Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62007CC0446

    Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Sharpston της 7ης Μαΐου 2009.
    Alberto Severi κατά Regione Emilia Romagna.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale civile di Modena - Ιταλία.
    Οδηγία 2000/13/ΕΚ - Επισήμανση των τροφίμων που προορίζονται να παραδοθούν ως έχουν στον τελικό καταναλωτή - Επισήμανση δυνάμενη να παραπλανήσει τον αγοραστή ως προς την καταγωγή ή την προέλευση του τροφίμου - Κοινές ονομασίες, υπό την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2081/92 - Συνέπειες.
    Υπόθεση C-446/07.

    Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-08041

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2009:289

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    ELEANOR SHARPSTON

    της 7ης Μαΐου 2009 ( 1 )

    Υπόθεση C-446/07

    Alberto Severi

    κατά

    Regione Emilia-Romagna

    «Οδηγία 2000/13/ΕΚ — Επισήμανση των τροφίμων που προορίζονται να παραδοθούν ως έχουν στον τελικό καταναλωτή — Επισήμανση δυνάμενη να παραπλανήσει τον αγοραστή ως προς την καταγωγή ή την προέλευση του τροφίμου — Κοινές ονομασίες, υπό την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2081/92 — Συνέπειες»

    1. 

    Στην περίπτωση που η ονομασία ενός τροφίμου που παραπέμπει συνειρμικά σε ορισμένο τόπο προελεύσεως έχει καταχωρηθεί από μια ομάδα τοπικών παραγωγών ως (εθνικό) συλλογικό εμπορικό σήμα και έχει, επίσης, κατατεθεί αίτηση για την καταχώρησή της ως (κοινοτικής) προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως («ΠΟΠ») ή ως προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης («ΠΓΕ»), κατά πόσον μπορεί ένας άλλος παραγωγός που χρησιμοποιεί παρόμοια ονομασία για παρόμοιο τρόφιμο να επικαλεστεί, προς απόκρουση του ισχυρισμού ότι η επισήμανση του προϊόντος του θα μπορούσε να παραπλανήσει τους καταναλωτές, (i) το γεγονός ότι η εξέταση της αιτήσεως για την αναγνώριση του καθεστώτος ΠΟΠ ή ΠΓΕ δεν έχει ακόμη καταλήξει στη διαπίστωση ότι η επίμαχη ονομασία δεν έχει καταστεί κοινή ονομασία και/ή (ii) το γεγονός ότι έχει χρησιμοποιήσει την ονομασία καλοπίστως επί μακρό χρόνο;

    2. 

    Αυτό είναι κατ’ουσίαν το περιεχόμενο των ερωτημάτων που υπέβαλε στο Δικαστήριο το ιταλικό Tribunale Civile di Modena στην υπό κρίση υπόθεση.

    Η κοινοτική νομοθεσία

    3.

    Η υπό εξέταση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 2081/92 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουλίου 1992, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων ( 2 ), της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων ( 3 ), καθώς και της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων ( 4 ).

    Ο κανονισμός

    4.

    O κανονισμός 2081/92 θεσπίζει ένα πλαίσιο για την προστασία των καταχωρημένων ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων ( 5 ). Κατά τον κανονισμό, οι ονομασίες ορισμένων γεωργικών προϊόντων και τροφίμων μπορούν να προστατεύονται στο σύνολο της Κοινότητας ως ΠΟΠ ή ως ΠΓΕ, εφόσον τα χαρακτηριστικά των εν λόγω προϊόντων συνδέονται με τη γεωγραφική τους προέλευση ( 6 ).

    5.

    Στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού ορίζεται ότι τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα υπόκεινται, όσον αφορά την επισήμανσή τους, στους γενικούς κανόνες της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ ( 7 ) και ότι, δεδομένης της ιδιοτυπίας τους, πρέπει να θεσπιστούν συμπληρωματικές ειδικές διατάξεις για τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα που προέρχονται από μια οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή. Το άρθρο 1, παράγραφος 2, που καθορίζει το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, ορίζει ρητώς ότι ο κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη άλλων ειδικών κοινοτικών διατάξεων.

    6.

    Στο άρθρο 2 του κανονισμού ορίζεται ότι η κοινοτική προστασία των ονομασιών προέλευσης και των γεωγραφικών ενδείξεων των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων επιτυγχάνεται σύμφωνα με τον κανονισμό και προβλέπονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να μπορεί να χαρακτηριστεί μία ονομασία ως «ονομασία προελεύσεως» ή ως «γεωγραφική ένδειξη».

    7.

    Για τον σκοπό αυτόν, το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α’, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι ως «ονομασία προελεύσεως» νοείται το όνομα μιας περιοχής, ενός συγκεκριμένου τόπου ή μιας χώρας, το οποίο χρησιμοποιείται στην περιγραφή ενός γεωργικού προϊόντος ή ενός τροφίμου καταγόμενου από εκεί, του οποίου η ποιότητα ή τα χαρακτηριστικά οφείλονται κυρίως ή αποκλειστικά στο γεωγραφικό περιβάλλον, που περιλαμβάνει τους φυσικούς και ανθρώπινους παράγοντες, και του οποίου η παραγωγή, η μεταποίηση και η επεξεργασία λαμβάνουν χώρα στην οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β’, ορίζει ότι ως «γεωγραφική ένδειξη» νοείται το όνομα μιας περιοχής, ενός συγκεκριμένου τόπου ή μιας χώρας, το οποίο χρησιμοποιείται στην περιγραφή ενός γεωργικού προϊόντος ή τροφίμου καταγόμενου από εκεί, του οποίου μια συγκεκριμένη ποιότητα, φήμη ή άλλο χαρακτηριστικό μπορεί να αποδοθεί στη γεωγραφική αυτή προέλευση και του οποίου η παραγωγή και/ή η μεταποίηση και/ή η επεξεργασία πραγματοποιούνται στην οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή.

    8.

    Κατόπιν, το άρθρο 3 προβλέπει δύο περιπτώσεις στις οποίες δεν είναι δυνατή η καταχώρηση ορισμένων ονομασιών.

    9.

    Ιδίως, στο άρθρο 3, παράγραφος 1, ορίζεται ότι:

    «Οι ονομασίες που έχουν καταστεί κοινές δεν καταχωρούνται.

    Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως “ονομασία που έχει καταστεί κοινή” νοείται το όνομα ενός γεωργικού προϊόντος ή ενός τροφίμου το οποίο, αν και αναφέρεται στον τόπο ή την περιοχή όπου το εν λόγω γεωργικό προϊόν ή τρόφιμο έχει παραχθεί αρχικά ή [τεθεί σε εμπορία], έχει πλέον καταστεί κοινό όνομα ενός γεωργικού προϊόντος ή ενός τροφίμου.

    Για να διαπιστωθεί αν ένα όνομα έχει καταστεί κοινό, λαμβάνονται υπόψη όλοι οι παράγοντες, και ιδίως:

    η υφισταμένη κατάσταση στο κράτος μέλος από το οποίο προέρχεται το όνομα και στις περιοχές κατανάλωσης,

    η κατάσταση που επικρατεί σε άλλα κράτη μέλη,

    η οικεία, εθνική ή κοινοτική, νομοθεσία.

    Εάν, κατά την εφαρμογή της διαδικασίας των άρθρων 6 και 7, μια αίτηση καταχώρησης απορρίπτεται διότι μια ονομασία έχει καταστεί κοινή, η Επιτροπή δημοσιεύει την απόφαση αυτή στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.»

    10.

    Στο άρθρο 5 θεσπίζεται η διαδικασία την οποία πρέπει να ακολουθήσει ένα κράτος μέλος όποτε υποβάλλεται αίτηση για καταχώρηση μιας ονομασίας. Οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 5 ( 8 ), ορίζουν τα εξής:

    «Το κράτος μέλος ελέγχει αν η αίτηση είναι δικαιολογημένη και τη διαβιβάζει στην Επιτροπή […], εφόσον κρίνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού.

    Το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί στο εθνικό επίπεδο να χορηγήσει στη διαβιβαζόμενη ονομασία προστασία κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού καθώς και, ενδεχομένως, περίοδο προσαρμογής μόνον προσωρινά από την ημερομηνία διαβίβασης […]

    Η προσωρινή εθνική προστασία τερματίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία λαμβάνεται απόφαση καταχώρησης δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Κατά τη λήψη της απόφασης, μπορεί να καθοριστεί περίοδος προσαρμογής έως πέντε ετών, υπό τον όρο ότι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις εμπορεύονται νομίμως τα εν λόγω προϊόντα, με συνεχή χρησιμοποίηση των ονομασιών τουλάχιστον πέντε έτη πριν τη δημοσίευση που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 2.»

    11.

    Στο άρθρο 13 περιγράφεται λεπτομερώς η προστασία που παρέχεται στις καταχωρημένες ονομασίες. Τα σχετικά χωρία έχουν ως εξής:

    «1.   Οι καταχωρημένες ονομασίες προέλευσης προστατεύονται από:

    α)

    οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση εμπορική χρήση μιας καταχωρημένης ονομασίας για προϊόντα που δεν καλύπτονται από την καταχώρηση, εφόσον τα προϊόντα αυτά είναι συγκρίσιμα με τα προϊόντα που έχουν καταχωρηθεί με την ονομασία αυτή ή εφόσον η χρήση αυτή αποτελεί εκμετάλλευση της φήμης της προστατευόμενης ονομασίας,

    β)

    κάθε αντιποίηση, απομίμηση ή υπαινιγμό, ακόμη και αν αναφέρεται η πραγματική καταγωγή του προϊόντος ή εάν η προστατευόμενη ονομασία χρησιμοποιείται σε μετάφραση ή συνοδεύεται από εκφράσεις όπως: […] “τύπου”, […]

    γ)

    οποιαδήποτε άλλη ψευδή ή παραπλανητική ένδειξη όσον αφορά την προέλευση […] του προϊόντος […] που μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένη εντύπωση ως προς την καταγωγή του,

    δ)

    οποιαδήποτε άλλη πρακτική ικανή να παραπλανήσει το κοινό όσον αφορά την πραγματική καταγωγή του προϊόντος.

    […]

    3.   Οι προστατευόμενες ονομασίες δεν μπορούν να μεταπέσουν σε κοινές.

    […]»

    Η οδηγία 2000/13

    12.

    Η οδηγία 2000/13 έχει ως αντικείμενο την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά, μεταξύ άλλων, με την επισήμανση των τροφίμων. Στην έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας ορίζεται ότι «[κ]άθε ρύθμιση σχετική με την επισήμανση των τροφίμων πρέπει να βασίζεται, πριν απ’ όλα, στην ανάγκη της πληροφορήσεως και της προστασίας των καταναλωτών».

    13.

    Οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 2 της οδηγίας 2000/13 ορίζουν τα εξής:

    «1.   Η επισήμανση και οι τρόποι σύμφωνα με τους οποίους πραγματοποιείται δεν πρέπει:

    α)

    να είναι φύσεως τέτοιας, ώστε να οδηγεί σε πλάνη τον αγοραστή, ιδίως:

    (i)

    ως προς τα χαρακτηριστικά του τροφίμου και, ιδίως, […] την καταγωγή ή προέλευση […]

    […]

    3.   Οι απαγορεύσεις ή οι περιορισμοί που προβλέπονται στ[ην] [παράγραφο] 1 […] εφαρμόζονται επίσης:

    α)

    στην παρουσίαση των τροφίμων και ιδίως στο σχήμα ή στην όψη που δίνεται σ’ αυτά ή στη συσκευασία τους, στο υλικό συσκευασίας που χρησιμοποιήθηκε, στον τρόπο που είναι [τοποθετημένα] καθώς επίσης και στο χώρο εκθέσεώς τους,

    β)

    στη διαφήμιση.»

    14.

    Οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 5 έχουν ως εξής:

    «1.   Η ονομασία πώλησης ενός τροφίμου είναι η ονομασία που προβλέπεται από τις κοινοτικές διατάξεις για το τρόφιμο αυτό.

    α)

    Ελλείψει κοινοτικών διατάξεων, η ονομασία πώλησης είναι η ονομασία που προβλέπεται από τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στο κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιείται η πώληση στον τελικό καταναλωτή ή στις μονάδες ομαδικής εστίασης.

    Ελλείψει αυτών, η ονομασία πώλησης συνίσταται στην καθιερωμένη ονομασία που χρησιμοποιείται στο κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιείται η πώληση στον τελικό καταναλωτή ή στις μονάδες ομαδικής εστίασης ή σε μία περιγραφή του τροφίμου και, εφόσον είναι αναγκαίο, της χρήσης του, διατυπωμένης με επαρκή ακρίβεια ώστε να μπορεί ο αγοραστής να αντιλαμβάνεται την πραγματική φύση του προϊόντος και να το διακρίνει από άλλα με τα οποία θα ήταν δυνατόν να το συγχέει.»

    Η οδηγία 89/104

    15.

    Με την οδηγία 89/104 πραγματοποιήθηκε η πρώτη προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τα εμπορικά σήματα.

    16.

    Οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, ορίζουν τα εξής:

    «Δεν καταχωρούνται ή, εάν έχουν καταχωρηθεί, είναι δυνατόν να κηρυχθούν άκυρα:

    […]

    γ)

    τα σήματα που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν στο εμπόριο προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας·

    δ)

    τα σήματα που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις τα οποία έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου·

    […]».

    17.

    Στο άρθρο 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/104 ορίζονται τα εξής:

    «Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι συλλογικά σήματα ή σήματα εγγύησης ή πιστοποίησης μπορούν να συνίστανται από σημεία ή ενδείξεις που δύνανται να χρησιμεύσουν στο εμπόριο για τον προσδιορισμό της γεωγραφικής προέλευσης των προϊόντων ή των υπηρεσιών. Το σήμα αυτό δεν επιτρέπει στον δικαιούχο του να απαγορεύει σε τρίτους την εμπορική χρήση τέτοιων σημείων ή ενδείξεων, εφόσον αυτοί τα χρησιμοποιούν σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη του εμπορίου και της βιομηχανίας. Το σήμα αυτό δεν μπορεί ιδίως να αντιταχθεί έναντι τρίτου ο οποίος επιτρέπεται να χρησιμοποιεί γεωγραφική ονομασία.»

    Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

    18.

    Ο Δήμος Felino βρίσκεται στη Regione Emilia-Romagna της Ιταλίας. Η Cavazzuti SpA, νυν Grandi Salumifici Italiani SpA (στο εξής: GSI), παράγει ένα σαλάμι το οποίο διαθέτει στην αγορά με την ονομασία «Salame Felino» και/ή «Salame tipo Felino» ( 9 ). Η εν λόγω εταιρεία παράγει το σαλάμι αυτό στη Modena (που βρίσκεται επίσης στη Regione Emilia-Romagna, σε απόσταση 50 χλμ. περίπου από το Felino), ξεκίνησε δε την παραγωγή αυτή από το 1970 περίπου.

    19.

    Στις 16 Μαΐου 2006, η Regione Emilia-Romagna επέβαλε στην GSI διοικητικό πρόστιμο λόγω της χρησιμοποιήσεως της ονομασίας «Salame tipo Felino» στην επισήμανση των προϊόντων της κατά τρόπο που μπορούσε να παραπλανήσει τους καταναλωτές. Η Regione θεώρησε ότι η GSI παρέβη το άρθρο 2 του νομοθετικού διατάγματος 109/92, με το οποίο μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο της Ιταλίας το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/13.

    20.

    Κατά τον χρόνο επιβολής του προστίμου, η ονομασία «Salame Felino» δεν ήταν καταχωρημένη ούτε ως ΠΟΠ ούτε ως ΠΓΕ. Η διάταξη περί παραπομπής αναφέρει ότι, μετά την υποβολή σχετικών προτάσεων από την Associazione per la Tutela del Salame Felino (Ένωση για την Προστασία του Salame Felino, στο εξής: APTSF) και από την Associazione delle Industrie delle Carni (Ένωση Κρεατοβιομηχανιών, στο εξής: ASSICA), υποβλήθηκε αίτηση για την αναγνώριση της ονομασίας «Salame Felino» ως προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης (ΠΓΕ) σύμφωνα με τον κανονισμό 2081/92. Ωστόσο, όταν υποβλήθηκε η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, δεν είχε ακόμη καταχωρηθεί η ονομασία, σύμφωνα με την αίτηση αυτή.

    21.

    Η GSI προσέφυγε ενώπιον του Tribunale Civile di Modena, ζητώντας την ακύρωση του διοικητικού προστίμου υποστηρίζοντας ότι η ονομασία «Salame Felino» ήταν κοινή ονομασία και είχε χρησιμοποιηθεί επί σειρά ετών και καλοπίστως εκτός του Δήμου του Felino, μεταξύ άλλων, ως συστατικό στοιχείο συλλογικού εμπορικού σήματος. Το Tribunale Civile ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1.

    Έχουν το άρθρο 3, παράγραφος 1, και το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 2081/92 (νυν άρθρα 3, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 510/2006) σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του νομοθετικού διατάγματος 109/92 (άρθρο 2 της οδηγίας 2000/13) την έννοια ότι η περιλαμβάνουσα γεωγραφικές αναφορές ονομασία ενός τροφίμου ως προς την οποία έχει “απαγορευθεί” ή έστω ανασταλεί, εντός του οικείου κράτους μέλους, η υποβολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή της προτάσεως καταχωρίσεώς της ως ΠΟΠ ή ΠΓΕ, κατά την έννοια των ανωτέρω κανονισμών, πρέπει να θεωρείται ως κοινή ονομασία, τουλάχιστον καθ’ όλο το διάστημα κατά το οποίο εκκρεμούν τα αποτελέσματα της “απαγορεύσεως” ή της “αναστολής” αυτής;

    2.

    Έχουν το άρθρο 3, παράγραφος 1, και το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2081/92 (νυν άρθρα 3, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 510/2006), σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του νομοθετικού διατάγματος 109/92 (άρθρο 2 της οδηγίας 2000/13), την έννοια ότι η ονομασία ενός τροφίμου που παραπέμπει συνειρμικά σε ορισμένο τόπο και δεν έχει καταχωριστεί ως ΠΟΠ ή ΠΓΕ, υπό την έννοια των ανωτέρω κανονισμών, μπορεί να χρησιμοποιείται θεμιτώς στην ευρωπαϊκή αγορά από τους παραγωγούς που τη χρησιμοποιούσαν καλόπιστα και συνεχώς, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2081/92 (νυν κανονισμού 510/2006) και μετά την έναρξη ισχύος του;

    3.

    Έχει το άρθρο 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/104 […], την έννοια ότι ο δικαιούχος συλλογικού σήματος το οποίο διακρίνει τρόφιμο και περιλαμβάνει γεωγραφική αναφορά δεν επιτρέπεται να εμποδίζει τους παραγωγούς προϊόντος που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά να το προσδιορίζουν χρησιμοποιώντας ονομασία παρόμοια με την περιλαμβανόμενη στο συλλογικό σήμα, εφόσον οι παραγωγοί αυτοί προέβαιναν σε καλόπιστη και συνεχή χρήση της εν λόγω ονομασίας επί μεγάλο χρονικό διάστημα πριν από την ημερομηνία καταχωρίσεως του συλλογικού αυτού σήματος;»

    22.

    Η GSI, η Regione Emilia-Romagna, η APTSF, η Ελληνική και η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις και στη συνέχεια ανέπτυξαν προφορικά τις απόψεις τους κατά την επ’ακροατηρίου συζήτηση.

    Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    23.

    Το επιβληθέν στην GSI πρόστιμο αφορά παράβαση του άρθρου 2 του νομοθετικού διατάγματος 109/92. Συνεπώς, το εθνικό δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί ενός απλού ζητήματος: πρόκειται για το αν η GSI παραπλάνησε πελάτες της χρησιμοποιώντας την ονομασία «Salame tipo Felino» στην επισήμανση των προϊόντων της. Το Tribunale di Modena ζήτησε από το Δικαστήριο να διευκρινίσει πώς μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμηση αυτή ορισμένοι παράγοντες.

    24.

    Ένας από τους παράγοντες αυτούς είναι η σημασία της ονομασίας αυτής καθαυτής. Με το πρώτο ερώτημα το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει πότε και γιατί μια ονομασία μπορεί να θεωρηθεί ως κοινή. Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό αρκεί να εξεταστεί το σύστημα καταχωρήσεως που προβλέπεται στον κανονισμό 2081/92. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου εκκρεμούς διαφοράς, το Δικαστήριο πρέπει επίσης να εξετάσει ποιες συνέπειες θα έχει για την εκτίμηση του εθνικού δικαστηρίου όσον αφορά τη χρήση της επίμαχης ονομασίας στην επισήμανση προϊόντων η διαπίστωση ότι η εν λόγω ονομασία είναι κοινή.

    25.

    Τούτο σημαίνει ότι το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί σαφώς όσον αφορά τον τρόπο κατά τον οποίο συνυπάρχουν και επηρεάζονται αμοιβαίως ο κανονισμός 2081/92 και η οδηγία 2000/13. Θα ασχοληθώ με το ζήτημα αυτό στην απάντησή μου στο δεύτερο ερώτημα, προτού εξετάσω το πώς μπορεί να επηρεάσει η καλή πίστη μιας εταιρείας και η διάρκεια της περιόδου κατά την οποία έχει χρησιμοποιηθεί η ονομασία την εκτίμηση από το δικαστήριο του παραπλανητικού ή μη χαρακτήρα της επισημάνσεως.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    26.

    Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν η γεωγραφική ονομασία ως προς την οποία έχει απαγορευθεί ή ανασταλεί η υποβολή αιτήσεως καταχωρήσεώς της ως ΠΟΠ ή ΠΓΕ πρέπει να θεωρηθεί ως κοινή ονομασία, τουλάχιστον καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο εξακολουθούν να εκκρεμούν τα αποτελέσματα της εν λόγω απαγορεύσεως ή αναστολής.

    Επί του παραδεκτού

    27.

    Προβλήθηκαν δύο αυτοτελείς ενστάσεις απαραδέκτου.

    28.

    Πρώτον, η APTSF και η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβήτησαν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζεται το ερώτημα. Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν υπήρξε απαγόρευση ή αναστολή στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχωρήσεως. Η APTSF υποστηρίζει ότι η μόνη εκκρεμότητα που απομένει σε σχέση με την αίτηση για καταχώρηση της ονομασίας είναι η υποβολή της στην τυπική διαδικασία της δημοσιεύσεως.

    29.

    Κανένας από τους ισχυρισμούς αυτούς δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να θεμελιώσει το απαράδεκτο του πρώτου ερωτήματος.

    30.

    Το άρθρο 234 ΕΚ στηρίζεται στη σαφή διάκριση των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου. Η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων ενώ ο ρόλος του Δικαστηρίου συνίσταται στην παροχή καθοδήγησης ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο πρέπει να στηριχθεί για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως στα πραγματικά περιστατικά που εκθέτει το εθνικό δικαστήριο στη διάταξη περί παραπομπής ( 10 ).

    31.

    Η διάταξη περί παραπομπής αναφέρει σαφώς ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, η βάσει του κανονισμού 2081/92 αίτηση εκκρεμούσε και η ονομασία «Salame Felino» δεν ήταν καταχωρημένη. Οι λόγοι για τους οποίους συνέβαινε ή μπορεί να συνέβαινε αυτό είναι εντελώς αδιάφοροι για τους σκοπούς της αναλύσεως των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων.

    32.

    Δεύτερον, η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι το πρώτο ερώτημα είναι απαράδεκτο, επειδή στηρίζεται στην εσφαλμένη υπόθεση ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 της οδηγίας 2000/13 μπορεί να οριοθετείται από τον κανονισμό. Επιπλέον, κατά την άποψη της Επιτροπής, δεν είναι απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου να διευκρινιστεί πρώτα το ζήτημα αν μια ονομασία είναι κοινή, ενόσω βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία καταχωρήσεως κατά τον κανονισμό 2081/92. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να επιλύσει την ενώπιόν του διαφορά βάσει των εθνικών διατάξεων εφαρμογής της οδηγίας 2000/13 και μόνον.

    33.

    Μολονότι οι ισχυρισμοί της Επιτροπής είναι λυσιτελείς, είναι πολύ πιθανό η καταχώρηση μιας ονομασίας (ή ο χαρακτηρισμός της ως κοινής ονομασίας) κατά τον κανονισμό 2081/92, χωρίς να οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 της οδηγίας 2000/13, να επηρεάσει την κρίση ενός δικαστηρίου όσον αφορά το αν η επισήμανση που χρησιμοποιεί την εν λόγω ονομασία είναι παραπλανητική υπό το πρίσμα της οδηγίας 2000/13. Συνεπώς, η επίλυση του πρώτου ζητήματος αποτελεί προκαταρκτικό στάδιο που ενδέχεται να είναι αναγκαίο για την ορθή επίλυση του δευτέρου ζητήματος.

    34.

    Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να δώσει απάντηση στο πρώτο ερώτημα.

    Επί της ουσίας

    35.

    Ο κανονισμός 2081/92 θεσπίζει ένα σύστημα στο πλαίσιο του οποίου η ονομασία που δηλώνει την προέλευση ενός προϊόντος μπορεί να καταχωρηθεί σε κατάλογο ονομασιών που προστατεύονται σε κοινοτικό επίπεδο. Η Επιτροπή εκτιμά αν η εν λόγω ονομασία μπορεί να προστατευθεί. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, η Επιτροπή μπορεί να αρνηθεί να καταχωρήσει μια ονομασία επειδή, μεταξύ άλλων, θεωρεί ότι η ονομασία αυτή είναι κοινή.

    36.

    Ωστόσο, μόνον εάν και όταν η Επιτροπή απορρίψει την αίτηση ειδικά για τον λόγο αυτόν, μπορεί να θεωρηθεί ότι η ονομασία έχει κριθεί ως κοινή, κατά την έννοια του κανονισμού.

    37.

    Δεν υπάρχει, άλλωστε, κανένας λόγος για να υποτεθεί ότι μια γεωγραφική ονομασία είναι κοινή πριν κριθεί ότι αυτό δεν ισχύει. Σε πολλές περιπτώσεις, μια τέτοια ονομασία θα έχει καθαρά πληροφοριακό χαρακτήρα. Σε κάποιες περιπτώσεις, θα είναι άξια προστασίας βάσει του κανονισμού. Ωστόσο, από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου, ουδόλως μπορεί να συναχθεί ότι είθισται γεωγραφικές ονομασίες να καθίστανται κοινές ως ονομασίες τροφίμων.

    38.

    Κατά συνέπεια, και σε αντίθεση με τα υποστηριχθέντα από την GSI, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία καταχωρήσεως μιας ονομασίας, ότι η εν λόγω ονομασία είναι κοινή, μόνον εάν και όταν η Επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό.

    39.

    Ομοίως, δεν μπορεί να τεκμαίρεται ότι η ονομασία δεν είναι κοινή κατά την έννοια του κανονισμού ( 11 ).

    40.

    Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει αν η χρήση της επίμαχης ενδείξεως εκ μέρους της GSI μπορούσε να παραπλανήσει ουσιωδώς τους αγοραστές, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/13. Όταν το εθνικό δικαστήριο καλείται να κρίνει το ζήτημα αυτό, ενώ η Επιτροπή δεν έχει προβεί στην τελική εκτίμησή της κατά τον κανονισμό 2081/92, ενδέχεται να χρειαστεί να λάβει υπόψη χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ονομασίας τα οποία θα λάβει υπόψη και η Επιτροπή κατά την εκτίμηση του αν η ονομασία πρέπει να τύχει προστασίας ή αν είναι κοινή, κατά την έννοια του κανονισμού. Προς τούτο, μπορεί να ανατρέξει στη νομολογία του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με τον κανονισμό.

    41.

    Το Δικαστήριο χρησιμοποίησε ως αφετηρία τον ορισμό του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού, κατά τον οποίο η ονομασία ενός τροφίμου είναι κοινή όταν (μολονότι αναφέρεται στον τόπο ή στην περιοχή όπου το εν λόγω τρόφιμο έχει παραχθεί αρχικά ή τεθεί σε εμπορία) έχει πλέον καταστεί κοινό όνομα του τροφίμου αυτού ( 12 ). Δέχθηκε ότι το ζήτημα αν μια ονομασία είναι κοινή πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, της υφισταμένης καταστάσεως στο κράτος μέλος από το οποίο προέρχεται η ονομασία, στις περιοχές καταναλώσεως και σε άλλα κράτη μέλη, καθώς και των σχετικών εθνικών ή κοινοτικών ρυθμίσεων ( 13 ).

    42.

    Με βάση τα προεκτεθέντα, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου την απάντηση ότι μια ονομασία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κοινή, κατά την έννοια του κανονισμού 2081/92, προτού απορριφθεί η αίτηση για προστασία της εν λόγω ονομασίας από την Επιτροπή με την αιτιολογία ότι αυτή έχει καταστεί κοινή.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    43.

    Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν η ονομασία ενός τροφίμου η οποία παραπέμπει συνειρμικά σε ορισμένο τόπο και δεν έχει καταχωρηθεί ως ΠΟΠ ή ως ΠΓΕ μπορεί να χρησιμοποιείται θεμιτώς από παραγωγούς που προέβαιναν σε καλόπιστη και συνεχή χρήση αυτής επί μακρό χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2081/92.

    Επί του παραδεκτού

    44.

    Η APTSF υποστηρίζει ότι το δεύτερο ερώτημα υποβάλλεται απαραδέκτως επειδή στηρίζεται σε πλάνη περί τα πράγματα. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτίθενται στο σημείο 30, ανωτέρω.

    45.

    Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το δεύτερο ερώτημα δεν υποβάλλεται παραδεκτώς επειδή ούτε το κοινοτικό ούτε το εθνικό δίκαιο περιέχει αναφορά στην καλή πίστη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της επισημάνσεως τροφίμων. Πρόκειται για ισχυρισμό αναγόμενο στην ουσία. Συνεπώς, θα τον εξετάσω στο πλαίσιο της επί της ουσίας εξετάσεως του δευτέρου ερωτήματος.

    Επί της ουσίας

    Η σχέση μεταξύ της οδηγίας 2000/13 και του κανονισμού 2081/92

    46.

    Η οδηγία 2000/13 και ο κανονισμός 2081/92 λειτουργούν σε διαφορετικά επίπεδα και ο κοινοτικός νομοθέτης προέβη στη θέσπισή τους για την επίτευξη διαφορετικών σκοπών.

    47.

    Αντικείμενο της οδηγίας 2000/13 είναι η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση των τροφίμων, που θα συμβάλει στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Όπως αναφέρεται στην έκτη αιτιολογική σκέψη, το πρωταρχικό μέλημα για τη θέσπιση κανόνων επισημάνσεως είναι η πληροφόρηση και η προστασία του καταναλωτή. Όπως παρατηρεί ορθώς η Ιταλική Κυβέρνηση, για να επιτύχει τον σκοπό αυτόν, η οδηγία 2000/13 υποχρεώνει του παραγωγούς να αναγράφουν στις ετικέττες αρκετά στοιχεία επιτρέποντα στους καταναλωτές να επιλέγουν με πλήρη γνώση των πραγματικών δεδομένων. Μεταξύ των στοιχείων αυτών περιλαμβάνονται τα αφορώντα την ακριβή φύση και τα χαρακτηριστικά του προϊόντος, περιλαμβανομένης της προελεύσεως ή της καταγωγής.

    48.

    Αντίθετα, ο σκοπός του κανονισμού είναι πιο περίπλοκος. Εκκινεί από την υπόθεση ότι η προώθηση προϊόντων που παρουσιάζουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μπορεί να αποτελέσει σημαντικό πλεονέκτημα για τον αγροτικό κόσμο, εξασφαλίζοντας τη βελτίωση του εισοδήματος των γεωργών ( 14 ) και ότι η τάση των καταναλωτών να αναζητούν προϊόντα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά δημιουργεί ολοένα μεγαλύτερη ζήτηση για γεωργικά προϊόντα ή τρόφιμα ορισμένης γεωγραφικής καταγωγής ( 15 ). Ο κανονισμός προωθεί την παροχή σαφών και συντόμων πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με την καταγωγή των προϊόντων, προκειμένου οι καταναλωτές να προβαίνουν στην καλύτερη επιλογή ( 16 ), προβλέποντας τη θέσπιση ειδικών διατάξεων για τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα που προέρχονται από μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή ( 17 ). Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, ο κανονισμός θεσπίζει ένα πλαίσιο κοινοτικών κανόνων για την παροχή ομοιόμορφης προστασίας των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προελεύσεως, εξασφαλίζοντας έτσι ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των παραγωγών προϊόντων και αυξάνοντας την αξιοπιστία των οικείων προϊόντων στην αντίληψη των καταναλωτών ( 18 ). Επομένως, ενώ η προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων επηρεάζει αναμφισβήτητα τις επιλογές των καταναλωτών, οι σκοποί του κανονισμού δεν περιορίζονται απλώς στην προστασία του καταναλωτή.

    49.

    Παρά τη διαφορά αυτή σκοπών και πεδίων λειτουργίας, η αναγραφή γεωγραφικών ενδείξεων στην επισήμανση των τροφίμων μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τόσο του κανονισμού όσο και της οδηγίας 2000/13. Αυτό μπορεί να συμβεί σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις: πρώτον, στην περίπτωση που η ονομασία που χρησιμοποιείται στην επισήμανση ενός τροφίμου έχει εξεταστεί από την Επιτροπή και έχει καταχωρηθεί σύμφωνα με τον κανονισμό, δεύτερον, στην περίπτωση που η ονομασία έχει εξετασθεί αλλά έχει κριθεί ότι αποτελεί κοινή ονομασία, τρίτον, στην περίπτωση που δεν έχει ολοκληρωθεί η εξέταση κατά τον κανονισμό. Η παρούσα προδικαστική παραπομπή αφορά μόνον την τρίτη περίπτωση. Ωστόσο, χάριν πληρότητος, θα εξετάσω πρώτα εν συντομία τις δύο πρώτες περιπτώσεις.

    — Καταχωρημένη ονομασία

    50.

    Εφόσον μια ονομασία έχει εξετασθεί από την Επιτροπή και έχει καταχωρηθεί στο μητρώο που προβλέπει ο κανονισμός, η χρήση της εν λόγω ονομασίας μπορεί να περιοριστεί.

    51.

    Αν μια τέτοια ονομασία χρησιμοποιείται χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις χρησιμοποιήσεώς της ή κατά τρόπο αντίθετο προς το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού, είναι πιθανό η εν λόγω χρήση να «είναι φύσεως τέτοιας, ώστε να οδηγεί σε πλάνη τον αγοραστή, ιδίως ως προς τα χαρακτηριστικά του τροφίμου και, ιδίως, […] την καταγωγή ή [την] προέλευσή [του]», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο α’, περίπτωση i, της οδηγίας 2000/13.

    — Κοινή ονομασία

    52.

    Όπως υποστηρίζει ορθώς η Επιτροπή στο πλαίσιο των ισχυρισμών της σχετικά με το παραδεκτό, το γεγονός ότι μια ονομασία έχει εξετασθεί και θεωρηθεί ότι είναι κοινή βάσει του κανονισμού δεν εμποδίζει το εθνικό δικαστήριο να εξετάσει αν η χρήση της εν λόγω ονομασίας στην επισήμανση ενός τροφίμου είναι παραπλανητική, βάσει των κανόνων της οδηγίας 2000/13.

    53.

    Η GSI υποστηρίζει ότι, στην περίπτωση που μια ονομασία έχει κριθεί ως κοινή, δεν μπορεί να τύχει προστασίας στο πλαίσιο του κανονισμού. Αυτό είναι αλήθεια. Όμως, δεν θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα που επιδιώκει να συναγάγει η GSI, ότι, δηλαδή, η χρησιμοποίηση μιας τέτοιας ονομασίας στην επισήμανση δεν μπορεί να κριθεί ως παραπλανητική με βάση την οδηγία 2000/13.

    54.

    Αντίθετα, είναι κατά τη γνώμη μου σαφές ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο καταναλωτής μπορεί κάλλιστα να παραπλανηθεί λόγω της χρήσεως μιας κοινής ονομασίας στην επισήμανση ενός προϊόντος (θα μπορούσε, παραδείγματος χάριν, να φανταστεί κανείς ένα τρόφιμο στην επισήμανση του οποίου αναγράφεται κοινή ονομασία, αλλά το οποίο δεν παρουσιάζει κανένα από τα χαρακτηριστικά που κατά κοινή παραδοχή συνδέονται με την ονομασία αυτή στην αντίληψη του καταναλωτή).

    55.

    Κατά συνέπεια, αν μια ονομασία έχει κριθεί ως κοινή, μπορεί εντούτοις ένα εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αν η επισήμανση την οποία φέρει ένα συγκεκριμένο τρόφιμο είναι παραπλανητική με βάση το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/13.

    56.

    Στο πλαίσιο αυτό, το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να έχει υπόψη το γεγονός ότι η κρίση της Επιτροπής ότι μια ονομασία είναι κοινή βασίζεται σε εκτίμηση των χαρακτηριστικών της εν λόγω ονομασίας. Επομένως, τα χαρακτηριστικά αυτά, καθώς και η μεταγενέστερη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η ονομασία είναι κοινή, θα αποτελούν σημαντικούς παράγοντες τους οποίους θα πρέπει να λάβει υπόψη το εθνικό δικαστήριο κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν είναι παραπλανητική για τον καταναλωτή η χρήση της ονομασίας στην επισήμανση τροφίμων ( 19 ).

    — Ονομασία που δεν έχει εξετασθεί

    57.

    Όπως επισήμανα ανωτέρω, απαντώντας στο πρώτο ερώτημα, ενόσω η ονομασία δεν έχει εξετασθεί από την Επιτροπή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κοινή, κατά την έννοια του κανονισμού 2081/92.

    58.

    Εξάλλου, μέχρι να αποφανθεί η Επιτροπή, μια ονομασία που της έχει υποβληθεί προς εξέταση δεν προστατεύεται από τον κανονισμό, εκτός αν το κράτος μέλος επιλέξει να κάνει χρήση της δυνατότητας παροχής προσωρινής προστασίας, την οποία του παρέχει το άρθρο 5, παράγραφος 5.

    59.

    Εφόσον δεν υφίσταται τέτοια προσωρινή προστασία, το εθνικό δικαστήριο αρκεί απλώς να εξετάσει αν η χρήση της ονομασίας στην επισήμανση του προϊόντος είναι παραπλανητική με βάση τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις με τις οποίες έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/13.

    60.

    Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές δεν πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία ενός παραλλήλου συστήματος προστασίας μιας μη καταχωρημένης γεωγραφικής ονομασίας. Στην εδώ εξεταζόμενη υπόθεση, μολονότι τα εθνικά δικαστήρια ενδέχεται να θεωρήσουν ότι η ονομασία «Salame Felino» πληροί τις προϋποθέσεις καταχωρήσεως που προβλέπονται στον κανονισμό ( 20 ), οφείλουν να εκτιμήσουν τη χρησιμοποίησή της βασιζόμενα μόνο στις διατάξεις για τη μεταφορά του άρθρου 2 της οδηγίας 2000/13 στο εθνικό δίκαιο.

    61.

    Συνεπώς, το ζήτημα επί του οποίου πρέπει να αποφανθεί το εθνικό δικαστήριο είναι, απλώς και μόνον, αν η επισήμανση που χρησιμοποιείται για το σαλάμι που παράγεται από την GSI θα μπορούσε να παραπλανήσει τον Ιταλό καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος ( 21 ).

    62.

    Προτού αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού, το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να αναρωτηθεί αν ο καταναλωτής θα μπορούσε να παραπλανηθεί όσον αφορά την προέλευση του προϊόντος. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να εξετάσει τον σύνδεσμο μεταξύ του προϊόντος αυτού καθαυτού και της γεωγραφικής περιοχής στην οποία παραπέμπει η ονομασία. Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/13, η επισήμανση στην οποία χρησιμοποιείται ονομασία η οποία υπονοεί ή δηλώνει προέλευση μπορεί ίσως να θεωρηθεί ως εκ πρώτης όψεως παραπλανητική, αν το προϊόν παράγεται εξ ολοκλήρου σε άλλο τόπο και δεν συνδέεται με τον αναγραφόμενο στην επισήμανση γεωγραφικό χώρο σε κανένα στάδιο της διαδικασίας παραγωγής του.

    63.

    Το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει επίσης να εξετάσει αν ο καταναλωτής θα μπορούσε να παραπλανηθεί ως προς κάποιο άλλο χαρακτηριστικό του προϊόντος. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να εκτιμήσει αν η ονομασία, όπως εμφανίζεται στην επισήμανση, παραπέμπει ειδικά σε μία περιοχή ή έχει καταστεί γενική ονομασία που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα προϊόν με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ( 22 ). Για τον σκοπό αυτόν, είναι σκόπιμο να λάβει υπόψη σχόλια και ισχυρισμούς όμοια με αυτά που θα υποβάλλονταν στην Επιτροπή στο πλαίσιο αιτήσεως για παροχή προστασίας με βάση τον κανονισμό ή στο πλαίσιο της προβολής ενστάσεων κατά μιας τέτοιας αιτήσεως.

    64.

    Όσον αφορά τη διατύπωση της επισημάνσεως, η χρήση της λέξεως «τύπου» μπορεί να αποδεικνύει ότι η ονομασία χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος και όχι την καταγωγή του. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ορθώς η Επιτροπή, η χρήση της λέξεως αυτής δεν διασφαλίζει ότι η επισήμανση δεν είναι παραπλανητική.

    65.

    Το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να λάβει επίσης υπόψη την παρουσίαση της συσκευασίας, ιδίως τη θέση και το μέγεθος της γεωγραφικής ονομασίας και την περιγραφή του τόπου παρασκευής ( 23 ). Στο άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 8, της οδηγίας 2000/13 ορίζεται ότι, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται επίσης στην εν λόγω οδηγία, πρέπει υποχρεωτικά να αναγράφεται στην επισήμανση των τροφίμων ο τόπος καταγωγής ή προελεύσεως στις περιπτώσεις που η παράλειψη της ενδείξεως αυτής θα ήταν δυνατό να δημιουργήσει στον καταναλωτή εσφαλμένη εντύπωση σχετικά με τον πραγματικό τόπο καταγωγής ή προελεύσεως του τροφίμου. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι η επισήμανση —ακόμη και αν η γεωγραφική ονομασία έχει ως σκοπό να διαφημίσει τα χαρακτηριστικά ενός τροφίμου— πρέπει να «λέει όλη την αλήθεια» ώστε να μην είναι παραπλανητική για τον καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος.

    Η σημασία της καλής πίστης και της μακροχρόνιας χρήσης

    66.

    Η οδηγία 2000/13 δεν περιέχει αναφορά ούτε στην καλή πίστη ούτε στη διάρκεια της χρήσης. Ιδίως, δεν αναφέρει ότι η καλόπιστη ή η μακροχρόνια και αδιάκοπη χρήση της ονομασίας μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα για την απόκρουση ισχυρισμού περί παραπλανητικής επισημάνσεως.

    67.

    Τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εκτιμούν καταγγελλόμενες παραβάσεις των εθνικών νομοθεσιών περί μεταφοράς του άρθρου 2 της οδηγίας 2000/13 στο εθνικό δίκαιο με κριτήριο την εντύπωση που προκαλεί στον καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος η χρήση μιας ονομασίας στην επισήμανση ενός τροφίμου.

    68.

    Φρονώ ότι, λογικά, αν ένας συγκεκριμένος παράγοντας μπορεί να μεταβάλει τις προσδοκίες του καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (όπως τονίζει η Ιταλική Κυβέρνηση), θα ήταν απολύτως εύλογο να λάβει υπόψη το εθνικό δικαστήριο τον παράγοντα αυτόν κατά την εξέταση του αν η επισήμανση ενός τροφίμου μπορεί να παραπλανήσει έναν καταναλωτή.

    69.

    Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί μια ονομασία είναι ένας αντικειμενικός παράγοντας ο οποίος θα μπορούσε να επηρεάσει τις προσδοκίες ενός συνετού καταναλωτή. Αντίθετα, δεν αντιλαμβάνομαι πώς θα ήταν δυνατό να επηρεάσει η (υποκειμενική) καλή πίστη ενός παραγωγού ή πωλητή την (αντικειμενική) εντύπωση που δημιουργεί στον καταναλωτή η χρησιμοποίηση μιας γεωγραφικής ονομασίας στην επισήμανση.

    70.

    Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα που του υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο την απάντηση ότι η ονομασία ενός τροφίμου η οποία παραπέμπει συνειρμικά σε ορισμένο τόπο και δεν έχει καταχωρηθεί ως ΠΟΠ ή ως ΠΓΕ μπορεί να χρησιμοποιείται θεμιτώς, υπό την προϋπόθεση ότι δεν χρησιμοποιείται κατά τρόπο που μπορεί να παραπλανήσει τον μέσο καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Προκειμένου να κρίνουν αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τη διάρκεια χρήσεως της ονομασίας. Ωστόσο, η καλή (ή κακή) πίστη του παραγωγού δεν ασκεί καμία επιρροή.

    Επί του τρίτου ερωτήματος

    Επί του παραδεκτού

    71.

    Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το τρίτο ερώτημα δεν υποβάλλεται παραδεκτώς, επειδή η εκκρεμής ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διαφορά δεν αφορά συλλογικά εμπορικά σήματα. Η Regione Emilia-Romagna δεν έχει κατοχυρώσει δικαίωμα επί του σήματος ούτε υποστηρίζει ότι η GSI προσέβαλε το εν λόγω δικαίωμα. Επιπλέον, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι το ζήτημα που απασχολεί το αιτούν δικαστήριο είναι μόνον το αν η χρησιμοποιούμενη από την GSI επισήμανση ήταν πιθανό να παραπλανήσει τους καταναλωτές και ότι, παρά την παρέμβαση της APTSF στη δίκη, δεν υποστηρίχθηκε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ότι υπήρξε προσβολή δικαιωμάτων επί συλλογικού εμπορικού σήματος.

    72.

    Το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί να δώσει απάντηση σε προδικαστικό ερώτημα το οποίο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κυρίας δίκης ( 24 ). Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορά το ζήτημα αν η οδηγία 89/104 μπορεί να αποτελέσει αυτοτελή νομική βάση προκειμένου να απαγορευθεί στην GSI να χρησιμοποιεί την ονομασία «Salame Felino». Όμως, η επιβολή του διοικητικού προστίμου που βάλλεται ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου στηρίχθηκε αποκλειστικά στην υπόθεση της υπάρξεως παραβάσεως των εθνικών διατάξεων για τη μεταφορά του άρθρου 2 της οδηγίας 2000/13.

    73.

    Μολονότι στην απόφαση περί επιβολής του διοικητικού προστίμου αναφερόταν ότι η ονομασία «Salame Felino» αποτελεί καταχωρημένο εμπορικό σήμα, η μνεία αυτή έγινε προς στήριξη του ισχυρισμού ότι η χρησιμοποίηση από την GSI των λέξεων «Salame tipo Felino» ήταν παραπλανητική για τους καταναλωτές. Ομοίως, η GSI επικαλέστηκε την καλόπιστη χρήση της ονομασίας «Salame Felino» από εμπόρους δραστηριοποιούμενους εκτός του Δήμου Felino και την ύπαρξη αντιστοίχου συλλογικού εμπορικού σήματος, προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι η εκ μέρους της χρήση της εν λόγω ονομασίας στην επισήμανση των προϊόντων της δεν ήταν παραπλανητική για τους καταναλωτές.

    74.

    Η απουσία οιουδήποτε ισχυρισμού περί προσβολής των δικαιωμάτων επί του συλλογικού εμπορικού σήματος ( 25 ) αποδεικνύει ότι το ζήτημα αν ο κάτοχος συλλογικού εμπορικού σήματος δικαιούται να αντιταχθεί στην καλόπιστη χρήση μιας ονομασίας που ομοιάζει με αυτήν που περιέχεται στο συλλογικό εμπορικό σήμα δεν έχει σχέση με το ζήτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο της ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διαφοράς, ήτοι το ζήτημα υπό ποιες περιστάσεις είναι πιθανό μια εταιρεία να παραπλανήσει τους καταναλωτές χρησιμοποιώντας ορισμένη γεωγραφική ονομασία στην επισήμανση των προϊόντων της.

    75.

    Επομένως, το τρίτο ερώτημα δεν υποβάλλεται παραδεκτώς.

    Συμπέρασμα

    76.

    Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα δύο πρώτα ερωτήματα που του υπέβαλε το Tribunale Civile di Modena την ακόλουθη απάντηση:

    (1)

    Τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2081/92 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουλίου 1992, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων [νυν άρθρα 3, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 510/06] έχουν την έννοια ότι η περιλαμβάνουσα γεωγραφικές αναφορές ονομασία ενός τροφίμου, της οποίας έχει ζητηθεί η καταχώρηση ως προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως ή ως προστατευόμενης γεωγραφικής ενδείξεως κατά την έννοια των εν λόγω κανονισμών, μπορεί να θεωρηθεί ως κοινή, μόνον εάν και όταν η αίτηση απορριφθεί από την Επιτροπή με την αιτιολογία ότι η ονομασία έχει καταστεί κοινή.

    (2)

    Οι ίδιες διατάξεις, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων, έχουν την έννοια ότι η ονομασία ενός τροφίμου η οποία παραπέμπει συνειρμικά σε ορισμένο τόπο και δεν έχει καταχωρηθεί ως προστατευόμενη ονομασία προελεύσεως ή ως προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη, κατά την έννοια των εν λόγω κανονισμών, μπορεί να χρησιμοποιείται θεμιτώς, υπό την προϋπόθεση ότι δεν χρησιμοποιείται κατά τρόπο που μπορεί να παραπλανήσει τον μέσο καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Κατά την εκτίμηση του αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τη διάρκεια χρήσεως της ονομασίας. Αντίθετα, η καλή (ή κακή) πίστη του παραγωγού δεν έχει καμία σημασία.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

    ( 2 ) ΕΕ 1992, L 208, σ. 1 (στο εξής: κανονισμός 2081/92 ή κανονισμός).

    ( 3 ) ΕΕ 2000, L 109, σ. 29 (στο εξής: οδηγία 2000/13). Η οδηγία αυτή αντικατέστησε την οδηγία 79/112/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή καθώς επίσης και τη διαφήμισή τους (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 33) (στο εξής: οδηγία 79/112).

    ( 4 ) ΕΕ 1989, L 40, σ. 1 (στο εξής: οδηγία 89/104). Η οδηγία αυτή έχει αντικατασταθεί από την οδηγία 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 2008 L 299, σ. 25), αλλά ήταν ακόμη σε ισχύ κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.

    ( 5 ) Ο κανονισμός αυτός αντικαταστάθηκε, από τις 31 Μαρτίου 2006, από τον κανονισμό (ΕΚ) 510/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (ΕΕ 2006, L 93, σ. 12). Οι διατάξεις των άρθρων 3, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 3, του προγενέστερου κανονισμού περιέχονται σήμερα στα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 2, αντίστοιχα, του μεταγενέστερου κανονισμού. Ούτε οι διατάξεις αυτές ούτε οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις που παρατίθενται στις παρούσες προτάσεις έχουν μεταβληθεί κατά τρόπο που θα μπορούσε να επηρεάσει την απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα. Μολονότι το βαλλόμενο πρόστιμο (βλ. κατωτέρω, σημείο 21) επιβλήθηκε μετά τη θέση σε ισχύ του μεταγενέστερου κανονισμού, οι προβαλλόμενες στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως παραβάσεις ανατρέχουν στο έτος 2002. Συνεπώς, παραπέμπω στις διατάξεις του προγενεστέρου κανονισμού και τα σχόλιά μου ισχύουν, mutatis mutandis, και για τον κανονισμό που τον αντικατέστησε.

    ( 6 ) Όπως προβλέπει η ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού.

    ( 7 ) Η πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2000/13 προβλέπει ότι σκοπός της ήταν η κωδικοποίηση των τροποποιήσεων που είχε υποστεί η οδηγία 79/112. Κατόπιν αυτού, η οδηγία 2000/13 ερμηνεύεται με βάση το στοιχείο αυτό (βλ., παραδείγματος χάριν, σημείο 53 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα C. Stix-Hackl, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2006, C-315/05, Lidl Italia (Συλλογή 2006, σ. I-11181).

    ( 8 ) Τα τρία πρώτα εδάφια. Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο παρατίθενται όπως έχουν τροποποιηθεί με τον κανονισμό 535/97, της 17ης Μαρτίου 1997 (ΕΕ 1997, L 83, σ. 3).

    ( 9 ) Η δεύτερη ονομασία μεταφράζεται στα ελληνικά ως «Σαλάμι τύπου Felino».

    ( 10 ) Βλ., όλως προσφάτως, απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, C-491/06, Danske Svineproducenter (Συλλογή 2008, σ. I-3339, σκέψη 23, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 11 ) Το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 5, του κανονισμού, στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους έχουν υποβάλει στην Επιτροπή αίτηση για την προστασία μιας ονομασίας, το εν λόγω κράτος μέλος έχει τη δυνατότητα να παράσχει προσωρινή προστασία στην ονομασία αυτή εντός των συνόρων του, ενόσω εκκρεμεί η αίτηση, δεν επηρεάζει, κατά τη γνώμη μου, την κατάσταση κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

    ( 12 ) Στο σημείο 133 των προτάσεών του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, C-465/02 και C-466/02, Γερμανία και Δανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I-9115), ο γενικός εισαγγελέας D. Ruíz-Jarabo Colomer αναφέρει, στο πλαίσιο μιας χρήσιμης αναλύσεως της φύσεως της κοινής ονομασίας, ότι συνιστούν κοινές ονομασίες οι ονομασίες που έχουν υποστεί διαδικασία μετατροπής τους σε συνηθισμένα ονόματα. Κατά την άποψή μου, ο ορισμός αυτός αποδίδει προσηκόντως το περιεχόμενο του όρου.

    ( 13 ) Απόφαση Γερμανία και Δανία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα, σκέψεις 75 έως 100) και απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2008, C-132/05, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2008, σ. I-957, ιδίως σκέψη 53).

    ( 14 ) Βλ. δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού.

    ( 15 ) Βλ. τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού.

    ( 16 ) Βλ. τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού.

    ( 17 ) Βλ. πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού.

    ( 18 ) Βλ. έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού.

    ( 19 ) Βλ., κατωτέρω, σημεία 60 επ.

    ( 20 ) Η APTSF επικαλέστηκε συναφώς μια σειρά εθνικών δικαστικών αποφάσεων. Ωστόσο, η μόνη αρμόδια να αποφαίνεται επί του ζητήματος αυτού κατά τον κανονισμό είναι αποκλειστικώς και μόνον η Επιτροπή.

    ( 21 ) Βλ. αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 1995, C-470/93, Mars (Συλλογή 1995, σ. I-1923, σκέψη 24), της 16ης Ιουλίου 1998, C-210/96, Gut Springenheide και Tusky (Συλλογή 1998, σ. I-4657, σκέψη 31), και της 13ης Ιανουαρίου 2000, C-220/98, Estée Lauder (Συλλογή 2000, σ. I-117, σκέψη 30). Στο σημείο 54 των προτάσεών του στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 15ης Ιουλίου 2004, C-239/02, Douwe Egberts (Συλλογή 2004, σ. I-7007), ο γενικός εισαγγελέας L. A. Geelhoed προσέθεσε ότι τούτο προϋποθέτει ότι ο καταναλωτής, πριν από την (πρώτη) αγορά ενός προϊόντος, λαμβάνει πάντοτε γνώση των πληροφοριών που αναγράφονται στην ετικέττα και ότι, περαιτέρω, είναι σε θέση να αξιολογήσει ορθώς τις πληροφορίες αυτές.

    ( 22 ) Εκτός εάν η εν λόγω ονομασία αποτελεί απλή ένδειξη γεωγραφικής προελεύσεως και δεν έχει ως σκοπό να παράσχει στον καταναλωτή πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά του προϊόντος: βλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2000, C-312/98, Warsteiner Brauerei (Συλλογή 2000, σ. I-9187, σκέψη 44).

    ( 23 ) Συναφώς, θεωρώ ότι πληροφορίες που δηλώνουν πού βρίσκεται η έδρα μιας εταιρείας δεν ενημερώνουν κατ’ ανάγκη τον καταναλωτή για τον τόπο παρασκευής του προϊόντος.

    ( 24 ) Βλ. απόφαση της 19ης Απριλίου 2007, C-295/05, Asemfo (Συλλογή 2007, σ. I-2999, σκέψη 31).

    ( 25 ) Πράγματι, η APTSF, η οποία είναι δικαιούχος δύο εικονιστικών συλλογικών εμπορικών σημάτων, υποστηρίζει ότι δεν είναι καν δυνατό η χρησιμοποίηση μιας γεωγραφικής ονομασίας να στοιχειοθετήσει προσβολή του δικαιώματος επί των εν λόγω εμπορικών σημάτων.

    Επάνω