EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62009CC0161

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mengozzi της 16ης Σεπτεμβρίου 2010.
Κακαβέτσος-Φραγκόπουλος ΑΕ Επεξεργασίας και Εμπορίας Σταφίδας κατά Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Κορινθίας.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Συμβούλιο της Επικρατείας - Ελλάς.
Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό - Κορινθιακή σταφίδα - Εθνική ρύθμιση με σκοπό την προστασία της ποιότητας του προϊόντος - Περιορισμοί της εμπορίας με κριτήριο τις διάφορες περιοχές παραγωγής - Δικαιολόγηση - Αναλογικότητα.
Υπόθεση C-161/09.

Συλλογή της Νομολογίας 2011 I-00915

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2010:531

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 16ης Σεπτεμβρίου 2010 (1)

Υπόθεση C‑161/09

Κακαβέτσος-Φραγκόπουλος ΑΕ Επεξεργασίας και Εμπορίας Σταφίσας, πρώην K. Φραγκόπουλος και Σια OE

κατά

Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Κορινθίας

[αίτηση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ελλάδα) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων – Ποσοτικοί περιορισμοί επί των εξαγωγών – Μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος – Μεταφορά, επεξεργασία και εμπορία κορινθιακού σταφιδόκαρπου – Απαγόρευση κυκλοφορίας μεταξύ διαφόρων περιοχών του ίδιου κράτους μέλους – Δικαιολογία – Αποκλεισμός της προστασίας της ποιότητας ως μοναδικού λόγου δικαιολογήσεως ελλείψει προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως»





I –    Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας (Ελλάδα) και αφορά την εκτίμηση του κατά πόσον είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας το έδαφος παραγωγής της κορινθιακής σταφίδας διαχωρίζεται σε διάφορες περιοχές, επιβάλλεται απαγόρευση κυκλοφορίας της σταφίδας μεταξύ των περιοχών αυτών και καταρτίζεται εξαντλητικός κατάλογος λιμένων από τους οποίους μπορεί να εξάγεται η σταφίδα.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α –         Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Το πρωτογενές δίκαιο

2.        Το άρθρο 29 ΕΚ ορίζει ότι « [ο]ι ποσοτικοί περιορισμοί επί των εξαγωγών καθώς και όλα τα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών».

3.        Το άρθρο 30 ΕΚ ορίζει ότι «[ο]ι διατάξεις των άρθρων 28 και 29 δεν αντιτίθενται στις απαγορεύσεις ή στους περιορισμούς εισαγωγών, εξαγωγών ή διαμετακομίσεων που δικαιολογούνται από λόγους δημόσιας ηθικής, δημόσιας τάξεως, δημόσιας ασφαλείας, προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων ή προφυλάξεως των φυτών, προστασίας των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία ή προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας. Οι απαγορεύσεις ή οι περιορισμοί αυτοί δεν δύνανται πάντως να αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών».

4.        Το άρθρο 32, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει ότι «[η] κοινή αγορά περιλαμβάνει τη γεωργία και το εμπόριο των γεωργικών προϊόντων. Ως γεωργικά προϊόντα νοούνται τα προϊόντα του εδάφους, της κτηνοτροφίας και της αλιείας, καθώς και τα προϊόντα πρώτης μεταποιήσεως τα οποία έχουν άμεση σχέση με αυτά».

5.        Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι, «[ε]κτός αντιθέτων διατάξεων των άρθρων 33 μέχρι και 38, οι κανόνες που προβλέπονται για την εγκαθίδρυση της κοινής αγοράς εφαρμόζονται στα γεωργικά προϊόντα».

6.        Κατά το άρθρο 32, παράγραφος 3, ΕΚ, τα γεωργικά προϊόντα απαριθμούνται στον πίνακα του παραρτήματος Ι της Συνθήκης ΕΚ, το κεφάλαιο 8 του οποίου φέρει τον τίτλο «Καρποί και οπώραι εδώδιμοι. Φλοιοί εσπεριδοειδών και πεπόνων».

7.        Το άρθρο 34, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ ορίζει τα εξής:

«1.      Για να επιτευχθούν οι στόχοι που προβλέπονται στο άρθρο 33, δημιουργείται κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών.

Ανάλογα με τα προϊόντα, η οργάνωση αυτή λαμβάνει μία από τις ακόλουθες μορφές:

α)      κοινών κανόνων ανταγωνισμού·

β)      υποχρεωτικού συντονισμού των διαφόρων εθνικών οργανώσεων αγοράς·

γ)      ευρωπαϊκής οργανώσεως της αγοράς.

2.      Η κοινή οργάνωση σε μία από τις μορφές που προβλέπει η παράγραφος 1 δύναται να περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 33, ιδίως δε ρυθμίσεις των τιμών, ενισχύσεις τόσο για την παραγωγή όσο και για την εμπορία των διαφόρων προϊόντων, μέτρα αποθηκεύσεως και λογιστικής μεταφοράς, κοινούς μηχανισμούς σταθεροποιήσεως των εισαγωγών ή των εξαγωγών.

Η κοινή οργάνωση πρέπει να περιορίζεται στην επιδίωξη των στόχων του άρθρου 33 και να αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών εντός της Κοινότητας.

Μια ενδεχομένη κοινή πολιτική τιμών πρέπει να βασίζεται επί κοινών κριτηρίων και επί ενιαίων μεθόδων υπολογισμού.»

2.      Το εφαρμοζόμενο κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ανέκυψε η διαφορά της κύριας δίκης παράγωγο δίκαιο για την παραγωγή κορινθιακής σταφίδας

8.        Ο κανονισμός (ΕΚ) 2201/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, για την κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά (στο εξής: κανονισμός 2201/96) (2), ορίζει, στο άρθρο 1, ότι η καθιερούμενη από αυτόν κοινή οργάνωση διέπει μεταξύ άλλων τη σταφίδα (κωδικός ΣΟ 0803 20).

3.      Το παράγωγο δίκαιο περί προστατευόμενων ονομασιών προελεύσεως

9.        Με τον κανονισμό (ΕΚ) 1549/98 της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 1998 για συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΚ) 1107/96 σχετικά με την καταχώρηση των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2081/92 του Συμβουλίου (3), η ονομασία «Κορινθιακή σταφίδα Βοστίτσα (Korinthiaki Stafida Vostitsa)» καταχωρίστηκε ως προστατευόμενη ονομασία προελεύσεως (στο εξής: ΠΟΠ).

10.      Με τον κανονισμό (ΕΚ) 483/2008 της Επιτροπής (4), της 30ής Μαΐου 2008, για την καταχώριση ορισμένων ονομασιών στο μητρώο των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων [Σταφίδα Ζακύνθου (Stafida Zakynthou) (ΠΟΠ), Miód wrzosowy z Borów Dolnośląskich (ΠΓΕ), Chodské pivo (ΠΓΕ)], καταχωρίστηκε η ονομασία «Σταφίδα Ζακύνθου» (Stafida Zakynthou) ως προστατευόμενη ονομασία προελεύσεως σύμφωνα με τα οριζόμενα στον κανονισμό (ΕΚ) 510/2006 (5).

 Β –         Οι εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις

11.      Ο νόμος 553/1977 περί μέτρων προστασίας και ενισχύσεως της εξαγωγής της κορινθιακής σταφίδας και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων (ΦΕΚ Α΄ 73) (στο εξής: νόμος 553/1977) επιβάλλει τον διαχωρισμό των περιοχών της Ελλάδας στις οποίες παράγεται κορινθιακή σταφίδα και ορίζει τις προϋποθέσεις για την κυκλοφορία και εξαγωγή του εν λόγω προϊόντος.

12.      Ειδικότερα, το άρθρο 1 ορίζει τα εξής:

«1.      Αι εκτάσεις εις ας καλλιεργείται κορινθιακή σταφίς διαχωρίζονται ως κάτωθι:

α)      περιοχή Α΄, περιλαμβάνουσα την Επαρχίαν Αιγιαλείας και τας περιφερείας των τέως Δήμων Ερινεού, Κραθίδος και Φελλόης του Νομού Αχαΐας και τον Νομόν Κορινθίας·

β)      περιοχή Β΄, περιλαμβάνουσα τους Νομούς Ζακύνθου και Κεφαλληνίας, την Νήσον Λευκάδα, τον Νομόν Ηλείας, τον Νομόν Αχαΐας (πλήν της Επαρχίας Αιγιαλείας και των τέως Δήμων Ερινεού, Κραθίδος και Φελλοής) και τον Νομόν Μεσσηνίας.

2.      Απαγορεύεται η εις την περιοχήν Α΄ εισαγωγή, εναποθήκευσις και συσκευασία κορινθιακής σταφίδος προελεύσεως περιοχής Β΄ ως και η εν συνεχεία εξ αυτής εξαγωγή της εις το εξωτερικόν.

3.      Επιτρέπεται η εισαγωγή κορινθιακής σταφίδος εκ της περιοχής Α΄ εις την περιοχήν Β΄ και η εξαγωγή της σταφίδος ταύτης αναμεμιγμένης εκ της εν λόγω περιοχής, υπό τας προϋποθέσεις των παραγρ. 3 και 4 του άρθρου 2 του παρόντος.

4.      Απαγορεύεται η μεταφορά και συσκευασία κορινθιακής σταφίδος της περιφερείας επαρχίας Αιγιαλείας και των τέως Δήμων Ερινεού, Κραθίδος και Φελλόης του Νομού Αχαΐας εις τον Νομόν Κορινθίας και αντιστρόφως.»

13.      Το άρθρο 2 συνεχίζει ως εξής:

«1.      Άπαντα τα μέσα συσκευασίας, τα περιέχοντα κορινθιακήν σταφίδα παραγωγής της περιοχής Α΄, συσκευαζομένην εντός αυτής και προοριζομένην προς εξαγωγήν, σημαίνονται υποχρεωτικώς, διά του γράμματος “Α” και της λέξεως:

α)      “ΒΟΣΤΙΤΣΑ” (“VOSTIZZA”) εφ’ όσον πρόκειται περί κορινθιακής σταφίδoς παραγομένης εντός της επαρχίας Αιγιαλείας και των τέως Δήμων Ερινεού, Κραθίδος και Φελλόης του Νομού Αχαΐας συσκευαζομένης εντός της περιοχής ταύτης και εξαγομένης εκ του λιμένος Αιγίου·

β)      “ΚΟΡΦΟΣ” (“GULF”), εφ’ όσον πρόκειται περί κορινθιακής σταφίδος παραγομένης εντός του Νομού Κορινθίας, συσκευαζομένης εν αυτώ και εξαγομένης εκ των λιμένων Κιάτου και Κορίνθου.

2.      Επιτρέπεται η τοποθέτησις εντός των μέσων συσκευασίας, κορινθιακής σταφίδος των ως άνω περιφερειών διαφημιστικών φυλλαδίων ή εντύπων, περιγραφόντων αντιστοίχως την ποιότητα και γενικώς την έννοιαν των λέξεων “Βοστίτσα” ή “Κόρφος”.

3.      Άπαντα τα μέσα συσκευασίας, τα περιέχοντα κορινθιακήν σταφίδα προερχομένην εξ αναμίξεως σταφιδοκάρπου των περιοχών Α΄ και Β΄ συσκευαζομένην εν την περιοχή Β΄ σημαίνονται υποχρεωτικώς μεν διά της λέξεως “PROVINCIAL”, προαιρετικώς δε και διά του ονόματος του τόπου συσκευασίας αυτής.

4.      Άπαντα τα μέσα συσκευασίας, τα περιέχοντα κορινθιακήν σταφίδα παραγωγής της περιοχής Β΄ συσκευαζομένην εντός αυτής και προοριζομένην προς εξαγωγήν, σημαίνονται υποχρεωτικώς μεν διά της λέξεως “PROVINCIAL”, προαιρετικώς δε και διά των κάτωθι λέξεων, αποκλειομενης πάσης ετέρας:

α)      “ZANTE”, διά την εν Ζακύνθω παραγομένην και συσκευαζομένην κορινθιακήν σταφίδα, ως και διά την εντός της περιοχής Β΄ εν γένει συσκευαζομένην κορινθιακήν σταφίδα, προελεύσεως της νήσου Ζακύνθου […] και εξ οιουδήποτε λιμένος της περιοχής Β΄ εξαγομένην εις το εξωτερικόν·

β)      “CEPHALLONIA”, διά την εν Κεφαλληνία ή Λευκάδι παραγομένην και συσκευαζομένην κορινθιακήν σταφίδα, ως και διά την εντός της περιοχής Β΄ εν γένει συσκευαζομένην κορινθιακήν σταφίδα, προελεύσεως του Νομού Κεφαλληνίας και της νήσου Λευκάδος […] και εξ οιουδήποτε λιμένος της περιοχής Β΄ εξαγομένην εις το εξωτερικόν

γ)      “AMALIAS”, διά την εν τη περιφερεία Αμαλιάδος συσκευαζομένην κορινθιακήν σταφίδα, ως και δια την εντός της περιοχής Β΄ εν γένει συσκευαζομένην κορινθιακήν σταφίδα, προελεύσεως της περιφερείας Αμαλιάδος […], του Νομού Ηλείας […] και εξ οιουδήποτε λιμένος της περιοχής Β εξαγομένην εις το εξωτερικόν·

δ)      “PYRGOS”, διά την εν τη περιφερεία Πύργου και Κατακώλου του Νομού Ηλείας συσκευαζομένην και εκ του λιμένος Κατακώλου εξαγομένην εις το εξωτερικόν κορινθιακήν σταφίδα·

ε)      “PATRAS”, διά την εν τη περιφερεία Πατρών συσκευαζομένην και εκ του λιμένος Πατρών εξαγομένην εις το εξωτερικόν κορινθιακήν σταφίδα·

στ)      “ΚALAMATA”, διά την εν τη περιφερεία Μεσσηνίας συσκευαζομένην και εκ του λιμένος Καλαμάτας εξαγομένην εις το εξωτερικόν κορινθιακήν σταφίδα.

[…]»

14.      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του νόμου 553/1977 διέπει τις λεπτομέρειες εξαγωγής της κορινθιακής σταφίδας:

«Η εις το εξωτερικόν εξαγωγή κορινθιακής σταφίδος πραγματοποιείται ως ακολούθως:

α)      της σεσημασμένης διά της λέξεως “VOSTIZZA” διά του λιμένος του Αιγίου,

β)      της σεσημασμένης διά της λέξεως “GULF” δια των λιμένων Κορίνθου και Κιάτου,

γ)      της σεσημασμένης διά των λέξεων “ΖΑΝΤΕ” “CEPHALLONIA” και “AMALIAS” επιτρέπεται εξ όλων των λιμένων εξαγωγής της περιοχής Β΄,

δ)      της σεσημασμένης διά της λέξεως “PYRGOS” εκ του λιμένος Κατακώλου,

ε)      της σεσημασμένης διά της λέξεως “PATRAS” εκ του λιμένος των Πατρών και

στ)      της σεσημασμένης διά της λέξεως “KALAMATA” εκ του λιμένος Καλαμάτας.

[…]»

15.      Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, «[ε]ις περίπτωσιν αδυναμίας προσεγγίσεως και φορτώσεως πλοίων εις τους λιμένας Αιγίου και Νομού Κορινθίας, διασφαλιζομένης της ταυτότητος του φορτίου, επιτρέπεται η μεταφορά εις τον λιμένα Πατρών».

16.      Το άρθρο 4 έχει ως εξής:

«1.      Αι παραγρ. 1 και 2 του άρθρου 54 του Κ.Ν. 2490/1955 “περί κωδικοποιήσεως των περί προστασίας Κορινθιακής σταφίδος και περί Αυτονόμου Σταφιδικού Οργανισμού διατάξεων”, ως ούτος ετροποποιήθη υπό του άρθρου 5 του Ν. 3541/1956, […] αντικαθίστανται ως ακολούθως:

“1.      Προς βελτίωσιν της ποιότητος του συσκευαζομένου και εξαγομένου σταφιδοκάρπου, οι συσκευασταί σταφιδεργοστασιάρχαι, οι ενοικιασταί και οι εν γένει οπωσδήποτε ευρισκόμενοι εν τη εκμεταλλεύσει σταφιδεργοστασίων υποχρεούνται να παραδίδουν εις τας αποθήκας του Α.Σ.Ο. τα εκ της κατεργασίας της σταφίδος προκύπτοντα απορρίμματα. Τα απορρίμματα ταύτα αναλογούν εις ωρισμένον ελάχιστον ποσοστόν της εξαχθείσης ή διατεθείσης εις την εσωτερικήν κατανάλωσιν καθαρός ποσότητος σταφίδος. Το ποσοστόν τούτο παραδίδεται υποχρεωτικώς εις το οικείον Υποκατάστημα του Α.Σ.O μετά πάσης ετέρας ποσότητος απορριμμάτων, προκυπτούσης εκ της επεξεργασίας της, κατά τα ανωτέρω, εξαχθείσης ή διατεθείσης σταφίδος, μετά δικαιώματος συμψηφισμού των επί πλέον παραδοθεισών ποσοτήτων, εις μεταγενέστερος εξαγωγάς ή διαθέσεις εις την εσωτερικήν κατανάλωσιν εντός του αυτού εξαγωγικού έτους.”»

17.      Με την υπ’ αριθ. 442597 απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας, της 22ας Νοεμβρίου 1993, αναγνωρίσθηκε σε εθνικό επίπεδο η ονομασία «Βοστίτσα» ως ΠΟΠ για την κορινθιακή σταφίδα που λαμβάνεται από σταφύλια της ποικιλίας «μαύρη κορινθιακή» και η οποία παράγεται εντός της επαρχίας Αιγιαλείας.

18.      Με την υπ’ αριθ. 399460 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, της 4ης Νοεμβρίου 1999, ορίζονται οι προϋποθέσεις αποσύρσεως από τη μεταποίηση ποσοτήτων σταφίδας για λόγους ποιότητας και ιδρύεται φορέας για τη συγκέντρωση και διαχείριση μεταποιητικού ποιοτικού παρακρατήματος.

III – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

19.      H εταιρία Κ. Φραγκόπουλος και Σια ΟΕ, η οποία κατά τη διαδικασία της κύριας δίκης μετατράπηκε σε Κακαβέτσος- Φραγκόπουλος ΑΕ Επεξεργασίας και Εμπορίας Σταφίδας (στο εξής: εταιρία Φραγκόπουλος) ήταν, κατά τον χρόνο επελεύσεως των πραγματικών περιστατικών, ομόρρυθμη εταιρία ελληνικού δικαίου με κύρια δραστηριότητα τη μεταποίηση, επεξεργασία και εμπορία της κορινθιακής σταφίδας. Η εταιρία Φραγκόπουλος είναι εγκατεστημένη στην περιοχή του Κιάτου Κορινθίας.

20.      Η ελληνική νομοθεσία διαχωρίζει το έδαφος παραγωγής της κορινθιακής σταφίδας σε δύο περιοχές, την περιοχή Α΄ και την περιοχή Β΄. Ο παραγόμενος στην περιοχή Β΄ σταφιδόκαρπος θεωρείται κατώτερης ποιότητας σε σύγκριση προς αυτόν που παράγεται στην περιοχή Α΄. Ως εκ τούτου, οι παραγωγοί της περιοχής Β΄ επιτρέπεται να μεταφέρουν στην περιοχή τους κορινθιακό σταφιδόκαρπο από την περιοχή Α΄ και να τον αναμιγνύουν με τον σταφιδόκαρπο της περιοχής Β΄. Η παραγόμενη στην περιοχή Β΄ κορινθιακή σταφίδα μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα εντός αυτής της περιοχής και να εξάγεται προς το εξωτερικό τηρουμένων των διατάξεων του νόμου 553/1977 σχετικά με τη σήμανση των προϊόντων. Στην περίπτωση που συσκευάζεται και διατίθεται στο εμπόριο μίγμα σταφίδας από την περιοχή Β΄ και από την περιοχή Α΄, οι παραγωγοί της περιοχής Β΄ υποχρεούνται στην τήρηση της εθνικής νομοθεσίας η οποία τους επιβάλλει να επικολλούν σήμανση με την ένδειξη «Provincial» συνοδευόμενη από την ονομασία της περιοχής προελεύσεως, προκειμένου ο καταναλωτής να γνωρίζει ότι πρόκειται περί μίγματος κορινθιακής σταφίδας. Αντιθέτως, απαγορεύεται κάθε κυκλοφορία κορινθιακής σταφίδας από την περιοχή Β΄ προς την περιοχή Α΄. Με άλλα λόγια, ένας παραγωγός από την περιοχή Α΄ δεν επιτρέπεται να μεταφέρει στην περιοχή του κορινθιακή σταφίδα από την περιοχή Β΄. Εντός της περιοχής Β΄, μόνον η «σταφίδα Ζακύνθου» προστατεύεται με ΠΟΠ που έχει καταχωριστεί σε επίπεδο Ένωσης από το 2008.

21.      Η περιοχή Α΄, η οποία θεωρείται ότι παράγει κορινθιακή σταφίδα ανώτερης ποιότητας, διαχωρίζεται περαιτέρω σε δύο επιμέρους περιοχές. Η πρώτη υποπεριοχή Α΄ παράγει τη λεγόμενη σταφίδα «Βοστίτσα» η οποία προστατεύεται με ΠΟΠ από το 1993 σε εθνικό επίπεδο και από το 1998 σε επίπεδο Ένωσης. Η παραγόμενη στη δεύτερη υποπεριοχή κορινθιακή σταφίδα, μολονότι ανώτερης ποιότητας σε σχέση με την παραγόμενη στην περιοχή Β΄, είναι παρά ταύτα κατώτερης ποιότητας σε σχέση με την παραγόμενη στην πρώτη υποπεριοχή Α΄. Οι παραγωγοί της πρώτης υποπεριοχής Α΄ δεν επιτρέπεται να μεταφέρουν σταφίδα από τη δεύτερη υποπεριοχή Α΄, και αντιστρόφως.

22.      Επιπλέον, σε κάθε περιοχή αντιστοιχούν καθορισμένοι λιμένες ρητώς κατονομαζόμενοι από την εθνική νομοθεσία και από τους οποίους διέρχεται αποκλειστικώς η σταφίδα προς εξαγωγή στο εξωτερικό (6).

23.      Κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας, η εταιρία Φραγκόπουλος είναι εγκατεστημένη στην περιοχή Α΄, και συγκεκριμένα στη δεύτερη υποπεριοχή Α΄, η οποία δεν καλύπτεται από ΠΟΠ και παράγει σταφίδα ποικιλίας «Gulf». Η εταιρία Φραγκόπουλος εξάγει το σύνολο των ποσοτήτων σταφίδας που εμπορεύεται. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διευκρίνισε ότι 90 % της παραγωγής της εξάγεται σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ το υπόλοιπο 10 % σε τρίτες χώρες.

24.      Τον Ιούνιο 2001, η εταιρία Φραγκόπουλος ζήτησε από τη διεύθυνση γεωργίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Κορινθίας να της επιτραπεί να μεταφέρει και να επεξεργαστεί στο εργοστάσιό της στο Κιάτο, δηλαδή στον Νομό Κορινθίας, κορινθιακή σταφίδα ανεξαρτήτως προελεύσεως, δηλαδή παραγόμενη είτε στην περιοχή Β΄ είτε στην πρώτη υποπεριοχή Α΄, λόγω προσδοκώμενης μειώσεως της παραγωγής σταφίδας στην περιοχή της. Η εταιρία Φραγκόπουλος εξηγεί ότι η παραγωγική της ικανότητα είναι σαφώς μεγαλύτερη από την επεξεργασία και συσκευασία αποκλειστικώς σταφίδας της ποικιλίας «Gulf», ότι προέβη σε σημαντικές επενδύσεις για τη βελτίωση των εγκαταστάσεών της και ότι, χωρίς επαρκή πρώτη ύλη για να συνεχίσει τη δραστηριότητά της, είναι καταδικασμένη σε πτώχευση.

25.      Η αίτηση της εταιρίας Φραγκόπουλος απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 10037 απόφαση του διευθυντή γεωργίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Κορινθίας, της 27ης Ιουνίου 2001, με την αιτιολογία ότι ο νόμος 553/1977 ορίζει σαφώς ότι μόνον η σταφίδα της δεύτερης υποπεριοχής Α΄ μπορεί να αποτελεί αντικείμενο επεξεργασίας, αποθηκεύσεως, μεταποιήσεως και συσκευασίας στον Νομό Κορινθίας και ότι απαγορεύεται κάθε κυκλοφορία της σταφίδας της περιοχής Β΄ και της πρώτης υποπεριοχής Α΄ επί του εδάφους της δεύτερης υποπεριοχής Α΄.

26.      Στις 17 Σεπτεμβρίου 2001, η εταιρία Φραγκόπουλος άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με αίτημα να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. 10037 απόφαση της 27ης Ιουνίου 2001. Συγκεκριμένα, η αιτούσα προβάλλει ότι ο νόμος 553/1977 περιορίζει υπέρμετρα την οικονομική της ελευθερία καθώς και την ελευθερία ανταγωνισμού αυτής. Επιπλέον, είναι αναντίρρητο ότι ο νόμος αυτός περιάγει τους παραγωγούς της περιοχής Β΄ σε πολύ ευνοϊκότερη θέση σε σύγκριση με τους παραγωγούς της περιοχής Α΄. Το γεγονός ότι οι παραγωγοί της περιοχής Β΄ μπορούν να εισκομίσουν σε αυτή σταφίδα παραγόμενη στην περιοχή Α΄ έχει ως συνέπεια τη μείωση της διαθέσιμης πρώτης ύλης στην περιοχή Α΄ και, συνακόλουθα, την υπολειτουργία των επιχειρήσεων της περιοχής Α΄. Κατά το μέτρο που οι επιχειρήσεις της περιοχής Β΄ διαθέτουν αφθονία πρώτης ύλης, η παραγωγή και, ως εκ τούτου, η ανταγωνιστικότητά τους είναι μεγαλύτερες. Η εταιρία Φραγκόπουλος ισχυρίζεται ότι η συνολική παραγωγή σταφίδας στην περιφέρεια του Νομού Κορινθίας ανέρχεται σε 9 000 τόνους, ποσότητα την οποία επεξεργάζονται πέντε επιχειρήσεις, ενώ στην περιοχή Β΄ τέσσερις λειτουργούσες μονάδες επεξεργάζονται ποσότητα 20 000 τόνων. Η εταιρία Φραγκόπουλος εκτιμά ότι, υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο κίνδυνος οικονομικού μαρασμού για τις επιχειρήσεις της περιοχής Α΄ είναι μεγάλος. Επιπλέον, ο επιδιωκόμενος από τη νομοθεσία σκοπός, δηλαδή η απαγόρευση αναμίξεως της σταφίδας της περιοχής Β΄ με αυτήν της περιοχής Α΄ εντός της τελευταίας αυτής περιοχής προκειμένου να διατηρηθεί η ποιότητα εν γένει της σταφίδας της περιοχής Α΄ και ιδίως της σταφίδας «Βοστίτσα», μπορεί να επιτευχθεί με ηπιότερα μέτρα. Η εταιρία Φραγκόπουλος διευκρινίζει επίσης ότι δεν επιδιώκει να της δοθεί η δυνατότητα να αναμειγνύει στο εργοστάσιό της τις διάφορες ποικιλίες κορινθιακής σταφίδας ούτε προτίθεται να τις νοθεύει, επιθυμεί απλώς να της δοθεί η δυνατότητα να εισκομίζει σταφίδες από άλλες περιοχές, να τις επεξεργάζεται και εν συνεχεία να τις εξάγει, εξακολουθώντας να τηρεί τις επιβαλλόμενες με το άρθρο 2 του νόμου 553/1977 υποχρεώσεις περί σημάνσεως. Συναφώς, το γεγονός ότι η σταφίδα της πρώτης υποπεριοχής Α΄ θα παύσει να προστατεύεται με ΠΟΠ εάν τεθεί σε κυκλοφορία εντός της περιοχής στην οποία είναι εγκατεστημένη η εταιρία Φραγκόπουλος είναι άνευ σημασίας, δεδομένου ότι επιδίωξη της εταιρίας είναι η αύξηση της παραγωγής της και όχι η εμπορία προϊόντων που προστατεύονται με ΠΟΠ. Για όλους τους παραπάνω λόγους, η εταιρία Φραγκόπουλος εκτιμά ότι η εθνική νομοθεσία είναι αντίθετη προς τα άρθρα 28 ΕΚ, 29 ΕΚ και 34, παράγραφος 2, ΕΚ.

27.      Το Συμβούλιο της Επικρατείας, λόγω πρόδηλης ερμηνευτικής δυσχέρειας σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, με την από 8 Ιουνίου 2009 απόφασή του, στο Δικαστήριο τα ακόλουθα τρία προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Επιχείρηση, τελούσα υπό τις συνθήκες στις οποίες τελεί η αιτούσα, δηλαδή επιχείρηση επεξεργασίας και συσκευασίας σταφίδας, εγκατεστημένη σε συγκεκριμένη περιοχή της χώρας, στην οποία απαγορεύεται από τον νόμο η εισκόμιση προς επεξεργασία και συσκευασία διαφόρων ποικιλιών σταφιδόκαρπου, προερχομένων από άλλες περιοχές της χώρας, με συνέπεια την αδυναμία της να εξαγάγει σταφίδα, την οποία θα είχε επεξεργασθεί από τον σταφιδόκαρπο, τον προερχόμενο από τις ως άνω ποικιλίες, μπορεί να επικαλεσθεί ενώπιον δικαστηρίου την αντίθεση των σχετικών νομοθετικών μέτρων προς το άρθρο 29 ΕΚ;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ως άνω πρώτο ερώτημα, ερωτάται περαιτέρω, εάν διατάξεις, όπως αυτές του εσωτερικού ελληνικού δικαίου, οι οποίες διέπουν την κρινόμενη διαφορά και οι οποίες αφενός μεν απαγορεύουν την εισκόμιση, αποθήκευση και επεξεργασία σταφιδόκαρπου, με σκοπό την περαιτέρω εξαγωγή του, από διάφορες περιοχές της χώρας σε συγκεκριμένη περιοχή, στην οποία επιτρέπεται η επεξεργασία μόνον επιτοπίως παραγομένου σταφιδοκάρπου, αφετέρου δε επιφυλάσσουν την δυνατότητα αναγνωρίσεως προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης μόνο σε σταφιδόκαρπο, ο οποίος έχει υποστεί επεξεργασία και έχει συσκευασθεί στην συγκεκριμένη περιοχή στην οποία παρήχθη, έρχονται ή όχι σε αντίθεση με την διάταξη του άρθρου 29 ΕΚ, η οποία απαγορεύει την επιβολή ποσοτικών περιορισμών ή μέτρων ισοδύναμου με αυτούς αποτελέσματος στις εξαγωγές;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ως άνω δεύτερο ερώτημα, ερωτάται περαιτέρω, αν η προστασία της ποιότητας προϊόντος, το οποίο προσδιορίζεται γεωγραφικά από εσωτερικό νόμο κράτους μέλους και στο οποίο δεν έχει αναγνωρισθεί η δυνατότητα να φέρει ειδικό διακριτικό τίτλο, που να επισημαίνει την, λόγω προελεύσεως από ορισμένη γεωγραφική περιοχή, γενικώς αναγνωριζόμενη ανώτερη ποιότητα και μοναδικότητά του, συνιστά ή όχι, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 30 ΕΚ, θεμιτό σκοπό επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, που επιτρέπει εξαίρεση από την διάταξη του άρθρου 29 ΕΚ, η οποία απαγορεύει την επιβολή ποσοτικών περιορισμών επί των εξαγωγών του εν λόγω προϊόντος καθώς και μέτρα ισοδύναμου με τους περιορισμούς αυτούς αποτελέσματος;»

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

28.      Η αιτούσα στην κύρια δίκη, η Ελληνική Κυβέρνηση, η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν στο Δικαστήριο γραπτές παρατηρήσεις.

29.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Ιουλίου 2010, η αιτούσα στην κύρια δίκη, η Ελληνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους.

V –    Νομική ανάλυση

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

30.      Το αιτούν δικαστήριο επικεντρώθηκε, κατά τη διατύπωση των ερωτημάτων του, στο άρθρο 29 ΕΚ. Εντούτοις, πριν προβώ σε εκτίμηση περί του συμβατού της εθνικής νομοθεσίας με το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, οφείλω να ελέγξω εάν υφίστανται κανόνες του παράγωγου δικαίου που μπορούν να είναι κρίσιμοι στο πλαίσιο της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως. Επιπλέον, η αιτούσα αναφέρθηκε στην ύπαρξη μέτρου απαγορευόμενου δυνάμει του άρθρου 28 ΕΚ. Οφείλω λοιπόν, κατ’ αρχάς, να ερευνήσω αυτές τις δύο πτυχές προκειμένου να παράσχω στο αιτούν δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που είναι ενδεχομένως χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ασχέτως αν αυτό έχει κάνει μνεία των στοιχείων αυτών κατά τη διατύπωση των ερωτημάτων του (7).

31.      Κατά πρώτο λόγο, η κορινθιακή σταφίδα εμπίπτει στην κοινή οργάνωση αγορών στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά που διέπεται από 1ης Ιανουαρίου 2008 από τον κανονισμό (ΕΚ) 1234/2007, τον καλούμενο «ενιαίο κανονισμό ΚΟΑ» (8). Κατά τον χρόνο επελεύσεως των πραγματικών περιστατικών, η κορινθιακή σταφίδα ενέπιπτε στην κοινή οργάνωση αγορών που καθιέρωνε ο κανονισμός 2201/96, καθώς και διάφοροι εκτελεστικοί κανονισμοί με αντικείμενο ειδικώς τη σταφίδα (9).

32.      Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, οι ως άνω κανονισμοί δεν περιέχουν ρητή διάταξη υπό το πρίσμα της οποίας μπορεί να εκτιμηθεί το συμβατό της εθνικής νομοθεσίας με το δίκαιο της Ένωσης. Συγκεκριμένα, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η σταφίδα μπορεί να τίθεται σε κυκλοφορία εντός κάθε εθνικής επικράτειας ή και να εξάγεται δεν αποτελούν αυτές καθαυτές αντικείμενο της κοινής οργανώσεως αγορών. Μέσω αυτής κατοχυρώνεται, επί παραδείγματι, η αρχή της ενισχύσεως στην καλλιέργεια (10), ορίζονται οι προϋποθέσεις αγοράς του προϊόντος από τους οργανισμούς αποθεματοποίησης (11) καθώς και οι όροι καθορισμού της ελάχιστης τιμής της σταφίδας κατά την εισαγωγή και των αντισταθμιστικών φόρων (12). Οι εκτελεστικοί κανονισμοί της κοινής οργανώσεως αγορών στον ειδικό τομέα της σταφίδας ορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής της ενισχύσεως για ειδικευμένες εκτάσεις καλλιέργειας ορισμένων ποικιλιών σταφυλιών προοριζόμενων για την παραγωγή αποξηραμένων καρπών [βλ. σχετικά τον κανονισμό (ΕΚ) 1621/1999], τους κανόνες αποθεματοποίησης [βλ. σχετικά τον κανονισμό (ΕΚ) 1622/99, ως εφαρμοζόταν στην υπόθεση της κύριας δίκης], τα ελάχιστα χαρακτηριστικά εμπορίας ορισμένων ποικιλιών σταφίδων [βλ. σχετικά τον κανονισμό (ΕΚ) 1666/99].

33.      Η κοινή οργάνωση αγορών και οι εκτελεστικοί κανονισμοί που τη διέπουν έχουν κατ’ ουσία τεχνικό χαρακτήρα, η δε σχέση τους με τα πραγματικά περιστατικά της επίδικης διαφοράς σε καμία περίπτωση δεν είναι προφανής. Μόνον το άρθρο 21 του κανονισμού 2201/96 επιβάλλει ρητώς, στην παράγραφο 2, απαγόρευση ποσοτικών περιορισμών ή μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος, αποκλειστικώς όμως για τις εισαγωγές από τρίτες χώρες.

34.      Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, τα άρθρα 28 ΕΚ και 29 ΕΚ περί καταργήσεως των ποσοτικών περιορισμών και κάθε μέτρου ισοδύναμου αποτελέσματος επί των εισαγωγών και εξαγωγών, πρέπει να θεωρούνται ως αναπόσπαστο τμήμα της κοινής οργανώσεως αγορών (13) εν γένει, πράγμα το οποίο πιθανώς εξηγεί τη σιωπή του κανονισμού 2201/96. Επομένως, είναι αντίθετη προς τις αρχές της κοινής οργανώσεως αγορών, θεμέλια της οποίας είναι παραδοσιακώς η ελευθερία των εμπορικών συναλλαγών (14) καθώς και η αρχή της ανοιχτής αγοράς στην οποία κάθε παραγωγός έχει ελεύθερη πρόσβαση (15), κάθε εθνική διάταξη ή εθνικό μέτρο που θα μπορούσε να μεταβάλει το ρεύμα των εισαγωγών ή των εξαγωγών (16), που θα μπορούσε δηλαδή να εμποδίσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο (17). Η ύπαρξη κοινής οργανώσεως αγορών, έστω και εάν τα ιδρυτικά της κείμενα δεν επαναλαμβάνουν τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ, δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από την υποχρέωση ελέγχου των νομοθεσιών τους υπό το πρίσμα των ως άνω διατάξεων, δεδομένου ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο, μετά την εκπνοή της μεταβατικής περιόδου και λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του άρθρου 32, παράγραφος 2, ΕΚ, δεν είναι πλέον αναγκαίο να επαναλαμβάνονται στους κανονισμούς κοινής οργανώσεως αγορών οι απαγορεύσεις που επιβάλλει η Συνθήκη (18). Εντούτοις, προφανώς πρέπει να επανέλθω σε αυτό το ζήτημα, καθόσον ο έλεγχος που διενεργεί το Δικαστήριο στο πλαίσιο μιας κοινής οργανώσεως αγορών διαφέρει κατά τι από αυτόν που συνήθως εφαρμόζει προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη εθνικού μέτρου απαγορευόμενου δυνάμει του άρθρου 29 ΕΚ (19).

35.      Κατά δεύτερο λόγο, και δεδομένου ότι καθίσταται σαφές πως, παρά την ύπαρξη κοινής οργανώσεως αγορών, αντικείμενο του ελέγχου μπορεί να είναι το συμβατό του νόμου 553/1977 με τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης, τίθεται ζήτημα εάν είναι σκόπιμο ο έλεγχος αυτός να στηριχθεί σε ενδεχόμενη παράβαση του άρθρου 28 ΕΚ.

36.      Συγκεκριμένα, η εταιρία Φραγκόπουλος υποστηρίζει ότι το άρθρο 1 του νόμου 553/1977 συνιστά μεταξύ άλλων ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών καθόσον απαγορεύει κατά τρόπο απόλυτο την «εισαγωγή» κορινθιακής σταφίδας της περιοχής Β΄ ή της πρώτης υποπεριοχής Α΄ προς τη δεύτερη υποπεριοχή Α΄. Βεβαίως, η απαγόρευση αυτή δεν έχει διασυνοριακό χαρακτήρα, δεδομένου ότι αφορά αποκλειστικώς τα όρια νομών ενός μόνο κράτους, ωστόσο, κατά την αιτούσα στην κύρια δίκη, το Δικαστήριο δεν διαφοροποιεί την εκτίμησή του αναλόγως του εάν πρόκειται για εσωτερικά ή διακρατικά όρια. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της, η εταιρία Φραγκόπουλος αναφέρεται στις αποφάσεις Σημιτζή (20) και Carbonati Apuani (21).

37.      Στις δύο αυτές αποφάσεις, το Δικαστήριο εξέτασε –σε αντίθεση με την υπό κρίση υπόθεση– την επιβολή φόρων με ισοδύναμο προς δασμούς αποτέλεσμα και, σε αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο, έκρινε ότι η είσπραξη τελών κατά τη διέλευση εσωτερικού ορίου κράτους μέλους μπορεί να εξομοιούται προς τέτοιους φόρους. Στην προαναφερθείσα απόφαση Σημιτζή, επρόκειτο ειδικότερα περί εισαγωγικού και εξαγωγικού φόρου εισπραττόμενου κατά τη διέλευση από τα όρια της Δωδεκανήσου αγαθών προερχόμενων από ή με προορισμό άλλο κράτος μέλος. Το Δικαστήριο δεν προέβη εν προκειμένω σε εφαρμογή του άρθρου 28 ΕΚ, αλλά, ανεξαρτήτως αυτού, η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη, ελληνικής ιθαγένειας, εισήγε όντως εμπορεύματα από άλλα κράτη μέλη της Κοινότητας. Όσον αφορά την προαναφερθείσα απόφαση Carbonati Apuani, το Δικαστήριο χαρακτήρισε ως φόρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς δασμό έναν φόρο ο οποίος έπρεπε εν προκειμένω να εισπράττεται κατά τη διέλευση εξορυχθέντων μαρμάρων από τα όρια δήμου, χωρίς ωστόσο να τεθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ζήτημα ως προς την ύπαρξη μέτρου με αποτέλεσμα ισοδύναμο προς ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών.

38.      Εκτιμώ ότι το Δικαστήριο δύσκολα μπορεί να κρίνει ότι το άρθρο 1 του ελληνικού νόμου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 28 ΕΚ. Το ζήτημα της κυκλοφορίας της παραγόμενης στην Ελλάδα κορινθιακής σταφίδας εντός διαφόρων περιοχών της ελληνικής επικράτειας, όπως αυτές οριοθετούνται με τον νόμο 553/1977, κατ’ ουδένα τρόπο σχετίζεται με την εισαγωγή, όπως η έννοια αυτή καθορίζεται στο δίκαιο της Ένωσης. Επιπλέον, στην αίτησή του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι, καίτοι στον νόμο 553/1977 γίνεται χρήση της λέξεως «εισαγωγή», αυτή πρέπει να νοείται όχι κατά κυριολεξία, αλλά ως «εισκόμιση» (22), έννοια που όντως θεωρώ προσιδιάζουσα στην κίνηση αγαθών μεταξύ διαφόρων περιοχών εντός του αυτού κράτους μέλους. Επιπροσθέτως, όπως δέχθηκε η Ελληνική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο νόμος 553/1977, όπως και κατά τα φαινόμενα οι λοιπές εθνικές διατάξεις που διέπουν τον τομέα της κορινθιακής σταφίδας, δεν θίγει την εισαγωγή στην ελληνική επικράτεια σταφίδας προερχόμενης από άλλα κράτη μέλη. Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα αυτό δεν ρυθμίζεται από την επίμαχη εθνική νομοθεσία. Κατά συνέπεια, ορθώς το αιτούν δικαστήριο επικεντρώθηκε με την αίτησή του στο άρθρο 29 ΕΚ (23).

 Β –         Επί του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

39.      Το πρώτο ερώτημα μπορεί να απαντηθεί χωρίς μεγάλη δυσκολία για τον πρόσθετο λόγο ότι όσοι μετέχοντες στη διαδικασία υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις δεν αμφισβητούν το δικαίωμα της εταιρίας Φραγκόπουλος να στηρίζεται στο άρθρο 29 ΕΚ.

40.      Αφενός, έχει προ πολλού κριθεί ότι το άρθρο 29 ΕΚ έχει απευθείας εφαρμογή και ως τέτοιο παρέχει στους ιδιώτες δικαιώματα που τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να διασφαλίζουν (24). Αφετέρου, ο, έστω δυνητικός, επηρεασμός του όγκου συναλλαγών κατά την εξαγωγή αποτελεί απόρροια της αρχικής απαγορεύσεως κυκλοφορίας της κορινθιακής σταφίδας μεταξύ διαφόρων περιοχών. Αφής στιγμής απαγορεύεται να κυκλοφορεί μεταξύ περιοχών του οικείου κράτους μέλους, η σταφίδα, κατά λογική συνέπεια, δεν είναι δυνατό να εξαχθεί. Σε αυτήν την περίπτωση, επόμενο είναι να γίνει παραλληλισμός με την προαναφερθείσα απόφαση Jersey Produce Marketing Organisation. Το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 4, του νόμου 553/1977 επιβάλλει επιπροσθέτως δύο ρητές απαγορεύσεις εξαγωγής κορινθιακής σταφίδας εφόσον αυτή δεν πληροί τις τασσόμενες από τον ως άνω νόμο προϋποθέσεις περί επιτόπιας επεξεργασίας, αποθηκεύσεως και συσκευασίας.

41.      Προτείνω ως εκ τούτου στο πρώτο ερώτημα να δοθεί καταφατική απάντηση υπό την έννοια ότι επιχείρηση ευρισκόμενη σε κατάσταση όπως αυτή της αιτούσας, δηλαδή επιχείρηση επεξεργασίας και συσκευασίας σταφίδας εγκατεστημένη σε συγκεκριμένη περιοχή του κράτους μέλους στην οποία απαγορεύεται από εθνικό νόμο η εισκόμιση προς επεξεργασία και συσκευασία διαφόρων ποικιλιών σταφιδόκαρπου προερχομένων από άλλες περιοχές αυτού του κράτους μέλους, με συνέπεια την αδυναμία της να εξάγει σταφίδα, την οποία θα είχε επεξεργασθεί από τις προαναφερθείσες ποικιλίες σταφιδόκαρπου, μπορεί να επικαλεσθεί ενώπιον δικαστηρίου την αντίθεση των σχετικών νομοθετικών μέτρων προς το άρθρο 29 ΕΚ.

42.      Μένει να διευκρινιστεί εάν το εθνικό μέτρο αποτελεί πράγματι ποσοτικό περιορισμό ή μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών, αμφότερα απαγορευόμενα από το άρθρο 29 ΕΚ. Στον βαθμό που η ελληνική νομοθεσία δεν επιβάλλει άμεσους ποσοτικούς περιορισμούς επί των εξαγωγών, αλλά αρκείται εκ πρώτης όψεως στην πλαισίωσή τους, δεν συνεπάγεται, εφαρμοζόμενη αυτή καθαυτή, ποσοτικό περιορισμό. Επομένως, πρέπει να διευκρινιστεί εάν η εθνική νομοθεσία αποτελεί μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών. Προς τον σκοπό αυτό, επιβάλλεται ο καθορισμός των προϋποθέσεων υπό τις οποίες διαπιστώνεται η ύπαρξη ενός τέτοιου μέτρου.

43.      Η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου δεν είναι ενιαία (25).

44.      Αρχικώς, το Δικαστήριο ευθυγράμμισε τον τρόπο εξετάσεως κατά πόσον ένα μέτρο εμπίπτει στο άρθρο 29 ΕΚ προς τον τρόπο εξετάσεως κατά πόσον ένα μέτρο εμπίπτει στο άρθρο 28 ΕΚ· με άλλα λόγια, εφάρμοσε τη νομολογία Dassonville (26) αδιακρίτως για μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών και για μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών.

45.      Φοβούμενο προφανώς ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο άνοιξε το κουτί της Πανδώρας, το Δικαστήριο, με αφορμή την απόφαση Groenveld, προέβη σε διάκριση μεταξύ των μέτρων που εμπίπτουν στο άρθρο 28 ΕΚ και αυτών που εμπίπτουν στο άρθρο 29 ΕΚ, προκειμένου να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 29 ΕΚ μόνον σε «μέτρα τα οποία έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό ειδικώς των ρευμάτων των εξαγωγών και την κατ’ αυτόν τον τρόπο καθιέρωση διαφορετικής μεταχειρίσεως μεταξύ του εσωτερικού εμπορίου και του εξαγωγικού εμπορίου ενός κράτους μέλους, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα στην εγχώρια παραγωγή ή στην εσωτερική αγορά του οικείου κράτους, σε βάρος του εμπορίου ή της παραγωγής άλλων κρατών μελών» (27). Για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως μέτρου ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών με γνώμονα την απόφαση Groenveld, απαιτείται να συντρέχουν τρεις, ιδιαιτέρως περιοριστικές, προϋποθέσεις, προ πάντων η προϋπόθεση ότι το άρθρο 29 ΕΚ εφαρμόζεται μόνο σε μέτρα που εισάγουν διακρίσεις.

46.      Στη συνέχεια, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, τουλάχιστον επί της αρχής, ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι προϋποθέσεις που τέθηκαν με την προαναφερθείσα απόφαση Groenveld. Προσφάτως μάλιστα, καίτοι εκλήθη από τη γενική εισαγγελέα να τροποποιήσει αυτές τις προϋποθέσεις επ’ αφορμή της προπαρατεθείσας υποθέσεως Gysbrechts και Santurel Inter, το Δικαστήριο επανέλαβε τη βασική σκέψη που απορρέει από τη διαμορφωθείσα με την απόφαση Groenveld (28) νομολογία. Εντούτοις, στις αποφάσεις του, το Δικαστήριο δεν ελέγχει πάντοτε με την ίδια αυστηρότητα εάν όντως πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις που τέθηκαν με την απόφαση Groenveld. Τρία παραδείγματα καταδεικνύουν του λόγου το αληθές.

47.      Κατ’ αρχάς, σε ορισμένες αποφάσεις (29), το Δικαστήριο φαίνεται να εγκαταλείπει το τελευταίο μέρος της τρίτης προϋποθέσεως, ότι δηλαδή το ιδιαίτερο πλεονέκτημα που εξασφαλίζεται υπέρ της εγχώριας παραγωγής με το επίμαχο μέτρο πρέπει να αποβαίνει σε βάρος του εμπορίου ή της παραγωγής άλλων κρατών μελών.

48.      Εν συνεχεία, στην ίδια την απόφαση Gysbrechts και Santurel Inter, το Δικαστήριο, έχοντας αναφερθεί στη διαμορφωθείσα με την απόφαση Groenveld νομολογία, παρέλειψε να εξακριβώσει κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που τέθηκαν με τη νομολογία αυτή. Επιπλέον, η γενική εισαγγελέας επέστησε την προσοχή του Δικαστηρίου στο γεγονός ότι η αυστηρή εφαρμογή των προϋποθέσεων αυτών δεν επρόκειτο να καταστήσει δυνατή τη διαπίστωση μέτρου ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών (30). Λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υποθέσεως, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η επίμαχη απαγόρευση, καίτοι γενικής ισχύος, έχει «σημαντικότερες επιπτώσεις στις διασυνοριακές πωλήσεις» (31) και ότι ως εκ τούτου επιβάλλεται να κριθεί ότι το επίμαχο μέτρο «επηρεάζει ωστόσο περισσότερο την έξοδο των προϊόντων από την αγορά του κράτους μέλους εξαγωγής παρά την εμπορία των προϊόντων στην εσωτερική αγορά του εν λόγω κράτους μέλους» (32). Το Δικαστήριο, βασιζόμενο απλώς σε αυτήν την εξέταση, διαπίστωσε την ύπαρξη μέτρου ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών.

49.      Τέλος, στην περίπτωση που η υπόθεση αφορά μια κοινή οργάνωση αγορών, η προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να διαπιστωθεί η ύπαρξη μέτρου ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών είναι ηπιότερη. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν απαιτείται το μέτρο να εισάγει διακρίσεις. Το Δικαστήριο, με την προαναφερθείσα απόφαση Vriend, η οποία εκδόθηκε μετά την απόφαση Groenveld, έκρινε ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι τα άρθρα 30 και 34 της Συνθήκης ΕΟΚ αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της κοινής οργανώσεως αγορών, «όσον αφορά το εσωτερικό εμπόριο της Κοινότητας, η [εν λόγω κοινή οργάνωση αγοράς] στηρίζεται στην ελευθερία των εμπορικών συναλλαγών και είναι αντίθετη προς κάθε εθνική ρύθμιση ικανή να εμποδίσει άμεσα ή έμμεσα, πράγματι ή εν δυνάμει, το εμπόριο εντός της Κοινότητας» (33). Εξ αυτού έπεται ότι, όταν πρόκειται περί κοινής οργανώσεως αγορών, το Δικαστήριο ευθυγραμμίζει τον τρόπο εξετάσεως κατά πόσον ένα μέτρο εμπίπτει στο άρθρο 29 ΕΚ προς τον τρόπο εξετάσεως κατά πόσον ένα μέτρο εμπίπτει στο άρθρο 28 ΕΚ, πράγμα που έπραττε και πριν και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέχισε να πράττει και μετά την προαναφερθείσα απόφαση Groenveld (34).

50.      Το Δικαστήριο έκρινε μεν ότι «βάσει των άρθρων [28 και 29 ΕΚ], οι ποσοτικοί περιορισμοί επί των εισαγωγών ή των εξαγωγών, καθώς και όλα τα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος, απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών», προσθέτοντας ότι, κατά πάγια νομολογία (35), «οι απαγορεύσεις αυτές καλύπτουν και κάθε εμπορική ρύθμιση των κρατών μελών ικανή να εμποδίσει άμεσα ή έμμεσα, πράγματι ή δυνάμει, το ενδοκοινοτικό εμπόριο» (36), ωστόσο οι ως άνω εκτιμήσεις ισχύουν σε περίπτωση που το Δικαστήριο επιλαμβάνεται υποθέσεως που αφορά μια κοινή οργάνωση αγορών. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο αναφέρεται ρητώς στη διαμορφωθείσα με την απόφαση Dassonville (37) νομολογία. Το Δικαστήριο δικαιολογεί αυτή τη διαφοροποιημένη μεταχείριση με το σκεπτικό ότι, δεδομένου ότι τα άρθρα 28 ΕΚ και 29 ΕΚ αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της κοινής οργανώσεως αγορών, άπαξ η Κοινότητα έχει εκδώσει ρυθμίσεις σε δεδομένο τομέα, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να απέχουν από τη λήψη κάθε μέτρου που θα μπορούσε να παρεκκλίνει από αυτές ή να τις παραβιάσει (38).

51.      Στην υπό κρίση υπόθεση, είναι αναντίρρητο ότι η ελληνική νομοθεσία, εφόσον εξεταστεί υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων που θέτει η απόφαση Groenveld, δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 29 ΕΚ. Δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτό ότι η εφαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας έχει ως συνέπεια τη διαφορετική μεταχείριση του εσωτερικού και εξαγωγικού εμπορίου της Ελληνικής Δημοκρατίας, αφής στιγμής η απαγόρευση εσωτερικής κυκλοφορίας, η οποία προηγείται της απαγορεύσεως εξαγωγής, ισχύει συνολικώς για την κορινθιακή σταφίδα, είτε αυτή προορίζεται για εξαγωγή είτε για την ελληνική αγορά. Ούτε είναι εύκολο να καταδειχθεί το ιδιαίτερο πλεονέκτημα που εξασφαλίζεται υπέρ της ελληνικής παραγωγής ή του ελληνικού εσωτερικού εμπορίου εις βάρος της παραγωγής ή του εμπορίου άλλου κράτους μέλους, δεδομένου ότι ουδεμία σχετική πληροφορία παρασχέθηκε από τους υποβαλόντες γραπτές παρατηρήσεις.

52.      Επομένως, η ελληνική νομοθεσία δεν μπορεί να κριθεί αντίθετη προς το άρθρο 29 ΕΚ εκ του λόγου ότι το Δικαστήριο διαμόρφωσε μια συγκεκριμένη, ηπιότερη νομολογία σε σχέση με μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών στους τομείς που εμπίπτουν σε μια κοινή οργάνωση αγοράς (39).

53.      Η εθνική νομοθεσία, απαγορεύοντας στην εταιρία Φραγκόπουλος να προμηθεύεται κορινθιακή σταφίδα παραγόμενη στην περιοχή Β΄ ή στην πρώτη υποπεριοχή Α΄, έχει καταφανείς επιπτώσεις στον όγκο εξαγωγών που πραγματοποιεί η αιτούσα στην κύρια δίκη. Η προκαθορισμένη διοχέτευση των εξαγωγών αποτελεί πρόσθετη υποχρέωση στην οποία υπόκεινται οι εξαγωγείς. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, καθίσταται κατά τη γνώμη μου προφανές ότι η επίμαχη ελληνική νομοθεσία αποτελεί όντως εμπορική ρύθμιση υπό την έννοια της προαναφερθείσας αποφάσεως Vriend, η οποία μπορεί να παρεμποδίσει άμεσα, και πάντως εν δυνάμει, το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

54.      Κατά συνέπεια, ο νόμος 553/1977 πρέπει να κριθεί ως μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών, κατ’ αρχήν απαγορευόμενο από το άρθρο 29 ΕΚ.

55.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να διευκρινιστεί εάν η ελληνική νομοθεσία, δυνάμει της οποίας η ΠΟΠ κατοχυρώνεται μόνο για τη σταφίδα που υπόκειται σε επεξεργασία και συσκευασία στην περιοχή όπου παράχθηκε, είναι αντίθετη προς το άρθρο 29 ΕΚ. Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι αντικείμενο του νόμου 553/1977 δεν είναι ειδικώς οι προϋποθέσεις χρήσεως της ΠΟΠ «Βοστίτσα». Μόνον από την εξ αντιδιαστολής ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του ως άνω νόμου καθώς και από το γεγονός ότι η εν λόγω ΠΟΠ καταχωρίστηκε σε επίπεδο Ένωσης το 1998 μπορεί να συναχθεί ότι, σε περίπτωση που η παραγόμενη στην πρώτη υποπεριοχή Α΄ κορινθιακή σταφίδα εισέλθει νομίμως στην περιοχή Β΄ ή παρανόμως στη δεύτερη υποπεριοχή Α΄, θα παύσει να προστατεύεται με ΠΟΠ.

56.      Τούτου δοθέντος, η απάντηση στο ως άνω ερώτημα είναι ευχερέστερη δεδομένου ότι, κατά πάγια νομολογία, οι ιδιαίτεροι περιορισμοί που επιβάλλονται μέσω τεύχους προδιαγραφών στα προϊόντα για τα οποία ζητείται ΠΟΠ σε επίπεδο Ένωσης αποτελούν πράγματι μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών (40).

57.      Ως εκ τούτου, στο δεύτερο ερώτημα προτείνω να δοθεί η απάντηση ότι διατάξεις, όπως αυτές του νόμου 553/1977, δυνάμει των οποίων αφενός μεν απαγορεύεται η εισκόμιση, αποθήκευση και επεξεργασία σταφιδόκαρπου, με σκοπό την περαιτέρω εξαγωγή του, από διάφορες περιοχές της χώρας σε συγκεκριμένη περιοχή, στην οποία επιτρέπεται η επεξεργασία μόνον επιτοπίως παραγομένου σταφιδοκάρπου, αφετέρου δε επιφυλάσσεται η δυνατότητα αναγνωρίσεως προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως μόνο σε σταφιδόκαρπο, ο οποίος έχει υποστεί επεξεργασία και έχει συσκευασθεί στη συγκεκριμένη περιοχή στην οποία παρήχθη, αποτελούν μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς που απαγορεύονται δυνάμει του άρθρου 29 ΕΚ.

 Γ –         Επί του τρίτου ερωτήματος

58.      Στην περίπτωση που το Δικαστήριο χαρακτηρίσει την εθνική νομοθεσία ως μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών, απαγορευόμενο δυνάμει του άρθρου 29 ΕΚ, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν η εφαρμογή αυτής της νομοθεσίας είναι παρά ταύτα δικαιολογημένη. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν η προστασία της ανώτερης ποιότητας προϊόντος, το οποίο δεν προστατεύεται με ΠΟΠ καταχωρισμένη σε επίπεδο Ένωσης, αποτελεί θεμιτό σκοπό γενικού συμφέροντος υπό την έννοια του άρθρου 30 ΕΚ.

1.      Επί της απαγορεύσεως εισκομίσεως, αποθηκεύσεως και συσκευασίας προς περαιτέρω εξαγωγή μεταξύ των υποπεριοχών Α΄

59.      Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν ενδεχομένως δικαιολογείται η εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 2, του νόμου 553/1977, δηλαδή της εθνικής διατάξεως που απαγορεύει την εισαγωγή (41) (εισκόμιση), αποθήκευση και συσκευασία κορινθιακής σταφίδας από την περιοχή Β΄, προς εξαγωγή της στο εξωτερικό διά της περιοχής Α΄, όχι όμως και εάν δικαιολογείται η απαγόρευση κυκλοφορίας σταφίδας παραγόμενης στην περιοχή Α΄. Παρότι δεν τέθηκε τέτοιο ζήτημα, κρίνω σκόπιμο να γίνουν επ’ αυτού ορισμένες παρατηρήσεις.

60.      Στην απόφαση περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το άρθρο 1, παράγραφος 4, του νόμου 553/1977, δυνάμει του οποίου απαγορεύεται κάθε κυκλοφορία της κορινθιακής σταφίδας μεταξύ των υποπεριοχών Α΄, ψηφίστηκε προκειμένου να διαφυλαχθεί η ποιότητα και φήμη του προϊόντος για το οποίο καταχωρίστηκε ΠΟΠ σε επίπεδο Ένωσης (συγκεκριμένα για την κορινθιακή σταφίδα «Βοστίτσα»). Πάντως, όπως προκύπτει από το άρθρο 30 ΕΚ, το άρθρο 29 ΕΚ δεν αντιτίθεται σε απαγορεύσεις ή περιορισμούς εισαγωγών, που δικαιολογούνται από λόγους, ιδίως, προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας.

61.      Το Δικαστήριο κατ’ επανάληψη έκρινε ότι «οι ονομασίες προέλευσης εμπίπτουν στα δικαιώματα βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας» (42). Επιπλέον, «[η] ισχύουσα ρύθμιση προστατεύει τους δικαιούχους τους από την καταχρηστική χρήση των εν λόγω ονομασιών από τρίτους που επιθυμούν να επωφεληθούν από τη φήμη τους. Οι ονομασίες αυτές έχουν σκοπό να διασφαλίσουν ότι το προϊόν στο οποίο αναφέρονται προέρχεται από καθορισμένη γεωγραφική ζώνη και εμφανίζει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Οι ονομασίες αυτές μπορούν να απολαύουν μεγάλης φήμης μεταξύ των καταναλωτών και να αποτελούν για τους παραγωγούς που πληρούν τις προϋποθέσεις για να τις χρησιμοποιούν ένα ουσιώδες μέσο προσέλκυσης πελατείας. Η φήμη των ονομασιών προέλευσης είναι συνάρτηση της εικόνας την οποία έχουν μεταξύ των καταναλωτών. Η δε εικόνα αυτή εξαρτάται ουσιαστικά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του προϊόντος και γενικότερα από την ποιότητά του. Στην ποιότητα αυτή στηρίζεται τελικά η φήμη του προϊόντος. Από την άποψη του καταναλωτή, η σχέση μεταξύ της φήμης των παραγωγών και της ποιότητας των προϊόντων εξαρτάται, επιπλέον, από την πεποίθησή του ότι τα πωλούμενα υπό την ονομασία προέλευσης προϊόντα είναι γνήσια» (43). Επομένως, το άρθρο 1, παράγραφος 4, του νόμου 553/1977, όπως ορθώς επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση την προστασία της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας υπό την έννοια του άρθρου 30 ΕΚ.

62.      Εντούτοις, η διαπίστωση ότι το μέτρο δικαιολογείται με βάση έναν από τους σκοπούς που απαριθμεί το άρθρο 30 ΕΚ δεν αρκεί, καθόσον για τη δικαιολόγηση απαιτείται επίσης η επίμαχη διάταξη να είναι αναγκαία και να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας. Εάν υποτεθεί ότι από την απουσία ΠΟΠ στην περιοχή όπου είναι εγκατεστημένη η εταιρία Φραγκόπουλος προκύπτει ανάγκη χωριστής εξετάσεως των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 1 του νόμου 553/1977 σε σχέση με τον προσδιορισμό του επιδιωκόμενου σκοπού ή της επιτακτικής ανάγκης γενικού συμφέροντος, οι εν λόγω παράγραφοι μπορούν να εξεταστούν από κοινού από απόψεως τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας. Θα επανέλθω σε αυτό το ζήτημα αργότερα (44).

2.      Επί της απαγορεύσεως εισκομίσεως, αποθηκεύσεως και συσκευασίας προς περαιτέρω εξαγωγή μεταξύ της περιοχής Α΄ και της περιοχής Β΄

63.      Το Δικαστήριο, στην προπαρατεθείσα απόφαση Gysbrechts και Santurel Inter, έκρινε ότι «εθνικό μέτρο που είναι αντίθετο προς το άρθρο 29 ΕΚ μπορεί να δικαιολογηθεί για έναν από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 30 ΕΚ, καθώς και από επιτακτικές ανάγκες γενικού συμφέροντος, εφόσον το εν λόγω μέτρο είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό» (45). Επομένως, τίθεται ζήτημα εάν, σε περίπτωση που δεν έχει καταχωριστεί ΠΟΠ σε επίπεδο Ένωσης για την παραγόμενη στη δεύτερη υποπεριοχή Α΄ κορινθιακή σταφίδα, δηλαδή τη σταφίδα ποικιλίας «Gulf», είναι δυνατό να γίνει επίκληση ενός από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 30 ΕΚ ή μιας επιτακτικής ανάγκης γενικού συμφέροντος.

64.      Ο επιδιωκόμενος με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του νόμου 553/1977 σκοπός συνίσταται στην αποφυγή της αναμίξεως κορινθιακής σταφίδας της περιοχής Α΄ με κορινθιακή σταφίδα της περιοχής Β΄. Η παραγόμενη στην περιοχή Α΄ κορινθιακή σταφίδα φημίζεται για την ανώτερη ποιότητά της σε σχέση με την παραγόμενη στην περιοχή Β΄. Για τον λόγο αυτό και είναι ακριβότερη. Η ανώτερη ποιότητα της σταφίδας «Βοστίτσα» δεν αμφισβητείται, δεδομένου ότι για αυτήν έχει καταχωριστεί ΠΟΠ σε επίπεδο Ένωσης. Αντιθέτως, η ανώτερη ποιότητα της σταφίδας ποικιλίας «Gulf» προκύπτει απλώς από την αιτιολογική έκθεση του νόμου 553/1977 καθώς και τις εκτιμήσεις του αιτούντος δικαστηρίου και της Ελληνικής Κυβερνήσεως ως προς τη φήμη της οποίας χαίρει η, σημειωτέον μη προστατευόμενη με ΠΟΠ, σταφίδα «Gulf». Η ανώτερη ποιότητα της σταφίδας «Gulf» σε σχέση με την παραγόμενη στην περιοχή Β΄ κορινθιακή σταφίδα προκύπτει κατά βάση από υποκειμενικές εκτιμήσεις, όπως η απήχηση και η εμπιστοσύνη του ελληνικού καταναλωτικού κοινού, τις οποίες εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει.

65.      Εντούτοις, εάν η ποιότητα και τα χαρακτηριστικά της σταφίδας «Gulf» είναι όντως τόσο σημαντικά για τους καταναλωτές ώστε να καθίσταται αναγκαία η απόλυτη απαγόρευση κυκλοφορίας οιασδήποτε άλλης ποικιλίας σταφίδας προς τη δεύτερη υποπεριοχή Α΄, είναι απορίας άξιον γιατί η Ελληνική Δημοκρατία δεν ζήτησε καταχώριση ΠΟΠ σε επίπεδο Ένωσης για αυτό το προϊόν (46). Το επιχείρημα της Ελληνικής Κυβερνήσεως ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός συνίσταται στη διαφύλαξη της ποιότητας και στην αξιοποίηση των προϊόντων αποδυναμώνεται από το γεγονός ότι ο νόμος 553/1977 δεν ορίζει ευθέως καμία προδιαγραφή ως προς την ποιότητα της σταφίδας «Gulf», ούτε προβλέπει μέτρα που εξομοιώνονται, αμέσως ή εμμέσως, προς τον καθορισμό προδιαγραφών.

66.      Πάντως, η διαφύλαξη της ποιότητας ενός προϊόντος το οποίο χαίρει ιδιαίτερης φήμης εντός ενός κράτους μέλους χωρίς όμως να προστατεύεται με ΠΟΠ δεν μπορεί αφεαυτής να συνιστά επιτακτική ανάγκη. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ομοίως στη απόφαση Άλφα Βήτα Βασιλόπουλος και Carrefour-Μαρινόπουλος (47). Τυχόν διαφορετική κρίση θα επέσυρε τον, κατά τη γνώμη μου μεγάλο, κίνδυνο τα κράτη μέλη να μπορούν να λαμβάνουν μέτρα επισφαλή και ικανά να διακυβεύσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων προβάλλοντας ως δικαιολογία τη διαφύλαξη της ποιότητας και της φήμης ενός προϊόντος, χαρακτηριστικά τα οποία ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει τη δυνατότητα να ελέγξει και να εξακριβώσει. Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως επισήμανε η αιτούσα στην κύρια δίκη με τις γραπτές της παρατηρήσεις, το να γίνει δεκτό ότι η διαφύλαξη της ποιότητας της σταφίδας «Gulf», καίτοι αυτή δεν προστατεύεται με ΠΟΠ, αποτελεί επιτακτική ανάγκη ισοδυναμεί με το αναγνωριστεί στην Ελληνική Δημοκρατία το δικαίωμα να θέτει απροσπέλαστα εσωτερικά σύνορα προκειμένου να διαφυλάξει την υποτιθέμενη αγνότητα των προϊόντων της. Μια τέτοια λύση θα έπρεπε να επεκταθεί και στα λοιπά κράτη μέλη. Επομένως, ο διαχωρισμός της εθνικής επικράτειας με γνώμονα την επιτόπια παραγωγή είναι παντελώς αντίθετος στο πνεύμα των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας, πολλώ δε μάλλον που το δίκαιο της Ένωσης παρέχει τα αναγκαία μέσα για την αναγνώριση και ελεγχόμενη αξιοποίηση προϊόντων τα οποία, λόγω της ιδιαίτερης ποιότητας, των τοπικών χαρακτηριστικών και της απαιτούμενης για την παραγωγή τους τεχνογνωσίας, μπορούν να προστατεύονται.

67.      Ειδικότερα, η καταχώριση ΠΟΠ συνεπάγεται την υποχρέωση των παραγωγών να τηρούν ορισμένες υποχρεώσεις οι οποίες επιβάλλονται με τα τεύχη προδιαγραφών. Η περίπτωση της ελληνικής νομοθεσίας εμφανίζει κάποια ασυμμετρία: ορίζεται ότι η σταφίδα «Gulf» είναι ανώτερης ποιότητας χωρίς όμως να παρέχονται προς τούτο ιδιαιτέρως διαφωτιστικά στοιχεία. Κατά τον νόμο 553/1977, μόνος τρόπος διαφυλάξεως της ανώτερης ποιότητας είναι η απαγόρευση μεταφοράς, αποθηκεύσεως και συσκευασίας σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή. Η νομοθεσία δεν επιβάλλει πάντως καμία άλλη υποχρέωση στους παραγωγούς ως προς τη διαφύλαξη της ποιότητας. Τα προϊόντα τους δεν μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα ούτε να διαθέτουν το πλεονέκτημα μιας ΠΟΠ.

68.      Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει, κατ’ ουσία, ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών σε περίπτωση που έχει καταχωριστεί ΠΟΠ σε επίπεδο Ένωσης πρέπει να επεκταθεί σε κάθε αντίστοιχο μέτρο που αφορά την ποιότητα και την εντός της εθνικής επικράτειας φήμη, τις οποίες ο εθνικός νόμος κρίνει άξιες προστασίας. Προβάλλεται δε ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός συνίσταται στην προστασία της ποιότητας, της αυθεντικότητας και της φήμης των προϊόντων. Είμαι εντούτοις πεπεισμένος ότι, ελλείψει ΠΟΠ καταχωρισμένης σε επίπεδο Ένωσης για τη σταφίδα ποικιλίας «Gulf» καθώς και για τους ανωτέρω εκτεθέντες λόγους, η προτεινόμενη επέκταση δεν είναι επιθυμητή, ο δε προβαλλόμενος σκοπός δεν δημιουργεί επιτακτική ανάγκη ικανή να δικαιολογήσει εθνικό μέτρο αντίθετο προς το άρθρο 29 ΕΚ.

69.      Μένει πάντως να διευκρινιστεί εάν μπορεί εν προκειμένω να προβληθεί λυσιτελώς άλλη επιτακτική ανάγκη, όπως η προστασία των καταναλωτών (48), πράγμα που δέχθηκε το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση Άλφα Βήτα Βασιλόπουλος και Carrefour-Μαρινόπουλος (49). Η Ελληνική Κυβέρνηση δεν αναφέρθηκε σε κανένα περιστατικό απάτης ειδικώς στην αγορά κορινθιακής σταφίδας το οποίο θα ήταν ικανό να δικαιολογήσει την ιδιαίτερη προστασία των καταναλωτών σταφίδας. Ελλείψει επαρκών στοιχείων, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να ερευνήσει ενδελεχώς εάν η εθνική νομοθεσία αποσκοπεί όντως στην προστασία των καταναλωτών.

70.      Παρά ταύτα, ακόμη και στην περίπτωση που κριθεί ότι η προστασία των καταναλωτών αποτελεί επιτακτική ανάγκη ικανή να θεμελιώσει δικαιολόγηση του άρθρου 1, παράγραφος 2, του νόμου 553/1977, επιβάλλεται επιπλέον να ελεγχθεί εάν το μέτρο είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο με αυτό σκοπό.

3.      Επί του ανάλογου προς τον επιδιωκόμενο σκοπό χαρακτήρα της απαγορεύσεως εισκομίσεως, αποθηκεύσεως και συσκευασίας προς περαιτέρω εξαγωγή μεταξύ των υποπεριοχών Α΄ και της απαγορεύσεως εισκομίσεως, αποθηκεύσεως και συσκευασίας προς περαιτέρω εξαγωγή μεταξύ της περιοχής Α΄ και της περιοχής Β΄

71.      Οφείλω ευθύς εξ αρχής να επισημάνω ότι το αιτούν δικαστήριο προέβη το ίδιο σε έλεγχο της αναλογικότητας του άρθρου 1, παράγραφος 2, του νόμου 553/1977, και ότι κανένα από τα προδικαστικά ερωτήματα δεν έχει ως αντικείμενο αυτήν την πτυχή. Ωστόσο, για να δοθεί απάντηση στο τρίτο ερώτημα είναι απαραίτητο να προηγηθούν κάποιες σκέψεις γύρω από τον έλεγχο της αναλογικότητας. Η αντίληψη αυτή ενισχύεται επίσης από το γεγονός ότι, με την εξαίρεση της Ελληνικής Κυβερνήσεως, όλοι οι μετέχοντες στη γραπτή διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, κατέθεσαν παρατηρήσεις επ’ αυτής της πτυχής.

72.      Λαμβανομένου υπόψη του ελέγχου της αναλογικότητας τον οποίο διενήργησε το αιτούν δικαστήριο με την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, καθίσταται κατά τη γνώμη μου αναγκαία η εξέταση κατά πόσον ο έλεγχος αυτός υπήρξε αρκούντως εμπεριστατωμένος.

73.      Υπενθυμίζω συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, «για να συνάδει συγκεκριμένη εθνική ρύθμιση προς την αρχή της αναλογικότητας, προέχει ο έλεγχος όχι μόνον του αν τα μέσα στα οποία προσφεύγει είναι κατάλληλα για την επίτευξη των επιδιωκομένων σκοπών, αλλά και του αν αυτά βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρου» (50). Με άλλα λόγια, πρέπει να ελεγχθεί εάν είναι ενδεχομένως δυνατή η λήψη μέτρων επαρκούς αποτελεσματικότητας (51) για την προστασία των καταναλωτών (όσον αφορά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του νόμου 553/1977) ή για την προστασία των δικαιωμάτων βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας (όσον αφορά το άρθρο 1, παράγραφος 4, του εν λόγω νόμου), τα οποία όμως έχουν λιγότερο επαχθείς επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο.

74.      Πριν εξετάσω την τεχνική πτυχή του ζητήματος, επιθυμώ να εκκινήσω από μια λογική πτυχή. Δεδομένου ότι στην περιοχή Β΄ παράγεται σταφίδα πολύ κατώτερης κατά τα φαινόμενα ποιότητας από την περιοχή Α΄, οι εκεί εγκατεστημένοι παραγωγοί επιτρέπεται να επεξεργάζονται, να αποθηκεύουν και να συσκευάζουν προς εξαγωγή σταφίδα προερχόμενη από όλη την περιοχή Α΄. Η μόνη υποχρέωση που βαρύνει τους παραγωγούς αυτούς είναι να επικολλούν ειδική σήμανση ότι η πωλούμενη σταφίδα είναι ανάμικτη. Επομένως, κατά την εθνική νομοθεσία, στην περιοχή στην οποία παράγεται σταφίδα κατώτερης ποιότητας μπορεί να επιτρέπεται η επεξεργασία σταφίδας ανώτερης ποιότητας. Λαμβανομένων υπόψη των πρόσθετων εξόδων στα οποία υποβάλλονται οι παραγωγοί (οι οποίοι, προκειμένου να παρασκευάσουν το μίγμα, αγοράζουν κορινθιακή σταφίδα καλύτερης ποιότητας, οπότε ακριβότερη), ο κίνδυνος απάτης περιορίζεται και αποφεύγεται η παραπλάνηση λόγω της υποχρεώσεως ειδικής σημάνσεως.

75.      Συνεπώς, η λογική αυτή μπορεί κάλλιστα να εφαρμοστεί mutatis mutandis στην περίπτωση της περιοχής Α΄. Εφόσον η σταφίδα που παράγεται στην υποπεριοχή Α΄, στην οποία είναι εγκατεστημένη η εταιρία Φραγκόπουλος, είναι κατώτερης ποιότητας από την προστατευόμενη με την ΠΟΠ «Βοστίτσα» σταφίδα που παράγεται στην πρώτη υποπεριοχή Α΄, δεν διακρίνω κανέναν βάσιμο λόγο για τον οποίο οι παραγωγοί της δεύτερης υποπεριοχής Α΄ απαγορεύεται να επεξεργάζονται σταφίδα παραγόμενη στην πρώτη υποπεριοχή Α΄ (η οποία, ενδεχομένως, θα παύσει να προστατεύεται με ΠΟΠ), αφής στιγμής οι παραγωγοί αυτοί μπορούν να υποχρεωθούν να επικολλούν σήμανση ανάλογη με αυτή που υποχρεούνται να επικολλούν όσοι παραγωγοί της περιοχής Β΄ παρασκευάζουν μίγμα σταφίδας. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να ελεγχθεί κατά πόσον η εθνική νομοθεσία έχει συνοχή και συνάδει με τη λογική του σκοπού τον οποίο υποτίθεται ότι επιδιώκει (52).

76.      Όσον αφορά τα τεχνικά μέσα με τα οποία καθίσταται δυνατός ο διαχωρισμός των διαφόρων ποικιλιών κορινθιακής σταφίδας, το αιτούν δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη επιστημονικές έρευνες και γνωματεύσεις προσκομισθείσες από τους διαδίκους, διαπίστωσε την ανεπάρκεια των διαφόρων μεθόδων εξακριβώσεως. Το αιτούν δικαστήριο είναι το πλέον αρμόδιο να εκτιμήσει κατά πόσον τα επιχειρήματα των διαδίκων μπορούν να ευδοκιμήσουν. Εντούτοις, φρονώ ότι για την εκτίμησή του το αιτούν δικαστήριο πρέπει να έχει υπόψη δύο στοιχεία.

77.      Πρώτον, η εταιρία Φραγκόπουλος επανέλαβε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι δεν επιθυμεί να προμηθευτεί κορινθιακή σταφίδα από άλλες περιοχές προκειμένου να την αναμίξει με την παραγόμενη στη δική της περιοχή. Επιβάλλεται συναφώς να γίνει μνεία του επιχειρήματος που προέβαλε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών: το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εξετάσει κατά πόσον, αντί της απόλυτης απαγορεύσεως κυκλοφορίας μεταξύ των περιοχών με τις αναμενόμενες συνέπειες για τις εξαγωγές, είναι δυνατό να επιβληθεί υποχρέωση στους παραγωγούς κορινθιακής σταφίδας να οργανωθούν σε χωριστές γραμμές παραγωγής, διαθέτοντας ενδεχομένως χωριστά αποθετήρια στα οποία πρόκειται αποκλειστικώς να γίνεται αποθήκευση, επεξεργασία και συσκευασία κορινθιακής σταφίδας της αυτής προελεύσεως.

78.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι η μέθοδος οπτικού ελέγχου (μέθοδος παρατηρήσεως από εξειδικευμένο ελεγκτή) μπορεί να θεωρηθεί ως ηπιότερο μέτρο για την εξακρίβωση της προελεύσεως της σταφίδας. Αντιθέτως, εκτιμά ότι «η μέθοδος αυτή μπορεί μεν να συνιστά μέτρο ηπιότερο των […] απαγορεύσεων [που επιβάλλει ο νόμος 553/1977], πλην όμως δεν είναι, […] και μέτρο εξ ίσου αποτελεσματικό, έχον ισοδύναμο αποτέλεσμα με αυτές» (53). Φρονώ παρά ταύτα ότι, προκειμένου περί μέτρων απαγορεύσεως, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εγκαταλείψει τη λογική των «εξ ίσου αποτελεσματικών» μέτρων, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει μέτρο εξ ίσου αποτελεσματικό με μια απόλυτη απαγόρευση. Πιθανώς αυτό που πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο επανεξετάσεως είναι το ίδιο το πνεύμα της ελληνικής νομοθεσίας, το δε αιτούν δικαστήριο μπορεί υπό το πρίσμα των παρατεθέντων στοιχείων να διερευνήσει εάν, αντί ενός υπερβολικά αυστηρού προληπτικού συστήματος, είναι δυνατό να οργανωθεί ένας κατασταλτικός μηχανισμός με χρήση αιφνίδιων επιτόπιων οπτικών ελέγχων, λιγότερο, κατά τη γνώμη μου, επαχθής για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (λαμβανομένου υπόψη ότι κάθε παρέκκλιση από απαγόρευση επιβαλλόμενη από τη Συνθήκη πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς (54)) και ευκολότερα εφαρμόσιμος λόγω του, αν μη τι άλλο, περιορισμένου αριθμού σταφιδοπαραγωγών στην περιοχή Α΄ (55). Κατόπιν αυτού, επαναλαμβάνω ότι το αιτούν δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο για να εκτιμήσει την ελάχιστη αποτελεσματικότητα ελέγχου αυτού του είδους.

79.      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, στο τρίτο ερώτημα προτείνω να δοθεί η απάντηση ότι η προστασία προϊόντος, το οποίο προσδιορίζεται γεωγραφικώς από εσωτερικό νόμο κράτους μέλους και στο οποίο δεν έχει αναγνωριστεί η δυνατότητα να φέρει ειδικό διακριτικό τίτλο, που να επισημαίνει την, λόγω προελεύσεως από ορισμένη γεωγραφική περιοχή, γενικώς αναγνωριζόμενη ανώτερη ποιότητα και μοναδικότητα του, δεν συνιστά δικαιολογητικό λόγο υπό την έννοια του άρθρου 30 ΕΚ σχετικό με την προστασία της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας, ούτε επιτακτική ανάγκη δυνάμενη να δικαιολογήσει μέτρο κατ’ αρχήν απαγορευόμενο από το άρθρο 29 ΕΚ. Το Δικαστήριο έχει πάντως κρίνει ότι η προστασία των καταναλωτών μπορεί να αποτελεί επιτακτική ανάγκη, εναπόκειται όμως στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει εάν η εθνική νομοθεσία επιδιώκει όντως αυτόν τον σκοπό. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι παρεκκλίσεις από τους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς, οφείλει να ελέγξει κατά πόσον το επίμαχο εθνικό μέτρο είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο με αυτό σκοπό διερευνώντας εναλλακτικά μέτρα λιγότερο επαχθή για την ελεύθερη κυκλοφορία της παραγόμενης στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους κορινθιακής σταφίδας.

VI – Πρόταση

80.      Βάσει όλων των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του Συμβουλίου της Επικρατείας ως εξής:

«1)      Επιχείρηση ευρισκόμενη σε κατάσταση όπως αυτή της αιτούσας, δηλαδή επιχείρηση επεξεργασίας και συσκευασίας σταφίδας εγκατεστημένη σε συγκεκριμένη περιοχή του κράτους μέλους στην οποία απαγορεύεται από εθνικό νόμο η εισκόμιση προς επεξεργασία και συσκευασία διαφόρων ποικιλιών σταφιδόκαρπου προερχομένων από άλλες περιοχές αυτού του κράτους μέλους, με συνέπεια την αδυναμία της να εξάγει σταφίδα, την οποία θα είχε επεξεργασθεί από τις προαναφερθείσες ποικιλίες σταφιδόκαρπου, μπορεί να επικαλεσθεί ενώπιον δικαστηρίου την αντίθεση των σχετικών νομοθετικών μέτρων προς το άρθρο 29 ΕΚ.

2)      Διατάξεις, όπως αυτές του νόμου 553/1977 περί μέτρων προστασίας και ενισχύσεως της εξαγωγής της κορινθιακής σταφίδας, δυνάμει των οποίων αφενός μεν απαγορεύεται η εισκόμιση, αποθήκευση και επεξεργασία σταφιδόκαρπου, με σκοπό την περαιτέρω εξαγωγή του, από διάφορες περιοχές της χώρας σε συγκεκριμένη περιοχή, στην οποία επιτρέπεται η επεξεργασία μόνον επιτοπίως παραγομένου σταφιδοκάρπου, αφετέρου δε επιφυλάσσεται η δυνατότητα αναγνωρίσεως προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως μόνο σε σταφιδόκαρπο, ο οποίος έχει υποστεί επεξεργασία και έχει συσκευασθεί στη συγκεκριμένη περιοχή στην οποία παρήχθη, αποτελούν μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς που απαγορεύονται δυνάμει του άρθρου 29 ΕΚ.

3)      Η προστασία προϊόντος, το οποίο προσδιορίζεται γεωγραφικώς από εσωτερικό νόμο κράτους μέλους και στο οποίο δεν έχει αναγνωριστεί η δυνατότητα να φέρει ειδικό διακριτικό τίτλο, που να επισημαίνει την, λόγω προελεύσεως από ορισμένη γεωγραφική περιοχή, γενικώς αναγνωριζόμενη ανώτερη ποιότητα και μοναδικότητα του, δεν συνιστά δικαιολογητικό λόγο υπό την έννοια του άρθρου 30 ΕΚ σχετικό με την προστασία της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας, ούτε επιτακτική ανάγκη δυνάμενη να δικαιολογήσει μέτρο κατ’ αρχήν απαγορευόμενο από το άρθρο 29 ΕΚ. Το Δικαστήριο έχει πάντως κρίνει ότι η προστασία των καταναλωτών μπορεί να αποτελεί επιτακτική ανάγκη, εναπόκειται όμως στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει εάν η εθνική νομοθεσία επιδιώκει όντως αυτόν τον σκοπό. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι παρεκκλίσεις από τους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς, οφείλει να ελέγξει κατά πόσον το επίμαχο εθνικό μέτρο είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο με αυτό σκοπό διερευνώντας εναλλακτικά μέτρα λιγότερο επαχθή για την ελεύθερη κυκλοφορία της παραγόμενης στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους κορινθιακής σταφίδας.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – ΕΕ L 297, σ. 29.


3 – ΕΕ L 202, σ. 25.


4 – ΕΕ L 141, σ. 11.


5 – Κανονισμός της 20ής Μαρτίου 2006, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (ΕΕ L 93, σ. 12).


6 – Βλ. άρθρο 3 του προαναφερθέντος νόμου 553/1977.


7 – Αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 1978, 83/78, Redmond (Συλλογή τόμος 1978, σ. 739, σκέψη 26)· της 8ης Δεκεμβρίου 1987, 20/87, Gauchard (Συλλογή 1987, σ. 4879, σκέψη 5)· της 18ης Μαΐου 2000, C-230/98, Schiavon (Συλλογή 2000, σ. I-3547, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)· της 20ής Μαΐου 2003, C-469/00, Ravil (Συλλογή 2003, σ. I-5053, σκέψη 27), και της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C-205/07, Gysbrechts και Santurel Inter (Συλλογή 2008, σ. I-9947, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


8 – Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 299, σ. 1).


9 – Βλ. σημείο 8 των παρουσών προτάσεων. Ο κανονισμός 2201/96 τροποποιήθηκε διαδοχικώς, μεταξύ του 1996 και του 2001 (έτος ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως στην κύρια δίκη) από τους κανονισμούς (ΕΚ) 2199/97 του Συμβουλίου, της 30ής Οκτωβρίου 1997 (ΕΕ L 303, σ. 1), (ΕΚ) 2701/99 του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1999 (ΕΕ L 327, σ. 5), (ΕΚ) 2699/2000 του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ L 311, σ. 9), και (ΕΚ) 1239/2001 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 2001 (ΕΕ L 171, σ. 1). Όσον αφορά τους εκτελεστικούς κανονισμούς που εκδόθηκαν κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, πρόκειται περί του κανονισμού (ΕΚ) 1621/1999 της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 1999 (ΕΕ L 192, σ. 21), για την ενίσχυση στην καλλιέργεια σταφυλιών που προορίζονται για την παραγωγή ορισμένων ποικιλιών σταφίδων, του κανονισμού (ΕΚ) 1622/1999 της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 1999 (ΕΕ L 192, σ. 33), σχετικά με το καθεστώς αποθεματοποίησης που εφαρμόζεται στις ανεπεξέργαστες σταφίδες και στα μη μεταποιημένα ξηρά σύκα, και του κανονισμού (ΕΚ) 1666/1999 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 1999 (ΕΕ L 197, σ. 32), σχετικά με τα ελάχιστα χαρακτηριστικά εμπορίας ορισμένων ποικιλιών σταφίδων.


10 – Βλ. άρθρο 7 του κανονισμού 2201/96.


11 – Όπ.π., άρθρο 9.


12 – Όπ.π., άρθρο 13, παράγραφοι 2, 4 και 6.


13 – Αποφάσεις της 3ης Φεβρουαρίου 1983, 29/82, van Luipen (Συλλογή 1983, σ. 151, σκέψη 8), και της 17ης Οκτωβρίου 1995, C-44/94, Fishermen’s Organisations κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I-3115, σκέψη 52).


14 – Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1980, 94/79, Vriend (Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 167, σκέψη 8),και προπαρατεθείσα απόφαση van Luipen, (σκέψη 8).


15 – Προπαρατεθείσα απόφαση Redmond (σκέψη 57).


16 – Όπ.π. (σκέψη 58).


17 – Προπαρατεθείσα απόφαση van Luipen (σκέψη 8).


18 – Απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1979, 251/78, Denkavit Futtermitel (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 619, σκέψη 3). Η λύση αυτή, καίτοι εφαρμοζόμενη εν προκειμένω στο πλαίσιο του πρώην άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ (το οποίο κατέστη το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΚ, εν συνεχεία δε, κατόπιν τροποποιήσεως, το άρθρο 28 ΕΚ), μπορεί κατά τη γνώμη μου να εφαρμοστεί και επί της απαγορεύσεως ποσοτικών περιορισμών και μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών. Το Δικαστήριο έκρινε συν τοις άλλοις ότι, μολονότι η παράλειψη ρητής αναφοράς των διατάξεων της Συνθήκης οφείλεται σε συγκεκριμένη μεθοδολογική επιλογή της Επιτροπής, τα άρθρα 30 και 34 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να θεωρούνται ως αναπόσπαστο τμήμα της κοινής οργανώσεως αγορών (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Redmond, σκέψεις 54 και 55).


19 – Βλ. σκέψεις 49 επ. των παρουσών προτάσεων.


20 – Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, C-485/93 και C-486/93, Σημιτζή (Συλλογή 1995, σ. I‑2655).


21 – Απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C-72/03, Carbonati Apuani (Συλλογή 2004, σ. I-8027). Η αιτούσα στην κύρια δίκη αναφέρεται ειδικότερα στη σκέψη 23 της εν λόγω αποφάσεως.


22 – Βλ. σκέψη 6 της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.


23 – Το Δικαστήριο έκρινε συναφώς ότι ένα εθνικό μέτρο το οποίο διέπει την κυκλοφορία ορισμένων προϊόντων μεταξύ περιοχών του αυτού κράτους μέλους μπορεί μεν να έχει επιπτώσεις στις εξαγωγές, εντούτοις δεν πρέπει να λογίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο ως περιορισμός επί των εισαγωγών (βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2005, C-293/02, Jersey Produce Marketing Organisation, Συλλογή 2005, σ. I‑9543, σκέψη 72).


24 – Προπαρατεθείσα απόφαση Redmond (σκέψεις 66 και 67) καθώς και απόφαση της 9ης Ιουνίου 1992, C-47/90, Delhaize και Le Lion (Συλλογή 1992, σ. I-3669, σκέψη 28).


25 – Για μια διεξοδική ανάλυση της εξελίξεως της νομολογίας παραπέμπω στις πολύ διαφωτιστικές προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Gysbrechts και Santurel Inter, ιδίως δε στα σημεία 28 επ. των προτάσεών της.


26 – Κατά την οποία συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό «κάθε εμπορική ρύθμιση των κρατών μελών δυνάμενη να παρακωλύσει, άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το ενδοκοινοτικό εμπόριο» (απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974, 8/74, Dassonville, Συλλογή τόμος 1974, σ. 411, σκέψη 5).


27 – Απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1979, 15/79, Groenveld (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 649, σκέψη 7).


28 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Gysbrechts και Santurel Inter (σκέψη 40).


29 – Εντελώς ενδεικτικώς αναφέρονται οι αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 1983, 172/82, Syndicat national des fabricants raffineurs d’huile de graissage κ.λπ. (Συλλογή 1983, σ. 555, σκέψη 12)· της 7ης Φεβρουαρίου 1984, 237/82, Jongeneel Kaas κ.λπ. (Συλλογή 1984, σ. 483, σκέψη 22)· η προπαρατεθείσα απόφαση Delhaize και Le Lion (σκέψη 12)· της 16ης Μαΐου 2000, C-388/95, Βέλγιο κατά Ισπανίας (Συλλογή 2000, σ. I-3123, σκέψη 41)· της 23ης Μαΐου 2000, C-209/98, Sydhavnens Sten & Grus (Συλλογή σ. I-3743, σκέψη 24)· της 20ής Μαΐου 2003, C-108/01, Consorzio del Prosciutto di Parma και Salumificio S. Rita (Συλλογή 2003, σ. I-5121, σκέψη 54), και η προπαρατεθείσα απόφαση Ravil (σκέψη 40). Στην προπαρατεθείσα απόφαση Βέλγιο κατά Ισπανίας, προφανώς δεν ελέγχθηκε καθόλου εάν συντρέχει η τρίτη προϋπόθεση.


30 – Βλ. σημεία 34 έως 40 των προτάσεων στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Gysbrechts και Santurel Inter.


31 – Προπαρατεθείσα απόφαση Gysbrechts και Santurel Inter (σκέψη 42).


32 – Όπ.π. (σκέψη 43).


33 – Προπαρατεθείσα απόφαση Vriend, σκέψη 8.


34 – Για το προ της αποφάσεως Groenveld χρονικό διάστημα, βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Redmond (σκέψη 58)· για τη μεταγενέστερη νομολογία, πέραν της προπαρατεθείσας αποφάσεως Vriend, βλ. επίσης προπαρατεθείσα απόφαση van Luipen (σκέψη 8).


35 – Η παρατήρηση αυτή προκαλεί ενδεχομένως έκπληξη δεδομένου ότι, όπως καταδείχθηκε, η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου δεν διακρινόταν πρωτίστως για τον ενιαίο της χαρακτήρα.


36 – Απόφαση της 15ης Απριλίου 1997, C-272/95, Deutsches Milch-Kontor (Συλλογή 1997, σ. I‑1905, σκέψεις 23 και 24).


37 – Όπ.π.


38 – Προπαρατεθείσα απόφαση Fishermen’s Organisations κ.λπ. (σκέψη 52 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


39 – Ωστόσο έχω την εντύπωση ότι η λύση θα ήταν διαφορετική στην περίπτωση που η κορινθιακή σταφίδα δεν ενέπιπτε σε μια κοινή οργάνωση αγορών, ως εκ τούτου διερωτώμαι εάν δικαιολογείται μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση όπως επίσης και η αυστηρότερη αντίληψη για τα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών στις υπόλοιπες περιπτώσεις, παρά βεβαίως το γεγονός ότι αυτές οι σκέψεις εκφεύγουν του πλαισίου της υπό κρίση υποθέσεως.


40 – Προπαρατεθείσες αποφάσεις Ravil (σκέψεις 84 έως 88), και Consorzio del Prosciutto di Parma και Salumificio S. Rita (σκέψεις 51 έως 59).


41 – Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι στις παρούσες προτάσεις ο όρος «εισαγωγή» έχει την έννοια «εισκόμιση», βλ. σημείο 38 των παρουσών προτάσεων.


42 – Προπαρατεθείσες αποφάσεις Βέλγιο κατά Ισπανίας (σκέψη 54), Consorzio del Prosciutto di Parma και Salumificio S. Rita (σκέψη 64) και Ravil (σκέψη 49).


43 – Προπαρατεθείσες αποφάσεις Consorzio del Prosciutto di Parma και Salumificio S. Rita (σκέψη 64) καθώς και Ravil (σκέψη 49).


44 – Βλ. σημεία 70 επ. των παρουσών προτάσεων.


45 – Προπαρατεθείσα απόφαση Gysbrechts και Santurel Inter (σκέψη 45).


46 – Η εν λόγω απουσία ΠΟΠ τόσο σε εθνικό όσο και επίπεδο Ένωσης εκπλήσσει και για τον πρόσθετο λόγο ότι έχει καταχωριστεί ΠΟΠ για ποικιλία σταφίδας που παράγεται στην περιοχή Β΄ (βλ. σημείο 10 των παρουσών προτάσεων).


47 – Βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, C-158/04 και C-159/04, Άλφα Βήτα Βασιλόπουλος και Carrefour-Μαρινόπουλος (Συλλογή 2006, σ. I-8135), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «[ό]σον αφορά τον λόγο που συνίσταται στην επίτευξη ποιοτικού σκοπού […], επιβάλλεται η διαπίστωση ότι εθνικό μέτρο που παρεμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων δεν μπορεί να δικαιολογηθεί για τον λόγο απλώς και μόνον ότι σκοπεί στην προώθηση τροφίμων ποιότητας. Πράγματι, προκειμένου να δικαιολογήσει εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, παρόμοιος στόχος μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο σε σχέση με άλλες επιταγές αναγνωριζόμενες ως επιτακτικές ανάγκες, όπως είναι η προστασία του καταναλωτή ή η υγεία» (σκέψη 23).


48 – Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η προστασία των καταναλωτών μπορεί να αποτελέσει θεμιτό σκοπό γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει έναν περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων: βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Gysbrechts και Santurel Inter (σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


49 – Βλ. σημείο 66 των παρουσών προτάσεων.


50 – Προπαρατεθείσες αποφάσεις Άλφα Βήτα Βασιλόπουλος και Carrefour-Μαρινόπουλος (σκέψη 22 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και Gysbrechts και Santurel Inter (σκέψη 51).


51 – Και όχι εξίσου αποτελεσματικά: βλ. σημείο 78 των παρουσών προτάσεων.


52 – Υπό την έννοια που προσδίδει η νομολογία του Δικαστηρίου: βλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2003, C-243/01, Gambelli κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I-13031, σκέψη 67), και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 3ης Ιουνίου 2010, C-203/08, Sporting Exchange (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σημεία 69 επ.).


53 – Βλ. σκέψη 22 της αποφάσεως περί παραπομπής.


54 – Αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1972, 29/72, Marimex (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 339, σκέψη 4)· της 25ης Ιανουαρίου 1977, 46/76, Bauhuis (Συλλογή τόμος 1977, σ. 1, σκέψη 12)· της 5ης Φεβρουαρίου 2004, C-95/01, Greenham και Abel (Συλλογή 2004, σ. I-1333, σκέψη 40)· της 28ης Ιανουαρίου 2010, C-333/08, Επιτροπή κατά Γαλλίας (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 87).


55 – Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εταιρία Φραγκόπουλος δήλωσε ότι εντός της δεύτερης υποπεριοχής Α΄ δραστηριοποιούνταν μόνο τέσσερις ή πέντε παραγωγοί, ενώ η παραγωγή της κορινθιακής σταφίδας «Βοστίτσα» κατανεμόταν μεταξύ δυο παραγωγών εντός της πρώτης υποπεριοχής Α΄. Δεδομένου ότι επιτρέπεται να γίνεται ανάμιξη στην περιοχή Β΄, η διενέργεια αιφνίδιων ελέγχων έχει νόημα μόνο στην περιοχή Α΄.

Επάνω