, ίσου προς τη διαφορά μεταξύ των ποσών των δύο αυτών παροχών, στα άτομα που βρίσκονται σε κατάσταση παρόμοια με την κατάσταση του J. F. da Silva Martins (βλ., μεταξύ άλλων, κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 1980, 733/79, Laterza, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 291, σκέψη 9, της 9ης Ιουλίου 1980, 807/79, Gravina, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 449, σκέψη 8, της 24ης Νοεμβρίου 1983, 320/82, D’Amario, Συλλογή 1983, σ. 3811, σκέψη 7, Dammer, προπαρατεθείσα, σκέψεις 23 και 24, της 11ης Ιουνίου 1991, C‑251/89, Αθανασόπουλος κ.λπ., Συλλογή 1991, σ. I‑2797, σκέψη 17, και Bastos Moriana κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 16).

    84      Η ορθότητα της λύσης αυτής δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, όπως τονίζει η Γερμανική Κυβέρνηση, το δικαίωμα του μη αυτοεξυπηρετούμενου ατόμου να λαμβάνει, στο πλαίσιο της προαιρετικής συνέχισης της ασφάλισης που προβλέπει το άρθρο 26 του SGB XI, το επίμαχο στην κύρια δίκη επίδομα λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης αναστέλλεται καταρχήν, κατά το άρθρο 34 του SGB XI, ενόσω ο ασφαλισμένος βρίσκεται στην αλλοδαπή.

    85      Πράγματι, το Δικαστήριο έχει δεχτεί κατ’ ουσία ότι η καταβολή εισφορών σε ορισμένο κλάδο του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης παρέχει καταρχήν στον ασφαλισμένο εργαζόμενο το δικαίωμα να λαμβάνει τις αντίστοιχες παροχές όταν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομοθεσία του αρμόδιου κράτους, εκτός πάντως από εκείνες που δεν είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που έχουν εφαρμογή στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης (βλ. απόφαση Molenaar, προπαρατεθείσα, σκέψη 43).

    86      Όπως όμως συνάγεται από τη νομολογία που παρατέθηκε στις σκέψεις 73 έως 76 της παρούσας απόφασης, ο σκοπός του άρθρου 48 ΣΛΕΕ δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί, αν, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπει ρητά η ρύθμιση της Ένωσης σύμφωνα με τους σκοπούς της Συνθήκης ΣΛΕΕ, η νομοθεσία κράτους μέλους εξαρτούσε τη χορήγηση των πλεονεκτημάτων της κοινωνικής ασφάλισης που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας αυτής από την προϋπόθεση να κατοικεί ο εργαζόμενος στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους (βλ. επίσης επ’ αυτού την προπαρατεθείσα απόφαση Αθανασόπουλος κ.λπ., σκέψη 20).

    87      Μολονότι, όπως ισχυρίζονται η Γερμανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η παράλληλη χορήγηση παροχών διαφόρων κρατών μελών μπορεί, στην περίπτωση των παροχών σε χρήμα που αφορούν τον κίνδυνο της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, να δημιουργήσει πρακτικές δυσκολίες οι οποίες, κατά το παρόν στάδιο της εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, δεν έχουν ληφθεί υπόψη σε όλη την έκτασή τους από τις διατάξεις της Ένωσης που αφορούν τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, το γεγονός αυτό και μόνο δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογητικό λόγο για την ερμηνεία του κανονισμού 1408/71 κατά τρόπο που ο πρώην διακινούμενος εργαζόμενος, στον οποίο η νομοθεσία απλώς και μόνο ενός κράτους μέλους στο οποίο ο εργαζόμενος αυτός απασχολήθηκε στο παρελθόν επιτρέπει την προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης κατά του κινδύνου της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, να καταλήγει να καταβάλλει μη ανταποδοτικές εισφορές σε αυτό το σύστημα ασφάλισης και να υφίσταται έτσι δυσμενέστερη μεταχείριση έναντι του εργαζόμενου που έχει διανύσει όλο τον εργασιακό του βίο σε ένα μόνο κράτος μέλος (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση D’Amario, προπαρατεθείσα, σκέψη 8).

    88      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 15 και 27 του κανονισμού 1408/71 έχουν την έννοια ότι δεν αντιβαίνει στα άρθρα αυτά η δυνατότητα ενός ατόμου που τελεί σε κατάσταση παρόμοια με αυτή την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης, το οποίο λαμβάνει σύνταξη γήρατος από τα ταμεία συντάξεων τόσο του κράτους μέλους από το οποίο κατάγεται, όσο και του κράτους μέλους στο οποίο διήνυσε το μεγαλύτερο μέρος του επαγγελματικού του βίου και το οποίο έχει μετοικήσει από το τελευταίο αυτό κράτος μέλος στο κράτος μέλος καταγωγής του να εξακολουθεί, λόγω προαιρετικής συνέχισης της ασφάλισης σε αυτοτελές σύστημα ασφάλισης κατά του κινδύνου αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης στο κράτος μέλος στο οποίο διήνυσε το μεγαλύτερο μέρος του επαγγελματικού του βίου, να λαμβάνει παροχή σε χρήμα λόγω της ασφάλισής του αυτής, ιδίως αν στο κράτος μέλος κατοικίας δεν προβλέπονται παροχές σε χρήμα που να καλύπτουν τον ειδικό κίνδυνο της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, πράγμα που οφείλει να εξακριβώσει το αιτούν δικαστήριο. Αν, αντίθετα, η νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας προβλέπει μεν παροχές σε χρήμα σχετικά με τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, αλλά οι παροχές αυτές είναι χαμηλότερες από τις παροχές που προβλέπει για τον ίδιο κίνδυνο το άλλο κράτος μέλος που είναι οφειλέτης της σύνταξης, το άρθρο 27 του κανονισμού 1408/71 έχει την έννοια ότι το εν λόγω άτομο μπορεί να αξιώσει από τον αρμόδιο φορέα του τελευταίου αυτού κράτους να του καταβάλει ένα συμπλήρωμα παροχών, ίσο προς τη διαφορά μεταξύ των ποσών των δύο αυτών παροχών.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    89      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

    Τα άρθρα 15 και 27 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, και όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τον κανονισμό (ΕΚ) 1386/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2001, έχουν την έννοια ότι δεν αντιβαίνει στα άρθρα αυτά η δυνατότητα ενός ατόμου που τελεί σε κατάσταση παρόμοια με αυτή την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης, το οποίο λαμβάνει σύνταξη γήρατος από τα ταμεία συντάξεων τόσο του κράτους μέλους από το οποίο κατάγεται, όσο και του κράτους μέλους στο οποίο διήνυσε το μεγαλύτερο μέρος του επαγγελματικού του βίου και το οποίο έχει μετοικήσει από το τελευταίο αυτό κράτος μέλος στο κράτος μέλος καταγωγής του να εξακολουθεί, λόγω προαιρετικής συνέχισης της ασφάλισης σε αυτοτελές σύστημα ασφάλισης κατά του κινδύνου της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης στο κράτος μέλος στο οποίο διήνυσε το μεγαλύτερο μέρος του επαγγελματικού του βίου, να λαμβάνει παροχή σε χρήμα λόγω της ασφάλισής του αυτής, ιδίως αν στο κράτος μέλος κατοικίας δεν προβλέπονται παροχές σε χρήμα που να καλύπτουν τον ειδικό κίνδυνο της αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, πράγμα που οφείλει να εξακριβώσει το αιτούν δικαστήριο.

    Αν, αντίθετα, η νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας προβλέπει μεν παροχές σε χρήμα σχετικά με τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, αλλά οι παροχές αυτές είναι χαμηλότερες από τις παροχές που προβλέπει για τον ίδιο κίνδυνο το άλλο κράτος μέλος που είναι οφειλέτης της σύνταξης, το άρθρο 27 του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97 και όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τον κανονισμό 1386/2001, έχει την έννοια ότι το εν λόγω άτομο μπορεί να αξιώσει από τον αρμόδιο φορέα του τελευταίου αυτού κράτους να του καταβάλει ένα συμπλήρωμα παροχών, ίσο προς τη διαφορά μεταξύ των ποσών των δύο αυτών παροχών.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Επάνω