Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62008CJ0243

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 4ης Ιουνίου 2009.
Pannon GSM Zrt. κατά Erzsébet Sustikné Győrfi.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Budaörsi Városi Bíróság - Ουγγαρία.
Οδηγία 93/13/ΕΟΚ - Καταχρηστικές ρήτρες απαντώσες σε συμβάσεις συναπτόμενες με τους καταναλωτές - Έννομα αποτελέσματα καταχρηστικής ρήτρας - Εξουσία και υποχρέωση του εθνικού δικαστή να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περί απονομής δικαιοδοσίας - Κριτήρια εκτιμήσεως.
Υπόθεση C-243/08.

Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-04713

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2009:350

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 4ης Ιουνίου 2009 ( *1 )

«Οδηγία 93/13/ΕΟΚ — Καταχρηστικές ρήτρες απαντώσες σε συμβάσεις συναπτόμενες με τους καταναλωτές — Έννομα αποτελέσματα καταχρηστικής ρήτρας — Εξουσία και υποχρέωση του εθνικού δικαστή να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περί απονομής δικαιοδοσίας — Κριτήρια εκτιμήσεως»

Στην υπόθεση C-243/08,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, υποβληθείσα από το Budaörsi Városi Bíróság (Ουγγαρία), με απόφαση της 22ας Μαΐου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις , στο πλαίσιο της δίκης

Pannon GSM Zrt.

κατά

Erzsébet Sustikné Győrfi,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz, R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), E. Juhász και J. Malenovský, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: V. Trstenjak

γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Απριλίου 2009,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Pannon GSM Zrt., εκπροσωπούμενη από τους J. Vitári, C. Petia και B. Bíró, ügyvédek,

η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Fazekas, R. Somssich, K. Borvölgyi και M. Fehér,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. López-Medel Bascones,

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους B. Cabouat και R. Loosli-Surrans,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους C. Pesendorfer και A. Hable,

η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον S. Ossowski, επικουρούμενο από τον T. de la Mare, barrister,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους W. Wils και B. Simon,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (EE L 95, σ. 29, στο εξής: οδηγία).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της επιχειρήσεως Pannon GSM Zrt. (στο εξής: Pannon) και της Sustikné Győrfi, σχετικά με την εκτέλεση συμβάσεως τηλεφωνικής συνδέσεως διά συνδρομής συναφθείσας μεταξύ των ανωτέρω.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

3

Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτής, η οδηγία έχει ως αντικείμενο την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες που περιλαμβάνουν οι συναπτόμενες μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή συμβάσεις.

4

Το άρθρο 3 της οδηγίας ορίζει:

«1.   Ρήτρα συμβάσεως που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση καλής πίστεως, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση.

2.   Θεωρείται πάντοτε ότι η ρήτρα δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως όταν έχει συνταχθεί εκ των προτέρων και όταν ο καταναλωτής δεν μπόρεσε, εκ των πραγμάτων, να επηρεάσει το περιεχόμενό της, ιδίως στα πλαίσια συμβάσεως προσχωρήσεως.

[…]

3.   Το παράρτημα περιέχει ενδεικτικό και μη εξαντλητικό κατάλογο ρητρών που είναι δυνατόν να κηρυχθούν καταχρηστικές.»

5

Το σημείο 1, στοιχείο πʹ, του παραρτήματος αφορά τις ρήτρες που έχουν ως αντικείμενο ή ως συνέπεια:

«να καταργούν ή να παρεμποδίζουν την προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου ή την άσκηση ενδίκων μέσων από τον καταναλωτή […]».

6

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει:

«Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 7, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως περιστάσεις που ανάγονταν στη σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως από την οποία αυτή εξαρτάται.»

7

Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις, σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεως μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλομένους αν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

8

Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας προβλέπει:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών και των επαγγελματιών ανταγωνιστών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να παύσει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτει επαγγελματίας με καταναλωτές.

2.   Τα κατά την παράγραφο 1 μέσα περιλαμβάνουν διατάξεις παρέχουσες σε άτομα ή οργανισμούς που έχουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ορισθεί ως έχοντες έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών, τη δυνατότητα να προσφύγουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων ή διοικητικών οργάνων, τα οποία αποφαίνονται επί του αν συμβατικές ρήτρες που έχουν συνταχθεί με σκοπό τη γενικευμένη χρήση έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα και εφαρμόζουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για να παύσει η χρησιμοποίηση των ρητρών αυτών.»

Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

9

Κατά τον χρόνο των επίδικων πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης εφαρμόζονταν ο αστικός κώδικας, όπως αυτός ίσχυε βάσει του νόμου CXLIX του 1997 (Magyar Közlöny 1997/115, στο εξής: αστικός κώδικας), και η κυβερνητική πράξη 18/1999 περί των ρητρών οι οποίες πρέπει να θεωρούνται ως καταχρηστικές στις συναπτόμενες με καταναλωτή συμβάσεις (Magyar Közlöny 1998/8), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της διαφοράς της κύριας δίκης.

10

Σύμφωνα με το άρθρο 209, παράγραφος 1, του αστικού κώδικα, οποιοσδήποτε συμβαλλόμενος μπορεί να αμφισβητήσει κάθε γενικό όρο συμβάσεως θεωρούμενο ως καταχρηστικό. Κατά το άρθρο 209 B, παράγραφος 4, του αστικού κώδικα, ειδικές διατάξεις καθορίζουν τις θεωρούμενες ως καταχρηστικές ρήτρες στα πλαίσια των συμβάσεων με καταναλωτές. Δυνάμει του άρθρου 235, παράγραφος 1, του αστικού κώδικα, η επίδικη σύμβαση στερείται νομικής ισχύος, κατόπιν έγκυρης αμφισβητήσεως, από την ημερομηνία της συνάψεώς της. Σύμφωνα με το άρθρο 236, παράγραφος 1, του αστικού κώδικα, η αμφισβήτηση πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως στον αντισυμβαλλόμενο εντός προθεσμίας ενός έτους.

11

Η κυβερνητική πράξη 18/1999, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της διαφοράς της κύριας δίκης, κατατάσσει τις συμβατικές ρήτρες σε δύο κατηγορίες. Σε μία πρώτη κατηγορία εμπίπτουν οι συμβατικές ρήτρες, η χρήση των οποίων σε συμβάσεις με καταναλωτές απαγορεύεται, με αποτέλεσμα να είναι αυτοδικαίως άκυρες. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις λογιζόμενες ως καταχρηστικές ρήτρες μέχρις αποδείξεως του εναντίου, δεδομένου ότι ο συντάκτης παρόμοιας ρήτρας έχει τη δυνατότητα ανατροπής του εν λόγω τεκμηρίου.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12

Η Sustikné Győrfi συνήψε στις 12 Δεκεμβρίου 2004 με την Pannon σύμβαση συνδρομής για την παροχή υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας. Η σύμβαση συνήφθη βάσει εντύπου που διέθεσε στην Sustikné Győrfi η Pannon, με το οποίο οριζόταν ότι, υπογράφοντας τη σύμβαση, η πρώτη ελάμβανε γνώση του κανονισμού εκμεταλλεύσεως, ο οποίος περιελάμβανε τους γενικούς όρους της συμβάσεως και συνιστούσε αναπόσπαστο στοιχείο της συμβάσεως, και ότι αποδεχόταν το περιεχόμενό της.

13

Δυνάμει του ανωτέρω κανονισμού εκμεταλλεύσεως, αμφότεροι οι διάδικοι της κύριας δίκης αναγνώριζαν την αρμοδιότητα του δικαστηρίου της έδρας της Pannon για οποιαδήποτε διαφορά ανακύπτουσα εκ της συμβάσεως συνδρομής ή σε σχέση με αυτήν. Η εν λόγω ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεως μεταξύ των δύο διαδίκων.

14

Θεωρώντας ότι η Sustikné Győrfi δεν είχε συμμορφωθεί προς τις συμβατικές υποχρεώσεις της, η Pannon υπέβαλε, κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω ρήτρας, αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής ενώπιον του Budaörsi Városi Bíróság, δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου έχει την εταιρική έδρα της.

15

Το επιληφθέν της αιτήσεως δικαστήριο εξέδωσε την αιτηθείσα από την Pannon διαταγή πληρωμής. Κατόπιν αυτού, η Sustikné Győrfi άσκησε, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, ανακοπή κατά της εν λόγω διαταγής, οπότε η διαδικασία μετετράπη σε κατ’ αντιδικίαν διαδικασία.

16

Το ανωτέρω δικαστήριο υπογράμμισε ότι η κατοικία της Sustikné Győrfi δεν βρισκόταν εντός της δικαστικής περιφερείας του. Διαπίστωσε ότι η μόνιμη κατοικία της Sustikné Győrfi, η οποία λαμβάνει σύνταξη αναπηρίας, βρίσκεται στο Dombegyház, στην κομητεία Békés, ήτοι 275 χιλιόμετρα από το Budaörs, διευκρίνισε δε ότι μεταξύ Budaörs και Dombegyház οι συγκοινωνιακές δυνατότητες είναι πολύ περιορισμένες λόγω του ότι δεν υφίσταται απευθείας σιδηροδρομική ή λεωφορειακή γραμμή.

17

Το Budaörsi Városi Bíróság παρατήρησε ότι οι εφαρμοστέοι δικονομικοί κανόνες προβλέπουν ότι κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο είναι εκείνο όπου βρίσκεται η κατοικία της Sustikné Győrfi, ήτοι του Battonyai Városi Bíróság (δημοτικού δικαστηρίου της Battonya).

18

Το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο κώδικας πολιτικής δικονομίας προβλέπει ότι στον συγκεκριμένο τομέα ο δικαστής οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το θέμα της κατά τόπον αρμοδιότητάς του. Πάντως, επειδή δεν πρόκειται για αποκλειστική αρμοδιότητα, θα ήταν πλέον αδύνατη η εξέταση του ζητήματος αυτού μετά από την πρώτη κατάθεση, εκ μέρους της καθής η αίτηση, υπομνήματος αντικρούσεως επί της ουσίας της διαφοράς. Το επιληφθέν δικαστήριο δεν θα μπορούσε να εξετάσει την ακρίβεια των ισχυρισμών των οποίων έγινε επίκληση προκειμένου να θεμελιώσει την κατά τόπον αρμοδιότητά του παρά μόνον εφόσον οι ισχυρισμοί αυτοί δεν συμφωνούν με γνωστά πραγματικά περιστατικά ή με περιστατικά των οποίων έλαβε αυτεπαγγέλτως γνώση το δικαστήριο ή ακόμη οσάκις είναι αδύνατον να αποδειχθούν ή τα αμφισβητεί ο αντίδικος.

19

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Budaörsi Városi Bíróság, διατηρώντας επιφυλάξεις ως προς τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας περί απονομής δικαιοδοσίας, η οποία απαντά στους γενικούς όρους της επίδικης συμβάσεως, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13], σύμφωνα με το οποίο τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεως μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, την έννοια ότι η εφαρμοζόμενη από τον επαγγελματία καταχρηστική ρήτρα δεν δεσμεύει τον καταναλωτή μόνον αν ο καταναλωτής την αμφισβητήσει επιτυχώς, υποβάλλοντας τη σχετική αίτηση και όχι ipso jure;

2)

Απαιτεί η παρεχόμενη από την οδηγία [93/13] προστασία του καταναλωτή να εκτιμά το εθνικό δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, και χωρίς τη σχετική αίτηση, δηλαδή χωρίς τη στηριζόμενη στην καταχρηστικότητα της ρήτρας αμφισβήτηση –ανεξαρτήτως της φύσεως της διαδικασίας, είτε είναι κατ’ αντιδικίαν είτε όχι– την καταχρηστικότητα της υποβληθείσας ενώπιόν του συμβατικής ρήτρας και έτσι να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, και κατά την εξέταση της δικής του αρμοδιότητας, την εφαρμοζόμενη από τον επαγγελματία ρήτρα;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα: κατά την εξέταση αυτή, ποια στοιχεία πρέπει να λάβει υπόψη και να εκτιμήσει το εθνικό δικαστήριο;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

20

Με το συγκεκριμένο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, σύμφωνα με το οποίο οι καταχρηστικές ρήτρες που απαντούν σε σύμβαση συναπτόμενη μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή δεν δεσμεύουν τον τελευταίο, έχει την έννοια ότι ο καταναλωτής δεν δεσμεύεται από παρόμοια ρήτρα μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες την αμφισβήτησε επιτυχώς.

21

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα υπενθυμίζεται, προκαταρκτικώς, ότι η επιβαλλόμενη δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας στα κράτη μέλη υποχρέωση αποσκοπεί στην απονομή δικαιώματος στον πολίτη, υπό την ιδιότητά του ως καταναλωτή, και προσδιορίζει το αποτέλεσμα προς το οποίο κατατείνει η οδηγία (βλ. αποφάσεις της 10ης Μαΐου 2001, C-144/99, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 2001, σ. I-3541, σκέψη 18, και της , C-478/99, Επιτροπή κατά Σουηδίας, Συλλογή 2002, σ. I-4147, σκέψεις 16 και 18).

22

Έτσι το σύστημα προστασίας που εγκαθιδρύει η οδηγία εδράζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, όσον αφορά τόσο την εξουσία διαπραγματεύσεως όσο και το επίπεδο πληροφορήσεως. Θέση η οποία τον υποχρεώνει να προσχωρήσει στους όρους που έχει καταρτίσει εκ των προτέρων ο επαγγελματίας, χωρίς να μπορεί να ασκήσει επιρροή επί του περιεχομένου τους (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2000, C-240/98 έως C-244/98, Océano Grupo Editorial και Salvat Editores, Συλλογή 2000, σ. I-4941, σκέψη 25).

23

Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης, στη σκέψη 26 της ανωτέρω αποφάσεως, ότι ο επιδιωκόμενος με το άρθρο 6 της οδηγίας σκοπός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν οι καταναλωτές ήσαν υποχρεωμένοι να επικαλούνται οι ίδιοι τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, ενώ δεν θα μπορούσε να διασφαλιστεί αποτελεσματική προστασία του καταναλωτή παρά μόνον αν αναγνωριζόταν στον εθνικό δικαστή η ευχέρεια να εκτιμά αυτεπαγγέλτως παρόμοια ρήτρα.

24

Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, αν η διασφάλιση της ανωτέρω ευχερείας του εθνικού δικαστή είναι επιβεβλημένη, αποκλείεται η ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας υπό την έννοια ότι τυχόν καταχρηστική συμβατική ρήτρα δεν δεσμεύει τον καταναλωτή αποκλειστικά και μόνον στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο τελευταίος προέβαλε συναφώς ρητή αξίωση. Πράγματι, παρόμοια ερμηνεία θα απέκλειε το ενδεχόμενο ο εθνικός δικαστής να εκτιμά αυτεπαγγέλτως, στο πλαίσιο της εξετάσεως του παραδεκτού του αιτήματος που του υποβάλλεται και χωρίς ρητό αίτημα του καταναλωτή επί τούτου, τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας.

25

Όσον αφορά τις έννομες συνέπειες που πρέπει να αποδίδονται σε καταχρηστική ρήτρα, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, με την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-168/05, Mostaza Claro (Συλλογή 2006, σ. I-10421, σκέψη 36), ότι η σπουδαιότητα της προστασίας των καταναλωτών ώθησε τον κοινοτικό νομοθέτη να προβλέψει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας ότι οι απαντώσες σε σύμβαση που συνάπτει καταναλωτής με επαγγελματία καταχρηστικές ρήτρες «δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές». Πρόκειται για επιτακτικής φύσεως διάταξη, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη την υποδεέστερη κατάσταση του ενός των συμβαλλομένων μερών, τείνει να αναπληρώσει την τυπική ισορροπία που εγκαθιδρύει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με πραγματική ισορροπία ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα.

26

Το Δικαστήριο προσέθεσε, στη σκέψη 37 της ανωτέρω αποφάσεως, ότι η οδηγία, η οποία σκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών, συνιστά, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, ΕΚ, απαραίτητο μέτρο για την εκπλήρωση των αποστολών που ανατέθηκαν στην Κοινότητα και, ειδικότερα, για την ανύψωση του επιπέδου και της ποιότητας ζωής στο σύνολο αυτής.

27

Κατόπιν τούτου, η απαντώσα στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας έκφραση «τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας» δεν μπορεί να εκληφθεί ως παρέχουσα στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εξαρτούν τον μη δεσμευτικό χαρακτήρα μιας καταχρηστικής ρήτρας από όρο όπως αυτός, μνεία του οποίου γίνεται στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

28

Επομένως, στο πρώτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει την έννοια ότι καταχρηστική ρήτρα συμβάσεως δεν δεσμεύει τον καταναλωτή και δεν απαιτείται συναφώς ο τελευταίος να έχει αμφισβητήσει προηγουμένως επιτυχώς παρόμοια ρήτρα.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

29

Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αναφορικά με τις δυνάμει των διατάξεων της οδηγίας υποχρεώσεις του εθνικού δικαστή προκειμένου αν διαφωτιστεί επί του αν ο τελευταίος οφείλει, στο πλαίσιο της εξετάσεως της αρμοδιότητάς του και ανεξαρτήτως από τη φύση του ένδικου μέσου, να αποφανθεί, εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως, επί του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας.

30

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει, με την απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2002, C-473/00, Cofidis (Συλλογή 2002, σ. I-10875, σκέψη 34), ότι η παρεχόμενη με την οδηγία προστασία στους καταναλωτές καταλαμβάνει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο καταναλωτής, ο οποίος συνήψε με επαγγελματία σύμβαση περιλαμβάνουσα καταχρηστική ρήτρα, δεν προβάλλει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής είτε επειδή αγνοεί τα δικαιώματά του, είτε επειδή αποθαρρύνεται να τα προβάλει λόγω των δικαστικών εξόδων που συνεπάγεται η προσφυγή στη δικαιοσύνη.

31

Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, στη σκέψη 38 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Mostaza Claro, ότι η φύση και η σπουδαιότητα του δημόσιου συμφέροντος επί του οποίου εδράζεται η διασφαλιζόμενη υπέρ των καταναλωτών με την οδηγία προστασία δικαιολογούν περαιτέρω το ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να εκτιμά αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας και, πράττοντας τούτο, να αναπληρώνει την υφιστάμενη μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία ανισότητα.

32

Επομένως, ο επιληφθείς δικαστής καλείται να διασφαλίσει την πρακτική αποτελεσματικότητα της επιδιωκόμενης με τις διατάξεις της οδηγίας προστασίας. Κατόπιν αυτού, ο ρόλος τον οποίο αναθέτει το κοινοτικό δίκαιο στον εθνικό δικαστή στον συγκεκριμένο τομέα δεν περιορίζεται απλώς στην ευχέρειά του να αποφαίνεται επί της ενδεχόμενης καταχρηστικής φύσεως συμβατικής ρήτρας, αλλά συμπεριλαμβάνει και την υποχρέωση να εξετάζει αυτεπαγγέλτως το ζήτημα αυτό, εφόσον διαθέτει νομικά και πραγματικά στοιχεία αναγκαία προς τούτο, αλλά και οσάκις διατηρεί επιφυλάξεις ως προς τη δική του κατά τόπον αρμοδιότητα.

33

Κατά την εκπλήρωση της ανωτέρω υποχρεώσεως, ο εθνικός δικαστής δεν οφείλει, πάντως, δυνάμει της οδηγίας, να μην εφαρμόσει την επίδικη ρήτρα αν ο καταναλωτής, αφού ενημερώθηκε προηγουμένως από τον δικαστή, δεν προτίθεται να επικαλεστεί τον καταχρηστικό και μη δεσμευτικό χαρακτήρα της.

34

Υπό τις περιστάσεις αυτές, τα ειδικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ένδικης διαδικασίας η οποία διεξάγεται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή δεν μπορούν να αποτελούν στοιχείο δυνάμενο να θίξει την έννομη προστασία της οποίας πρέπει να απολαύει ο καταναλωτής δυνάμει των διατάξεων της οδηγίας.

35

Κατόπιν αυτού, η προσήκουσα απάντηση στο δεύτερο ερώτημα που υπέβαλε ο εθνικός δικαστής είναι ότι ο τελευταίος οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας εφόσον διαθέτει συναφώς τα αναγκαία νομικά και πραγματικά στοιχεία. Οσάκις κρίνει ότι παρόμοια ρήτρα είναι καταχρηστική, δεν την εφαρμόζει, εκτός και αν αντιτίθεται σε αυτό ο καταναλωτής. Η ανωτέρω υποχρέωση βαρύνει τον εθνικό δικαστή και κατά τον έλεγχο της κατά τόπον αρμοδιότητάς του.

Επί του τρίτου ερωτήματος

36

Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί ενδείξεις αφορώσες τα στοιχεία που ο εθνικός δικαστής οφείλει να λάβει υπόψη προκειμένου να εκτιμήσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας.

37

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, όσον αφορά τις έννοιες της καλής πίστεως και της σημαντικής ανισορροπίας μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών, το άρθρο 3 της οδηγίας καθορίζει αορίστως τα στοιχεία που προσδίδουν καταχρηστικό χαρακτήρα σε μια ρήτρα η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως (απόφαση της 1ης Απριλίου 2004, C-237/02, Freiburger Kommunalbauten, Συλλογή 2004, σ. I-3403, σκέψη 19).

38

Στη συγκεκριμένη αλληλουχία, το παράρτημα στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας περιέχει ενδεικτικό και μη εξαντλητικό κατάλογο ρητρών που είναι δυνατόν να κηρυχθούν καταχρηστικές (προπαρατεθείσα απόφαση Freiburger Kommunalbauten, σκέψη 20).

39

Επίσης, το άρθρο 4 της οδηγίας προβλέπει ότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας πρέπει να εκτιμάται λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των αγαθών ή υπηρεσιών τα οποία αποτελούν αντικείμενο της συμβάσεως και με αναφορά σε όλες τις κατά τον χρόνο της συνάψεως της συμβάσεως περιστάσεις που ανάγονται στη σύναψή της.

40

Εντούτοις, αναφορικά με την αποτελούσα αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ρήτρα, πρέπει να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, στις σκέψεις 21 έως 24 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Océano Grupo Editorial και Salvat Editores, ότι, στο πλαίσιο συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία κατά την έννοια της οδηγίας, εκ των προτέρων τεθείσα από επαγγελματία ρήτρα, χωρίς να έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, αντικείμενο της οποίας είναι η απονομή αρμοδιότητας για όλες τις προκύπτουσες από τη σύμβαση διαφορές στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα του επαγγελματία, συγκεντρώνει όλα τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί καταχρηστική βάσει της οδηγίας.

41

Πράγματι, όπως έχει υπογραμμίσει το Δικαστήριο στη σκέψη 22 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Océano Grupo Editorial και Salvat Editores, μια τέτοια ρήτρα επιβάλλει στον καταναλωτή την υποχρέωση να υπαχθεί στην αποκλειστική αρμοδιότητα δικαστηρίου το οποίο μπορεί να είναι απομακρυσμένο από τον τόπο της κατοικίας του, πράγμα το οποίο μπορεί να καταστήσει δυσχερέστερη την παράστασή του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού. Στην περίπτωση διαφορών που αφορούν περιορισμένα ποσά, τα απαιτούμενα για την παράσταση του καταναλωτή έξοδα μπορεί να τον αποθαρρύνουν και να τον οδηγήσουν σε παραίτηση από την άσκηση ένδικου μέσου ή από την υπεράσπισή του. Κατόπιν αυτού, το Δικαστήριο έκρινε, στην ανωτέρω σκέψη 22, ότι μια τέτοια ρήτρα εμπίπτει στην κατηγορία των ρητρών που έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα τη ματαίωση ή την παρεμπόδιση της εκ μέρους του καταναλωτή προσφυγής στη δικαιοσύνη, κατηγορία που προβλέπεται στο σημείο 1, στοιχείο πʹ, του παραρτήματος της οδηγίας.

42

Γεγονός μεν είναι ότι το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που του απονέμει το άρθρο 234 ΕΚ, έχει ερμηνεύσει, στη σκέψη 22 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Océano Groupo Editorial και Salvat Editores, τα γενικά κριτήρια που έθεσε ο κοινοτικός νομοθέτης για τον καθορισμό της εννοίας της καταχρηστικής ρήτρας, αδυνατεί όμως να αποφανθεί επί της εφαρμογής των εν λόγω γενικών κριτηρίων σε συγκεκριμένη ρήτρα η οποία πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τις κατά περίπτωση περιστάσεις που προσιδιάζουν εν προκειμένω (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Freiburger Kommunalbauten, σκέψη 22).

43

Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, υπό το φως των προηγηθεισών σκέψεων, αν μπορεί να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, συμβατική ρήτρα.

44

Υπό τις περιστάσεις αυτές, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να προσδιορίσει αν συμβατική ρήτρα, όπως η αποτελούσα αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, πληροί τα απαιτούμενα κριτήρια προκειμένου να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας. Πράττοντάς το, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ρήτρα απαντώσα σε σύμβαση συναπτόμενη μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία, η οποία ενσωματώθηκε χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως και η οποία παρέχει αποκλειστική αρμοδιότητα στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα του επαγγελματία, μπορεί να εκληφθεί ως καταχρηστική.

Επί των δικαστικών εξόδων

45

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πέραν των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι καταχρηστική ρήτρα συμβάσεως δεν δεσμεύει τον καταναλωτή και δεν απαιτείται συναφώς ο τελευταίος να έχει αμφισβητήσει προηγουμένως επιτυχώς παρόμοια ρήτρα.

 

2)

Ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας εφόσον διαθέτει συναφώς τα αναγκαία νομικά και πραγματικά στοιχεία. Οσάκις κρίνει ότι παρόμοια ρήτρα είναι καταχρηστική, δεν την εφαρμόζει, εκτός και αν αντιτίθεται σε αυτό ο καταναλωτής. Η ανωτέρω υποχρέωση βαρύνει τον εθνικό δικαστή και κατά τον έλεγχο της κατά τόπον αρμοδιότητάς του.

 

3)

Εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να προσδιορίσει αν συμβατική ρήτρα, όπως η αποτελούσα αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, πληροί τα απαιτούμενα κριτήρια προκειμένου να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13. Πράττοντάς το, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ρήτρα απαντώσα σε σύμβαση συναπτόμενη μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία, η οποία ενσωματώθηκε χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως και η οποία παρέχει αποκλειστική αρμοδιότητα στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα του επαγγελματία, μπορεί να εκληφθεί ως καταχρηστική.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική.

Επάνω