Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62007CJ0416

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 10ης Σεπτεμβρίου 2009.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας.
    Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγίες 91/628/ΕΟΚ και 93/119/ΕΚ - Κανονισμός (ΕΚ) 1/2005 - Προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά και κατά τη σφαγή ή τη θανάτωσή τους - Διαρθρωτικής φύσεως και γενικευμένη παράβαση των κοινοτικών κανόνων.
    Υπόθεση C-416/07.

    Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-07883

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2009:528

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

    της 10ης Σεπτεμβρίου 2009 ( *1 )

    «Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγίες 91/628/ΕΟΚ και 93/119/ΕΚ — Κανονισμός (ΕΚ) 1/2005 — Προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά και κατά τη σφαγή ή τη θανάτωσή τους — Σύνθετη και γενικευμένη παράβαση κοινοτικών κανόνων»

    Στην υπόθεση C-416/07,

    με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2007,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Ε. Τσερέπα-Lacombe και τον F. Erlbacher,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τις Σ. Χαριτάκη, Σ. Παπαϊωάννου και Ε.-Μ. Μαμούνα,

    καθής,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, J. Klučka (εισηγητή), U. Lõhmus, P. Lindh και A. Arabadjiev, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: V. Trstenjak

    γραμματέας: K. Sztranc-Sławiczek, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Ιανουαρίου 2009,

    αφού άκουσε την γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Απριλίου 2009,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την υπό κρίση προσφυγή, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει τα αναγκαία μέτρα:

    ώστε κάθε μεταφορέας ζώων να έχει λάβει άδεια από την αρμόδια αρχή και να έχει καταγραφεί σε μητρώο για να μπορεί να εντοπίζεται σύντομα από την αρμόδια αρχή, ιδίως σε περίπτωση μη τηρήσεως των κανόνων καλής μεταχείρισης των ζώων κατά τη μεταφορά,

    ώστε οι αρμόδιες αρχές να πραγματοποιούν τους υποχρεωτικούς ελέγχους των σχεδίων δρομολογίου/ημερολογίων ταξιδίου,

    ώστε να υπάρχουν, στους λιμένες πορθμείων ή κοντά σε αυτούς, εγκαταστάσεις αναπαύσεως των ζώων μετά την εκφόρτωσή τους από τα πλοία,

    ώστε να διασφαλιστεί ότι οι έλεγχοι των μεταφορικών μέσων και των ζώων πράγματι διενεργούνται,

    ώστε να επιβάλλονται αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις σε περιπτώσεις επανειλημμένων ή σοβαρών παραβάσεων των διατάξεων περί της προστασίας των ζώων κατά τη μεταφορά,

    ώστε να διασφαλιστεί η τήρηση των κανόνων αναισθητοποίησης των ζώων κατά τη σφαγή τους

    και

    ώστε να διασφαλιστεί ότι οι επιθεωρήσεις και οι έλεγχοι των σφαγείων πραγματοποιούνται προσηκόντως,

    παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, A, παράγραφοι 1, στοιχείο α’, σημεία i και ii, και 2, στοιχεία β’ και δ’, σημείο i, πρώτη περίπτωση, από τα άρθρα 8, 9 και 18, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/628/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 1991, για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά και για την τροποποίηση των οδηγιών 90/425/ΕΟΚ και 91/496/ΕΟΚ (ΕΕ L 340, σ. 17), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 806/2003 του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2003 (ΕΕ L 122, σ. 1, στο εξής: οδηγία 91/628), από το σημείο 48, ψηφίο 7, στοιχείο β’, του κεφαλαίου VII του παραρτήματος της ίδιας οδηγίας και, από 5ης Ιανουαρίου 2007, από τα άρθρα 5, παράγραφος 4, 6, παράγραφος 1, 13, παράγραφοι 3 και 4, 15, παράγραφος 1, και 25 έως 27, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2005 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2004, για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά και συναφείς δραστηριότητες και για την τροποποίηση των οδηγιών 64/432/ΕΟΚ και 93/119/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) 255/97 (ΕΕ 2005, L 3, σ. 1), καθώς και από τα άρθρα 3, 5, παράγραφος 1, στοιχείο δ’, 6, παράγραφος 1, και 8 της οδηγίας 93/119/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1993, για την προστασία των ζώων κατά τη σφαγή ή/και τη θανάτωσή τους (ΕΕ L 340, σ. 21), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1/2005 (στο εξής: οδηγία 93/119).

    Το νομικό πλαίσιο

    Η κοινοτική νομοθεσία

    Η οδηγία 91/628

    2

    Το άρθρο 5, A, παράγραφος 1, στοιχείο α’, σημεία i και ii, της οδηγίας 91/628 ορίζει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε:

    1)

    κάθε μεταφορέας:

    α)

    να έχει:

    i)

    καταγραφεί σε μητρώο ώστε να μπορεί να εντοπίζεται σύντομα από την αρμόδια αρχή σε περίπτωση μη τήρησης των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας·

    ii)

    λάβει κοινοτική άδεια ισχύουσα για κάθε μεταφορά σπονδυλωτών ζώων που πραγματοποιείται σε έδαφος που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 90/675/ΕΟΚ, και [χορηγηθείσα] από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εγκατάστασης ή, αν η επιχείρηση είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα, από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους της Ένωσης, υπό τον όρο ότι ο υπεύθυνος της επιχείρησης μεταφοράς θα δεσμευθεί γραπτώς να τηρήσει τις ισχύουσες απαιτήσεις της κοινοτικής κτηνιατρικής νομοθεσίας.»

    3

    Κατά το άρθρο 5, A, παράγραφος 2, στοιχείο β’, της οδηγίας αυτής:

    «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε:

    […]

    2)

    ο μεταφορέας:

    […]

    β)

    να καταρτίζει, για τα ζώα που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος, στοιχείο α’, τα οποία είτε πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο συναλλαγής μεταξύ κρατών μελών είτε να εξαχθούν προς τρίτες χώρες, καθώς και σε περίπτωση που η διάρκεια του ταξιδιού υπερβαίνει τις 8 ώρες, ένα σχέδιο δρομολογίου σύμφωνα με το υπόδειγμα που περιέχεται στο κεφάλαιο VII του παραρτήματος, το οποίο πρέπει να προσαρτάται στο υγειονομικό πιστοποιητικό κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και να διευκρινίζει τα τυχόν σημεία στάσης και μεταφόρτωσης».

    4

    Το άρθρο 5, A, παράγραφος 2, στοιχείο δ’, σημείο i, πρώτη περίπτωση, της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

    «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε:

    […]

    2)

    ο μεταφορέας:

    δ)

    να βεβαιώνεται:

    i)

    ότι το πρωτότυπο του σχεδίου δρομολογίου που αναφέρεται στο στοιχείο β’:

    συμπληρώνεται δεόντως από τα αρμόδια πρόσωπα την κατάλληλη στιγμή.»

    5

    Το άρθρο 8 της οδηγίας 91/628 ορίζει τα ακόλουθα:

    «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, τηρουμένων των αρχών και των κανόνων ελέγχου που ορίζει η οδηγία [90/425/ΕΟΚ], οι αρμόδιες αρχές να ελέγχουν αν τηρούνται οι επιταγές της παρούσας οδηγίας, επιθεωρώντας χωρίς διακρίσεις:

    α)

    τα μεταφορικά μέσα και τα ζώα κατά τη διάρκεια της οδικής μεταφοράς·

    β)

    τα μεταφορικά μέσα και τα ζώα κατά την άφιξή τους στους τόπους προορισμού·

    γ)

    τα μεταφορικά μέσα και τα ζώα στις αγορές, στους τόπους αναχώρησης, στα σημεία στάσης και στα σημεία μεταφόρτωσης·

    δ)

    τις ενδείξεις που αναγράφονται στα συνοδευτικά έγγραφα.

    Οι επιθεωρήσεις αυτές πρέπει να αφορούν επαρκές δείγμα των ζώων που μεταφέρονται κάθε χρόνο στο εσωτερικό κάθε κράτους μέλους και μπορούν να διεξάγονται ταυτόχρονα με τους ελέγχους που διενεργούνται για άλλους σκοπούς.

    Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους υποβάλλει στην Επιτροπή ετήσια έκθεση στην οποία δηλώνει τον αριθμό [των επιθεωρήσεων που πραγματοποιήθηκαν] κατά τη διάρκεια του προηγούμενου ημερολογιακού έτους για καθένα από τα στοιχεία α’, β’, γ’ και δ’ και αναφέρει λεπτομερή στοιχεία για κάθε διαπιστωθείσα παράβαση, καθώς και τα επακόλουθα μέτρα που έλαβε η αρμόδια αρχή.

    Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της μεταφοράς μπορούν να διενεργούνται έλεγχοι των ζώων και των μεταφορικών μέσων στο έδαφος κράτους μέλους, εφόσον η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους διαθέτει πληροφορίες που της επιτρέπει να συναγάγει ότι υπάρχει παράβαση.

    Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν αφορούν τους ελέγχους που διενεργούνται στα πλαίσια των αποστολών που εκτελούνται χωρίς διάκριση από τις αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη γενική εφαρμογή των νόμων σε ένα κράτος μέλος.»

    6

    Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής:

    «Εάν κατά τη μεταφορά διαπιστωθεί ότι δεν τηρούνται ή δεν έχουν τηρηθεί οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας, η αρμόδια αρχή του τόπου όπου γίνεται η διαπίστωση απαιτεί από τους υπευθύνους του μεταφορικού μέσου να λάβουν κάθε μέτρο που η ίδια κρίνει αναγκαίο για την εξασφάλιση της καλής [μεταχείρισης] των μεταφερόμενων ζώων.

    Αναλόγως των περιστάσεων, τα μέτρα αυτά μπορούν να συνίστανται σε ό,τι χρειάζεται προκειμένου:

    α)

    να ολοκληρωθεί το ταξίδι ή να επιστρέψουν τα ζώα στον τόπο αναχώρησης από τον πιο σύντομο δρόμο, εφόσον αυτό δεν προκαλεί άσκοπη ταλαιπωρία των ζώων·

    β)

    να στεγασθούν προσηκόντως τα ζώα και να τους παρασχεθεί η αναγκαία περιποίηση μέχρι να επιλυθεί το πρόβλημα·

    γ)

    να σφαγούν τα ζώα χωρίς ταλαιπωρία. Ο προορισμός και η χρήση των σφαγίων αυτών των ζώων διέπονται από τις διατάξεις της οδηγίας 64/433/ΕΟΚ.»

    7

    Το άρθρο 18, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

    «Σε περίπτωση επανειλημμένων παραβάσεων της παρούσας οδηγίας ή παράβασης που συνεπάγεται σημαντική ταλαιπωρία για τα ζώα, ένα κράτος μέλος λαμβάνει, με την επιφύλαξη των λοιπών προβλεπόμενων κυρώσεων, τα απαραίτητα μέτρα για τη επανόρθωση των διαπιστωθεισών παραλείψεων, τα οποία μπορούν να φθάσουν μέχρι την αναστολή ή και την απόσυρση της έγκρισης που αναφέρεται στο άρθρο 5, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α’, σημείο ii.

    Τα κράτη μέλη προβλέπουν, κατά τη μεταφορά στην εθνική νομοθεσία, τα μέτρα που θα λάβουν για να αντιμετωπίσουν τις διαπιστούμενες παραλείψεις.»

    8

    Το σημείο 48 του παραρτήματος της οδηγίας 91/628, που επιγράφεται «Διαστήματα ποτίσματος και παροχής τροφής και διάρκεια ταξιδιού και ανάπαυσης», περιέχει το ψηφίο 7, στοιχείο β’, που προβλέπει τα εξής:

    «Σε περίπτωση μεταφοράς που συνδέει τακτικά και απευθείας δύο γεωγραφικά σημεία της Κοινότητας με τη βοήθεια οχημάτων που φορτώνονται στα πλοία χωρίς να εκφορτώνονται τα ζώα, πρέπει να προβλέπεται, για τα ζώα, διάρκεια ανάπαυσης 12 ωρών μετά την εκφόρτωσή τους στο λιμένα προορισμού ή στην άμεση γειτονία του, εκτός εάν η διάρκεια της θαλάσσιας μεταφοράς εντάσσεται στο γενικό πρόγραμμα των [ψηφίων] 2 έως 4 [του εν λόγω σημείου 48].»

    Η οδηγία 93/119

    9

    Το άρθρο 3 της οδηγίας 93/119 ορίζει τα ακόλουθα:

    «Πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε περιττή διέγερση, πόνος ή ταλαιπωρία των ζώων κατά τη διακίνηση, τον σταυλισμό, την ακινητοποίηση, την αναισθητοποίηση, τη σφαγή και τη θανάτωση.»

    10

    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο δ’, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

    «Τα μόνοπλα, τα μηρυκαστικά, οι χοίροι, τα κουνέλια και τα πουλερικά που εισάγονται σε σφαγεία προς σφαγή πρέπει:

    […]

    δ)

    να υφίστανται αφαίμαξη σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος Δ.»

    11

    Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας:

    «Τα εργαλεία, το υλικό ακινητοποίησης, ο εξοπλισμός και οι εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για την αναισθητοποίηση ή τη θανάτωση πρέπει να σχεδιάζονται, να κατασκευάζονται, να συντηρούνται και να χρησιμοποιούνται κατά τρόπο ώστε η αναισθητοποίηση ή η θανάτωση να γίνονται κατά τρόπο ταχύ και αποτελεσματικό, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Η αρμόδια αρχή ελέγχει εάν τα εργαλεία, το υλικό ακινητοποίησης, ο εξοπλισμός των εγκαταστάσεων αναισθητοποίησης ή θανάτωσης ανταποκρίνονται προς τις ανωτέρω αρχές και ελέγχει τακτικά κατά πόσο βρίσκονται σε καλή κατάσταση και επιτρέπουν την επίτευξη του προαναφερόμενου στόχου.»

    12

    Το άρθρο 8 της οδηγίας 93/119 έχει ως εξής:

    «Η επιθεώρηση και ο έλεγχος των σφαγείων πραγματοποιούνται υπ’ ευθύνη της αρμόδιας αρχής, η οποία πρέπει να έχει ανά πάσα στιγμή ελεύθερη πρόσβαση σε όλους τους χώρους του σφαγείου, ώστε να εξασφαλίζεται η τήρηση της παρούσας οδηγίας. Ωστόσο, οι επιθεωρήσεις και οι έλεγχοι αυτοί μπορούν να πραγματοποιούνται και επ’ ευκαιρία ελέγχων που διενεργούνται για άλλους λόγους.»

    Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

    13

    Από το 1998 το Γραφείο Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων της Γενικής Διευθύνσεως «Υγεία και Προστασία των Καταναλωτών» της Επιτροπής (στο εξής: ΓΤΚΘ) έχει οργανώσει αποστολές στην Ελλάδα προκειμένου να ελέγξει την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής των κοινοτικών διατάξεων στον τομέα της προστασίας των ζώων, ιδίως κατά τη μεταφορά και τη σφαγή τους.

    14

    Το ΓΤΚΘ διαπίστωσε, σε διάφορες αποστολές του στην Ελλάδα από το 1998 έως το 2006, ότι οι κοινοτικές διατάξεις περί της προστασίας των ζώων κατά τη μεταφορά και τη σφαγή τους δεν τηρούνταν. Συναφώς, η Επιτροπή στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στις υπ’ αριθ. 8729/2002, 9002/2003, 9176/2003, 9211/2003 και 7273/2004 αποστολές που πραγματοποιήθηκαν από τις 18 έως τις 20 Νοεμβρίου 2002, από τις 13 έως τις 17 Ιανουαρίου 2003, από τις 21 έως τις 25 Ιουλίου 2003, από τις 15 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2003 και από τις 4 έως τις 8 Οκτωβρίου 2004 αντιστοίχως.

    15

    Στις 13 Ιουλίου 2005, η Επιτροπή απέστειλε στην Ελληνική Δημοκρατία έγγραφο οχλήσεως, σχετικά με πλημμελή εφαρμογή και εκτέλεση πλειόνων διατάξεων των οδηγιών 91/628 και 93/119, καθώς και του άρθρου 10 ΕΚ, στο οποίο η Ελληνική Κυβέρνηση απάντησε με επιστολή της 20ής Σεπτεμβρίου 2005.

    16

    Η Επιτροπή, μετά από ανταλλαγές πληροφοριών και κατόπιν της υπ’ αριθ. 8042/2006 αποστολής που διήρκεσε από τις 21 Φεβρουαρίου έως την 1η Μαρτίου 2006, εξέδωσε στις 4 Ιουλίου 2006 αιτιολογημένη γνώμη, καλώντας την Ελληνική Δημοκρατία να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς αυτήν εντός δύο μηνών από της παραλαβής της. Το εν λόγω κράτος μέλος απάντησε στις 8 Σεπτεμβρίου 2006.

    17

    Από τις 4 έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2006, το ΓΤΚΘ πραγματοποίησε την υπ’ αριθ. 8167/2006 αποστολή προκειμένου να ελέγξει την τήρηση των κοινοτικών διατάξεων περί της καλής μεταχειρίσεως των ζώων και επιβεβαίωσε, με την έκθεσή του, την ύπαρξη των παραβάσεων και των πλημμελειών που είχαν διαπιστωθεί και προηγουμένως στον τομέα αυτό.

    18

    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

    Επί της προσφυγής

    Επί του παραδεκτού της προσφυγής

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    19

    Η Ελληνική Δημοκρατία βάλλει κατά της σφαιρικής προσεγγίσεως που υιοθέτησε η Επιτροπή με την προσφυγή της. Θεωρεί ότι η προσφυγή αυτή, καθόσον είναι αόριστη στο σύνολό της, πρέπει να κριθεί απαράδεκτη.

    20

    Υποστηρίζει, γενικώς, ότι η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί, σε σχέση με κάθε προσαπτόμενη παράβαση, η κατάσταση ως είχε κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας. Κατά την άποψή της, για να είναι δυνατή τόσο η εκ μέρους του Δικαστηρίου νομική εκτίμηση όσο και η εκ μέρους της άσκηση των δικαιωμάτων της άμυνας, η Επιτροπή όφειλε να αναφερθεί σε εύλογο αριθμό τέτοιων συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που να μπορούν να στηρίξουν τη διαπίστωση, αφενός, ότι συντρέχει η προβαλλόμενη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου και, αφετέρου, ότι εξακολουθούσε να υφίσταται, τουλάχιστον κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας.

    21

    Η Επιτροπή φρονεί, αντιθέτως, ότι είναι θεμιτή η σφαιρική αντιμετώπιση, στα πλαίσια μιας ενιαίας διαδικασίας, του ζητήματος της τηρήσεως της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά και κατά τη σφαγή τους. Τίποτε δεν την εμποδίζει να προβάλει πλείονες λόγους, στηριζόμενους όχι σε μεμονωμένη διαπίστωση συγκεκριμένου πραγματικού περιστατικού, αλλά σε σημαντικό αριθμό περιπτώσεων που αποκαλύφθηκαν από το ΓΤΚΘ και συνθέτουν μια διαρθρωτικής φύσεως και γενικευμένη παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει η Ελληνική Δημοκρατία στον τομέα της προστασίας των ζώων κατά τη μεταφορά και κατά τη σφαγή.

    22

    Επομένως, κατά την άποψη της Επιτροπής, η προσφυγή με αίτημα να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις των οδηγιών 93/119 και 91/628 καθώς και, από τις 5 Ιανουαρίου 2007, ήτοι μετά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, από τις διατάξεις του κανονισμού 1/2005, είναι παραδεκτή.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    23

    Όσον αφορά τη σφαιρική προσέγγιση που υιοθέτησε η Επιτροπή, τονίζεται κατ’ αρχάς ότι, πέραν της υποχρεώσεως της Επιτροπής σχετικά με το βάρος αποδείξεως, το οποίο φέρει αυτή στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 226 ΕΚ, η Συνθήκη ΕΚ δεν περιλαμβάνει κανέναν κανόνα που να απαγορεύει τη σφαιρική αντιμετώπιση σημαντικού αριθμού καταστάσεων βάσει των οποίων η Επιτροπή εκτιμά ότι συγκεκριμένο κράτος μέλος παρέβη επανειλημμένως και επί μακρόν τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο (απόφαση της 26ης Απριλίου 2007, C-135/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2007, σ. I-3475, σκέψη 20).

    24

    Επισημαίνεται ακολούθως, ότι, κατά πάγια νομολογία, ακόμη και αν η εφαρμοστέα εθνική ρύθμιση είναι αυτή καθαυτή σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο, είναι δυνατό να στοιχειοθετηθεί παράβαση λόγω της υπάρξεως μιας διοικητικής πρακτικής που παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο, εφόσον αυτή είναι ως έναν ορισμένο βαθμό πάγια και γενικευμένη (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Μαΐου 2005, C-278/03, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2005, σ. I-3747, σκέψη 13, και της 26ης Απριλίου 2007, Επιτροπή κατά Ιταλίας, προπαρατεθείσα, σκέψη 21).

    25

    Τέλος, πρέπει να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει παραδεκτές τις προσφυγές που άσκησε η Επιτροπή υπό παρόμοιες συνθήκες, ιδίως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2005, C-502/03, Επιτροπή κατά Ελλάδας, όπου η προσφυγή της Επιτροπής αφορούσε ακριβώς μια διαρθρωτικής φύσεως και γενικευμένη παράβαση, εκ μέρους του κράτους αυτού, των άρθρων 4, 8 και 9 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 39), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991 (ΕΕ L 78, σ. 32), ή στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 29ης Μαρτίου 2007, C-423/05, Επιτροπή κατά Γαλλίας, όπου επίσης η προσφυγή αφορούσε παράβαση των ίδιων διατάξεων, καθώς και του άρθρου 14 της οδηγίας 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (ΕΕ L 182, σ. 1). Τίποτε δεν αποκλείει τη δυνατότητα εφαρμογής της προσεγγίσεως αυτής και στον τομέα της προστασίας των ζώων.

    26

    Κατά συνέπεια, η σφαιρική προσέγγιση που υιοθέτησε η Επιτροπή στο πλαίσιο της προσφυγής της είναι παραδεκτή.

    27

    Όσον αφορά το παραδεκτό των λόγων της προσφυγής που αφορούν τις διατάξεις του κανονισμού 1/2005 ο οποίος κατήργησε και αντικατέστησε την οδηγία 91/628 από 5ης Ιανουαρίου 2007, ήτοι μετά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως στο πλαίσιο προσφυγής που ασκείται δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας που ισχύει κατά την εκπνοή της προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή στο οικείο κράτος μέλος προκειμένου να συμμορφωθεί προς την αιτιολογημένη της γνώμη (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 1996, C-61/94, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1996, σ. I-3989, σκέψη 42, και της 5ης Οκτωβρίου 2006, C-377/03, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2006, σ. I-9733, σκέψη 33).

    28

    Εντούτοις, όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο και όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 35 των προτάσεών της, ναι μεν τα αιτήματα που περιέχει το δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να αφορούν παραβάσεις πέραν εκείνων που προβάλλονται με το διατακτικό της αιτιολογημένης γνώμης και με το έγγραφο οχλήσεως, πλην όμως η Επιτροπή μπορεί παραδεκτώς να ζητήσει να διαπιστωθεί παράβαση υποχρεώσεων οι οποίες απορρέουν από το αρχικό κείμενο μιας κοινοτικής πράξεως, που στη συνέχεια τροποποιήθηκε ή καταργήθηκε, και έχουν διατηρηθεί σε ισχύ με διατάξεις μιας νέας κοινοτικής πράξεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1999, C-365/97, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1999, σ. I-7773, σκέψη 36, και της 12ης Ιουνίου 2003, C-363/00, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2003, σ. I-5767, σκέψη 22). Αντιθέτως, το αντικείμενο της διαφοράς δεν μπορεί να επεκταθεί σε υποχρεώσεις που απορρέουν από νέες διατάξεις, αντίστοιχες των οποίων δεν υπήρχαν στο αρχικό κείμενο της εν λόγω πράξεως, διότι τούτο θα συνιστούσε παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Ιουνίου 2003, Επιτροπή κατά Ιταλίας, προπαρατεθείσα, σκέψη 22).

    29

    Κατά συνέπεια, τα αιτήματα που περιέχει το δικόγραφο της προσφυγής της Επιτροπής, με τα οποία ζητείται να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του κανονισμού 1/2005, είναι κατ’ αρχήν παραδεκτά, υπό την προϋπόθεση ότι οι υποχρεώσεις που επιβάλλει ο κανονισμός 1/2005 είναι αντίστοιχες προς εκείνες που απορρέουν από την οδηγία 91/628.

    30

    Εντούτοις, υπογραμμίζεται ότι η Επιτροπή, απαντώντας σε ερώτηση που της τέθηκε κατά την προφορική διαδικασία, διευκρίνισε ότι η υπό κρίση προσφυγή λόγω παραβάσεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά τις διατάξεις της οδηγίας 91/628 και όχι τις διατάξεις του κανονισμού 1/2005, τις οποίες επικαλέστηκε με σκοπό να καταδείξει ότι η πρακτική των ελληνικών αρχών είναι ως έναν ορισμένο βαθμό πάγια.

    31

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η εκτίμηση του Δικαστηρίου πρέπει να περιοριστεί στη βασιμότητα των αιτιάσεων που αφορούν τις διατάξεις της οδηγίας 91/628.

    Επί των αιτιάσεων της Επιτροπής

    32

    Προκαταρκτικώς υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη της προσαπτόμενης παραβάσεως. Η ίδια οφείλει να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που είναι αναγκαία για να διαπιστωθεί η ύπαρξη παραβάσεως, χωρίς να μπορεί να στηριχθεί σε οποιοδήποτε τεκμήριο (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 25ης Μαΐου 1982, 96/81, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 1982, σ. 1791, σκέψη 6, και της 26ης Απριλίου 2007, Επιτροπή κατά Ιταλίας, προπαρατεθείσα, σκέψη 26).

    33

    Όταν η Επιτροπή προσκομίζει επαρκή στοιχεία που αποδεικνύουν το υποστατό ορισμένων πραγματικών περιστατικών που έχουν λάβει χώρα στο έδαφος του καθού κράτους μέλους, απόκειται στο εν λόγω κράτος μέλος να αμφισβητήσει με ουσιαστικό και εμπεριστατωμένο τρόπο τα προβαλλόμενα στοιχεία και τις συνέπειες που απορρέουν από αυτά (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, 272/86, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1988, σ. 4875, σκέψη 21, της 9ης Νοεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά Ιταλίας, προπαρατεθείσα, σκέψεις 84 και 86).

    34

    Εν προκειμένω, η Επιτροπή στηρίζεται στα πορίσματα των ελέγχων που πραγματοποίησαν οι αποστολές 8729/2002, 9002/2003, 9176/2003, 9211/2003, 7273/2004, 8042/2006 και 8167/2006 για να αποδείξει το βάσιμο της προσφυγής της.

    35

    Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί, για κάθε αιτίαση, αν τα πορίσματα αυτά αποδεικνύουν, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, ότι συντρέχει παράβαση υποχρεώσεων που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο.

    Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 5, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α’, σημεία i και ii, της οδηγίας 91/628

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

    36

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται, στηριζόμενη στις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το ΓΤΚΘ στο πλαίσιο των υπ’ αριθ. 7273/2004 και 8042/2006 αποστολών του, ότι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει ότι όλοι οι μεταφορείς ζώων είναι κάτοχοι αδείας εκδοθείσας από την αρμόδια αρχή και ότι κάθε ένας από αυτούς έχει καταγραφεί σε μητρώο, ώστε η αρμόδια αρχή να μπορεί να τον εντοπίσει ταχέως σε περίπτωση μη τηρήσεως των κανόνων προστασίας των ζώων κατά τη μεταφορά τους.

    37

    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, στο πλαίσιο της υπ’ αριθ. 7273/2004 αποστολής, οι επιθεωρητές του ΓΤΚΘ διαπίστωσαν ότι ορισμένοι μεταφορείς είτε δεν διέθεταν την απαιτούμενη άδεια είτε η διάρκεια ισχύος της άδειάς τους είχε λήξει. Επιπλέον, από την υπ’ αριθ. 8042/2006 αποστολή του ΓΤΚΘ προέκυψε ότι, καίτοι σημειώθηκε κάποια βελτίωση, εντούτοις οι κανόνες που διέπουν τη χορήγηση αδειών στους μεταφορείς και τον εντοπισμό τους δεν τηρούνταν πάντοτε σε ικανοποιητικό βαθμό. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι υπήρχαν μεν κατάλογοι μεταφορέων, πλην όμως δεν ενημερώνονταν αδιαλείπτως. Προσθέτει δε ότι οι κατάλογοι των μεταφορέων ήσαν ελλιπείς καθόσον δεν περιείχαν πληροφορίες σχετικά με την επιφάνεια φορτώσεως.

    38

    Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο εντοπισμός μίας άκυρης άδειας στο πλαίσιο της υπ’ αριθ. 7273/2004 αποστολής του ΓΤΚΘ συνιστά μεμονωμένο περιστατικό, το οποίο δεν μπορεί καθαυτό να θεμελιώσει την αιτίαση περί ανεπαρκειών του εθνικού συστήματος, πολλώ δε μάλλον αφού η συγκεκριμένη άδεια είχε ήδη εντοπιστεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

    39

    Επιπλέον, το εν λόγω κράτος μέλος ισχυρίζεται ότι η οδηγία 91/628 δεν προβλέπει ότι τα μητρώα των μεταφορέων πρέπει να περιλαμβάνουν στοιχεία όπως γραπτή δέσμευση των μεταφορέων ότι θα συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις της οδηγίας αυτής ή πληροφορίες σχετικές με τον τόπο φορτώσεως των ζώων. Συναφώς, η Επιτροπή διατείνεται ότι το επιχείρημα αυτό προσκρούει στο γράμμα του άρθρου 5, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α’, σημεία i και ii, της οδηγίας 91/628.

    40

    Η Ελληνική Κυβέρνηση τονίζει επίσης ότι έχει λάβει μέτρα προς διασφάλιση της τηρήσεως της κοινοτικής νομοθεσίας. Κατά την άποψή της, το γεγονός ότι οι περιφερειακές αρχές ενημερώθηκαν για τις συστάσεις των κοινοτικών επιθεωρητών και ότι διοργανώθηκαν σεμινάρια επαγγελματικής καταρτίσεως τόσο για μεταφορείς —οδηγούς και συνοδηγούς— ζώων όσο και για κτηνιάτρους πρέπει να ερμηνευθεί ως θετικό στοιχείο, ενδεικτικό της μέριμνας που επιδεικνύουν αδιάκοπα οι ελληνικές αρχές για την ορθή εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας.

    41

    Η Επιτροπή αντιτείνει, πάντως, ότι η διοργάνωση των σεμιναρίων αυτών αποτελεί μεν θετική ένδειξη, πλην όμως δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκ μέρους των εθνικών αρχών διενέργεια επίσημων ελέγχων, σύμφωνα με τα όσα ορίζει η σχετική κοινοτική νομοθεσία.

    — Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    42

    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι κατάλογοι των μεταφορέων ήσαν ελλιπείς στο μέτρο που δεν περιείχαν πληροφορίες σχετικά με την επιφάνεια φορτώσεως, αρκεί να επισημανθεί ότι ουδαμώς προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 5, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της οδηγίας 91/628 ότι πρέπει να παρέχονται τέτοιες πληροφορίες.

    43

    Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    44

    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι κατάλογοι των μεταφορέων δεν ενημερώνονταν αδιαλείπτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν ανταποκρίνεται, καθόσον είναι ασαφές, στις απαιτήσεις που θέτει η υπομνησθείσα στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, σύμφωνα με την οποία απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη της προσαπτόμενης παραβάσεως και να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την εκ μέρους του διαπίστωση της υπάρξεως της παραβάσεως αυτής.

    45

    Πράγματι, ελλείψει οποιωνδήποτε διευκρινίσεων, ιδίως ως προς τον αριθμό των σχετικών καταλόγων ή ως προς τον συνολικό αριθμό των ελεγχθέντων καταλόγων, το γεγονός και μόνον ότι ορισμένοι κατάλογοι μεταφορέων δεν είναι ενημερωμένοι δεν αρκεί για να αποδείξει ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της οδηγίας 91/628.

    46

    Εν πάση περιπτώσει, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 54 των προτάσεών της, μάλλον αποκλείεται το ενδεχόμενο να διαπιστωθεί ότι οι ελληνικές αρχές ακολουθούν συναφώς μια πρακτική που είναι ως έναν ορισμένο βαθμό πάγια και γενικευμένη, εφόσον τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής αφορούν τα πορίσματα ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν κατά το 2006 και όχι κάποια μακρά περίοδο στη διάρκεια της οποίας αναπτύχθηκε μια τέτοια πρακτική.

    47

    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι ορισμένοι μεταφορείς είτε δεν διέθεταν άδεια είτε η διάρκεια ισχύος της άδειάς τους είχε λήξει, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό, εφόσον ούτε αυτό ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που θέτει η υπομνησθείσα στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως νομολογία.

    48

    Πράγματι, η Επιτροπή δεν παρέχει καμία διευκρίνιση, μεταξύ άλλων, ούτε ως προς τον αριθμό των μεταφορέων που δεν διέθεταν άδεια ή που η διάρκεια ισχύος της άδειάς τους είχε λήξει ούτε ως προς τον αριθμό των μεταφορέων που ελέγχθηκαν συναφώς.

    49

    Συνεπώς, το επιχείρημα της Επιτροπής δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι υφίσταται διοικητική πρακτική η οποία, καθόσον είναι ως έναν ορισμένο βαθμό πάγια και γενικευμένη, αντιβαίνει στις υποχρεώσεις που υπέχει η Ελληνική Δημοκρατία από το άρθρο 5, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της οδηγίας 91/628.

    50

    Κατόπιν των ανωτέρω, η αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 5, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α’, σημεία i και ii, της οδηγίας 91/628 κρίνεται αβάσιμη.

    Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παράβαση των άρθρων 5, Α, παράγραφος 2, στοιχεία β’ και δ’, σημείο i, πρώτη περίπτωση, καθώς και 8, πρώτο εδάφιο, στοιχεία β’ και δ’, και 9 της οδηγίας 91/628

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

    51

    Η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία ότι δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσει ότι οι αρμόδιες αρχές πραγματοποιούν τους υποχρεωτικούς ελέγχους των σχεδίων δρομολογίου και, κατά συνέπεια, ότι παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 5, Α, παράγραφος 2, στοιχεία β’ και δ’, σημείο i, πρώτη περίπτωση, 8, πρώτο εδάφιο, στοιχεία β’ και δ’, καθώς και 9 της οδηγίας 91/628.

    52

    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά τις υπ’ αριθ. 9002/2003 και 7273/2004 αποστολές, οι επιθεωρητές του ΓΤΚΘ διαπίστωσαν, σε σχέση με ορισμένα σχέδια δρομολογίου, πλημμέλειες τις οποίες δεν είχαν εντοπίσει οι ελληνικές αρχές. Ειδικότερα, οι χρόνοι μεταφοράς, οι οποίοι αναγράφονταν στα περισσότερα από τα σχέδια δρομολογίου που ελέγχθηκαν και συνόδευαν τα φορτία ζώων για σφαγή που μεταφέρονταν από άλλα κράτη μέλη, ήταν αντιφατικοί και ανέφικτοι.

    53

    Η Ελληνική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, πάντως, ότι οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν, ιδίως μετά την έκδοση σχετικής εγκυκλίου το 2003 (στο εξής: εγκύκλιος του 2003), ένα επαρκές σύστημα ελέγχου και επαληθεύσεως των στοιχείων που περιέχουν τα σχέδια δρομολογίου. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι, εφόσον τα σχέδια αυτά εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, δεν απόκειται στις αρμόδιες αρχές του κράτους προορισμού να αξιολογούν ούτε τα στοιχεία που περιέχουν τα σχέδια αυτά ούτε τα κριτήρια που έλαβε υπόψη της η αρχή η οποία τα ενέκρινε. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, μόνον η τήρηση αυτών των σχεδίων μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου.

    54

    Η Επιτροπή αντιτείνει ότι, παρά τα όσα υποστηρίζει η Ελληνική Κυβέρνηση, ο σκοπός του ελέγχου του σχεδίου δρομολογίου ως συνοδευτικού εγγράφου είναι η διασφάλιση της τηρήσεως των επιταγών της οδηγίας 91/628. Επομένως, πρέπει να ελέγχονται όχι μόνον η ύπαρξη σχεδίου δρομολογίου και οι πληροφορίες που περιέχει το έγγραφο αυτό, αλλά και η νομιμότητα της μεταφοράς, βάσει των κανόνων καλής μεταχειρίσεως των ζώων.

    55

    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται μεταξύ άλλων από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/628, το οποίο προβλέπει τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση που διαπιστώνεται, κατά τη μεταφορά των ζώων, παράβαση των υποχρεώσεων που επιβάλλει η οδηγία. Επομένως, κατά την Επιτροπή, είναι πρόδηλο ότι η επαλήθευση και μόνον των πληροφοριών που περιέχουν τα σχέδια δρομολογίου δεν συνιστά έλεγχο σύμφωνο με τις επιταγές της οδηγίας 91/628.

    56

    Όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Κυβερνήσεως σχετικά με το σύστημα που εφαρμόζεται κατόπιν της εκδόσεως της εγκυκλίου του 2003, η Επιτροπή θεωρεί ότι προσκρούει στα πορίσματα πολλών επιτόπιων ερευνών που πραγματοποίησαν οι επιθεωρητές του ΓΤΚΘ, από τα οποία προκύπτει ότι οι έλεγχοι των ελληνικών αρχών δεν διενεργούνταν ικανοποιητικά.

    — Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    57

    Η αιτίαση αυτή διαρθρώνεται σε τρία σκέλη.

    58

    Όσον αφορά το σκέλος της αιτιάσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 5, Α, παράγραφος 2, στοιχείο β’, της οδηγίας 91/628, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε ο μεταφορέας να καταρτίζει σχέδιο δρομολογίου, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή προσκόμισε στοιχεία που μπορούν να αποδείξουν ότι οι μεταφορείς δεν είχαν καταρτίσει σχέδιο δρομολογίου όπως υποχρεούνταν από το άρθρο 5, A, παράγραφος 2, στοιχείο β’, της οδηγίας 91/628.

    59

    Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, τα στοιχεία που είναι αναγκαία για να διαπιστωθεί η ύπαρξη παραβάσεως επί του σημείου αυτού, αυτό το σκέλος της αιτιάσεως είναι απορριπτέο.

    60

    Όσον αφορά το σκέλος της αιτίασης που αφορά παράβαση των άρθρων 5, Α, παράγραφος 2, στοιχείο δ’, σημείο i, πρώτη περίπτωση, και 8, πρώτο εδάφιο, στοιχεία β’ και δ’, της οδηγίας 91/628, πρέπει να υπομνηστεί, αφενός, ότι από το εν λόγω άρθρο 5, Α, παράγραφος 2, στοιχείο δ’, σημείο i, πρώτη περίπτωση, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε τα σχέδια δρομολογίου των μεταφορέων να περιέχουν όλα τα στοιχεία στα οποία αναφέρεται το κεφάλαιο VIII του παραρτήματος της οδηγίας 91/628 και ώστε τα στοιχεία αυτά να είναι ορθά και επαρκή. Αφετέρου, πρέπει να τονιστεί ότι από το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, στοιχεία β’ και δ’, της οδηγίας 91/628 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να επιθεωρούν τα μεταφορικά μέσα και τα ζώα κατά την άφιξή τους στους τόπος προορισμού, καθώς και να επαληθεύουν τα στοιχεία που αναγράφονται στα συνοδευτικά έγγραφα.

    61

    Εν προκειμένω, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι τα συνοδευτικά έγγραφα στο πλαίσιο μιας μεταφοράς ζώων εντός του εδάφους της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν περιείχαν μνεία του χρόνου αναχωρήσεως και ότι οι επιθεωρητές του ΓΤΚΘ εντόπισαν παρατυπίες σε έγγραφα που είχαν ήδη ελεγχθεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Η Επιτροπή διευκρίνισε συναφώς ότι τα αντίγραφα των υγειονομικών πιστοποιητικών και των σχεδίων δρομολογίου, τα οποία συνόδευαν τη μεταφορά ζώων που προέρχονταν από την Ισπανία, τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες και προορίζονταν για σφαγή εντός της Ελληνικής Δημοκρατίας, ήσαν ασαφή και δεν περιελάμβαναν ορισμένες σημαντικές πληροφορίες. Επιπλέον, κατά τις διαπιστώσεις του ΓΤΚΘ, οι χρόνοι του ταξιδιού που αναγράφονταν στην πλειονότητα των σχεδίων δρομολογίου ήταν αντιφατικοί και ανέφικτοι. Ως παράδειγμα, η Επιτροπή παρέθεσε την περίπτωση σχεδίου δρομολογίου στο οποίο δεν είχε καταχωριστεί η ενδιάμεση ανάπαυση μεταξύ της στάσεως στη Νότια Ιταλία και του τελικού προορισμού εντός της Ελληνικής Δημοκρατίας.

    62

    Εξάλλου, από την έκθεση της αποστολής 8042/2006 προκύπτει ότι στο νομαρχιακό διαμέρισμα Κιλκίς η αρμόδια εθνική αρχή διευκρίνισε ότι δεν έχει πραγματοποιήσει κανέναν έλεγχο επί σχεδίων δρομολογίου και στο νομαρχιακό διαμέρισμα Θεσπρωτίας οι αρμόδιες τοπικές αρχές αφαίρεσαν τα πρωτότυπα των σχεδίων δρομολογίου αντί να τα επιστρέψουν στους μεταφορείς οι οποίοι θα έπρεπε να τα προσκομίσουν στις αρμόδιες αρχές του τόπου προελεύσεως. Επιπλέον, στην Πάτρα, οι αρμόδιες εθνικές αρχές έλεγξαν τα σχέδια δρομολογίου μόνο για το τμήμα του ταξιδίου έως τον λιμένα και όχι για εκείνο που απέμενε μέχρι την άφιξη στον τελικό προορισμό, έτσι ώστε δεν υπέπεσε στην αντίληψή τους ότι ο χρόνος ταξιδίου για ορισμένες μεταφορές με προορισμό τις νήσους Λέσβο και Χίο ήταν μεγαλύτερος από τον επιτρεπόμενο.

    63

    Από το σύνολο των διευκρινίσεων που παρέσχε η Επιτροπή προκύπτει ότι, παρά τη θέση σε ισχύ του συστήματος ελέγχου των σχεδίων δρομολογίου με την έκδοση της εγκυκλίου του 2003, δεν διενεργούνταν έλεγχοι σε όλες τις νομαρχίες. Επομένως, οι αρμόδιες αρχές δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τους υποχρεωτικούς ελέγχους των μεταφορικών μέσων στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, στοιχεία β’ και δ’, της οδηγίας 91/628. Επιπλέον, ακόμη και οσάκις πραγματοποιούνταν έλεγχοι, από τις ίδιες διευκρινίσεις προκύπτει ότι, σε πολλές περιπτώσεις, οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν ήσαν σε θέση να εντοπίσουν ουσιώδεις παρατυπίες σε σχέση με τα σχέδια δρομολογίου.

    64

    Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή προς στήριξη των αιτιάσεών της σχετικά με τα έτη 2003 και 2006 αποδεικνύουν, όπως απαιτείται κατά την παρατιθέμενη στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 5, A, παράγραφος 2, στοιχείο δ’, σημείο i, πρώτη περίπτωση, και 8, πρώτο εδάφιο, στοιχεία β’ και δ’, της οδηγίας 91/628.

    65

    Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι, εφόσον τα σχέδια δρομολογίου εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, οι αρμόδιες ελληνικές αρχές μπορούν να ελέγξουν μόνον την τήρησή τους και όχι τις πληροφορίες που αναγράφονται σε αυτά.

    66

    Πράγματι, όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή, σκοπός του ελέγχου του σχεδίου δρομολογίου είναι η διασφάλιση της τηρήσεως των επιταγών που θέτει η οδηγία 91/628. Επομένως, ο έλεγχος δεν μπορεί να περιορίζεται στην ύπαρξη σχεδίου δρομολογίου ή στην επαλήθευση των πληροφοριών που περιέχει το έγγραφο αυτό, αλλά πρέπει και να εξετάζεται αν η μεταφορά των ζώων είναι συμβατή με την κοινοτική νομοθεσία περί της προστασίας των ζώων κατά τη μεταφορά τους.

    67

    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο έλεγχος των στοιχείων που αναγράφονται στα σχέδια δρομολογίου στοιχείων δεν αρκεί καθαυτός προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων που επιβάλλει η οδηγία 91/628.

    68

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το σκέλος της αιτιάσεως που αφορά παράβαση των άρθρων 5, A, παράγραφος 2, στοιχείο δ’, σημείο i, πρώτη περίπτωση, και 8, πρώτο εδάφιο, στοιχεία β’ και δ’, της οδηγίας 91/628 είναι βάσιμο.

    69

    Όσον αφορά το σκέλος της αιτιάσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 9 της οδηγίας 91/628, σύμφωνα με το οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε μέτρο που κρίνουν αναγκαίο για την εξασφάλιση της καλής μεταχειρίσεως των ζώων σε περίπτωση παρατυπιών, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι αρμόδιες αρχές δεν ενήργησαν προσηκόντων όταν διαπίστωσαν ότι δεν είχαν τηρηθεί οι διατάξεις της οδηγίας 91/628.

    70

    Επομένως, αυτό το σκέλος της αιτιάσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παράβαση του σημείου 48, ψηφίο 7, στοιχείο β’, του κεφαλαίου VII του παραρτήματος της οδηγίας 91/628

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

    71

    Η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία ότι δεν έχει προβλέψει για την ύπαρξη, στους ελληνικούς λιμένες πορθμείων ή στην άμεση γειτονία τους, εγκαταστάσεων που να καθιστούν δυνατή την ανάπαυση των ζώων για 12 ώρες μετά την εκφόρτωσή τους από τα πλοία, οσάκις η διάρκεια της θαλάσσιας μεταφοράς υπερβαίνει τις 29 ώρες.

    72

    Η Επιτροπή υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι στην περίπτωση του λιμένα της Ηγουμενίτσας, διαπιστώθηκε ότι οι εγκαταστάσεις υπήρχαν, πλην όμως δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, δεδομένου ότι οι αρμόδιες αρχές δεν είχαν χορηγήσει τη σχετική άδεια.

    73

    Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι η Επιτροπή δεν αναφέρθηκε σε καμία συγκεκριμένη περίπτωση θαλάσσιας μεταφοράς με διάρκεια υπερβαίνουσα τις 29 ώρες. Στη συνέχεια ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι το σημείο 48, ψηφίο 7, στοιχείο β’, του παραρτήματος της οδηγίας 91/628 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μεριμνούν για την ύπαρξη εγκαταστάσεων ή κατάλληλων σημείων σταθμεύσεως που να καθιστούν δυνατή την ανάπαυση των ζώων για 12 ώρες, καθόσον η υποχρέωση αυτή βαρύνει αποκλειστικώς και μόνον τους μεταφορείς. Τέλος, το εν λόγω κράτος μέλος θεωρεί ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι υποχρεωμένο να προβλέψει για την ύπαρξη τέτοιων εγκαταστάσεων, δεδομένου ότι καμία μεταφορά από κοινοτικό σε ελληνικό λιμένα πορθμείου δεν υπερβαίνει σε διάρκεια τις 29 ώρες. Συναφώς, επισημαίνει ότι η διάρκεια της θαλάσσιας διαδρομής από το Μπάρι (Ιταλία) έως την Ηγουμενίτσα, που είναι ο κύριος ελληνικός διαμετακομιστικός λιμένας, δεν υπερβαίνει τις 10 ή 11 ώρες, ενώ η αντίστοιχη από το Μπάρι έως την Πάτρα τις 15 ώρες.

    74

    Πάντως, η Επιτροπή αντικρούει όλα τα ως άνω επιχειρήματα. Αφενός, ισχυρίζεται ότι από το γράμμα της εν λόγω παραγράφου 7, στοιχείο β’, προκύπτει με σαφήνεια ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν για την ύπαρξη των εγκαταστάσεων. Αφετέρου, θεωρεί ότι το επιχείρημα της Ελληνικής Κυβερνήσεως, ότι καμία θαλάσσια μεταφορά από κοινοτικό σε ελληνικό λιμένα πορθμείου δεν υπερβαίνει σε διάρκεια τις 29 ώρες, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

    — Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    75

    Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του σημείου 48, ψηφίο 7, στοιχείο β’, του κεφαλαίου VII του παραρτήματος της οδηγίας 91/628, σε περίπτωση μεταφοράς που συνδέει τακτικά και απευθείας δύο γεωγραφικά σημεία της Κοινότητας με τη βοήθεια οχημάτων που φορτώνονται στα πλοία χωρίς να εκφορτώνονται τα ζώα, πρέπει να προβλέπεται, για τα ζώα, ανάπαυση διάρκειας 12 ωρών μετά την εκφόρτωσή τους στον λιμένα προορισμού ή στην άμεση γειτονία του (βλ., συναφώς, απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2008, C-277/06, Interboves, Συλλογή 2008, σ. I-7433, σκέψη 27).

    76

    Καίτοι η διάταξη αυτή δεν προβλέπει ρητώς ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν την ύπαρξη εγκαταστάσεων αναπαύσεως για τα ζώα εντός των λιμένων, εντούτοις η σχετική υποχρέωση είναι σύμφυτη με την απαίτηση να αναπαύονται τα ζώα για 12 ώρες μετά την εκφόρτωσή τους στον λιμένα προορισμού ή στην άμεση γειτονία του. Πράγματι, θα ήταν αδύνατο για τους μεταφορείς να εκπληρώσουν την υποχρέωση αναπαύσεως των ζώων για 12 ώρες, αν τα κράτη μέλη δεν εξασφάλιζαν την ύπαρξη εγκαταστάσεων διαθέσιμων προς τον σκοπό αυτόν.

    77

    Επομένως, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία όφειλε να προβλέψει για την ύπαρξη τέτοιων εγκαταστάσεων εντός των ελληνικών λιμένων ή στην άμεση γειτονία τους.

    78

    Πάντως, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, δεν υπήρχαν εγκαταστάσεις αναπαύσεως για τα ζώα εντός των περισσοτέρων ελληνικών λιμένων.

    79

    Κατά συνέπεια, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να υπάρχουν, στους λιμένες πορθμείων ή κοντά σε αυτούς, εγκαταστάσεις αναπαύσεως των ζώων μετά την εκφόρτωσή τους από τα πλοία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το σημείο 48, ψηφίο 7, στοιχείο β’, του κεφαλαίου VII του παραρτήματος της οδηγίας 91/628.

    80

    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να προβλέψει για την ύπαρξη τέτοιων εγκαταστάσεων, δεδομένου ότι καμία μεταφορά από κοινοτικό σε ελληνικό λιμένα πορθμείου δεν υπερβαίνει σε διάρκεια τις 29 ώρες.

    81

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, με την προπαρατεθείσα απόφασή του Interboves, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο γνωστός ως κανόνας «14+1+14» του σημείου 48, ψηφίο 4, στοιχείο δ’, του παραρτήματος της οδηγίας 91/628 έχει την έννοια ότι επιτρέπει ανώτατη διάρκεια μεταφοράς 28 ωρών, με ενδιάμεση περίοδο αναπαύσεως τουλάχιστον μιας ώρας. Επομένως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη αυτή η διάρκεια των 28 ωρών.

    82

    Ακόμη και αν η διάρκεια της θαλάσσιας διαδρομής από το Μπάρι έως τον κύριο ελληνικό διαμετακομιστικό λιμένα δεν υπερβαίνει τις 10 ή 11 ώρες, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μεταφοράς ζώων προερχομένων από άλλους κοινοτικούς λιμένες, το οποίο συνεπάγεται θαλάσσια μεταφορά μεγαλύτερης διάρκειας. Επιπλέον, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας με τα σημεία 97 και 98 των προτάσεών της, είναι δυνατόν, σε ιδιαίτερες περιπτώσεις που προβλέπει η οδηγία 91/628, να πρέπει τα ζώα να αναπαύονται ακόμη και όταν η θαλάσσια μεταφορά διαρκεί λιγότερο από 28 ώρες.

    83

    Κατόπιν των ανωτέρω, η αιτίαση που αντλείται από παράβαση του σημείου 48, ψηφίο 7, στοιχείο β’, του κεφαλαίου VII του παραρτήματος της οδηγίας 91/628 κρίνεται βάσιμη.

    Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8 της οδηγίας 91/628

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

    84

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι από τις εκθέσεις των υπ’ αριθ. 9211/2003, 7273/2004 και 8042/2006 αποστολών προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει την πραγματοποίηση, στην Ελλάδα, επαρκών ελέγχων των μεταφορικών μέσων και των ζώων, προς αποτροπή των παράνομων οδικών μεταφορών ζώων.

    85

    Ειδικότερα, υπογραμμίζει ότι σε ορισμένες ελληνικές νομαρχίες, όπως, μεταξύ άλλων, της Αχαΐας, του Κιλκίς και των Σερρών, οι αρμόδιες αρχές δεν προτίθενται να διενεργούν τέτοιους ελέγχους, είτε λόγω ελλείψεως προσωπικού είτε διότι οι έλεγχοι έχουν πραγματοποιηθεί προηγουμένως στους ελληνικούς λιμένες. Επιπλέον, από την έκθεση της υπ’ αριθ. 9211/2003 αποστολής προκύπτει ότι στα ελληνικά νομαρχιακά διαμερίσματα οι έλεγχοι διεξάγονται μόνο στους λιμένες και κατά τη διέλευση των συνόρων, πουθενά δε αλλού κατά τη διάρκεια της μεταφοράς. Επιπλέον, η Επιτροπή παρατηρεί, όσον αφορά το πιλοτικό πρόγραμμα για τη διενέργεια περισσοτέρων ελέγχων, το οποίο η Ελληνική Κυβέρνηση επικαλέστηκε και κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, ότι δεν αφορά ορισμένα γεωγραφικά διαμερίσματα, όπως τη Θεσσαλία, ενώ κατά την υπ’ αριθ. 9211/2003 αποστολή του ΓΤΚΘ διαπιστώθηκαν πλημμέλειες και κατά την εφαρμογή του προγράμματος αυτού.

    86

    Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 91/628 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, για να στοιχειοθετηθεί παράβαση αυτών των διατάξεων, πρέπει να αποδειχθεί ότι δεν διενεργείται κανένας έλεγχος προς διασφάλιση της προστασίας των ζώων κατά τη μεταφορά τους.

    87

    Εν πάση περιπτώσει, το εν λόγω κράτος μέλος θεωρεί ότι η εφαρμογή πιλοτικού προγράμματος για τη διενέργεια, σε ορισμένα γεωγραφικά διαμερίσματα, ελέγχων από μεικτές ομάδες, η επιβολή προστίμων σε μεταφορείς και η θέσπιση διαφόρων διαδικασιών αμοιβαίας συνδρομής με ορισμένα άλλα κράτη μέλη συνιστούν ενδείξεις ότι οι ελληνικές αρχές πραγματοποιούν τους απαιτούμενους από την κοινοτική νομοθεσία ελέγχους.

    88

    Η Επιτροπή απαντά ότι, για μπορούν να θεωρηθούν σύμφωνοι με την κοινοτική νομοθεσία, οι έλεγχοι των μέσων μεταφοράς και των ζώων πρέπει να είναι κατάλληλοι, επαρκείς και αποτελεσματικοί. Κατά την άποψή της, οι πραγματοποιούμενοι από τις ελληνικές αρχές έλεγχοι των σχεδίων δρομολογίου δεν είναι αποτελεσματικοί και κατάλληλοι για να αποτρέψουν τις παράνομες οδικές μεταφορές ζώων.

    — Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    89

    Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α’, της οδηγίας 91/628, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να ελέγχουν αν τηρούνται οι επιταγές της οδηγίας αυτής, επιθεωρώντας χωρίς διακρίσεις τα μεταφορικά μέσα και τα ζώα κατά τη διάρκεια της οδικής μεταφοράς. Το δεύτερο εδάφιο της εν λόγω διατάξεως διευκρινίζει ότι οι επιθεωρήσεις αυτές πρέπει να αφορούν επαρκές δείγμα των ζώων που μεταφέρονται ανά έτος στο εσωτερικό κάθε κράτους μέλους.

    90

    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή σχετικά με τα έτη 2003 έως 2006 προκύπτει, αφενός, ότι σε πολλές νομαρχίες δεν πραγματοποιούνταν έλεγχοι στα μεταφορικά μέσα και, αφετέρου, οσάκις διενεργούνταν οι έλεγχοι αυτοί, τούτο συνέβαινε μόνο στους λιμένες και στα σύνορα, και όχι κατά τη διάρκεια της οδικής μεταφοράς όπως επιτάσσει το άρθρο 8 της οδηγίας 91/628.

    91

    Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλιστεί ότι οι έλεγχοι των μεταφορικών μέσων και των ζώων κατά την οδική μεταφορά πράγματι διενεργούνται, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 8 της οδηγίας 91/628.

    92

    Το συμπέρασμα αυτό δεν θίγεται από το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η εφαρμογή πιλοτικού προγράμματος για τη διενέργεια, σε ορισμένα γεωγραφικά διαμερίσματα, ελέγχων από μεικτές ομάδες, η επιβολή προστίμων σε μεταφορείς και η θέσπιση διαφόρων διαδικασιών αμοιβαίας συνδρομής με ορισμένα άλλα κράτη μέλη αποδεικνύουν ότι οι ελληνικές αρχές πραγματοποιούν τους απαιτούμενους από την κοινοτική νομοθεσία ελέγχους.

    93

    Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ακόμη και η ύπαρξη του προγράμματος αυτού δεν ήταν αρκετή προς διασφάλιση της διενέργειας των απαραίτητων ελέγχων.

    94

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α’, της οδηγίας 91/628 είναι βάσιμη.

    Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 18, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/628

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

    95

    Στηριζόμενη στις υπ’ αριθ. 9002/2003 και 9211/2003 αποστολές, η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία ότι δεν έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να επιβάλλονται αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις σε περιπτώσεις επανειλημμένων ή σοβαρών παραβάσεων των διατάξεων περί της προστασίας των ζώων κατά τη μεταφορά.

    96

    Η Ελληνική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, πάντως, ότι η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε κανένα συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό προς στήριξη των αιτιάσεών της. Εν πάση περιπτώσει, υποστηρίζει ότι οι ελληνικές αρχές επιβάλλουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις, όπως αποδεικνύεται, κατά την άποψή της, από τον κατάλογο των αποφάσεων περί επιβολής διοικητικών προστίμων, τις οποίες παρέθεσε στο σημείο 18 του υπομνήματός της αντικρούσεως.

    — Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    97

    Επισημαίνεται ότι το άρθρο 18, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/628 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λάβουν, σε περίπτωση επανειλημμένων παραβάσεων της παρούσας οδηγίας ή παράβασης που συνεπάγεται σημαντική ταλαιπωρία για τα ζώα, τα απαραίτητα μέτρα για τη επανόρθωση των διαπιστωθεισών παραλείψεων.

    98

    Η Επιτροπή επιχειρεί να αποδείξει την αναποτελεσματικότητα του συστήματος που έχει θεσπίσει η Ελληνική Δημοκρατία, ισχυριζόμενη ότι οι βασικοί έλεγχοι είναι χαλαροί, ο αριθμός των γραπτών προειδοποιήσεων είναι αμελητέος και οι διαδικασίες επιβολής κυρώσεων είναι προβληματικές. Στην έκθεση της υπ’ αριθ. 9211/2003 αποστολής αναφέρεται ότι κατά το 2002, επί 26 παραβάσεων, οι ελληνικές αρχές προέβησαν σε 9 προφορικές και 16 γραπτές προειδοποιήσεις, ενώ επέβαλαν και μια διοικητική κύρωση. Επιπλέον, κατά τα έτη 2001 και 2002 δεν σημειώθηκε ουδεμία αναστολή ή ανάκληση αδείας μεταφοράς. Στην ίδια έκθεση υπογραμμίζεται επίσης ότι προτάθηκε η επιβολή τεσσάρων προστίμων 3000 ευρώ ως κύρωση για παραβάσεις που διαπράχθηκαν σε ένα νομαρχιακό διαμέρισμα, στην πράξη όμως δεν δόθηκε καμία συνέχεια.

    99

    Πάντως, όπως ορθώς τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 141 των προτάσεών της, τα πορίσματα των εκθέσεων αυτών, λόγω του ανακριβούς και γενικού χαρακτήρα τους, δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 18, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/628.

    100

    Πράγματι, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο σχετικό με την επαναληπτικότητα των παραβάσεων ή με τη σοβαρότητα της ταλαιπωρίας που υπέστησαν τα ζώα κατά την τέλεση των παραβάσεών αυτών. Ελλείψει τέτοιων στοιχείων, δεν μπορεί να διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 18, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/628.

    101

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 18, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/628 είναι απορριπτέα.

    Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παράβαση των άρθρων 3, 5, παράγραφος 1, στοιχείο δ’, και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/119

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

    102

    Η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία ότι δεν έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει την τήρηση των κανόνων αναισθητοποίησης των ζώων κατά τη σφαγή τους.

    103

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το ΓΤΚΘ διαπίστωσε κατά τις υπ’ αριθ. 9002/2003 και 7273/2004 αποστολές του ότι σε ορισμένα σφαγεία η επιτήρηση της αναισθητοποίησης των χοίρων και των προβάτων ήταν ανεπαρκής, οπότε δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μην αναισθητοποιούνται όλα τα ζώα, κατά παράβαση των διατάξεων της οδηγίας 93/119. Διαπιστώθηκε επίσης ότι τα διαλείμματα μεταξύ της αναισθητοποίησης και της αφαίμαξης ήταν πολύ μακρά, οπότε υπήρχε ο κίνδυνος τα ζώα να ανακτήσουν εν τω μεταξύ τις αισθήσεις τους, αντιθέτως προς τα όσα ορίζει το παράρτημα Δ, άρθρο 1, της ίδιας οδηγίας.

    104

    Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το ΓΤΚΘ διαπίστωσε εκ νέου, στο πλαίσιο της υπ’ αριθ. 8042/2006 αποστολής του, την ύπαρξη πλημμελειών κατά τη διαδικασία αναισθητοποίησης των ζώων. Ειδικότερα, σύμφωνα με τους επιθεωρητές του ΓΤΚΘ, δεν πραγματοποιούνταν εργασίες συντηρήσεως του εξοπλισμού αναισθητοποίησης, κάποια μηχανήματα δεν λειτουργούσαν όπως έπρεπε, δεν υπήρχε κατάλληλη τεχνική υποστήριξη και τα διαλείμματα μεταξύ της αναισθητοποίησης και της αφαίμαξης των ζώων εξακολουθούσαν να είναι πολύ μακρά.

    105

    Η Ελληνική Κυβέρνηση θεωρεί και σε αυτή την περίπτωση ότι η Επιτροπή στήριξε τα συμπεράσματά της απλώς και μόνο σε αμφιβολίες και σε πιθανότητες, χωρίς να αναφερθεί σε συγκεκριμένα περιστατικά.

    106

    Το εν λόγω κράτος μέλος ισχυρίζεται ότι, εν πάση περιπτώσει, οι παραλείψεις που διαπιστώθηκαν ήταν ήσσονος σημασίας και αφορούσαν μεμονωμένες περιπτώσεις, για τις οποίες μάλιστα επιβλήθηκαν και κυρώσεις. Επιπλέον, υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, προϊόντος του χρόνου, τα κενά αυτά καλύπτονται, καθόσον ιδίως οι κτηνίατροι μετεκπαιδεύονται και ενημερώνονται διαρκώς στον τομέα αυτό.

    107

    Η Επιτροπή επισημαίνει με το υπόμνημά της απαντήσεως ότι, αντιθέτως προς ό,τι φαίνεται να υποστηρίζει η Ελληνική Κυβέρνηση, το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι αν η Επιτροπή μπορούσε να διαπιστώσει ότι τα ζώα ήταν εντελώς αναισθητοποιημένα στα σφαγεία στα οποία πραγματοποίησε ελέγχους. Αντιθέτως, αυτό που έχει σημασία είναι αν ο εξοπλισμός που απαιτείται για την αναισθητοποίηση και τη θανάτωση των ζώων χρησιμοποιείται γρήγορα και αποτελεσματικά, σύμφωνα με τα όσα προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/119, προς αποτροπή του κινδύνου να υποστούν τα ζώα ταλαιπωρία.

    — Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    108

    Υπενθυμίζεται ότι τα άρθρα 3, 5, παράγραφος 1, στοιχείο δ’, και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/119 κατατείνουν στο να περιοριστεί η αναστάτωση, ο πόνος και η ταλαιπωρία που υφίστανται τα ζώα που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, πρέπει να αποφεύγεται, πριν και κατά τη διάρκεια της σφαγής, οποιαδήποτε ταλαιπωρία των ζώων. Επίσης, τα άρθρα 5, παράγραφος 1, στοιχείο δ’, και 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζουν αντιστοίχως ότι η αφαίμαξη των ζώων πρέπει να γίνεται ταχέως και αποτελεσματικώς και ότι οι εγκαταστάσεις αναισθητοποιήσεως και θανατώσεώς τους πρέπει να συντηρούνται καλώς και να χρησιμοποιούνται αποτελεσματικώς.

    109

    Πάντως, εν προκειμένω, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προέβαλε η Επιτροπή, τα οποία επανέλαβε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 153 έως 155 των προτάσεών της, προκύπτει μεταξύ άλλων ότι, μολονότι σε τρία σφαγεία που επισκέφθηκαν οι επιθεωρητές του ΓΤΚΘ κατά την υπ’ αριθ. 9002/2003 αποστολή, ο εξοπλισμός για την αναισθητοποίηση των ζώων και η συντήρησή του ήσαν επί της ουσίας σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις, διαπιστώθηκε ότι σε ένα από τα σφαγεία αυτά οι χοίροι δεν αναισθητοποιούνταν αποτελεσματικώς με τη συσκευή η οποία προκαλεί το ηλεκτροσόκ. Επίσης, προβλήματα ανέκυψαν και κατά την αναισθητοποίηση των ζώων. Σε ένα από τα σφαγεία, η ακινητοποίηση, η αναισθητοποίηση και η αφαίμαξη τριών αγελάδων διήρκεσαν μία ώρα. Επιπλέον, το διάλειμμα μεταξύ της αναισθητοποιήσεως και της θανατώσεως δύο βοοειδών διήρκεσε 120 δευτερόλεπτα, οπότε είναι πιθανόν τα ζώα να ανέκτησαν τις αισθήσεις τους. Ομοίως, κατά τη θανάτωση αιγοπροβάτων, το χρονικό διάστημα μεταξύ της αναισθητοποιήσεως και της σφαγής ήταν τόσο μεγάλο (37 δευτερόλεπτα), ώστε τα ζώα θα μπορούσαν να έχουν ανακτήσει τις αισθήσεις τους.

    110

    Επιπλέον, από την έκθεση της υπ’ αριθ. 7273/2004 αποστολής προκύπτει ότι, σε ένα σφαγείο του νομαρχιακού διαμερίσματος Φθιώτιδας, δεν υπήρχε εγκατάσταση ποτίσματος των ζώων στους χώρους σταβλισμού τους, ενώ το δάπεδο δεν ήταν επίπεδο. Σε ένα άλλο σφαγείο στο οποίο διενεργήθηκε έλεγχος δεν υπήρχε ρεύμα για την ηλεκτρική αναισθητοποίηση των ζώων. Στο νομαρχιακό διαμέρισμα Τρικάλων, η αναισθητοποίηση των χοίρων στο σφαγείο που επισκέφθηκαν οι επιθεωρητές του ΓΤΚΘ αποδείχθηκε ανεπαρκής, το δε διάλειμμα μεταξύ της αναισθητοποιήσεως και της θανατώσεως ήταν υπερβολικά μεγάλο. Διαπιστώθηκε ακόμη ότι η αναισθητοποίηση των βοοειδών ήταν επίσης αναποτελεσματική, ενώ δεν υπήρχε καν εφεδρική συσκευή για την αναισθητοποίηση.

    111

    Από το σύνολο των ανωτέρω διευκρινίσεων προκύπτει ότι διαπιστώθηκαν διάφορες παρατυπίες στα σφαγεία πολλών νομαρχιακών διαμερισμάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας. Οι παρατυπίες αυτές αφορούσαν, κατ’ αρχάς, τη διαδικασία αναισθητοποιήσεως των ζώων, ακολούθως, την υποχρέωση ταχείας και αποτελεσματικής αφαιμάξεως των ζώων και, τέλος, την υποχρέωση για ενδεδειγμένη συντήρηση και αποτελεσματική χρήση των εγκαταστάσεων αναισθητοποιήσεως και θανατώσεως.

    112

    Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή σχετικά με τα έτη 2003 έως 2006, αποδεικνύουν, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 3, 5, παράγραφος 1, στοιχείο δ’, και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/119.

    113

    Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται ούτε από το επιχείρημα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία ότι η Επιτροπή δεν αναφέρθηκε σε καμία συγκεκριμένη περίπτωση ζώων στην οποία υπήρξε παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας ούτε από το επιχείρημα ότι το εν λόγω κράτος μέλος επανόρθωσε τις παρατυπίες που διαπίστωσε η Επιτροπή, διοργανώνοντας σεμινάρια επαγγελματικής καταρτίσεως για κτηνιάτρους.

    114

    Πράγματι, επισημαίνεται ότι, όπως ορθώς ισχυρίστηκε η Επιτροπή, το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι αν το κοινοτικό όργανο μπορούσε να διαπιστώσει ότι τα ζώα ήταν εντελώς αναισθητοποιημένα στα σφαγεία στα οποία πραγματοποίησε ελέγχους και αν μπορούσε να καταγράψει συγκεκριμένες περιπτώσεις που να αποδεικνύουν ότι δεν ήταν. Καθήκον της Επιτροπής είναι να βεβαιωθεί ότι ο εξοπλισμός που απαιτείται για την αναισθητοποίηση και τη θανάτωση των ζώων χρησιμοποιείται ταχέως και αποτελεσματικώς προς αποτροπή του κινδύνου να υποστούν τα ζώα ταλαιπωρία, σύμφωνα με τα όσα προβλέπουν οι διατάξεις της οδηγίας 93/119. Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, καίτοι η διοργάνωση σεμιναρίων επαγγελματικής καταρτίσεως για κτηνιάτρους συνιστά θετικό μέτρο, εντούτοις δεν αρκεί αυτή καθαυτή για να διασφαλίσει την τήρηση της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα της προστασίας των ζώων κατά τη σφαγή τους.

    115

    Κατόπιν των ανωτέρω, η αιτίαση που αντλείται από παράβαση των άρθρων 3, 5, παράγραφος 1, στοιχείο δ’, και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/119 κρίνεται βάσιμη.

    Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8 της οδηγίας 93/119

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

    116

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται, στηριζόμενη στις αποστολές στη διάρκεια των οποίων διαπιστώθηκαν σημαντικές παρατυπίες στη λειτουργία των σφαγείων, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι επιθεωρήσεις και οι έλεγχοι των σφαγείων να πραγματοποιούνται προσηκόντως.

    117

    Προσάπτει, μεταξύ άλλων, στο εν λόγω κράτος μέλος ότι δεν έθεσε σε πλήρη εφαρμογή το σχέδιο δράσεως το οποίο είχε ανακοινώσει. Το σχέδιο αυτό προέβλεπε ότι μέχρι το τέλος του 2001 θα επιθεωρούνταν εκ νέου όλα τα σφαγεία που υπάγονται στις κτηνιατρικές υπηρεσίες των νομαρχιών της Ελλάδας. Τονίζει επίσης ότι οι ελληνικές αρχές δεν συνεργάστηκαν ικανοποιητικώς με τους επιθεωρητές του ΓΤΚΘ, καθόσον αυτοί δεν μπόρεσαν να διενεργήσουν τους προγραμματισμένους ελέγχους σε ορισμένα σφαγεία λόγω απεργίας, η οποία εξαγγέλθηκε μόλις μία ημέρα πριν από την αποστολή.

    118

    Η Ελληνική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, προς υπεράσπισή της, ότι δυσκολεύεται να αντιληφθεί ποια ακριβώς παράβαση της προσάπτεται.

    119

    Εν πάση περιπτώσει, το εν λόγω κράτος μέλος θεωρεί ότι δεν είναι δυνατό να του προσάπτεται παράβαση του άρθρου 8 της οδηγίας 93/119, δεδομένου ότι οι απαιτούμενοι έλεγχοι διενεργούνται από τους αρμόδιους κτηνιάτρους, διοργανώνονται συστηματικώς εκπαιδευτικά σεμινάρια και όλοι οι χώροι που λειτουργούν ως σφαγεία αξιολογούνται εκ νέου.

    — Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    120

    Κατά το άρθρο 8 της οδηγίας 93/119, η επιθεώρηση και ο έλεγχος των σφαγείων πραγματοποιούνται υπ’ ευθύνη της αρμόδιας αρχής, η οποία πρέπει να έχει ανά πάσα στιγμή ελεύθερη πρόσβαση σε όλους τους χώρους του σφαγείου, ώστε να εξασφαλίζεται η τήρηση των διατάξεων της οδηγίας αυτής.

    121

    Πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές πραγματοποίησαν τους απαιτούμενους ελέγχους, το ίδιο το κράτος μέλος δεν αμφισβητεί ότι το σχέδιο δράσεως το οποίο προέβλεπε την εκ νέου επιθεώρηση όλων των ελληνικών σφαγείων μέχρι το τέλος του 2001 δεν είχε τεθεί σε πλήρη εφαρμογή κατά την προβλεπόμενη ημερομηνία. Το εν λόγω κράτος μέλος δεν αμφισβητεί ούτε το γεγονός ότι οι διάφορες προθεσμίες που τάχθηκαν στις ελληνικές αρχές για την πραγματοποίηση των επιθεωρήσεων και την προσκόμιση των αποτελεσμάτων τους παρατείνονταν διαρκώς ούτε ότι ως καταληκτική ημερομηνία ορίστηκε συναφώς η 30ή Ιουλίου 2005. Άλλωστε, από την υπ’ αριθ. 7273/2004 αποστολή προκύπτει ότι το Υπουργείο Αγροτικής Αναπτύξεως και Τροφίμων γνωστοποίησε ότι οι αρμόδιες αρχές επιθεώρησαν τα σφαγεία μόνο σε 38 από τα 54 νομαρχιακά διαμερίσματα της χώρας.

    122

    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν θέσπισε τα αναγκαία μέτρα ώστε οι επιθεωρήσεις και οι έλεγχοι των σφαγείων να πραγματοποιούνται προσηκόντως, παρά τη σχετική υποχρέωση που υπείχε από το άρθρο 8 της οδηγίας 93/119.

    123

    Επομένως, η αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8 της οδηγίας 93/119 είναι βάσιμη.

    124

    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει τα αναγκαία μέτρα:

    ώστε οι αρμόδιες αρχές να πραγματοποιούν τους υποχρεωτικούς ελέγχους των σχεδίων δρομολογίου,

    ώστε να υπάρχουν, στους λιμένες πορθμείων ή κοντά σε αυτούς, εγκαταστάσεις αναπαύσεως των ζώων μετά την εκφόρτωσή τους από τα πλοία,

    ώστε να διασφαλιστεί ότι οι έλεγχοι των μεταφορικών μέσων και των ζώων πράγματι διενεργούνται,

    ώστε να διασφαλιστεί η τήρηση των κανόνων αναισθητοποίησης των ζώων κατά τη σφαγή τους και

    ώστε οι επιθεωρήσεις και οι έλεγχοι των σφαγείων να πραγματοποιούνται προσηκόντως,

    παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 5, A, παράγραφος 2, στοιχείο δ’, σημείο i, πρώτη περίπτωση, και 8 της οδηγίας 91/628 και από το σημείο 48, ψηφίο 7, στοιχείο β’, του κεφαλαίου VII του παραρτήματος της ίδιας οδηγίας, καθώς και από τα άρθρα 3, 5, παράγραφος 1, στοιχείο δ’, 6, παράγραφος 1, και 8 της οδηγίας 93/119.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    125

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δυνάμει της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

    126

    Εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων και η Επιτροπή πρέπει να φέρει το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει τα αναγκαία μέτρα:

    ώστε οι αρμόδιες αρχές να πραγματοποιούν τους υποχρεωτικούς ελέγχους των σχεδίων δρομολογίου,

    ώστε να υπάρχουν, στους λιμένες πορθμείων ή κοντά σε αυτούς, εγκαταστάσεις αναπαύσεως των ζώων μετά την εκφόρτωσή τους από τα πλοία,

    ώστε να διασφαλιστεί ότι οι έλεγχοι των μεταφορικών μέσων και των ζώων πράγματι διενεργούνται,

    ώστε να διασφαλιστεί η τήρηση των κανόνων αναισθητοποίησης των ζώων κατά τη σφαγή τους

    και

    ώστε οι επιθεωρήσεις και οι έλεγχοι των σφαγείων να πραγματοποιούνται προσηκόντως,

    παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 5, A, παράγραφος 2, στοιχείο δ’, σημείο i, πρώτη περίπτωση, και 8 της οδηγίας 91/628/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 1991, για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά και για την τροποποίηση των οδηγιών 90/425/ΕΟΚ και 91/496/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 806/2003 του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2003, και από το σημείο 48, ψηφίο 7, στοιχείο β’, του κεφαλαίου VII του παραρτήματος της ίδιας οδηγίας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 806/2003, καθώς και από τα άρθρα 3, 5, παράγραφος 1, στοιχείο δ’, 6, παράγραφος 1, και 8 της οδηγίας 93/119/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1993, για την προστασία των ζώων κατά τη σφαγή ή/και τη θανάτωσή τους.

     

    2)

    Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

     

    3)

    Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων. Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

    Επάνω