EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62008CC0033

Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Trstenjak της 18ης Φεβρουαρίου 2009.
Agrana Zucker GmbH κατά Bundesministerium für Land- und Forstwirtschaft, Unwelt und Wasserwirtschaft.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Verwaltungsgerichtshof - Αυστρία.
Ζάχαρη - Προσωρινό καθεστώς για την αναδιάρθρωση του κλάδου της ζάχαρης - Άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) 320/2006- Υπολογισμός του προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης - Συνυπολογισμός του τμήματος της ποσόστωσης που αποτέλεσε αντικείμενο προληπτικής απόσυρσης - Αρχές της αναλογικότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων.
Υπόθεση C-33/08.

Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-05035

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2009:99

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

VERICA TRSTENJAK

της 18ης Φεβρουαρίου 2009 ( 1 )

Υπόθεση C-33/08

Agrana Zucker GmbH

κατά

Bundesministerium für Land- und Forstwirtschaft, Umwelt und Wasserwirtschaft

«Ζάχαρη — Προσωρινό καθεστώς για την αναδιάρθρωση του κλάδου της ζάχαρης — Άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) 320/2006 — Υπολογισμός του προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης — Συνυπολογισμός του τμήματος της ποσόστωσης που αποτέλεσε αντικείμενο προληπτικής απόσυρσης — Αρχές της αναλογικότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων»

I — Εισαγωγή

1.

Στην προκείμενη προδικαστική διαδικασία το Δικαστήριο καλείται να απαντήσει σε δύο προδικαστικά ερωτήματα που του έχει υποβάλει το αυστριακό Verwaltungsgerichtshof (στο εξής: αιτούν δικαστήριο) ως προς την ερμηνεία και, ενδεχομένως, το κύρος του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕK) 320/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2006, για τη θέσπιση προσωρινού καθεστώτος αναδιάρθρωσης του κλάδου της ζάχαρης στην Κοινότητα και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής ( 2 ).

2.

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Agrana Zucker GmbH (στο εξής: προσφεύγουσα) και του Bundesministerium für Land- und Forstwirtschaft, Umwelt und Wasserwirtschaft (Ομοσπονδιακού Υπουργείου Γεωργίας και Δασοπονίας, Περιβάλλοντος και Διαχείρισης των Υδάτων της Αυστρίας, στο εξής: καθού) σχετικά με το κύρος της απόφασης που εκδόθηκε με βάση το άρθρο 11 του κανονισμού 320/2006 και με την οποία το εν λόγω Υπουργείο επέβαλε στην προσφεύγουσα την υποχρέωση πληρωμής της πρώτης δόσης του προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης για την περίοδο εμπορίας 2006/2007.

3.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο θέτει κατ’ ουσία το ζήτημα αν για τον υπολογισμό του καταβλητέου προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ολόκληρη η χορηγηθείσα ποσόστωση ή μόνο η ποσόστωση που είναι πράγματι διαθέσιμη κατόπιν της αφαίρεσης της ποσότητας που έχει αποσυρθεί από την αγορά κατ’ εφαρμογή του μέτρου της προληπτικής απόσυρσης. Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορά, αντίθετα, την εξέταση της συμβατότητας του άρθρου 11 του κανονισμού 320/2006 με το υπέρτερης ισχύος κοινοτικό δίκαιο.

II — Νομικό πλαίσιο

4.

Στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της κοινής οργάνωσης των αγορών (ΚΟΑ) στον τομέα της ζάχαρης, το Συμβούλιο εξέδωσε στις 20 Φεβρουαρίου 2006 αφενός τον κανονισμό (ΕΚ) 318/2006 του Συμβουλίου, της , για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης ( 3 ), και αφετέρου τον κανονισμό 320/2006. Η Επιτροπή εξέδωσε ορισμένα μεταβατικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 44 του κανονισμού 318/2006.

Α — Ο κανονισμός 318/2006

5.

Μεταξύ των νέων μέτρων που εισήγαγε ο κανονισμός 318/2006 για τη διαχείριση της αγοράς καταλέγεται και η απόσυρση ζάχαρης από την αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού αυτού, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1.   Προκειμένου να διατηρηθεί η διαρθρωτική ισορροπία της αγοράς σε ένα επίπεδο τιμών κοντά στην τιμή αναφοράς και λαμβάνοντας υπόψη τις δεσμεύσεις της Κοινότητας που απορρέουν από τις συμφωνίες που συνάπτει σύμφωνα με το άρθρο 300 της Συνθήκης, είναι δυνατόν να αποσύρεται από την αγορά ένα ποσοστό, κοινό για όλα τα κράτη μέλη, ζάχαρης ποσόστωσης […] έως την έναρξη της επόμενης περιόδου εμπορίας.

[…]

2.   Το ποσοστό απόσυρσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 καθορίζεται το αργότερο στις 31 Οκτωβρίου της σχετικής περιόδου εμπορίας, βάσει των αναμενόμενων τάσεων στην αγορά κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου εμπορίας.

3.   Κάθε επιχείρηση στην οποία έχει χορηγηθεί ποσόστωση αποθεματοποιεί, ιδίαις δαπάναις, κατά τη διάρκεια της περιόδου απόσυρσης, τις ποσότητες ζάχαρης που αντιστοιχούν στην εφαρμογή, επί της παραγωγής της, του ποσοστού που αναφέρεται στην παράγραφο 1, βάσει της ποσόστωσης της σχετικής περιόδου εμπορίας.

Οι ποσότητες ζάχαρης που αποσύρονται κατά τη διάρκεια μιας περιόδου εμπορίας θεωρούνται ως οι πρώτες ποσότητες που παράγονται δυνάμει της ποσόστωσης της επόμενης περιόδου εμπορίας. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις αναμενόμενες τάσεις της αγοράς ζάχαρης, μπορεί να αποφασίζεται, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 39, παράγραφος 2, να θεωρηθεί […] το σύνολο ή μέρος της αποσυρόμενης ζάχαρης […] ως:

πλεόνασμα ζάχαρης […] που διατίθεται για βιομηχανική ζάχαρη […]

ή

προσωρινή ποσόστωση παραγωγής, της οποίας ένα μέρος μπορεί να προορίζεται μόνον για εξαγωγές που τηρούν τις δεσμεύσεις της Κοινότητας οι οποίες απορρέουν από συμφωνίες που συνάπτονται δυνάμει του άρθρου 300 της Συνθήκης.

[…]»

Β — Ο κανονισμός 320/2006

6.

Το άρθρο 11 του κανονισμού 320/2006 ρυθμίζει την επιβολή του προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει ειδικότερα τα εξής:

«1.   Οι επιχειρήσεις στις οποίες έχει χορηγηθεί ποσόστωση καταβάλλουν προσωρινό ποσό αναδιάρθρωσης ανά περίοδο εμπορίας και ανά τόνο ποσόστωσης.

Οι ποσοστώσεις τις οποίες έχει αποποιηθεί μια επιχείρηση κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου εμπορίας σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεν υπόκεινται στην καταβολή του προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης για τη συγκεκριμένη περίοδο εμπορίας και για τις επόμενες περιόδους εμπορίας.

2.   Το προσωρινό ποσό αναδιάρθρωσης για τη ζάχαρη και το σιρόπι ινουλίνης ισούται προς:

126,40 EUR ανά τόνο ποσόστωσης, για την περίοδο εμπορίας 2006/2007,

173,8 EUR ανά τόνο ποσόστωσης, για την περίοδο εμπορίας 2007/2008,

113,3 EUR ανά τόνο ποσόστωσης, για την περίοδο εμπορίας 2008/2009.

Το προσωρινό ποσό αναδιάρθρωσης ανά περίοδο εμπορίας για την ισογλυκόζη ισούται προς το 50% των ποσών που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο.

3.   Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα έναντι της Κοινότητας για την είσπραξη του προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης στην επικράτειά τους.

Τα κράτη μέλη καταβάλλουν το προσωρινό ποσό αναδιάρθρωσης στο ταμείο αναδιάρθρωσης σε δύο δόσεις ως εξής:

60% μέχρι τις 31 Μαρτίου της σχετικής περιόδου εμπορίας,

και

40% μέχρι τις 30 Νοεμβρίου της επόμενης περιόδου εμπορίας.

[…]

5.   Το σύνολο των προσωρινών ποσών αναδιάρθρωσης που πρέπει να καταβληθούν σύμφωνα με την παράγραφο 3 επιμερίζεται από το κράτος μέλος στις επιχειρήσεις της επικράτειάς του ανάλογα με την ποσόστωση που έχει χορηγηθεί κατά την αντίστοιχη περίοδο εμπορίας.

Οι επιχειρήσεις καταβάλλουν τα προσωρινά ποσά αναδιάρθρωσης σε δύο δόσεις ως εξής:

60% μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου της σχετικής περιόδου εμπορίας,

και

40% μέχρι τις 31 Οκτωβρίου της επόμενης περιόδου εμπορίας.»

Γ — Ο κανονισμός (ΕΚ) 493/2006

7.

Μεταξύ των μεταβατικών μέτρων που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) 493/2006 της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2006, για καθορισμό μεταβατικών μέτρων στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της κοινής οργάνωσης της αγοράς της ζάχαρης και για τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) 1265/2001 και (ΕΚ) 314/2002 ( 4 ), προκειμένου να διασφαλιστεί η μετάβαση από το ισχύον καθεστώς στο νέο, καταλέγεται η «προληπτική απόσυρση» από την αγορά.

8.

Συναφώς η έκτη αιτιολογική σκέψη προβλέπει τα εξής:

«Για να βελτιωθεί η ισορροπία της αγοράς εντός της Κοινότητας χωρίς να δημιουργηθούν νέα αποθέματα ζάχαρης κατά την περίοδο εμπορίας 2006/2007, ενδείκνυται να προβλεφθεί μεταβατικό μέτρο για τον περιορισμό της επιλέξιμης παραγωγής εντός ποσόστωσης στο πλαίσιο της εν λόγω περιόδου εμπορίας. Πρέπει να προσδιοριστεί κατώφλι πέρα από το οποίο η παραγωγή εντός ποσόστωσης για κάθε επιχείρηση θεωρείται ότι αποσύρεται κατά την έννοια του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΚ) 318/2006 ή, κατόπιν αιτήματος της επιχείρησης, ως παραγωγή εκτός ποσόστωσης κατά την έννοια του άρθρου 12 του εν λόγω κανονισμού. Δεδομένης της μετάβασης μεταξύ των δύο καθεστώτων, το κατώφλι αυτό πρέπει να υπολογιστεί με βάση ισότιμο συνδυασμό της μεθόδου που προβλέπεται στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) 1260/2001 και εκείνης που προβλέπεται στο άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΚ) 318/2006, και λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων προσπαθειών που καταβάλουν ορισμένα κράτη μέλη στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης που προβλέπεται στον κανονισμό 320/2006 […].»

9.

Το άρθρο 3 του κανονισμού 493/2006 περιέχει τις εξής μεταβατικές διατάξεις για τα μέτρα προληπτικής απόσυρσης:

«1.   Για κάθε επιχείρηση, το μέρος της παραγωγής ζάχαρης […] της περιόδου εμπορίας 2006/2007, που παράγεται βάσει των ποσοστώσεων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) 318/2006 και που υπερβαίνει το κατώφλι το οποίο ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, θεωρείται ότι έχει αποσυρθεί κατά την έννοια του άρθρου 19 του εν λόγω κανονισμού ή, κατόπιν αιτήσεως της οικείας επιχείρησης που υποβάλλεται πριν από την 31η Ιανουαρίου 2007, θεωρείται στο σύνολό της ή εν μέρει ως παραχθείσα εκτός ποσόστωσης κατά την έννοια του άρθρου 12 του εν λόγω κανονισμού.

2.   Για κάθε επιχείρηση το κατώφλι που αναφέρεται στην παράγραφο 1 καθορίζεται με πολλαπλασιασμό της ποσόστωσης που χορηγείται στην επιχείρηση, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 318/2006, με το άθροισμα των κάτωθι συντελεστών:

α)

του συντελεστή που καθορίζεται για το οικείο κράτος μέλος στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού,

β)

του συντελεστή που προκύπτει από τη διαίρεση του συνόλου των ποσοστώσεων που εγκαταλείφθηκαν για την περίοδο εμπορίας 2006/2007 στο οικείο κράτος μέλος βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) 320/2006 με το σύνολο των ποσοστώσεων που έχουν οριστεί για το εν λόγω κράτος μέλος στο παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) 318/2006. Η Επιτροπή καθορίζει τον εν λόγω συντελεστή το αργότερο στις 15 Οκτωβρίου 2006.

Εντούτοις, όταν το άθροισμα των συντελεστών υπερβαίνει το 1,0000, το κατώφλι ισούται με την ποσόστωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.»

III — Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και προδικαστικά ερωτήματα

10.

Με απόφαση της 26ης Ιουνίου 2006, σχετικά με τη χορήγηση της ποσόστωσης για την παραγωγή ζάχαρης κατά τις περιόδους εμπορίας 2006/2007 έως και 2014/2015, και με απόφαση της για τη χορήγηση της συμπληρωματικής ποσόστωσης ζάχαρης, το καθού χορήγησε στην προσφεύγουσα συνολική ποσόστωση ζάχαρης 405812,4 τόνων (387326,4 τόνους ποσόστωσης ζάχαρης συν 18486,0 τόνους συμπληρωματικής ποσόστωσης ζάχαρης). Με απόφαση της το καθού καθόρισε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 του κανονισμού 493/2006, όριο (κατώφλι) παραγωγής για τη ζάχαρη ποσόστωσης για την περίοδο εμπορίας 2006/2007. Λόγω αυτής της προληπτικής απόσυρσης, η ποσόστωση της προσφεύγουσας μειώθηκε κατά 57246,84 τόνους.

11.

Με απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2007 ο επικεφαλής του εμπορικού τομέα I της Agrarmarkt Austria (ενός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου στο οποίο ο καθού έχει αναθέσει την εκκαθάριση των χορηγούμενων ενισχύσεων, στο εξής: AMA) επέβαλε στην προσφεύγουσα την πληρωμή της πρώτης δόσης, δηλαδή 30776812,42 ευρώ, του προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης για την περίοδο εμπορίας 2006/2007, το οποίο είχε υπολογιστεί με βάση την αρχική ποσόστωση.

12.

Κατά της απόφασης αυτής η προσφεύγουσα υπέβαλε διοικητική προσφυγή. Με απόφαση της 16ης Απριλίου 2007, τη νομιμότητα της οποίας καλείται να κρίνει το αιτούν δικαστήριο στην κύρια δίκη, το καθού απέρριψε τη διοικητική προσφυγή ως αβάσιμη.

13.

Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι στο πλαίσιο της ένδικης διοικητικής διαφοράς αμφισβητείται αν το ποσό αναδιάρθρωσης κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 320/2006 πρέπει να υπολογιστεί βάσει της συνολικής ποσόστωσης που έχει χορηγηθεί, όπως έπραξε το καθού, ή η ποσόστωση στην οποία στηρίζεται ο υπολογισμός πρέπει να μειωθεί λόγω του κατωφλίου παραγωγής και της συνακόλουθης προληπτικής απόσυρσης. Κατά τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, το ποσό αναδιάρθρωσης πρέπει να υπολογισθεί με βάση μόνο τους 348565,56 τόνους (δηλαδή το πραγματικό ύψος της ποσόστωσης ζάχαρης) και όχι με βάση τους 405812,4 τόνους (δηλαδή την αρχική ποσόστωση, η οποία μειώθηκε στη συνέχεια), δεδομένου μάλιστα ότι η ίδια δεν μπόρεσε να πωλήσει στην αγορά ως ζάχαρη ποσόστωσης τη διαφορά μεταξύ των δύο ποσοτήτων.

14.

Από τη διάταξη περί παραπομπής συνάγεται ότι η προσφεύγουσα υποστηρίζει την άποψη ότι η συνεκτίμηση, στη βάση υπολογισμού του οφειλομένου κατά την περίοδο εμπορίας 2006/2007 ποσού αναδιάρθρωσης, της εν λόγω διαφοράς, η οποία, λόγω της μείωσης των ποσοστώσεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 493/2006, δεν ήταν διαθέσιμη κατά την περίοδο εμπορίας 2006/2007, είναι παράνομη από την άποψη του κοινοτικού δικαίου, διότι παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, η οποία ανάγεται στο πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο, και την απαγόρευση των διακρίσεων του άρθρου 34, παράγραφος 2, ΕΚ.

15.

Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί δεδομένο ότι η προσφεύγουσα δεν είχε δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή ακύρωσης κατά το άρθρο 230 EΚ και μπορεί συνεπώς να επικαλεσθεί στην κύρια δίκη την έλλειψη νομιμότητας πράξης του κοινοτικού δικαίου.

16.

Υπό τις συνθήκες αυτές το Verwaltungsgerichtshof ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 11 του κανονισμού (EΚ) 320/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2006, την έννοια ότι η ποσόστωση ζάχαρης, η οποία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί συνεπεία προληπτικής απόσυρσης κατά το άρθρο 3 του κανονισμού (EΚ) 493/2006 της Επιτροπής, της , πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα:

Συνάδει το άρθρο 11 του κανονισμού (EΚ) 320/2006 με το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο, ιδίως δε με την απαγόρευση των διακρίσεων που απορρέει από το άρθρο 34 EΚ και με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης;»

IV — Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

17.

Η διάταξη της 19ης Νοεμβρίου 2007 για την υποβολή της αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις .

18.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου το Συμβούλιο, η Λιθουανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

19.

Στο πλαίσιο μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας το Δικαστήριο έθεσε εγγράφως ένα ερώτημα στην Επιτροπή, η οποία και απάντησε.

20.

Δεδομένου ότι κανείς από τους μετέχοντες στη διαδικασία δεν ζήτησε τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, μετά τη διοικητική ολομέλεια της 4ης Νοεμβρίου 2008 η υπόθεση κρίθηκε ώριμη για τη διατύπωση προτάσεων από τη γενική εισαγγελέα.

V — Κύρια επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

21.

Τόσο το Συμβούλιο όσο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι το άρθρο 11 του κανονισμού 320/2006 έχει την έννοια ότι για τον υπολογισμό του προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ακόμη και η ποσόστωση ζάχαρης η οποία δεν μπορεί ουσιαστικά να χρησιμοποιηθεί κατόπιν της προληπτικής απόσυρσης από την αγορά κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 493/2006.

22.

Η Λιθουανική Κυβέρνηση υποστηρίζει την αντίθετη ερμηνεία. Κατ’ αυτή, η λέξη «ποσόστωση» στο άρθρο 11 του κανονισμού 320/2006 έχει την έννοια της ποσόστωσης την οποία διαθέτουν πράγματι οι επιχειρήσεις κατά την επίμαχη περίοδο εμπορίας, δηλαδή της ποσόστωσης που απομένει μετά την προληπτική απόσυρση.

23.

Το Συμβούλιο ισχυρίζεται ειδικότερα ότι μόνο η ερμηνεία που προσδίδει στο άρθρο 11 του κανονισμού 320/2006 ανταποκρίνεται στο γράμμα και στο πνεύμα της διάταξης αυτής. Από την εν λόγω διάταξη προκύπτει σαφέστατα ότι το ποσό αναδιάρθρωσης επιβάλλεται για κάθε τόνο της ποσόστωσης που έχει χορηγηθεί στην επιχείρηση, ενώ εξαιρούνται εν όλω ή εν μέρει από την καταβολή του ποσού αναδιάρθρωσης μόνο οι επιχειρήσεις που έχουν παραιτηθεί οριστικά από την ποσόστωσή τους ή έχουν διακόψει οριστικά την παραγωγή. Τα εισπραττόμενα ποσά αποτελούν έσοδα για τα οποία ισχύει η δέσμευση της χρησιμοποίησής τους για τη χρηματοδότηση των ενισχύσεων αναδιάρθρωσης και εγγυώνται τη δημοσιονομική σταθερότητα και ουδετερότητα, υπό την έννοια του κοινοτικού νομοθέτη.

24.

Όσον αφορά το ζήτημα του κύρους της διάταξης αυτής, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι με την απόσυρση επιδιώκεται ένας θεμιτός σκοπός της ΚΟΑ στον τομέα της ζάχαρης, και συγκεκριμένα η διατήρηση της διαρθρωτικής ισορροπίας της αγοράς σε ένα επίπεδο τιμών κοντά στην τιμή αναφοράς. Το ίδιο ισχύει και για το άρθρο 3 του κανονισμού 493/2006, του οποίου η ρύθμιση σχετικά με την προληπτική απόσυρση θεσπίστηκε ως μεταβατικό μέτρο, προκειμένου να βελτιωθεί η ισορροπία της αγοράς στην Κοινότητα χωρίς να δημιουργηθούν νέα αποθέματα ζάχαρης κατά την περίοδο εμπορίας 2006/2007. Επιπλέον, το αρνητικό αποτέλεσμα που έχει για μια επιχείρηση η προληπτική απόσυρση είναι, κατά το Συμβούλιο, μηδαμινό σε σχέση με το θετικό συνολικό αποτέλεσμα που έχει το μέτρο αυτό επί της κοινοτικής αγοράς ζάχαρης. Η μη ύπαρξη πλεονασματικής παραγωγής συνεπάγεται ότι το γενικό επίπεδο τιμών μπορεί να διατηρηθεί κοντά στην τιμή αναφοράς, οπότε ωφελούνται τελικά όλες οι εναπομένουσες στην αγορά επιχειρήσεις.

25.

Κατά το Συμβούλιο, δεν υπάρχει καμία παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων και επισημαίνει συναφώς ότι όλες οι επιχειρήσεις οφείλουν να καταβάλλουν το ποσό αναδιάρθρωσης βάσει των ποσοστώσεων που τους έχουν χορηγηθεί. Σκοπός της κατανομής των ποσοστώσεων και της συνακόλουθης διαχείρισής τους από τα κράτη μέλη, καθώς και των συντελεστών που εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 493/2006, είναι η ομοιόμορφη μείωση των πλεονασμάτων παραγωγής σε όλα τα κράτη μέλη, ώστε να επιτευχθεί ισορροπία στην παραγωγή στην Κοινότητα ως σύνολο. Στην περίπτωση δύο επιχειρήσεων που εδρεύουν σε δύο κράτη μέλη πρόκειται για δύο διαφορετικές καταστάσεις, οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο. Εν πάση περιπτώσει, η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικά, ενόψει του πνεύματος και του σκοπού της ρύθμισης για τους συντελεστές.

26.

Η Επιτροπή διατυπώνει κατ’ ουσία τα ίδια επιχειρήματα με το Συμβούλιο όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 11 του κανονισμού 320/2006.

27.

Σε σχέση με το ζήτημα του κύρους της διάταξης αυτής η Επιτροπή διαπιστώνει καταρχάς ότι η προσφεύγουσα και το αιτούν δικαστήριο δεν εξέφρασαν καμία αμφιβολία ως προς το θεμιτό των σκοπών της μεταρρύθμισης του τομέα της ζάχαρης του 2006. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή εκφράζει την άποψη ότι ενδείκνυται και είναι σκόπιμο να μην εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής του ποσού αναδιάρθρωσης οι ποσότητες εκείνες της ζάχαρης οι οποίες δεν κατέστη μεν δυνατόν, λόγω άλλων μηχανισμών της αγοράς, και ειδικότερα λόγω απόσυρσης, να πωληθούν στο πλαίσιο της ρύθμισης περί ποσοστώσεων κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου εμπορίας, αλλά δεν αποσύρθηκαν οριστικά από την αγορά.

28.

Η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι η χρηματοδότηση των ενισχύσεων προς τον σκοπό της αναδιάρθρωσης μπορεί να επιτευχθεί μόνο εφόσον υπάρχει προβλέψιμη βάση υπολογισμού. Δεύτερον, η παραίτηση από την ποσόστωση κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 493/2006 δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την απόσυρση που προβλέπει το άρθρο 19 του κανονισμού 318/2006. Η παραίτηση αποτελεί μακροπρόθεσμο μέτρο διαρθρωτικής εξυγίανσης της αγοράς, ενώ η απόσυρση συνιστά βραχυπρόθεσμη ρύθμιση για τη στήριξη των τιμών, η οποία δεν συμβάλλει στην αναδιάρθρωση της αγοράς της ζάχαρης. Τρίτον, οι οικονομικές συνέπειες του συνυπολογισμού των ποσοτήτων ζάχαρης που έχουν αποσυρθεί από την αγορά στη βάση υπολογισμού του προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης είναι περιορισμένες. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις, όπως η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, είχαν τη δυνατότητα να περιορίσουν ή ακόμη και να αποφύγουν τις άμεσες οικονομικές συνέπειες της απόσυρσης της περιόδου εμπορίας 2006/2007. Για παράδειγμα, με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα ( 5 ) , η Επιτροπή επισήμανε στους παραγωγούς ζαχαρότευτλων και ζάχαρης, ήδη στις 3 Φεβρουαρίου 2006, ότι, λόγω της προβλεπόμενης κατάστασης της κοινοτικής αγοράς ζάχαρης, ήταν ενδεχόμενο να κάνει χρήση της δυνατότητας θέσπισης του μεταβατικού μέτρου της απόσυρσης από την αγορά, όπως την είχε εξουσιοδοτήσει το Συμβούλιο. Ο κανονισμός 493/2006, με τον οποίο η Επιτροπή επέβαλε την απόσυρση για την περίοδο εμπορίας 2006/2007, δημοσιεύθηκε στη συνέχεια τον Μάρτιο του 2006. Η προσφεύγουσα, ως η μόνη επιχείρηση παραγωγής ζάχαρης στην Αυστρία, είχε τη δυνατότητα να μειώσει την παραγωγή της κατά την οικεία περίοδο εμπορίας, ώστε να αποφύγει τη μεταφορά των αποσυρθεισών ποσοτήτων ζάχαρης ή την πώλησή τους εκτός ποσόστωσης.

29.

Όσον αφορά την αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας αφορά τον συντελεστή που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο β’, του κανονισμού 493/2006, ενώ το προδικαστικό ερώτημα έχει ως μόνο αντικείμενο το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 320/2006. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αυτή η εφαρμογή της απόσυρσης κατά την περίοδο εμπορίας 2006/2007, η οποία στηρίζεται στην εξουσιοδότηση για τη μεταβατική περίοδο, δεν αποτελεί, καθαυτή, αντικείμενο της αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα διαφορετικά αποτελέσματα της εφαρμογής της ρύθμισης είτε δεν συνιστούν άνιση μεταχείριση ή έστω μπορούν να δικαιολογηθούν αντικειμενικά. Το γεγονός ότι λαμβάνεται υπόψη η παραίτηση από τις ποσοστώσεις στο επίπεδο των κρατών μελών οφείλεται στο ότι, μέχρι τη λήξη του καθεστώτος των ποσοστώσεων στον τομέα της ζάχαρης κατά την περίοδο εμπορίας 2014/2015, οι ποσοστώσεις ζάχαρης χορηγούνται στα κράτη μέλη, τα οποία στη συνέχεια τις κατανέμουν στις επιχειρήσεις που εδρεύουν εντός του εδάφους τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο κοινοτικός νομοθέτης έκρινε ότι, για να επιτευχθεί όσο το δυνατόν αρτιότερα ο σκοπός της αναδιάρθρωσης της αγοράς ζάχαρης κατά τη μεταβατική περίοδο, η οριστική παραίτηση από τις ποσοστώσεις θα έπρεπε επίσης να οργανωθεί σε επίπεδο κρατών μελών.

30.

Κατά τη Λιθουανική Κυβέρνηση, το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 320/2006 δεν ορίζει σαφώς ποια ποσόστωση εννοεί: την αρχικώς χορηγηθείσα ποσόστωση ή τη χορηγηθείσα κατόπιν του μέτρου της προληπτικής απόσυρσης. Η εν λόγω κυβέρνηση υποστηρίζει επίσης ότι από το άρθρο 11, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 320/2006 δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι επιχειρήσεις που δεν έχουν παραιτηθεί από ποσοστώσεις οφείλουν να καταβάλλουν εισφορές υπολογιζόμενες βάσει της συνολικής αρχικής ποσόστωσης.

31.

Κατά τα λοιπά, η εν λόγω κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι αποσυρθείσες ποσότητες ζάχαρης δεν μπορούν να πωλούνται εντός ποσόστωσης και ότι οι δυνατότητες που παρέχει το άρθρο 19, παράγραφος 3, του κανονισμού 318/2006 δεν επιτρέπουν να εξομοιώνεται με ποσόστωση ζάχαρης η ποσότητα κατά την οποία μειώνεται η ποσόστωση λόγω της προληπτικής απόσυρσης.

32.

Αν το άρθρο 11 του κανονισμού 320/2006 ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι στη βάση υπολογισμού του προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης περιλαμβάνεται και η ποσόστωση ζάχαρης που δεν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί λόγω προληπτικής απόσυρσης κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 493/2006, το σύστημα αυτό υπολογισμού του προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητα υψηλή οικονομική επιβάρυνση και, συνεπώς, σε αθέμιτη φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων. Η Λιθουανική Κυβέρνηση, παραπέμποντας στην απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, C-5/06 και C-23/06 έως C-36/06, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ. ( 6 ), τονίζει ότι, παρά την ευρεία διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν τα κοινοτικά όργανα στο πεδίο της γεωργικής πολιτικής, δεν επιτρέπεται η επιβάρυνση των παραγωγών να υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με την επιβολή του φορολογικού ή άλλου τέλους.

33.

Η ερμηνεία αυτή θα οδηγούσε εξάλλου, κατά τη Λιθουανική Κυβέρνηση πάντα, σε άνιση μεταχείριση, αφού η προληπτική απόσυρση πραγματοποιείται με την εφαρμογή διαφορετικών συντελεστών στα κράτη μέλη και η μείωση των ποσοστώσεων για τις επιχειρήσεις που εδρεύουν σε ένα κράτος μέλος ενδέχεται να είναι τελικά μικρότερη από ό,τι για τις εδρεύουσες σε άλλο κράτος μέλος, και μάλιστα ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων αυτών. Το αποτέλεσμα είναι η στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς και η αδικαιολόγητα άνιση μεταχείριση των επιχειρήσεων που δεν έχουν αποσυρθεί από την αγορά.

VI — Νομική εκτίμηση

Α — Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

34.

Με τους κανονισμούς 318/2006 και 320/2006 του Συμβουλίου και τον κανονισμό 493/2006 της Επιτροπής ο κοινοτικός νομοθέτης κίνησε μια διαδικασία ριζικής μεταρρύθμισης της οργάνωσης της ευρωπαϊκής αγοράς ζάχαρης. Με τη νέα ρύθμιση, η οποία άρχισε να ισχύει την 1η Ιουλίου 2006, ένα σύστημα που είχε παραμείνει ουσιαστικά αμετάβλητο επί 40 σχεδόν έτη ( 7 ) συμπεριελήφθη στη γενική μεταρρύθμιση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ) ( 8 ).

35.

Σκοπός της νέας αυτής ρύθμισης είναι η διασφάλιση των μακροπρόθεσμων μελλοντικών προοπτικών της παραγωγής ζάχαρης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η προώθηση της ανταγωνιστικότητάς της και του προσανατολισμού της προς την αγορά και η ενίσχυση της θέσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τρέχοντα γύρο των διαπραγματεύσεων για το παγκόσμιο εμπόριο. Τα βασικά στοιχεία της μεταρρύθμισης είναι η μείωση της εγγυημένης ελάχιστης τιμής για τη ζάχαρη, αντισταθμιστικές πληρωμές προς τους γεωργούς και ένα ταμείο αναδιάρθρωσης ως κίνητρο προκειμένου οι λιγότερο ανταγωνιστικοί παραγωγοί ζάχαρης να διακόψουν οριστικά την παραγωγή. Η χρηματοδότηση του καθεστώτος αναδιάρθρωσης εξασφαλίζεται με την επιβολή ειδικού ποσού αναδιάρθρωσης επί όλων των ποσοστώσεων γλυκαντικών ουσιών.

36.

Το κύριο αντικείμενο της υπό κρίση υπόθεσης έγκειται στη νομική εξέταση των τρόπων υπολογισμού του προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης, τη νομιμότητα των οποίων αμφισβητεί η προσφεύγουσα, η οποία υπόκειται στην καταβολή του εν λόγω ποσού. Η αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης έχει την έννοια ότι με το πρώτο ερώτημα ζητείται η ερμηνεία του άρθρου 11 του κανονισμού 320/2006 ως κοινοτικής νομικής βάσης για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης του κράτους μέλους, ενώ με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ζητείται να εξεταστεί το κύρος της διάταξης αυτής.

Β — Επί του πρώτου ερωτήματος

37.

Όσον αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι το γράμμα της διάταξης είναι πάντοτε, σύμφωνα με τις παραδοσιακές ερμηνευτικές αρχές, η αφετηρία και ταυτόχρονα το όριο κάθε ερμηνείας ( 9 ). Μεταξύ των άλλων ερμηνευτικών μεθόδων που, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να χρησιμοποιούνται από τους εφαρμόζοντες το δίκαιο, προκειμένου να εξακριβώνεται το ρυθμιστικό περιεχόμενο μιας διάταξης του κοινοτικού δικαίου, καταλέγονται η συστηματική, η τελολογική και η ιστορική ερμηνεία.

38.

Από το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 320/2006 προκύπτει καταρχάς ότι «οι επιχειρήσεις στις οποίες έχει χορηγηθεί ποσόστωση» καταβάλλουν προσωρινό ποσό αναδιάρθρωσης ανά περίοδο εμπορίας και «ανά τόνο ποσόστωσης». Η διάταξη αυτή δεν κάνει ρητά λόγο για το μέρος της ποσόστωσης για το οποίο έχει πράγματι παραγάγει ζάχαρη ο παραγωγός, όπως προφανώς δέχεται η προσφεύγουσα, αλλά για ολόκληρη την ποσόστωση που έχει χορηγηθεί στην οικεία επιχείρηση ( 10 ). Το γεγονός αυτό επισημαίνεται ορθά από την Επιτροπή και το Συμβούλιο. Η διάταξη αυτή συναρτά συνεπώς την υποχρέωση καταβολής του προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης αποκλειστικά προς τη χορήγηση ποσόστωσης κατά την οικεία περίοδο εμπορίας, χωρίς καμία διαφοροποίηση και χωρίς να ενδιαφέρεται για την τύχη της ποσότητας ζάχαρης που παρήχθη πράγματι. Επομένως, σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, οι εκ των υστέρων μεταβολές της ποσόστωσης δεν έχουν καμία σημασία για τον υπολογισμό του προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης.

39.

Η μοναδική εξαίρεση, η οποία προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της εν λόγω διάταξης, το οποίο προβλέπει την απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης, αφορά ρητά μόνο τις ποσοστώσεις «τις οποίες έχει αποποιηθεί μια επιχείρηση κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου εμπορίας σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1». Πρόκειται για την οριστική παραίτηση από την ποσόστωση ή από τμήματά της σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 320/2006, η οποία όμως ούτε καλύπτει, με βάση το γράμμα της, την απόσυρση κατά το άρθρο 19 του κανονισμού 318/2006 ούτε μπορεί να εξομοιωθεί με αυτή.

40.

Αν δηλαδή ο μηχανισμός της παραίτησης από την ποσόστωση συγκριθεί με τον μηχανισμό της απόσυρσης, είναι προφανές ότι οι μηχανισμοί αυτοί διαφέρουν ριζικά τόσο από την άποψη του τρόπου λειτουργίας τους, όσο και από την άποψη του σκοπού τους. Ενώ ο πρώτος έχει ως αντικείμενο την οριστική παραίτηση από την ποσόστωση, καθώς και τον περιορισμό των εγκαταστάσεων παραγωγής ή τη διακοπή της λειτουργίας τους, ο δεύτερος συνεπάγεται απλώς την προσωρινή απόσυρση της οικείας ποσότητας ζάχαρης από την αγορά, την αποθήκευσή της ή την πώλησή της εκτός ποσοστώσεων. Ο διαφορετικός αυτός τρόπος λειτουργίας οφείλεται στον διαφορετικό σκοπό που επιδιώκει καθεμία από τις εφαρμοστέες διατάξεις.

41.

Η παραίτηση των επιχειρήσεων ζάχαρης με τη χαμηλότερη παραγωγικότητα από τις ποσοστώσεις, εφόσον είναι ενδεδειγμένη από κοινωνική και περιβαλλοντική άποψη, αποτελεί ένα από τα μέσα της αναδιάρθρωσης του τομέα της ζάχαρης η οποία επιδιώκεται με τον κανονισμό 320/2006. Από την πρώτη και την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι η καταβολή της κατάλληλης ενίσχυσης αναδιάρθρωσης στις επιχειρήσεις ζάχαρης με τη χαμηλότερη παραγωγικότητα θα αποτελέσει κανονικά αποτελεσματικό οικονομικό κίνητρο για την εγκατάλειψη της παραγωγής ζάχαρης εντός ποσόστωσης και για την αποποίηση των αντίστοιχων ποσοστώσεων. Σκοπός της ενίσχυσης αυτής είναι, σύμφωνα με τη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη, να καταστεί δυνατόν αφενός να μειωθεί η παραγωγή στον βαθμό που απαιτείται για να επιτευχθεί ισορροπία στην αγορά της Κοινότητας και αφετέρου να μειωθούν σαφώς οι μη αποδοτικές ικανότητες παραγωγής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα ποσά αυτά χαρακτηρίζονται στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού ως «έσοδα για ειδικό προορισμό», τα οποία διαφέρουν από τις επιβαρύνσεις που είναι ήδη γνωστές στο πλαίσιο της ΚΟΑ στον τομέα της ζάχαρης.

42.

Η αναδιάρθρωση του τομέα της ζάχαρης αποσκοπεί στην επίτευξη ορισμένων μακροπρόθεσμων στόχων της κοινοτικής πολιτικής, οι οποίοι συνίστανται, όπως προκύπτει από την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 320/2006, στην ευθυγράμμιση του κοινοτικού συστήματος παραγωγής και εμπορίου ζάχαρης με τις διεθνείς απαιτήσεις ( 11 ) και στη διασφάλιση της μελλοντικής ανταγωνιστικότητας του τομέα.

43.

Αντίθετα, η απόσυρση από την αγορά αποτελεί μέσο στήριξης των τιμών, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, και την εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 318/2006, αποσκοπεί στη διατήρηση της διαρθρωτικής ισορροπίας σε ένα επίπεδο τιμών κοντά στην τιμή αναφοράς. Το ίδιο συμβαίνει και με το άρθρο 3 του κανονισμού 493/2006, του οποίου η ρύθμιση σχετικά με την προληπτική απόσυρση θεσπίστηκε, σύμφωνα με την έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, ως μεταβατικό μέτρο, προκειμένου να βελτιωθεί η ισορροπία της αγοράς στην Κοινότητα χωρίς να δημιουργηθούν νέα αποθέματα ζάχαρης κατά την περίοδο εμπορίας 2006/2007.

44.

Επομένως, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 320/2006 έχει την έννοια ότι ακόμη και η ποσόστωση ζάχαρης η οποία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί συνεπεία προληπτικής απόσυρσης κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 493/2006 της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2006, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης.

Γ — Επί του δεύτερου ερωτήματος

45.

Εφόσον η διαδικασία έκδοσης προδικαστικής απόφασης κατά το άρθρο 234, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β’, ΕΚ αφορά την εξέταση του κύρους μιας διάταξης του παράγωγου δικαίου, η έκταση του ελέγχου στον οποίο θα προβεί το Δικαστήριο καθορίζεται καταρχήν από το εθνικό δικαστήριο με το προδικαστικό ερώτημά του ( 12 ).

46.

Όπως αναφέρθηκε στο εισαγωγικό μέρος, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ζητείται ρητά να εξεταστεί η συμβατότητα του άρθρου 11 του κανονισμού 320/2006 με υπέρτερης ισχύος δίκαιο, και συγκεκριμένα με την κοινοτική αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και την απορρέουσα από το άρθρο 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων. Επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι όλα όσα εκτίθενται στη διάταξη περί παραπομπής, στα οποία περιλαμβάνονται οι αιτιάσεις που διατύπωσε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της κύριας δίκης ( 13 ), αφορούν την επιτακτική αρχή της αναλογικότητας και την απαγόρευση των διακρίσεων.

47.

Αν η αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης ερμηνευθεί ορθά, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία την εξέταση του συμβατού του άρθρου 11 του κανονισμού 320/2006 με τις δύο τελευταίες αυτές αρχές. Για τον λόγο αυτό προτείνω την ανάλογη αναδιατύπωση του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος.

1. Ο ισχυρισμός περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

α) Η διακριτική ευχέρεια του κοινοτικού νομοθέτη στο πλαίσιο της ΚΓΠ

48.

Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία καταλέγεται μεταξύ των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου και έχει αναγνωριστεί επανειλημμένα νομολογιακά από το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο της ΚΓΠ, οι πράξεις των κοινοτικών θεσμικών οργάνων δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν τα όρια του ενδεδειγμένου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει νομίμως η οικεία ρύθμιση. Εφόσον υφίσταται συναφώς δυνατότητα επιλογής μεταξύ πλειόνων ενδεδειγμένων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές· εξάλλου, οι προκύπτουσες αρνητικές συνέπειες δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς ( 14 ).

49.

Το Δικαστήριο έχει πάντως δεχτεί επίσης ότι ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει, στο πεδίο της ΚΓΠ, ευρεία διακριτική ευχέρεια, η οποία αντιστοιχεί στις πολιτικές ευθύνες που του αναθέτουν τα άρθρα 34 ΕΚ έως 37 ΕΚ. Ο λόγος είναι ότι ο νομοθέτης καλείται, κατά την εφαρμογή της ΚΓΠ, μεταξύ άλλων στον τομέα της ζάχαρης, να εκτιμά περίπλοκες οικονομικές καταστάσεις και να λαμβάνει αποφάσεις οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής φύσης ( 15 ). Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν το σχετικό μέτρο ενέχει πρόδηλο σφάλμα ή κατάχρηση εξουσίας ή αν το σχετικό όργανο προδήλως υπερέβη τα όρια της διακριτικής του ευχέρειας ( 16 ).

50.

Κατά το Δικαστήριο, από την ευρεία αυτή διακριτική ευχέρεια προκύπτει, όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, ότι η νομιμότητα μέτρου που θεσπίστηκε στον τομέα της ΚΓΠ θίγεται μόνον αν το μέτρο αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με την επίτευξη του στόχου που επιδιώκεται από το αρμόδιο κοινοτικό όργανο ( 17 ). Το ζήτημα δεν είναι δηλαδή αν το μέτρο που θεσπίστηκε από τον νομοθέτη ήταν το μόνο ή το καλύτερο δυνατό, αλλά αν ήταν προδήλως ακατάλληλο ( 18 ).

51.

Όπως όμως τόνισε ορθά η γενική εισαγγελέας E. Sharpston με τις προτάσεις της της 14ης Ιουνίου 2007 στην υπόθεση Zuckerfabrik Jülich ( 19 ), η νομολογία αυτή δεν έχει την έννοια ότι το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι παρέχονται απεριόριστες δυνατότητες στον κοινοτικό νομοθέτη. Το Δικαστήριο δεν απέκλεισε τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της εκ μέρους των κοινοτικών οργάνων άσκησης της ευρείας διακριτικής τους ευχέρειας. Προκειμένου ο έλεγχος αυτός να έχει πρακτική αποτελεσματικότητα, πρέπει το Δικαστήριο να μπορεί να παρεμβαίνει σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως π.χ. όταν οι παραγωγοί υφίστανται δυσανάλογη επιβάρυνση λόγω της υποχρέωσής τους για καταβολή υπερβολικά υψηλών εισφορών.

52.

Στη συνέχεια θα εξετάσω κατά πόσον η υποχρέωση των παραγωγών να καταβάλλουν το ποσό αναδιάρθρωσης κατά το άρθρο 11 του κανονισμού 320/2006 είναι, αν ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις για τις οποίες έγινε λόγος ενώπιον του Δικαστηρίου, αναγκαία για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών καθώς και κατά πόσον συνιστά δυσανάλογη επιβάρυνση των παραγωγών.

β) Εξακρίβωση της έκτασης του ελέγχου

53.

Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει, με τη διάταξή του, στην επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σχετικά με την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, χωρίς να εκθέσει λεπτομερώς τις αμφιβολίες σχετικά με το κύρος του άρθρου 11 του κανονισμού 320/2006. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται βασικά ότι η ζάχαρη που παράγεται καθ’ υπέρβαση του κατωφλίου παραγωγής δεν μπορεί, ούτως ή άλλως, να πωληθεί ως ζάχαρη ποσόστωσης. Το γεγονός ότι το ποσό αναδιάρθρωσης υπολογίζεται για ολόκληρη την ποσόστωση, δηλαδή χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ποσόστωση που αποσύρεται από την αγορά λόγω του μέτρου της προληπτικής απόσυρσης, έχει ως συνέπεια ότι η πραγματική καθαρή τιμή αναφοράς μειώνεται για τους παραγωγούς κάτω από το ποσό των 505,50 ευρώ και πρέπει να επιτευχθεί με την πώληση χαμηλότερης ποσότητας ζάχαρης ποσόστωσης. Επιπλέον, η αποσυρόμενη ποσόστωση θεωρείται ως πρώτη ποσόστωση της επόμενης περιόδου εμπορίας 2007/2008, οπότε λαμβάνεται και πάλι υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού αναδιάρθρωσης. Το τελευταίο επιχείρημα της προσφεύγουσας είναι ότι η επίμαχη ρύθμιση, παρά τον διακηρυσσόμενο στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη σκοπό του προσπορισμού οφελών στις επιχειρήσεις που υπέχουν την υποχρέωση καταβολής του ποσού αναδιάρθρωσης, έχει αντίθετα ως αποτέλεσμα να μην ωφελούνται ποτέ από την καταβολή του ποσού αυτού οι επιχειρήσεις με μειωμένες ποσοστώσεις.

54.

Καταρχάς επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε η προσφεύγουσα ούτε το αιτούν δικαστήριο θέτουν ζήτημα νομιμότητας των σκοπών που επιδιώκονται με τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ για τη ζάχαρη που πραγματοποιήθηκε το 2006. Δεν αμφισβητείται άλλωστε ούτε η καταλληλότητα του μηχανισμού με τον οποίο ο κοινοτικός νομοθέτης επιδιώκει την παροχή οικονομικού κινήτρου για την οριστική παραίτηση των επιχειρήσεων ζάχαρης με τη χαμηλότερη παραγωγικότητα από τις ποσοστώσεις. Ούτε αμφισβητείται εξάλλου το ότι το καθεστώς της αναδιάρθρωσης θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί από τις επιχειρήσεις που θα απομείνουν στην αγορά και θα ωφεληθούν τελικά από την αναδιάρθρωση.

55.

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, θεωρώ ενδεδειγμένη και σκόπιμη την καταβολή του ποσού αναδιάρθρωσης αποκλειστικά και μόνο από τις επιχειρήσεις εκείνες που έχουν την πρόθεση και την ικανότητα να συνεχίσουν να παράγουν ζάχαρη υπό συνθήκες ανταγωνισμού, δεδομένου μάλιστα ότι οι επιχειρήσεις αυτές ωφελούνται τελικά από την απόσυρση των λιγότερο παραγωγικών ανταγωνιστών τους και από τη συνακόλουθη εξυγίανση της αγοράς. Ομοίως, είναι ενδεδειγμένο και σκόπιμο να απαλλάσσονται από αυτή την υποχρέωση καταβολής εισφοράς και να λαμβάνουν αντίθετα την προσήκουσα ενίσχυση αναδιάρθρωσης οι επιχειρήσεις ζάχαρης με τη χαμηλότερη παραγωγικότητα που είναι διατεθειμένες να αποποιηθούν την ποσόστωσή τους ή να παραιτηθούν από αυτή και να διακόψουν οριστικά την παραγωγή ζάχαρης. Επομένως, η χορήγηση ποσόστωσης κατά το άρθρο 11 του κανονισμού 320/2006 είναι το ενδεδειγμένο στοιχείο αναφοράς για τη θεμελίωση της υποχρέωσης καταβολής του ποσού αναδιάρθρωσης.

56.

Το κυριότερο ζήτημα που ανακύπτει πάντως εν προκειμένω είναι αν, ενόψει του σκοπού της αναδιάρθρωσης, μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογο το γεγονός ότι δεν εξαιρούνται από την καταβολή του ποσού αναδιάρθρωσης οι ποσότητες ζάχαρης οι οποίες, λόγω άλλων μηχανισμών της αγοράς, και ειδικότερα λόγω απόσυρσης, δεν μπορούν να πωληθούν στο πλαίσιο της ρύθμισης περί ποσοστώσεων κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου εμπορίας.

γ) Εκτίμηση των διατυπωθέντων επιχειρημάτων

i) Ανάγκη ύπαρξης προβλέψιμης βάσης υπολογισμού

57.

Το Συμβούλιο και η Επιτροπή τονίζουν καταρχάς την ανάγκη ύπαρξης προβλέψιμης βάσης υπολογισμού, προκειμένου να διασφαλιστεί η αυτοχρηματοδότηση του συστήματος αναδιάρθρωσης. Ο σκοπός της ρύθμισης για το προσωρινό ποσό αναδιάρθρωσης, ο οποίος έγκειται στην έγκριση όλων των αιτήσεων χορήγησης ενισχύσεων, δεν επιτρέπεται να διακυβεύεται από ένα στοιχείο αβεβαιότητας, όπως είναι π.χ. η έλλειψη επαρκών πόρων του ταμείου αναδιάρθρωσης. Αν στη βάση υπολογισμού αυτή δεν περιλαμβάνονταν όλες οι χορηγηθείσες ποσοστώσεις, αλλά μόνο οι ποσότητες ζάχαρης που παράγονται πράγματι εντός ποσόστωσης ή ακόμη και οι ποσότητες ζάχαρης που υπόκεινται σε απόσυρση, ο εν λόγω σκοπός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί και ορισμένες από τις αιτήσεις θα έπρεπε ενδεχομένως να απορρίπτονται.

58.

Η Επιτροπή τονίζει επίσης ότι το γεγονός ότι το ποσό αναδιάρθρωσης συναρτάται προς τις αφηρημένα χορηγηθείσες ποσοστώσεις και όχι προς τις πράγματι παραχθείσες ποσοστώσεις οφείλεται στο ότι οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης, οι οποίες χορηγούνται στις επιχειρήσεις που αποποιούνται οριστικά τις ποσοστώσεις τους, καταβάλλονται και αυτές ανεξάρτητα από το ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν θα μπορούσαν, λόγω απόσυρσης από την αγορά, να εξαντλήσουν ορισμένα τμήματα των ποσοστώσεων αυτών εντός μιας περιόδου εμπορίας.

59.

Κατά τη γνώμη μου, οι λόγοι προϋπολογισμού, των οποίων έγινε επίκληση, και η ανάγκη αυτοχρηματοδότησης του συστήματος αναδιάρθρωσης αποτελούν επαρκώς βάσιμα επιχειρήματα υπέρ του υπολογισμού του ποσού αναδιάρθρωσης βάσει της αφηρημένα χορηγηθείσας ποσόστωσης. Η μέθοδος αυτή διασφαλίζει αφενός μεν τη σταθερότητα των εσόδων του ταμείου αναδιάρθρωσης, αφετέρου δε τη δημοσιονομική επίσης ισορροπία εσόδων και δαπανών, πράγμα που όχι μόνο αποτελεί βασική αρχή του κοινοτικού δικαίου που διέπει τον προϋπολογισμό, αλλά είναι επιπλέον αναγκαίο ( 20 ), αν ληφθεί υπόψη ότι οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης, τις οποίες δικαιούται καταρχήν κάθε παραγωγός, υπολογίζονται επίσης με βάση τις αφηρημένα χορηγούμενες ποσοστώσεις. Ο καθορισμός ενιαίων κριτηρίων υπολογισμού για το ποσό αναδιάρθρωσης και τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης ανταποκρίνεται στην επιδίωξη αποφυγής του ενδεχομένου μονομερούς αύξησης των δαπανών και ανεπαρκούς ταυτόχρονα χρηματοδότησης του ταμείου αναδιάρθρωσης.

60.

Εξάλλου, η Επιτροπή, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Δικαστηρίου με έγγραφο της 11ης Δεκεμβρίου 2008, στο οποίο είχε επισυνάψει πίνακα των προβλεπόμενων και πραγματικών εσόδων και δαπανών του ταμείου αναδιάρθρωσης, απέδειξε ότι διασφαλίζεται η αυτοχρηματοδότηση του συστήματος αναδιάρθρωσης, καθόσον τα προβλεπόμενα και τα πραγματοποιούμενα έσοδα δεν υπερβαίνουν υπερβολικά τις δαπάνες ( 21 ).

ii) Προσωρινός χαρακτήρας της απόσυρσης

61.

Στη συνέχεια το Συμβούλιο και η Επιτροπή τονίζουν τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ της απόσυρσης ως βραχυπρόθεσμης ρύθμισης προς στήριξη των τιμών και της αποποίησης των ποσοστώσεων ως μακροπρόθεσμου μέτρου για τη διαρθρωτική εξυγίανση της αγοράς. Όπως εκθέτουν ορθά, η απόσυρση δεν έχει σε καμία περίπτωση ως συνέπεια την οριστική απώλεια της ποσόστωσης ( 22 ). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιχείρηση δεν μπορεί να πωλήσει τις υποκείμενες σε απόσυρση ποσότητες ζάχαρης κατά την οικεία περίοδο εμπορίας στο πλαίσιο του καθεστώτος των ποσοστώσεων. Εξακολουθεί όμως να δικαιούται αυτό το τμήμα της ποσόστωσης. Επομένως, είναι ελεύθερη είτε να πωλήσει αυτό το τμήμα της ποσόστωσης στην παγκόσμια αγορά ( 23 ) είτε να το μεταφέρει στην επόμενη περίοδο εμπορίας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η ποσόστωση μπορεί να εξαντληθεί στο πλαίσιο πάλι του καθεστώτος των ποσοστώσεων, διότι η συγκεκριμένη ποσότητα ζάχαρης η οποία αποσύρθηκε κατά την πρώτη περίοδο εμπορίας ισχύει ως πρώτη παραγωγή της επόμενης περιόδου εμπορίας. Τούτο προκύπτει ρητά από το άρθρο 19, παράγραφος 3, του κανονισμού 318/2006.

62.

Αντίθετα από την άποψη της προσφεύγουσας, η οποία παρατίθεται στη διάταξη περί παραπομπής ( 24 ), η υποχρέωση καταβολής την οποία προβλέπει το άρθρο 11 του κανονισμού 320/2006 δεν δημιουργεί πρόσθετη επιβάρυνση για τους παραγωγούς ζάχαρης, διότι ο μηχανισμός της απόσυρσης κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 493/2006 δεν οδηγεί, σύμφωνα με τις εξηγήσεις της Επιτροπής, στην επιβάρυνση π.χ. της ίδιας ποσόστωσης επί δύο διαδοχικές περιόδους εμπορίας. Αντίθετα, κάθε περίοδος εμπορίας εξετάζεται μεμονωμένα και σε κάθε περίοδο εμπορίας το προσωρινό ποσό αναδιάρθρωσης επιβάλλεται για τη συνολική χορηγηθείσα ποσόστωση. Συναφώς δεν έχει καμία σημασία αν η συγκεκριμένη ποσότητα ζάχαρης παρήχθη κατά την πρώτη περίοδο εμπορίας ή κατά την επόμενη.

iii) Προβλέψιμες οικονομικές συνέπειες για τους θιγόμενους παραγωγούς

63.

Επιπλέον, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εκθέτουν ότι οι ενδεχόμενες αρνητικές οικονομικές συνέπειες του συνυπολογισμού των αποσυρόμενων ποσοτήτων ζάχαρης στη βάση υπολογισμού του προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης είναι περιορισμένες, αλλά και ότι, εν πάση περιπτώσει, αντισταθμίζονται από τα οφέλη που απορρέουν από την απόσυρση.

64.

Συμφωνώ βέβαια με την προσφεύγουσα ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μην μπορεί πάντα να επιτευχθεί η τιμή αναφοράς για τη ζάχαρη που, λόγω μέτρου απόσυρσης, παρήχθη καθ’ υπέρβαση του ορίου παραγωγής και δεν μπορεί να πωληθεί ως ζάχαρη ποσόστωσης πριν από την επόμενη περίοδο εμπορίας. Το Συμβούλιο πάντως επισημαίνει συναφώς ότι, κατόπιν της κατάργησης της τιμής παρέμβασης κατά τη μεταρρύθμιση της ΚΟΑ για τη ζάχαρη το 2006, ο κανονισμός 318/2006 δεν εγγυάται πλέον την πώληση σε ορισμένη τιμή αναφοράς. Επιπλέον, το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι η τιμή παρέμβασης για τη ζάχαρη ποσόστωσης ανέρχεται στο 80% και όχι στο 100% της τιμής αναφοράς.

65.

Οι παραγωγοί δεν μπορούν συνεπώς να προσδοκούν ότι θα επιτυγχάνουν πάντα την τιμή αναφοράς. Η πώληση της ζάχαρης όμως εξαρτάται, σε τελική ανάλυση, από πολλούς οικονομικούς παράγοντες. Συγκεκριμένα, η πραγματική τιμή της αγοράς εξαρτάται πρωτίστως από την προσφορά και τη ζήτηση, οπότε ο παραγωγός ενδέχεται, υπό ορισμένες περιστάσεις, να επιτύχει ακόμη και υψηλότερη τιμή από την τιμή αναφοράς για τις ποσότητες ζάχαρης που υπόκεινται σε απόσυρση από την αγορά.

66.

Συμφωνώ επίσης με τον ισχυρισμό του Συμβουλίου και της Επιτροπής ότι το μέτρο της απόσυρσης από την αγορά αποβαίνει τελικά προς όφελος των παραγωγών. Ο σκοπός του μηχανισμού της απόσυρσης έγκειται, όπως αναφέρθηκε παραπάνω ( 25 ), στη διατήρηση της τιμής της ζάχαρης σε επίπεδο που να προσεγγίζει την τιμή αναφοράς, δηλαδή σε επίπεδο υψηλότερο από το επίπεδο παρέμβασης. Έτσι, οι ενδεχόμενες ζημίες που προκαλεί άμεσα η απόσυρση αντισταθμίζονται έμμεσα, εν πάση περιπτώσει, από τη γενική άνοδο της τιμής για τη ζάχαρη ποσόστωσης, την οποία ακριβώς μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα η εφαρμογή του μέτρου αυτού.

67.

Ως τελείως αστήρικτος πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η απόσυρση αφορά κυρίως τους παραγωγούς που μπορούν να αντιμετωπίσουν άνετα τον ανταγωνισμό. Αντίθετα, η απόσυρση αφορά όλες τις επιχειρήσεις στις οποίες έχουν χορηγηθεί ποσοστώσεις. Αυτό το σημείο αναφοράς είναι όμως, καθαυτό, ουδέτερο, διότι δεν προβαίνει σε καμία διαφοροποίηση, ανάλογα με την παραγωγικότητα ή την ανταγωνιστικότητα των οικείων επιχειρήσεων. Όλες οι επιχειρήσεις υπόκεινται επομένως στις ίδιες συνθήκες ανταγωνισμού, ανεξάρτητα από την παραγωγικότητά τους. Κατά συνέπεια, η αιτίαση για δυσμενή διάκριση και στρέβλωση του ανταγωνισμού δεν έχει κανένα έρεισμα.

68.

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, οι επιχειρήσεις, όπως είναι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, δεν απαλλάσσονται από την τήρηση της γενικής υποχρέωσής τους να επιδεικνύουν επιμέλεια ( 26 ) προς ίδιο συμφέρον, λόγω της οποίας έχουν ειδικότερα την υποχρέωση αποτροπής, κατά το δυνατόν, των αρνητικών οικονομικών συνεπειών που προκύπτουν ενδεχομένως από την απόσυρση. Οι επιχειρήσεις αυτές πρέπει δηλαδή να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και η προσαρμογή της παραγωγής, μόλις προαναγγέλλεται, με ανακοίνωση της Επιτροπής, η λήψη μέτρου απόσυρσης. Για παράδειγμα, με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα ( 27 ), η Επιτροπή επισήμανε στις 3 Φεβρουαρίου 2006 ότι, λόγω της προβλεπόμενης κατάστασης της κοινοτικής αγοράς ζάχαρης κατά την περίοδο εμπορίας 2006/2007, ήταν ενδεχόμενο να κάνει χρήση της δυνατότητας θέσπισης του μεταβατικού μέτρου της απόσυρσης κατ’ εξουσιοδότηση του Συμβουλίου. Ο κανονισμός 493/2006, με τον οποίο η Επιτροπή επέβαλε την απόσυρση για την εν λόγω περίοδο εμπορίας, δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2006. Η προσφεύγουσα είχε συνεπώς τότε τη δυνατότητα να μειώσει την παραγωγή της για την επίμαχη περίοδο εμπορίας ( 28 ) μέχρι την ανάλογη ποσότητα, ώστε να αποφύγει τη μεταφορά των αποσυρθεισών ποσοτήτων ζάχαρης ή την πώλησή τους εκτός ποσόστωσης.

δ) Συμπέρασμα

69.

Από όλα αυτά προκύπτει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης έλαβε υπόψη, κατά τον καθορισμό των μεθόδων υπολογισμού του ποσού αναδιάρθρωσης, όλα τα ουσιώδη στοιχεία, μεταξύ των οποίων και τα σχετικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα για τις επιχειρήσεις.

70.

Η χρησιμοποίηση της αφηρημένα χορηγούμενης ποσόστωσης, κατά το άρθρο 11 του κανονισμού 320/2006, ως βάσης για τον υπολογισμό του ποσού αναδιάρθρωσης δεν είναι, αν ληφθούν υπόψη ο σκοπός της αναδιάρθρωσης του τομέα της ζάχαρης και η ευρεία διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στον κοινοτικό νομοθέτη στο πεδίο της ΚΓΠ, προδήλως ακατάλληλη ούτε συνιστά δυσανάλογη επιβάρυνση των παραγωγών.

2. Ο ισχυρισμός περί παραβιάσεως της απαγόρευσης των διακρίσεων

α) Εξακρίβωση της έκτασης του ελέγχου

71.

Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η κατά το άρθρο 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ απαγόρευση των διακρίσεων μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών εντός της Κοινότητας απαιτεί να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο παρεμφερείς καταστάσεις ούτε κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός και αν μια τέτοιου είδους μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικά ( 29 ). Τα μέτρα συνεπώς που λαμβάνονται στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης αγορών, μεταξύ των οποίων καταλέγονται και οι μηχανισμοί παρέμβασης, δεν είναι δυνατόν να διαφοροποιούνται ανάλογα με τις περιοχές και τις λοιπές συνθήκες παραγωγής ή κατανάλωσης παρά μόνο βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, τα οποία εξασφαλίζουν την ισόρροπη κατανομή των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων μεταξύ των ενδιαφερόμενων, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ των εδαφών των κρατών μελών ( 30 ).

72.

Επειδή πρόκειται δε για τον δικαστικό έλεγχο του τρόπου εφαρμογής της απαγόρευσης των διακρίσεων, την οποία προβλέπει το άρθρο 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει στο πεδίο της ΚΓΠ, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ευρεία διακριτική ευχέρεια, η οποία αντιστοιχεί στις πολιτικές ευθύνες που του αναθέτουν τα άρθρα 34 ΕΚ έως 37 ΕΚ ( 31 ).

73.

Οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου για το κύρος του άρθρου 11 του κανονισμού 320/2006 βασίζονται στα επιχειρήματα που διατύπωσε η προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της κύριας δίκης και τα οποία παρατίθενται στη διάταξη περί παραπομπής. Η προσφεύγουσα δηλαδή ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί διάκριση λόγω της προληπτικής απόσυρσης, διότι η απόσυρση δεν εφαρμόζεται ομοιόμορφα σε όλες τις επιχειρήσεις, αλλά προσδιορίζεται κατ’ εφαρμογή συντελεστών που διαφέρουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις των κρατών μελών τα οποία πλήττονται περισσότερο από την απόσυρση μπορούν να πωλούν λιγότερη σχετικά ζάχαρη στην τιμή αναφοράς συνιστά άνιση μεταχείριση. Η άνιση μεταχείριση αυτή επιτείνεται από το γεγονός ότι το ποσό αναδιάρθρωσης υπολογίζεται βάσει της χορηγηθείσας ποσόστωσης, διότι οι πληττόμενες επιχειρήσεις είναι αναγκασμένες να πωλούν την εναπομένουσα ζάχαρη σε ακόμη χαμηλότερη καθαρή τιμή αναφοράς.

74.

Το Συμβούλιο και η Επιτροπή επισημαίνουν βέβαια ορθά ότι οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας της κύριας δίκης αφορούν κατ’ ουσία το μέτρο της προληπτικής απόσυρσης που προβλέπεται στο άρθρο 3 του κανονισμού 493/2006, ενώ το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα έχει βασικά ως αντικείμενο το κύρος του άρθρου 11 του κανονισμού 320/2006. Η Επιτροπή φρονεί επομένως ότι το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου ως προς το κύρος πρέπει να θεωρηθεί άνευ αντικειμένου, δεδομένου μάλιστα ότι από τη διάταξη αυτή δεν συνάγονται λεπτομερή στοιχεία για τον μηχανισμό της απόσυρσης. Κατά τη γνώμη μου όμως, οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας της κύριας δίκης έχουν οπωσδήποτε σημασία για την εξέταση του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος. Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης, οι συνέπειες του υπολογισμού του ποσού αναδιάρθρωσης βάσει της χορηγηθείσας ποσόστωσης δεν μπορούν να αξιολογηθούν επακριβώς, αν παράλληλα δεν εξεταστούν τα αποτελέσματα της απόσυρσης επί των παραγωγών ζάχαρης. Επιπλέον, όλοι οι μετέχοντες στην παρούσα διαδικασία έχουν διατυπώσει παρατηρήσεις για το ζήτημα αυτό, οπότε έχει διευρυνθεί ανάλογα η έκταση του δικαστικού ελέγχου στην προδικαστική διαδικασία.

75.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο, κατά την εξέταση της αιτίασης αυτής, πρέπει να λάβει υπόψη τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, καθόσον αφορούν το κύρος του άρθρου 11 του κανονισμού 320/2006.

β) Εξέταση του ισχυρισμού περί παραβιάσεως της απαγόρευσης των διακρίσεων

76.

Πρέπει ευθύς εξαρχής να διασαφηνιστεί ότι η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 της εν λόγω διάταξης καταβολή του προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης δεν συνιστά, καθαυτή, παραβίαση της απαγόρευσης των διακρίσεων, διότι όλες οι εναπομένουσες στην αγορά ζάχαρης επιχειρήσεις οφείλουν να καταβάλουν το ποσό αυτό βάσει των ποσοστώσεων που τους έχουν χορηγηθεί. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν βάλλει κατά του γεγονότος ότι οι επιχειρήσεις που παραιτούνται οριστικά από την ποσόστωσή τους δεν καλούνται επίσης να συνεισφέρουν στη χρηματοδότηση του ταμείου αναδιάρθρωσης.

i) Τρόπος λειτουργίας του συστήματος των συντελεστών

77.

Πριν εξετάσω την αιτίαση περί μη ενιαίας και άρα άνισης εφαρμογής του μέτρου της απόσυρσης, ενδείκνυται να διασαφηνιστούν ο τρόπος λειτουργίας καθώς και η έννοια και ο σκοπός του συστήματος των συντελεστών.

78.

Με το άρθρο 44 του κανονισμού 318/2006 το Συμβούλιο εξουσιοδότησε την Επιτροπή να θεσπίσει μέτρα για τη διευκόλυνση της μετάβασης από την κατάσταση της αγοράς κατά την περίοδο 2005/2006 προς την κατάσταση της αγοράς κατά την περίοδο εμπορίας 2006/2007, μειώνοντας ιδίως την ποσότητα που μπορεί να παραχθεί στο πλαίσιο της ποσόστωσης. Μεταξύ των μέτρων αυτών καταλέγεται και η προληπτική απόσυρση από την αγορά, η οποία ρυθμίζεται με το άρθρο 3 του κανονισμού 493/2006.

79.

Το προβλεπόμενο στο εν λόγω άρθρο ανώτατο όριο (κατώφλι) υπολογίζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, με πολλαπλασιασμό της ποσόστωσης που χορηγείται στην επιχείρηση, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 318/2006, με το άθροισμα δύο συντελεστών, οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχεία α’ και β’, του κανονισμού 493/2006. Πρόκειται, πρώτον, για τον συντελεστή που καθορίζεται στο παράρτημα Ι του κανονισμού 493/2006 και ο οποίος αποτελεί, σύμφωνα με τις διευκρινίσεις της Επιτροπής, συνδυασμό της εφαρμογής του άρθρου 10, παράγραφος 6, του κανονισμού 1260/2001 ( 32 ) με τη μέθοδο που προβλέπει το άρθρο 19 του κανονισμού 318/2006 για την απόσυρση. Ο δεύτερος συντελεστής λαμβάνει υπόψη τις προσπάθειες που κατέβαλαν τα κράτη μέλη κατά την περίοδο εμπορίας 2006/2007, με σκοπό την οριστική αποδέσμευση ποσοστώσεων στο πλαίσιο της ρύθμισης του κανονισμού 320/2006 για την αναδιάρθρωση, και καθορίστηκε από την Επιτροπή με τον κανονισμό 1541/2006 ( 33 ).

80.

Οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας αναφέρονται προδήλως στην εφαρμογή του συντελεστή που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο β’, του κανονισμού 493/2006.

81.

Όπως υποστηρίζουν τόσο η Επιτροπή όσο και η προσφεύγουσα ( 34 ), η εφαρμογή του συντελεστή αυτού κατά τη μεταβατική περίοδο 2006/2007 έχει ως συνέπεια ότι το κατώφλι κατά την περίοδο εμπορίας 2006/2007 αυξάνει όσο αυξάνει το ύψος των ποσοστώσεων από τις οποίες παραιτείται οριστικά ο δικαιούχος σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 320/2006. Με άλλα λόγια, η εφαρμογή του συντελεστή αυτού κατά τη μεταβατική περίοδο 2006/2007 έχει ως αποτέλεσμα ότι οι επιχειρήσεις του κράτους μέλους στο οποίο το ύψος των ποσοστώσεων τις οποίες αφορούσε η οριστική παραίτηση κατά την περίοδο εμπορίας 2006/2007 ήταν χαμηλότερο μπορούν να πωλούν μικρότερες ποσότητες ζάχαρης στο πλαίσιο του καθεστώτος των ποσοστώσεων από ό,τι αν ήσαν εγκατεστημένες σε κράτος μέλος στο οποίο η οριστική παραίτηση αφορούσε υψηλότερες ποσοστώσεις.

ii) Εκτίμηση

— Το σχετικό πλαίσιο αναφοράς

82.

Πριν από τον καθορισμό του κατωφλίου απόσυρσης πραγματοποιείται ένας περίπλοκος υπολογισμός, κατά τον οποίο λαμβάνονται υπόψη οι παραπάνω συντελεστές, αλλά και η ποσόστωση που έχει χορηγηθεί τελικά σε κάθε επιχείρηση. Η χορήγηση της ατομικής ποσόστωσης πραγματοποιείται από το οικείο κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 318/2006, βάσει της εθνικής ποσόστωσης που έχει καθοριστεί από το Συμβούλιο.

83.

Δεδομένου ότι για την εκτίμηση της επιβάρυνσης κάθε επιχείρησης εξαιτίας της απόσυρσης έχουν σημασία παράγοντες αναγόμενοι τόσο στο κοινοτικό δίκαιο όσο και στο εθνικό δίκαιο, ανακύπτει το ερώτημα αν το πλαίσιο αναφοράς για την επίλυση του ζητήματος κατά πόσον υπάρχει άνιση μεταχείριση των θιγόμενων επιχειρήσεων πρέπει να καθορίζεται στο επίπεδο της Κοινότητας ή του οικείου κράτους μέλους.

84.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν, κατά τη μεταφορά μιας κοινοτικής ρύθμισης στο εσωτερικό δίκαιο, την προβλεπόμενη στο άρθρο 34, παράγραφος 2, ΕΚ αρχή ακόμη και στην περίπτωση που η ρύθμιση αυτή τους επιτρέπει να επιλέξουν μεταξύ διαφόρων τρόπων εφαρμογής ή διαφόρων δυνατοτήτων ( 35 ). Η απαγόρευση των διακρίσεων ως αντικειμενικός κανόνας δικαίου ισχύει συνεπώς όχι μόνο για τον κοινοτικό νομοθέτη, στον οποίο κυρίως απευθύνεται, αλλά και για τα κράτη μέλη, όταν ενεργούν π.χ. βάσει εξουσιοδότησης από κοινοτικό κανονισμό ή σε εκτέλεση τέτοιου κανονισμού ( 36 ).

85.

Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, είμαι της γνώμης ότι το πλαίσιο αναφοράς για την επίλυση του ζητήματος αν υπάρχει άνιση μεταχείριση πρέπει να καθορίζεται στο επίπεδο της Κοινότητας και όχι των κρατών μελών. Το αποφασιστικό στοιχείο είναι, κατά τη γνώμη μου, ποιο είναι το αποφασίζον όργανο στο οποίο θα καταλογιστεί τελικά η άνιση μεταχείριση. Συμφωνώ βέβαια με την Επιτροπή ότι η εξουσιοδότηση για τη χορήγηση των ποσοστώσεων κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 318/2006 παρέχει πράγματι στο οικείο κράτος μέλος ορισμένη διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό των βασικών επιλογών της βιομηχανικής πολιτικής του. Από νομική όμως άποψη υφίσταται, σε τελική ανάλυση, ενέργεια που θα καταλογιστεί στον κοινοτικό νομοθέτη, δεδομένου μάλιστα ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή, καθορίζοντας τους συντελεστές και τις ποσοστώσεις για κάθε χώρα, έχουν θέσει τις βάσεις για μια ισόρροπη μείωση της πλεονασματικής παραγωγής σε όλα τα κράτη μέλη. Το ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, τα κράτη μέλη έχουν κάποια διακριτική ευχέρεια κατά τη λήψη ορισμένων αποφάσεων, π.χ. για την ανακατανομή και τη μείωση των ποσοστώσεων, δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι κρίσιμες αποφάσεις για τη διαμόρφωση της αγοράς ζάχαρης ελήφθησαν, σε τελική ανάλυση, από τον κοινοτικό νομοθέτη. Ο κοινοτικός νομοθέτης θέσπισε την οργάνωση αγορών στον τομέα της ζάχαρης που ισχύει σε ολόκληρη την Κοινότητα και στο πλαίσιό της μπορεί να χρησιμοποιεί διάφορους μηχανισμούς για την προσαρμογή της παραγωγής, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και η επίδικη προληπτική απόσυρση, την οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 493/2006.

86.

Κατά συνέπεια, το πλαίσιο αναφοράς για την επίλυση του ζητήματος αν υπάρχει άνιση μεταχείριση πρέπει να καθορίζεται στο επίπεδο της Κοινότητας. Τούτο σημαίνει ότι καταρχήν υπάρχει, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υπόθεσης, η νομική δυνατότητα σύγκρισης της κατάστασης της προσφεύγουσας με την κατάσταση επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος.

— Άνιση μεταχείριση

87.

Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, το σύστημα των συντελεστών οδηγεί σε άνιση μεταχείριση των παραγωγών. Συναφώς η προσφεύγουσα αναφέρει μια υποθετική περίπτωση, δικής της κατασκευής, με την οποία επιδιώκει να αποδείξει ότι το σύστημα έχει τα αποτελέσματα που περιγράφονται παραπάνω στο σημείο 81 των προτάσεών μου ( 37 ).

88.

Η προσφεύγουσα, εκθέτοντας την υποθετική αυτή περίπτωση, προβαίνει σε σύγκριση των συνεπειών μιας άνισης μείωσης των ποσοστώσεων σε δύο εξίσου μεγάλα κράτη μέλη με τις ίδιες ποσοστώσεις, οι οποίες επιμερίζονται στη συνέχεια σε ίσα τμήματα μεταξύ δύο επιχειρήσεων κάθε χώρας. Αν στο ένα κράτος μέλος μία από τις δύο επιχειρήσεις που παράγουν ζάχαρη διακόψει πλήρως ή εν μέρει την παραγωγή της και αποποιηθεί την ποσόστωσή της σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 320/2006, τότε η άλλη επιχείρηση του κράτους μέλους, η οποία διατηρεί στο ακέραιο την ποσότητα της παραγωγής της σε ζάχαρη, ευνοείται εμμέσως από τη συμπεριφορά της πρώτης επιχείρησης. Σε σχέση με τις παρεμφερείς επιχειρήσεις στο άλλο κράτος μέλος, όπου καμία από τις δύο επιχειρήσεις δεν μείωσε ή δεν αποποιήθηκε την παραγωγή της, η ποσόστωσή της μειώνεται λιγότερο λόγω του ότι η άλλη επιχείρηση, την οποία η ίδια δεν επηρεάζει, αποποιήθηκε την ποσόστωσή της. Οι επιχειρήσεις στα κράτη μέλη που επηρεάζονται εντονότερα από τη μείωση μπορούν, σε σύγκριση με τις επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών, να πωλήσουν λιγότερη αναλογικά ζάχαρη στην τιμή αναφοράς των 631,9 ευρώ ανά τόνο κατά την περίοδο εμπορίας 2006/2007. Αυτό και μόνο πρέπει να θεωρηθεί, κατά την προσφεύγουσα, ως δυσμενής διάκριση υπό την έννοια του άρθρου 34, παράγραφος 2, EΚ.

89.

Συναφώς αρκεί, κατά τη γνώμη μου, να υπενθυμιστεί ότι κανείς από τους διαδίκους δεν αμφισβητεί σοβαρά ότι η εφαρμογή του συστήματος των συντελεστών έχει τα περιγραφόμενα παραπάνω αποτελέσματα. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να πλήττει η απόσυρση δύο επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε δύο διαφορετικά κράτη μέλη με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με το ποσοστό των εγκατεστημένων στο οικείο κράτος μέλος επιχειρήσεων που διακόπτουν οριστικά την παραγωγή. Αν γίνει δεκτό ότι, όπως προφανώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι θιγόμενες επιχειρήσεις είναι, τυπικά τουλάχιστον, παρόμοιες ( 38 ), τότε υπάρχει, υπό τις περιστάσεις αυτές, διαφορετική μεταχείριση.

— Δικαιολογητικός λόγος

90.

Τίθεται το ζήτημα αν μια τέτοια δυνητική άνιση μεταχείριση των επιχειρήσεων, ανάλογα με το κράτος μέλος της εγκατάστασής τους, μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά.

91.

Καταρχάς επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο μηχανισμός της απόσυρσης είναι, αν εξεταστούν ενδελεχέστερα ο τρόπος λειτουργίας του και οι σκοποί του, μηχανισμός που επιτρέπει διαφοροποιήσεις, ανάλογα με την κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Αντίθετα από ό,τι υπαινίχθηκε η προσφεύγουσα, κατά τον προσδιορισμό του ύψους του κατωφλίου για την απόσυρση δεν γίνονται διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών μελών ανάλογα με την εθνική επικράτεια, αλλά ανάλογα με τις συνθήκες παραγωγής που επικρατούν σε καθένα από αυτά. Το χαρακτηριστικό του μηχανισμού απόσυρσης που διαμόρφωσε ο κοινοτικός νομοθέτης έγκειται δηλαδή στο ότι ο μηχανισμός αυτός λαμβάνει υπόψη σε μεγάλο βαθμό τις ιδιαιτερότητες της παραγωγής ζάχαρης σε κάθε κράτος μέλος. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται χάρη αφενός στον περιγραφέντα ανωτέρω τρόπο λειτουργίας του συστήματος των συντελεστών και αφετέρου στο γεγονός ότι η κατανομή των ποσοστώσεων μεταξύ των επιχειρήσεων επαφίεται ουσιαστικά στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, τα εφαρμοζόμενα κριτήρια διαφοροποίησης είναι θεμιτά υπό την έννοια της νομολογίας ( 39 ).

92.

Όσον αφορά την εξέταση της ύπαρξης θεμιτού λόγου για την άνιση μεταχείριση, παραπέμπω στη νομολογία του Δικαστηρίου ( 40 ) κατά την οποία η Επιτροπή διαθέτει, κατά τις παρεμβάσεις της στην αγορά, ευρεία ελευθερία λήψης αποφάσεων, η οποία αποκλείει οποιοδήποτε αυτοματισμό και ασκείται ενόψει των σκοπών οικονομικής πολιτικής τους οποίους θέτει ο κανονισμός που ισχύει εκάστοτε για τη ρύθμιση της ΚΟΑ στον τομέα της ζάχαρης. Το Δικαστήριο συνήγαγε ότι τα δικαστήρια, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της άσκησης της ελευθερίας αυτής, δεν μπορούν να υποκαθιστούν τις εκτιμήσεις τους στις εκτιμήσεις στις οποίες κατέληξαν οι αρμόδιες αρχές, αλλά οφείλουν να περιορίζονται στον έλεγχο του αν οι εκτιμήσεις αυτές είναι προδήλως εσφαλμένες ή ενέχουν κατάχρηση εξουσίας. Ανάλογο πρέπει να είναι το συμπέρασμα και στην περίπτωση δικαστικού ελέγχου σχετικά με άνιση μεταχείριση που καταλογίζεται στην Επιτροπή ( 41 ).

93.

Για την εξέταση του ζητήματος του δικαιολογητικού λόγου φρονώ καταρχάς ότι έχει σημασία η δήλωση της Επιτροπής ( 42 ) ότι πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη ήταν να λάβει υπόψη τις προσπάθειες αναμόρφωσης της αγοράς ζάχαρης, οι οποίες διέφεραν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, καθώς επίσης και άλλες ιδιαίτερες καταστάσεις που επικρατούσαν σε ορισμένα κράτη μέλη.

94.

Ομοίως, θεωρώ ότι είναι σημαντική η δήλωση του Συμβουλίου ( 43 ) ότι η Επιτροπή διαμόρφωσε, με τις εκτελεστικές διατάξεις, ορισμένους συντελεστές με σκοπό την ομοιόμορφη μείωση των πλεονασμάτων παραγωγής σε όλα τα κράτη μέλη και την ταυτόχρονη επίτευξη ισορροπίας στην παραγωγή στην Κοινότητα ως σύνολο. Κατά την άποψη του Συμβουλίου, τα μέσα ρύθμισης της αγοράς, όπως είναι η απόσυρση, πρέπει να εφαρμόζονται υπό ορισμένες περιστάσεις διαφορετικά, ώστε να επιτευχθεί η διαρθρωτική ισορροπία εντός της Κοινότητας. Αν οι εγκατεστημένες σε ένα κράτος μέλος επιχειρήσεις παραιτηθούν οικειοθελώς από τις ποσοστώσεις τους, τότε το κράτος μέλος αυτό έχει επιτύχει τη μείωση της παραγωγής μέχρι ορισμένο επίπεδο. Αντίθετα, στα κράτη μέλη όπου χρησιμοποιούνταν πλήρως οι ποσοστώσεις παραγωγής χρειαζόταν, κατά το Συμβούλιο, ο μηχανισμός της απόσυρσης, ώστε να μειωθεί ανάλογα η ποσόστωση παραγωγής που είχε χορηγηθεί στο οικείο κράτος μέλος.

95.

Ο σκοπός της αναλογικής μείωσης της χορηγηθείσας ποσόστωσης παραγωγής, ώστε, αφού ληφθεί παράλληλα υπόψη η παραγωγή ζάχαρης σε κάθε κράτος μέλος, να επιτευχθεί ενιαία σταθεροποίηση των τιμών σε ολόκληρη την Κοινότητα, μπορεί κάλλιστα, κατά την άποψή μου, να αποτελέσει δικαιολογητικό λόγο για τη διαφοροποιημένη εφαρμογή του μέτρου της απόσυρσης, διότι, πρώτον, ανταποκρίνεται στην αρχή της ενότητας της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς, η οποία απαιτεί ενιαίες τιμές για τα προϊόντα που έχουν υπαχθεί σε ενιαία ρύθμιση ( 44 ), και διότι, δεύτερον, η απόσυρση αποβαίνει τελικά προς όφελος όλων των παραγωγών ζάχαρης της Κοινότητας, περιλαμβανομένης και της προσφεύγουσας.

96.

Αντίθετα, δεν μπορεί να καταλογιστεί στον κοινοτικό νομοθέτη ότι, κατά την άσκηση της προνομίας του για τη λήψη αποφάσεων για τη ρύθμιση της απόσυρσης, επέλεξε μια διαφοροποιημένη μέθοδο, η οποία λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες που επικρατούν σε κάθε κράτος μέλος, και κυρίως την κατανομή των ατομικών ποσοστώσεων μεταξύ των επιχειρήσεων κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 318/2006 και το ποσοστό των ποσοστώσεων από τις οποίες οι επιχειρήσεις έχουν παραιτηθεί οριστικά κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 320/2006.

97.

Η διαφοροποιημένη μέθοδος επιβάλλεται καταρχάς από οργανωτικούς λόγους, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη είναι σε θέση, λόγω του ότι γνωρίζουν επακριβώς τις παραγωγικές δομές και τις συνθήκες παραγωγής εντός του εδάφους τους, να αξιολογούν καλύτερα κατά πόσον οι παραγωγοί ζάχαρης πρέπει να ενισχύονται σύμφωνα με ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια, όπως είναι π.χ. η εξειδίκευση των περιφερειών ( 45 ) και η ανταγωνιστικότητα. Τα κράτη μέλη, δίδοντας έμφαση σε ορισμένα σημεία με σκοπό τη συγκράτηση της παραγωγής ζάχαρης, συμβάλλουν, σε τελική ανάλυση, και στην επίτευξη του σκοπού της αναδιάρθρωσης, τον οποίο επιδιώκει η Κοινότητα.

98.

Συμφωνώ εξάλλου με το Συμβούλιο ότι είναι επιβεβλημένος ο καθορισμός διαφοροποιημένων κατωφλίων για την απόσυρση, ανάλογα με το ύψος του ποσοστού των ποσοστώσεων τις οποίες αφορά η οριστική παραίτηση. Με δεδομένη την ανάγκη αναλογικής μείωσης της παραγωγής ζάχαρης σε ολόκληρη την Κοινότητα, δικαιολογείται καταρχήν ο καθορισμός υψηλότερου κατωφλίου απόσυρσης στα κράτη μέλη στα οποία η παραγωγή έχει ήδη μειωθεί μέχρι ορισμένο επίπεδο. Αντίστροφα, στα κράτη μέλη στα οποία δεν έχει γίνει χρήση της δυνατότητας παραίτησης από τις ποσοστώσεις έναντι οικονομικής ενίσχυσης χρειάζεται ένα χαμηλότερο κατώφλι απόσυρσης.

99.

Κατόπιν της αξιολόγησης όλων των πραγματικών ισχυρισμών και των επιχειρημάτων που διατυπώθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι η εφαρμογή του επίδικου συστήματος συντελεστών κατά τον καθορισμό του κατωφλίου απόσυρσης ενέχει πρόδηλο σφάλμα ή κατάχρηση εξουσίας. Από το εν λόγω μέτρο δεν συνάγεται ούτε ότι ο κοινοτικός νομοθέτης υπερέβη τα όρια της διακριτικής του εξουσίας.

100.

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι η απαγόρευση των διακρίσεων, η οποία απορρέει από το άρθρο 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, δεν έχει παραβιαστεί.

VII — Πρόταση

101.

Κατόπιν των παραπάνω σκέψεων προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα προδικαστικά ερωτήματα του Verwaltungsgerichtshof:

«1)

Το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) 320/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2006, έχει την έννοια ότι ακόμη και η ποσόστωση ζάχαρης η οποία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί συνεπεία προληπτικής απόσυρσης κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 493/2006 της Επιτροπής, της , πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του προσωρινού ποσού αναδιάρθρωσης.

2)

Το άρθρο 11 του κανονισμού (EΚ) 320/2006 συνάδει με το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο, ιδίως δε με την απαγόρευση των διακρίσεων που απορρέει από το άρθρο 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, EΚ και με την αρχή της αναλογικότητας.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) ΕΕ L 58, σ. 42.

( 3 ) ΕΕ L 58, σ. 1.

( 4 ) ΕΕ L 89, σ. 11.

( 5 ) Ανακοίνωση της Επιτροπής προς τους παραγωγούς ζαχαρότευτλων και ζάχαρης της 3ης Φεβρουαρίου 2006 (ΕΕ C 27, σ. 8).

( 6 ) Συλλογή 2008, σ. I-3231.

( 7 ) Οι κοινές οργανώσεις αγορών στον τομέα της ζάχαρης χαρακτηρίζονταν μέχρι τότε από ρυθμίσεις στήριξης των τιμών και από την παραχώρηση ποσοστώσεων. Το 70% περίπου των γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων που παράγονται στην Κοινότητα (π.χ. δημητριακά, ζάχαρη, γαλακτοκομικά προϊόντα, κρέας, ορισμένα είδη οπωροκηπευτικών και επιτραπέζιος οίνος) διέπονται από ρυθμίσεις στήριξης των τιμών τους (βλ. Brú Purón, C. M., Exégesis conjunta de los tratados vigentes y constitucional europeos, Cizur Menor 2005, άρθρο 34, σ. 777). Το καθεστώς των ποσοστώσεων, το οποίο καθιερώθηκε το 1967 με την ΚΟΑ για την ζάχαρη παρέχει τη δυνατότητα διατήρησης υψηλών σχετικά τιμών χωρίς τη δημιουργία πλεονασμάτων. Το καθεστώς ποσοστώσεων επρόκειτο αρχικά να έχει μεταβατικό μόνο χαρακτήρα και να παύσει να εφαρμόζεται το 1975, αλλά η ισχύς του παρατάθηκε επανειλημμένα. Στη συνέχεια κατέστη ελαστικότερο, προκειμένου να επιτραπεί η αύξηση των ποσοστώσεων των αποδοτικότερων επιχειρήσεων παραγωγής ζάχαρης (βλ. Olmi, G., Politique agricole commune, Βρυξέλλες 1991, σ. 173, και Priebe, R., στο: Grabitz/Hilf, Das Recht der Europäischen Union, Μόναχο 2008, τόμος I, άρθρο 34, ενάριθμη παράγραφος 57).

( 8 ) Όσον αφορά τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ, η οποία αποφασίστηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 26ης Μαρτίου 1999 στο Βερολίνο και της οποίας το πρώτο βήμα ήταν η έγκριση του «Προγράμματος δράσης 2000», βλ. τις προτάσεις μου της στην εκκρεμή ακόμη υπόθεση C-428/07, Horvath, σημεία 45 και 46.

( 9 ) Επ’ αυτού βλ. Ehlers, D., Allgemeines Verwaltungsrecht (επιμέλεια: H.-U. Erichsen κ.λπ.), § 2 I 6, σ. 59, ενάριθμη παράγραφος 14. Ο γενικός εισαγγελέας P. Léger έδωσε, με τις προτάσεις του της 28ης Σεπτεμβρίου 2004 στην υπόθεση C-350/03, Schulte (Συλλογή 2005, σ. I-9215, σημεία 84 και 85), κατά κάποιο τρόπο το προβάδισμα στη γραμματική ερμηνεία, καθόσον εξέθεσε ότι η τελολογική ερμηνεία χρησιμοποιείται μόνον όταν η οικεία διάταξη επιδέχεται πολλές ερμηνείες ή είναι δυσερμήνευτη με βάση μόνον το γράμμα της, όπως συμβαίνει π.χ. όταν είναι διφορούμενη. Οι Baldus, C., και Vogel, F., «Gedanken zu einer europäischen Auslegungslehre: grammatikalisches und historisches Element», Fiat iustitia — Recht als Aufgabe der Vernunft, Festschrift für Peter Krause zum 70. Geburtstag, Βερολίνο 2006, σ. 247 επ., δεν αμφισβητούν ότι η γραμματική ερμηνεία αποτελεί την αφετηρία της ερμηνείας κάθε διάταξης του κοινοτικού δικαίου, αλλά επισημαίνουν τη δυσχέρεια εξεύρεσης, λόγω της πολυγλωσσίας εντός της Κοινότητας, αξιόπιστης ερμηνείας, πράγμα που καθιστά αναγκαία την εφαρμογή άλλων ερμηνευτικών μεθόδων, όπως είναι η τελολογική και η ιστορική ερμηνεία.

( 10 ) Κανένα άλλο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί από τη σύγκριση των κειμένων της εν λόγω διάταξης στις διάφορες γλώσσες. Τόσο το γερμανικό («Unternehmen, denen eine Quote zugeteilt worden ist») όσο και το δανικό («virksomheder, der har fået tildelt en kvote»), το αγγλικό («undertakings to which a quota has been allocated»), το γαλλικό («entreprises qui détiennent un quota»), το ιταλικό («imprese a cui è stata assegnata una quota»), το πορτογαλικό («empresas às quais tiverem sido atribuídas quotas»), το ολλανδικό («ondernemingen waaraan een quotum is toegekend»), το σουηδικό («företag som har tilldelats en kvot») και το ισπανικό κείμενο («empresas a las que se haya concedido una cuota») κάνουν λόγο για την ποσόστωση που έχει χορηγηθεί στην επιχείρηση.

( 11 ) Η μεταρρύθμιση της ΚΟΑ για τη ζάχαρη αποτελεί επίσης την αντίδραση της Κοινότητας σε μια απόφαση του οργάνου επίλυσης διαφορών (Dispute Settlement Body) του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου της 28ης Απριλίου 2005 (βλ. Report of the Appellate Body, European Communities — Export Subsidies on Sugar, υποθ. WT/DS265/AB/R, WT/DS266/AB/R, WT/DS283/AB/R), με την οποία διαπιστώθηκε ότι η Κοινότητα είχε τελέσει διάφορες παραβάσεις της Γεωργικής συμφωνίας που προέκυψε από τις πολυμερείς εμπορικές διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (Agreement on Agriculture).

( 12 ) Επ’ αυτού βλ. επίσης Middecke, A., Handbuch des Rechtsschutzes der Europäischen Union, 2η έκδοση, Μόναχο 2003, § 10, ενάριθμη παράγραφος 40, σ. 227. Για παράδειγμα, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να περιορίσει το ερώτημά του σε ορισμένους μόνο λόγους ακυρότητας, στους οποίους πρέπει στη συνέχεια να στηριχθεί η εξέταση του Δικαστηρίου (βλ. αποφάσεις της 29ης Μαΐου 1997, C-26/96, Rotexchemie, Συλλογή 1997, σ. I-2817, και της , C-408/95, Eurotunnel, Συλλογή 1997, σ. I-6315). Οι Lenaerts, K., Arts, D., και Maselis, I., Procedural Law of the European Union, 2η έκδοση, Λονδίνο 2006, ενάριθμη παράγραφος 10-012, σ. 361, δέχονται προφανώς επίσης ότι ως σημείο εκκίνησης για τον καθορισμό της έκτασης του ελέγχου που πρέπει να διεξαχθεί στο πλαίσιο διαδικασίας έκδοσης προδικαστικής απόφασης που αφορά το κύρος διάταξης του κοινοτικού δικαίου λαμβάνεται το ερώτημα που υποβάλλεται με την αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης.

( 13 ) Για την ερμηνεία των προδικαστικών ερωτημάτων που αφορούν τον έλεγχο του κύρους διάταξης του κοινοτικού δικαίου και έχουν υπερβολικά γενική ή ανακριβή διατύπωση μπορούν να λαμβάνονται υπόψη, σε μεγάλο βαθμό, οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος της κύριας δίκης (βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 1978, 103/77 και 145/77, Royal Scholten Honig, Συλλογή τόμος 1978, σ. 629, σκέψεις 16 και 17).

( 14 ) Αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-331/88, Fedesa κ.λπ. (Συλλογή 1990, σ. I-4023, σκέψη 13), της , C-133/93, C-300/93 και C-362/93, Crispoltoni κ.λπ. (Συλλογή 1994, I-4863, σκέψη 41), της , C-189/01, Jippes κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I-5689, σκέψη 81), και της , C-310/04, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. I-7285, σκέψη 97).

( 15 ) Επ’ αυτού βλ. αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 1980, 138/79, Roquette Frères κατά Συμβουλίου (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 313, σκέψη 25), και της , C-289/97, Eridania (Συλλογή 2000, σ. I-5409, σκέψη 48), καθώς και τις αποφάσεις της , C-453/03, C-11/04, C-12/04 και C-194/04, ABNA κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I-10423, σκέψη 69), και Ισπανία κατά Συμβουλίου (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 96), και τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της , C-441/05, Roquette Frères (απόφαση της , Συλλογή 2007, σ. I-1993, σημείο 72).

( 16 ) Αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1989, 265/87, Schräder (Συλλογή 1989, σ. 2237, σκέψη 22), Fedesa κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψεις 8 και 14), Eridania (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 49), Jippes κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 80), της , C-304/01, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-7655, σκέψη 23), Ισπανία κατά Συμβουλίου (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 96), της , C-375/05, Geuting (Συλλογή 2007, I-7983, σκέψη 44), και της , (C-37/06 και C-58/06, Viamex κ.λπ. (Συλλογή 2008, σ. I-69, σκέψη 34), καθώς και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott, Roquette Frères (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 15, σημείο 72).

( 17 ) Αποφάσεις Fedesa κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 14), Crispoltoni κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 42), Jippes κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 83), της 10ης Ιανουαρίου 2006, C-344/04, IATA και ELFAA (Συλλογή 2006, σ. I-403, σκέψη 80), Ισπανία κατά Συμβουλίου (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 98) και Geuting (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16, σκέψη 46).

( 18 ) Αποφάσεις Jippes κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 83), Ισπανία κατά Συμβουλίου (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 99), Geuting (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16, σκέψη 47). Όπως όμως τόνισε ορθά η γενική εισαγγελέας E. Sharpston με τις προτάσεις της της 14ης Ιουνίου 2007 στην υπόθεση C-5/06, Zuckerfabrik Jülich (σημείο 65, απόφαση προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6), η νομολογία αυτή δεν έχει την έννοια ότι το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι παρέχονται απεριόριστες δυνατότητες στον κοινοτικό νομοθέτη. Το Δικαστήριο δεν απέκλεισε τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της εκ μέρους των κοινοτικών οργάνων άσκησης της ευρείας διακριτικής τους ευχέρειας. Η γενική εισαγγελέας εξέφρασε την άποψη ότι το Δικαστήριο πρέπει να μπορεί να παρεμβαίνει π.χ. στις περιπτώσεις στις οποίες οι παραγωγοί υφίστανται προδήλως δυσανάλογη επιβάρυνση.

( 19 ) Προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 18, σημείο 65.

( 20 ) Συναφώς θα ήθελα να παραπέμψω στο άρθρο 268, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, με το οποίο καθιερώνεται η αρχή ότι ο κοινοτικός προϋπολογισμός πρέπει να είναι ισοσκελισμένος. Το ύψος των προβλεπόμενων στον προϋπολογισμό εσόδων πρέπει συνεπώς να ισούται με το προβλεπόμενο ύψος εξόδων. Πρέπει δηλαδή να διασφαλίζεται ότι τα προβλεπόμενα έξοδα μπορούν να καλυφθούν από τα διαθέσιμα έσοδα (επ’ αυτού βλ. επίσης Schoo, J., EU-Kommentar, επιμέλεια: J. Schwarze, Baden-Baden 2000, άρθρο 268, ενάριθμη παράγραφος 19, σ. 2198).

Βλ. επίσης Ackrill, R., The Common Agricultural Policy, Sheffield 2000, σ. 78, ο οποίος θεωρεί ότι η επιτακτική αρχή περί ισοσκελισμένου κοινοτικού προϋπολογισμού αποτελεί έναν κανόνα. Επομένως, δεν επιτρέπεται ελλειμματικός προϋπολογισμός. Ο κανόνας αυτός πρέπει, κατά τον εν λόγω συγγραφέα, να τηρείται και στο πεδίο της ΚΓΠ. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων μπορεί να χορηγεί δάνεια για προγράμματα επενδύσεων, αλλά όχι για τη χρηματοδότηση των κοινοτικών δαπανών. Κατά την άποψή του, η πρόθεση των συντακτών των ιδρυτικών Συνθηκών ήταν να μην προσφέρουν στην Κοινότητα, και ειδικότερα στην Επιτροπή, τη δυνατότητα απλών λύσεων κατά την κατάρτιση των εξόδων και των εσόδων.

Το ποσό αναδιάρθρωσης αποτελεί μεν, σύμφωνα με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη, «έσοδο για ειδικό προορισμό», το γεγονός όμως αυτό δεν απαλλάσσει τα κοινοτικά όργανα από την υποχρέωση τήρησης της εν λόγω αρχής. Με την πρόταση της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 2005, για κανονισμό του Συμβουλίου που αφορά την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης [COM(2005) 263, σ. 9], τονίστηκε ρητά ο σκοπός της αυτοχρηματοδότησης του συστήματος αναδιάρθρωσης.

( 21 ) Από τον πίνακα αυτό προκύπτει ότι τα έσοδα κατά την περίοδο εμπορίας 2006/2007 ανήλθαν σε 2145 εκατομμύρια ευρώ. Οι δε δαπάνες ανήλθαν σε 1358 εκατομμύρια ευρώ. Επομένως, το υπόλοιπο από την περίοδο εμπορίας 2006/2007 ανήλθε σε 787 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την χρηματοδότηση της αναδιάρθρωσης κατά τα επόμενα έτη.

( 22 ) Βλ. ανωτέρω τα σημεία 39 έως 42 των προτάσεων.

( 23 ) Οι περιορισμοί της παραγωγής που επιβάλλουν οι ρυθμίσεις περί ποσοστώσεων δεν έχουν την έννοια της απαγόρευσης παραγωγής ποσοτήτων που υπερβαίνουν ορισμένα όρια, αλλά της επιβολής, σε περίπτωση υπερβολικής παραγωγής, «κυρώσεων» σε βάρος ορισμένων παραγωγών (π.χ. απαγόρευσης εμπορίας εντός της Κοινότητας, καταβολής εισφορών), οπότε οποιαδήποτε επέκταση της παραγωγής καθίσταται οικονομικά τελείως ασύμφορη. Πρέπει πάντως να τονιστεί ότι καθένα από τα υπάρχοντα συστήματα ποσοστώσεων (και ειδικότερα για τη ζάχαρη, τα αλιευτικά προϊόντα, το γάλα, τις μεταποιημένες ντομάτες) εξυπηρετεί ιδιαίτερες σκοπιμότητες, ανάλογα με τις ανάγκες του οικείου προϊόντος. Η οργάνωση των αγορών ζάχαρης προβλέπει μεν ποσοστώσεις ζάχαρης, αλλά η υπέρβαση της ποσόστωσης δεν επισύρει την καταβολή εισφοράς ή άλλης επιβάρυνσης. Ο παραγωγός όμως δεν μπορεί να αξιώσει τις επιστροφές κατά την εξαγωγή για τις καθ’ υπέρβαση παραχθείσες ποσότητες (βλ. Van Rijn, T., Vertrag über die Europäische Union und Vertrag zur Gründung der Europäischen Gemeinschaft — Kommentar, επιμέλεια: H. von der Groeben, και J. Schwarze, τόμος 1, 6η έκδοση, άρθρο 34, ενάριθμη παράγραφος 35, σ. 1207).

( 24 ) Βλ σ. 9 της διάταξης περί παραπομπής.

( 25 ) Βλ. το σημείο 40 των προτάσεών μου.

( 26 ) Το Δικαστήριο έχει ήδη τονίσει, κατά την εξέταση του κύρους κανονισμού, ότι οι ενδιαφερόμενοι έχουν ορισμένα καθήκοντα επιμέλειας, και συγκεκριμένα την υποχρέωση αποτροπής της ζημίας (βλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 1973, 57/72, Westzucker, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 499, σκέψη 20).

( 27 ) Η ανακοίνωση της Επιτροπής προς τους παραγωγούς ζαχαρότευτλων και ζάχαρης, της 3ης Φεβρουαρίου 2006 (ΕΕ C 27, σ. 8), αναφέρει τα εξής: «Η Επιτροπή εφιστά την προσοχή των παραγωγών ζαχαρότευτλων και ζάχαρης στην κατάσταση της κοινοτικής αγοράς ζάχαρης που προβλέπεται για την περίοδο εμπορίας 2006/2007. Λόγω, ιδίως, των αποθεμάτων τα οποία συσσωρεύτηκαν κατά την περίοδο εμπορίας 2004/2005 και των κανόνων και ορίων που έχει θέσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου σε θέματα εξαγωγών, η περίοδος εμπορίας 2006/2007 ενδέχεται να ξεκινήσει με διαθέσιμα αποθέματα ζάχαρης αρκετά σημαντικά και δυνατότητες διάθεσης μειωμένες σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Υπό τις συνθήκες αυτές, η μεταρρύθμιση της κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα της ζάχαρης και η αναδιάρθρωση της παραγωγής ζάχαρης που θα εφαρμοστεί σε αυτό το πλαίσιο δεν θα έχουν προχωρήσει αρκετά ώστε να εξασφαλίσουν την ισορροπία της αγοράς από την περίοδο εμπορίας 2006/2007. Δεν αποκλείεται επομένως να χρειαστεί να λάβει η Επιτροπή ιδιαίτερα μέτρα διαχείρισης για τα ζαχαρότευτλα των οποίων η σπορά έχει γίνει για τη συγκομιδή της περιόδου 2006/2007. Εφόσον ληφθούν τα εν λόγω μέτρα, ως μεταβατικά μέτρα στο πλαίσιο των εξουσιών που θα ανατεθούν στην Επιτροπή από το Συμβούλιο, θα αφορούν ιδίως τον όγκο της επιλέξιμης παραγωγής βάσει ποσόστωσης για την περίοδο εμπορίας 2006/2007 και τις διατάξεις που διέπουν τη διάθεση της ζάχαρης Γ που έχει παραχθεί κατά την περίοδο 2005/2006.»

( 28 ) Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 318/2006, η περίοδος εμπορίας για όλα τα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αρχίζει την 1η Οκτωβρίου και τελειώνει στις 30 Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους. Η περίοδος εμπορίας 2006/2007 αρχίζει όμως, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, την 1η Ιουλίου 2006 και τελειώνει στις .

( 29 ) Το Δικαστήριο δέχεται, κατά πάγια νομολογία, ότι η κατά το άρθρο 34, παράγραφος 2, ΕΚ κοινοτική απαγόρευση των διακρίσεων συνιστά ειδική έκφραση της γενικής αρχής της ισότητας, η οποία ανήκει στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου και κατά την οποία απαγορεύεται να αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρεμφερείς καταστάσεις ή να αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός και αν μια τέτοιου είδους μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικά. Όσον αφορά τη γενική αλλά και την ειδική απαγόρευση των διακρίσεων του άρθρου 34, παράγραφος 2, ΕΚ, βλ. τις αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2007, C-273/04, Πολωνία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I-8925, σκέψη 86), της , C-182/03, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-5479 σκέψη 170), της , C-87/03 και C-100/03, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. I-2915, σκέψη 48), της , C-14/01, Niemann (Συλλογή 2003, σ. I-2279, σκέψη 49), της , C-292/97, Karlsson κ.λπ. (Συλλογή 2000, I-2737, σκέψη 39), της , C-122/95, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1998, σ. I-973, σκέψη 62), της , C-15/95, EARL de Kerlast (Συλλογή 1997, σ. I-1961, σκέψη 35), της , C-44/94, Fishermen’s Organisations κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I-3115, σκέψη 46), της , C-98/91, Herbrink (Συλλογή 1994, σ. I-223, σκέψη 27), της , C-177/90, Kühn (Συλλογή 1992, σ. I-35, σκέψη 18), της , C-267/88 έως C-285/88, Wuidart κ.λπ. (Συλλογή 1990, I 435, σκέψη 13), της , 203/86, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1988, σ. 4563, σκέψη 25), της , 201/85 και 202/85, Klensch (Συλλογή 1986, σ. 3477, σκέψη 9), της , 66/79, 127/79 και 128/79, Salumi κ.λπ. (Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 627, σκέψη 14), της , 117/76 και 16/77, Ruckdeschel και Ströh (Συλλογή τόμος 1977, σ. 531, σκέψη 7), και 124/76 και 20/77, Moulins et Huileries de Pont-à-Mousson και Providence agricole de la Champagne (Συλλογή τόμος 1977, σ. 535, σκέψη 16), της , 125/77, Koninklijke Scholten-Honig και De Bijenkorf (Συλλογή τόμος 1978, σ. 625, σκέψη 26), και Royal Scholten-Honig και Tunnel Refineries (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 26), καθώς και τις προτάσεις μου της στην υπόθεση Horvath (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 8, σημεία 99 και 100).

( 30 ) Αποφάσεις Ισπανία κατά Συμβουλίου (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 29, σκέψη 25), της 19ης Μαρτίου 1992, C-311/90, Hierl (Συλλογή 1992, σ. I-2061, σκέψη 18), και της , C-280/93, Γερμανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1994, σ. I-4973, σκέψη 67).

( 31 ) Απόφαση Wuidart κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 29, σκέψη 14).

( 32 ) Κανονισμός (ΕΚ) 1260/2001 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 2001, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 178, σ. 1).

( 33 ) Κανονισμός (ΕΚ) 1541/2006 της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2006, για καθορισμό του συντελεστή με τον οποίο υπολογίζεται το κατώφλιο απόσυρσης που αναφέρεται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) 493/2006 (ΕΕ L 283, σ. 22).

( 34 ) Βλ. τη σελίδα 6 της διάταξης περί παραπομπής.

( 35 ) Αποφάσεις Klensch (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 29, σκέψη 10), της 13ης Ιουλίου 1989, 5/88, Wachauf (Συλλογή 1989, σ. 2609, σκέψη 19), της , 196/88 έως 198/88, Daniel Cornée (Συλλογή 1989, σ. 2309, σκέψεις 20 και 21), και της 14ης Ιουλίου 1994, C-351/92, Graff (Συλλογή 1994, σ. I-3361, σκέψεις 17 και 18).

( 36 ) Βλ. Van Rijn, T., όπ.π. (υποσημείωση 23), άρθρο 34 ΕΚ, ενάριθμη παράγραφος 59.

( 37 ) Βλ. σελ. 7 της διάταξης περί παραπομπής.

( 38 ) Η τυπική ομοιότητα δεν σημαίνει πάντως ότι οι θιγόμενες επιχειρήσεις είναι πράγματι παρόμοιες από ουσιαστική άποψη. Με δεδομένες δε τις ιδιαιτερότητες της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης (π.χ. παραγωγή, ζήτηση, οικονομική κατάσταση και μέγεθος της επιχείρησης), αυτό θα συμβαίνει σπάνια ή σχεδόν ποτέ. Όπως τονίζει ορθά ο Schwarze, J., European Administrative Law, 1η έκδοση, Λουξεμβούργο 2006, σ. 548, η ομοιότητα δεν μπορεί ποτέ να είναι απόλυτη, αλλά μόνο μερική, και δεν αφορά παρά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και συγκεκριμένες σχέσεις. Η δικαστική απόφαση που επιβεβαιώνει ή αποκλείει την ομοιότητα δύο αντικειμένων που έχουν συγκριθεί δεν έχει παρά σχετική μόνο αξία. Κατά τον συγγραφέα, θα ήταν τελείως παράλογο να υποστηριχθεί ότι δύο αντικείμενα είναι απολύτως όμοια. Όσον αφορά την προκείμενη υπόθεση, η προσφεύγουσα δεν διατύπωσε επιχειρήματα ούτε παρέθεσε κανένα κριτήριο υπέρ της άποψής της ότι τελεί στην ίδια κατάσταση με άλλες θιγόμενες επιχειρήσεις παραγωγής ζάχαρης.

( 39 ) Βλ. σημείο 71 της διάταξης παραπομπής.

( 40 ) Απόφαση Westzucker (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψη 14).

( 41 ) Βλ. αποφάσεις της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C-296/93 και C-307/93, Γαλλία και Ιρλανδία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I-795, σκέψη 31), και της , C-354/95, National Farmers’ Union (Συλλογή 1997, σ. I-4559, σκέψη 50). Ο Thiele, G., EUV/EGV Kommentar (επιμέλεια: C. Calliess, και M. Ruffert), άρθρο 34, ενάριθμη παράγραφος 57, σ. 684, τονίζει την ελευθερία εκτίμησης του κοινοτικού νομοθέτη στον τομέα της ΚΓΠ και δέχεται ότι δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα κύρους μιας πολιτικής απόφασης για τον λόγο αυτό παρά μόνο αν η απόφαση αυτή, με βάση τα στοιχεία που διέθετε ο νομοθέτης κατά την έκδοσή της, εμφανίζεται ως προδήλως εσφαλμένη. Κατά την Ηλιοπούλου, A., «Le principe d’égalité et de non-discrimination», Droit Administratif Européen (επιμέλεια: J.-B. Auby, και J. Dutheil de la Rochere), Βρυξέλλες 2007, σ. 446, το Δικαστήριο επιδεικνύει κατά κανόνα κάποια επιφυλακτικότητα και υπογραμμίζει την ευρεία διακριτική ευχέρεια που έχουν τα κοινοτικά όργανα κατά την εκτίμηση των περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων.

( 42 ) Βλ. το σημείο 53 των παρατηρήσεων της Επιτροπής.

( 43 ) Βλ. σημείο 45 των παρατηρήσεων του Συμβουλίου.

( 44 ) Βλ. Halla-Heißen, I., και Nonhoff, F., Marktordnungsrecht — Marktordnungswaren im grenzüberschreitenden Warenverkehr, Κολωνία 1997, σ. 34. Σύμφωνα με τους ανωτέρω, οι ρυθμίσεις που έχουν θεσπιστεί βάσει των σκοπών της ΚΓΠ διέπονται από τρεις θεμελιώδεις αρχές: ενότητα της αγοράς, κοινοτική προτίμηση και οικονομική αλληλεγγύη. Η ενότητα της αγοράς εμπεριέχει καταρχάς την ελεύθερη κυκλοφορία των γεωργικών προϊόντων μεταξύ των κρατών μελών. Επιδιώκεται η κατάργηση των δασμών, των εμποδίων στο εμπόριο και των επιδοτήσεων των κρατών μελών προς τη γεωργία τους που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νόθευση του ανταγωνισμού. Στην πράξη δεν θα πρέπει να υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ του εμπορίου εντός ενός κράτους μέλους και του εμπορίου εντός της εσωτερικής αγοράς. Προϋπόθεση για αυτό είναι καταρχάς η ύπαρξη ενιαίων τιμών και κανόνων ανταγωνισμού.

( 45 ) Με την απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1986, 250/84, Eridania (Συλλογή 1986, σ. 117, σκέψη 20), το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η κατανομή των καθορισμένων ποσοστώσεων ζάχαρης μεταξύ των επιχειρήσεων βάσει της πραγματικής τους παραγωγής είναι δικαιολογημένη, διότι αυτή η κατανομή των επιβαρύνσεων ανταποκρίνεται στην αρχή της εξειδίκευσης των περιφερειών, επί της οποίας βασίζεται η κοινή αγορά και κατά την οποία απαιτείται η παραγωγή να πραγματοποιείται στον προσφορότερο από οικονομική άποψη τόπο. Η κατανομή αυτή είναι άλλωστε σύμφωνη με την αρχή της αλληλεγγύης των παραγωγών, διότι είναι θεμιτό να λαμβάνεται η παραγωγή ως κριτήριο για την εκτίμηση τόσο της οικονομικής ισχύος των παραγωγών, όσο και των οφελών που αποκομίζουν από το σύστημα.

Επάνω