EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62008CJ0413

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 2010.
Lafarge SA κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως - Σύμπραξη - Γυψοσανίδες - Παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων - Βάρος αποδείξεως - Έλλειψη αιτιολογίας - Κανονισμός 17 - Άρθρο 15, παράγραφος 2 - Κύρωση - Υποτροπή - Στάδιο κατά το οποίο λαμβάνεται υπόψη το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου.
Υπόθεση C-413/08 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-05361

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2010:346

Υπόθεση C-413/08 P

Lafarge SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Σύμπραξη – Γυψοσανίδες – Παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων – Βάρος αποδείξεως – Έλλειψη αιτιολογίας – Κανονισμός 17 – Άρθρο 15, παράγραφος 2 – Κύρωση – Υποτροπή – Στάδιο κατά το οποίο λαμβάνεται υπόψη το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Αναίρεση – Λόγοι – Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών – Απαράδεκτο – Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως των εν λόγω στοιχείων – Λόγος αναιρέσεως αφορών την παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων

(Άρθρα 81 § 1 ΕΚ και 225 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 51, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, εδ. 1, στοιχείο γ΄)

2.        Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Απόδειξη της παραβάσεως – Βάρος αποδείξεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3.        Αναίρεση – Λόγοι – Λόγος προβληθείς το πρώτον κατ’ αναίρεση – Απαράδεκτο

4.        Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή – Νομική βάση

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

5.        Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή – Έννοια

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2∙ ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

6.        Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή – Έννοια – Παράβαση διαπιστωθείσα με απόφαση της Επιτροπής υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο – Εμπίπτει – Απόφαση της Επιτροπής ακυρωθείσα στη συνέχεια – Συνέπειες

(Άρθρο 233 ΑΧ· άρθρο 242 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2)

7.        Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Εξουσία εκτιμήσεως παρασχεθείσα στην Επιτροπή με το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 – Παραβίαση της αρχής της νομοθετικής προβλέψεως των ποινών – Δεν συντρέχει

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2∙ ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

8.        Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Αποτρεπτικός χαρακτήρας – Συνεκτίμηση του μεγέθους και των συνολικών πόρων της επιχειρήσεως που υφίσταται την κύρωση – Κρισιμότητα

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

1.        Όταν ο αναιρεσείων προβάλλει στην κατ’ αναίρεση δίκη παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 225 ΕΚ, 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να παραθέτει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία αυτό παραμόρφωσε και να αποδεικνύει τα σφάλματα αναλύσεως τα οποία, κατά την εκτίμησή του, οδήγησαν το Γενικό Δικαστήριο στην παραμόρφωση αυτήν.

Τέτοιου είδους παραμόρφωση υπάρχει όταν, χωρίς να εξετασθούν νέα αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι η εκτίμηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων είναι προδήλως εσφαλμένη.

Στο πλαίσιο υποθέσεως αφορώσας την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η ύπαρξη παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα του ότι είναι σύνηθες, δεδομένου ότι η απαγόρευση συμμετοχής σε θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές και συμφωνίες καθώς και οι κυρώσεις που δύνανται να επιβληθούν στους παραβάτες είναι ευρέως γνωστές, να αναπτύσσονται λαθραίως οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται οι συμφωνίες και οι πρακτικές αυτές, να πραγματοποιούνται μυστικές συσκέψεις, συχνότατα σε τρίτες χώρες, και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει έγγραφα στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρηματιών, όπως είναι τα πρακτικά συνεδριάσεως, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 16-17, 22)

2.        Ο ενδιαφερόμενος ή η αρχή που προβάλλει τον ισχυρισμό περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως, η δε επιχείρηση ή η ένωση επιχειρήσεων που προβάλλει αμυντικό ισχυρισμό προς αντίκρουση διαπιστώσεως παραβάσεως των εν λόγω κανόνων είναι εκείνη η οποία οφείλει να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα στον οποίο στηρίζεται αυτός ο αμυντικός ισχυρισμός, οπότε η εν λόγω αρχή θα πρέπει να κάνει χρήση άλλων αποδεικτικών στοιχείων.

Έστω και αν το βάρος αποδείξεως το φέρει, σύμφωνα με τις αρχές αυτές, είτε η Επιτροπή είτε η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή ένωση, τα πραγματικά στοιχεία τα οποία επικαλείται η μία πλευρά μπορεί να είναι ικανά να υποχρεώσουν την άλλη πλευρά να παράσχει μια εξήγηση ή αιτιολογία, ελλείψει της οποίας να επιτρέπεται να συναχθεί ότι τηρήθηκαν οι κανόνες περί του βάρους αποδείξεως.

(βλ. σκέψεις 29-30)

3.        Αν επιτρεπόταν σε έναν από τους διαδίκους να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου λόγο και επιχειρήματα που δεν είχε προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο από τη διαφορά που εκδίκασε το Γενικό Δικαστήριο. Όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται, συνεπώς, στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε λαμβανομένων υπόψη των ισχυρισμών και επιχειρημάτων που συζητήθηκαν πρωτοδίκως.

(βλ. σκέψη 52)

4.        Το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 επιτρέπει στην Επιτροπή να επιβάλλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα λόγω παραβάσεων των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Βάσει της διατάξεως αυτής, για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η διάρκεια και η σοβαρότητα της παραβάσεως. Συναφώς, τυχόν υποτροπή περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της σοβαρότητας της επίμαχης παραβάσεως. Συνεπώς, το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 συνιστά την προσήκουσα νομική βάση για τη συνεκτίμηση της υποτροπής κατά τον υπολογισμό του προστίμου.

Επομένως το Γενικό Δικαστήριο, επιβεβαιώνοντας τη διαπίστωση της Επιτροπής περί υποτροπής εκ μέρους μιας επιχειρήσεως και τον χαρακτηρισμό αυτής της υποτροπής ως επιβαρυντικής περιστάσεως, δεν παραβιάζει την αρχή nulla poena sine lege.

(βλ. σκέψεις 62-65)

5.        Η αρχή της ασφαλείας δικαίου δεν παραβιάζεται λόγω της μη υπάρξεως προκαθορισμένης προθεσμίας εντός της οποίας λαμβάνεται υπόψη η υποτροπή. Μολονότι είναι αληθές ότι ούτε ο κανονισμός 17 ούτε οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ προβλέπουν ανώτατο διάστημα πέραν του οποίου δεν λαμβάνεται υπόψη η υποτροπή, η Επιτροπή δεν δύναται να προβαίνει σε προσαύξηση του προστίμου λόγω υποτροπής χωρίς χρονικό περιορισμό.

Η Επιτροπή μπορεί, σε έκαστη περίπτωση, να λαμβάνει υπόψη τις ενδείξεις που επιβεβαιώνουν την τάση μιας επιχειρήσεως να παραβαίνει τους κανόνες ανταγωνισμού, μεταξύ των οποίων, για παράδειγμα, το χρονικό διάστημα που παρήλθε μεταξύ των εν λόγω παραβάσεων. Εξάλλου, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει όπως ο χρόνος που έχει παρέλθει μεταξύ της υπό κρίση παραβάσεως και μιας προγενέστερης παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση της τάσεως της επιχειρήσεως αυτή να παραβαίνει τους εν λόγω κανόνες.

Συνεπώς, στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου των πράξεων της Επιτροπής στον τομέα του δικαίου ανταγωνισμού, το Γενικό Δικαστήριο και, ενδεχομένως, το Δικαστήριο ενδέχεται να κληθούν να ελέγξουν αν η Επιτροπή τήρησε την εν λόγω αρχή όταν προσαύξησε, λόγω υποτροπής, το επιβληθέν πρόστιμο και, ειδικότερα, αν η προσαύξηση αυτή επιβαλλόταν, ιδίως υπό το πρίσμα του χρόνου που παρήλθε μεταξύ της επίμαχης παραβάσεως και της προγενέστερης παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 66-70, 72-73)

6.        Oι αποφάσεις της Επιτροπής απολαύουν τεκμηρίου νομιμότητας μέχρι να ακυρωθούν ή να ανακληθούν. Εξάλλου, όπως προβλέπει ρητώς το άρθρο 242 ΕΚ, οι προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Συνεπώς, ακόμη και αν μια απόφαση της Επιτροπής υπόκειται ακόμη σε δικαστικό έλεγχο, εξακολουθεί να παράγει όλα τα αποτελέσματά της, εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο ή το Δικαστήριο αποφασίσει διαφορετικά.

Συνεπώς, η άποψη ότι η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατ’ αποφάσεως της Επιτροπής συνεπάγεται την αναστολή της εφαρμογής της αποφάσεως αυτής κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, τουλάχιστον όσον αφορά τις συνέπειες που απορρέουν από την απόφαση αυτή για τη διαπίστωση, με μεταγενέστερη απόφαση, ενδεχόμενης υποτροπής, δεν έχει κανένα νομικό έρεισμα, αλλά, αντιθέτως, είναι αντίθετη, μεταξύ άλλων, προς το γράμμα του άρθρου 242 ΕΚ.

Επιπλέον, αν η άποψη αυτή γινόταν δεκτή, οι παραβάτες θα ενθαρρύνονταν να ασκούν εντελώς παρελκυστικές προσφυγές, με αποκλειστικό σκοπό την αποφυγή των συνεπειών της υποτροπής κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου.

Συνεπώς, το συμπέρασμα ότι αρκεί η επιχείρηση να έχει κριθεί προηγουμένως ένοχη για παράβαση του ίδιου είδους, ακόμη και αν η απόφαση της Επιτροπής εξακολουθεί να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, προκειμένου η Επιτροπή να μπορεί να λάβει υπόψη την υποτροπή, είναι νόμω βάσιμο.

Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σε περίπτωση που ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακυρώσει την απόφαση βάσει της οποίας προσαυξήθηκε, με μεταγενέστερη απόφαση, το πρόστιμο για άλλη παράβαση, μετά την έκδοση της τελευταίας αυτής αποφάσεως. Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή υποχρεούται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 233 ΕΚ, να λάβει τα μέτρα τα οποία συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, τροποποιώντας, ενδεχομένως, τη μεταγενέστερη απόφαση κατά το μέτρο που προβλέπει την προσαύξηση του προστίμου λόγω υποτροπής.

Το σύστημα αυτό είναι σύμφωνο με τις γενικές αρχές της χρηστής διοικήσεως και της οικονομίας της δίκης, κατά το μέτρο που, αφενός, υποχρεώνει το θεσμικό όργανο συντάκτη της επίμαχης πράξεως να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωση προς την απόφαση του Δικαστηρίου, ακόμη και χωρίς σχετική αίτηση της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως, και, αφετέρου, εμποδίζει τις εντελώς παρελκυστικές προσφυγές.

(βλ. σκέψεις 81-89))

7.        Καίτοι το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 αφήνει στην Επιτροπή ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, περιορίζει εντούτοις την άσκησή της καθιερώνοντας ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια προς τα οποία πρέπει να συμμορφώνεται η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, αφενός, υπάρχει ένα απόλυτο και αριθμητικό ανώτατο όριο σε σχέση με το ποσό του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί, το οποίο υπολογίζεται σε σχέση με κάθε επιχείρηση, για κάθε περίπτωση παραβάσεως, και, ως εκ τούτου, το ανώτατο ποσό του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί σε δεδομένη επιχείρηση είναι εκ των προτέρων προσδιορίσιμο. Αφετέρου, η άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας οριοθετείται από κανόνες συμπεριφοράς τους οποίους καθόρισε η ίδια η Επιτροπή με την ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων και τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Επιπλέον, η γνωστή και προσιτή διοικητική πρακτική της Επιτροπής υπόκειται στον πλήρη έλεγχο του δικαστή της Ένωσης, του οποίου η πάγια και δημοσιευθείσα νομολογία έχει καταστήσει δυνατή τη διευκρίνιση των αορίστων εννοιών που μπορεί να περιέχει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Επομένως, ο ενημερωμένος επιχειρηματίας, επικουρούμενος εν ανάγκη από τις υπηρεσίες νομικού συμβούλου, μπορεί να προβλέψει με επαρκή ακρίβεια τη μέθοδο υπολογισμού και την τάξη μεγέθους των προστίμων που μπορεί να του επιβληθούν για μια συγκεκριμένη συμπεριφορά και το γεγονός ότι ο επιχειρηματίας αυτός δεν μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων με ακρίβεια το ύψος των προστίμων που η Επιτροπή θα επιβάλει σε κάθε περίπτωση δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της νομοθετικής προβλέψεως των ποινών.

(βλ. σκέψη 95)

8.        Η έννοια της αποτροπής αποτελεί ένα από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού. Η σχέση μεταξύ, αφενός, του μεγέθους και των συνολικών πόρων των επιχειρήσεων και, αφετέρου, της ανάγκης διασφαλίσεως του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Συνεπώς, η Επιτροπή, όταν υπολογίζει το ποσό του προστίμου, μπορεί να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, το μέγεθος και την οικονομική ισχύ της οικείας επιχειρήσεως. Ως εκ τούτου, επί παραδείγματι, μια επιχείρηση, λόγω του «τεράστιου» συνολικού κύκλου εργασιών της σε σχέση με αυτόν των άλλων μερών της συμπράξεως, θα κινητοποιούσε ευκολότερα τα αναγκαία κεφάλαια για την πληρωμή του προστίμου, πράγμα που, για να υπάρξει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου αυτού, δικαιολογεί την εφαρμογή πολλαπλασιαστή.

Ο αποτρεπτικός συντελεστής που μπορεί να περιληφθεί στον υπολογισμό του προστίμου που επιβάλλεται σε μια επιχείρηση αξιολογείται με γνώμονα πλειάδα στοιχείων και όχι με μοναδικό γνώμονα την ιδιαίτερη κατάσταση της οικείας επιχειρήσεως. Ως εκ τούτου, δεν αποκλείεται το στάδιο του υπολογισμού κατά το οποίο πραγματοποιείται η συνεκτίμηση ενός αποτρεπτικού συντελεστή να αποβεί κρίσιμο όσον αφορά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση του εν λόγω συντελεστή, πλην του μεγέθους και των συνολικών πόρων της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως.

(βλ. σκέψεις 102-105, 109)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 17ης Ιουνίου 2010 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Σύμπραξη – Γυψοσανίδες – Παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων – Βάρος αποδείξεως – Έλλειψη αιτιολογίας – Κανονισμός 17 – Άρθρο 15, παράγραφος 2 – Κύρωση – Υποτροπή – Στάδιο κατά το οποίο λαμβάνεται υπόψη το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου»

Στην υπόθεση C-413/08 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που υποβλήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2008,

Lafarge SA, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους A. Winckler, F. Brunet, E. Paroche, Χ. Κανελλόπουλο και C. Medina, avocats,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους F. Castillo de la Torre και N. von Lingen, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

παρεμβαίνον πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, P. Lindh, U. Lõhmus, A. Ó Caoimh και A. Arabadjiev (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

γραμματέας: R. Şereş, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Οκτωβρίου 2009,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Φεβρουαρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Lafarge SA (στο εξής: Lafarge) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Ιουλίου 2008, T-54/03, Lafarge κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση), με την οποία το δικαστήριο αυτό απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως 2005/471/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ [κατά] των επιχειρήσεων BPB PLC, Gebrüder Knauf Westdeutsche Gipswerke KG, Société Lafarge SA και Gyproc Benelux NV (Υπόθεση COMP/E-1/37.152 – Γυψοσανίδες) (ΕΕ 2005, L 166, σ. 8, στο εξής: επίδικη απόφαση).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει με απόφαση στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμο ύψους χιλίων μέχρις ενός εκατομμυρίου λογιστικών μονάδων, ή και ποσό μεγαλύτερο από αυτό μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό του κύκλου εργασιών που επραγματοποιήθη κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο από μία των επιχειρήσεων οι οποίες έχουν συνεργήσει στην παράβαση, όταν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)      διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου [81], παράγραφος 1, ή του άρθρου [82] της Συνθήκης·

[…]

Κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εκτός από τη σοβαρότητα της παραβάσεως, και η διάρκειά της.»

3        Η ανακοίνωση της Επιτροπής που τιτλοφορείται «Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ» (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 1998) ορίζει, στο προοίμιό της, τα εξής:

«Σκοπός των αρχών που διέπουν τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές είναι να καταστεί δυνατή η διασφάλιση της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας των αποφάσεων της Επιτροπής, τόσο έναντι των επιχειρήσεων, όσο και έναντι του Δικαστηρίου, και παράλληλα να κατοχυρωθεί η διακριτική ευχέρεια που ο νομοθέτης έχει παραχωρήσει στην Επιτροπή για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, με ανώτατο όριο το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. […]

Η νέα μέθοδος, η οποία θα εφαρμόζεται για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, θα πρέπει στο εξής να ακολουθεί το ακόλουθο σύστημα, το οποίο στηρίζεται στον προσδιορισμό ενός βασικού ποσού επί του οποίου εφαρμόζονται προσαυξήσεις, εάν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, και μειώσεις, εάν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις.»

4        Κατά το σημείο 1 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, το οποίο τιτλοφορείται «Βασικό ποσό»:

«Το βασικό αυτό ποσό καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης, που είναι τα μόνα κριτήρια τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού αριθ. 17.

A.      Σοβαρότητα

[…]

Ακόμη, θα είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική οικονομική δυνατότητα του αυτουργού της παράβασης να προξενήσει σημαντική ζημία σε άλλους οικονομικούς παράγοντες, ιδίως στους καταναλωτές. Επίσης, το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται κάθε φορά πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε να έχει την ενδεδειγμένη αποτρεπτική χρησιμότητα.

Γενικά, θα μπορεί επιπλέον να συνεκτιμάται το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους διαθέτουν συνήθως τις γνώσεις και τα νομικοοικονομικά μέσα που χρειάζονται για να μπορούν να αξιολογήσουν καλύτερα τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς τους και τις συνέπειές της από την άποψη της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού.

[…]»

5        Κατά το σημείο 2 των ίδιων κατευθυντηρίων γραμμών, το βασικό ποσό μπορεί να προσαυξάνεται, εφόσον συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις όπως η εκ μέρους της ίδιας επιχειρήσεως ή των ίδιων επιχειρήσεων διάπραξη παρόμοιας παραβάσεως.

 Το ιστορικό της διαφοράς

6        Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο συνόψισε το ιστορικό της διαφοράς ως εξής:

«1      Η προσφεύγουσα […] είναι γαλλική επιχείρηση η οποία αναπτύσσει δραστηριότητα παγκοσμίως στον τομέα των οικοδομικών υλικών. Κατέχει το 99,99 % του κεφαλαίου της Lafarge Gypsum International SA (στο εξής: Lafarge Plâtres), η οποία παράγει και εμπορεύεται διάφορα προϊόντα παράγωγα του γύψου, μεταξύ των οποίων οι γυψοσανίδες.

2      Τέσσερις κύριοι παραγωγοί αναπτύσσουν δραστηριότητα στον τομέα των γυψοσανίδων στην Ευρώπη: η BPB plc [(στο εξής: BPB)], η Gebrüder Knauf Westdeutsche Gipswerke KG (στο εξής: Knauf), η Gyproc Benelux NV (στο εξής: Gyproc) και η Lafarge Plâtres.

3      Κατόπιν ορισμένων πληροφοριών των οποίων έλαβε γνώση, η Επιτροπή διενήργησε στις 25 Νοεμβρίου 1998 αιφνιδιαστικούς ελέγχους σε οκτώ επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες στον τομέα των γυψοσανίδων, μεταξύ των οποίων η Lafarge Plâtres στο Isle-sur-la-Sorgue (Γαλλία) και η Lafarge στο Παρίσι (Γαλλία). Την 1η Ιουλίου 1999 συνέχισε τις έρευνές της σε δύο άλλες επιχειρήσεις.

4      Εν συνεχεία, η Επιτροπή απηύθυνε αιτήσεις παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 […] στις διάφορες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων η Lafarge, στις 21 Σεπτεμβρίου 1999. Η Lafarge απάντησε στις αιτήσεις αυτές στις 29 Οκτωβρίου 1999.

5      Στις 18 Απριλίου 2001, η Επιτροπή κίνησε τη διοικητική διαδικασία και εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων εις βάρος των επιχειρήσεων BPB, Knauf, Lafarge, Etex SA και Gyproc. […]

[…]

8      Στις 27 Νοεμβρίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε την [επίδικη] απόφαση.

9      Το διατακτικό της [επίδικης] αποφάσεως έχει ως εξής:

Άρθρο 1

Η επιχείρηση BPB […], ο όμιλος Knauf, [η] Lafarge […] και η επιχείρηση Gyproc […] έχουν διαπράξει παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ], συμμετέχοντας σε ένα σύνολο συμπράξεων και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των γυψοσανίδων.

Η εν λόγω παράβαση είχε την ακόλουθη διάρκεια:

α)      BPB […]: από τις 31 Μαρτίου 1992, το αργότερο, έως τις 25 Νοεμβρίου 1998,

β)      [όμιλος] Knauf: από τις 31 Μαρτίου 1992, το αργότερο, έως τις 25 Νοεμβρίου 1998,

γ)      […] Lafarge […]: από τις 31 Αυγούστου 1992, το αργότερο, έως τις 25 Νοεμβρίου 1998,

δ)      Gyproc […]: από τις 6 Ιουνίου 1996, το αργότερο, έως τις 25 Νοεμβρίου 1998.

[…]

Άρθρο 3

Για την παράβαση που εκτίθεται στο άρθρο 1, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα στις ακόλουθες επιχειρήσεις:

α)      BPB […]:138,6 εκατομμύρια ευρώ,

β)      […] Knauf […]: 85,8 εκατομμύρια ευρώ,

γ)      […] Lafarge […]: 249,6 εκατομμύρια ευρώ,

δ)      Gyproc […]: 4,32 εκατομμύρια ευρώ

[…]”

10      Η Επιτροπή κρίνει, με την [επίδικη] απόφαση, ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις συμμετείχαν σε ενιαία και διαρκή παράβαση που εκδηλώθηκε με τις ακόλουθες συμπεριφορές, που συνιστούσαν συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές:

–        οι εκπρόσωποι της BPB και της Knauf συναντήθηκαν στο Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο) το 1992 και εξέφρασαν την κοινή τους βούληση να σταθεροποιήσουν τις αγορές γυψοσανίδων στη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και την Μπενελούξ·

–        οι εκπρόσωποι της BPB και της Knauf δημιούργησαν, από το 1992, συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών, στα οποία προσχώρησε η Lafarge και εν συνεχεία η Gyproc και τα οποία αφορούσαν τους όγκους των πωλήσεών τους στις αγορές της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας και της Μπενελούξ·

–        οι εκπρόσωποι της BPB, της Knauf και της Lafarge είχαν επανειλημμένα ανταλλάξει πληροφορίες πριν από τις αυξήσεις τιμών στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου·

–        αντιμετωπίζοντας ιδιαίτερες εξελίξεις στη γερμανική αγορά, οι εκπρόσωποι της BPB, της Knauf, της Lafarge και της Gyproc συναντήθηκαν στις Βερσαλλίες (Γαλλία) το 1996, στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) το 1997 και στη Χάγη (Κάτω Χώρες) το 1998, προκειμένου να μοιραστούν ή τουλάχιστον να σταθεροποιήσουν τη γερμανική αγορά,

–        οι εκπρόσωποι της BPB, της Knauf, της Lafarge και της Gyproc αντάλλαξαν επανειλημμένα πληροφορίες μεταξύ τους και συνεννοήθηκαν όσον αφορά την εφαρμογή αυξήσεων των τιμών στη γερμανική αγορά μεταξύ του 1996 και του 1998.

11      Για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου, η Επιτροπή εφάρμοσε τη μεθοδολογία η οποία εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές [του 1998].

12      Για τον προσδιορισμό του αρχικού ποσού των προστίμων, που καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως, η Επιτροπή κατ’ αρχάς έκρινε ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν διαπράξει παράβαση ως εκ της φύσεώς της πολύ σοβαρή, δεδομένου ότι οι επίμαχες πρακτικές είχαν ως σκοπό να θέσουν τέλος στον πόλεμο τιμών και να σταθεροποιήσουν την αγορά μέσω της ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών. Η Επιτροπή εκτίμησε, επιπλέον, ότι οι επίμαχες πρακτικές είχαν αντίκτυπο στην αγορά, καθόσον οι οικείες επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν το σύνολο σχεδόν της προσφοράς γυψοσανίδων και οι διάφορες εκδηλώσεις της συμπράξεως υλοποιήθηκαν σε υψηλής συγκεντρώσεως και επιπλέον ολιγοπωλιακή αγορά. Όσον αφορά την έκταση της οικείας γεωγραφικής αγοράς, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η σύμπραξη είχε καλύψει τις τέσσερις κυριότερες αγορές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ήτοι τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και την Μπενελούξ.

13      Εκτιμώντας εν συνεχεία ότι μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων υφίστατο σημαντική ανισότητα, η Επιτροπή τις αντιμετώπισε διαφορετικά, βασιζόμενη προς τούτο στον κύκλο εργασιών που προκύπτει από την πώληση του επίμαχου προϊόντος στις σχετικές αγορές κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους έτους της παραβάσεως. Σε αυτήν τη βάση, το αρχικό ποσό των προστίμων καθορίστηκε σε 80 εκατομμύρια ευρώ για την BPB, 52 εκατομμύρια ευρώ για την Knauf και τη Lafarge και 8 εκατομμύρια ευρώ για τη Gyproc.

14      Για να εξασφαλιστεί ο επαρκώς αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους και των συνολικών πόρων των επιχειρήσεων, το αρχικό ποσό του επιβληθέντος στη Lafarge προστίμου προσαυξήθηκε κατά 100 % και ανήλθε σε 104 εκατομμύρια ευρώ.

15      Κατόπιν, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η διάρκεια της παραβάσεως, το αρχικό ποσό προσαυξήθηκε κατά 65 % για την BPB και την Knauf, κατά 60 % για τη Lafarge και κατά 20 % για τη Gyproc, δεδομένου ότι η Επιτροπή χαρακτήρισε την παράβαση ως μεγάλης διάρκειας στην περίπτωση της Knauf, της Lafarge και της BPB και ως μέσης διάρκειας στην περίπτωση της Gyproc.

16      Όσον αφορά τις επιβαρυντικές περιστάσεις, το βασικό ποσό των επιβληθέντων στην BPB και στη Lafarge προστίμων προσαυξήθηκε κατά 50 % λόγω υποτροπής.

17      Εν συνεχεία, η Επιτροπή μείωσε κατά 25 % το επιβληθέν στη Gyproc πρόστιμο λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων, διότι η Gyproc αποτέλεσε αποσταθεροποιητικό στοιχείο που συνέβαλε στον περιορισμό των αποτελεσμάτων της συμπράξεως στη γερμανική αγορά και ήταν απούσα από την αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου.

18      Τέλος, η Επιτροπή μείωσε το ύψος των προστίμων κατά 30 % για την BPB και κατά 40 % για τη Gyproc, κατ’ εφαρμογήν του τμήματος Δ, παράγραφος 2, της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας). Ως εκ τούτου, το τελικό ποσό των επιβληθέντων προστίμων ανήλθε σε 138,6 εκατομμύρια ευρώ για την BPB, σε 85,8 εκατομμύρια ευρώ για την Knauf, σε 249,6 εκατομμύρια ευρώ για τη Lafarge και σε 4,32 εκατομμύρια ευρώ για τη Gyproc.»

 Η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

7        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 14 Φεβρουαρίου 2003, η Lafarge άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως. Επικουρικώς, ζήτησε από το Πρωτοδικείο να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε.

8        Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

 Αιτήματα των διαδίκων

9        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Lafarge ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση·

–        να δεχθεί τα κύρια αιτήματα τα οποία αυτή υπέβαλε πρωτοδίκως και να ακυρώσει την επίδικη απόφαση κατά το μέτρο που της επιβάλλει πρόστιμο·

–        επικουρικώς, να αναιρέσει εν μέρει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση·

–        να δεχθεί τα επικουρικά αιτήματα τα οποία αυτή υπέβαλε πρωτοδίκως και να μειώσει το ποσό του προστίμου το οποίο η Επιτροπή της επέβαλε με την προσβαλλομένη απόφαση και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

10      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

11      Προς στήριξη των αιτημάτων της, η Lafarge προβάλλει έξι λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος, προβαλλόμενος κυρίως, σκοπεί στην αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της και οι λοιποί πέντε, προβαλλόμενοι επικουρικώς, σκοπούν στη μερική αναίρεση της αποφάσεως αυτής.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, αφορώντος παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

12      Η Lafarge προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία, καθόσον αναφερόταν συστηματικά σε ένα «συνολικό πλαίσιο» προκειμένου να αποδείξει καθεμία από τις συμπεριφορές τις οποίες χαρακτήρισε ως παραβάσεις. Ειδικότερα, η παραμόρφωση αυτή προκύπτει από τις διαπιστώσεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως οι οποίες αφορούν τις περιστάσεις που άπτονται του συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών (σκέψεις 270 και 271 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), της ανταλλαγής πληροφοριών ειδικώς ως προς το Ηνωμένο Βασίλειο (σκέψη 303 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), των αυξήσεων των τιμών στο Ηνωμένο Βασίλειο για το πριν τις 7 Σεπτεμβρίου 1996 διάστημα (σκέψη 324 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), της υπάρξεως συμφωνίας για τη σταθεροποίηση της γερμανικής αγοράς (σκέψεις 398 και 402 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), καθώς και των αυξήσεων τιμών στη Γερμανία το 1994 και το 1995 (σκέψεις 426 και 430 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

13      Εν γένει το Πρωτοδικείο στηρίχτηκε στην ύπαρξη ενός γενικού πλαισίου, ενώ η ύπαρξη αυτή δεν αποδείχθηκε και δεν θα μπορούσε να αποδειχθεί παρά μόνο βάσει άλλων συμπεριφορών που συνιστούν παράβαση, τις οποίες το Πρωτοδικείο χαρακτήρισε ως παραβάσεις αποκλειστικώς και μόνο βάσει αυτού του ιδίου «συνολικού πλαισίου». Συνεπώς, ο συλλογισμός του Πρωτοδικείου είναι διάλληλος.

14      Η Επιτροπή εκτιμά ότι η Lafarge δεν επισημαίνει, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τα αποδεικτικά στοιχεία που παραμορφώθηκαν και δεν αποδεικνύει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε σφάλματα αναλύσεως που οδήγησαν στην παραμόρφωση αυτή. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Πρωτοδικείο ότι αναφέρθηκε σε ένα μη αποδειχθέν γενικό πλαίσιο ούτε ότι στηρίχτηκε σε διάλληλο συλλογισμό, δεδομένου ότι προέβη σε εξονυχιστική εξέταση των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

15      Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το νυν Γενικό Δικαστήριο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Εφόσον τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία προσκομίστηκαν νομοτύπως και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως και τη διεξαγωγή των αποδείξεων, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί (βλ. αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2003, C-122/01 P, T. Port κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-4261, σκέψη 27, καθώς και της 25ης Οκτωβρίου 2007, C-167/06 P, Κομνηνού κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 40). Επομένως, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των στοιχείων αυτών (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Μαΐου 1998, C-8/95 P, New Holland Ford κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-3175, σκέψη 26).

16      Όταν ο αναιρεσείων προβάλλει παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 225 ΕΚ, 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να παραθέτει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία αυτό παραμόρφωσε και να αποδεικνύει τα σφάλματα αναλύσεως τα οποία, κατά την εκτίμησή του, οδήγησαν το Γενικό Δικαστήριο στην παραμόρφωση αυτήν (βλ., υπό την έννοια αυτήν, απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-204/00 P, C-205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψη 50).

17      Τέτοιου είδους παραμόρφωση υπάρχει όταν, χωρίς να εξετασθούν νέα αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι η εκτίμηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων είναι προδήλως εσφαλμένη (βλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, C-229/05 P, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I-439, σκέψη 37).

18      Το μόνο συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο του οποίου την παραμόρφωση προβάλλει η Lafarge είναι ένα εσωτερικό σημείωμα του Οκτωβρίου του 1994, το οποίο ανακαλύφθηκε στα γραφεία της BPB. Κατά τη Lafarge, τίποτε στο σημείωμα αυτό δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι οι ανταγωνιστές είχαν επαφές μεταξύ τους.

19      Συναφώς, στη σκέψη 430 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό της Lafarge ότι η BPB πληροφορήθηκε από πελάτες την ανακοινωθείσα με το εν λόγω σημείωμα αύξηση των τιμών εκ μέρους της Knauf. Το Πρωτοδικείο παρατήρησε ότι «ο συντάκτης του σημειώματος αυτού, έχοντας κατ’ αρχάς συνοψίσει την κατάσταση στην αγορά, διευκρινίζει ότι ο διευθυντής πωλήσεων της Gyproc παραπονέθηκε ότι η επιχείρησή του είχε απολέσει μερίδια αγοράς και σκόπευε να τα ξανακερδίσει. Επιπλέον, το σημείωμα προέβλεπε πάγωμα των τιμών στο ύψος που ανέφερε και αύξηση των τιμών από την 1η Φεβρουαρίου 1995. Η τελευταία αυτή παρατήρηση είναι ιδιαιτέρως εύγλωττη. Ειδικότερα, αν η αποστολή των αναγγελιών αυξήσεων των τιμών από την Knauf ήταν μονομερής και αν οι λοιποί παραγωγοί απλώς ακολουθούσαν την αύξηση αυτή, η BPB δεν θα μπορούσε να γνωρίζει τον Οκτώβριο του 1994 ότι προβλεπόταν αύξηση των τιμών για την 1η Φεβρουαρίου 1995, δεδομένου ότι η Knauf ανήγγειλε την αύξηση αυτή μόλις τον Νοέμβριο του 1994». Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη του άλλα συγκεκριμένα στοιχεία, δηλαδή, πρώτον, το γεγονός ότι η Knauf είχε επισημάνει, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, ότι υπήρχε μακροχρόνια πρακτική αποστολής των αναγγελιών αυξήσεως των τιμών, μαζί με τους τιμοκαταλόγους, κατευθείαν στους ανταγωνιστές συγχρόνως με τους πελάτες, δεύτερον, το γεγονός ότι, κατά την έρευνα στα γραφεία της BPB και της Lafarge, η Επιτροπή είχε ανακαλύψει πολυάριθμα αντίγραφα αναγγελιών αυξήσεων τιμών εκ μέρους των ανταγωνιστών και, τρίτον, ότι όντως πραγματοποιήθηκε αύξηση τιμών την 1η Φεβρουαρίου 1995.

20      Ως εκ τούτου, από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε το επίμαχο εσωτερικό σημείωμα αυτοτελώς, αλλά από κοινού με άλλα συγκεκριμένα στοιχεία της δικογραφίας. Κατά συνέπεια, η αιτίαση η οποία αφορά το σημείωμα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

21      Κατά τα λοιπά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αναιρεσείουσα δεν επισήμανε συγκεκριμένα τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία ισχυρίζεται ότι παραμορφώθηκαν από το Πρωτοδικείο. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα απλώς επισημαίνει σε ποια χωρία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Πρωτοδικείο αναφέρθηκε σε ένα «συνολικό πλαίσιο», δηλαδή στις σκέψεις 271, 303, 324, 398, 402, 426 και 430, χωρίς ωστόσο να υποδείξει τα συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία το Πρωτοδικείο εκτίμησε κατά τρόπο προδήλως πεπλανημένο.

22      Υπό συνθήκες όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, η ύπαρξη παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα του ότι είναι σύνηθες, δεδομένου ότι η απαγόρευση συμμετοχής σε θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές και συμφωνίες καθώς και οι κυρώσεις που δύνανται να επιβληθούν στους παραβάτες είναι ευρέως γνωστές, να αναπτύσσονται λαθραίως οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται οι συμφωνίες και οι πρακτικές αυτές, να πραγματοποιούνται μυστικές συσκέψεις, συχνότατα σε τρίτες χώρες, και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει έγγραφα στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρηματιών, όπως είναι τα πρακτικά συνεδριάσεως, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 55 έως 57).

23      Μολονότι η αναιρεσείουσα προβάλλει την ύπαρξη παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων, επιδιώκει στην πραγματικότητα να επιτύχει τη νέα εκτίμηση των στοιχείων αυτών, πράγμα το οποίο εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου.

24      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξετασθούν οι λόγοι τους οποίους η αναιρεσείουσα προβάλλει επικουρικώς.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, αφορώντος παράβαση των κανόνων περί του βάρους αποδείξεως, καθώς και παραβίαση της αρχής περί του τεκμηρίου αθωότητας και της αρχής in dubio pro reo

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

26      Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι παρέβη τους κανόνες περί του βάρους αποδείξεως και ότι παραβίασε την αρχή περί του τεκμηρίου αθωότητας και την αρχή in dubio pro reo, καταλήγοντας ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η συμμετοχή της Lafarge στην παράβαση ανατρέχει στις 31 Αυγούστου 1992. Συναφώς, υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο έπρεπε να εξακριβώσει ότι έχουν τηρηθεί οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου και οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως και τη διεξαγωγή των αποδείξεων. Εξάλλου το βάρος της αποδείξεως μιας παραβάσεως και της διάρκειάς της φέρει η Επιτροπή.

27      Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο έκρινε, στις σκέψεις 507, 508 και 510 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον τη συμμετοχή της Lafarge στην παράβαση ήδη από τις 31 Αυγούστου 1992, δεδομένου ότι η Lafarge δεν επισήμανε την ακριβή ημερομηνία ενάρξεως της συμμετοχής αυτής ούτε τις περιστάσεις που την ώθησαν να μετάσχει σε θίγουσα τον ανταγωνισμό ανταλλαγή στοιχείων. Κρίνοντας κατά τον τρόπο αυτόν, το Πρωτοδικείο αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως. Μια τέτοια αντιστροφή του βάρους αποδείξεως συνιστά επίσης παραβίαση της αρχής περί του τεκμηρίου αθωότητας και της αρχής in dubio pro reo.

28      Η Επιτροπή αμφισβητεί τους ισχυρισμούς της Lafarge και υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο απλώς έκρινε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία των οποίων γίνεται μνεία στις σκέψεις 503, 507 και 512 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συνιστούν επαρκείς ενδείξεις για να αποδειχθεί η συμμετοχή της Lafarge στην παράβαση από τα μέσα του 1992, αλλά ότι η Lafarge μπορούσε να προσκομίσει αποδείξεις περί του αντιθέτου, πράγμα το οποίο δεν έπραξε.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

29      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος ή η αρχή που προβάλλει τον ισχυρισμό περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως, η δε επιχείρηση ή η ένωση επιχειρήσεων που προβάλλει αμυντικό ισχυρισμό προς αντίκρουση διαπιστώσεως παραβάσεως των εν λόγω κανόνων είναι εκείνη η οποία οφείλει να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα στον οποίο στηρίζεται αυτός ο αμυντικός ισχυρισμός, οπότε η εν λόγω αρχή θα πρέπει να κάνει χρήση άλλων αποδεικτικών στοιχείων (βλ., υπό την έννοια αυτή, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 78).

30      Έστω και αν το βάρος αποδείξεως το φέρει, σύμφωνα με τις αρχές αυτές, είτε η Επιτροπή είτε η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή ένωση, τα πραγματικά στοιχεία τα οποία επικαλείται η μία πλευρά μπορεί να είναι ικανά να υποχρεώσουν την άλλη πλευρά να παράσχει μια εξήγηση ή αιτιολογία, ελλείψει της οποίας να επιτρέπεται να συναχθεί ότι τηρήθηκαν οι κανόνες περί του βάρους αποδείξεως (βλ. απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 79).

31      Από τη σκέψη 515 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η BPB πληροφόρησε τη Lafarge το αργότερο στα τέλη Αυγούστου του 1992 για τη συμφωνία που υπήρχε μεταξύ της BPB και της Knauf όσον αφορά τις ανταλλαγές στοιχείων και ότι, κατόπιν τούτου, η Lafarge προσχώρησε στη συμφωνία αυτή. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Πρωτοδικείο στηρίχτηκε, αφενός, σε ορισμένες δηλώσεις της BPB (σκέψεις 503 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) και, αφετέρου, στο γεγονός ότι το μερίδιο αγοράς της Lafarge στις κύριες ευρωπαϊκές αγορές περιγραφόταν σε απόλυτη τιμή και σε ποσοστό στους πίνακες της BPB από το 1991 (σκέψη 512 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

32      Συνεπώς, πρέπει να κριθεί ότι το Πρωτοδικείο, επισημαίνοντας, στη σκέψη 508 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα απλώς υπογράμμισε τις ανακρίβειες των δηλώσεων της BPB, χωρίς ωστόσο να αναφέρει την ακριβή ημερομηνία ούτε τις περιστάσεις που την ώθησαν να μετάσχει σε μια τέτοια ανταλλαγή στοιχείων, έκρινε, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας του Δικαστηρίου που παρατίθεται στις σκέψεις 29 και 30 της παρούσας αποφάσεως, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε η Επιτροπή ήταν ικανά να υποχρεώσουν τον αντίδικο να παράσχει εξήγηση ή αιτιολογία, ελλείψει της οποίας επιτρεπόταν να συναχθεί ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που υπείχε ως προς το βάρος αποδείξεως. Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο απλώς έκρινε ότι η αναιρεσείουσα παρέλειψε να προσκομίσει αποδείξεις προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι η προσχώρησή της στη συμφωνία ανταλλαγής στοιχείων ήταν οπωσδήποτε μεταγενέστερη του Ιουνίου του 1993 και μάλιστα πιθανώς χρονολογούνταν από τις αρχές του 1994.

33      Συνεπώς, το Πρωτοδικείο δεν παρέβη τους κανόνες περί του βάρους αποδείξεως.

34      Κατά το μέτρο που οι αιτιάσεις που αντλούνται από την παραβίαση της αρχής περί του τεκμηρίου αθωότητας και της αρχής dubio pro reo στηρίζονται στη φερόμενη αντιστροφή του βάρους αποδείξεως, πρέπει ωσαύτως να απορριφθούν.

35      Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, αφορώντος έλλειψη αιτιολογίας και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

36      Η Lafarge προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν απάντησε στο επιχείρημά της περί της άνισης μεταχειρίσεως μεταξύ της ίδιας και της Gyproc, όπως διατυπώθηκε στα σημεία 374 και 375 του δικογράφου της προσφυγής της και ότι, ως εκ τούτου, παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπείχε. Στις σκέψεις 500 έως 518 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, όσον αφορά τη Lafarge, τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δέχθηκε η Επιτροπή, δηλαδή η μνεία των μεριδίων αγοράς της Lafarge στους πίνακες του κ. [D] και οι δηλώσεις της BPB, αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμον τη συμμετοχή της Lafarge σε ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση από τις 31 Αυγούστου 1992, ενώ, όσον αφορά τη Gyproc, η Επιτροπή έκρινε ότι τα δύο αυτά στοιχεία δεν αποτελούσαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Lafarge προσθέτει ότι προέβαλε την παράβαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και με τα σημεία 124, 511 και 512 του δικογράφου της προσφυγής της, χωρίς το Πρωτοδικείο να απαντήσει στον ισχυρισμό αυτόν.

37      Κατά την Επιτροπή, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε να προβάλει, στο στάδιο της αιτήσεως αναιρέσεως, ισχυρισμό τον οποίο δεν προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου. Εξάλλου, όσον αφορά την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Lafarge δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με τη Gyproc, δεδομένου ότι η τελευταία δεν μετέσχε άμεσα στην ανταλλαγή στοιχείων πριν από το 1996 και ότι ουδόλως μετέσχε σε τέτοια ανταλλαγή όσον αφορά την αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, διότι δεν ανέπτυσσε δραστηριότητα στην αγορά αυτήν. Η Επιτροπή ισχυρίζεται επίσης ότι τα επιπλέον στοιχεία τα οποία προέβαλε η Lafarge στο υπόμνημα απαντήσεως συνιστούν νέο ισχυρισμό, απαράδεκτο στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

38      Όσον αφορά την έλλειψη αιτιολογίας που προσάπτεται στο Πρωτοδικείο, λόγω του ότι δεν απάντησε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση στο επιχείρημα της αναιρεσείουσας που διατυπώθηκε στα σημεία 374 και 375 του δικογράφου της προσφυγής της, όσον αφορά την άνιση μεταχείριση της ίδιας και της Gyproc, διαπιστώνεται ότι τα εν λόγω σημεία έχουν ως εξής:

«Δεδομένου ότι η συμμετοχή της [Lafarge] δεν αποδείχθηκε πριν από τα τέλη του 1993 ακόμη δε και από τις αρχές 1994, η ανταλλαγή στοιχείων δεν αποτελεί την πρώτη “εκδήλωση” για τη [Lafarge], δεδομένου ότι οι ανταλλαγή στοιχείων ως προς τους όγκους πωλήσεων και οι επαφές για τις τιμές τις οποίες προβάλλει η Επιτροπή, οι οποίες αφορούσαν ειδικώς τη βρετανική αγορά, άρχισαν νωρίτερα.

Παρά ταύτα, ούτε η μία ούτε η άλλη από τις δύο αυτές εκδηλώσεις –αν υποτεθεί ότι έχουν αποδειχθεί– μπορούν προφανώς, από μόνες τους, να αποτελούν προσχώρηση της [Lafarge] σε ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση, καλύπτουσα τις τέσσερις κύριες ευρωπαϊκές αγορές. Εξάλλου, η Επιτροπή έκρινε ως προς τη Gyproc ότι η συμμετοχή στις ίδιες αυτές εκδηλώσεις δεν αρκούσε για να αποδειχθεί η προσχώρηση σε ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση.»

39      Επισημαίνεται, αφενός, ότι κανένας ισχυρισμός περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως δεν προβάλλεται ρητώς στο προπαρατεθέν χωρίο. Αφετέρου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορεί να συναχθεί τέτοιος ισχυρισμός από το χωρίο αυτό, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν είναι σαφής ούτε ακριβής και δεν στηρίζεται σε εμπεριστατωμένα αποδεικτικά στοιχεία ικανά να τον ενισχύσουν.

40      Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιτάσσει, ιδίως, να μην επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, C-344/04, IATA και ELFAA, Συλλογή 2006, σ. I-403, σκέψη 95). Όπως ορθώς ισχυρίζεται η Επιτροπή, η αναιρεσείουσα δεν επιχείρησε καν να αποδείξει ότι βρισκόταν σε όμοια κατάσταση προς αυτή της Gyproc, πράγμα το οποίο θα ήταν κατά μείζονα λόγο αναγκαίο, δεδομένου ότι η συμμετοχή των δύο αυτών επιχειρήσεων στην επίμαχη παράβαση χαρακτηρίζεται από σημαντικές διαφορές ως προς τα πραγματικά περιστατικά. Κατά συνέπεια, το περιεχόμενο του ισχυρισμού που προβάλλεται στη δεύτερη περίοδο του σημείου 375 του δικογράφου της προσφυγής δεν είναι σαφές.

41      Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση του Γενικού Δικαστηρίου να αιτιολογεί τις αποφάσεις του δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως συνεπαγόμενη την υποχρέωσή του να απαντά λεπτομερώς σε κάθε προβαλλόμενο από τον προσφεύγοντα επιχείρημα, ιδίως αν δεν είναι αρκούντως σαφές και ακριβές και δεν στηρίζεται σε εμπεριστατωμένα αποδεικτικά στοιχεία (βλ., υπό αυτή την έννοια, την αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2001, C-274/99, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. Ι-1611, σκέψη 121, της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C-197/99 P, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-8461, σκέψη 81, και της 11ης Ιανουαρίου 2007, C-404/04 P, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, σκέψη 90).

42      Στο υπόμνημα απαντήσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν απάντησε σε άλλα σημεία του δικογράφου της προσφυγής της, δηλαδή στα σημεία 124, 511 και 512 αυτού. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι τα σημεία αυτά αφορούν διάφορες σκέψεις οι οποίες διατυπώνονται στην επίδικη απόφαση και σχετίζονται με πολύ διαφορετικούς ισχυρισμούς προβληθέντες ενώπιον του Πρωτοδικείου. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Πρωτοδικείο εξέτασε, ιδίως στις σκέψεις 559 και 637 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας που αφορούν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Η αναιρεσείουσα δεν επέκρινε τις εν λόγω σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με την αίτηση αναιρέσεως.

43      Εντεύθεν συνάγεται ότι, με τους συμπληρωματικούς ισχυρισμούς τους οποίους προβάλλει με το υπόμνημα απαντήσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν νέο ισχυρισμό κατά τη διάρκεια της δίκης. Από τα άρθρα 42, παράγραφος 2, και 118 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία (βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη της 13ης Ιουνίου 2006, C-172/05 P, Mancini κατά Επιτροπής, σκέψη 20). Δεδομένου ότι αναιρεσείουσα προέβαλε τον ισχυρισμό αυτόν το πρώτον στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως και δεν στηρίζεται σε στοιχεία που ανέκυψαν μετά την υποβολή της αιτήσεως αναιρέσεως, ο εν λόγω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως εκπροθέσμως προβληθείς.

44      Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, αφορώντος παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

45      Η Lafarge εκτιμά ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά το βασικό ποσό του προστίμου το οποίο καθόρισε η Επιτροπή ως προς αυτήν, το οποίο είναι δυσανάλογο σε σχέση με το βασικό ποσό του προστίμου το οποίο καθορίστηκε για τις λοιπές επιχειρήσεις που αφορά η επίδικη απόφαση. Αμφισβητεί τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου στη σκέψη 634 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι το ποσό του προστίμου θα μπορούσε να υπολογισθεί ανεξάρτητα από τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η διαπίστωση αυτή είναι ορθή, η Επιτροπή επέλεξε, με την επίδικη απόφαση, να χωρίσει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε κατηγορίες αναλόγως των μεριδίων τους αγοράς. Από την απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-236/01, T-239/01, T-244/01 έως T-246/01, T‑251/01 και T-252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. II‑1181, σκέψεις 223 έως 232), προκύπτει ότι, άπαξ η Επιτροπή αποφασίσει την κατάταξη σε κατηγορίες βάσει κριτηρίου όπως είναι τα μερίδια αγοράς, η Επιτροπή και το Πρωτοδικείο υποχρεούνται να τηρούν μια σχέση αναλογίας μεταξύ, αφενός, των ορίων των διαφόρων κατηγοριών και, αφετέρου, του μεριδίου αγοράς μιας επιχειρήσεως καθώς και της κατατάξεώς της στην τάδε ή στη δείνα κατηγορία.

46      Το βασικό ποσό του προστίμου της Lafarge ήταν 6,5 φορές υψηλότερο από αυτό του προστίμου της Gyproc, ενώ το μερίδιο αγοράς που κατείχε η πρώτη (24 %), η οποία έχει καταταγεί στην κατηγορία 2, ήταν μόνον 3,4 φορές υψηλότερο από αυτό που κατείχε η δεύτερη (7 %), η οποία έχει καταταγεί στην κατηγορία 3. Αφετέρου, ενώ το μερίδιο αγοράς της Lafarge το 1997 αντιστοιχούσε σε ποσοστό χαμηλότερο του 81 % του μεριδίου της Knauf, οι δύο αυτές επιχειρήσεις κατατάχθηκαν στην ίδια κατηγορία και το βασικό ποσό του προστίμου τους καθορίστηκε σε 52 εκατομμύρια ευρώ.

47      Στο υπόμνημα απαντήσεως, η Lafarge διευκρινίζει ότι προέβαλε σχετικό ισχυρισμό ενώπιον του Πρωτοδικείου.

48      Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, διότι η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε τέτοια επιχειρήματα πρωτοδίκως.

49      Επιπλέον, τα επιχειρήματα της Lafarge είναι προδήλως αβάσιμα. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο έχει επιβεβαιώσει ότι τα μέλη μιας συμπράξεως μπορούν να καταταγούν σε κατηγορίες και παραπέμπει συναφώς στην απόφαση της 29ης Ιουνίου 2006, C-308/04 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-5977, σκέψεις 52 και 53). Εφόσον η Επιτροπή αποφασίσει να κατατάξει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αναλόγως των μεριδίων τους αγοράς, δεν υποχρεούται να βεβαιωθεί ότι το βασικό ποσό του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί σε κάθε επιχείρηση είναι αυστηρώς ανάλογο προς το μερίδιο αγοράς της. Δεδομένου ότι τα μερίδια αγοράς των διαφόρων επιχειρήσεων διαφέρουν κατά κανόνα, τούτο θα υποχρέωνε την Επιτροπή να δημιουργήσει τόσες κατηγορίες όσες οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, πράγμα το οποίο θα καθιστούσε την κατανομή τους σε κατηγορίες άνευ αντικειμένου.

50      Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι επέλεξε να κατατάξει τις επιχειρήσεις σε τρεις κατηγορίες με γνώμονα τα μερίδιά τους στις αγορές τις οποίες αφορούσε η σύμπραξη κατά το πρώτο πλήρες έτος της συμμετοχής τους στη σύμπραξη αυτή (ήτοι το 1997). Ως εκ τούτου, η BPB, λόγω του μεριδίου αγοράς της (42 %) και της θέσεώς της ως μεγαλύτερης παραγωγού, τοποθετήθηκε στην πρώτη κατηγορία. Η Knauf και η Lafarge, με μερίδια αγοράς 28 % και 24 % αντιστοίχως, τοποθετήθηκαν στη δεύτερη κατηγορία. Τέλος, λόγω του μεριδίου αγοράς της, ποσοστού 7 %, και της ιδιότητάς της ως πολύ μικρής επιχειρήσεως, η Gyproc κατατάχθηκε στην τρίτη κατηγορία.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

51      Επισημαίνεται ότι η αναιρεσείουσα απλώς ισχυρίστηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι, μολονότι η οικονομική της δυνατότητα στις αγορές της Γερμανία και του Ηνωμένου Βασιλείου δεν της επέτρεπε να θίξει τον ανταγωνισμό στις αγορές αυτές και μολονότι αυτή αποτελούσε καθοριστικό παράγοντα ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, το περιστατικό αυτό δεν αντικατοπτρίστηκε στο βασικό ποσό του προστίμου το οποίο της επιβλήθηκε. Αντιθέτως, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, η Lafarge αμφισβητεί ότι η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει κατηγορίες επιχειρήσεων με γνώμονα τα μερίδια αγοράς τους ή, τουλάχιστον, βάλλει κατά της μεθόδου που η Επιτροπή ακολούθησε προς τούτο. Επομένως, η αναιρεσείουσα προβάλλει τη σχετική αιτίαση το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου.

52      Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, αν επιτρεπόταν σε έναν από τους διαδίκους να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου λόγο και επιχειρήματα που δεν είχε προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο από τη διαφορά που εκδίκασε το Γενικό Δικαστήριο. Όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται, συνεπώς, στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε λαμβανομένων υπόψη των ισχυρισμών και επιχειρημάτων που συζητήθηκαν πρωτοδίκως (βλ., αποφάσεις της 30ής Μαρτίου 2000, C-266/97 P, VBA κατά VGB κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. I-2135, σκέψη 79, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C-167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-8935, σκέψη 114). Κατά το μέτρο αυτό, ο υπό κρίση λόγος είναι απαράδεκτος.

53      Καθόσον ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως στηρίζεται στον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 634 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ποσό των προστίμων μπορεί να καθοριστεί ανεξάρτητα από τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

54      Συγκεκριμένα, στην εν λόγω σκέψη, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, με την απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C-205/02 P, C-208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I-5425, σκέψεις 255 και 312), ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να πραγματοποιεί τον υπολογισμό του προστίμου με βάση ποσά στηριζόμενα στον κύκλο εργασιών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων ούτε να εξασφαλίζει, σε περίπτωση που επιβάλλει πρόστιμα σε πολλές επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, ότι τα τελικά ποσά των προστίμων στα οποία καταλήγει ο υπολογισμός της για τις οικείες επιχειρήσεις αντανακλούν κάθε διαφοροποίηση μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών όσον αφορά τον ολικό ή τον σχετικό με την παράβαση κύκλο εργασιών τους.

55      Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί εν μέρει ως απαράδεκτος και εν μέρει ως αβάσιμος.

 Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, αφορώντος νομικά σφάλματα και έλλειψη αιτιολογίας ως προς την προσαύξηση του προστίμου λόγω υποτροπής

56      Ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως έχει δύο σκέλη.

 Επί του πρώτου σκέλους, αφορώντος την ύπαρξη νομικής βάσεως για την προσαύξηση του προστίμου λόγω υποτροπής και τον χρονικό περιορισμό της συνεκτιμήσεως της υποτροπής αυτής


 – Επιχειρηματολογία των διαδίκων

57      Η Lafarge προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι παραβίασε, με τις σκέψεις 724 και 725 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την αρχή nulla poena sine lege, καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή διέθετε νομική βάση για την προσαύξηση του προστίμου που έπρεπε να επιβληθεί στην αναιρεσείουσα λόγω της υποτροπής. Κατά την αναιρεσείουσα, στο σύνολο σχεδόν των νομικών συστημάτων των κρατών μελών, οι δικαστές δεν μπορούν να επιβάλλουν βαρύτερη ποινή λόγω υποτροπής, παρά μόνο σε αυστηρά προβλεπόμενες από τον νόμο περιπτώσεις και υπό αυστηρά προβλεπόμενες από τον νόμο προϋποθέσεις. Ο κανονισμός 17 δεν παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να προσαυξάνει τα πρόστιμα λόγω υποτροπής.

58      Εξάλλου, το Πρωτοδικείο παραβίασε, στη σκέψη 725 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη γενική αρχή της ασφαλείας δικαίου, καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε να διαπιστώσει την ύπαρξη υποτροπής χωρίς χρονικό περιορισμό. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με γενική αρχή κοινή στα δίκαια των κρατών μελών, ο νόμος καθορίζει, για την προσαύξηση λόγω υποτροπής, ανώτατο διάστημα μεταξύ του χρόνου κατά τον οποίο διαπράχθηκε η υπό εξέταση παράβαση και μιας ενδεχόμενης προγενέστερης καταδίκης. Συναφώς, η Lafarge παραπέμπει στον ποινικό κώδικα πλειόνων κρατών μελών. Παραθέτει επίσης τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Öztürk της 21ης Φεβρουαρίου 1984, σειρά A αριθ. 73, και Lutz της 25ης Αυγούστου 1987, σειρά A αριθ. 123-A, από τις οποίες προκύπτει ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως και της αυστηρότητας των κυρώσεων στο δίκαιο του ανταγωνισμού, οι κυρώσεις αυτές είναι «ποινικής φύσεως», όπως έχει ορισθεί από το δικαστήριο αυτό.

59      Επιπλέον, η αναιρεσείουσα καλεί το Δικαστήριο να διερωτηθεί εκ νέου αν η απόφασή του της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C-3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. Ι-1331), συνάδει προς τις προαναφερθείσες γενικές αρχές.

60      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ακριβώς ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση αυτήν, απέρριψε παρεμφερή επιχειρήματα προς αυτά που προβάλλει σήμερα η αναιρεσείουσα. Ισχυρίζεται ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν είναι αναγκαίο να κριθεί αν οι σκέψεις τις οποίες διατύπωσε το Πρωτοδικείο καθιστούν επ’ άπειρον δυνατή την επίταση μιας κυρώσεως λόγω υποτροπής, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η θυγατρική της αναιρεσείουσας συνέχιζε επί τέσσερα έτη να μετέχει ενεργώς στη σύμπραξη αφού της κοινοποιήθηκε η απόφαση 94/815/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81] της συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση IV/33.126 και 33.322 – Τσιμέντο) (ΕΕ L 343, σ. 1), ενώ, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο έκρινε ότι διάστημα συντομότερο των δέκα ετών μεταξύ δύο παραβάσεων μαρτυρεί την τάση μιας επιχειρήσεως να μην αντλεί τα δέοντα συμπεράσματα από τη διαπίστωση της εκ μέρους της παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

61      Όσον αφορά την ύπαρξη νομικής βάσεως για την προσαύξηση του προστίμου λόγω υποτροπής, επιβάλλεται να υπογραμμισθεί ότι η προσαύξηση αυτή ανταποκρίνεται στην επιτακτική ανάγκη κολασμού των επανειλημμένων παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού από την ίδια επιχείρηση.

62      Το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 επιτρέπει στην Επιτροπή να επιβάλλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα λόγω παραβάσεων των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Βάσει της διατάξεως αυτής, για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η διάρκεια και η σοβαρότητα της οικείας παραβάσεως.

63      Συναφώς, όπως επισήμανε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 722 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τυχόν υποτροπή περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της σοβαρότητας της επίμαχης παραβάσεως (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 91, καθώς και Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 26).

64      Συνεπώς, το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 συνιστά την προσήκουσα νομική βάση για τη συνεκτίμηση της υποτροπής κατά τον υπολογισμό του προστίμου (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψεις 27 έως 29).

65      Επομένως το Πρωτοδικείο, επιβεβαιώνοντας τη διαπίστωση της Επιτροπής περί υποτροπής εκ μέρους της αναιρεσείουσας και τον χαρακτηρισμό αυτής της υποτροπής ως επιβαρυντικής περιστάσεως, δεν παραβίασε την αρχή nulla poena sine lege.

66      Όσον αφορά το ανώτατο διάστημα πέραν του οποίου δεν λαμβάνεται υπόψη η υποτροπή, υπογραμμίζεται εκ προοιμίου ότι ούτε ο κανονισμός 17 ούτε οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 προβλέπουν τέτοια προθεσμία.

67      Το Δικαστήριο έκρινε συναφώς, στη σκέψη 37 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Groupe Danone κατά Επιτροπής, ότι η μη ύπαρξη τέτοιας προθεσμίας δεν αντιβαίνει στην αρχή της ασφαλείας δικαίου.

68      Εντούτοις, η Lafarge καλεί το Δικαστήριο να επανεξετάσει το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε με την απόφαση αυτή. Η Lafarge μάλλον συνάγει εντεύθεν ότι η Επιτροπή δύναται να προβαίνει σε προσαύξηση του προστίμου λόγω υποτροπής χωρίς χρονικό περιορισμό.

69      Ωστόσο, το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της εν λόγω αποφάσεως. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο υπογράμμισε στην απόφαση αυτή ότι η Επιτροπή μπορεί, σε έκαστη περίπτωση, να λαμβάνει υπόψη τις ενδείξεις που επιβεβαιώνουν την τάση μιας επιχειρήσεως να παραβαίνει τους κανόνες ανταγωνισμού, μεταξύ των οποίων, για παράδειγμα, το χρονικό διάστημα που παρήλθε μεταξύ των εν λόγω παραβάσεων (προπαρατεθείσα απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 39).

70      Εξάλλου, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει όπως ο χρόνος που έχει παρέλθει μεταξύ της υπό κρίση παραβάσεως και μιας προγενέστερης παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση της τάσεως της επιχειρήσεως αυτή να παραβαίνει τους εν λόγω κανόνες. Συνεπώς, στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου των πράξεων της Επιτροπής στον τομέα του δικαίου ανταγωνισμού, το Γενικό Δικαστήριο και, ενδεχομένως, το Δικαστήριο ενδέχεται να κληθούν να ελέγξουν αν η Επιτροπή τήρησε την εν λόγω αρχή όταν προσαύξησε, λόγω υποτροπής, το επιβληθέν πρόστιμο και, ειδικότερα, αν η προσαύξηση αυτή επιβαλλόταν, ιδίως υπό το πρίσμα του χρόνου που παρήλθε μεταξύ της επίμαχης παραβάσεως και της προγενέστερης παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

71      Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο παρατήρησε, στη σκέψη 727 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ιστορικό των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν εις βάρος της αναιρεσείουσας μαρτυρεί την τάση της να μην αντλεί τα δέοντα συμπεράσματα από τη διαπίστωση της εκ μέρους της παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, δεδομένου ότι είχαν ήδη ληφθεί προηγουμένως μέτρα της Επιτροπής εις βάρος της αναιρεσείουσας, στο πλαίσιο της αποφάσεως 94/815, και η θυγατρική της αναιρεσείουσας εξακολούθησε παρά ταύτα να συμμετέχει ενεργώς στην επίμαχη σύμπραξη μέχρι το 1998, ήτοι επί τέσσερα έτη αφότου της κοινοποιήθηκε η απόφαση αυτή.

72      Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι δεν στοιχειοθετείται παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου λόγω του ότι δεν υφίσταται προκαθορισθείσα προθεσμία για τη συνεκτίμηση της υποτροπής.

73      Η αιτίαση περί παραβιάσεως μιας κοινής στα κράτη μέλη γενικής αρχής κατά την οποία δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη η υποτροπή πέραν ενός ανώτατου χρονικού διαστήματος πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής κατά το μέτρο που, όπως προκύπτει από τη σκέψη 70 της παρούσας αποφάσεως, το δίκαιο ανταγωνισμού της Ενώσεως δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη την υποτροπή άνευ χρονικού περιορισμού.

74      Η αναιρεσείουσα επιδιώκει επιπλέον να αποδείξει, αναφερόμενη συνοπτικώς στις προπαρατεθείσες αποφάσεις Öztürk και Lutz, ότι οι κυρώσεις τις οποίες επιβάλλει η Επιτροπή στο πλαίσιο του δικαίου ανταγωνισμού εμπίπτουν στην έννοια των κυρώσεων «ποινικής φύσεως», κατά το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, υπογραφείσας στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950.

75      Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Συγκεκριμένα, ακόμη και σε περίπτωση που οι κυρώσεις που επιβάλλει η Επιτροπή στο πλαίσιο του δικαίου ανταγωνισμού θεωρηθούν ως «ποινικής φύσεως», υπό την έννοια του άρθρου 6 της εν λόγω συμβάσεως, η αναιρεσείουσα δεν αποδεικνύει ως προς τι το Πρωτοδικείο προσέβαλε το δικαίωμά της να τύχει δίκαιης δίκης, το οποίο της απονέμει το εν λόγω άρθρο.

76      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά την ύπαρξη υποτροπής χωρίς η διαπίστωση της πρώτης παραβάσεως να έχει καταστεί απρόσβλητη

– Επιχειρηματολογία των διαδίκων

77      Η Lafarge ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε γενική αρχή κοινή στα δίκαια των κρατών μελών, καθώς και τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της νομοθετικής προβλέψεως των εγκλημάτων και των ποινών, κρίνοντας ότι η Επιτροπή βασίμως προσαύξησε το ποσό του προστίμου λόγω υποτροπής, μολονότι η απόφαση περί διαπιστώσεως προγενέστερης παραβάσεως για παρόμοια πραγματικά περιστατικά δεν είχε καταστεί απρόσβλητη κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών τα οποία αφορούσε η επίδικη απόφαση.

78      Σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο των κρατών μελών, ένα πρόσωπο θεωρείται κατά κανόνα ως εγκληματίας καθ’ υποτροπήν μόνον αν, αφού έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για το πρώτο έγκλημα, διαπράττει ένα άλλο. Ένα από τα ουσιώδη στοιχεία της υποτροπής είναι η αμετάκλητη διαπίστωση της παραβάσεως, η οποία επιβάλλει να έχουν εξαντληθεί τα μέσα παροχής ένδικης προστασίας κατά τον χρόνο τελέσεως της δεύτερης παραβάσεως. Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή επικαλέσθηκε την απόφαση 94/815, προκειμένου να διαπιστώσει ότι η Lafarge υπέπεσε σε παράβαση καθ’ υποτροπήν. Ωστόσο, η Lafarge άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως εκείνης και το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε στις 15 Μαρτίου 2000 (T‑25/95, T-26/95, T-30/95 έως T-32/95, T-34/95 έως T-39/95, T-42/95 έως T-46/95, T-48/95, T-50/95 έως T-65/95, T-68/95 έως T-71/95, T‑87/95, T-88/95, T-103/95 και T-104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-491). Η απόφαση εκείνη κατέστη αμετάκλητη δύο μήνες μετά την κοινοποίησή της στη Lafarge, δεδομένου ότι αυτή δεν άσκησε αναίρεση. Οι πρακτικές τις οποίες αφορούσε η επίδικη απόφαση έληξαν, κατά την Επιτροπή, τον Νοέμβριο του 1998. Ως εκ τούτου, κατά την ημερομηνία εκείνη, δεν είχε διαπιστωθεί αμετακλήτως ότι η Lafarge τέλεσε παράβαση, δεδομένου ότι η απόφαση 94/815 δεν είχε καταστεί απρόσβλητη, κατά το μέτρο που το Πρωτοδικείο δεν είχε ακόμη εκδώσει απόφαση επί της εν λόγω προσφυγής ακυρώσεως.

79      Εξάλλου, η Lafarge υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε επίσης σε πλάνη περί το δίκαιο και παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως, κρίνοντας, στη σκέψη 737 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εξουσία της Επιτροπής να διαπιστώσει την ύπαρξη υποτροπής, ακόμη και αν η πρώτη απόφαση που διαπιστώνει παράβαση δεν έχει καταστεί απρόσβλητη, δικαιολογείται από την εκ νέου έναρξη των προθεσμιών ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά της δεύτερης αποφάσεως, εφόσον, μετά την έκδοσή της, ακυρωθεί η πρώτη απόφαση. Συγκεκριμένα, καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν προβλέπει τέτοια εκ νέου έναρξη προθεσμίας. Η Lafarge κρίνει ότι η πλάνη αυτή πρέπει να έχει ως συνέπεια την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι αντιβαίνει στις αρχές της ασφαλείας δικαίου και της χρηστής διοικήσεως να επιβάλλεται στον διοικούμενο το βάρος της αποκαταστάσεως του δικαίου, ενώ αυτό παραβιάστηκε λόγω εσφαλμένου ορισμού της εννοίας της υποτροπής.

80      Μολονότι η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο του υπό κρίση σκέλους, συμμερίζεται παρά ταύτα την άποψη της αναιρεσείουσας ότι καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν προβλέπει τη δυνατότητα εκ νέου ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατ’ αποφάσεως της Επιτροπής. Η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να τροποποιήσει την αιτιολογία, δεδομένου ότι η ακύρωση της πρώτης αποφάσεως που επιβάλλει κύρωση λόγω παραβιάσεως του δικαίου ανταγωνισμού, στην οποία στηρίζεται η διαπίστωση περί υποτροπής που πραγματοποιείται στο πλαίσιο μιας δεύτερης αποφάσεως, παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση το δικαίωμα να ζητήσει από την Επιτροπή να επανεξετάσει την πρώτη απόφαση. Συναφώς, η Επιτροπή παραπέμπει στο άρθρο 233 ΕΚ.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

81      Το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 734 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι αρκεί η επιχείρηση να έχει κριθεί προηγουμένως ένοχη για παράβαση του ίδιου είδους, ακόμη και αν η απόφαση της Επιτροπής εξακολουθεί να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, προκειμένου η Επιτροπή να μπορεί να λάβει υπόψη την υποτροπή. Συναφώς, υπενθυμίζεται ορθώς με τη σκέψη 736 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής απολαύουν τεκμηρίου νομιμότητας μέχρι να ακυρωθούν ή να ανακληθούν (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 15ης Ιουνίου 1994, C-137/92 P, Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I-2555, σκέψη 48).

82      Στην ίδια σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο υπογράμμισε, και πάλι ορθώς, ότι οι προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, το άρθρο 242 ΕΚ το προβλέπει ρητώς.

83      Συνεπώς, ακόμη και αν μια απόφαση της Επιτροπής υπόκειται ακόμη σε δικαστικό έλεγχο, εξακολουθεί να παράγει όλα τα αποτελέσματά της, εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο ή το Δικαστήριο αποφασίσει διαφορετικά.

84      Ως εκ τούτου, η άποψη της αναιρεσείουσας ότι η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατ’ αποφάσεως της Επιτροπής συνεπάγεται την αναστολή της εφαρμογής της αποφάσεως αυτής, κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, τουλάχιστον όσον αφορά τις συνέπειες που απορρέουν από την απόφαση αυτή για τη διαπίστωση, με μεταγενέστερη απόφαση, ενδεχόμενης υποτροπής, δεν έχει κανένα νομικό έρεισμα, αλλά, αντιθέτως, είναι αντίθετη, μεταξύ άλλων, προς το γράμμα του άρθρου 242 ΕΚ.

85      Επιπλέον, αν η άποψη της αναιρεσείουσας γινόταν δεκτή, οι παραβάτες θα ενθαρρύνονταν να ασκούν εντελώς παρελκυστικές προσφυγές, με αποκλειστικό σκοπό την αποφυγή των συνεπειών της υποτροπής κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου.

86      Συνεπώς, το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου ότι αρκεί η επιχείρηση να έχει κριθεί προηγουμένως ένοχη για παράβαση του ίδιου είδους, ακόμη και αν η απόφαση της Επιτροπής εξακολουθεί να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, προκειμένου η Επιτροπή να μπορεί να λάβει υπόψη την υποτροπή, είναι νόμω βάσιμο.

87      Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση σε περίπτωση που ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ακυρώσει την απόφαση βάσει της οποίας προσαυξήθηκε, με μεταγενέστερη απόφαση, το πρόστιμο για άλλη παράβαση, μετά την έκδοση της τελευταίας αυτής αποφάσεως.

88      Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή υποχρεούται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 233 ΕΚ, να λάβει τα μέτρα τα οποία συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, τροποποιώντας, ενδεχομένως, τη μεταγενέστερη απόφαση κατά το μέτρο που προβλέπει την προσαύξηση του προστίμου λόγω υποτροπής.

89      Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το σύστημα αυτό είναι σύμφωνο με τις γενικές αρχές της χρηστής διοικήσεως και της οικονομίας της δίκης, κατά το μέτρο που, αφενός, υποχρεώνει το θεσμικό όργανο συντάκτη της επίμαχης πράξεως να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωση προς την απόφαση του Δικαστηρίου, ακόμη και χωρίς σχετική αίτηση της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως, και, αφετέρου, εμποδίζει τις εντελώς παρελκυστικές προσφυγές.

90      Ωστόσο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, όπως υποστηρίζουν τόσο η αναιρεσείουσα όσο και η Επιτροπή, κρίνοντας, στη σκέψη 737 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, σε περίπτωση που ακυρωθεί η απόφαση βάσει της οποίας προσαυξήθηκε λόγω υποτροπής, με μεταγενέστερη απόφαση, το πρόστιμο για άλλη παράβαση, αφού η τελευταία αυτή απόφαση έχει καταστεί απρόσβλητη, πρόκειται για νέο πραγματικό περιστατικό το οποίο συνεπάγεται την εκ νέου έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά της δεύτερης αποφάσεως, η πλάνη αυτή δεν μπορεί να επιφέρει την αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως, εφόσον το διατακτικό της είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους (βλ., υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2000, C-210/98 P, Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑5843, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

91      Ιδίως από τις σκέψεις 734 έως 736 και 739 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι τούτο ισχύει στην υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο δεν στηρίχτηκε μόνο στους λόγους τους οποίους ανέπτυξε στις σκέψεις 734 και 736 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και οι οποίοι εκτίθενται στη σκέψη 81 της παρούσας αποφάσεως, αλλά υπενθύμισε επίσης, με τη σκέψη 735 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εκτίμηση των ειδικών χαρακτηριστικών της υποτροπής προϋποθέτει την αξιολόγηση των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως από την Επιτροπή, στο πλαίσιο της εξουσίας της εκτιμήσεως. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο διέκρινε, στη σκέψη 739 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την υπό κρίση υπόθεση από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑141/94, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II-347), στην οποία το μεγαλύτερο μέρος της παραβάσεως τελέσθηκε πριν από την έκδοση της πρώτης αποφάσεως, ενώ, εν προκειμένω, η Lafarge εξακολούθησε να μετέχει στην επίμαχη σύμπραξη επί τέσσερα και πλέον έτη μετά την έκδοση της αποφάσεως 94/815, επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής.

92      Όσον αφορά την αιτίαση περί παραβιάσεως της γενικής αρχής της ασφαλείας δικαίου, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η αναιρεσείουσα απλώς επικαλέστηκε την παραβίαση αυτή, χωρίς να αποδείξει πώς ακριβώς παραβιάστηκε η εν λόγω αρχή.

93      Υπογραμμίζεται συναφώς ότι το Πρωτοδικείο επισήμανε, στη σκέψη 720 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το σημείο 2 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, με τίτλο «Επιβαρυντικές περιστάσεις», παραθέτει μη εξαντλητικό κατάλογο περιστάσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση του βασικού ποσού του προστίμου, όπως είναι η υποτροπή. Κατά το εν λόγω σημείο 2, η διάταξη αφορά ακριβώς την περίπτωση που «η εμπλεκόμενη επιχείρηση ή οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έχει/έχουν διαπράξει κατά το παρελθόν παρόμοια παράβαση». Κατά πάγια νομολογία, οι κατευθυντήριες αρχές εξασφαλίζουν την ασφάλεια δικαίου των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων προβλέποντας τη μεθοδολογία την οποία εφαρμόζει η Επιτροπή κατά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων που επιβάλλει βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 (βλ., απόφαση της 22ας Μαΐου 2008, C-266/06 P, Evonik Degussa κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, σκέψη 53).

94      Όσον αφορά την αιτίαση περί παραβιάσεως της γενικής αρχής της νομοθετικής προβλέψεως των εγκλημάτων και των ποινών, υπενθυμίζεται ότι η αρχή αυτή επιβάλλει να καθορίζει ο νόμος σαφώς τις αξιόποινες πράξεις και τις ποινές που τις κολάζουν (προπαρατεθείσα απόφαση Evonik Degussa κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, σκέψη 39). Κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η σαφήνεια του νόμου εκτιμάται υπό το πρίσμα όχι μόνον της διατυπώσεως της οικείας διατάξεως, αλλά και των διευκρινίσεων που δίδονται μέσω πάγιας και δημοσιευμένης νομολογίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, ΕΔΔΑ, απόφαση G. κατά Γαλλίας της 27ης Σεπτεμβρίου 1995, σειρά A αριθ. 325-Β, § 25). Επισημαίνεται εξάλλου ότι το γεγονός ότι ένας νόμος απονέμει εξουσία εκτιμήσεως δεν αντιβαίνει από μόνον του στην απαίτηση της προβλεψιμότητας, εφόσον η έκταση και ο τρόπος ασκήσεως αυτής της εξουσίας καθορίζονται με επαρκή σαφήνεια, λαμβανομένου υπόψη του θεμιτού επιδιωκομένου σκοπού, ώστε να παρέχεται στον ιδιώτη προσήκουσα προστασία κατά της αυθαιρεσίας (ΕΔΔΑ, απόφαση Margareta και Roger Andersson κατά Σουηδίας, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σειρά A αριθ. 226, § 75).

95      Συναφώς, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι, καίτοι το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 αφήνει στην Επιτροπή ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, περιορίζει εντούτοις την άσκησή της καθιερώνοντας ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια προς τα οποία πρέπει να συμμορφώνεται η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, αφενός, υπάρχει ένα απόλυτο και αριθμητικό ανώτατο όριο σε σχέση με το ποσό του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί, το οποίο υπολογίζεται σε σχέση με κάθε επιχείρηση, για κάθε περίπτωση παραβάσεως, και, ως εκ τούτου, το ανώτατο ποσό του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί σε δεδομένη επιχείρηση είναι εκ των προτέρων προσδιορίσιμο. Αφετέρου, η άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας οριοθετείται από κανόνες συμπεριφοράς τους οποίους καθόρισε η ίδια η Επιτροπή με την ανακοίνωση περί συνεργασίας και τις κατευθυντήριες γραμμές. Επιπλέον, η γνωστή και προσιτή διοικητική πρακτική της Επιτροπής υπόκειται στον πλήρη έλεγχο του δικαστή της Ενώσεως, του οποίου η πάγια και δημοσιευθείσα νομολογία έχει καταστήσει δυνατή τη διευκρίνιση των αορίστων εννοιών που μπορεί να περιέχει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Επομένως, ο ενημερωμένος επιχειρηματίας, επικουρούμενος εν ανάγκη από τις υπηρεσίες νομικού συμβούλου, μπορεί να προβλέψει με επαρκή ακρίβεια τη μέθοδο υπολογισμού και την τάξη μεγέθους των προστίμων που μπορεί να του επιβληθούν για μια συγκεκριμένη συμπεριφορά και το γεγονός ότι ο επιχειρηματίας αυτός δεν μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων με ακρίβεια το ύψος των προστίμων που η Επιτροπή θα επιβάλει σε κάθε περίπτωση δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της νομοθετικής προβλέψεως των ποινών (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Evonik Degussa κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, σκέψεις 50 έως 55).

96      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

97      Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, αφορώντος πλάνη περί το δίκαιο ως προς την προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου για την επίτευξη του αποτρεπτικού αποτελέσματος

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

98      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παρέβη, στις σκέψεις 680 έως 684 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 81 ΕΚ και τον κανονισμό 17, διαπιστώνοντας ότι η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε την ανάγκη αυξήσεως του ποσού του προστίμου, προκειμένου να έχει αυτό αποτρεπτικό αποτέλεσμα, κατά το στάδιο υπολογισμού του βασικού ποσού του προστίμου και όχι κατά το πέρας του υπολογισμού του προστίμου. Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται η προσαύξηση, για λόγους αποτροπής, του ποσού του προστίμου, υπολογιζόμενου βάσει της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως και των επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων της υποθέσεως, επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση που το ποσό αυτό είναι προφανώς ανεπαρκές προκειμένου να πείσει την επιχείρηση και όλους επιχειρηματίες για τη σοβαρότητα της παραβάσεως και την ανάγκη να μην την επαναλάβουν.

99      Η αναιρεσείουσα παραπέμπει επίσης στην ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, σημείο α΄ του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003» (EE 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006), κατά την οποία η ανάγκη να επιβληθεί «ειδική προσαύξηση [του ποσού του προστίμου] για αποτρεπτικούς λόγους» εκτιμάται σε σχέση με το τελικό ποσό του προστίμου και, ως εκ τούτου, μετά την εκτίμηση του βασικού ποσού και κατόπιν της αναπροσαρμογής του λόγω επιβαρυντικών και ελαφρυντικών περιστάσεων.

100    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω, διότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, οι οποίες ορίζουν ότι το μέγεθος και οι συνολικοί πόροι της επιχειρήσεως είναι δυνατό να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως (σημείο 1.Α), προτού ληφθεί υπόψη η διάρκεια αυτής (σημείο 1.Β). Η Επιτροπή μπορεί να μεταβάλλει την πολιτική της περί των κυρώσεων που επιβάλλονται για τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού. Το γράμμα των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 είναι παρεμφερές με αυτό των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, καθόσον αμφότερες παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να λαμβάνει υπόψη της το μέγεθος και τους συνολικούς πόρους των επιχειρήσεων κατά τον υπολογισμό των προστίμων. Επιπλέον, το στάδιο κατά το οποίο λαμβάνεται υπόψη το μέγεθος της επιχειρήσεως δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι η προσαύξηση του προστίμου επί της βάσεως αυτής είναι ανεξάρτητη από το τελικό ποσό του προστίμου.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

101    Όπως διαπίστωσε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 657 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου κατά 100 %, καθοριζόμενη βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως στηρίζεται στην ανάγκη διασφαλίσεως επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους και των συνολικών πόρων της Lafarge.

102    Όσον αφορά την έννοια της αποτροπής, πρέπει να υπομνησθεί ότι αποτελεί ένα από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου. Συγκεκριμένα, αποτελεί πάγια νομολογία ότι τα πρόστιμα που επιβάλλονται λόγω παραβάσεων του άρθρου 81 ΕΚ, όπως προβλέπονται από το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, έχουν ως αντικείμενο να κολάσουν τις παράνομες πράξεις των σχετικών επιχειρήσεων και να αποτρέψουν τόσο τις εν λόγω επιχειρήσεις όσο και άλλους επιχειρηματίες από τη μελλοντική παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ενώσεως περί ανταγωνισμού. Η σχέση μεταξύ, αφενός, του μεγέθους και των συνολικών πόρων των επιχειρήσεων και, αφετέρου, της ανάγκης διασφαλίσεως του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Συνεπώς, η Επιτροπή, όταν υπολογίζει το ποσό του προστίμου, μπορεί να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, το μέγεθος και την οικονομική ισχύ της οικείας επιχειρήσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2006, C-289/04 P, Showa Denko κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-5859, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

103    Η Lafarge δεν αμφισβητεί τη συνεκτίμηση καθεαυτή του μεγέθους και των συνολικών πόρων της, προκειμένου να διασφαλισθεί το επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου, αλλά επικρίνει το στάδιο κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η συνεκτίμηση αυτή.

104    Υπογραμμίζεται συναφώς ότι η συνεκτίμηση του μεγέθους και των συνολικών πόρων της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως προκειμένου να διασφαλισθεί ότι το πρόστιμο έχει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα στηρίζεται στην επιδιωκόμενη επίπτωση επί της εν λόγω επιχειρήσεως, δεδομένου ότι η κύρωση δεν πρέπει να είναι αμελητέα, υπό το πρίσμα, ιδίως, της οικονομικής δυνατότητας της επιχειρήσεως αυτής.

105    Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι μια επιχείρηση, λόγω του «τεράστιου» συνολικού κύκλου εργασιών της σε σχέση με αυτόν των άλλων μερών της συμπράξεως, θα κινητοποιούσε ευκολότερα τα αναγκαία κεφάλαια για την πληρωμή του προστίμου, πράγμα που, για να υπάρξει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου αυτού, δικαιολογούσε την εφαρμογή πολλαπλασιαστή (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Showa Denko κατά Επιτροπής, σκέψη 18).

106    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο υπολογισμός του προστίμου πραγματοποιήθηκε διά της εφαρμογής συντελεστών πολλαπλασιασμού, η σειρά εφαρμογής τους δεν άσκησε επιρροή στο τελικό ποσό του προστίμου, ανεξαρτήτως του σταδίου εφαρμογής του εν λόγω συντελεστή

107    Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Lafarge ουδόλως στηρίζει τον ισχυρισμό της ότι το ποσό του προστίμου, αν είχε καθορισθεί χωρίς να ληφθεί υπόψη ο συντελεστής που αφορά το αποτρεπτικό αποτέλεσμα, θα αρκούσε για τη διασφάλιση τέτοιου αποτελέσματος στο πρόστιμο.

108    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα το οποίο η αναιρεσείουσα αντλεί από τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, υπογραμμίζεται, όπως πράττει ορθώς η Επιτροπή, ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν είχαν εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση ένδικης διαφοράς.

109    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι ο αποτρεπτικός συντελεστής που μπορεί να περιληφθεί στον υπολογισμό του προστίμου που επιβάλλεται σε μια επιχείρηση αξιολογείται με γνώμονα πλειάδα στοιχείων και όχι με μοναδικό γνώμονα την ιδιαίτερη κατάσταση της οικείας επιχειρήσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Showa Denko κατά Επιτροπής, σκέψη 23). Ως εκ τούτου, δεν αποκλείεται το στάδιο του υπολογισμού κατά το οποίο πραγματοποιείται η συνεκτίμηση ενός αποτρεπτικού συντελεστή να αποβεί κρίσιμο όσον αφορά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση του εν λόγω συντελεστή, πλην του μεγέθους και των συνολικών πόρων της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως. Ωστόσο, η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι τούτο συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση.

110    Επομένως, ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

111    Κατόπιν των ανωτέρω, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

112    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή στην κατ’ αναίρεση δίκη δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα και ότι αυτή ηττήθηκε, πρέπει η αναιρεσείουσα να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει τη Lafarge SA στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Επάνω