EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62008CJ0358

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 2ας Δεκεμβρίου 2009.
Aventis Pasteur SA κατά OB.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: House of Lords - Ηνωμένο Βασίλειο.
Οδηγία 85/374/EOK - Ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων - Άρθρα 3 και 11 - Πλάνη όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ενός προσώπου ως παραγωγού - Ένδικη διαφορά - Αίτημα περί υποκαταστάσεως του αρχικού εναγομένου με τον παραγωγό - Εκπνοή της προθεσμίας παραγραφής.
Υπόθεση C-358/08.

Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-11305

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2009:744

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 2ας Δεκεμβρίου 2009 ( *1 )

«Οδηγία 85/374/EOK — Ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων — Άρθρα 3 και 11 — Πλάνη όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ενός προσώπου ως παραγωγού — Ένδικη διαφορά — Αίτημα περί υποκαταστάσεως του αρχικού εναγομένου με τον παραγωγό — Εκπνοή της προθεσμίας παραγραφής»

Στην υπόθεση C-358/08,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το House of Lords (Ηνωμένο Βασίλειο) με απόφαση της 11ης Ιουνίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Αυγούστου 2008, στο πλαίσιο της δίκης

Aventis Pasteur SA

κατά

OB,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, A. Tizzano, J. N. Cunha Rodrigues, K. Lenaerts (εισηγητή) και E. Levits, προέδρους τμήματος, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, A. Borg Barthet, M. Ilešič, J. Malenovský, U. Lõhmus, A. Ó Caoimh και J.-J. Kasel, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: V. Trstenjak

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Ιουνίου 2009,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Aventis Pasteur SA, εκπροσωπούμενη από τον G. Leggatt, QC, επικουρούμενο από τον P. Popat, barrister,

ο OB, εκπροσωπούμενος από τον S. Maskrey, QC, επικουρούμενο από τον H. Preston, barrister,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον G. Wilms,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων (ΕΕ L 210, σ. 29), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 1999/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 10ης Μαΐου 1999 (ΕΕ L 141, σ. 20, στο εξής: οδηγία 85/374).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Aventis Pasteur SA (στο εξής: APSA), εταιρίας εγκατεστημένης στη Γαλλία, και του OB, κατόπιν της θέσεως σε κυκλοφορία εμβολίου φερομένου ως ελαττωματικού.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική νομοθεσία

3

Η πρώτη, η δέκατη, η ενδέκατη και η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 85/374 ορίζουν τα εξής:

«ότι η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης του παραγωγού για ζημίες που προκαλούνται λόγω του ελαττωματικού χαρακτήρος των προϊόντων του είναι απαραίτητη, δεδομένου ότι οι διαφορές στις επιμέρους νομοθεσίες ενδέχεται να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό, να επηρεάσουν την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων εντός της κοινής αγοράς και να προκαλέσουν διαφορές στο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή από τις ζημίες, στην υγεία και στην περιουσία του, λόγω ενός ελαττωματικού προϊόντος·

[…]

ότι η καθιέρωση ενιαίας προθεσμίας παραγραφής για την αγωγή επανόρθωσης της προκληθείσας ζημίας είναι προς το συμφέρον τόσο του ζημιωθέντος, όσο και του παραγωγού·

ότι τα προϊόντα φθείρονται με την πάροδο του χρόνου, ενώ θεσπίζονται αυστηρότερες προδιαγραφές ασφάλειας και προοδεύουν οι επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις· ότι, κατά συνέπεια, θα ήταν άδικο να καθίσταται ο παραγωγός υπεύθυνος, χωρίς χρονικό περιορισμό για τα ελαττώματα του προϊόντος του· ότι η ευθύνη του θα πρέπει, ως εκ τούτου, να παύει μετά εύλογο χρονικό διάστημα, χωρίς βεβαίως να θίγονται οι εκκρεμούσες αγωγές·

[…]

ότι, για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία των καταναλωτών, δεν θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα παρέκκλισης, μέσω συμβατικής ρήτρας, από την ευθύνη του παραγωγού έναντι του ζημιωθέντος· […]».

4

Η οδηγία 85/374 ορίζει, στο άρθρο 1, ότι «[ο] παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του».

5

Το άρθρο 3 της οδηγίας 85/374 προβλέπει τα εξής:

«1.   Ως “παραγωγός” θεωρείται ο κατασκευαστής ενός τελικού προϊόντος, ο παραγωγός κάθε πρώτης ύλης ή ο κατασκευαστής ενός συστατικού καθώς και κάθε πρόσωπο του εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος, επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή κάθε άλλο διακριτικό του σημείο.

2.   Με την επιφύλαξη της ευθύνης του παραγωγού, οποιοσδήποτε εισάγει στην Κοινότητα ένα προϊόν για πώληση, μίσθωση, leasing ή οποιαδήποτε άλλη μορφή διανομής στα πλαίσια της εμπορικής του δραστηριότητας, θεωρείται ως παραγωγός του, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, και υπέχει ευθύνη παραγωγού.

3.   Εάν είναι αδύνατο να προσδιοριστεί η ταυτότητα του παραγωγού, κάθε προμηθευτής του προϊόντος θα θεωρείται ως παραγωγός του, εκτός αν ενημερώσει τον ζημιωθέντα, εντός εύλογης προθεσμίας, σχετικά με την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν. Το ίδιο ισχύει, όταν πρόκειται για εισαγόμενο προϊόν, εάν η ταυτότητα του εισαγωγέα, όπως την αναφέρει η παράγραφος 2, δεν αναγράφεται στο προϊόν, ακόμα και εάν αναφέρεται η επωνυμία του παραγωγού.»

6

Το άρθρο 11 της οδηγίας 85/374 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θα λάβουν νομοθετικά μέτρα, ώστε τα δικαιώματα που η οδηγία αυτή παρέχει στον ζημιωθέντα να παραγράφονται μετά πάροδο δέκα ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο παραγωγός έθεσε σε κυκλοφορία το συγκεκριμένο προϊόν που προξένησε τη ζημία, εκτός εάν, στο μεταξύ, ο ζημιωθείς στράφηκε δικαστικά κατά του παραγωγού.»

7

Κατά το άρθρο 13 της εν λόγω οδηγίας, αυτή «[…]δεν θίγει τα δικαιώματα που ενδέχεται να έχει ο ζημιωθείς, βάσει του δικαίου περί συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης ή βάσει ειδικού καθεστώτος ευθύνης που τυχόν ισχύει κατά τη στιγμή κοινοποίησης της οδηγίας».

8

Η οδηγία 85/374 κοινοποιήθηκε στα κράτη μέλη στις 30 Ιουλίου 1985.

Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

9

Η οδηγία 85/374 μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου με τον νόμο του 1987 περί προστασίας των καταναλωτών (Consumer Protection Act 1987, στο εξής: νόμος του 1987).

10

Ο νόμος του 1987 πρόσθεσε στον περί παραγραφής νόμο του 1980 (Limitation Act 1980) ένα νέο άρθρο 11 A, του οποίου η παράγραφος 3 ορίζει τα εξής:

«Αγωγή δυνάμει του άρθρου αυτού δεν μπορεί να ασκηθεί μετά την πάροδο δεκαετούς προθεσμίας από την κρίσιμη ημερομηνία […]· η παρούσα παράγραφος επιφέρει παραγραφή της αξιώσεως κατά την εκπνοή της ως άνω δεκαετούς προθεσμίας, και μάλιστα ανεξαρτήτως αν η αξίωση αυτή είναι ληξιπρόθεσμη ή όχι ή έχουν αρχίσει να τρέχουν οι προθεσμίες που προβλέπουν οι ακόλουθες διατάξεις του παρόντος νόμου.»

11

Το άρθρο 35 του νόμου του 1980 απαγορεύει, κατ’ αρχήν, την υποκατάσταση του αρχικού διαδίκου με νέο, μετά την εκπνοή της προθεσμίας παραγραφής. Εντούτοις, κατ’ εξαίρεση, δικονομικοί κανόνες μπορεί να παρέχουν, δυνάμει των παραγράφων 5, στοιχείο β’, και 6, στοιχείο α’, του άρθρου αυτού, την εξουσία στον δικαστή να επιτρέπει, υπό ορισμένες συνθήκες, μια τέτοια υποκατάσταση με αποτελέσματα που ανατρέχουν στην ημερομηνία ασκήσεως της αρχικής αγωγής. Προβλέπεται κατά τον τρόπο αυτόν η υπεισέλευση του νέου διαδίκου «στη θέση του διαδίκου του οποίου το όνομα χρησιμοποιήθηκε, εκ παραδρομής, αντί του ονόματος του νέου διαδίκου, σε κάθε αίτημα που προβλήθηκε με την αρχική αγωγή».

12

O κανόνας 19.5, παράγραφος 3, στοιχείο α’, των κανόνων πολιτικής δικονομίας (Civil Procedure Rules) απονέμει τέτοια εξουσία υποκαταστάσεως στον δικαστή, ο οποίος μπορεί να την ασκήσει κατά διακριτική ευχέρεια. Πάντως, προβλέπει ότι, ακόμη και οσάκις πληρούται η προϋπόθεση ασκήσεως της εξουσίας αυτής, ο δικαστής λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η υποκατάσταση θα έχει ως συνέπεια τον αποκλεισμό του εναγομένου από την απαλλακτική ενέργεια της εκπνοής της προθεσμίας παραγραφής και επιτρέπει την υποκατάσταση μόνον οσάκις, κατά την κρίση του δικαστή και λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της συγκεκριμένης υποθέσεως, αυτή επιβάλλεται για λόγους δικαιοσύνης.

Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

13

Η Pasteur Mérieux Sérums et Vaccins SA (στο εξής: Pasteur Mérieux), εταιρία γαλλικού δικαίου, η οποία μετονομάστηκε ακολούθως σε APSA, παρασκευάζει φαρμακευτικά προϊόντα, μεταξύ των οποίων εμβόλιο κατά του αιμοφίλου της ινφλουέντσας.

14

Η Mérieux UK Ltd (στο εξής: Mérieux UK), εταιρία αγγλικού δικαίου, ήταν, το 1992, θυγατρική της APSA, στην οποία ανήκε κατά 100%, και λειτουργούσε ως διανομέας στο Ηνωμένο Βασίλειο των προϊόντων που παρασκεύαζε η εταιρία αυτή.

15

Στις 18 Σεπτεμβρίου 1992, η APSA απέστειλε μια παρτίδα εμβολίων κατά του αιμοφίλου στη Mérieux UK, η οποία παρέλαβε την παρτίδα αυτή στις 22 Σεπτεμβρίου 1992. Η APSA απέστειλε το σχετικό τιμολόγιο στη θυγατρική της, η οποία το εξόφλησε προσηκόντως.

16

Σε μεταγενέστερη άγνωστη ημερομηνία, η οποία όμως τοποθετείται περί τα τέλη Σεπτεμβρίου ή τις αρχές Οκτωβρίου 1992, η Mérieux UK πώλησε μέρος της εν λόγω παρτίδας στο Υπουργείο Υγείας και το παρέδωσε σε νοσοκομείο το οποίο υπέδειξε το υπουργείο αυτό. Το εν λόγω νοσοκομείο στη συνέχεια προμήθευσε μέρος των εμβολίων αυτών σε ιατρείο στην Αγγλία.

17

Στις 3 Νοεμβρίου 1992, χορηγήθηκε στον OB δόση του επιμάχου εμβολίου στο ιατρείο αυτό.

18

Στη συνέχεια, ο OB υπέστη σοβαρές βλάβες. Οι θεράποντες ιατροί του OB έκριναν ότι οι βλάβες αυτές προκλήθηκαν από μόλυνση με τον ιό του απλού έρπητα. Ο OB υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι οφείλονται στο ότι το εμβόλιο που του χορηγήθηκε ήταν ελαττωματικό.

19

Το 1994, η APSA συνέστησε «joint venture» με τη Merck Inc. των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Mérieux UK κατέστη η βρετανική θυγατρική αυτού του «joint venture». Κατόπιν αλλαγής της επωνυμίας της, μετονομάστηκε σε Aventis Pasteur MSD (στο εξής: APMSD).

20

Στις 2 Νοεμβρίου 2000, ο OB άσκησε ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division, αγωγή αποζημιώσεως κατά της APMSD. Στην έκθεση των πραγματικών περιστατικών που κατέθεσε την 1η Αυγούστου 2001, υποστήριξε ότι το εμβόλιο παρασκευάσθηκε από την APMSD και ότι ήταν ελαττωματικό, οπότε έπρεπε να θεωρηθεί η εταιρία αυτή ως υπεύθυνη δυνάμει του νόμου του 1987.

21

Με το αμυντικό υπόμνημα το οποίο κατέθεσε στις 29 Νοεμβρίου 2001, η APMSD ισχυρίστηκε ότι ήταν απλώς η διανομέας του χορηγηθέντος στον OB εμβολίου και όχι η παρασκευάστριά του.

22

Στις 17 Απριλίου 2002, απαντώντας σε αίτημα περί επιβεβαιώσεως του αν είχε παρασκευάσει το προϊόν, η APMSD ισχυρίστηκε εκ νέου ότι δεν ήταν η παραγωγός του προϊόντος. Υπέδειξε ως παρασκευάστρια του προϊόντος την Pasteur Mérieux, χωρίς να διευκρινίζει ότι αυτή ήταν η παλαιά επωνυμία της APSA.

23

Στις 16 Οκτωβρίου 2002, ο OB άσκησε ενώπιον του High Court of Justice αγωγή αποζημιώσεως κατά της APSA.

24

Η APSA παραδέχεται ότι αυτή ήταν η παραγωγός του προϊόντος, αλλά ισχυρίζεται συγχρόνως ότι η στρεφόμενη κατ’ αυτής αγωγή έχει παραγραφεί, δεδομένου ότι η δεκαετής προθεσμία για την άσκηση αγωγής δυνάμει του νόμου του 1987 έληξε, κατ’ αυτήν, στις 18 ή στις 22 Σεπτεμβρίου 2002, αναλόγως του αν το σημείο ενάρξεως της προθεσμίας αυτής αντιστοιχεί στην ημερομηνία κατά την οποία η APSA έστειλε το εμβόλιο στη Mérieux UK ή στην ημερομηνία κατά την οποία η τελευταία αυτή εταιρία το παρέλαβε.

25

Στις 10 Μαρτίου 2003, ο OB ζήτησε να υποκατασταθεί η APMSD με την APSA στο πλαίσιο της δίκης κατά της πρώτης, η οποία άρχισε τον Νοέμβριο του 2000. Στήριξε το αίτημα αυτό στο γεγονός ότι, κατά τον χρόνο ενάρξεως της διαδικασίας αυτής, θεωρούσε εσφαλμένως ότι η παρασκευάστρια του επιμάχου εμβολίου ήταν η APMSD.

26

Δεν αμφισβητείται ότι η εν λόγω αίτηση υποκαταστάσεως υποβλήθηκε μετά την παρέλευση της δεκαετούς προθεσμίας που προβλέπεται για την κίνηση ένδικης διαδικασίας κατά του παραγωγού του προϊόντος.

27

Η APSA ισχυρίστηκε ότι η εθνική νομοθεσία, κατά το μέτρο που επιτρέπει την ως άνω υποκατάσταση μετά την πάροδο της εν λόγω προθεσμίας, δεν είναι σύμφωνη προς την ορθή ερμηνεία του άρθρου 11 της οδηγίας 85/374, πράγμα το οποίο αμφισβήτησε ο OB.

28

Με απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2003, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Μαρτίου 2004, το High Court of Justice υπέβαλε αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, στην οποία του Δικαστήριο απάντησε με την απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2006, C-127/04, O’Byrne (Συλλογή 2006, σ. Ι-1313).

29

Το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα που υπέβαλε το High Court of Justice στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση O’Byrne, είχαν ως εξής:

«2)

Όταν ο ενάγων αξιώνει δικαστικώς την ικανοποίηση των δικαιωμάτων που του παρέχει η οδηγία […] για ελαττωματικά προϊόντα κατά μιας εταιρίας Α πιστεύοντας εσφαλμένως ότι η Α ήταν η παραγωγός του προϊόντος, ενώ στην πραγματικότητα παραγωγός του προϊόντος δεν ήταν η Α, αλλά άλλη εταιρία, η Β, επιτρέπεται στο κράτος μέλος να παρέχει, με την εθνική του νομοθεσία, τη διακριτική ευχέρεια στα εθνικά δικαστήρια να θεωρούν τις αγωγές αυτές ως “αγωγές κατά του παραγωγού” κατά την έννοια του άρθρου 11 της οδηγίας […];

3)

Επιτρέπει το άρθρο 11 της οδηγίας […], ορθώς ερμηνευόμενο, στο κράτος μέλος να παρέχει σε δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια να επιτρέψει την υποκατάσταση της Α με τη Β στη θέση της εναγόμενης σε αγωγή όπως αυτή περί της οποίας γίνεται λόγος ανωτέρω στο δεύτερο ερώτημα (“η σχετική αγωγή”):

α)

όταν η δεκαετής προθεσμία του άρθρου 11 έχει παρέλθει,

β)

όταν η σχετική αγωγή κατά της Α ασκήθηκε πριν από την πάροδο της δεκαετούς προθεσμίας και

γ)

όταν δεν ασκήθηκε αγωγή κατά της Β πριν από την πάροδο της δεκαετούς προθεσμίας σε σχέση με το προϊόν που, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, προκάλεσε τη ζημία;»

30

Με την προπαρατεθείσα απόφαση O’Byrne, το Δικαστήριο απάντησε ως εξής στα δύο αυτά ερωτήματα:

«Σε περίπτωση που έχει ασκηθεί αγωγή κατά εταιρίας, θεωρουμένης εσφαλμένως ως παραγωγού ενός προϊόντος ενώ, στην πραγματικότητα, αυτό είχε παραχθεί από άλλη εταιρία, εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στο εθνικό δίκαιο να ορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χωρεί υποκατάσταση διαδίκου από άλλον στο πλαίσιο αυτής της δίκης. Ωστόσο, το εθνικό δικαστήριο, αποφαινόμενο επί των προϋποθέσεων υπό τις οποίες χωρεί η εν λόγω υποκατάσταση, πρέπει να μεριμνά για τον σεβασμό του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της οδηγίας, όπως αυτό ορίζεται με τα άρθρα της 1 και 3.»

31

Κατόπιν της εκδόσεως της προπαρατεθείσας αποφάσεως O’Byrne, το High Court of Justice δέχθηκε, στις 20 Οκτωβρίου 2006, την αίτηση υποκαταστάσεως που υπέβαλε ο OB, με το σκεπτικό ότι η APMSD είχε εναχθεί εκ παραδρομής αντί της APSA.

32

Η APSA άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Court of Appeal. Στις 9 Οκτωβρίου 2007, το Court of Appeal απέρριψε την έφεσή της.

33

Επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως της APSA, το House of Lords αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Συμβιβάζεται με την οδηγία περί ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων το να επιτρέπει η νομοθεσία κράτους μέλους την υποκατάσταση του αρχικού εναγομένου με νέο, στο πλαίσιο αγωγής ασκηθείσας δυνάμει της οδηγίας, μετά την παρέλευση της δεκαετίας που προβλέπει το άρθρο 11 της οδηγίας για την άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων, εφόσον ο μοναδικός εναγόμενος στο πλαίσιο της αγωγής που ασκήθηκε εντός της δεκαετίας δεν εμπίπτει στο άρθρο 3 της οδηγίας;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

34

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 85/374 έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική ρύθμιση η οποία, στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας κινηθείσας βάσει του συστήματος ευθύνης το οποίο προβλέπει η εν λόγω οδηγία, επιτρέπει την υποκατάσταση εναγομένου με άλλον, μετά την παρέλευση της δεκαετούς προθεσμίας του άρθρου 11 της οδηγίας αυτής, ενώ το πρόσωπο το οποίο ορίστηκε ως εναγόμενος στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, όπως έχει οριστεί με το άρθρο 3 αυτής.

35

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη 34 της προπαρατεθείσας αποφάσεως O’Byrne, το Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι η οδηγία 85/374 ουδέν διαλαμβάνει επί των διαδικασιών που πρέπει να κινηθούν στην περίπτωση που ο ζημιωθείς ασκεί αγωγή αποζημιώσεως λόγω ελαττωματικού προϊόντος, ευρισκόμενος σε πλάνη ως προς την ταυτότητα του παραγωγού, εναπόκειται κατ’ αρχήν στο εθνικό δικονομικό δίκαιο να ορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χωρεί υποκατάσταση διαδίκου με άλλον στο πλαίσιο μιας τέτοιας δίκης.

36

Το Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε, με τη σκέψη 35 της προπαρατεθείσας αποφάσεως O’Byrne, ότι, δεδομένου ότι η οδηγία 85/374 επιδιώκει την πλήρη εναρμόνιση των ζητημάτων που ρυθμίζει, ο καθορισμός, με τα άρθρα 1 και 3 της οδηγίας αυτής, του κύκλου των υπευθύνων προσώπων, κατά των οποίων ο ζημιωθείς μπορεί να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως σύμφωνα με το σύστημα ευθύνης που προβλέπει η εν λόγω οδηγία πρέπει να θεωρηθεί περιοριστικός, διευκρίνισε, στη σκέψη 38 της αποφάσεως αυτής, ότι το εθνικό δικαστήριο, αποφαινόμενο επί των προϋποθέσεων υπό τις οποίες χωρεί τέτοια δικονομική υποκατάσταση διαδίκου, πρέπει να μεριμνά για την τήρηση του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της οδηγίας, όπως αυτό ορίζεται με το άρθρο της 3.

37

Το άρθρο 11 της οδηγίας 85/374 αποτελεί απόρροια της ίδιας βουλήσεως εναρμονίσεως, σε κοινοτικό επίπεδο, των κανόνων παραγραφής των δικαιωμάτων που παρέχονται στον ζημιωθέντα, κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω οδηγίας.

38

Το άρθρο αυτό προβλέπει ενιαία δεκαετή προθεσμία, με την εκπνοή της οποίας αποσβέννυνται τα δικαιώματά της. Καθορίζει, επιτακτικώς, ως χρόνο ενάρξεως της εν λόγω προθεσμίας την ημερομηνία κατά την οποία ο παραγωγός έθεσε σε κυκλοφορία το προϊόν που προκάλεσε τη ζημία. Ορίζει ως μόνο λόγο διακοπής της προθεσμίας αυτής την έναρξη δίκης κατά του εν λόγω παραγωγού.

39

Όπως προκύπτει από τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 85/374, ο κοινοτικός νομοθέτης επιδίωξε την ενιαία εφαρμογή των κανόνων παραγραφής στην οποία σκοπεί η οδηγία αυτή, προς το συμφέρον τόσο του ζημιωθέντος, όσο και του παραγωγού.

40

Αυτή η ενιαία εφαρμογή απορρέει, αφενός, από τον γενικό σκοπό που διατυπώνεται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 85/374, ο οποίος συνίσταται στην εξάλειψη των διαφορών μεταξύ των επιμέρους νομοθεσιών, οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν διαφορές στο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή εντός της Κοινότητας.

41

Κατά την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 85/374, η οδηγία αυτή σκοπεί, αφετέρου, στον περιορισμό, σε κοινοτικό επίπεδο, της ευθύνης του παραγωγού σε εύλογη χρονική διάρκεια, λαμβανομένης υπόψη της σταδιακής φθοράς των προϊόντων, της αυξανόμενης αυστηρότητας των κανόνων ασφαλείας και της διαρκούς βελτιώσεως των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων.

42

Όπως εκθέτει η γενική εισαγγελέας στα σημεία 49 και 50 των προτάσεών της, η βούληση του κοινοτικού νομοθέτη να περιορίσει σε συγκεκριμένα χρονικά όρια το καθεστώς της αντικειμενικής ευθύνης που θεσπίζει η οδηγία 85/374 λαμβάνει επίσης υπόψη ότι το εν λόγω καθεστώς συνεπάγεται για τον παραγωγό μεγαλύτερο βάρος από αυτό το οποίο επιβάλλει το σύνηθες καθεστώς ευθύνης, προκειμένου να μην εμποδίζεται η τεχνολογική πρόοδος και να παραμείνει δυνατή η ασφαλιστική κάλυψη των κινδύνων που αφορούν την ειδική αυτή ευθύνη [βλ., υπό την έννοια αυτή, σημείο 3.2.4. της εκθέσεως της Επιτροπής, της 31ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 85/374 για την ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων COM(2000) 893 τελικό].

43

Συνεπώς, υπό την επιφύλαξη της ενδεχόμενης εφαρμογής του δικαίου της συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης ή ειδικού καθεστώτος ευθύνης που τυχόν ισχύει κατά τη στιγμή κοινοποίησης της οδηγίας 85/374, εφαρμογή την οποία δεν θίγει η οδηγία αυτή, όπως προκύπτει από το άρθρο της 13 και από τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της, ο «παραγωγός», υπό την έννοια του άρθρου 3 της εν λόγω οδηγίας, απαλλάσσεται, σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας αυτής, από την ευθύνη την οποία υπέχει δυνάμει της οδηγίας αυτής μετά την πάροδο δέκα ετών από τη θέση σε κυκλοφορία του οικείου προϊόντος, εκτός εάν, εν τω μεταξύ, έχει κινηθεί ένδικη διαδικασία κατ’ αυτού.

44

Υπό τις συνθήκες αυτές, κανόνας εθνικού δικαίου ο οποίος επιτρέπει την υποκατάσταση εναγομένου με άλλον, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, δεν είναι δυνατό να εφαρμόζεται, υπό το πρίσμα της οδηγίας 85/374, κατά τρόπον ώστε να επιτρέπει την προσεπίκληση ενός τέτοιου παραγωγού, μετά την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας, ως εναγομένου σε ένδικη διαδικασία κινηθείσα εντός της προθεσμίας αυτής κατ’ άλλου προσώπου.

45

Πράγματι, η αντίθετη λύση θα ισοδυναμούσε, αφενός, με την αποδοχή της δυνατότητας διακοπής της δεκαετούς προθεσμίας του άρθρου 11 της οδηγίας 85/374, έναντι του παραγωγού αυτού, από άλλη αιτία πλην της κινήσεως ένδικης διαδικασίας κατ’ αυτού, πράγμα το οποίο θα αντέβαινε στην πλήρη εναρμόνιση την οποία επιδιώκει η οδηγία επί του σημείου αυτού.

46

Η λύση αυτή καταλήγει, αφετέρου, στην παράταση της προθεσμίας παραγραφής έναντι του παραγωγού αυτού, ανατρέποντας τις προβλέψεις του τελευταίου ως προς την ακριβή ημερομηνία κατά την οποία αυτός αναμένεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 της οδηγίας 85/374, να απαλλαγεί της ευθύνης που υπέχει από την εν λόγω οδηγία, πράγμα το οποίο θα αντέβαινε όχι μόνο στην ενιαία εφαρμογή της προθεσμίας αυτής την οποία επιδιώκει ο κοινοτικός νομοθέτης, αλλά και στην ασφάλεια δικαίου την οποία το εν λόγω άρθρο 11 έχει ως σκοπό να παράσχει στην παραγωγό στο πλαίσιο του καθεστώτος αντικειμενικής ευθύνης το οποίο θεσπίζει η οδηγία αυτή.

47

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου, αναγκαίο συμπλήρωμα της οποίας συνιστά η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επιτάσσει, ιδίως, όπως η εφαρμογή των κανόνων δικαίου να μπορεί να προβλεφθεί από τους πολίτες, πρέπει δε η επιταγή αυτή να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα οσάκις πρόκειται για ρύθμιση που ενδέχεται να συνεπάγεται οικονομικό βάρος, ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C-201/08, Plantanol, Συλλογή 2009, σ. I-8343, σκέψη 46 και παρατιθέμενη νομολογία).

48

Προσθετέον επίσης ότι υποκειμενικά στοιχεία που αφορούν, επί παραδείγματι, την εσφαλμένη εντύπωση του ζημιωθέντος ότι παραγωγός του φερομένου ως ελαττωματικού προϊόντος ήταν εταιρία η οποία δεν ήταν πράγματι παραγωγός ή την αληθή πρόθεση του ζημιωθέντος να εναγάγει τον εν λόγω παραγωγό με την αγωγή του η οποία εστράφη κατ’ άλλης εταιρίας, δεν είναι δυνατόν, χωρίς να θιγεί η αντικειμενική διάσταση των κανόνων εναρμονίσεως τους οποίους προβλέπει η οδηγία 85/374, να δικαιολογήσουν την υποκατάσταση, μετά τη λήξη της δεκαετούς προθεσμίας του άρθρου 11, του παραγωγού αυτού, σε ένδικη διαδικασία κινηθείσα εντός της προθεσμίας αυτής κατ’ άλλου προσώπου (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση O’Byrne, σκέψη 26, καθώς και, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, C-51/05 P, Επιτροπή κατά Cantina sociale di Dolianova κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I-5341, σκέψεις 59 έως 63).

49

Κατόπιν των ανωτέρω, το άρθρο 11 της οδηγίας 85/374 έχει την έννοια ότι απαγορεύει την εφαρμογή εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, επιτρέπουσας την υποκατάσταση εναγομένου με άλλον, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, κατά τρόπον ώστε να είναι δυνατή η προσεπίκληση, μετά την παρέλευση της προθεσμίας την οποία καθορίζει, ενός «παραγωγού», υπό την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας αυτής, ως εναγομένου σε ένδικη διαδικασία κινηθείσα εντός της προθεσμίας αυτής κατ’ άλλου προσώπου.

50

Πάντως, το Δικαστήριο, επιληφθέν αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, είναι αρμόδιο να παράσχει, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το αιτούν δικαστήριο στην επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2000, C-366/98, Geffroy, Συλλογή 2000, σ. I-6579, σκέψη 20, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C-446/07, Severi, Συλλογή 2009, σ. I-8041, σκέψη 60).

51

Συναφώς, σημειωτέον ότι, πρώτον, από την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η APMSD (πρώην Mérieux UK), η οποία προμήθευσε το 1992 στο βρετανικό σύστημα υγείας το χορηγηθέν στον OB εμβόλιο, ήταν, κατά τον χρόνο εκείνο, θυγατρική της APSA (πρώην Pasteur Mérieux Sérums et Vaccins SA), στην οποία ανήκε κατά 100%.

52

Στο πλαίσιο αυτό, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους ως προς τη διεξαγωγή αποδείξεων εθνικούς κανόνες, αν η θέση του επιμάχου προϊόντος σε κυκλοφορία καθορίστηκε στην πραγματικότητα από τη μητρική εταιρία η οποία το παρασκεύασε.

53

Αν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι τούτο συμβαίνει, το άρθρο 11 της οδηγίας 85/374 δεν εμποδίζει το δικαστήριο αυτό να κρίνει ότι, στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας κινηθείσας εντός της προθεσμίας του άρθρου αυτού κατά της θυγατρικής, βάσει του συστήματος ευθύνης που προβλέπει η εν λόγω οδηγία, η μητρική εταιρία, παραγωγός, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, μπορεί να υποκαταστήσει τη θυγατρική αυτή.

54

Δεύτερον, λαμβανομένου υπόψη του προμνησθέντος στη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως γεγονότος ότι η APMSD προμήθευσε το χορηγηθέν στον OB εμβόλιο, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/374, εάν είναι αδύνατο να προσδιοριστεί η ταυτότητα του παραγωγού, κάθε προμηθευτής του προϊόντος θα θεωρείται ως παραγωγός του, εκτός αν ενημερώσει τον ζημιωθέντα, εντός εύλογης προθεσμίας, σχετικά με την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν.

55

Όπως υπογράμμισαν τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 97 των προτάσεών της, η διάταξη αυτή αφορά την περίπτωση κατά την οποία, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, ο ζημιωθείς από το φερόμενο ως ελαττωματικό προϊόν ευλόγως δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την ταυτότητα του παραγωγού του προϊόντος αυτού, πριν ασκήσει τα δικαιώματά του κατά του προμηθευτή του προϊόντος, πράγμα το οποίο, στην υπό κρίση υπόθεση, θα οφείλει ενδεχομένως να ελέγξει το αιτούν δικαστήριο.

56

Στην περίπτωση αυτή, από το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/374 προκύπτει ότι ο προμηθευτής πρέπει να θεωρηθεί ως «παραγωγός» αν δεν ενημέρωσε τον ζημιωθέντα, εντός εύλογης προθεσμίας, για την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν.

57

Συναφώς, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι ο προμηθευτής του επιμάχου προϊόντος αρνήθηκε ότι ήταν ο παραγωγός του, χωρίς η άρνηση αυτή να συνοδεύεται από τη γνωστοποίηση της ταυτότητας του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν, δεν είναι δυνατόν να αρκέσει προκειμένου να θεωρηθεί ότι ο εν λόγω προμηθευτής γνωστοποίησε στον ζημιωθέντα τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/374, ούτε, ως εκ τούτου, προκειμένου να αποκλεισθεί η δυνατότητα να θεωρηθεί αυτός ως «παραγωγός» δυνάμει της διατάξεως αυτής.

58

Περαιτέρω, επιβάλλεται να υπογραμμισθεί ότι η προϋπόθεση που αφορά τη γνωστοποίηση αυτή εντός «εύλογης προθεσμίας», υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/374, συνεπάγεται την υποχρέωση του προμηθευτή τον οποίο ενήγαγε ο ζημιωθείς να του γνωστοποιήσει, με δική του πρωτοβουλία και με επιμέλεια, την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν.

59

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, το εθνικό δικαστήριο οφείλει, ενδεχομένως, να ελέγξει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, αν η APMSD εκπλήρωσε την υποχρέωση αυτή, συνεκτιμώντας, μεταξύ άλλων, το ιδιαίτερο γεγονός ότι η APMSD, ως θυγατρική της APSA η οποία αγόρασε το επίμαχο εμβόλιο απευθείας από την τελευταία, γνώριζε κατ’ ανάγκη την ταυτότητα του παραγωγού του εμβολίου αυτού κατά τον χρόνο που την ενήγαγε ο OB.

60

Αν, βάσει των στοιχείων τα οποία ενδεχομένως θα εξετάσει το αιτούν δικαστήριο, διαπιστώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/374, πρέπει τότε να θεωρήσει την APMSD ως «παραγωγό», στο πλαίσιο της εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Ως εκ τούτου, θα είναι επιτρεπτό να θεωρηθεί ότι η ένδικη διαδικασία την οποία κίνησε ο OB, τον Νοέμβριο του 2000, κατά της εταιρίας αυτής δυνάμει του καθεστώτος ευθύνης το οποίο προβλέπει η εν λόγω οδηγία διέκοψε, σύμφωνα με το άρθρο 11 της ως άνω οδηγίας, την προθεσμία παραγραφής ως προς την εταιρία αυτή.

61

Αντιθέτως, για τους εκτεθέντες στις σκέψεις 37 έως 47 της παρούσας αποφάσεως λόγους, η διαπίστωση αυτή, όπως άλλωστε και η αντίθετη, δεν καθιστούν δυνατό να γίνει δεκτό το αίτημα υποκαταστάσεως της APMSD με την APSA στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, διότι άλλως θα παραβιαζόταν η οδηγία 85/374, δεδομένου ότι ο OB υπέβαλε το ως άνω αίτημα μετά τη λήξη της προθεσμίας την οποία διέθετε, δυνάμει του άρθρου 11 της οδηγίας 85/374, για να προβάλει τα δικαιώματά του έναντι της APSA δυνάμει της εν λόγω οδηγίας, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως.

62

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 11 της οδηγίας 85/374 έχει την έννοια ότι απαγορεύει την εφαρμογή εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως επιτρέπουσας την υποκατάσταση εναγομένου με άλλον διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, κατά τρόπον ώστε να είναι δυνατή η προσεπίκληση, μετά την παρέλευση της προθεσμίας την οποία καθορίζει, ενός «παραγωγού», υπό την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας αυτής, ως εναγομένου σε ένδικη διαδικασία κινηθείσα εντός της προθεσμίας αυτής κατ’ άλλου προσώπου.

63

Ωστόσο, αφενός, το εν λόγω άρθρο 11 έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει το εθνικό δικαστήριο να κρίνει ότι, στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας κινηθείσας εντός της προθεσμίας του άρθρου αυτού κατά της θυγατρικής του παραγωγού, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374, η οποία του ανήκει κατά 100%, ο εν λόγω παραγωγός μπορεί να υποκαταστήσει τη θυγατρική αυτή, αν το ως άνω δικαστήριο διαπιστώσει ότι η θέση του επιμάχου προϊόντος σε κυκλοφορία καθορίστηκε στην πραγματικότητα από τον παραγωγό αυτόν.

64

Αφετέρου, το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 87/354 έχει την έννοια ότι, οσάκις ο ζημιωθείς από το φερόμενο ως ελαττωματικό προϊόν ευλόγως δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την ταυτότητα του παραγωγού του προϊόντος αυτού, πριν ασκήσει τα δικαιώματά του κατά του προμηθευτή του προϊόντος, ο εν λόγω προμηθευτής πρέπει να θεωρείται ως «παραγωγός», στο πλαίσιο ιδίως της εφαρμογής του άρθρου 11 της εν λόγω οδηγίας, εφόσον δεν έχει γνωστοποιήσει στον ζημιωθέντα, με δική του πρωτοβουλία και με επιμέλεια, την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν, πράγμα το οποίο το εθνικό δικαστήριο οφείλει, ενδεχομένως, να ελέγξει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

65

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 11 της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων, έχει την έννοια ότι απαγορεύει την εφαρμογή εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως επιτρέπουσας την υποκατάσταση εναγομένου με άλλον διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, κατά τρόπον ώστε να είναι δυνατή η προσεπίκληση, μετά την παρέλευση της προθεσμίας την οποία καθορίζει, ενός «παραγωγού», υπό την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας αυτής, ως εναγομένου σε ένδικη διαδικασία κινηθείσα εντός της προθεσμίας αυτής κατ’ άλλου προσώπου.

 

Ωστόσο, αφενός, το εν λόγω άρθρο 11 έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει το εθνικό δικαστήριο να κρίνει ότι, στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας κινηθείσας εντός της προθεσμίας του άρθρου αυτού κατά της θυγατρικής του παραγωγού, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/374, η οποία του ανήκει κατά 100%, ο εν λόγω παραγωγός μπορεί να υποκαταστήσει τη θυγατρική αυτή, αν το ως άνω δικαστήριο διαπιστώσει ότι η θέση του επιμάχου προϊόντος σε κυκλοφορία καθορίστηκε στην πραγματικότητα από τον παραγωγό αυτόν.

 

Αφετέρου, το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 87/354 έχει την έννοια ότι, οσάκις ο ζημιωθείς από το φερόμενο ως ελαττωματικό προϊόν ευλόγως δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την ταυτότητα του παραγωγού του προϊόντος αυτού, πριν ασκήσει τα δικαιώματά του κατά του προμηθευτή του προϊόντος, ο εν λόγω προμηθευτής πρέπει να θεωρείται ως «παραγωγός», στο πλαίσιο ιδίως της εφαρμογής του άρθρου 11 της εν λόγω οδηγίας, εφόσον δεν έχει γνωστοποιήσει στον ζημιωθέντα, με δική του πρωτοβουλία και με επιμέλεια, την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν, πράγμα το οποίο το εθνικό δικαστήριο οφείλει, ενδεχομένως, να ελέγξει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Επάνω