Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62009CJ0001

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 11ης Μαρτίου 2010.
    Centre d'exportation du livre français (CELF) και Ministre de la Culture et de la Communication κατά Société internationale de diffusion et d'édition (SIDE).
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Conseil d'État - Γαλλία.
    Κρατικές ενισχύσεις - Άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ - Παράνομες ενισχύσεις που κρίθηκαν συμβατές με την κοινή αγορά - Ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής - Εθνικά δικαστήρια - Αίτημα ανακτήσεως των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν παράνομα - Αναστολή της διαδικασίας μέχρι της εκδόσεως νέας αποφάσεως της Επιτροπής - Εξαιρετικές περιστάσεις δυνάμενες να περιορίσουν την έκταση της υποχρεώσεως επιστροφής.
    Υπόθεση C-1/09.

    Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-02099

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2010:136

    Υπόθεση C-1/09

    Centre d'exportation du livre français (CELF)

    και

    Ministre de la Culture et de la Communication

    κατά

    Société internationale de diffusion et d'édition (SIDE)

    [αίτηση του Conseil d'État (Γαλλία)

    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ – Παράνομες ενισχύσεις που κρίθηκαν συμβατές με την κοινή αγορά – Ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής – Εθνικά δικαστήρια – Αίτημα ανακτήσεως των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν παράνομα – Αναστολή της διαδικασίας μέχρι της εκδόσεως νέας αποφάσεως της Επιτροπής – Εξαιρετικές περιστάσεις δυνάμενες να περιορίσουν την έκταση της υποχρεώσεως επιστροφής»

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως – Ενίσχυση χορηγούμενη κατά παράβαση των κανόνων διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ – Απόφαση της Επιτροπής κρίνουσα την ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά – Ακύρωση της αποφάσεως αυτής από τον κοινοτικό δικαστή

    (Άρθρο 88 § 3 ΕΚ)

    2.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Τήρηση των κοινοτικών κανόνων – Αποστολή των εθνικών δικαστηρίων

    (Άρθρο 88 § 3 ΕΚ)

    3.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως – Ενίσχυση χορηγούμενη κατά παράβαση των κανόνων διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ – Ενδεχόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων – Δεν γίνεται δεκτή πλην εξαιρετικών περιστάσεων

    (Άρθρο 88 § 3 ΕΚ)

    1.        Εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί, βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, αιτήματος επιστροφής παράνομης κρατικής ενισχύσεως, δεν μπορεί να αναστείλει την έκδοση της αποφάσεώς του επί του αιτήματος αυτού μέχρι να αποφανθεί η Επιτροπή αν η ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, κατόπιν της ακυρώσεως προηγούμενης αποφάσεως με την οποία η ενίσχυση κρίθηκε συμβατή.

    Βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, στα εθνικά δικαστήρια ανατίθεται η αποστολή να διασφαλίζουν, μέχρι τη λήψη της τελικής αποφάσεως από την Επιτροπή, τα δικαιώματα των διοικουμένων σε περίπτωση ενδεχόμενης μη τηρήσεως, εκ μέρους των εθνικών αρχών, της απαγορεύσεως που θέτει η διάταξη αυτή.

    Αντικείμενο της αποστολής των εθνικών δικαστηρίων είναι, επομένως, να διατάσσουν τη λήψη μέτρων δυνάμενων να άρουν τον παράνομο χαρακτήρα της καταβολής των ενισχύσεων, προκειμένου ο δικαιούχος να μη διατηρεί τη δυνατότητα διαθέσεώς τους κατά το χρονικό διάστημα που υπολείπεται μέχρι να εκδοθεί η απόφαση της Επιτροπής.

    Τυχόν απόφαση περί αναστολής της διαδικασίας θα είχε, στην πράξη, το ίδιο αποτέλεσμα με απόφαση απορρίψεως της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων. Θα είχε, συγκεκριμένα, ως συνέπεια να μη ληφθεί καμία απόφαση επί του βάσιμου της αιτήσεως αυτής πριν να εκδοθεί η απόφαση της Επιτροπής. Θα ισοδυναμούσε με διατήρηση του οφέλους της ενισχύσεως κατά το χρονικό διάστημα απαγορεύσεως καταβολής, γεγονός που θα αντέβαινε στον ίδιο τον σκοπό του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ και θα καθιστούσε τη διάταξη αυτή άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

    Ως εκ τούτου, το εθνικό δικαστήριο δεν δύναται να αναστείλει την εκδίκαση υποθέσεως, άλλως θα καταστήσει άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, κατά παράβαση της αρχής της αποτελεσματικότητας των εφαρμοστέων εθνικών διαδικασιών.

    Η ακύρωση από το κοινοτικό δικαστήριο αρχικής αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία ενίσχυση κρίθηκε συμβατή με την κοινή αγορά δεν δικαιολογεί διαφορετική λύση, υπαγορευόμενη από την εκτίμηση ότι, στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή μπορεί στη συνέχεια να κρίνει εκ νέου την ενίσχυση συμβατή. Συγκεκριμένα, ο σκοπός του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ στηρίζεται σαφώς στην εκτίμηση ότι, μέχρι της εκδόσεως νέας αποφάσεως από την Επιτροπή, δεν μπορεί να προδικασθεί ότι το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής θα είναι θετικό για τον δικαιούχο της ενισχύσεως.

    (βλ. σκέψεις 26, 30-34, 40, διατακτ. 1)

    2.        Εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί, βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, αιτήματος επιστροφής παράνομης κρατικής ενισχύσεως, έχει υποχρέωση προς λήψη ασφαλιστικών μέτρων μόνον αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν τη λήψη τέτοιων μέτρων, δηλαδή εφόσον ο χαρακτηρισμός του μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, εφόσον η ενίσχυση πρόκειται να χορηγηθεί ή χορηγήθηκε και εφόσον δεν διαπιστώθηκε ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν μη προσήκουσα την ανάκτηση. Εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να απορρίψει την αίτηση. Αποφαινόμενο επί της αιτήσεως, το εθνικό δικαστήριο δύναται να διατάξει είτε την επιστροφή των ενισχύσεων πλέον τόκων είτε, για παράδειγμα, την κατάθεση των ποσών σε δεσμευμένο λογαριασμό, έτσι ώστε ο δικαιούχος της ενισχύσεως να μην εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα διαθέσεώς τους, με την επιφύλαξη της καταβολής τόκων για το χρονικό διάστημα μεταξύ της αρχικής καταβολής της ενισχύσεως και της καταθέσέως της σε δεσμευμένο λογαριασμό. Αντιθέτως, η υποχρέωση «standstill», την οποία θέτει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ δεν τηρείται, στο στάδιο αυτό, απλώς με την καταδίκη σε καταβολή τόκων επί των ποσών που παραμένουν στους λογαριασμούς της επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μια επιχείρηση που εισέπραξε παρανόμως κρατική ενίσχυση θα μπορούσε, ελλείψει της ενισχύσεως, να λάβει ισόποσο δάνειο από χρηματοπιστωτικό ίδρυμα υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς και, επομένως, να έχει στη διάθεσή της το εν λόγω ποσό προ της εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής.

    (βλ. σκέψεις 36-38)

    3.        Η εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση τριών διαδοχικών αποφάσεων με τις οποίες ενίσχυση κρίνεται συμβατή με την κοινή αγορά και οι οποίες ακυρώθηκαν ακολούθως από το κοινοτικό δικαστήριο δεν μπορεί αφεαυτής να αποτελεί εξαιρετική περίσταση δυνάμενη να δικαιολογήσει περιορισμό της εκτάσεως της υποχρεώσεως του δικαιούχου να επιστρέψει την ενίσχυση αυτή, σε περίπτωση κατά την οποία η ενίσχυση χορηγήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

    Συγκεκριμένα, το ασυνήθιστο γεγονός της εκδόσεως τριών ακυρωτικών αποφάσεων καταδεικνύει, καταρχήν, τις δυσχέρειες της υποθέσεως και όχι μόνο δεν δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, αλλά μάλλον αυξάνει τις επιφυλάξεις του δικαιούχου ως προς το αν η επίμαχη ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά.

    Βεβαίως, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ύπαρξη τριών διαδοχικών προσφυγών που έχουν ως αποτέλεσμα τρεις ακυρώσεις αποτελεί πολύ σπάνια περίπτωση. Οι περιστάσεις αυτές εντάσσονται πάντως στο πλαίσιο της συνήθους λειτουργίας του δικαστικού συστήματος, το οποίο παρέχει στους διοικούμενους που εκτιμούν ότι υφίστανται τις συνέπειες του παράνομου χαρακτήρα ενισχύσεως τη δυνατότητα να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά των διαδοχικών αποφάσεων στις οποίες θεωρούν ότι οφείλεται η κατάσταση αυτή.

    (βλ. σκέψεις 51-52, 55, διατακτ. 2)







    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 11ης Μαρτίου 2010 (*)

    «Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ – Παράνομες ενισχύσεις που κρίθηκαν συμβατές με την κοινή αγορά – Ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής – Εθνικά δικαστήρια – Αίτημα ανακτήσεως των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν παράνομα – Αναστολή της διαδικασίας μέχρι της εκδόσεως νέας αποφάσεως της Επιτροπής – Εξαιρετικές περιστάσεις δυνάμενες να περιορίσουν την έκταση της υποχρεώσεως επιστροφής»

    Στην υπόθεση C‑1/09,

    με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Conseil d’État (Γαλλία) με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Ιανουαρίου 2009, στο πλαίσιο της δίκης

    Centre d’exportation du livre français (CELF),

    Ministre de la Culture et de la Communication

    κατά

    Société internationale de diffusion et d’édition (SIDE),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J.‑C. Bonichot, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, C. Toader, K. Schiemann, P. Kūris και L. Bay Larsen (εισηγητή) δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

    γραμματέας: R. Şereş, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Ιανουαρίου 2010,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    –        το Centre d’exportation du livre français (CELF), εκπροσωπούμενο από τους O. Schmitt και A. Tabouis, avocats,

    –        η Société internationale de diffusion και d’édition (SIDE), εκπροσωπούμενη από τη N. Coutrelis, avocat,

    –        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. Belliard, τον G. de Bergues και την B. Beaupère-Manokha,

    –        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek,

    –        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη C. M. Wissels και τον Y. de Vries,

    –        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J.-P. Kepenne και B. Stromsky,

    –        η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, εκπροσωπούμενη από τους X. Lewis και B. Alterskjær και από την L. Armati,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

    2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Centre d’exportation du livre français (CELF) (στο εξής: CELF) και του ministre de la Culture et de la Communication [Υπουργού Πολιτισμού και Επικοινωνίας] και, αφετέρου, της Société internationale de diffusion et d’édition (SIDE) (στο εξής: SIDE), σχετικά με ενισχύσεις τις οποίες χορήγησε το Γαλλικό Δημόσιο στο CELF.

     Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

     Τα πραγματικά περιστατικά της ένδικης διαφοράς και οι δίκες ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    3        Έως το 2009, το CELF, συνεταιριστική ανώνυμη εταιρία, ασκούσε δραστηριότητα παραγγελιοδόχου εξαγωγών.

    4        Αποστολή του ήταν η απευθείας διεκπεραίωση παραγγελιών προς το εξωτερικό, καθώς και προς τα υπερπόντια γαλλικά εδάφη και τους υπερπόντιους γαλλικούς νομούς, βιβλίων, εντύπων και κάθε άλλου υποθέματος επικοινωνίας και, γενικότερα, η άσκηση κάθε δραστηριότητας με σκοπό, ιδίως, τη διάδοση, μέσω αυτών, παγκοσμίως της γαλλικής γραμματείας.

    5        Από το 1980 έως το 2002, το Γαλλικό Δημόσιο επιχορηγούσε το CELF σε αντιστάθμισμα του επιπλέον κόστους για τη διεκπεραίωση των παραγγελιών μικρής αξίας από βιβλιοπωλεία του εξωτερικού.

    6        Κατόπιν καταγγελίας που είχε υποβάλει το 1992 η SIDE, ανταγωνίστρια του CELF, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έκρινε, με την απόφαση NN 127/92 της 18ης Μαΐου 1993, ανακοίνωση της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 25ης Ιουνίου 1993 (ΕΕ C 174, σ. 6), ότι οι επίμαχες ενισχύσεις ήταν συμβατές με την κοινή αγορά. Στη συνέχεια, αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις.

    7        Με απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, T-49/93, SIDE κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II‑2501), το Πρωτοδικείο ακύρωσε την ανωτέρω απόφαση καθόσον αφορούσε την επιχορήγηση που είχε καταβληθεί αποκλειστικά στο CELF σε αντιστάθμισμα του επιπλέον κόστους για τη διεκπεραίωση των μικρής αξίας παραγγελιών βιβλίων στη γαλλική γλώσσα από βιβλιοπωλεία του εξωτερικού. Αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή όφειλε να κινήσει την κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ).

    8        Με την απόφαση 1999/133/ΕΚ, της 10ης Ιουνίου 1998, σχετικά με την κρατική ενίσχυση υπέρ του Coopérative d’exportation du livre français (CELF) (ΕΕ L 44, σ. 37), η Επιτροπή έκρινε ότι οι ενισχύσεις ήταν παράνομες, πλην όμως δέχθηκε εκ νέου ότι ήταν συμβατές με την κοινή αγορά.

    9        Με απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2002, T-155/98, SIDE κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II‑1179), το Πρωτοδικείο ακύρωσε την προπαρατεθείσα απόφαση της Επιτροπής καθόσον έκρινε τις επίμαχες ενισχύσεις συμβατές με την κοινή αγορά, για τον λόγο ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό της σχετικής αγοράς.

    10      Η Επιτροπή, με την απόφαση 2005/262/ΕΚ, της 20ής Απριλίου 2004, σχετικά με την ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία στον Coopérative d’exportation du livre français (CELF) (ΕΕ L 85, σ. 27), έκρινε για τρίτη φορά ότι οι ενισχύσεις ήταν συμβατές με την κοινή αγορά.

    11      Με απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, T-348/04, SIDE κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. II‑625), το Πρωτοδικείο ακύρωσε αυτή την απόφαση που έκρινε συμβατές τις ενισχύσεις, για τον λόγο ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει, αφενός μεν, σε νομική πλάνη, καθόσον εφήρμοσε το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ όσον αφορά το χρονικό διάστημα προ της 1ης Νοεμβρίου 1993, αντί να εφαρμόσει τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου που ίσχυαν κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, αφετέρου δε, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον έλεγχο του συμβατού των επίμαχων ενισχύσεων με την κοινή αγορά.

    12      Στις 8 Απριλίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση περί παρατάσεως της επίσημης διαδικασίας ελέγχου, την οποία είχε κινήσει το 1966, έτσι ώστε να εκθέσει τις επιφυλάξεις της ως προς το αν οι επίμαχες ενισχύσεις είναι συμβατές με την κοινή αγορά, υπό το πρίσμα της προπαρατεθείσας αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 15ης Απριλίου 2008, SIDE κατά Επιτροπής, και να παράσχει στη Γαλλική Δημοκρατία, στον δικαιούχο των ενισχύσεων και στα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να διατυπώσουν εκ νέου τις απόψεις τους, πριν εκδοθεί οριστική απόφαση.

    13      Με απόφαση της 25ης Απριλίου 2009, το tribunal de commerce de Paris [Εμποροδικείο Παρισίων], λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάσταση του CELF, κίνησε τη διαδικασία διασώσεως της επιχειρήσεως αυτής, με εξάμηνη περίοδο επιτηρήσεως.

    14      Με απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, διαπιστώνοντας την έλλειψη λύσεως συνισταμένης στη μεταβίβαση της επιχειρήσεως και την ύπαρξη παθητικού που απέκλειε την προοπτική σχεδίου συνεχίσεως της λειτουργίας, το δικαστήριο αυτό έθεσε το CELF σε δικαστική εκκαθάριση και διόρισε σύνδικο.

    15      Σύμφωνα με τα στοιχεία που γνωστοποιήθηκαν στο Δικαστήριο κατά την προφορική διαδικασία, κατόπιν της τελευταίας αυτής αποφάσεως το CELF έπαυσε τη δραστηριότητά του.

     Η ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

    16      Το Conseil d’État έχει επιληφθεί αιτήσεων αναιρέσεως του CELF και του ministre de la Culture et de la Communication κατά της από 5 Οκωβρίου 2004 αποφάσεως του cour administrative d’appel de Paris (διοικητικού εφετείου Παρισίων), με την οποία υποχρεώνεται το Δημόσιο, κατόπιν αιτήματος της SIDE, να ανακτήσει τις ενισχύσεις που είχαν χορηγηθεί στο CELF για τη διεκπεραίωση μικρής αξίας παραγγελιών βιβλίων από βιβλιωπολεία της αλλοδαπής, εντός τρίμηνης προθεσμίας από της επιδόσεως της αποφάσεως, επ’ απειλή χρηματικής ποινής 1 000 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστερήσεως.

    17      Στο πλαίσιο αυτών των αιτήσεων αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, ότι το Cour administrative d’appel de Paris έπρεπε να αποφανθεί, εν προκειμένω, ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή έκρινε τις ενισχύσεις συμβατές με την κοινή αγορά απέκλειε την υποχρέωση ανακτήσεώς τους, η οποία απορρέει, καταρχήν, από τον παράνομο χαρακτήρα των μέτρων ενισχύσεως εξαιτίας της εκτελέσεώς τους από το κράτος μέλος κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

    18      Με απόφαση της 29ης Μαρτίου 2006, το Conseil d’État αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Πρώτον, επιτρέπει το άρθρο 88 [ΕΚ] σε κράτος, του οποίου μια ενίσχυση προς επιχείρηση είναι παράνομη και αυτός ο παράνομος χαρακτήρας έχει διαπιστωθεί από τα δικαστήρια του κράτους αυτού λόγω του ότι η ενίσχυση δεν κοινοποιήθηκε προηγουμένως στην Επιτροπή […] υπό τους όρους του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, να μην ανακτήσει την ενίσχυση αυτή από τη δικαιούχο της επιχείρηση λόγω του ότι η Επιτροπή, κατόπιν καταγγελίας τρίτου, κήρυξε την ενίσχυση συμβατή με τους κανόνες της κοινής αγοράς και, επομένως, άσκησε αποτελεσματικά τον αποκλειστικό έλεγχό της επί του ως άνω συμβατού;

    2)      Δεύτερον, και εφόσον επιβεβαιώνεται η ύπαρξη αυτής της υποχρέωσης επιστροφής, πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό των χρηματικών ποσών που πρέπει να επιστραφούν οι χρονικές περίοδοι κατά τις οποίες η επίμαχη ενίσχυση είχε κηρυχθεί από την Επιτροπή συμβατή με τους κανόνες της κοινής αγοράς […] πριν το Πρωτοδικείο ακυρώσει τις αποφάσεις αυτές;»

    19      Απαντώντας στα ερωτήματα αυτά με την απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2008, C‑199/06, CELF και ministre de la Culture et de la Communication (Συλλογή 2008, σ. I‑469, στο εξής: απόφαση CELF I), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:

    «1)       Το άρθρο 88, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΕΚ έχει την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο δεν οφείλει να διατάξει την ανάκτηση της ενισχύσεως που χορηγήθηκε κατά παράβαση, όταν η Επιτροπή […] έχει λάβει τελική απόφαση διαπιστώνουσα τη συμβατότητα της εν λόγω ενισχύσεως με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ. Κατ’ εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, οφείλει να υποχρεώσει τον δικαιούχο της ενισχύσεως να καταβάλει τόκους για το χρονικό διάστημα της παρανομίας. Εξάλλου, στο πλαίσιο του εθνικού του δικαίου, το εθνικό δικαστήριο δύναται, ενδεχομένως, να διατάξει την ανάκτηση της παράνομης ενισχύσεως, με την επιφύλαξη του δικαιώματος του κράτους μέλους να τη χορηγήσει εκ νέου μεταγενέστερα. Μπορεί επίσης να δεχτεί αγωγές αποζημιώσεως λόγω του παράνομου χαρακτήρα της ενισχύσεως.

    2)      Σε μια διαδικασία όπως αυτή της κύριας δίκης, η υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 88, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΕΚ για την άρση των συνεπειών του παράνομου χαρακτήρα μιας ενισχύσεως εκτείνεται επίσης, κατά τον υπολογισμό των χρηματικών ποσών που πρέπει να επιστραφούν [από τον] δικαιούχο, και πλην εξαιρετικών περιστάσεων, στη χρονική περίοδο μεταξύ της αποφάσεως της Επιτροπής [...] με την οποία διαπιστώνεται η συμβατότητα της ενισχύσεως αυτής με την κοινή αγορά και της ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως από τον κοινοτικό δικαστή.»

    20      Βάσει των απαντήσεων αυτών, το Conseil d’État, με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2008, υποχρέωσε τον ministre de la Culture et de la Communication να εισπράξει από το CELF τόκους επί των παρανόμων ενισχύσεων, όσον αφορά τα χρονικά διαστήματα:

    –        μεταξύ του 1980, έτους ενάρξεως της καταβολής των ενισχύσεων αυτών, και της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως περί παραπομπής·

    –        μεταξύ της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως περί παραπομπής και της ημερομηνίας κατά την οποία είτε θα κριθεί οριστικά ότι οι ενισχύσεις αυτές είναι συμβατές με την κοινή αγορά είτε το Δημόσιο θα προβεί στην ανάκτησή τους.

    21      Όσον αφορά το ζήτημα της επιστροφής του κυρίως ποσού των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν, το Conseil d’État έκρινε ότι η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, λόγω του ότι, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως CELF I, το Πρωτοδικείο, με την προπαρατεθείσα απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, SIDE κατά Επιτροπής, ακύρωσε εκ νέου απόφαση της Επιτροπής.

    22      Ως εκ τούτου, το Conseil d’État αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Δύναται το εθνικό δικαστήριο να αναστείλει την έκδοση αποφάσεως επί του ζητήματος της υποχρεώσεως επιστροφής κρατικής ενισχύσεως μέχρις ότου η Επιτροπή [...] αποφανθεί με οριστική απόφαση επί του συμβατού της ενισχύσεως με τους κανόνες της κοινής αγοράς, σε περίπτωση κατά την οποία η αρχική απόφαση της Επιτροπής, με την οποία η ενίσχυση αυτή κρίθηκε συμβατή, ακυρώθηκε από το κοινοτικό δικαστήριο;

    2)      Σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή έκρινε τρις ότι η ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, προτού οι αποφάσεις αυτές ακυρωθούν από το Πρωτοδικείο, μπορεί μια τέτοια κατάσταση να συνιστά εξαιρετική περίσταση, λόγω της οποίας το εθνικό δικαστήριο δύναται να περιορίσει την έκταση της υποχρεώσεως ανακτήσεως της ενισχύσεως;»

     Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

     Επί του πρώτου ερωτήματος

    23      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί, βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, αιτήματος επιστροφής παράνομης κρατικής ενισχύσεως, μπορεί να αναστείλει την έκδοση της αποφάσεώς του επί του αιτήματος αυτού μέχρι να αποφανθεί η Επιτροπή επί του ζητήματος αν οι ενισχύσεις είναι συμβατές με την κοινή αγορά, κατόπιν της ακυρώσεως προηγούμενης αποφάσεως με την οποία οι ενισχύσεις κρίθηκαν συμβατές.

    24      Με τις σκέψεις 61 και 63 της αποφάσεως CELF I, το Δικαστήριο επισήμανε ότι:

    –        βάσει του άρθρου 231, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, σε περίπτωση κατά την οποία προσφυγή ακυρώσεως είναι βάσιμη, το κοινοτικό δικαστήριο κηρύσσει την προσβαλλόμενη πράξη άκυρη, οπότε η ακυρωτική απόφαση εξαφανίζει την προσβαλλόμενη πράξη αναδρομικά έναντι πάντων·

    –        από της ημερομηνίας κατά την οποία το κοινοτικό δικαστήριο ακύρωσε απόφαση με την οποία ενίσχυση κρίθηκε συμβατή με την κοινή αγορά, οι επίμαχες ενισχύσεις θεωρούνται ότι δεν κρίθηκαν συμβατές με την κοινή αγορά βάσει της ακυρωθείσας αποφάσεως.

    25      Ως εκ τούτου, περίπτωση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης είναι παρεμφερής της περιπτώσεως κατά την οποία το εθνικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υποθέσεως βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, ενώ η Επιτροπή δεν έχει ακόμη εκδώσει καμία απόφαση επί του συμβατού εξεταζομένης ενισχύσεως με την κοινή αγορά.

    26      Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι, βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, στα εθνικά δικαστήρια ανατίθεται η αποστολή να διασφαλίζουν, μέχρι τη λήψη της τελικής αποφάσεως από την Επιτροπή, τα δικαιώματα των διοικουμένων σε περίπτωση ενδεχόμενης μη τηρήσεως, εκ μέρους των εθνικών αρχών, της απαγορεύσεως που θέτει η διάταξη αυτή (απόφαση CELF I, σκέψη 38).

    27      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει, κατ’ ουσία, με την απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, C-39/94, SFEI κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I-3547, σκέψεις 44 και 50 έως 53), ότι:

    –        η εκ μέρους της Επιτροπής κίνηση διαδικασίας ελέγχου δεν απαλλάσσει τα εθνικά δικαστήρια από την υποχρέωσή τους να διασφαλίζουν τα δικαιώματα των διοικουμένων σε περίπτωση παραβιάσεως της υποχρεώσεως προηγούμενης κοινοποιήσεως·

    –        σε περίπτωση κατά την οποία είναι ιδιαιτέρως πιθανό ότι θα παρέλθει ορισμένο χρονικό διάστημα πριν το εθνικό δικαστήριο αποφανθεί οριστικά, για παράδειγμα οσάκις ζητεί από την Επιτροπή διευκρινίσεις σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως, την οποία ενδέχεται να δώσει ή σε περίπτωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν απαιτείται να διατάξει προσωρινά μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντα των διαδίκων.

    28      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Δικαστήριο υπογράμμισε την υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να μην αναβάλει την εξέταση των αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων.

    29      Το άρθρο 88, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΕΚ στηρίζεται στον συντηρητικής φύσεως σκοπό να διασφαλισθεί ότι ουδέποτε θα καταβληθεί μη συμβατή ενίσχυση. Συνεπώς, η κατ’ αυτόν τον τρόπο οργανωμένη πρόληψη σκοπεί να χορηγούνται μόνον ενισχύσεις συμβατές με την κοινή αγορά. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, η εφαρμογή σχεδίου ενισχύσεως αναστέλλεται μέχρις ότου αρθεί κάθε αμφιβολία ως προς τη συμβατότητά του με την τελική απόφαση της Επιτροπής (απόφαση CELF I, σκέψεις 47 και 48).

    30      Αντικείμενο της αποστολής των εθνικών δικαστηρίων είναι, επομένως, να διατάσσουν τη λήψη μέτρων δυνάμενων να άρουν τον παράνομο χαρακτήρα της καταβολής των ενισχύσεων, προκειμένου ο δικαιούχος να μη διατηρεί τη δυνατότητα διαθέσεώς τους κατά το χρονικό διάστημα που υπολείπεται μέχρι να εκδοθεί η απόφαση της Επιτροπής.

    31      Τυχόν απόφαση περί αναστολής της διαδικασίας θα είχε, στην πράξη, το ίδιο αποτέλεσμα με απόφαση απορρίψεως της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων. Θα είχε, συγκεκριμένα, ως συνέπεια να μη ληφθεί καμία απόφαση επί του βάσιμου της αιτήσεως αυτής πριν να εκδοθεί η απόφαση της Επιτροπής. Θα ισοδυναμούσε με διατήρηση του οφέλους της ενισχύσεως κατά το χρονικό διάστημα απαγορεύσεως καταβολής, γεγονός που θα αντέβαινε στον ίδιο τον σκοπό του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ και θα καθιστούσε τη διάταξη αυτή άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

    32      Ως εκ τούτου, το εθνικό δικαστήριο δεν δύναται να αναστείλει την εκδίκαση υποθέσεως, άλλως θα καταστήσει άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, κατά παράβαση της αρχής της αποτελεσματικότητας των εφαρμοστέων εθνικών διαδικασιών.

    33      Η ακύρωση από το κοινοτικό δικαστήριο αρχικής αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία ενίσχυση κρίθηκε συμβατή με την κοινή αγορά δεν δικαιολογεί διαφορετική λύση, υπαγορευόμενη από την εκτίμηση ότι, στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή μπορεί στη συνέχεια να κρίνει εκ νέου την ενίσχυση συμβατή.

    34      Συγκεκριμένα, ο σκοπός του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ στηρίζεται σαφώς στην εκτίμηση ότι, μέχρι της εκδόσεως νέας αποφάσεως από την Επιτροπή, δεν μπορεί να προδικασθεί ότι το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής θα είναι θετικό για τον δικαιούχο της ενισχύσεως.

    35      Η υποχρέωση εκδικάσεως αμελλητί της αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων δεν επιβάλλει στο δικαστήριο που έχει επιληφθεί της αιτήσεως την υποχρέωση να διατάξει πράγματι τέτοια μέτρα.

    36      Υποχρέωση προς λήψη ασφαλιστικών μέτρων υφίσταται μόνον αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν τη λήψη τέτοιων μέτρων, δηλαδή εφόσον ο χαρακτηρισμός του μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, εφόσον η ενίσχυση πρόκειται να χορηγηθεί ή χορηγήθηκε και εφόσον δεν διαπιστώθηκε ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν μη προσήκουσα την ανάκτηση. Εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να απορρίψει την αίτηση.

    37      Αποφαινόμενο επί αιτήσεως, το εθνικό δικαστήριο δύναται να διατάξει είτε την επιστροφή των ενισχύσεων πλέον τόκων είτε, για παράδειγμα, όπως πρότεινε η Επιτροπή στο σημείο 62 της ανακοινώσεώς της 2009/C 85/01, σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων από τα εθνικά δικαστήρια (ΕΕ 2009, C 85, σ. 1), την κατάθεση των ποσών σε δεσμευμένο λογαριασμό, έτσι ώστε ο δικαιούχος της ενισχύσεως να μην εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα διαθέσεώς τους, με την επιφύλαξη της καταβολής τόκων για το χρονικό διάστημα μεταξύ της αρχικής καταβολής της ενισχύσεως και της καταθέσέως της σε δεσμευμένο λογαριασμό.

    38      Αντιθέτως, η υποχρέωση «standstill», την οποία θέτει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ δεν τηρείται, στο στάδιο αυτό, απλώς με την καταδίκη σε καταβολή τόκων επί των ποσών που παραμένουν στους λογαριασμούς της επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μια επιχείρηση που εισέπραξε παρανόμως κρατική ενίσχυση θα μπορούσε, ελλείψει της ενισχύσεως, να λάβει ισόποσο δάνειο από χρηματοπιστωτικό ίδρυμα υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς και, επομένως, να έχει στη διάθεσή της το εν λόγω ποσό προ της εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής.

    39      Ως εκ τούτου, η κύρια υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου είναι να αποφανθεί επί της αιτήσεως, είτε θετικά είτε αρνητικά.

    40      Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί, βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, αιτήματος επιστροφής παράνομης κρατικής ενισχύσεως δεν μπορεί να αναστείλει την έκδοση της αποφάσεώς του επί του αιτήματος αυτού μέχρι να αποφανθεί η Επιτροπή αν η ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, κατόπιν της ακυρώσεως προηγούμενης αποφάσεως με την οποία η ενίσχυση κρίθηκε συμβατή.

     Επί του δευτέρου ερωτήματος

    41      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν η εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση τριών διαδοχικών αποφάσεων, με τις οποίες ενίσχυση κρίνεται συμβατή με την κοινή αγορά και οι οποίες ακυρώθηκαν στη συνέχεια από το κοινοτικό δικαστήριο, δύναται αφεαυτής να αποτελεί εξαιρετική περίσταση δικαιολογούσα περιορισμό της εκτάσεως της υποχρεώσεως του δικαιούχου να επιστρέψει την ενίσχυση αυτή σε περίπτωση κατά την οποία η επίμαχη ενίσχυση χορηγήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

    42      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την απόφαση CELF I, το Δικαστήριο δέχθηκε τη δυνατότητα να ληφθεί υπόψη, κατά την εξέταση της εκτάσεως της υποχρεώσεως να αρθεί ο παράνομος χαρακτήρας ενισχύσεως, το ενδεχόμενο να συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία η υποχρέωση αυτή περιορίζεται στην καταβολή τόκων.

    43      Με τη σκέψη 65 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο δέχθηκε τη δυνατότητα του δικαιούχου ενισχύσεων που χορηγήθηκαν παράνομα να επικαλεσθεί την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, στις οποίες στηρίχθηκε δικαιολογημένα η πεποίθησή του ότι οι ενισχύσεις αυτές ήταν νόμιμες, και, κατά συνέπεια, να αντιταχθεί στην επιστροφή τους.

    44      Το Δικαστήριο αποφάνθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο εξετάζοντας υπόθεση κύριας δίκης στο πλαίσιο της οποίας είχαν ήδη εκδοθεί τρεις αποφάσεις της Επιτροπής που κήρυσσαν τις ενισχύσεις συμβατές με την κοινή αγορά και από τις οποίες οι δύο είχαν ακυρωθεί.

    45      Εντούτοις, το Δικαστήριο επισήμανε στη συνέχεια, κατ’ ουσίαν, ότι η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του δικαιούχου της ενισχύσεως δεν μπορεί να δημιουργηθεί από απόφαση της Επιτροπής δεχόμενη ότι η ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, αφενός μεν, σε περίπτωση κατά την οποία η απόφαση αυτή προσβλήθηκε εμπροθέσμως και ακυρώθηκε ακολούθως από το κοινοτικό δικαστήριο, αφετέρου δε, καθόσον δεν έχει εκπνεύσει η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής ή, σε περίπτωση κατά την οποία ασκήθηκε προσφυγή, καθόσον δεν έχει αποφανθεί οριστικά το κοινοτικό δικαστήριο (απόφαση CELF I, σκέψεις 66 έως 68).

    46      Τέλος, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι έδωσε απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα λαμβάνοντας υπόψη διαδικασία όπως αυτή της διαφοράς εκείνης της κύριας δίκης (απόφαση CELF I, σκέψη 69). 

    47      Από τη διάρθρωση του σκεπτικού αυτού μπορεί να συναχθεί ότι τρεις αποφάσεις δεχόμενες το συμβατό ενισχύσεως με την κοινή αγορά κατά των οποίων ασκήθηκαν εμπροθέσμως προσφυγές, εκ των οποίων οι δύο πρώτες έγιναν δεκτές ενώ η εκδίκαση της τρίτης εκκρεμεί, δεν συνιστούν εξαιρετική περίσταση.

    48      Από τη διατύπωση του δευτέρου ερωτήματος που υποβλήθηκε στην υπό κρίση υπόθεση συνάγεται ότι το αιτούν δικαστήριο εξετάζει, αντιθέτως, το ενδεχόμενο η υπαρξη τριών διαδοχικών αποφάσεων που κηρύσσουν την ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά να αποτελεί πράγματι εξαιρετική περίσταση.

    49      Κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως CELF I, είχαν ήδη εκδοθεί οι τρεις αποφάσεις της Επιτροπής που έκριναν την ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά.

    50      Πριν τη δεύτερη απόφαση περί παραπομπής συνέβη μόνον ένα νέο γεγονός, δηλαδή η έκδοση της προπαρατεθείσας αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 15 Απριλίου 2008, SIDE κατά Επιτροπής, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση που έκρινε την ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά.

    51      Ένα τέτοιο γεγονός δεν δύναται αφεαυτού να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και να αποτελέσει εξαιρετική περίσταση. Συγκεκριμένα, το ασυνήθιστο γεγονός της εκδόσεως τριών ακυρωτικών αποφάσεων καταδεικνύει, καταρχήν, τις δυσχέρειες της υποθέσεως και όχι μόνο δεν δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, αλλά μάλλον αυξάνει τις επιφυλάξεις του δικαιούχου ως προς το αν η επίμαχη ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά.

    52      Βεβαίως, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ύπαρξη τριών διαδοχικών προσφυγών που έχουν ως αποτέλεσμα τρεις ακυρώσεις αποτελεί πολύ σπάνια περίπτωση. Οι περιστάσεις αυτές εντάσσονται πάντως στο πλαίσιο της συνήθους λειτουργίας του δικαστικού συστήματος, το οποίο παρέχει στους διοικούμενους που εκτιμούν ότι υφίστανται τις συνέπειες του παράνομου χαρακτήρα ενισχύσεως τη δυνατότητα να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά των διαδοχικών αποφάσεων στις οποίες θεωρούν ότι οφείλεται η κατάσταση αυτή.

    53      Σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, η ύπαρξη εξαιρετικής περιστάσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτή ούτε από απόψεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, κατ’ ουσίαν, ότι, καθ’ όσον χρόνο η Επιτροπή δεν έχει λάβει εγκριτική απόφαση και εφόσον δεν έχει εκπνεύσει η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής, ο δικαιούχος δεν είναι βέβαιος ως προς τη νομιμότητα της ενισχύσεως, οπότε δεν χωρεί επίκληση ούτε της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ούτε της αρχής της ασφάλειας δικαίου (βλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C-91/01, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-4355, σκέψεις 66 και 67).

    54      Σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, η ύπαρξη εξαιρετικής περιστάσεως δεν μπορεί, τέλος, να γίνει δεκτή ούτε από απόψεως της αρχής της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, η κατάργηση παράνομης ενισχύσεως μέσω της ανακτήσεώς της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της, οπότε η ανάκτηση της ενισχύσεως αυτής, με σκοπό την αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως, δεν μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί μέτρο δυσανάλογο προς τους σκοπούς των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C-298/00 P, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    55      Ως εκ τούτου, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση τριών διαδοχικών αποφάσεων με τις οποίες ενίσχυση κρίνεται συμβατή με την κοινή αγορά και οι οποίες ακυρώθηκαν ακολούθως από το κοινοτικό δικαστήριο δεν μπορεί αφεαυτής να αποτελεί εξαιρετική περίσταση δυνάμενη να δικαιολογήσει περιορισμό της εκτάσεως της υποχρεώσεως του δικαιούχου να επιστρέψει την ενίσχυση αυτή, σε περίπτωση κατά την οποία η ενίσχυση χορηγήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    56      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

    1)      Εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί, βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, αιτήματος επιστροφής παράνομης κρατικής ενισχύσεως δεν μπορεί να αναστείλει την έκδοση της αποφάσεώς του επί του αιτήματος αυτού μέχρι να αποφανθεί η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αν η ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, κατόπιν της ακυρώσεως προηγούμενης αποφάσεως με την οποία η ενίσχυση κρίθηκε συμβατή.

    2)      Η εκ μέρους της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έκδοση τριών διαδοχικών αποφάσεων με τις οποίες ενίσχυση κρίνεται συμβατή με την κοινή αγορά και οι οποίες ακυρώθηκαν ακολούθως από το κοινοτικό δικαστήριο δεν μπορεί αφεαυτής να αποτελεί εξαιρετική περίσταση δυνάμενη να δικαιολογήσει περιορισμό της εκτάσεως της υποχρεώσεως του δικαιούχου να επιστρέψει την ενίσχυση αυτή, σε περίπτωση κατά την οποία η ενίσχυση χορηγήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Επάνω