Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62009CJ0071

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 9ης Ιουνίου 2011.
Comitato «Venezia vuole vivere» (C-71/09 P), Hotel Cipriani Srl (C-73/09 P) και Società Italiana per il gas SpA (Italgas) (C-76/09 P) κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως - Προσφυγή ακυρώσεως - Παραδεκτό - Νομιμοποίηση - Έννομο συμφέρον - Ένσταση εκκρεμοδικίας - Κρατικές ενισχύσεις - Πολυτομεακό καθεστώς ενισχύσεων - Απαλλαγές ή μειώσεις κοινωνικών εισφορών - Απόφαση 2000/394/ΕΚ - Αντισταθμιστικός χαρακτήρας - Επηρεασμός του ενδοκοινοτικού εμπορίου - Επιπτώσεις επί του ανταγωνισμού - Έκταση του ελέγχου - Βάρος αποδείξεως - Υποχρέωση αιτιολογήσεως - Άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και παράγραφος 3, στοιχεία β΄ έως δ΄, ΕΚ - Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 - Άρθρα 14 και 15.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-71/09 P, C-73/09 P και C-76/09 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2011 I-04727

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2011:368

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-71/09 P, C-73/09 P και C-76/09 P

Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Νομιμοποίηση – Έννομο συμφέρον – Ένσταση εκκρεμοδικίας – Κρατικές ενισχύσεις – Πολυτομεακό καθεστώς ενισχύσεων – Απαλλαγές ή μειώσεις κοινωνικών εισφορών – Απόφαση 2000/394/ΕΚ – Αντισταθμιστικός χαρακτήρας – Επηρεασμός του ενδοκοινοτικού εμπορίου – Επιπτώσεις επί του ανταγωνισμού – Έκταση του ελέγχου – Βάρος αποδείξεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και παράγραφος 3, στοιχεία β΄ έως δ΄, ΕΚ – Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 – Άρθρα 14 και 15»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Διαδικασία – Ένσταση εκκρεμοδικίας – Ταυτότητα διαδίκων, αντικειμένου και λόγων ακυρώσεως των δύο προσφυγών – Παραίτηση του προσφεύγοντος από την προσφυγή του – Άρση της εκκρεμοδικίας

2.        Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Απόφαση της Επιτροπής περί απαγορεύσεως καθεστώτος τομεακών ενισχύσεων

(Άρθρο 230, εδάφιο τέταρτο, ΕΚ)

3.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέταση από την Επιτροπή – Έλεγχος καθεστώτος ενισχύσεων στο σύνολό του – Επιτρέπεται

(Άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ)

4.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Πλεονέκτημα χορηγούμενο στους δικαιούχους κρατικής ενισχύσεως

(Άρθρο 87 §§ 1και 3 ΕΚ)

5.        Αναίρεση – Λόγοι – Σκεπτικό αποφάσεως το οποίο αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης – Διατακτικό αποφάσεως που είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους – Απόρριψη

6.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται το ασύμβατο κρατικής ενισχύσεως προς την κοινή αγορά – Υποχρέωση αιτιολογήσεως

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

7.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Νόθευση του ανταγωνισμού – Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών – Οριοθέτηση του εύρους του βάρους αποδείξεως που φέρει η Επιτροπή

(Άρθρο 88 ΕΚ)

8.        Αναίρεση – Λόγοι – Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών – Απαράδεκτο – Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 51, πρώτο εδάφιο· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄)

9.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγορεύονται – Παρεκκλίσεις – Ενισχύσεις που μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά – Ενισχύσεις αποβλέπουσες στην ανάπτυξη συγκεκριμένων περιοχών

(Άρθρο 87 § 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ)

1.        Σε περίπτωση απορρίψεως προσφυγής ως απαράδεκτης, η διαφορά η οποία ήταν εκκρεμής παύει να υφίσταται, με συνέπεια η εκκρεμοδικία να εξαφανίζεται. Το ίδιο ισχύει οσάκις η εκκρεμής διαφορά εξαφανίζεται λόγω παραιτήσεως του προσφεύγοντος από την προσφυγή του. Το συμφέρον να αποτραπεί το ενδεχόμενο οι διοικούμενοι να κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής κατά τρόπο αντίθετο προς την αρχή της οικονομίας της δίκης δεν επιβάλλει να γίνει δεκτή η ύπαρξη εκκρεμοδικίας ακόμη και υπό το πρίσμα μιας προσφυγής από την οποία ο προσφεύγων παραιτήθηκε. Συγκεκριμένα, το συμφέρον αυτό προστατεύεται επαρκώς με την καταδίκη του προσφεύγοντος στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ή το άρθρο 87, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

(βλ. σκέψεις 31-32)

2.        Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, η επίδικη απόφαση θεωρείται ότι αφορά ατομικά τους πραγματικούς αποδέκτες ατομικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν βάσει καθεστώτος ενισχύσεων και των οποίων την αναζήτηση διέταξε η Επιτροπή, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

Η εντολή ανακτήσεως αφορά ήδη ατομικά όλους τους δικαιούχους του επίμαχου καθεστώτος, καθόσον αυτοί, από την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως, διατρέχουν τον κίνδυνο να αναζητηθούν τα παρασχεθέντα σε αυτούς πλεονεκτήματα και, επομένως, θίγονται όσον αφορά τη νομική τους κατάσταση. Κατά συνέπεια, οι δικαιούχοι αυτοί εντάσσονται σε έναν περιορισμένο κύκλο, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί κατά πόσο συντρέχουν πρόσθετες προϋποθέσεις που αφορούν περιπτώσεις στις οποίες η απόφαση της Επιτροπής δεν συνοδεύεται από εντολή ανακτήσεως. Επιπλέον, το ενδεχόμενο να μην αναζητηθούν, μεταγενέστερα, στην πράξη από τους δικαιούχους τα πλεονεκτήματα που κρίθηκαν παράνομα δεν αποκλείει το να θεωρηθεί ότι η απόφαση της Επιτροπής τους αφορά ατομικά.

(βλ. σκέψεις 53, 56)

3.        Στο πλαίσιο ενός προγράμματος ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των χαρακτηριστικών του επίμαχου προγράμματος, προκειμένου να εκτιμήσει αν, λόγω των λεπτομερειών που το πρόγραμμα αυτό προβλέπει, εξασφαλίζει αισθητό όφελος στους δικαιούχους σε σχέση προς τους ανταγωνιστές τους και μπορεί να ευνοήσει κυρίως τις επιχειρήσεις που μετέχουν στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο. Επομένως, η Επιτροπή, στο πλαίσιο αποφάσεως που αφορά τέτοιο πρόγραμμα δεν υποχρεούται να προβεί σε ανάλυση της ενισχύσεως που χορηγήθηκε σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση βάσει του καθεστώτος αυτού. Μόνο στο στάδιο της αναζητήσεως των ενισχύσεων είναι αναγκαίο να ελέγχεται η κατ’ ιδίαν κατάσταση κάθε συγκεκριμένης επιχειρήσεως.

Συγκεκριμένα, όταν η Επιτροπή αποφαίνεται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο σε σχέση με καθεστώς ενισχύσεων το οποίο κηρύσσει ασύμβατο με την κοινή αγορά και διατάσσει την ανάκτηση των χορηγηθεισών βάσει του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων, στο κράτος μέλος εναπόκειται να ελέγξει την ατομική κατάσταση καθεμίας από τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η ανάκτηση.

(βλ. σκέψεις 63-64, 130)

4.        Οι λόγοι που στηρίζουν ένα μέτρο ενισχύσεως δεν αρκούν για να μη χαρακτηριστεί εκ προοιμίου παρόμοιο μέτρο ως «ενίσχυση» κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ. Πράγματι, στην παράγραφο 1 της εν λόγω διατάξεως δεν γίνεται διάκριση ανάλογα με τις αιτίες ή τους στόχους των κρατικών παρεμβάσεων, αυτές δε προσδιορίζονται με γνώμονα τα αποτελέσματά τους.

Το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επιδιώκει να επιτύχει την προσέγγιση, μέσω μονομερών μέτρων, των όρων ανταγωνισμού που ισχύουν σε ορισμένο οικονομικό τομέα προς αυτούς που επικρατούν σε άλλα κράτη μέλη δεν μπορεί να άρει τον χαρακτήρα των εν λόγω μέτρων ως ενισχύσεων. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά επίσης τα μέτρα που αποσκοπούν στην αντιστάθμιση τυχόν ανταγωνιστικών μειονεκτημάτων τα οποία υφίστανται οι επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε ορισμένη περιοχή κάποιου κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, το ίδιο το κείμενο της Συνθήκης, το οποίο, στο άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄, χαρακτηρίζει ως κρατικές ενισχύσεις δυνάμενες να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά «τις ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών» καθώς και «τις ενισχύσεις για την προώθηση της […] αναπτύξεως ορισμένων περιοχών», αναφέρει ότι πλεονεκτήματα των οποίων η ισχύς περιορίζεται σε τμήμα του εδάφους του κράτους που υπόκειται στην πειθαρχία των ενισχύσεων μπορούν να συνιστούν επιλεκτικά πλεονεκτήματα.

Επομένως, ο επιδιωκόμενος με τις απαλλαγές από τις κοινωνικές εισφορές σκοπός της αντισταθμίσεως ανταγωνιστικού μειονεκτήματος των εγκατεστημένων σε ορισμένη περιοχή κράτους μέλους επιχειρήσεων δεν μπορεί να άρει τον χαρακτήρα των εν λόγω πλεονεκτημάτων ως ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 94-96, 100)

5.        Αν το σκεπτικό μιας αποφάσεως του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά το διατακτικό της είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

(βλ. σκέψη 118)

6.        Η απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται το ασύμβατο ορισμένης ενισχύσεως προς την κοινή αγορά και διατάσσεται η ανάκτησή της πρέπει να επιτρέπει τον σαφή προσδιορισμό της εκτάσεως εφαρμογής της. Η εν λόγω απόφαση πρέπει να περιέχει, αυτή καθεαυτήν, όλα τα αναγκαία για την εκτέλεσή της στοιχεία, αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό το ενδεχόμενο η πραγματική έκταση εφαρμογής της αποφάσεως να προσδιοριστεί μόνο μεταγενέστερα, διά της ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών. Συγκεκριμένα, ο έλεγχος της ατομικής καταστάσεως εκάστου δικαιούχου, στον οποίο προβαίνουν οι εθνικές αρχές, πρέπει να οριοθετείται επαρκώς από την απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται το ασύμβατο ορισμένης ενισχύσεως προς την κοινή αγορά.

(βλ. σκέψη 120)

7.        Η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάσει μόνον αν οι ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι αν οι ενισχύσεις αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στρεβλώνουν όντως τον ανταγωνισμό.

Συναφώς, το χαμηλό ύψος της ενισχύσεως ή το γεγονός ότι η πλειονότητα των δικαιούχων ασκούσαν τις δραστηριότητές τους σε τοπικό επίπεδο δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια ότι οι χορηγηθείσες δυνάμει του καθεστώτος αυτού ενισχύσεις δεν μπορούν να επηρεάσουν το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο και να προκαλέσουν στρέβλωση του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 134-135)

8.        Όταν ο αναιρεσείων προβάλλει παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Πρωτοδικείου, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 225 ΕΚ, 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να παραθέτει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία αυτό παραμόρφωσε και να αποδεικνύει τα σφάλματα αναλύσεως τα οποία, κατά την εκτίμησή του, οδήγησαν το Πρωτοδικείο στην παραμόρφωση αυτή. Επιπλέον, τέτοιου είδους παραμόρφωση υπάρχει όταν, χωρίς να εξετασθούν νέα αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι η εκτίμηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων είναι προδήλως εσφαλμένη.

(βλ. σκέψεις 152-153)

9.        Η Επιτροπή, προκειμένου να αιτιολογήσει την άρνηση εφαρμογής της προβλεπόμενης από το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, εξαιρέσεως, μπορεί νομίμως να στηριχθεί στο γεγονός ότι πρόκειται για λειτουργικές ενισχύσεις προς επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, τέτοιες ενισχύσεις οι οποίες νοθεύουν, καταρχήν, τους όρους του ανταγωνισμού, δεν είναι δυνατό να επιτραπούν, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μέθοδο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄, ΕΚ στις περιφερειακές ενισχύσεις και με τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα, παρά μόνον κατ’ εξαίρεση.

(βλ. σκέψη 168)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 9ης Ιουνίου 2011 (*)

Περιεχόμενα

Το νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Η επίμαχη απόφαση της Επιτροπής

Η ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

Αιτήματα των μετεχόντων στην αναιρετική δίκη και διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

Επί της αιτήσεως ανταναιρέσεως της Επιτροπής

Επί της προβληθείσας στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑277/00 ενστάσεως εκκρεμοδικίας

Αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του εννόμου συμφέροντος των προσφευγουσών ενώπιον του Πρωτοδικείου επιχειρήσεων

Αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του εννόμου συμφέροντος της Comitato

Αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του εννόμου συμφέροντος των προσφευγουσών ενώπιον του Πρωτοδικείου

Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

Επί του άρθρου 15 του κανονισμού 659/99 – χαρακτηρισμός ως «νέας ενισχύσεως»

Αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του αντισταθμιστικού χαρακτήρα

Αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί των κριτηρίων του επηρεασμού του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου και της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, των δικονομικών υποχρεώσεων της Επιτροπής στο πλαίσιο της εξετάσεως των επίμαχων ενισχύσεων, της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων καθώς και του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ

Αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

– Έκταση εφαρμογής και αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως

– Διαδικαστικές υποχρεώσεις της Επιτροπής

Επί του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχεία γ΄ και δ΄, ΕΚ καθώς και επί της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του άρθρου 87, παράγραφοι 2, στοιχείο β΄, και 3, στοιχείο β΄, ΕΚ

Αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999

Αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων

«Αίτηση αναιρέσεως – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Νομιμοποίηση – Έννομο συμφέρον – Ένσταση εκκρεμοδικίας – Κρατικές ενισχύσεις – Πολυτομεακό καθεστώς ενισχύσεων – Απαλλαγές ή μειώσεις κοινωνικών εισφορών – Απόφαση 2000/394/ΕΚ – Αντισταθμιστικός χαρακτήρας – Επηρεασμός του ενδοκοινοτικού εμπορίου – Επιπτώσεις επί του ανταγωνισμού – Έκταση του ελέγχου – Βάρος αποδείξεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και παράγραφος 3, στοιχεία β΄ έως δ΄, ΕΚ – Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 – Άρθρα 14 και 15»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P,

με αντικείμενο τρεις αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που υποβλήθηκαν αντιστοίχως στις 11 (C‑71/09 P) και στις 16 Φεβρουαρίου 2009 (C‑73/09 P και C‑76/09 P),

Comitato «Venezia vuole vivere», με έδρα τη Βενετία (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον A. Vianello, avvocato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο (C‑71/09 P),

Hotel Cipriani Srl, με έδρα τη Βενετία (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους A. Bianchini και F. Busetto, avvocati (C‑73/09 P),

Società Italiana per il gas SpA (Italgas), με έδρα το Τορίνο (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους M. Merola, M. Pappalardo και T. Ubaldi, avvocati (C‑76/09 P),

αναιρεσείουσες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Coopservice Servizi di fiducia Soc. coop. rl, με έδρα το Cavriago (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον A. Bianchini, avvocato,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον V. Di Bucci και την E. Righini, επικουρούμενη από τον A. Dal Ferro, avvocato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

η Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την I. Bruni, στη συνέχεια, από την G. Palmieri, επικουρούμενες από τον P. Gentili, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta, Γ. Αρέστη, J. Malenovský και T. von Danwitz (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: V. Trstenjak

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2010,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με τις αιτήσεις τους αναιρέσεως, η Comitato «Venezia vuole vivere» (στο εξής: Comitato), η Hotel Cipriani Srl (στο εξής: Hotel Cipriani) και η Società italiana per il gas SpA (στο εξής: Italgas) ζητούν από το Δικαστήριο την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [νυν Γενικού Δικαστηρίου] της 28ης Νοεμβρίου 2008, υποθέσεις T‑254/00, T‑270/00 και T‑277/00, Hotel Cipriani κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. II‑3269, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε τις προσφυγές τους ακυρώσεως κατά της αποφάσεως 2000/394/ΕΚ της Επιτροπής, της 25ης Νοεμβρίου 1999, σχετικά με τα μέτρα ενισχύσεως σε επιχειρήσεις της Βενετίας και της Chioggia που προβλέπονται από τον νόμο 30/1997 και τον νόμο 206/1995, περί απαλλαγών ή μειώσεων των κοινωνικών εισφορών (ΕΕ 2000, L 150, σ. 50, στο εξής: επίμαχη απόφαση).

2        Με την αίτησή της ανταναιρέσεως, η Coopservice – Servizi di fiducia Soc. coop. rl. (στο εξής: Coopservice) ζητεί από το Δικαστήριο την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

3        Με την αίτησή της ανταναιρέσεως, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέτρο που με αυτή κρίθηκαν παραδεκτές οι ως άνω προσφυγές.

 Το νομικό πλαίσιο

4        Τα άρθρα 1, στοιχείο β΄, περίπτωση iv, και 13 έως 15 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1), ορίζουν:

«Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[…]

β)      “υφιστάμενη ενίσχυση”:

[…]

iv)      κάθε ενίσχυση που θεωρείται ότι είναι υφιστάμενη ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 15·

[…]

Άρθρο 13

Αποφάσεις της Επιτροπής

1. Μετά την εξέταση της ενδεχόμενης ύπαρξης παράνομων ενισχύσεων, εκδίδεται απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 2, 3 ή 4. Στην περίπτωση απόφασης για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η διαδικασία περατώνεται με απόφαση βάσει του άρθρου 7. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του κράτους μέλους με διαταγή παροχής πληροφοριών, η απόφαση αυτή λαμβάνεται με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες.

[…]

Άρθρο 14

Ανάκτηση της ενίσχυσης

1.      Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση ανάκτησης”). Η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.

2.      Το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί δυνάμει απόφασης ανάκτησης περιλαμβάνει και τους σχετικούς τόκους, υπολογιζόμενους με το δέον επιτόκιο που ορίζει η Επιτροπή. Οι τόκοι πρέπει να καταβληθούν από την ημερομηνία κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση ετέθη στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την ημερομηνία της ανάκτησής της.

3.      Με την επιφύλαξη απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατ’ εφαρμογή του άρθρου [242] της Συνθήκης, η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής. Για τον σκοπό αυτό και σε περίπτωση κινήσεως διαδικασίας ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που διαθέτουν στα αντίστοιχα νομικά τους συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των προσωρινών μέτρων, με την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας.

Άρθρο 15

Παραγραφή

1.      Οι εξουσίες της Επιτροπής για ανάκτηση της ενίσχυσης υπόκεινται σε δεκαετή προθεσμία παραγραφής.

2.      Η προθεσμία αυτή αρχίζει να προσμετράται από την ημέρα κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση χορηγείται στον δικαιούχο είτε ως ατομική ενίσχυση είτε ως ενίσχυση βάσει ενός καθεστώτος ενισχύσεων. Κάθε ενέργεια της Επιτροπής ή κράτους μέλους που ενεργεί κατόπιν αίτησης της Επιτροπής, σε σχέση με την παράνομη ενίσχυση, διακόπτει την περίοδο παραγραφής. Έπειτα από κάθε διακοπή, η προθεσμία αρχίζει να προσμετράται από την αρχή. Η προθεσμία παραγραφής αναστέλλεται για όσο διάστημα η απόφαση της Επιτροπής αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας εκκρεμούσης ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

3.      Κάθε ενίσχυση της οποίας η περίοδος παραγραφής έχει εκπνεύσει, θεωρείται ως υφιστάμενη ενίσχυση.»

 Ιστορικό της διαφοράς

5        Το ιστορικό της διαφοράς περιγράφεται ως εξής στις σκέψεις 1 έως 11 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως:

«A – Το επίδικο καθεστώς απαλλαγών ή μειώσεων των κοινωνικών εισφορών

1      Η ιταλική υπουργική απόφαση της 5ης Αυγούστου 1994, η οποία κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, καθορίζει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των απαλλαγών ή μειώσεων των κοινωνικών εισφορών που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 59 του διατάγματος του Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας της 6ης Μαρτίου 1978, περί θεσπίσεως ειδικού καθεστώτος απαλλαγών ή μειώσεων στο Mezzogiorno των οφειλομένων από τους εργοδότες προς το Istituto Nazionale de la Previdenza Sociale (INPS, Εθνικό ινστιτούτο κοινωνικής πρόνοιας) κοινωνικών εισφορών, για την περίοδο μεταξύ 1994 και 1996.

2      Με την απόφαση 95/455/ΕΚ, της 1ης Μαρτίου 1995, σχετικά με μειώσεις, στο Mezzogiorno, των κοινωνικών επιβαρύνσεων των επιχειρήσεων και τη δημοσιονομική κάλυψη ορισμένων από τις επιβαρύνσεις αυτές (ΕΕ L 265, σ. 23), η Επιτροπή κήρυξε το αναφερόμενο στην προηγούμενη σκέψη καθεστώς απαλλαγών ή μειώσεων των κοινωνικών εισφορών συμβατό με την κοινή αγορά, υπό την επιφύλαξη της συνδρομής ορισμένου αριθμού προϋποθέσεων. Η απόφαση αυτή προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι οι ιταλικές αρχές όφειλαν να ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα μέτρα που λαμβάνουν για την εφαρμογή του αναφερόμενου στην εν λόγω απόφαση σχεδίου προοδευτικής κατάργησης του υπό εξέταση καθεστώτος ενισχύσεων.

3      Το επίδικο εν προκειμένω καθεστώς απαλλαγών ή μειώσεων των κοινωνικών εισφορών θεσπίστηκε με τον ιταλικό νόμο 206/1995, ο οποίος επεκτείνει, για τα έτη 1995 και 1996, την ισχύ του προβλεπόμενου από την προαναφερθείσα υπουργική απόφαση της 5ης Αυγούστου 1994 καθεστώτος ενισχύσεων στις επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στο νησιωτικό έδαφος της Βενετίας και της Chioggia. Ο ιταλικός νόμος 30/1997 παρέτεινε την ισχύ του καθεστώτος αυτού, για το έτος 1997, υπέρ των επιχειρήσεων που έχουν την έδρα τους τόσο στις περιοχές του Mezzogiorno όσο και στο νησιωτικό έδαφος της Βενετίας και της Chioggia.

4      Το άρθρο 1 της υπουργικής αποφάσεως της 5ης Αυγούστου 1994 προβλέπει γενική μείωση των οφειλομένων από τους εργοδότες κοινωνικών εισφορών. Όσον αφορά το άρθρο 2 της ιδίας αποφάσεως, προβλέπει την πλήρη απαλλαγή από τις κοινωνικές εισφορές για τις νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται στις επιχειρήσεις, για περίοδο ενός έτους από την ημερομηνία προσλήψεως άνεργων εργαζομένων.

5      Από την [επίμαχη] απόφαση της Επιτροπής […] προκύπτει ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το INPS για την κρίσιμη περίοδο μεταξύ των ετών 1995 και 1997, οι χορηγηθείσες σε επιχειρήσεις της Βενετίας και της Chioggia, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1 της υπουργικής αποφάσεως της 5ης Αυγούστου 1994, απαλλαγές ή μειώσεις των κοινωνικών εισφορών ανήλθαν σε 73 δισεκατομμύρια ιταλικές λίρες (ITL) (37,7 εκατομμύρια ευρώ) κατά μέσον όρο ετησίως, που κατανεμήθηκαν μεταξύ 1 645 επιχειρήσεων. Οι απαλλαγές που χορηγήθηκαν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2 της ιδίας αποφάσεως, σε επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στο νησιωτικό έδαφος της Βενετίας ή της Chioggia ανήλθαν σε 567 εκατομμύρια (ιταλικές λίρες) (292 831 ευρώ) ετησίως, που κατανεμήθηκαν μεταξύ 165 επιχειρήσεων.

Β – Διοικητική διαδικασία

6      Οι ιταλικές αρχές, με επιστολή τους της 10ης Ιουνίου 1997, κοινοποίησαν στην Επιτροπή τον προαναφερθέντα νόμο 30/1997, σύμφωνα με τις διατάξεις της αποφάσεως 95/455 (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω). Η Επιτροπή, με επιστολή της τής 1ης Ιουλίου 1997 και υπενθύμιση με ημερομηνία 28 Αυγούστου 1997, ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες όσον αφορά την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του προαναφερθέντος καθεστώτος απαλλαγών ή μειώσεων των κοινωνικών εισφορών υπέρ των επιχειρήσεων που έχουν την έδρα τους στη Βενετία και την Chioggia.

7      Ελλείψει απαντήσεως, η Επιτροπή, με επιστολή της τής 17ης Δεκεμβρίου 1997, ανακοίνωσε στην Ιταλική Δημοκρατία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, όσον αφορά τις ενισχύσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις των νόμων 206/1995 και 30/1997, με τις οποίες επεκτείνεται στο νησιωτικό έδαφος της Βενετίας και της Chioggia το πεδίο εφαρμογής των προβλεπομένων για το Mezzogiorno απαλλαγών ή μειώσεων των κοινωνικών εισφορών.

8      Οι ιταλικές αρχές ανέστειλαν την εφαρμογή του επίδικου καθεστώτος απαλλαγών ή μειώσεων των κοινωνικών εισφορών από 1ης Δεκεμβρίου 1997.

9      Η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 18ης Φεβρουαρίου 1998. Με επιστολή της 17ης Μαρτίου 1998, […] η Comitato […], ένωση της οποίας μέλη είναι οι σημαντικότερες οργανώσεις βιομηχανικών και εμπορικών φορέων της Βενετίας και η οποία συστάθηκε μετά την κίνηση της προαναφερθείσας επίσημης διαδικασίας έρευνας, με σκοπό να συντονίσει τις ενέργειες για την αντιμετώπιση της δυσμενούς για τους φορείς της Βενετίας καταστάσεως, υπέβαλε τις παρατηρήσεις της και διαβίβασε έκθεση συνοδευόμενη από μία μελέτη, με ημερομηνία Μάρτιος του 1998, που συνέταξε ο Consorzio per la ricerca e la formazione (COSES, Όμιλος για την έρευνα και την κατάρτιση), σχετικά με τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις που λειτουργούν στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας σε σύγκριση με τις επιχειρήσεις που λειτουργούν στην ηπειρωτική χώρα. Στις 18 Μαΐου 1998, ο Δήμος Βενετίας υπέβαλε, επίσης, παρατηρήσεις, συνοδευόμενες από μια πρώτη μελέτη, με ημερομηνία Φεβρουάριος του 1998, που πραγματοποίησε ο COSES για το ίδιο θέμα. Με τις παρατηρήσεις του, ο Δήμος Βενετίας υπογράμμισε ότι, μεταξύ των δικαιούχων, περιλαμβάνονταν οι δημοτικές επιχειρήσεις στις οποίες έχει ανατεθεί η παροχή δημοσίων υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος. Υπέρ των επιχειρήσεων αυτών, επικαλέστηκε την εφαρμογή του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ. Όλες οι ανωτέρω παρατηρήσεις διαβιβάστηκαν στην Ιταλική Δημοκρατία.

10      Οι ιταλικές αρχές κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους με έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 1999. Με επιστολή της 10ης Ιουνίου 1999, οι ιταλικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι συμφωνούσαν απόλυτα με τις παρατηρήσεις του Δήμου Βενετίας.

11      Η Επιτροπή, με απόφαση της 23ης Ιουνίου 1999, απαίτησε από την Ιταλική Δημοκρατία να της παράσχει όλα τα απαιτούμενα έγγραφα και πληροφορίες προκειμένου να καθορίσει με ακρίβεια τον ρόλο των δημοτικών επιχειρήσεων και να εξετάσει κατά πόσον τα επίμαχα μέτρα συμβιβάζονται με την κοινή αγορά. Οι ιταλικές αρχές απάντησαν με επιστολή τους της 27ης Ιουλίου 1999. Στις 12 Οκτωβρίου 1999, πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες σύσκεψη μεταξύ των ιταλικών αρχών και των εκπροσώπων της Επιτροπής.»

 Η επίμαχη απόφαση της Επιτροπής

6        Το διατακτικό της επίμαχης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στα άρθρα 3 και 4 της παρούσας απόφασης, οι ενισχύσεις που χορήγησε η Ιταλία σε επιχειρήσεις της Βενετίας και της Chioggia, υπό μορφή απαλλαγών ή μειώσεων κοινωνικών εισφορών που προβλέπονται στον νόμο αριθ. 30/1997 και στον νόμο αριθ. 206/1995, οι οποίες παραπέμπουν στο άρθρο 2 του υπουργικού διατάγματος της 5ης Αυγούστου 1994, συμβιβάζονται με την κοινή αγορά όταν χορηγούνται στις ακόλουθες επιχειρήσεις:

α)      [μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις] κατά την έννοια της κοινοτικής πειθαρχίας περί κρατικών ενισχύσεων στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις·

β)      επιχειρήσεις που δεν ανταποκρίνονται στον ορισμό αυτό αλλά που έχουν την έδρα τους σε περιφέρεια επιλέξιμη για την παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της Συνθήκης·

γ)      κάθε άλλη επιχείρηση που προσλαμβάνει κατηγορίες εργαζομένων με ιδιαίτερη δυσχέρεια ένταξης ή επανένταξης στην αγορά εργασίας σύμφωνα με τους κοινοτικούς προσανατολισμούς περί απασχόλησης.

Ο ενισχύσεις δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά όταν χορηγούνται σε επιχειρήσεις που δεν είναι [μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις] ή που έχουν την έδρα τους εκτός των περιφερειών που μπορούν να τύχουν της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της Συνθήκης.

Άρθρο 2

Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στα άρθρα 3 και 4 της παρούσας απόφασης, οι ενισχύσεις που η Ιταλία χορήγησε σε επιχειρήσεις της Βενετίας και της Chioggia, υπό μορφή απαλλαγών ή μειώσεων κοινωνικών εισφορών, [όπως αυτές] που προβλέπονται στο άρθρο 1 του υπουργικού διατάγματος της 5ης Αυγούστου 1994, δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά.

Άρθρο 3

Οι ενισχύσεις που η Ιταλία χορήγησε στις επιχειρήσεις ASPRIV και Consorzio Venezia Nuova συμβιβάζονται με την κοινή αγορά βάσει της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 86, παράγραφος 2, και της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, της Συνθήκης.

Άρθρο 4

Τα μέτρα που έλαβε η Ιταλία υπέρ των επιχειρήσεων ACTV, Panfido SpA και AMAV δεν αποτελούν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 της Συνθήκης.

Άρθρο 5

Η Ιταλία λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση από τους δικαιούχους των ενισχύσεων που δεν συμβιβάζονται με τη κοινή αγορά βάσει του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 2 και οι οποίες τους έχουν χορηγηθεί παράνομα.

Η ανάκτηση πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο. Τα προς ανάκτηση ποσά παράγουν τόκους από την ημερομηνία που τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής ανάκτησής τους. Οι τόκοι υπολογίζονται βάσει του επιτοκίου αναφοράς που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του ισοδύναμου της επιδότησης στο πλαίσιο των ενισχύσεων περιφερειακού σκοπού.

[…]»

 Η ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

7        Κατά της επίμαχης αποφάσεως της Επιτροπής ασκήθηκαν πενήντα εννέα προσφυγές ενώπιον του Πρωτοδικείου.

8        Το Πρωτοδικείο ζήτησε από την Ιταλική Δημοκρατία να διευκρινίσει, ως προς εκάστη των προσφευγουσών στις υποθέσεις αυτές, αν θεωρούσε ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 της επίμαχης αποφάσεως, υποχρεούνταν να προβεί σε ανάκτηση των επίμαχων χορηγηθεισών ενισχύσεων.

9        Κατόπιν των απαντήσεων της Ιταλικής Δημοκρατίας, το Πρωτοδικείο κήρυξε 22 προσφυγές εν όλω απαράδεκτες και 6 προσφυγές εν μέρει απαράδεκτες, καθόσον οι προσφεύγουσες επιχειρήσεις δεν θεμελίωναν έννομο συμφέρον, στο μέτρο που, στο πλαίσιο της εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι αρμόδιες εθνικές αρχές είχαν κρίνει ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν είχαν λάβει ενίσχυση ασύμβατη με την κοινή αγορά, σε σχέση με την οποία υφίστατο υποχρέωση ανακτήσεως σύμφωνα με την επίμαχη απόφαση (διατάξεις του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 2005, T-228/00, T-229/00, T-242/00, T‑243/00, T‑245/00 έως T‑248/00, T‑250/00, T‑252/00, T‑256/00 έως T‑259/00, T‑265/00, T-267/00, T‑268/00, T‑271/00, T‑274/00 έως T-276/00, T‑281/00, T-287/00 και T‑296/00, Gruppo ormeggiatori del porto di Venezia κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑787· T‑266/00, Confartigianato Venezia κ.λπ. κατά Επιτροπής· T‑269/00, Baglioni Hotels και Sagar κατά Επιτροπής· T‑273/00, Unindustria κ.λπ. κατά Επιτροπής, και T-288/00, Principessa κατά Επιτροπής).

10      Στις 12 Μαΐου 2005, πραγματοποιήθηκε ενώπιον του εισηγητή δικαστή άτυπη σύσκεψη με τη συμμετοχή των εκπροσώπων των διαδίκων στις 37 υποθέσεις στις οποίες η προσφυγή δεν κρίθηκε εν όλω απαράδεκτη. Οι διάδικοι που εκπροσωπήθηκαν στη σύσκεψη υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους και συμφώνησαν στην επιλογή τεσσάρων αντιπροσωπευτικών υποθέσεων. Σε συνέχεια της άτυπης αυτής συσκέψεως, οι υποθέσεις T-254/00, T-270/00 και T‑277/00, επί των οποίων εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και η υπόθεση T‑221/00 χαρακτηρίστηκαν ως αντιπροσωπευτικές υποθέσεις, πλην όμως η τελευταία διαγράφηκε κατόπιν παραιτήσεως της προσφεύγουσας.

11      Οι υποθέσεις αυτές ενώθηκαν, αποφασίστηκε δε η εξέταση των ενστάσεων απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

12      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο έκρινε τις προσφυγές παραδεκτές, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 41 έως 115 της εν λόγω αποφάσεως. Εντούτοις, οι εν λόγω προσφυγές απορρίφθηκαν ως αβάσιμες, βάσει των εκτιθέμενων στις σκέψεις 117 έως 398 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

 Αιτήματα των μετεχόντων στην αναιρετική δίκη και διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

13      Η Comitato ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να δεχθεί την αίτησή της αναιρέσεως και, συνακόλουθα, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να απορρίψει την αίτηση ανταναιρέσεως που άσκησε η Επιτροπή·

–        να ακυρώσει την επίμαχη απόφαση της Επιτροπής·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 5 της επίμαχης αποφάσεως, κατά το μέτρο που επιβάλλει υποχρέωση ανακτήσεως του ποσού των επίμαχων απαλλαγών ή μειώσεων κοινωνικών εισφορών και προβλέπει ότι τα οικεία ποσά προσαυξάνονται με τόκους υπολογιζόμενους από την ημερομηνία που τα ποσά αυτά τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής ανάκτησεώς τους·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

14      Η Hotel Cipriani ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να δεχθεί τα αιτήματα που αυτή υπέβαλε σε πρώτο βαθμό και, συνακόλουθα:

–        να ακυρώσει την επίμαχη απόφαση της Επιτροπής·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 5 της εν λόγω αποφάσεως, κατά το μέτρο που η επιβληθείσα με τη διάταξη αυτή ανάκτηση περιλαμβάνει και τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει της αρχής de minimis και/ή κατά το μέτρο που επιβάλλει την καταβολή τόκων υπολογιζομένων βάσει επιτοκίου ανώτερου από το επιτόκιο που ίσχυε στην πραγματικότητα για τα χρέη της εταιρίας,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

15      Η Italgas ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να δεχθεί την αίτησή της αναιρέσεως και, συνακόλουθα, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να απορρίψει την αίτηση ανταναιρέσεως που άσκησε η Επιτροπή ως προδήλως αβάσιμη ή, επικουρικώς, ως αλυσιτελή όσον αφορά ορισμένους από τους λόγους αναιρέσεως και ως αβάσιμη όσον αφορά τους λοιπούς ή ως αβάσιμη στο σύνολό της·

–        να ακυρώσει τα άρθρα 1 και 2 της επίμαχης αποφάσεως, κατά το μέτρο που κηρύσσουν μη συμβατές με την κοινή αγορά τις οικείες απαλλαγές ή μειώσεις κοινωνικών εισφορών, καθώς και το άρθρο 5 της εν λόγω αποφάσεως·

–        επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας ή, εν πάση περιπτώσει, στα πρόσθετα δικαστικά έξοδα που προκλήθηκαν με την άσκηση της ανταναιρέσεως.

16      Η Coopservice ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να δεχθεί τα αιτήματα που αυτή υπέβαλε σε πρώτο βαθμό και, συνακόλουθα:

–        να ακυρώσει, στο μέτρο που είναι απαραίτητο και εντός των ορίων του συμφέροντος των προσφευγουσών, την επίμαχη απόφαση της Επιτροπής·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει την επίμαχη απόφαση, κατά το μέτρο που επιβάλλει υποχρέωση ανακτήσεως του ποσού των απαλλαγών από τις κοινωνικές εισφορές και προσαύξηση του ποσού των οικείων απαλλαγών με τόκους για τα διαστήματα στα οποία αναφέρεται η εν λόγω απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

17      Η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και

–        να ακυρώσει την επίμαχη απόφαση της Επιτροπής.

18      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να δεχθεί την αίτησή της ανταναιρέσεως και, συνακόλουθα, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέτρο που έκρινε παραδεκτές τις προσφυγές·

–        επικουρικώς, να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως, προβαίνοντας ενδεχομένως σε αντικατάσταση της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως·

–        εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

19      Με την από 8 Απριλίου 2009 διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, αποφασίστηκε η ένωση των υποθέσεων C‑71/09 P, C-73/09 P και C‑76/09 P προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί της αιτήσεως ανταναιρέσεως της Επιτροπής

20      Επειδή η αίτηση ανταναιρέσεως της Επιτροπής αφορά το παραδεκτό των προσφυγών ενώπιον του Πρωτοδικείου, ήτοι ζήτημα το οποίο προηγείται των ζητημάτων ουσίας που εγείρουν οι αιτήσεις αναιρέσεως και η αίτηση ανταναιρέσεως της Coopservice, πρέπει να εξεταστεί πρώτη.

21      Προς στήριξη της αιτήσεώς της ανταναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει τέσσερις λόγους.

 Επί της προβληθείσας στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑277/00 ενστάσεως εκκρεμοδικίας

 Αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

22      Όσον αφορά την ένσταση εκκρεμοδικίας που προβλήθηκε κατά της προσφυγής στην υπόθεση T‑277/00, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, αφενός, ότι η εν λόγω ένσταση δεν μπορούσε εγκύρως να προβληθεί σε σχέση με την υπόθεση T‑274/00, δεδομένου ότι η Comitato είχε παραιτηθεί από την προσφυγή της στην υπόθεση αυτή (σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

23      Αφετέρου, όσον αφορά την εκκρεμοδικία σε σχέση με την υπόθεση T‑231/00, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν είχε υποχρέωση να εξετάσει το παραδεκτό της προσφυγής που η Comitato άσκησε στην υπόθεση T‑277/00, δεδομένου ότι αυτή είχε ασκήσει την προσφυγή από κοινού με την Coopservice (σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι το παραδεκτό μιας προσφυγής προσκρούει στην ένσταση εκκρεμοδικίας μόνον οσάκις η προσφυγή αφορά τους ίδιους διαδίκους, σκοπεί στην ακύρωση της ίδιας αποφάσεως και στηρίζεται στους ίδιους λόγους με ήδη εκκρεμή προσφυγή. Εντούτοις, εν προκειμένω, οι προσφυγές στις υποθέσεις T‑277/00 και T‑231/00 στηρίζονταν, εν μέρει, σε διαφορετικούς λόγους (σκέψεις 44 και 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου], η οποία, καταρχήν, απαγορεύει την προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, ουδόλως επηρεάζει την εκτίμηση σχετικά με το παραδεκτό προσφυγής που αφορά τους αυτούς διαδίκους και το ίδιο αντικείμενο, αλλά στηρίζεται σε λόγους ακυρώσεως διαφορετικούς από αυτούς στους οποίους στηρίζεται προγενέστερη προσφυγή (σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

 Επιχειρήματα των διαδίκων

24      Με το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, εκ των τριών που αυτός περιλαμβάνει, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένως απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου λόγω εκκρεμοδικίας που προβλήθηκε σε σχέση με την προσφυγή στην υπόθεση T‑277/00 ως εκ της υποθέσεως T-274/00. Το παραδεκτό μιας προσφυγής πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την υφιστάμενη κατά τον χρόνο της καταθέσεως του εισαγωγικού δικογράφου κατάσταση, με συνέπεια το γεγονός ότι η Comitato παραιτήθηκε, στο μεταξύ, από την προσφυγή της στην υπόθεση T‑274/00 να μη καθιστά παραδεκτή την προσφυγή της στην υπόθεση T‑277/00. Σε αντίθετη περίπτωση ο προσφεύγων θα μπορούσε να ασκεί πλείονες προσφυγές και να επιλέγει μεταγενέστερα, κατά το δοκούν, εκείνη στην οποία προτίθεται να δώσει συνέχεια, γεγονός που θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της οικονομίας της δίκης.

25      Με το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι, όσον αφορά την εκκρεμοδικία λόγω της υποθέσεως T‑231/00, αυτό έκρινε ότι η ταυτότητα λόγων μεταξύ της προγενέστερης και της μεταγενέστερης προσφυγής συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη εκκρεμοδικίας. Όμως, τόσο από τους δικονομικούς κανόνες των κρατών μελών όσο και από το άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1), προκύπτει ότι η ύπαρξη εκκρεμοδικίας δεν εξαρτάται από μια τέτοια προϋπόθεση. Με το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο όφειλε τουλάχιστον να απορρίψει, λόγω εκκρεμοδικίας, την προσφυγή στην υπόθεση T‑277/00, στο μέτρο που η προσφυγή στην εν λόγω υπόθεση ταυτιζόταν με την προσφυγή στην υπόθεση T-231/00.

26      Η Comitato υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, με τις παρατηρήσεις της ενώπιον του Πρωτοδικείου, εξέθεσε ότι η ένσταση εκκρεμοδικίας προϋποθέτει ότι μια προσφυγή ασκείται κατόπιν μιας άλλης και ότι αφορά τους ίδιους διαδίκους, έχει το ίδιο αντικείμενο και στηρίζεται στους ίδιους λόγους. Επομένως, στο εξής, η Επιτροπή δεν μπορούσε, στο στάδιο της αναιρέσεως, να προβάλει εντελώς νέους λόγους. Επιπλέον, καθόσον η Επιτροπή δεν άσκησε αναίρεση κατά της προπαρατεθείσας διατάξεως του Πρωτοδικείου Gruppo ormeggiatori del porto di Venezia κ.λπ. κατά Επιτροπής, δεν μπορούσε να προβάλει τον λόγο αυτό στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T‑277/00.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

27      Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Comitato, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η Επιτροπή, προς στήριξη της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε, υποστήριξε ενώπιον του Πρωτοδικείου διαφορετική νομική άποψη από αυτή που υποστηρίζει με την ανταναίρεση είναι άνευ σημασίας, δεδομένου ότι ο υπό κρίση λόγος στηρίζεται, όπως και τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή σε πρώτο βαθμό στο πλαίσιο της οικείας ενστάσεως, σε φερόμενη εκκρεμοδικία όσον αφορά την υπόθεση T‑277/00 λόγω της υποθέσεως T-274/00.

28      Συγκεκριμένα, μολονότι ενώπιον του Δικαστηρίου η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει ο προσφεύγων δεν απαιτείται να ταυτίζονται προκειμένου να γίνει δεκτή η ύπαρξη εκκρεμοδικίας, ενώ ενώπιον του Πρωτοδικείου υποστήριξε ότι οι λόγοι αυτοί πρέπει να ταυτίζονται, εντούτοις, η άποψή της ότι υφίσταται εκκρεμοδικία είναι ουσιαστικώς ίδια με εκείνη που υποστήριξε ενώπιον του Πρωτοδικείου και, επομένως, δεν πρόκειται περί νέου λόγου.

29      Επίσης, η προπαρατεθείσα διάταξη του Πρωτοδικείου Gruppo ormeggiatori del porto di Venezia κ.λπ. κατά Επιτροπής δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να εξετάσει τον λόγο που προέβαλε η Επιτροπή και αφορά την κρίση που διατύπωσε το Πρωτοδικείο για την ένσταση εκκρεμοδικίας που η Επιτροπή είχε προβάλει στην υπόθεση T‑277/00, καθόσον η εν λόγω διάταξη δεν περιλαμβάνει κρίση σχετικά με το παραδεκτό της προσφυγής στην τελευταία αυτή υπόθεση.

30      Ως προς την ουσία, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε, όσον αφορά το πρώτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται σε εκκρεμοδικία λόγω της υποθέσεως T‑274/00, ότι, κατόπιν της παραιτήσεως της Comitato από την προσφυγή της στην εν λόγω υπόθεση, η προσφυγή που αυτή άσκησε στην υπόθεση T‑277/00 δεν προσέκρουε πλέον σε εκκρεμοδικία λόγω της υποθέσεως T‑274/00.

31      Ασφαλώς, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το παραδεκτό πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την υφιστάμενη κατά το χρονικό σημείο της καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής κατάσταση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 18ης Απριλίου 2002, C‑61/96, C‑132/97, C‑45/98, C‑27/99, C‑81/00 και C‑22/01, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑3439, σκέψη 23). Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, σε περίπτωση απορρίψεως προσφυγής ως απαράδεκτης, η διαφορά η οποία ήταν εκκρεμής παύει να υφίσταται, με συνέπεια η εκκρεμοδικία να εξαφανίζεται (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1987, 146/85 και 431/85, Diezler κ.λπ. κατά CES, Συλλογή 1987, σ. 4283, σκέψη 12).

32      Το ίδιο ισχύει, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 50 των προτάσεών της, οσάκις, όπως εν προκειμένω, η εκκρεμής διαφορά εξαφανίζεται λόγω παραιτήσεως του προσφεύγοντος από την προσφυγή του. Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, το συμφέρον να αποτραπεί το ενδεχόμενο οι διοικούμενοι να κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής κατά τρόπο αντίθετο προς την αρχή της οικονομίας της δίκης δεν επιβάλλει να γίνει δεκτή η ύπαρξη εκκρεμοδικίας ακόμη και υπό το πρίσμα μιας προσφυγής από την οποία ο προσφεύγων παραιτήθηκε. Συγκεκριμένα, το συμφέρον αυτό προστατεύεται επαρκώς με την καταδίκη του προσφεύγοντος στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ή το άρθρο 87, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

33      Επομένως, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

34      Όσον αφορά το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, σχετικά με την εκκρεμοδικία λόγω της υποθέσεως T‑231/00, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, οι αιτιάσεις οι οποίες στρέφονται κατά των αιτιολογιών που παρατίθενται ως εκ περισσού σε απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να προκαλέσουν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής και συνεπώς είναι αλυσιτελείς (απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, C‑399/08 P, Επιτροπή κατά Deutsche Post, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35      Συναφώς, από τη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν υποχρεούνταν να εξετάσει την ένσταση εκκρεμοδικίας που προέβαλε η Comitato και η οποία στηριζόταν στο ότι αυτή άσκησε την προσφυγή στην υπόθεση T-277/00 από κοινού με την Coopservice, με συνέπεια ότι, ακόμη και αν γινόταν δεκτή η ύπαρξη της προβαλλόμενης εκκρεμοδικίας, πάντως αυτή ουδόλως θα επηρέαζε το παραδεκτό της προσφυγής καθ’ ο μέρος αυτή ασκήθηκε από την Coopservice, ούτε, ειδικότερα, τους λόγους ουσίας που εξέτασε εν προκειμένω το Πρωτοδικείο, δεδομένου ότι τους λόγους αυτούς είχαν προβάλει οι δύο προσφεύγουσες από κοινού.

36      Οι διαπιστώσεις αυτές, τις οποίες εξάλλου δεν αμφισβήτησε η Επιτροπή, είναι σύμφωνες με τη νομολογία που διαμορφώθηκε με την απόφαση της 24ης Μαρτίου 1993, C‑313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I‑1125).

37      Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία αυτή, η οποία υπαγορεύεται από λόγους οικονομίας της δίκης [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 2009, C‑60/08 P(R), Cheminova κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 34], αν πλείονες προσφεύγοντες προσβάλλουν την ίδια απόφαση και αποδεικνύεται ότι ένας εξ αυτών θεμελιώνει έννομο συμφέρον, παρέλκει η εξέταση του εννόμου συμφέροντος των λοιπών προσφευγόντων.

38      Η νομολογία αυτή στηρίζεται στη σκέψη ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, επιβάλλεται, εν πάση περιπτώσει, η εξέταση του βασίμου της προσφυγής, με συνέπεια το ζήτημα κατά πόσον όλοι οι προσφεύγοντες θεμελιώνουν πράγματι έννομο συμφέρον να είναι άνευ σημασίας.

39      Το ίδιο ισχύει στην προκειμένη περίπτωση.

40      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι απόρριψη της προσφυγής της Comitato, όπως ζητεί η Επιτροπή στο πλαίσιο των υπό κρίση σκελών αυτού του λόγου αναιρέσεως, ουδεμία επιρροή θα ασκούσε επί της υποχρεώσεως του Πρωτοδικείου να εξετάσει τους λόγους που προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑277/00. Συγκεκριμένα, η προσφυγή αυτή ασκήθηκε από την Comitato και την Coopservice από κοινού. Όμως, όσον αφορά την Coopservice, ως προς αυτή δεν υπήρχε εκκρεμοδικία, με συνέπεια ότι το Πρωτοδικείο θα όφειλε, εν πάση περιπτώσει, να εξετάσει το σύνολο των προβληθέντων λόγων, γεγονός που σημαίνει ότι τυχόν απόρριψη της προσφυγής της Comitato θα ήταν άνευ σημασίας.

41      Επομένως, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η αιτιολογία που παρατίθεται ως εκ περισσού στις σκέψεις 44 έως 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, είναι νομικώς εσφαλμένη, πάντως, μια τέτοια διαπίστωση ουδόλως επηρεάζει το βάσιμο της απορρίψεως των λόγων που στηρίζονται στην ένσταση εκκρεμοδικίας λόγω της υποθέσεως T‑231/00.

42      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως προβάλλονται αλυσιτελώς.

43      Κατόπιν των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος που προβάλλεται με την ανταναίρεση της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του εννόμου συμφέροντος των προσφευγουσών ενώπιον του Πρωτοδικείου επιχειρήσεων

 Αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

44      Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑254/00, T‑270/00 και T‑277/00 είχαν έννομο συμφέρον και, συγκεκριμένα, διαπίστωσε ότι η επίμαχη απόφαση τις αφορούσε ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

45      Συναφώς, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι προσφεύγουσες εξατομικεύονται επαρκώς λόγω της ιδιαίτερης βλάβης που η επιβληθείσα με την επίμαχη απόφαση υποχρέωση επιστροφής προκαλεί στα συμφέροντά τους ως δυνάμενων να εξατομικευθούν μελών ενός κλειστού κύκλου (σκέψεις 76 έως 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Εν συνεχεία, αφού εξέτασε το σύστημα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων (σκέψεις 94 έως 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) και την αρμοδιότητα των εθνικών αρχών για την εκτέλεση της επίμαχης αποφάσεως (σκέψεις 100 έως 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε την εκτίμηση που περιλαμβάνεται στη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η επίμαχη απόφαση αφορά ατομικά τις προσφεύγουσες (σκέψη 93 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

 Επιχειρήματα των διαδίκων

46      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, όταν με απόφασή της κρίνει καθεστώς κρατικών ενισχύσεων παράνομο και ασύμβατο με την κοινή αγορά, το γεγονός ότι η εν λόγω απόφαση διατάσσει την ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν κατ’ εφαρμογή του οικείου καθεστώτος δεν σημαίνει ότι αφορά ατομικά τους δικαιούχους των οικείων ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο συγχέει την έννοια του δικαιούχου του καθεστώτος ενισχύσεων με την έννοια του δικαιούχου πλεονεκτημάτων που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία. Όμως, κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίμαχης αποφάσεως, οι δικαιούχοι οι οποίοι ήταν υπόχρεοι σε επιστροφή ενισχύσεων δυνάμει της αποφάσεως αυτής δεν ήταν δυνατό να προσδιοριστούν. Προς τούτο, ήταν αναγκαίο να καθοριστεί αν τα παρασχεθέντα σε αυτούς πλεονεκτήματα συνιστούσαν πράγματι κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ και αν αυτοί ήταν πράγματι υπόχρεοι, δυνάμει της εν λόγω αποφάσεως, σε επιστροφή των χορηγηθεισών ενισχύσεων.

47      Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η συμμετοχή σε έναν κύκλο δικαιούχων προσδιοριζομένων κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίμαχης αποφάσεως δεν αρκεί για τη θεμελίωση ατομικού συμφέροντος, στο μέτρο που αυτό προϋποθέτει ότι οι δικαιούχοι τελούν σε ιδιαίτερη κατάσταση ικανή να πείσει την Επιτροπή να τη λάβει υπόψη της, πράγμα το οποίο δεν συνέβαινε εν προκειμένω.

48      Εν συνεχεία, η προσέγγιση του Πρωτοδικείου θα είχε ως συνέπεια οι δικαιούχοι καθεστώτος ενισχύσεων να υποχρεούνται, σύμφωνα με τη νομολογία που διαμορφώθηκε με την απόφαση της 9ης Μαρτίου 1994, C‑188/92, TWD Textilwerke Deggendorf, Συλλογή 1994, σ. I‑833, σκέψεις 24 έως 26), να προσβάλουν ενώπιον του Πρωτοδικείου την απόφαση της Επιτροπής, ακόμη και σε περίπτωση που δεν υφίσταται βεβαιότητα ως προς το ότι αυτοί θα ήταν πράγματι υπόχρεοι σε επιστροφή των παρασχεθέντων πλεονεκτημάτων.

49      Όσον αφορά τον συλλογισμό που εκτίθεται στις σκέψεις 94 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο κακώς απέρριψε το κριτήριο που αυτή προέβαλε, κατά το οποίο η απόφασή της δεν αφορά ατομικά τους δικαιούχους της ενισχύσεως αν η ενίσχυση χορηγείται αυτόματα, κατ’ εφαρμογή γενικού καθεστώτος. Τέλος, όσον αφορά τις αιτιολογίες που παρατίθενται στις σκέψεις 100 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή φρονεί ότι το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, όταν η Επιτροπή αποφαίνεται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο σε σχέση με καθεστώς ενισχύσεων το οποίο κρίνει ασύμβατο με την κοινή αγορά και διατάσσει την ανάκτηση των χορηγηθεισών βάσει του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων, στο κράτος μέλος εναπόκειται να ελέγξει την ατομική κατάσταση καθεμίας επιχειρήσεως από τις ενδιαφερόμενες, προκειμένου να προβεί στην ανάκτηση των παράνομων ενισχύσεων.

50      Κατά την Comitato και την Italgas, το Πρωτοδικείο ορθώς δέχθηκε ότι οι προσφεύγουσες επιχειρήσεις είχαν έννομο συμφέρον.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

51      Το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι οι προσφεύγουσες επιχειρήσεις είχαν έννομο συμφέρον, καθόσον η επίμαχη απόφαση τις αφορούσε ατομικά λόγω της ιδιαίτερης βλάβης την οποία η εντολή ανακτήσεως των οικείων ενισχύσεων προκαλούσε στην έννομη κατάστασή τους.

52      Συγκεκριμένα, αφενός, σύμφωνα με πάγια νομολογία, τα πρόσωπα που δεν είναι αποδέκτες αποφάσεως δεν μπορούν να επικαλεστούν ότι η εν λόγω απόφαση τα αφορά ατομικά, παρά μόνον αν η απόφαση αυτή τα θίγει λόγω ορισμένων ξεχωριστών ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τα χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι τα εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (βλ. αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937, και της 29ης Απριλίου 2004, C‑298/00 P, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑4087, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

53      Αφετέρου, η εν λόγω απόφαση θεωρείται ότι αφορά ατομικά τους πραγματικούς αποδέκτες ατομικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν βάσει καθεστώτος ενισχύσεων και των οποίων την αναζήτηση διέταξε η Επιτροπή, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 2000, C‑15/98 και C‑105/99, Ιταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑8855, σκέψη 34, καθώς και Ιταλία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 38 και 39).

54      Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

55      Η άποψη κατά την οποία η επίμαχη απόφαση που επιβάλλει την υποχρέωση ανακτήσεως δεν εξατομίκευε, κατά τον χρόνο εκδόσεώς της, επαρκώς τις προσφεύγουσες πρέπει, εξαρχής, να απορριφθεί. Η άποψη αυτή στηρίζεται, αφενός, στο αξίωμα ότι η πραγματική ανάκτηση θα πραγματοποιηθεί σε μεταγενέστερο στάδιο, οπότε και θα πρέπει να αποδειχθεί αν τα παρασχεθέντα πλεονεκτήματα συνιστούν πράγματι κρατικές ενισχύσεις οι οποίες πρέπει να επιστραφούν, και, αφετέρου, στο γεγονός ότι οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι οι δικαιούχοι εντάσσονται σε έναν περιορισμένο κύκλο δεν συντρέχουν.

56      Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με τα σημεία 71 έως 82 των προτάσεών της, η εντολή ανακτήσεως αφορά ήδη ατομικά όλους τους δικαιούχους του επίμαχου καθεστώτος, καθόσον αυτοί, από την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως, διατρέχουν τον κίνδυνο να αναζητηθούν τα παρασχεθέντα σε αυτούς πλεονεκτήματα και, επομένως, θίγονται όσον αφορά τη νομική τους κατάσταση. Κατά συνέπεια, οι δικαιούχοι αυτοί εντάσσονται σε έναν περιορισμένο κύκλο (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑519/07 P, Επιτροπή κατά Koninklijke FrieslandCampina, Συλλογή 2009, σ. I‑8495, σκέψη 54), χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί κατά πόσο συντρέχουν πρόσθετες προϋποθέσεις που αφορούν περιπτώσεις στις οποίες η απόφαση της Επιτροπής δεν συνοδεύεται από εντολή ανακτήσεως. Επιπλέον, το ενδεχόμενο να μην αναζητηθούν, μεταγενέστερα, στην πράξη από τους δικαιούχους τα πλεονεκτήματα που κρίθηκαν παράνομα δεν αποκλείει το να θεωρηθεί ότι η απόφαση της Επιτροπής τους αφορά ατομικά.

57      Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η αναγνώριση του παραδεκτού των προσφυγών που ασκήθηκαν κατά αποφάσεώς της με την οποία διατάσσεται η επιστροφή των κρατικών ενισχύσεων θα είχε το «παράδοξο και παράλογο αποτέλεσμα» οι αποδέκτες μιας τέτοιας αποφάσεως να υποχρεούνται να προσβάλουν άμεσα την εν λόγω απόφαση, χωρίς καν να γνωρίζουν αν βάσει αυτής θα εκδοθεί εντολής ανακτήσεως εις βάρος τους. Το επιχείρημα αυτό προέβαλε ήδη η Επιτροπή, με σχεδόν πανομοιότυπη διατύπωση, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής (σκέψη 31), χωρίς όμως αυτό να γίνει δεκτό.

58      Συγκεκριμένα, η δυνατότητα διαδίκου να προβάλει, στο πλαίσιο εθνικής δίκης, την ακυρότητα διατάξεων που περιέχονται σε πράξεις της Ένωσης προϋποθέτει, ασφαλώς, ότι ο διάδικος αυτός δεν είχε το δικαίωμα να ασκήσει, βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, ευθεία προσφυγή κατά των διατάξεων αυτών, των οποίων υφίσταται τις συνέπειες, χωρίς να μπορεί να ζητήσει την ακύρωσή τους (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις TWD Textilwerke Deggendorf, προπαρατεθείσα, σκέψη 23, καθώς και της 29ης Ιουνίου 2010, C‑550/09, E και F, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 45 και 46). Εντούτοις, από την ίδια νομολογία προκύπτει ότι μια τέτοια ευθεία προσφυγή πρέπει να είναι πέραν πάσης αμφιβολίας παραδεκτή (βλ. αποφάσεις E και F, προπαρατεθείσα, σκέψη 48, καθώς και της 17ης Φεβρουαρίου 2011, C-494/09, Bolton Alimentari, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 23).

59      Επομένως, διάδικοι ευρισκόμενοι στην ίδια κατάσταση με τις νυν αναιρεσείουσες υποχρεούνται ουσιαστικά, προκειμένου να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους, να ασκήσουν προσφυγή κατά αποφάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά μόνο σε περίπτωση που μπορεί να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια προσφυγή είναι πέραν πάσης αμφιβολίας παραδεκτή. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που δεν αμφισβητείται ότι ένας τέτοιος διάδικος μπορεί παραδεκτώς να ασκήσει ευθεία προσφυγή, εύλογα αναμένεται από αυτόν να την ασκήσει εντός της δίμηνης προθεσμίας που τάσσει συναφώς το άρθρο 230 ΕΚ.

60      Επιπλέον, παρατηρείται ότι οι αιτιολογίες που παρατίθενται στις σκέψεις 76 έως 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι, αυτές καθεαυτές, ικανές να δικαιολογήσουν επαρκώς κατά νόμον το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου, που περιλαμβάνεται στη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο η επίμαχη απόφαση αφορά ατομικά τις προσφεύγουσες.

61      Εντούτοις, στο μέτρο που η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραπέμπει, με τη σκέψη 251, στον συλλογισμό που αναπτύχθηκε με τις σκέψεις 100 έως 111 και ο συλλογισμός αυτός προσβάλλεται από την Επιτροπή στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, επισημαίνεται, στο εξής, ότι ο συλλογισμός αυτός ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.

62      Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ειδικότερα ότι δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι το οικείο κράτος μέλος μπορεί, κατά την εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής που αφορά παράνομο καθεστώς ενισχύσεων, να εξετάζει σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

63      Πάντως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο ενός προγράμματος ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των χαρακτηριστικών του επίμαχου προγράμματος, προκειμένου να εκτιμήσει αν, λόγω των λεπτομερειών που το πρόγραμμα αυτό προβλέπει, εξασφαλίζει αισθητό όφελος στους δικαιούχους σε σχέση προς τους ανταγωνιστές τους και μπορεί να ευνοήσει κυρίως τις επιχειρήσεις που μετέχουν στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο. Επομένως, η Επιτροπή, στο πλαίσιο αποφάσεως που αφορά τέτοιο πρόγραμμα δεν υποχρεούται να προβεί σε ανάλυση της ενισχύσεως που χορηγήθηκε σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση βάσει του καθεστώτος αυτού. Μόνο στο στάδιο της αναζητήσεως των ενισχύσεων είναι αναγκαίο να ελέγχεται η κατ’ ιδίαν κατάσταση κάθε συγκεκριμένης επιχειρήσεως (βλ. απόφαση της 7ης Μαρτίου 2002, C‑310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑2289, σκέψεις 89 και 91).

64      Οι κρίσεις του Πρωτοδικείου, που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 104 έως 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν λαμβάνουν υπόψη τη νομολογία κατά την οποία, όταν η Επιτροπή αποφαίνεται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο σε σχέση με καθεστώς ενισχύσεων το οποίο κηρύσσει ασύμβατο με την κοινή αγορά και διατάσσει την ανάκτηση των χορηγηθεισών βάσει του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων, στο κράτος μέλος εναπόκειται να ελέγξει την ατομική κατάσταση καθεμίας από τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η ανάκτηση.

65      Εντούτοις, οι αιτιάσεις της Επιτροπής όσον αφορά τη συλλογιστική που το Πρωτοδικείο ανέπτυξε με τις σκέψεις 100 έως 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν ασκούν, εν πάση περιπτώσει, επιρροή στο διατακτικό της και, επομένως, πρέπει να θεωρηθούν αλυσιτελείς (βλ. υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2001, C‑302/99 P και C‑308/99 P, Επιτροπή και Γαλλία κατά TF1, Συλλογή 2001, σ. I‑5603, σκέψεις 27 έως 29).

66      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του εννόμου συμφέροντος της Comitato

 Αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

67      Το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 114 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι, υπό το πρίσμα της νομολογίας που διαμορφώθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, δεν υποχρεούνταν να εξετάσει το έννομο συμφέρον της Comitato. Επιπροσθέτως, με τη σκέψη 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η Comitato είχε, εν πάση περιπτώσει, έννομο συμφέρον, στο μέτρο που ενεργεί αντί και εξ ονόματος των μελών της, των οποίων οι προσφυγές έπρεπε να κηρυχθούν παραδεκτές.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

68      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι κακώς μετέφερε τη σχετική με τις ενώσεις επιχειρήσεων νομολογία σε μια ένωση ενώσεων, όπως η Comitato. Επιπλέον, η Επιτροπή αναφέρει ότι κανένα στοιχείο δεν επέτρεπε να συναχθεί ότι οι οικείες ενώσεις είχαν πράγματι αναθέσει στην τελευταία να διασφαλίσει την προστασία των συμφερόντων τους.

69      Κατά την Comitato, ορθώς το Πρωτοδικείο τής αναγνώρισε έννομο συμφέρον.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

70      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, οι αιτιάσεις οι οποίες στρέφονται κατά των αιτιολογιών που παρατίθενται ως εκ περισσού σε απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να προκαλέσουν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής και συνεπώς είναι αλυσιτελείς.

71      Συναφώς, από τη σκέψη 114 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν υποχρεούνταν να εξετάσει το έννομο συμφέρον της Comitato, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα επιχείρηση Coopservice έχει έννομο συμφέρον.

72      Η κρίση αυτή, που στηρίζεται στο έννομο συμφέρον της Coopservice και την οποία η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι σύμφωνη με τη νομολογία που διαμορφώθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 37 έως 40 της παρούσας αποφάσεως.

73      Κατά συνέπεια, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η περιεχόμενη στη σκέψη 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αιτιολογία είναι νομικά εσφαλμένη, πάντως, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η διαπίστωση αυτή ουδόλως επηρεάζει το βάσιμο της εκτιμήσεως που αφορά την αιτίαση σχετικά με το έννομο συμφέρον της Comitato.

74      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής.

75      Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του εννόμου συμφέροντος των προσφευγουσών ενώπιον του Πρωτοδικείου

76      Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι παρέλειψε να εξετάσει το έννομο συμφέρον των ενώπιόν του προσφευγουσών και ότι δεν απέρριψε τις προσφυγές τους ως απαράδεκτες λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος.

77      Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, το έννομο συμφέρον των προσφευγουσών δεν στηρίζεται στο ενδεχόμενο απλώς και μόνο να τους αποσταλεί από τις εθνικές αρχές εντολή περί επιστροφής. Συγκεκριμένα, η έκδοση της επίμαχης αποφάσεως μετέβαλε την έννομη κατάσταση καθεμιάς από αυτές, στο μέτρο που κήρυξε ασύμβατες με την κοινή αγορά χορηγηθείσες δυνάμει του οικείου καθεστώτος ενισχύσεις τις οποίες αυτές είχαν ήδη εισπράξει και διέταξε την ανάκτησή τους. Επομένως, από την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες επιχειρήσεις όφειλαν, καταρχήν, να αναμένουν ότι θα υποχρεωθούν να επιστρέψουν τις εισπραχθείσες ενισχύσεις και, κατ’ αυτό τον τρόπο, θεμελίωναν έννομο συμφέρον. Η δε Επιτροπή δεν προέβαλε στοιχεία βάσει των οποίων να μπορεί να γίνει δεκτό ότι αποκλειόταν το ενδεχόμενο να αποσταλεί στις οικείες επιχειρήσεις εντολή περί επιστροφής.

78      Κατόπιν των προεκτεθέντων, η ανταναίρεση της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

79      Οι αναιρεσείουσες προς στήριξη των αιτήσεών τους αναιρέσεως και η Coopservice στο πλαίσιο της αιτήσεώς της ανταναιρέσεως προβάλλουν λόγους που εντάσσονται, κατ’ ουσίαν, σε έξι κατηγορίες, οι οποίες αφορούν, πρώτον, τον αντισταθμιστικό χαρακτήρα των επίμαχων πλεονεκτημάτων, δεύτερον, τα κριτήρια του επηρεασμού του εμπορίου και της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ, καθώς και την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, τρίτον, το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχεία γ΄ και δ΄, ΕΚ, τέταρτον, το άρθρο 87, παράγραφοι 2, στοιχείο β΄, και 3, στοιχείο β΄, ΕΚ, πέμπτον, το άρθρο 14 του κανονισμού 659/1999 και, έκτον και τελευταίο, το άρθρο 15 του ίδιου κανονισμού.

 Επί του άρθρου 15 του κανονισμού 659/99 – χαρακτηρισμός ως «νέας ενισχύσεως»

 Αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

80      Το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 357 έως 367 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε τους λόγους που έβαλλαν κατά της επίμαχης αποφάσεως της Επιτροπής και αντλούνταν από παράβαση του άρθρου 15 του κανονισμού 659/1999 και κατά τους οποίους τα παρασχεθέντα δυνάμει των νόμων 206/1995 και 206/1997 επίδικα πλεονεκτήματα θα έπρεπε να χαρακτηριστούν ως «υφιστάμενες ενισχύσεις» με συνέπεια να έχει παρέλθει η δεκαετής προθεσμία παραγραφής. Συναφώς, το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε, ιδίως, στο γεγονός ότι τα πλεονεκτήματα που προβλέπει ο νόμος 590/1971, η ισχύς του οποίου παρατάθηκε με τον νόμο 463/1972, είχαν παύσει να χορηγούνται από 1ης Ιουλίου 1973, αυτά δε που προβλέπονται από τους νόμους 502/1978, 102/1977 και 573/1977 είχαν χορηγηθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1981. Επομένως, τα πλεονεκτήματα που αποτελούν το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν έχουν καμία σχέση με τα πλεονεκτήματα που είχαν χορηγηθεί προγενέστερα δυνάμει των εν λόγω νόμων, γεγονός που αποκλείει τον χαρακτηρισμό των πρώτων ως «υφιστάμενων ενισχύσεων».

 Επιχειρήματα των διαδίκων

81      Η Comitato και η Hotel Cipriani, με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, καθώς και η Coopservice, με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε επαρκώς το ζήτημα πότε θεσπίστηκε το καθεστώς των απαλλαγών ή μειώσεων των κοινωνικών εισφορών και δεν έλαβε υπόψη τη συνέχεια του εν λόγω καθεστώτος, το οποίο υφίστατο για δεκαετίες. Συγκεκριμένα, το εν λόγω καθεστώς θεσπίστηκε με τον νόμο 463/1972. Εν συνεχεία, ίσχυσε στη Βενετία ο ειδικός νόμος 171/1973, ο οποίος προέβλεψε τη βασική απόφαση περί απαλλαγών και μειώσεων των κοινωνικών εισφορών. Το συγκεκριμένο μέτρο της μειώσεως αυτής ορίσθηκε με αναφορά στις διατάξεις που ίσχυαν για το Mezzogiorno. Πάντως, η βασική απόφαση στον ειδικό νόμο 171/1973 ουδέποτε καταργήθηκε.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

82      Οι λόγοι αυτοί, οι οποίοι πρέπει να εξετασθούν πρώτοι, είναι απορριπτέοι. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι καμία από τις ανωτέρω αναιρεσείουσες δεν βάλλει κατά της διαπιστώσεως στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 360 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και κατά την οποία η παροχή των πλεονεκτημάτων που προβλέπονται από τους νόμους 590/1971, 463/1972, 102/1977, 573/1977 και 502/1978 έπαυσε, αντίστοιχα, από 1ης Ιουλίου 1973 ή από 1ης Ιανουαρίου 1982. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα πλεονεκτήματα αυτά και τα χορηγηθέντα δυνάμει των νόμων 30/1997 και 206/1995 δεν παρουσιάζουν συνέχεια, οπότε τα δεύτερα δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως υφιστάμενες, αλλά συνιστούν στην πραγματικότητα νέες ενισχύσεις.

 Επί του αντισταθμιστικού χαρακτήρα

 Αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

83      Το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 179 έως 198 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε τους λόγους με τους οποίους προβλήθηκε ότι η επίμαχη απόφαση εσφαλμένως χαρακτήρισε ως «ενισχύσεις» τις απαλλαγές ή μειώσεις των οικείων κοινωνικών εισφορών, παραβλέποντας τον αντισταθμιστικό χαρακτήρα τους. Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο έκρινε, παραπέμποντας στη νομολογία του Δικαστηρίου, ότι το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επιδιώκει να επιτύχει, μέσω μονομερών μέτρων, την προσέγγιση των όρων ανταγωνισμού που ισχύουν σε ορισμένο οικονομικό τομέα προς τους όρους ανταγωνισμού που επικρατούν σε άλλα κράτη μέλη δεν δύναται να άρει τον χαρακτήρα των εν λόγω μέτρων ως ενισχύσεων (σκέψεις 181 έως 184 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

 Επιχειρήματα των διαδίκων

84      Το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου που προβάλλουν η Comitato, η Hotel Cipriani και η Coopservice, καθώς και ο πρώτος λόγος που προβάλλει η Italgas στρέφονται κατά των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως οι οποίες αναφέρονται στην απουσία αντισταθμιστικού χαρακτήρα των παρασχεθέντων πλεονεκτημάτων που εκτίθενται στις σκέψεις 179 έως 198 της αποφάσεως.

85      Συναφώς, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη τον αντισταθμιστικό χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων. Μεταξύ, αφενός, του σκοπού της προωθήσεως της απασχολήσεως και, αφετέρου, των δυσχερειών και πρόσθετων δαπανών που αντιμετωπίζουν οι επιχειρηματίες τους οποίους αφορούν τα εν λόγω μέτρα υφίσταται στενός σύνδεσμος. Οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι δικαιούχοι των εν λόγω απαλλαγών από τις κοινωνικές εισφορές πρέπει να εκτιμώνται σε σχέση με τις δαπάνες με τις οποίες θα βαρύνονταν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις αν λειτουργούσαν στην ξηρά και όχι σε σχέση με το μέσο κόστος με το οποίο επιβαρύνονται οι κοινοτικές επιχειρήσεις.

86      Επιπλέον, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον παρέλειψε να επισημάνει την αντιφατική αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως, η οποία, στο σημείο 92 του αιτιολογικού της, δέχθηκε ότι τα μέτρα απαλλαγών ή μειώσεων των κοινωνικών εισφορών προορίζονταν να αντισταθμίσουν, όσον αφορά την επιχείρηση ASPIV, τις πρόσθετες δαπάνες με τις οποίες αυτή βαρύνονταν. Ομοίως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει εσφαλμένη αιτιολογία, καθόσον το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι υφίσταντο ειδικές περιπτώσεις στις οποίες το γεγονός της αντισταθμίσεως κάποιου μειονεκτήματος μπορούσε να άρει τον χαρακτήρα κάποιου μέτρου ως πλεονεκτήματος, χωρίς εντούτοις να εξηγήσει επαρκώς τους λόγους για τους οποίους αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

87      Η Hotel Cipriani προσθέτει ότι το Πρωτοδικείο όφειλε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η απαλλαγή ή η μείωση των κοινωνικών εισφορών εντάσσεται στο πλαίσιο μιας πολιτικής διαφυλάξεως του κέντρου της Βενετίας, μη επιτρέπουσας συγκεκριμένο προσδιορισμό των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων που απορρέουν από τις δεσμεύσεις που επιβάλλει η ιδιαίτερη κατάσταση της πόλεως αυτής. Το Πρωτοδικείο, αντί να δώσει την προσήκουσα σημασία σε δύο μελέτες, εκ των οποίων η μία αφορούσε, ειδικότερα, τις επιβαρύνσεις του ξενοδοχειακού τομέα, προσήψε στη Hotel Cipriani ότι δεν απέδειξε το μέγεθος των πρόσθετων δαπανών στις οποίες αυτή καλούνταν να υποβληθεί σε σύγκριση με άλλα ξενοδοχεία στην Ιταλία ή στην αλλοδαπή και στων οποίων την αντιστάθμιση απέβλεπαν τα παρασχεθέντα πλεονεκτήματα.

88      Η Ιταλική Δημοκρατία φρονεί, επίσης, ότι το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη τον αντισταθμιστικό χαρακτήρα των παρασχεθέντων πλεονεκτημάτων. Η παροχή των εν λόγω πλεονεκτημάτων δικαιολογούνταν από ένα οικονομικό κριτήριο. Συγκεκριμένα, συγκρίνοντας τις ιταλικές αρχές με ιδιωτική επιχείρηση και τις κοινωνικές εισφορές με ασφάλιστρα, το οικείο κράτος μέλος υποστηρίζει ότι σε μια περίπτωση όπως αυτή περί της οποίας πρόκειται μια ιδιωτική επιχείρηση θα είχε μειώσει τα ασφάλιστρα. Επιπλέον, υφίσταται άμεσος σύνδεσμος μεταξύ των εν λόγω πλεονεκτημάτων και της καταστάσεως που αντιμετώπιζαν οι επιχειρήσεις, χαρακτηριστικό της οποίας ήταν το ιδιαίτερα υψηλό κόστος του εργατικού δυναμικού.

89      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει τους υπό κρίση λόγους ως αβάσιμους, προβαίνοντας συγχρόνως σε αντικατάσταση αιτιολογίας όσον αφορά το τμήμα της συλλογιστικής του Πρωτοδικείου κατά το οποίο, σε ειδικές περιπτώσεις, ο αντισταθμιστικός χαρακτήρας των πλεονεκτημάτων θα μπορούσε να άρει τον χαρακτήρα τους ως ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

90      Το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε, με τις σκέψεις 181 έως 184 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο προβαλλόμενος αντισταθμιστικός χαρακτήρας των παρασχεθέντων δυνάμει του επίμαχου καθεστώτος πλεονεκτημάτων δεν επιτρέπει την άρση του χαρακτηρισμού τους ως «ενισχύσεων» κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ.

91      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις παρεμβάσεις οι οποίες, υπό οποιαδήποτε μορφή, είναι ικανές να ευνοούν άμεσα ή έμμεσα επιχειρήσεις ή που πρέπει να θεωρούνται οικονομικό πλεονέκτημα που η ωφελούμενη επιχείρηση δεν θα είχε υπό ομαλές συνθήκες αγοράς (απόφαση Επιτροπή κατά Deutsche Post, προπαρατεθείσα, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

92      Ασφαλώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι στον βαθμό που μια κρατική παρέμβαση πρέπει να θεωρείται αντιστάθμιση αντιπροσωπεύουσα την αντιπαροχή για υπηρεσίες που παρέσχον οι ωφελούμενες επιχειρήσεις για την εκπλήρωση υποχρεώσεων δημοσίας υπηρεσίας, οπότε οι επιχειρήσεις αυτές δεν απολαύουν, στην πραγματικότητα, οικονομικού πλεονεκτήματος και η εν λόγω παρέμβαση δεν έχει συνεπώς ως αποτέλεσμα να τίθενται οι επιχειρήσεις αυτές σε ευνοϊκότερη από άποψη ανταγωνισμού θέση σε σχέση με τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, μια τέτοια παρέμβαση δεν εμπίπτει στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Deutsche Post, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

93      Πάντως, ούτε η Hotel Cipriani ούτε η Italgas υποστηρίζουν, με τον πρώτο λόγο που προβάλλουν, ότι οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται σε ό,τι τις αφορά. Αντιθέτως, υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι τα επίμαχα πλεονεκτήματα σκοπούν στην αντιστάθμιση του πρόσθετου κόστους που συνδέεται με τις ιδιαίτερες συνθήκες στις οποίες είναι εκτεθειμένοι οι εγκατεστημένοι στη Βενετία επιχειρηματίες αίρει τον χαρακτήρα των εν λόγω πλεονεκτημάτων ως ενισχύσεων.

94      Συναφώς, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι οι λόγοι που στηρίζουν ένα μέτρο ενισχύσεως δεν αρκούν για να μη χαρακτηριστεί εκ προοιμίου παρόμοιο μέτρο ως «ενίσχυση» κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ. Πράγματι, στην παράγραφο 1 της εν λόγω διατάξεως δεν γίνεται διάκριση ανάλογα με τις αιτίες ή τους στόχους των κρατικών παρεμβάσεων, αυτές δε προσδιορίζονται με γνώμονα τα αποτελέσματά τους (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 3ης Μαρτίου 2005, C‑172/03, Heiser, Συλλογή 2005, σ. I‑1627, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

95      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επιδιώκει να επιτύχει την προσέγγιση, μέσω μονομερών μέτρων, των όρων ανταγωνισμού που ισχύουν σε ορισμένο οικονομικό τομέα προς αυτούς που επικρατούν σε άλλα κράτη μέλη δεν μπορεί να άρει τον χαρακτήρα των εν λόγω μέτρων ως ενισχύσεων (προπαρατεθείσες αποφάσεις Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Heiser, σκέψη 54).

96      Όπως ορθώς επισήμανε το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 183 και 184 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η νομολογία αυτή αφορά επίσης τα μέτρα που αποσκοπούν στην αντιστάθμιση τυχόν ανταγωνιστικών μειονεκτημάτων τα οποία υφίστανται οι επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε ορισμένη περιοχή κάποιου κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, το ίδιο το κείμενο της Συνθήκης, το οποίο, στο άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄, χαρακτηρίζει ως κρατικές ενισχύσεις δυνάμενες να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά «τις ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών» καθώς και «τις ενισχύσεις για την προώθηση της […] αναπτύξεως ορισμένων περιοχών», αναφέρει ότι πλεονεκτήματα η ισχύς των οποίων περιορίζεται σε τμήμα του εδάφους του κράτους που υπόκειται στην πειθαρχία των ενισχύσεων μπορούν να συνιστούν επιλεκτικά πλεονεκτήματα (βλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, C-88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑7115, σκέψη 60).

97      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, το Πρωτοδικείο ορθώς κατά νόμον απέρριψε τους λόγους που προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως και οι οποίοι στηρίζονται στον αντισταθμιστικό χαρακτήρα των επίμαχων πλεονεκτημάτων, χωρίς να υποχρεούται να εξετάσει, πέραν των συγκεκριμένων, και άλλες υποθετικές καταστάσεις στις οποίες ο αντισταθμιστικός χαρακτήρας ορισμένων μέτρων θα μπορούσε, ενδεχομένως, να άρει τον χαρακτήρα τους ως ενισχύσεων.

98      Εξάλλου, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο παραλείποντας να επισημάνει την αντίφαση στην αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως η οποία, στο σημείο 92, που αφορά την επιχείρηση ASPIV, δέχεται ότι οι απαλλαγές ή μειώσεις των κοινωνικών εισφορών σκοπούν στην αντιστάθμιση του πρόσθετου κόστους.

99      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, με το εν λόγω σημείο 92, η Επιτροπή δεν έκρινε ότι ο αντισταθμιστικός χαρακτήρας των απαλλαγών ή μειώσεων των κοινωνικών εισφορών αίρει τον χαρακτήρα αυτών ως ενισχύσεων. Αντιθέτως, η Επιτροπή δέχθηκε την εφαρμογή της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ. Επομένως, από το σημείο 92 της επίμαχης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι ο προβαλλόμενος αντισταθμιστικός χαρακτήρας των παρασχεθέντων πλεονεκτημάτων θα μπορούσε να άρει, όσον αφορά την ASPIV, τον χαρακτήρα τους ως ενισχύσεων. Κατά συνέπεια, η απόφαση της Επιτροπής δεν περιέχει αντιφατική αιτιολογία η οποία θα έπρεπε να επισύρει την ακύρωση εκ μέρους του Πρωτοδικείου.

100    Κατόπιν των ανωτέρω, η διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι οι επίμαχες απαλλαγές ή μειώσεις των κοινωνικών εισφορών συνιστούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ δικαιολογείται από το ότι, κατά τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 181 έως 184 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο επιδιωκόμενος με τις απαλλαγές από τις κοινωνικές εισφορές σκοπός της αντισταθμίσεως ανταγωνιστικού μειονεκτήματος των εγκατεστημένων στη Βενετία και στην Chioggia επιχειρήσεων δεν μπορεί να άρει τον χαρακτήρα των εν λόγω πλεονεκτημάτων ως ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Επομένως, οι αιτιάσεις που διατυπώνονται σε σχέση με τις σκέψεις 185 έως 195 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως βάλουν κατά των αιτιολογιών που παρατίθενται επαλλήλως και, συνακόλουθα, είναι αλυσιτελείς, σύμφωνα με τη νομολογία που αναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως. Για τον ίδιο λόγο, παρέλκει η εξέταση της ανάγκης αντικαταστάσεως αιτιολογίας όσον αφορά τις αιτιολογίες που παρατίθενται στις σκέψεις 185 έως 187 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όπως ζητεί η Επιτροπή από το Δικαστήριο.

101    Τέλος, όσον αφορά την παρατήρηση της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά την οποία το Πρωτοδικείο θα έπρεπε να εφαρμόσει το κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία, αρκεί να υπομνησθεί ότι η σύγκριση με τον ιδιώτη επιχειρηματία είναι αλυσιτελής λόγω του ότι οι επίμαχες απαλλαγές από τις κοινωνικές εισφορές δεν επιδιώκουν σκοπό τον οποίο θα επεδίωκε ιδιώτης επιχειρηματίας, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 121 των προτάσεών της.

102    Βάσει των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου που προέβαλαν η Comitato, η Hotel Cipriani και η Coopservice, καθώς και ο πρώτος λόγος που προέβαλε η Italgas πρέπει να απορριφθούν.

 Επί των κριτηρίων του επηρεασμού του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου και της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, των δικονομικών υποχρεώσεων της Επιτροπής στο πλαίσιο της εξετάσεως των επίμαχων ενισχύσεων, της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων καθώς και του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ

 Αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

103    Το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 199 έως 253 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε τους λόγους που προβλήθηκαν προς στήριξη των προσφυγών ακυρώσεως και οι οποίοι αντλούνται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Συναφώς, το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε, ιδίως, στις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν την εξέταση των πολυτομεακών καθεστώτων ενισχύσεων καθώς και στην έλλειψη ειδικών στοιχείων όσον αφορά τις νυν αναιρεσείουσες.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

104    Το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου καθώς και ο δεύτερος λόγος που προβάλλει η Comitato, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου που προβάλλει η Hotel Cipriani, ο δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγος που προβάλλει η Italgas και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου καθώς και ο δεύτερος λόγος που προβάλλει η Coopservice βάλλουν κατά των αιτιολογιών που παρατίθενται στις σκέψεις 199 έως 253 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

105    Οι αναιρεσείουσες καθώς και η Coopservice και η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων και ότι δεν έλαβε υπόψη τις διαδικαστικές υποχρεώσεις που υπείχε η Επιτροπή κατά την εξέταση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι η Επιτροπή μπορούσε να προβεί, όσον αφορά ορισμένες δημοτικές επιχειρήσεις, σε ατομική εξέταση του επηρεασμού των ενδοκοινοτικών συναλλαγών και της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, χωρίς να υποχρεούται να ενεργήσει με τον ίδιο τρόπο όσον αφορά άλλες επιχειρήσεις και τομείς. Εντούτοις, οι λοιπές αυτές επιχειρήσεις και τομείς βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, όπως προκύπτει από τα διαβιβασθέντα στο στάδιο της εξετάσεως στοιχεία των οποίων το περιεχόμενο παραμόρφωσε το Πρωτοδικείο. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο παραβίασε την υποχρέωση αιτιολογήσεως και παρέβη τους κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως. Τέλος, το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένως την επίμαχη απόφαση και παρέλειψε να διαπιστώσει ότι αυτή δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να επιτρέπει στις εθνικές αρχές να τη θέσουν σε εφαρμογή. Με τον δεύτερο λόγο, η Coopservice υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραβαίνει το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ, κατά το μέτρο που η εν λόγω διάταξη δεν εφαρμόστηκε σε ό,τι την αφορά.

106    Κατά την Επιτροπή, οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν. Εντούτοις, όσον αφορά την παράβαση των κανόνων περί του βάρους αποδείξεως, η Επιτροπή δέχεται ότι η νομολογία στην οποία γίνεται αναφορά με τις σκέψεις 208 και 233 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι λυσιτελής και, επομένως, δεν μπορεί να στηρίξει τη συλλογιστική που έγινε δεκτή. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να την αντικαταστήσει με άλλες αιτιολογίες, υιοθετώντας μια συλλογιστική η οποία να στηρίζεται στις ιδιαιτερότητες του ελέγχου των πολυτομεακών καθεστώτων ενισχύσεων.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

107    Προκειμένου να εκτιμηθούν οι λόγοι αναιρέσεως που στρέφονται κατά των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως οι οποίες παρατίθενται στις σκέψεις 199 έως 253 αυτής, πρέπει να εξετασθούν, καταρχάς, τα όσα δέχθηκε το Πρωτοδικείο σχετικά με την έκταση εφαρμογής της επίμαχης αποφάσεως της Επιτροπής και, εν συνεχεία, οι λόγοι που αναφέρονται στις διαδικαστικές υποχρεώσεις που η Επιτροπή υπέχει κατά την εξέταση ενός πολυτομεακού καθεστώτος ενισχύσεων.

–       Έκταση εφαρμογής και αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως

108    Οι αναιρεσείουσες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στο Πρωτοδικείο ότι ερμήνευσε εσφαλμένα την επίμαχη απόφαση της Επιτροπής και ότι κακώς έκρινε ότι η απόφαση ήταν αρκούντως ακριβής ώστε να επιτρέπει την εκτέλεσή της από τις εθνικές αρχές.

109    Συναφώς, υποστηρίζουν ότι η επίμαχη απόφαση δεν αναφέρει τα κριτήρια βάσει των οποίων οι εθνικές αρχές μπορούν να καθορίζουν αν η απαλλαγή ή μείωση των κοινωνικών εισφορών συνιστά πράγματι, για τον δικαιούχο, ενίσχυση ασύμβατη με την κοινή αγορά. Συγκεκριμένα, οι επιστολές της Επιτροπής με ημερομηνίες Αύγουστος και Οκτώβριος του 2001, που απεστάλησαν στις ιταλικές αρχές στο πλαίσιο της εκτελέσεως της επίμαχης αποφάσεως, ήταν απαραίτητες για την παροχή των αναγκαίων κριτηρίων προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως έναντι των δικαιούχων επιχειρήσεων στο πλαίσιο του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων. Το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι τα έγγραφα αυτά εντάσσονται απλώς στο πλαίσιο της ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ του εν λόγω θεσμικού οργάνου και των εθνικών αρχών, κακώς έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε, αντί να περιλάβει στην απόφασή της, αυτή καθεαυτή, όλα τα αναγκαία για την εκτέλεσή της στοιχεία, να καταφύγει, προς τον σκοπό αυτό, σε απλές επιστολές.

110    Επιπλέον, η Επιτροπή δεν μπορούσε να εκδώσει απόφαση η οποία να περιορίζεται γενικώς μεν σε μια αφηρημένη εκτίμηση, σε συγκεκριμένες δε περιπτώσεις να προβαίνει σε ανάλυση ατομικών περιπτώσεων, χωρίς η απόφαση αυτή να συνοδεύεται από διευκρινίσεις όσον αφορά το περιεχόμενό της οι οποίες να επιτρέπουν την εκτέλεσή της από τις εθνικές αρχές.

111    Υπό το πρίσμα των ως άνω αιτιάσεων, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 251 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι οι εθνικές αρχές δεν υποχρεούνταν, κατά την εκτέλεση της επίμαχης αποφάσεως, να εξετάσουν κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ πληρούνταν σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση. Επιπλέον, από τις σκέψεις 100 έως 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες παραπέμπει η σκέψη 251 αυτής, προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε την επίμαχη απόφαση υπό την έννοια ότι αποκλείει τον χαρακτηρισμό ως ενισχύσεως και, επομένως, την ανάκτηση, μόνον προκειμένου περί απαλλαγών ή μειώσεων των κοινωνικών εισφορών που τηρούν τον κανόνα de minimis. Βάσει των σκέψεων αυτών, το Πρωτοδικείο έκρινε, όπως προκύπτει με σαφήνεια από τις σκέψεις 251 και 252 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίμαχη απόφαση της Επιτροπής είναι αρκούντως ακριβής και αιτιολογημένη ώστε να επιτρέπει την εκτέλεσή της από τις εθνικές αρχές.

112    Εντούτοις, η ως άνω ανάλυση του περιεχομένου της επίμαχης αποφάσεως είναι νομικώς εσφαλμένη.

113    Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 5 της επίμαχης αποφάσεως, η Ιταλική Δημοκρατία λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση από τους δικαιούχους των «ενισχύσεων που δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά». Επομένως, η εκτέλεση της υποχρεώσεως αυτής προϋποθέτει ότι έχει προηγουμένως αποδειχθεί ότι τα παρασχεθέντα πλεονεκτήματα μπορούν να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις. Τα άρθρα 1 έως 3 της επίμαχης αποφάσεως καθορίζουν τις ενισχύσεις που είναι συμβατές με την κοινή αγορά καθώς και εκείνες που είναι ασύμβατες με αυτή, ενώ με το άρθρο 4 της εν λόγω αποφάσεως διαπιστώνεται ότι, όσον αφορά τις επιχειρήσεις που αναφέρονται σε αυτό, τα παρασχεθέντα πλεονεκτήματα δεν συνιστούν ενισχύσεις. Επιπλέον, όπως λυσιτελώς επισήμανε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 103 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα πλεονεκτήματα που εμπίπτουν στον κανόνα de minimis αποκλείονται από τον χαρακτηρισμό ως κρατικής ενισχύσεως.

114    Από την ανάγνωση των αιτιολογικών σκέψεων 49 και 50 της επίμαχης αποφάσεως της Επιτροπής προκύπτει ότι αυτή περιορίστηκε, όσον αφορά τα κριτήρια του επηρεασμού των ενδοκοινοτικών συναλλαγών και της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, σε ανάλυση των χαρακτηριστικών του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή περιορίστηκε να εξετάσει αν ορισμένες από τις επιχειρήσεις οι οποίες, βάσει του οικείου καθεστώτος, ετύγχαναν απαλλαγών ή μειώσεων των κοινωνικών εισφορών ασκούσαν οικονομικές δραστηριότητες ικανές να επηρεάσουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό, δεδομένου ότι μια τέτοια εξέταση αρκούσε για τη θεμελίωση της αρμοδιότητάς της να προβεί σε ανάλυση της συμβατότητας του εν λόγω καθεστώτος με την κοινή αγορά.

115    Κατά συνέπεια, οι εθνικές αρχές, πριν προβούν σε ανάκτηση κάποιας παροχής, όφειλαν, υποχρεωτικώς, να ελέγξουν σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση, αν το παρασχεθέν πλεονέκτημα μπορούσε, χρησιμοποιούμενο από τον δικαιούχο, να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, διότι, άλλως, ο πρόσθετος αυτός έλεγχος, ο οποίος είναι αναγκαίος για τον χαρακτηρισμό των χορηγηθέντων ατομικών πλεονεκτημάτων ως κρατικών ενισχύσεων, δεν θα μπορούσε να γίνει.

116    Επίσης, η κρίση του Πρωτοδικείου ότι η επίμαχη απόφαση της Επιτροπής είναι επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε επιτρέπει την εκτέλεσή της από τις εθνικές αρχές, είναι νομικώς εσφαλμένη. Συγκεκριμένα, από τις σκέψεις 251 και 252 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, για να καταλήξει στο ως άνω συμπέρασμα, το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε ακριβώς στην εσφαλμένη ερμηνεία του περιεχομένου της επίμαχης αποφάσεως στην οποία αυτό προέβη και κατά την οποία οι εθνικές αρχές δεν υποχρεούνται να ελέγχουν σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση αν το παρασχεθέν πλεονέκτημα μπορεί, χρησιμοποιούμενο από τον δικαιούχο, να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές.

117    Όμως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 61 έως 64 της παρούσας αποφάσεως, η ερμηνεία αυτή του Πρωτοδικείου δεν λαμβάνει υπόψη τη νομολογία σχετικά με τις υποχρεώσεις των εθνικών αρχών κατά την εκτέλεση αποφάσεως της Επιτροπής.

118    Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι αν το σκεπτικό μιας αποφάσεως του Πρωτοδικείου ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά το διατακτικό της είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους, μια τέτοια παραβίαση δεν μπορεί να οδηγήσει σε αναίρεση της οικείας αποφάσεως και ότι πρέπει να πραγματοποιηθεί αντικατάσταση αιτιολογίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑120/06 P και C‑121/06 P, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑6513, σκέψη 187 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

119    Επομένως, πρέπει να εξεταστεί, υπό το πρίσμα του περιεχομένου και της εκτάσεως εφαρμογής της επίμαχης αποφάσεως της Επιτροπής και λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων 61 έως 64 καθώς και 113 έως 117 της παρούσας αποφάσεως, αν η επίμαχη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να επιτρέπει την εκτέλεσή της από τις εθνικές αρχές.

120    Συναφώς, παρατηρείται ότι ο έλεγχος της ατομικής καταστάσεως εκάστου δικαιούχου, στον οποίο προβαίνουν οι εθνικές αρχές, πρέπει να οριοθετείται επαρκώς από τη σχετική με ορισμένο καθεστώς ενισχύσεων απόφαση της Επιτροπής που περιέχει και εντολή ανακτήσεως. Αφενός, όπως προκύπτει από το σημείο 196 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα, μια τέτοια απόφαση πρέπει να επιτρέπει τον σαφή προσδιορισμό της εκτάσεως εφαρμογής της. Αφετέρου, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, μια τέτοια απόφαση πρέπει να περιέχει, αυτή καθεαυτή, όλα τα αναγκαία για την εκτέλεσή της στοιχεία, αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό το ενδεχόμενο η πραγματική έκταση εφαρμογής της αποφάσεως να προσδιοριστεί μόνο μεταγενέστερα, διά της ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών.

121    Υπό το πρίσμα των ως άνω αρχών, η επίμαχη απόφαση της Επιτροπής αποδεικνύεται επαρκώς αιτιολογημένη. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με τα σημεία 197 και 198 των προτάσεών της, από τις αιτιολογικές σκέψεις της επίμαχης αποφάσεως προκύπτει κατά τρόπο αρκούντως σαφή ότι, όσον αφορά το ζήτημα αν οι απαλλαγές από τις κοινωνικές εισφορές μπορούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές, η Επιτροπή περιορίστηκε προδήλως στην αξιολόγηση του καθεστώτος των απαλλαγών από τις κοινωνικές εισφορές αφεαυτού. Στο πλαίσιο αυτό, οι εθνικές αρχές υποχρεούνταν να ελέγχουν σε κάθε ατομική περίπτωση αν οι χορηγηθείσες απαλλαγές από τις κοινωνικές εισφορές μπορούσαν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές. Αντιθέτως, όσον αφορά τον τυχόν αντισταθμιστικό χαρακτήρα των παρασχεθέντων πλεονεκτημάτων, η διαπίστωση που περιέχεται στην επίμαχη απόφαση και κατά την οποία ο χαρακτήρας αυτός δεν αίρει τον χαρακτηρισμό των εν λόγω πλεονεκτημάτων ως ενισχύσεων έχει γενική ισχύ και, επομένως, δεσμεύει τις εθνικές αρχές.

122    Κατά συνέπεια, οι επιστολές της Επιτροπής με ημερομηνία Αύγουστος και Οκτώβριος του 2001 δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν απόδειξη της ανεπαρκούς αιτιολογίας της επίμαχης αποφάσεως.

123    Ούτε, εξάλλου, οι εν λόγω επιστολές διευκρίνισαν μεταγενέστερα την πραγματική έκταση εφαρμογής της επίμαχης αποφάσεως.

124    Ασφαλώς, όπως υποστηρίζει η Italgas, η Επιτροπή, με τις εν λόγω επιστολές, επισήμανε ότι τα χορηγηθέντα πλεονεκτήματα δεν συνιστούν, ως προς ορισμένους επιχειρηματίες συγκεκριμένων τομέων, κρατικές ενισχύσεις, λόγω μη επηρεασμού του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου. Εντούτοις, τέτοιες διευκρινίσεις, που σκοπούν στο να αποσαφηνίσουν τα σχετικά με την εφαρμογή των προϋποθέσεων της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως σε ατομικές περιπτώσεις, εντάσσονται στο πλαίσιο που θέτει η επίμαχη απόφαση.

125    Αντιθέτως, αν η απόφαση που διατάσσει την ανάκτηση παράνομων ενισχύσεων έπρεπε υποχρεωτικώς να περιέχει τέτοιες διευκρινίσεις, η δυνατότητα που αναγνωρίζεται στην Επιτροπή, σύμφωνα με τη νομολογία που αναφέρθηκε στη σκέψη 63 της παρούσας αποφάσεως, να προβαίνει σε εκτίμηση ενός καθεστώτος ενισχύσεων βάσει των γενικών χαρακτηριστικών του θα ετίθετο υπό αμφισβήτηση. Εξάλλου, η αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών θα διακυβευόταν αν η Επιτροπή δεν είχε την ευχέρεια να παρέχει πληροφορίες προκειμένου να διευκολύνει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους ορθή εκτέλεση μιας τέτοιας αποφάσεως. Επομένως, οι επιστολές που απηύθυνε εν προκειμένω η Επιτροπή στις εθνικές αρχές εντάσσονται, όπως ορθώς δέχθηκε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 252 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο πλαίσιο της ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών.

126    Βάσει των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε μεν εσφαλμένως την έκταση εφαρμογής της επίμαχης αποφάσεως, πλην όμως το σφάλμα αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει σε αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι η επίμαχη απόφαση της Επιτροπής αποδεικνύεται επαρκώς αιτιολογημένη ώστε να επιτρέπει την εκτέλεσή της από τις εθνικές αρχές.

127    Επομένως, οι αιτιάσεις που βάλλουν κατά του τμήματος αυτού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθούν.

–       Διαδικαστικές υποχρεώσεις της Επιτροπής

128    Οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι εσφαλμένως έκρινε ότι η Επιτροπή, κατά την εξέταση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, τήρησε τις διαδικαστικές υποχρεώσεις που αυτή υπέχει. Υποστηρίζουν, ειδικότερα, ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τον τοπικό χαρακτήρα των παροχών και ότι παρέβη το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ, καθώς και την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων στο μέτρο που εξέτασε την ατομική κατάσταση των δημοτικών επιχειρήσεων, χωρίς να πράξει το ίδιο για ιδιωτικές επιχειρήσεις ευρισκόμενες σε ανάλογη κατάσταση. Επιπλέον, προσάπτουν στο Πρωτοδικείο παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων.

129    Για την εκτίμηση των αιτιάσεων αυτών, πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 209 και 228 έως 231 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στηρίχθηκε στη σχετική με την εξέταση των καθεστώτων ενισχύσεων νομολογία, για να καταλήξει ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν, καταρχήν, να εξετάσει τους διάφορους τομείς που επωφελούνται από το επίμαχο καθεστώς.

130    Οι σκέψεις αυτές είναι σύμφωνες με τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία, σε περίπτωση καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή, προκειμένου να αποφανθεί αν το καθεστώς αυτό περιέχει στοιχεία ενισχύσεως, μπορεί να περιορισθεί στη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών του, χωρίς να υποχρεούται να εξετάσει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής του (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Ιταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 51· της 29ης Απριλίου 2004, C-278/00, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-3997, σκέψη 24, καθώς και της 15ης Δεκεμβρίου 2005, C‑148/04, Unicredito Italiano, Συλλογή 2005, σ. I‑11137, σκέψη 67).

131    Πρώτον, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι κακώς έκρινε, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 224, 235 και 249 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή μπορεί, στο πλαίσιο της εξετάσεως ενός καθεστώτος ενισχύσεων, να επικαλεστεί ένα τεκμήριο περί συνδρομής των προϋποθέσεων της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως, ήτοι, εν προκειμένω, περί επηρεασμού του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου και περί στρεβλώσεως του ανταγωνισμού.

132    Ασφαλώς, δεν αμφισβητείται ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως έχει νομικό χαρακτήρα και πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων και ότι η Επιτροπή δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια σχετικά με τον χαρακτηρισμό μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, αλλά υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, ο οποίος είναι καταρχήν πλήρης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑10515, σκέψεις 111 και 112).

133    Εντούτοις, τα όσα δέχθηκε το Πρωτοδικείο σχετικά τόσο με τις ιδιαιτερότητες της εξετάσεως ενός καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων όσο και με τον χαρακτήρα των παρασχεθέντων πλεονεκτημάτων ως λειτουργικών ενισχύσεων είναι, αυτά καθεαυτά, ικανά να δικαιολογήσουν επαρκώς κατά νόμον τα συμπεράσματα που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 249 και 250 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με συνέπεια η υπό κρίση αιτίαση να είναι, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελής.

134    Συγκεκριμένα, αφενός, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάσει μόνον αν οι ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι αν οι ενισχύσεις αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στρεβλώνουν όντως τον ανταγωνισμό (απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005, C-66/02, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑10901, σκέψη 111).

135    Αφετέρου, το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε τόσο στις ιδιαιτερότητες της εξετάσεως ενός καθεστώτος ενισχύσεων όσο και στον χαρακτήρα των παρασχεθέντων πλεονεκτημάτων ως λειτουργικών ενισχύσεων. Ως προς το πρώτο σημείο, το Πρωτοδικείο, κατά την εκτίμηση του καθεστώτος ενισχύσεων υπό το πρίσμα των γενικών χαρακτηριστικών του, διαπίστωσε, με τις σκέψεις 246 έως 250 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την εκεί παρατιθέμενη νομολογία του Δικαστηρίου, ότι το χαμηλό ύψος της ενισχύσεως ή το γεγονός ότι η πλειονότητα των δικαιούχων ασκούσαν τις δραστηριότητές τους σε τοπικό επίπεδο δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια ότι οι χορηγηθείσες δυνάμει του καθεστώτος αυτού ενισχύσεις δεν μπορούν να επηρεάσουν το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο και να προκαλέσουν στρέβλωση του ανταγωνισμού.

136    Ως προς το δεύτερο σημείο, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι λειτουργικές ενισχύσεις, ήτοι οι ενισχύσεις οι οποίες αποσκοπούν στο να απαλλάξουν μια επιχείρηση από έξοδα τα οποία θα έπρεπε κανονικά να επωμιστεί στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχείρισής της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της, νοθεύουν κατ’ αρχήν τις συνθήκες του ανταγωνισμού (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑6857, σκέψη 30).

137    Επομένως, η αιτίαση με την οποία προσάπτεται στο Πρωτοδικείο ότι κακώς έκρινε ότι η Επιτροπή είχε την ευχέρεια να χρησιμοποιεί ένα τεκμήριο όσον αφορά τον επηρεασμό του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου και τη στρέβλωση του ανταγωνισμού δεν επηρεάζει, εν πάση περιπτώσει, το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί αλυσιτελής, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως νομολογία.

138    Δεύτερον, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι κακώς έκρινε ότι οι ιταλικές αρχές έφεραν το βάρος αποδείξεως ότι τα επίμαχα πλεονεκτήματα δεν συνιστούν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

139    Εντούτοις, από την ανάλυση που περιέχεται στις σκέψεις 209 έως 211 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και από την εξέταση που ακολουθεί προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο, για να καταλήξει στα συμπεράσματα που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 249 έως 251 της ίδιας αποφάσεως, στηρίχθηκε όχι στο γεγονός ότι το βάρος αποδείξεως έφερε η Ιταλική Δημοκρατία, αλλά στις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν την εξέταση των καθεστώτων κρατικών ενισχύσεων και στη λυσιτέλεια των παρασχεθεισών πληροφοριών για την εξέταση αυτή. Επομένως, η μοναδική αναφορά που γίνεται με τη σκέψη 232 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στο ότι η κατανομή του βάρους αποδείξεως εξαρτάται από την τήρηση των αντιστοίχων δικονομικών υποχρεώσεων που υπέχουν η Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος δεν επηρεάζει την εξέταση στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο και, συνακόλουθα, δεν επιτρέπει την ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως υπό την έννοια ότι αναθέτει στα κράτη μέλη το βάρος αποδείξεως της μη συνδρομής των προϋποθέσεων της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως.

140    Κατά συνέπεια, η αιτίαση που αντλείται από παράβαση των κανόνων περί του βάρους αποδείξεως στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως αβάσιμη.

141    Τρίτον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου και η επίμαχη απόφαση της Επιτροπής έχουν εσφαλμένη αιτιολογία και παραβιάζουν την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Οι δημοτικές επιχειρήσεις, αφενός, και οι ευρισκόμενες σε συγκρίσιμη με αυτές κατάσταση ιδιωτικές επιχειρήσεις, αφετέρου, αντιμετωπίζονται κατά τρόπο εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις. Όπως και οι δημοτικές επιχειρήσεις, η Italgas και η Hotel Cipriani ασκούν δραστηριότητες αυστηρώς τοπικού χαρακτήρα, γεγονός που αποκλείει το ενδεχόμενο τα πλεονεκτήματα των οποίων αυτές απολαύουν να οδηγήσουν σε επηρεασμό του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου.

142    Βάσει των κοινοποιηθεισών στην Επιτροπή πληροφοριών, αυτή όφειλε να εξετάσει συγκεκριμένα, όσον αφορά ορισμένους τομείς ή ορισμένες επιχειρήσεις, αν τα επίμαχα πλεονεκτήματα μπορούσαν να επηρεάσουν το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό ή αν η εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ είχε εφαρμογή. Η Επιτροπή όφειλε, τουλάχιστον, να ζητήσει από τις εθνικές αρχές πρόσθετες πληροφορίες, όπως είχε κάνει σε σχέση με τις δημοτικές επιχειρήσεις.

143    Συναφώς, οι αναιρεσείουσες επικαλούνται, ιδίως, τις μελέτες που συνέταξε ο COSES το 1998, που αναφέρονται στη σκέψη 9 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και τις επιστολές του Δήμου της Βενετίας, της 18ης Μαΐου 1998, και της Ιταλικής Κυβερνήσεως, της 23ης Ιανουαρίου και της 10ης Ιουνίου 1999, που διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή κατά την εξέταση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων. Οι ως άνω μελέτες και επιστολές περιέχουν σαφείς ενδείξεις περί του ότι, όσον αφορά ορισμένους τομείς και επιχειρήσεις, δεν υφίστατο κίνδυνος επηρεασμού του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου ή νοθεύσεως του ανταγωνισμού, λόγω του τοπικού χαρακτήρα των δραστηριοτήτων τους. Ειδικότερα, όσον αφορά τον τομέα των ξενοδοχείων, οι οικείες αγορές θα έπρεπε να οριοθετηθούν τοπικά, επειδή οι τουρίστες πρώτα επιλέγουν τον τόπο προορισμού και στη συνέχεια το ξενοδοχείο ή το εστιατόριο. Επειδή τα ξενοδοχεία στη Βενετία δεν βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισμού με τα ξενοδοχεία σε άλλες πόλεις, οι επίμαχες απαλλαγές από τις κοινωνικές εισφορές δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Επιπλέον, η Coopservice επισημαίνει ότι είναι επιφορτισμένη με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος και, με τον δεύτερο λόγο που προβάλλει, υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραβαίνει το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ.

144    Ως προς τις αιτιάσεις αυτές, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω, το ζητούμενο δεν είναι να προσδιοριστεί αν τα παρασχεθέντα στις αναιρεσείουσες επιχειρήσεις πλεονεκτήματα είχαν πράγματι ως αποτέλεσμα τη στρέβλωση του ανταγωνισμού και τον επηρεασμό του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου. Αυτό που πρέπει αποκλειστικώς να εξεταστεί είναι αν η Επιτροπή, καθόσον προέβη σε ανάλυση της ατομικής καταστάσεως των δημοτικών επιχειρήσεων, υποχρεούνταν, δυνάμει της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, να παρεκκλίνει από την προσέγγισή της, που στηρίζεται σε εξέταση του επίμαχου καθεστώτος βάσει των γενικών χαρακτηριστικών του, και σε σχέση με τις αναιρεσείουσες επιχειρήσεις και τους τομείς στους οποίους αυτές δραστηριοποιούνται, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που είχε στη διάθεσή της αναφορικά με αυτές.

145    Συναφώς, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, όσον αφορά, αφενός, την κατάσταση της Hotel Cipriani, της Italgas και της Coopservice, το Πρωτοδικείο εξέτασε τις μελέτες του COSES και τις προαναφερθείσες επιστολές και διαπίστωσε, με τις σκέψεις 214 έως 216 και 241 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή, κατά τη διαδικασία εξετάσεως, δεν είχε στη διάθεσή της κανένα συγκεκριμένο στοιχείο αναφορικά με τις εν λόγω επιχειρήσεις ικανό να δημιουργήσει σε βάρος της τη δικονομική υποχρέωση να λάβει υπόψη την ατομική κατάσταση των εν λόγω επιχειρήσεων.

146    Όσον αφορά, αφετέρου, την κατάσταση στους τομείς των κατασκευών, του εμπορίου, των ξενοδοχείων και των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, επισημαίνεται ότι το Πρωτοδικείο, αφού εξέτασε τα παρασχεθέντα με τις ως άνω μελέτες και επιστολές στοιχεία, έκρινε, με τη σκέψη 240 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, σε ό,τι αφορά και τους τομείς αυτούς, δεν είχαν παρασχεθεί στην Επιτροπή ειδικά στοιχεία ικανά να δημιουργήσουν σε βάρος της τη δικονομική υποχρέωση να ζητήσει από τις ιταλικές αρχές πληροφορίες σχετικά με τους εν λόγω τομείς.

147    Αντιθέτως, όπως διαπίστωσε το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 244 και 245 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τις δημοτικές επιχειρήσεις είχαν παρασχεθεί στοιχεία, μη πλήρη ασφαλώς, πλην όμως συγκεκριμένα, τα οποία επέβαλαν στην Επιτροπή την υποχρέωση να ζητήσει πληροφορίες σχετικά με τις επιχειρήσεις αυτές από τις ιταλικές αρχές.

148    Κατ’ ακολουθία, το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 242 έως 245, καθώς και 249 και 250 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να παρεκκλίνει, όσον αφορά τη Hotel Cipriani, την Italgas και την Coopservice καθώς και όσον αφορά τους τομείς των κατασκευών, του εμπορίου, των ξενοδοχείων και των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, από την προσέγγισή της που συνίστατο στην εξέταση των γενικών χαρακτηριστικών του οικείου καθεστώτος και, επιπλέον, ότι η επίμαχη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη από την άποψη αυτή και δεν παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

149    Στο μέτρο που οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν τις εκτιμήσεις αυτές του Πρωτοδικείου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, από τα άρθρα 225 ΕΚ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο] είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του έχουν υποβληθεί, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Όταν το Πρωτοδικείο έχει εξακριβώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 225 ΕΚ, έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που έχει συναγάγει το Πρωτοδικείο (απόφαση British Aggregates κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 96 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

150    Αντιθέτως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, καταρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Πρωτοδικείο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση British Aggregates, προπαρατεθείσα, σκέψη 97 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

151    Επομένως, οι αιτιάσεις ότι το Πρωτοδικείο όφειλε, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών στοιχείων που είχαν υποβληθεί στην Επιτροπή κατά τη διαδικασία εξετάσεως, να καταλήξει ότι η Επιτροπή υποχρεούνταν, όσον αφορά ορισμένους τομείς ή επιχειρήσεις, να προβεί στην εξέταση συγκεκριμένων περιπτώσεων ή να απευθυνθεί στις ιταλικές αρχές προκειμένου να συγκεντρώσει πρόσθετα στοιχεία πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, καθόσον αφορούν ουσιαστικές εκτιμήσεις του Πρωτοδικείου.

152    Στο μέτρο που η Italgas προσάπτει στο Πρωτοδικείο παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όταν ο αναιρεσείων προβάλλει παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Πρωτοδικείου, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 225 ΕΚ, 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να παραθέτει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία αυτό παραμόρφωσε και να αποδεικνύει τα σφάλματα αναλύσεως τα οποία, κατά την εκτίμησή του, οδήγησαν το Πρωτοδικείο στην παραμόρφωση αυτή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, C‑413/08 P, Lafarge κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

153    Επιπλέον, τέτοιου είδους παραμόρφωση υπάρχει όταν, χωρίς να εξετασθούν νέα αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι η εκτίμηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων είναι προδήλως εσφαλμένη (απόφαση Lafarge κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 17).

154    Η Italgas παραπέμπει συναφώς στις επιστολές των ιταλικών αρχών της 23ης Ιανουαρίου και της 10ης Ιουνίου 1999 και στην επιστολή του Δήμου της Βενετίας της 18ης Μαΐου 1998.

155     Όσον αφορά, πρώτον, την από 23 Ιανουαρίου 1999 επιστολή των ιταλικών αρχών και την από 18 Μαΐου 1998 επιστολή του Δήμου της Βενετίας, υπογραμμίζεται ότι η Italgas δεν υποστηρίζει, κατά αρκούντως εμπεριστατωμένο τρόπο, ότι η εκτίμηση των εν λόγω επιστολών, στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο, έρχεται σε αντίφαση με το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, ώστε να επιτρέψει στο Δικαστήριο να ελέγξει αν η εκτίμηση των εν λόγω επιστολών είναι προδήλως εσφαλμένη (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2011, C‑260/09 P, Activision Blizzard Germany κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 52).

156    Συγκεκριμένα, αφενός, η Italgas περιορίζεται να επισημάνει, χωρίς καμία συγκεκριμένη αναφορά στο γράμμα των εν λόγω επιστολών, ότι από αυτές προκύπτει ότι οι συντάκτες τους είχαν επικαλεστεί, «έστω γενικόλογα», τον τοπικό χαρακτήρα ορισμένων τομέων, γεγονός που απέκλειε το ενδεχόμενο οι χορηγηθείσες στους τομείς αυτούς απαλλαγές από τις κοινωνικές εισφορές να έχουν κάποια επίπτωση επί του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου. Αφετέρου, επισημαίνεται ότι το Πρωτοδικείο έλαβε θέση επί όλων των ανωτέρω εγγράφων με τις σκέψεις 214 έως 216, καθώς και με τις σκέψεις 240 και 241 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς οι γενικόλογοι ισχυρισμοί της Italgas να αποδεικνύουν ότι η εκτίμηση αυτή είναι προδήλως εσφαλμένη.

157    Όσον αφορά, δεύτερον, την από 10 Ιουνίου 1999 επιστολή των ιταλικών αρχών, στην οποία η Italgas αναφέρεται με τρόπο περισσότερο συγκεκριμένο, επαναλαμβάνοντας κατά λέξη το τμήμα της εν λόγω επιστολής το οποίο υποστηρίζει ότι αποτέλεσε το αντικείμενο παραμορφώσεως εκ μέρους του Πρωτοδικείου, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 214 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διαπίστωσε, σε σχέση με την εν λόγω επιστολή, ότι «η Ιταλική Κυβέρνηση […], συμφώνησε με το αίτημα χορηγήσεως παρεκκλίσεως σύμφωνα με το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ υπέρ των δημοτικών επιχειρήσεων […]».

158    Πάντως, η Italgas δεν αμφισβητεί την ως άνω διαπίστωση του Πρωτοδικείου, αλλά το συμπέρασμα που αντλείται, με τις σκέψεις 243 και 244 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από το σύνολο των παρατηρήσεων και των εγγράφων που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και κατά το οποίο η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν να αναζητήσει πρόσθετα στοιχεία από τις εθνικές αρχές προκειμένου να εξακριβώσει αν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, που αναφέρονται στον επηρεασμό του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου και στις επιπτώσεις επί του ανταγωνισμού, πληρούνταν στους διάφορους σχετικούς τομείς δραστηριότητας στους οποίους δραστηριοποιούνται οι νυν αναιρεσείουσες επιχειρήσεις, ελλείψει ακριβών στοιχείων σχετικά με αυτούς.

159    Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι προφανές ότι το Πρωτοδικείο δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο των αποδεικτικών στοιχείων, αλλά ότι η Italgas, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 174 των προτάσέων της, σκοπεί στην πραγματικότητα να επιτύχει νέα εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, πράγμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

160    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή, ελλείψει συγκεκριμένων στοιχείων σχετικά με τις νυν αναιρεσείουσες επιχειρήσεις και τους τομείς στους οποίους αυτές δραστηριοποιούνται, δεν υποχρεούνταν, δυνάμει της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, να παρεκκλίνει από την προσέγγισή της που στηρίζεται σε εξέταση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων βάσει των γενικών χαρακτηριστικών του και να προβεί σε ανάλυση της ατομικής τους καταστάσεως. Ελλείψει τέτοιων συγκεκριμένων στοιχείων, παρέλκει επίσης η εξέταση του ζητήματος αν η Επιτροπή υποχρεούνταν να παρεκκλίνει από την προσέγγιση αυτή, δυνάμει της υποχρεώσεως επιμελούς και αμερόληπτης εξέτασης που υπέχει.

161    Βάσει των προεκτεθέντων, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου και ο δεύτερος λόγος που προβάλλει η Comitato, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου που προβάλλει η Hotel Cipriani, ο δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγος που προβάλλει η Italgas καθώς και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου και ο δεύτερος λόγος που προβάλλει η Coopservice πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχεία γ΄ και δ΄, ΕΚ καθώς και επί της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

162    Το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 280 έως 314 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε τους προβληθέντες προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως λόγους οι οποίοι αντλούνται από εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και από ελλιπή αιτιολογία. Μολονότι το Πρωτοδικείο αναγνώρισε ότι η Επιτροπή μπορεί, σε ειδικές περιπτώσεις, να παρεκκλίνει από τις ανακοινώσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές που έχει εκδώσει, εντούτοις, διαπίστωσε ειδικότερα ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν να ενεργήσει κατ’ αυτό τον τρόπο. Η επίμαχη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Εν πάση περιπτώσει, ο χαρακτήρας των απαλλαγών ή μειώσεων των κοινωνικών εισφορών ως λειτουργικών ενισχύσεων, απέκλειε το ενδεχόμενο αυτές να επιτραπούν στο πλαίσιο μιας τέτοιας παρεκκλίσεως.

163    Με τις σκέψεις 322 έως 329 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο απέρριψε τους λόγους ακυρώσεως με τους οποίους προβλήθηκε ότι η Επιτροπή κακώς αρνήθηκε να εφαρμόσει την εξαίρεση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ που αναφέρεται στην πολιτιστική πολιτική. Συναφώς, το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι οι λεπτομέρειες εφαρμογής των επίμαχων απαλλαγών από τις κοινωνικές εισφορές δεν διασφαλίζουν την επιδίωξη σκοπών πολιτιστικής πολιτικής, λαμβανομένου, εξάλλου, υπόψη ότι η Επιτροπή, εφαρμόζοντας την εν λόγω εξαίρεση στο Consorzio Venezia Nuova και όχι στις νυν αναιρεσείουσες, δεν παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

164    Πρώτον, η Comitato και η Hotel Cipriani, με τον τρίτο και τον δεύτερο λόγο που προβάλλουν αντιστοίχως, καθώς και η Coopservice, με τον τρίτο λόγο που προβάλλει, υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ. Το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε πραγματικά την εκ μέρους της Επιτροπής άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που αυτή διαθέτει. Περιορίστηκε να εξετάσει την ενδεχόμενη ύπαρξη «συγκεκριμένων» ή «νέων» στοιχείων ικανών να δικαιολογήσουν τη χορήγηση των επίμαχων πλεονεκτημάτων, χωρίς να εξετάσει πραγματικά αν η Επιτροπή υποχρεούνταν να προβεί σε ad hoc εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως. Όμως, ο σκοπός της χορηγήσεως των πλεονεκτημάτων αυτών είναι απόλυτα σύμφωνος με τους σκοπούς του κοινοτικού καθεστώτος των περιφερειακών ενισχύσεων. Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, το Πρωτοδικείο όφειλε να ακυρώσει την επίμαχη απόφαση λόγω παραβάσεως του άρθρου 253 ΕΚ. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ παρέκκλιση θα μπορούσε να εφαρμοστεί χωρίς να απαιτείται τροποποίηση των κατευθυντήριων γραμμών που έχει εκδώσει συναφώς η Επιτροπή.

165    Δεύτερον, η Comitato και η Hotel Cipriani, με τον τέταρτο και τον τρίτο λόγο αντιστοίχως, καθώς και η Coopservice, με τον τέταρτο λόγο, υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ. Όλοι οι επιχειρηματίες στο ιστορικό κέντρο της Βενετίας υποβάλλονται σε πρόσθετες δαπάνες που επιβάλλονται με σκοπό τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλεως. Οι επίμαχες απαλλαγές ή μειώσεις των κοινωνικών εισφορών μειώνουν το κόστος του εργατικού δυναμικού, διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό τις ενέργειες που είναι αναγκαίες για τη διαφύλαξη της πολιτιστικής αυτής κληρονομιάς. Επιπλέον, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έχει αντιφατική αιτιολογία, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο δέχθηκε την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως ως προς το Consorzio Venezia Nuova, το οποίο εσφαλμένως θεωρήθηκε ως δημοτική επιχείρηση.

166    Κατά την Επιτροπή οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

167    Οι λόγοι που στηρίζονται στην εκ μέρους του Πρωτοδικείου εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχεία γ΄ και δ΄, ΕΚ, η οποία περιλαμβάνεται στις σκέψεις 280 έως 314 και 322 έως 329 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να απορριφθούν.

168    Όσον αφορά, πρώτον, την ερμηνεία του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, πρέπει να υπομνησθεί ότι, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζουν οι νυν αναιρεσείουσες, το Πρωτοδικείο εξέτασε ενδελεχώς, με τις σκέψεις 307 έως 309 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την εκ μέρους της Επιτροπής άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που αυτή διαθέτει στο πλαίσιο της ad hoc εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Συναφώς, το Πρωτοδικείο εξέτασε την ύπαρξη τυχόν σφαλμάτων κατά την εφαρμογή της οικείας διατάξεως και ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή, προκειμένου να αιτιολογήσει την άρνηση εφαρμογής της προβλεπόμενης από την εν λόγω διάταξη εξαιρέσεως, μπορούσε νομίμως να στηριχθεί στο γεγονός ότι, εν προκειμένω, επρόκειτο για ενισχύσεις λειτουργίας προς τις οικείες επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, όπως λυσιτελώς επισήμανε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 286 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τέτοιες ενισχύσεις οι οποίες νοθεύουν, καταρχήν, τους όρους του ανταγωνισμού, δεν είναι δυνατό να επιτραπούν, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μέθοδο εφαρμογής του άρθρου [87], παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄, [ΕΚ] στις περιφερειακές ενισχύσεις, της 12ης Αυγούστου 1988 (ΕΕ C 212, σ. 2), και τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα που δημοσιεύθηκαν το 1998 (ΕΕ C 74, σ. 9), παρά μόνον κατ’ εξαίρεση. Όμως, όπως επισήμανε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 309 της εν λόγω αποφάσεως, οι νυν αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν τη συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων βάσει των οποίων να μπορεί να γίνει δεκτό ότι, παρά τον χαρακτήρα των επίμαχων ενισχύσεων ως λειτουργικών ενισχύσεων, η χορήγησή τους θα έπρεπε να γίνει δεκτή κατ’ εφαρμογή της εν λόγω παρεκκλίσεως.

169    Επιπλέον, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε, με τις σκέψεις 310 και 311 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίμαχη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε το Πρωτοδικείο, όταν η Επιτροπή, με τα σημεία 73 και 74 του αιτιολογικού της επίμαχης αποφάσεως, εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους αποκλειόταν τροποποίηση των ισχυουσών ανακοινώσεων και κατευθυντήριων γραμμών, στηρίχθηκε στους λόγους για τους οποίους δεν δικαιολογούνταν, εν προκειμένω, εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος, 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

170    Όσον αφορά, δεύτερον, την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ, το Πρωτοδικείο ορθώς απέρριψε τις αιτιάσεις που διατυπώθηκαν κατά της επίμαχης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, αφενός, η διαπίστωση του Πρωτοδικείου, κατά την οποία η Επιτροπή μπορούσε να αποκλείσει την εφαρμογή της ως άνω διατάξεως λόγω της ελλείψεως αρκούντως στενού συνδέσμου μεταξύ των απαλλαγών ή μειώσεων των κοινωνικών εισφορών και της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, δεν είναι νομικώς εσφαλμένη.

171    Αφετέρου, η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι αντιφατική. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς επισήμανε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 327 της αποφάσεως αυτής, η κατάσταση του Consorzio Venezia Nuova δεν ήταν συγκρίσιμη με εκείνη των νυν αναιρεσειουσών, δεδομένου ότι ο σκοπός της εν λόγω οντότητας, κατά το καταστατικό της, συνίστατο ακριβώς στην πραγματοποίηση επεμβάσεων αποφασιζόμενων από το κράτος για τη διαφύλαξη της ιστορικής, καλλιτεχνικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Βενετίας. Επομένως, το ζήτημα κατά πόσον το Πρωτοδικείο ορθώς ή μη χαρακτήρισε το Consorzio Venezia Nuova ως δημοτική επιχείρηση είναι άνευ σημασίας.

 Επί του άρθρου 87, παράγραφοι 2, στοιχείο β΄, και 3, στοιχείο β΄, ΕΚ

 Αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

172    Το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 337 έως 342 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε τους λόγους που στρέφονταν κατά της επίμαχης αποφάσεως και στηρίζονταν σε παράβαση του άρθρου 87, παράγραφοι 2, στοιχείο β΄, και 3, στοιχείο β΄, ΕΚ και του άρθρου 253 ΕΚ. Συναφώς, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή δεν υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει και ότι η επίμαχη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

173    Η Coopservice, με τον πέμπτο λόγο που προβάλλει, υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παρέβη τις ως άνω διατάξεις. Συγκεκριμένα, τα παρασχεθέντα πλεονεκτήματα εντάσσονται σε μια δέσμη μέτρων που σκοπούν στη διάσωση της Βενετίας, αφορούν δηλαδή ένα σημαντικό σχέδιο ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη το φαινόμενο της «acqua alta», το οποίο θα έπρεπε να θεωρηθεί ως θεομηνία ή ως έκτακτο γεγονός κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΕΚ.

174    Η Επιτροπή δεν εξέφρασε άποψη συναφώς.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

175    Ο αιτιάσεις που η Coopservice διατύπωσε στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου πρέπει να απορριφθούν. Όσον αφορά το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΕΚ, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι η προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη παρέκκλιση δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι επίμαχες απαλλαγές και μειώσεις των κοινωνικών εισφορών καθορίζονται αναλόγως του αριθμού των εργαζομένων και δεν σκοπούν στην αποκατάσταση των ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα, όπως απαιτεί η εν λόγω διάταξη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη νομολογία, μπορούν να αντισταθμιστούν, κατά την έννοια της παρεκκλίσεως αυτής, μόνον τα μειονεκτήματα που προκαλούνται άμεσα από θεομηνίες ή από άλλα εξαιρετικά γεγονότα (αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 2004, C‑73/03, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 37, καθώς και της 23ης Φεβρουαρίου 2006, C‑346/03 και C‑529/03, Atzeni κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑1875, σκέψη 79).

176    Όσον αφορά το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΕΚ, το Πρωτοδικείο εξέτασε το περιθώριο εκτιμήσεως του οποίου απολαύει η Επιτροπή και ορθώς κατέληξε ότι αυτή δεν υπερέβη τα όρια της εξουσίας της εκτιμήσεως κατά το μέτρο που έκρινε ότι η παρέκκλιση που σκοπεί στην προώθηση της πραγματοποιήσεως ενός σημαντικού σχεδίου κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος δεν έπρεπε να εφαρμοστεί εν προκειμένω, με την αιτιολογία ότι μόνον οι εγκατεστημένοι στη Βενετία επιχειρηματίες επωφελούνται του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων.

177    Τέλος, αντίθετα από ό,τι υποστηρίζει η Coopservice, το Πρωτοδικείο εξέτασε δεόντως το επιχείρημα που στηρίζεται στην ιδιαίτερη κατάσταση της Βενετίας, με αποτέλεσμα η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση να μην περιέχει εσφαλμένη συναφώς αιτιολογία.

 Επί του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999

 Αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

178    Με τις σκέψεις 385 έως 399 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η επίμαχη απόφαση, καθόσον προβλέπει στο άρθρο 5 την ανάκτηση των ενισχύσεων που κηρύχθηκαν παράνομες, δεν παραβαίνει το άρθρο 14 του κανονισμού 659/1999. Το Πρωτοδικείο επισημαίνει ειδικότερα ότι, δυνάμει του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999 και της πάγιας συναφώς νομολογίας, όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι μια ενίσχυση είναι ασύμβατη με την κοινή αγορά, οφείλει να διατάξει την ανάκτησή της. Εν προκειμένω, η εντολή περί ανακτήσεως δεν αντίκειται σε καμία γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

179    Η Comitato και η Hotel Cipriani, με τον έκτο και τον τέταρτο λόγο που προβάλλουν αντιστοίχως, και η Coopservice, με τον έκτο λόγο που προβάλλει, προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η δήλωση της Επιτροπής ότι μια ενίσχυση είναι ασύμβατη με την κοινή αγορά δεν συνεπάγεται αυτομάτως την ανάκτηση της ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διαθέτει ένα περιθώριο εκτιμήσεως, στο πλαίσιο του οποίου όφειλε να αξιολογήσει, πέραν του αυστηρώς νομικού πλαισίου, ένα σύνολο στοιχείων όπως την εμπιστοσύνη στη νομιμότητα των ενισχύσεων, τον χαρακτήρα των ενισχύσεων, την ιδιαιτερότητα των περιοχών, τη συγκεκριμένη κατάσταση των δικαιούχων και τις οικονομικές επιπτώσεις.

180    Η Επιτροπή φρονεί ότι το Πρωτοδικείο ορθώς δέχθηκε ότι η ανάκτηση της ενισχύσεως που κρίθηκε ασύμβατη με την κοινή αγορά αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της και ότι η διαταγή ανακτήσεως δεν προσέκρουε, εν προκειμένω, σε κάποια γενική αρχή.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

181    Οι υπό κρίση λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο δέχθηκε, κατά τρόπο απολύτως σύμφωνο με τη νομολογία του Δικαστηρίου που παρατίθεται στη σκέψη 387 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διαταγή ανακτήσεως παράνομης ενισχύσεως αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της.

182    Επιπλέον, το Πρωτοδικείο, εξετάζοντας του λόγους που προέβαλαν οι νυν αναιρεσείουσες, ορθώς έκρινε ότι, εν προκειμένω, δεν υπήρχε λόγος η Επιτροπή να μη διατάξει την ανάκτηση των ενισχύσεων που κρίθηκαν παράνομες. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 391 έως 394 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έκρινε ότι οι νυν αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν την ύπαρξη ιδιαίτερων περιστάσεων βάσει των οποίων να μπορεί να θεωρηθεί ότι, παρά τον χαρακτήρα των επίμαχων ενισχύσεων ως λειτουργικών ενισχύσεων, η Επιτροπή όφειλε να μη διατάξει την ανάκτησή τους.

183    Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι η διαταγή ανακτήσεως που περιλαμβάνεται στο διατακτικό της επίμαχης αποφάσεως της Επιτροπής αφορά τις κρατικές ενισχύσεις οι οποίες, με την εν λόγω απόφαση, κρίθηκαν ασύμβατες με την κοινή αγορά, πράγμα που σημαίνει ότι ο εθνικές αρχές πρέπει προηγουμένως να αποδείξουν, κατά τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 113 έως 121 της παρούσας αποφάσεως, ότι τα παρασχεθέντα πλεονεκτήματα συνιστούν κρατικές ενισχύσεις για τους δικαιούχους.

184    Βάσει των προεκτεθέντων οι αιτήσεις αναιρέσεως καθώς και η αίτηση ανταναιρέσεως της Coopservice πρέπει να απορριφθούν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

185    Δυνάμει του άρθρου 122, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, που εφαρμόζεται στην κατ’ αναίρεση διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του ιδίου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δυνάμει του ίδιου άρθρου 69, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των εξόδων. Πάντως, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 3, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

186    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Comitato, η Hotel Cipriani, η Italgas και Coopservice, στο μέτρο που αφορά την καθεμία, ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν ισομερώς στα δικαστικά έξοδα που αφορούν τις αιτήσεις αναιρέσεως, καθώς και σε εκείνα που αφορούν την αίτηση ανταναιρέσεως της Coopservice.

187    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε όσον αφορά την αίτησή της ανταναιρέσεως, πρέπει να καταδικασθεί στα σχετικά δικαστικά έξοδα.

188    Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η Ιταλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως της Comitato «Venezia vuole vivere», της Hotel Cipriani Srl και της Società Italiana per il gas SpA (Italgas) καθώς και την αίτηση ανταναιρέσεως της Coopservice – Servizi di fiducia Soc. coop. rl.

2)      Απορρίπτει την αίτηση ανταναιρέσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

3)      Η Comitato «Venezia vuole vivere», η Hotel Cipriani Srl, η Società Italiana per il gas SpA (Italgas) και η Coopservice – Servizi di fiducia Soc. coop. rl φέρουν ισομερώς τα δικαστικά έξοδα που αφορούν τις αιτήσεις αναιρέσεως καθώς και εκείνα που αφορούν την αίτηση ανταναιρέσεως της τελευταίας.

4)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδα που αφορούν την αίτησή της ανταναιρέσεως.

5)      Η Ιταλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Επάνω