EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62005CJ0075

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 11ης Σεπτεμβρίου 2008.
Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (C-75/05 P), Glunz AG και OSB Deutschland GmbH (C-80/05 P) κατά Kronofrance SA.
Αιτήσεις αναιρέσεως - Κρατικές ενισχύσεις - Απόφαση της Επιτροπής περί μη προβολής αντιρρήσεων - Προσφυγή ακυρώσεως - Παραδεκτό - Ενδιαφερόμενα μέρη - Περιφερειακές ενισχύσεις για μεγάλα επενδυτικά σχέδια - Πολυτομεακό πλαίσιο του 1998.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-75/05 P και C-80/05 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2008 I-06619

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2008:482

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 11ης Σεπτεμβρίου 2008  ( *1 )

«Αιτήσεις αναιρέσεως — Κρατικές ενισχύσεις — Απόφαση της Επιτροπής περί μη προβολής αντιρρήσεων — Προσφυγή ακυρώσεως — Παραδεκτό — Ενδιαφερόμενα μέρη — Περιφερειακές ενισχύσεις για μεγάλα επενδυτικά σχέδια — Πολυτομεακό πλαίσιο του 1998»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-75/05 P και C-80/05 P,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις αναιρέσεως βάσει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκαν στις 11 και 16 Φεβρουαρίου 2005, αντιστοίχως,

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους W.-D. Plessing και C. Schulze-Bahr, επικουρούμενους από τον M. Núñez-Müller, Rechtsanwalt (C-75/05 P),

Glunz AG,

OSB Deutschland GmbH,

με έδρα το Meppen (Γερμανία), εκπροσωπούμενες από τον H.-J. Niemeyer, Rechtsanwalt (C-80/05 P), με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αναιρεσείουσες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Kronofrance SA, με έδρα το Sully-sur-Loire (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους R. Nierer και L. Gordalla, Rechtsanwälte,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον V. Kreuschitz, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, A. Tizzano (εισηγητή) και M. Ilešič, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: J. Swedenborg, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Φεβρουαρίου 2007,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Μαρτίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με τις αιτήσεις αναιρέσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και οι Glunz AG και OSB Deutschland GmbH (στο εξής, αντιστοίχως: Glunz και OSB) ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 1ης Δεκεμβρίου 2004, T-27/02, Kronofrance κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. II-4177, στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο ακύρωσε την από 25 Ιουλίου 2001 απόφαση SG (2001) D της Επιτροπής περί μη προβολής αντιρρήσεων κατά της κρατικής ενισχύσεως που χορήγησαν οι γερμανικές αρχές στην Glunz (στο εξής: απόφαση της Επιτροπής).

Το νομικό πλαίσιο

2

Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1), ορίζει:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[…]

η)

“ενδιαφερόμενο μέρος”: κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις.»

3

Το άρθρο 4 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Προκαταρκτική εξέταση της κοινοποίησης και αποφάσεις της Επιτροπής», ορίζει:

«[…]

2.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση, σημειώνει τη διαπίστωση αυτή με σχετική απόφαση.

3.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, ενώ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου [87], παράγραφος 1, της Συνθήκης, δεν δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, το κηρύσσει συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων”). Στην απόφαση αυτή, αναφέρεται η συγκεκριμένη εξαίρεση της Συνθήκης που εφαρμόσθηκε.

4.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, αποφασίζει να κινήσει τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο [88], παράγραφος 2, της Συνθήκης (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας”).

[…]»

4

Το πολυτομεακό πλαίσιο περιφερειακών ενισχύσεων για μεγάλα επενδυτικά σχέδια (ΕΕ 1998, C 107, σ. 7, στο εξής: πολυτομεακό πλαίσιο του 1998), που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ορίζει τους κανόνες αξιολογήσεως των ενισχύσεων που χορηγούνται βάσει του πλαισίου αυτού και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ.

5

Βάσει του πολυτομεακού πλαισίου του 1998, η Επιτροπή καθορίζει, κατά περίπτωση, το επιτρεπόμενο ανώτατο όριο έντασης ενίσχυσης για τα σχέδια που υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποιήσεως του άρθρου 2 του κανονισμού 659/1999.

6

Το σημείο 3.10 του πολυτομεακού πλαισίου περιγράφει τον μαθηματικό τύπο υπολογισμού βάσει του οποίου η Επιτροπή προσδιορίζει την εν λόγω ένταση. Ο τύπος αυτός στηρίζεται, κατ’ αρχάς, στον προσδιορισμό της μέγιστης επιτρεπόμενης έντασης που ισχύει για τις ενισχύσεις προς τις μεγάλες επιχειρήσεις στην οικεία περιοχή και η οποία καλείται «ανώτατο όριο περιφερειακής ενισχύσεως» (συντελεστής R), όριο το οποίο πολλαπλασιάζεται στη συνέχεια επί τρεις συντελεστές, που αντιστοιχούν στην κατάσταση του ανταγωνισμού στον υπό εξέταση τομέα (συντελεστής T), στην αναλογία κεφαλαίου/εργασίας (συντελεστής Ι) και στον περιφερειακό αντίκτυπο της επίμαχης ενισχύσεως (συντελεστής Μ). Η επιτρεπόμενη μέγιστη ένταση της ενισχύσεως προκύπτει επομένως από τον τύπο R x T x I x Μ.

7

Σύμφωνα με το σημείο 3.2 του εν λόγω πολυτομεακού πλαισίου, ο συντελεστής T «κατάσταση του ανταγωνισμού» συνεπάγεται ότι πρέπει να αναλυθεί αν το προτεινόμενο σχέδιο θα πραγματοποιηθεί σε τομέα ή σε υποτομέα με πλεονάζουσα διαρθρωτική παραγωγική ικανότητα.

8

Επομένως, σύμφωνα με το σημείο 3.3 του πολυτομεακού πλαισίου του 1998, προκειμένου να προσδιοριστεί αν υπάρχει τέτοια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη, στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τη διαφορά του μέσου συντελεστή αξιοποίησης της παραγωγικής ικανότητας στο σύνολο του μεταποιητικού κλάδου από τον συντελεστή αξιοποίησης της παραγωγικής ικανότητας στον οικείο (υπο)τομέα. Η ανάλυση αυτή αφορά μια περίοδο αναφοράς που αντιστοιχεί στα πέντε τελευταία έτη για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.

9

Το σημείο 3.4 του πολυτομεακού αυτού πλαισίου έχει ως εξής:

«Αν δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία όσον αφορά την αξιοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσον οι εξεταζόμενες επενδύσεις πραγματοποιούνται σε παρακμάζουσα αγορά. Προς τούτο, συγκρίνει την εξέλιξη της εμφανούς καταναλώσεως του ή των υπό κρίση προϊόντων (ήτοι την παραγωγή συν τις εισαγωγές μείον τις εξαγωγές) με τον ρυθμό ανάπτυξης του συνόλου της μεταποιητικής βιομηχανίας στον [Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο].»

10

Σύμφωνα με το σημείο 3.10.1 του εν λόγω πολυτομεακού πλαισίου, στον συντελεστή Τ «κατάσταση του ανταγωνισμού» εφαρμόζεται διορθωτικός συντελεστής ίσος προς 0,25, 0,5, 0,75 ή 1, με βάση τα ακόλουθα κριτήρια:

«i)

Σχέδιο το οποίο θα έχει ως αποτέλεσμα την επέκταση της παραγωγικής ικανότητας σε τομέα που παρουσιάζει σοβαρό πρόβλημα πλεονάζουσας διαρθρωτικής παραγωγικής ικανότητας ή/και κάθετη πτώση όσον αφορά τη ζήτηση: 0,25

ii)

Σχέδιο το οποίο θα έχει ως αποτέλεσμα την επέκταση της παραγωγικής ικανότητας σε τομέα που παρουσιάζει πλεονάζουσα διαρθρωτική παραγωγική ικανότητα ή/και παρακμάζουσα αγορά και ενδέχεται να ενισχύσει ένα υψηλό μερίδιο στην αγορά: 0,50

iii)

Σχέδιο το οποίο θα έχει ως αποτέλεσμα την επέκταση της παραγωγικής ικανότητας σε τομέα που παρουσιάζει πλεονάζουσα διαρθρωτική παραγωγική ικανότητα ή/και παρακμάζουσα αγορά: 0,75

iv)

Δεν αναμένονται αρνητικές επιπτώσεις ως προς τα στοιχεία i έως iii: 1,00.»

Ιστορικό της διαφοράς

11

Με επιστολή της 4ης Αυγούστου 2000, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κοινοποίησε στην Επιτροπή σχέδιο ενισχύσεως για επένδυση της εταιρίας Glunz για την κατασκευή ενός ολοκληρωμένου κέντρου επεξεργασίας ξύλου στο Nettgau του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας-Anhalt (Γερμανία), σχέδιο το οποίο εμπίπτει στο πολυτομεακό πλαίσιο του 1998.

12

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, η Επιτροπή αποφάσισε, στις 25 Ιουλίου 2001, να μην προβάλει αντιρρήσεις για τη χορήγηση της ενισχύσεως αυτής και προσδιόρισε, με βάση την αξιολόγηση της ενισχύσεως σύμφωνα με τα θεσπισθέντα με το πολυτομεακό πλαίσιο του 1998 κριτήρια, τη μέγιστη επιτρεπόμενη ένταση. Στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι, από την εξέταση των στοιχείων σχετικά με τον συντελεστή αξιοποιήσεως της παραγωγικής ικανότητας του οικονομικού τομέα που περιλαμβάνει την κατασκευή πλακών ξύλου δεν προέκυψε καμία πλεονάζουσα διαρθρωτική παραγωγική ικανότητα, η Επιτροπή εφάρμοσε τον μέγιστο διορθωτικό συντελεστή ισούμενο με τη μονάδα 1, όσον αφορά τον συντελεστή Τ «κατάσταση του ανταγωνισμού», χωρίς να εξετάσει αν η επίμαχη επένδυση ενδέχεται να πραγματοποιηθεί σε παρακμάζουσα αγορά.

Η πρωτόδικη διαδικασία και η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

13

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 4 Φεβρουαρίου 2002, η Kronofrance SA (στο εξής: Kronofrance) άσκησε προσφυγή με σκοπό την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής, στηριζόμενη σε τέσσερις λόγους που αντλούνται, πρώτον, από παράβαση του άρθρου 87 ΕΚ και του πολυτομεακού πλαισίου του 1998, δεύτερον, από παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, τρίτον, από κατάχρηση εξουσίας και, τέταρτον, από μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

14

Η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής, αντλούμενη από την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως της προσφεύγουσας. Σύμφωνα με το καθού θεσμικό όργανο, η Kronofrance δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιχείρηση ανταγωνίστρια της δικαιούχου της ενισχύσεως και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να διεκδικεί την ιδιότητα του «ενδιαφερομένου μέρους» υπό την έννοια του κανονισμού 659/1999. Για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί, παραδεκτώς, να προσβάλει την απόφαση της Επιτροπής.

15

Επί της ουσίας, η Kronofrance υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή, επιτρέποντας την επίμαχη ενίσχυση μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης και μόνον, παρέβη το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, καθώς και το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999, που απαιτούν την κίνηση της τυπικής διαδικασίας εξετάσεως εφόσον το κοινοποιηθέν μέτρο «δημιουργεί αμφιβολίες» ως προς το κατά πόσο συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

16

Ωστόσο, σύμφωνα με την Kronofrance, μια ακριβής εξέταση της κατάστασης της οικείας αγοράς θα δημιουργούσε στην Επιτροπή τέτοιου είδους αμφιβολίες. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η Kronofrance γνωστοποίησε στην Επιτροπή στοιχεία σχετικά με την εμφανή κατανάλωση των πλακών από ξύλο, αποδεικνύοντας ότι η επίμαχη επένδυση πραγματοποιείται σε παρακμάζουσα αγορά. Εντούτοις, η Επιτροπή εξέτασε μόνον την ενδεχόμενη ύπαρξη πλεονάζουσας διαρθρωτικής παραγωγικής ικανότητας και θεώρησε ότι δεν όφειλε να εξετάσει αν οι επίμαχες επενδύσεις επρόκειτο να πραγματοποιηθούν σε παρακμάζουσα αγορά.

17

Με τις σκέψεις 38 έως 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι, μεταξύ Glunz και Kronofrance, υπήρχε σχέση ανταγωνισμού προσδίδουσα στην Kronofrance την ιδιότητα του ενδιαφερομένου μέρους, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά άμεσα και ατομικά η απόφαση της Επιτροπής, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Βάσει αυτού, το Πρωτοδικείο απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής.

18

Επί της ουσίας, με τις σκέψεις 79 έως 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, εξετάζοντας την κατάσταση του ανταγωνισμού στην οικεία αγορά με βάση μόνον τα σχετικά με την πλεονάζουσα διαρθρωτική παραγωγική ικανότητα στοιχεία, χωρίς να ελέγξει και αν η σχεδιαζόμενη ενίσχυση αφορά παρακμάζουσα αγορά, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 87 ΕΚ και το πολυτομεακό πλαίσιο του 1998.

19

Το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό αφού έκρινε, συγκεκριμένα, αφενός, ότι διαφορετική ερμηνεία σημαίνει άρνηση της ιδιαιτερότητας των δύο κριτηρίων αξιολογήσεως του συντελεστή Τ «κατάσταση του ανταγωνισμού» και, αφετέρου, ότι οι πραγματοποιούμενες σε παρακμάζουσα αγορά επενδύσεις συνεπάγονται σοβαρούς κινδύνους στρέβλωσης του ανταγωνισμού, γεγονός το οποίο προσκρούει σαφώς στον επιδιωκόμενο σκοπό του άρθρου 87 ΕΚ περί ανόθευτου ανταγωνισμού. Περαιτέρω, το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται με τον σκοπό που έθεσε η Επιτροπή με το πολυτομεακό πλαίσιο του 1998, ο οποίος συνίσταται, σύμφωνα με το σημείο 1.2, στον περιορισμό της ενίσχυσης επενδυτικών σχεδίων μεγάλης κλίμακας σε επίπεδα με τα οποία αποφεύγονται, όσο το δυνατόν περισσότερο, τα αρνητικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα και διατηρούνται τα ελκυστικά στοιχεία της ενισχυόμενης περιοχής.

20

Συνεπώς, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής.

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

21

H Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, καθώς και οι Glunz και OSB υπέβαλαν δύο αιτήσεις αναιρέσεως κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, που πρωτοκολλήθηκαν στις 11 Φεβρουαρίου 2005, υπόθεση C-75/05 P, και στις 16 Φεβρουαρίου 2005, υπόθεση C-80/05 P, αντιστοίχως.

22

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 13ης Οκτωβρίου 2005, οι δύο αυτές υποθέσεις ενώθηκαν για τη διεξαγωγή της προφορικής διαδικασίας και την έκδοση της αποφάσεως.

23

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Επιτροπή ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να κρίνει απαράδεκτη την προσφυγή της Κronofrance ή να την απορρίψει ως αβάσιμη, και

να καταδικάσει την Kronofrance στα δικαστικά έξοδα της πρωτόδικης και της αναιρετικής διαδικασίας.

24

Οι Glunz και OSB ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να απορρίψει την προσφυγή ή, επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου, και

να καταδικάσει την Kronofrance στα δικαστικά έξοδα.

25

Η Kronofrance ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως, και

να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα της πρωτόδικης και της αναιρετικής διαδικασίας.

Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

26

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει τρεις λόγους προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, ενώ οι Glunz και OSB προβάλλουν τέσσερις λόγους, που ταυτίζονται εν μέρει με τους προβληθέντες από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας λόγους.

Επί της παραβάσεως του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ

Επιχειρήματα των διαδίκων

27

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, καθώς και οι Glunz και OSB, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, υποστηριζόμενες από την Επιτροπή, ισχυρίζονται ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση συνιστά παράβαση του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, καθόσον το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η απόφαση της Επιτροπής αφορά «άμεσα και ατομικά» την Kronofrance και, κατά συνέπεια, έκρινε την προσφυγή της επιχείρησης αυτής παραδεκτή. Η εσφαλμένη αυτή εκτίμηση απορρέει από υπερβολική διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ και εσφαλμένη ερμηνεία του, υπό το πρίσμα του κανονισμού 659/1999.

28

Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο κακώς έκρινε ότι μια απόφαση εγκρίσεως, η οποία εκδόθηκε μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξετάσεως της ενισχύσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά άμεσα και ατομικά κάθε πρόσωπο που είναι ενδεχομένως «ενδιαφερόμενο» κατά την τυπική διαδικασία εξετάσεως μιας ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο η΄, του κανονισμού 659/1999, χωρίς επομένως να χρειάζεται να αποδειχθεί ότι η απόφαση αυτή έθιξε «ουσιωδώς» την ανταγωνιστική θέση της πρωτοδίκως προσφεύγουσας.

29

Αντιθέτως, σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, καθώς και τις Glunz και OSB, η ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου μέρους» υπό την έννοια του κανονισμού 659/1999 δεν σημαίνει αυτομάτως ότι υφίσταται έννομο συμφέρον ασκήσεως ένδικης προσφυγής. Μόνο μια εμπεριστατωμένη έρευνα, βάσει της σχέσης ανταγωνισμού μεταξύ του δικαιούχου της ενισχύσεως και του προσφεύγοντος πρωτοδίκως, πληροί τις καθιερωθείσες με πάγια νομολογία απαιτήσεις και, ειδικότερα, με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937). Επομένως, για να διαπιστώσει το έννομο συμφέρον της Kronofrance, το Πρωτοδικείο έπρεπε να εξακριβώσει αν η θέση της στην οικεία αγορά επηρεάστηκε ουσιωδώς.

30

Ωστόσο, αντίθετα προς όσα έκρινε το Πρωτοδικείο, η Glunz και η Kronofrance δεν είναι πράγματι ανταγωνίστριες στην επίμαχη αγορά και, κατά συνέπεια, η θέση της Kronofrance στην εν λόγω αγορά δεν μπορούσε να επηρεαστεί ουσιωδώς.

31

Συναφώς, οι Glunz και OSB προβάλλουν ότι δεν ευσταθεί η διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι οι περιοχές εμπορίας της Kronofrance και της Glunz επικαλύπτονται. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο αξιολόγησε εσφαλμένως τα στοιχεία που αφορούν τις αγορές των δύο επιχειρήσεων.

32

Περαιτέρω, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας τονίζει ότι το Πρωτοδικείο διαπίστωσε απλώς ότι η Glunz ανήκει σε όμιλο, μέλη του οποίου αποτελούν άλλες εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον τομέα των πλακών ξύλου στη Γαλλία. Ωστόσο, το κριτήριο αυτό δεν ασκεί επιρροή, διότι στηρίζεται σε στοιχεία σχετικά με τον όμιλο αυτό και όχι με τον συγκεκριμένο ανταγωνισμό που υφίσταται μεταξύ των δύο εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

33

Ενόψει των στοιχείων αυτών, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, οι Glunz και OSB, καθώς και η Επιτροπή φρονούν ότι η προσφυγή της Kronofrance πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη.

34

Αντιθέτως, η Kronofrance υποστηρίζει ότι, σε περίπτωση μη κινήσεως εκ νέου της τυπικής διαδικασίας εξετάσεως, ένας ανταγωνιστής δικαιούχου ενισχύσεως πρέπει μόνο να αποδείξει την ιδιότητά του ως «ενδιαφερόμενου μέρους» υπό την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, όταν η προσφυγή του σκοπεί να διαφυλάξει τα διαδικαστικά του δικαιώματα. Στην περίπτωση αυτή, δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι η ανταγωνιστική θέση του προσφεύγοντος έχει επηρεαστεί ουσιωδώς. Αρκεί ότι τα συμφέροντά του μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση της ενισχύσεως. Εν προκειμένω, αρκεί συναφώς η άμεση σχέση ανταγωνισμού που υφίσταται μεταξύ Glunz και Kronofrance.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

35

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατ’ αποφάσεως απευθυνόμενης σε άλλο πρόσωπο παρά μόνον αν η εν λόγω απόφαση το αφορά άμεσα και ατομικά.

36

Κατά πάγια νομολογία, πρόσωπα άλλα από τους αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυρισθούν ότι η απόφαση τα αφορά ατομικά, παρά μόνον αν η απόφαση αυτή τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως η οποία τα διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Plaumann κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σ. 942· της 19ης Μαΐου 1993, C-198/91, Cook κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-2487, σκέψη 20· της 15ης Ιουνίου 1993, C-225/91, Matra κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-3203, σκέψη 14, και της 13ης Δεκεμβρίου 2005, C-78/03 P, Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum, Συλλογή 2005, σ. I-10737, σκέψη 33).

37

Δεδομένου ότι η υπό κρίση προσφυγή αφορά απόφαση της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, πρέπει να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων του άρθρου 88 ΕΚ, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, του προκαταρκτικού σταδίου της εξετάσεως των ενισχύσεων που καθιερώνει η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού και η οποία έχει ως μοναδικό σκοπό να παράσχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να σχηματίσει μια πρώτη γνώμη ως προς το αν η συγκεκριμένη ενίσχυση συμβιβάζεται εν όλω ή εν μέρει με την κοινή αγορά και, αφετέρου, του σταδίου της εξετάσεως την οποία προβλέπει η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου. Μόνο στο πλαίσιο αυτού του σταδίου, που αποσκοπεί στην πλήρη ενημέρωση της Επιτροπής επί του συνόλου των στοιχείων της υποθέσεως, προβλέπει η Συνθήκη υποχρέωση της Επιτροπής να ζητήσει από τους ενδιαφερομένους να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους (απόφαση Cook κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 22· Matra κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 16· της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 Ρ, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. Ι-1719, σκέψη 38, καθώς και Επιτροπή κατά Αktionsgemeinschaft Recht und Eigentum, προπαρατεθείσα, σκέψη 34).

38

Επομένως, όταν η Επιτροπή, χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, διαπιστώνει, με απόφαση εκδιδόμενη βάσει της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, ότι μια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, εκείνοι υπέρ των οποίων έχουν τεθεί οι διαδικαστικές αυτές εγγυήσεις μπορούν να επιτύχουν την τήρησή τους μόνον αν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την απόφαση αυτή της Επιτροπής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή. Για τους λόγους αυτούς, ο κοινοτικός δικαστής κηρύσσει παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως κατά τέτοιας αποφάσεως, ασκηθείσα από ενδιαφερόμενο κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, όταν ο προσφεύγων επιδιώκει, με την άσκηση της προσφυγής του, να διασφαλίσει τα διαδικαστικά δικαιώματα που αντλεί από την τελευταία αυτή διάταξη (Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum, προπαρατεθείσα, σκέψη 35 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39

Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι τέτοιου είδους ενδιαφερόμενοι είναι τα πρόσωπα, οι επιχειρήσεις ή οι ενώσεις των οποίων τα συμφέροντα θίγονται, ενδεχομένως, από τη χορήγηση ενισχύσεως, δηλαδή ιδίως οι ανταγωνίστριες των δικαιούχων της ενισχύσεως αυτής επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές οργανώσεις (αποφάσεις Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, προπαρατεθείσα, σκέψη 41, καθώς και Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum, προπαρατεθείσα, σκέψη 36).

40

Αντιθέτως, αν ο προσφεύγων αμφισβητεί το βάσιμο της ίδιας της αποφάσεως περί εκτιμήσεως της ενισχύσεως, το γεγονός και μόνον ότι μπορεί να θεωρηθεί ως «ενδιαφερόμενος» κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ δεν αρκεί ώστε να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή. Οφείλει, τότε, να αποδείξει ότι έχει ένα ιδιαίτερο καθεστώς κατά την έννοια της προμνησθείσας αποφάσεως Plaumann κατά Επιτροπής. Αυτό συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που η θέση του προσφεύγοντος στην αγορά επηρεάζεται αισθητά από την ενίσχυση που αποτελεί το αντικείμενο της αμφισβητούμενης αποφάσεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1986, 169/84, Cofaz κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 391, σκέψεις 22 έως 25, και Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum, προπαρατεθείσα, σκέψη 37).

41

Βάσει των αρχών αυτών, που έχουν θεσπισθεί με την υπομνησθείσα στις προηγούμενες σκέψεις νομολογία, πρέπει να εξετασθούν τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες για να αμφισβητήσουν την εκτίμηση του Πρωτοδικείου περί του παραδεκτού της προσφυγής.

42

Ωστόσο, πρέπει, κατ’ αρχάς, να επισημανθεί ότι, με τη σκέψη 35 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, χωρίς να αντικρουσθεί επ’ αυτού από τις προσφεύγουσες, ότι η Kronofrance ζήτησε την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής διότι η Επιτροπή κακώς αρνήθηκε να κινήσει την τυπική διαδικασία εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

43

Έτσι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας, με τα σημεία 116 έως 118 των προτάσεών του, για να εξακριβώσει την τήρηση της προϋποθέσεως ότι η απόφαση πρέπει να αφορά άμεσα και ατομικά την ενδιαφερόμενη επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι η Kronofrance μπορεί να θεωρηθεί ως «ενδιαφερόμενο μέρος» υπό την έννοια των άρθρων 88, παράγραφος 2, ΕΚ, και 1, στοιχείο η΄, του κανονισμού 659/1999 και εξέτασε, συναφώς, τη θέση της Kronofrance στην οικεία αγορά, κρίνοντας ότι υπήρχε σχέση ανταγωνισμού μεταξύ Kronofrance και Glunz.

44

Υπό τις συνθήκες αυτές, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζονται οι αναιρεσείουσες, το Πρωτοδικείο ουδόλως υποχρεούνταν, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των προπαρατεθεισών αποφάσεων Cook κατά Επιτροπής και Matra κατά Επιτροπής, να απαιτήσει να αποδειχθεί ότι και η θέση της Kronofrance στην οικεία αγορά επηρεάστηκε ουσιωδώς από την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής.

45

Στη συνέχεια, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν, στηριζόμενες σε δύο επιχειρήματα, την ανάλυση βάσει της οποίας το Πρωτοδικείο κατέληξε στην ύπαρξη σχέσης ανταγωνισμού μεταξύ Glunz και Kronofrance.

46

Αφενός, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο κατέληξε στην κρίση αυτή αφού εκτίμησε εσφαλμένως ορισμένα στοιχεία σχετικά με τη γεωγραφική έκταση των αντιστοίχων περιοχών εμπορίας των δύο επιδίκων επιχειρήσεων, οι οποίες επικαλύπτονται μόνον εντελώς περιθωριακά, οπότε δεν υφίσταται καμία σχέση ανταγωνισμού μεταξύ Glunz και Kronofrance.

47

Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι το επιχείρημα αυτό προβλήθηκε στο πλαίσιο λόγου αναιρέσεως αντλούμενου από νομική πλάνη, οι αναιρεσείουσες επιζητούν, στην πραγματικότητα, να θέσουν εν αμφιβόλω την εκτίμηση του Πρωτοδικείου ως προς τα πραγματικά περιστατικά.

48

Ωστόσο, η εκτίμηση αυτή δεν υπάγεται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν υποβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 1994, C-53/92 P, Hilti κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I-667, σκέψη 42, και της 23ης Μαρτίου 2006, C-206/04 P, Mülhens κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2006, σ. I-2717, σκέψη 28).

49

Κατά συνέπεια, εφόσον, εν προκειμένω, οι αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν και δεν προέβαλαν παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτο.

50

Αφετέρου, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο δεν στηρίχθηκε σε ανάλυση του ανταγωνισμού που υφίσταται συγκεκριμένα μεταξύ Kronofrance και Glunz, αλλά σε γενικά στοιχεία που αφορούν την ύπαρξη, στη γαλλική αγορά πλακών ξύλου, εταιριών που ανήκουν στον όμιλο στον οποίο ανήκει η Glunz.

51

Αρκεί, συναφώς, η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο, αφού επισήμανε ότι οι επίδικες επιχειρήσεις κατασκεύαζαν αμφότερες πλάκες ξύλου και υπήρχε επικάλυψη των περιοχών εμπορίας τους, με τη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προσέθεσε τα εξής:

«Από την [απόφαση της Επιτροπής] προκύπτει επίσης ότι η Glunz είναι θυγατρική της Tableros de Fibras SA, η οποία διαθέτει εργοστάσια στη Γαλλία με παραγωγή στον τομέα του ξύλου, τα οποία της μεταβιβάστηκαν το 1999 από την Glunz.»

52

Από τη σκέψη αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι το Πρωτοδικείο αναφέρθηκε σε στοιχεία σχετικά με τον όμιλο όπου ανήκει η Glunz μόνον ως εκ περισσού, αφού είχε καταλήξει στην ύπαρξη σχέσης ανταγωνισμού μεταξύ των δύο εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Συνεπώς, στη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο ουδόλως στήριξε μόνο στα στοιχεία αυτά την κρίση του περί της υπάρξεως ανταγωνισμού.

53

Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

54

Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως των Glunz και OSB.

Επί της παραβάσεως του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ καθώς και του πολυτομεακού πλαισίου του 1998

Επιχειρήματα των διαδίκων

55

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, και οι Glunz και OSB, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, υποστηριζόμενες από την Επιτροπή, ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο εφάρμοσε εσφαλμένως το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ, καθώς και το πολυτομεακό πλαίσιο του 1998.

56

Το Πρωτοδικείο παρείδε την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή κατά την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, στο πλαίσιο του οποίου εξέδωσε και εφάρμοσε το πολυτομεακό πλαίσιο του 1998. Επομένως, ερμήνευσε τα κρίσιμα για την υπόθεση στοιχεία του εν λόγω πολυτομεακού πλαισίου αντίθετα προς τη διατύπωση, την έννοια και το αντικείμενό τους, κρίνοντας ότι οι συνέπειες της επίδικης περιφερειακής ενισχύσεως επί του ανταγωνισμού πρέπει να αξιολογηθούν, συγχρόνως, υπό το πρίσμα της αξιοποιήσεως της παραγωγικής ικανότητας του οικείου τομέα και της υπάρξεως παρακμάζουσας αγοράς.

57

Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο αγνόησε τη σειρά με την οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη τα κριτήρια εξετάσεως της ενισχύσεως, όπως αυτή καθορίζεται στα σημεία 3.2 έως 3.4 του εν λόγω πολυτομεακού πλαισίου. Συγκεκριμένα, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το ζήτημα αν η οικεία αγορά είναι παρακμάζουσα αποτελεί απλώς και μόνον επικουρικό στοιχείο ελέγχου, το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον εάν τα σχετικά με την αξιοποίηση της παραγωγικής ικανότητας στοιχεία δεν είναι επαρκή. Αυτό πάντως δεν συμβαίνει στις υπό κρίση υποθέσεις, εφόσον ήσαν διαθέσιμα όλα τα σχετικά με την αξιοποίηση της παραγωγικής ικανότητας στοιχεία.

58

H Kronofrance αντιτάσσει ότι, από τη διατύπωση του σημείου 3.10 του πολυτομεακού πλαισίου του 1998, προκύπτει σαφώς ότι, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της καταστάσεως του ανταγωνισμού στην επηρεαζόμενη από το σχέδιο ενισχύσεως αγορά, η Επιτροπή πρέπει πάντοτε να προσδιορίζει αν το σχέδιο συνεπάγεται αύξηση της παραγωγικής ικανότητας σε τομέα με πλεονάζουσα διαρθρωτική παραγωγική ικανότητα και αν προορίζεται για παρακμάζουσα αγορά. Επομένως, όπως τόνισε το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το τελευταίο αυτό στοιχείο πρέπει να εξετάζεται πάντοτε, διότι ενίσχυση χορηγούμενη σε παρακμάζουσα αγορά συνεπάγεται σοβαρούς κινδύνους στρέβλωσης του ανταγωνισμού.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

59

Είναι βεβαίως αληθές ότι, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, για την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η άσκηση της οποίας περιλαμβάνει σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται εντός κοινοτικού πλαισίου (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 1987, 310/85, Deufil κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 901, σκέψη 18). Στο πλαίσιο αυτό, ο δικαστικός έλεγχος της ασκήσεως της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως περιορίζεται στην επαλήθευση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογίας, καθώς και στον έλεγχο της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη και της απουσίας πλάνης περί το δίκαιο, πρόδηλης πλάνης περί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή καταχρήσεως εξουσίας (αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, C-351/98, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-8031, σκέψη 74∙ της 13ης Φεβρουαρίου 2003, C-409/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-1487, σκέψη 93, και της 29ης Απριλίου 2004, C-91/01, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-4355, σκέψη 43).

60

Ωστόσο, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή, θεσπίζοντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει πλέον στις περιπτώσεις που οι κανόνες αυτοί αφορούν, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως θα της επιβληθούν ενδεχομένως κυρώσεις λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-5425, σκέψη 211).

61

Έτσι, στον συγκεκριμένο τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να τονίσει ότι η Επιτροπή δεσμεύεται από τα ρυθμιστικά πλαίσια που θεσπίζει και τις ανακοινώσεις που εκδίδει, στο μέτρο που δεν παρεκκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης και τυγχάνουν αποδοχής από τα κράτη μέλη (βλ., μεταξύ άλλων, προαναφερθείσες αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 2003, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψεις 69 και 95, καθώς και Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 45).

62

Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο έλεγξε ακριβώς αν η Επιτροπή, εκδίδοντας την απόφασή της, συμμορφώθηκε με το πολυτομεακό της πλαίσιο του 1998. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει ειδικότερα από τη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η ανάλυση του Πρωτοδικείου συνίσταται στο αν η Επιτροπή μπορούσε, βάσει του κειμένου του εν λόγω πλαισίου, να εφαρμόσει στο επίμαχο μέτρο ενισχύσεως διορθωτικό συντελεστή ισούμενο με τη μονάδα 1 βάσει του συντελεστή Τ «κατάσταση του ανταγωνισμού», μη εξετάζοντας αν η εν λόγω ενίσχυση προορίζεται για παρακμάζουσα αγορά.

63

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο, αναλύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την απόφαση της Επιτροπής, υπερέβη τα όρια ελέγχου που του αναγνωρίζει η νομολογία σε τομέα που απαιτεί σύνθετες οικονομικές και κοινωνικές εκτιμήσεις από την Επιτροπή.

64

Περαιτέρω, ούτε από την ερμηνεία του Πρωτοδικείου όσον αφορά το πολυτομεακό πλαίσιο του 1998 συνάγεται ότι δεν έλαβε υπόψη την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ.

65

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι η Επιτροπή δεσμεύεται από τα ρυθμιστικά πλαίσια που θεσπίζει και τις ανακοινώσεις που εκδίδει στον τομέα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, τούτο ισχύει μόνο στο μέτρο που τα νομοθετήματα αυτά δεν παρεκκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης, δεν μπορούν δε αυτά να ερμηνεύονται κατά τρόπο περιορίζοντα το περιεχόμενο των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ ή αντίθετο προς τους στόχους που επιδιώκουν τα εν λόγω άρθρα (βλ., συναφώς, προαναφερθείσες αποφάσεις Deufil κατά Επιτροπής, σκέψη 22· Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 53, και Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 45, καθώς και, κατ’ αναλογία, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006, C-182/03 και C-217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-5479, σκέψη 72).

66

Επομένως, με τη σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο βασίμως έκρινε ότι το πολυτομεακό πλαίσιο του 1998 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 87 ΕΚ και της περί ασυμβιβάστου των δημοσίων ενισχύσεων αρχής της διάταξης αυτής, προκειμένου να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός, ήτοι ο ανόθευτος ανταγωνισμός εντός της κοινής αγοράς.

67

Η ανάγκη εκτιμήσεως της νομιμότητας της αποφάσεως της Επιτροπής από πλευράς του πολυτομεακού πλαισίου του 1998, όπως ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο στην προκειμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη κάποιας ασάφειας του κειμένου του εν λόγω πλαισίου, την οποία επισήμανε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η ασάφεια αυτή απορρέει, μεταξύ άλλων, από τη χρήση των συνδέσμων «και/ή» στο σημείο 3.10.1 του εν λόγω πλαισίου, το οποίο αφορά ακριβώς τα στοιχεία που η Επιτροπή δεσμεύεται να λάβει υπόψη για τον καθορισμό του διορθωτικού συντελεστή ισούμενου με τη μονάδα 1 βάσει του συντελεστή Τ «κατάσταση του ανταγωνισμού».

68

Υπό το πρίσμα των αρχών των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ και του σκοπού προλήψεως των αποτελεσμάτων της στρεβλώσεως που δημιουργούν οι ενισχύσεις, ο οποίος θεσπίζεται, μεταξύ άλλων, στο σημείο 1.2 του πολυτομεακού πλαισίου του 1998, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το σημείο 3.10.1, στοιχείο iv, του εν λόγω πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η εφαρμογή του υψηλότερου διορθωτικού συντελεστή, ισούμενου με τη μονάδα 1, η οποία μεγιστοποιεί το ύψος της ενισχύσεως που μπορεί να κριθεί συμβατή προς την κοινή αγορά, προϋποθέτει ότι έχει προηγουμένως διαπιστωθεί ότι δεν υφίσταται πλεονάζουσα διαρθρωτική παραγωγική ικανότητα του οικείου τομέα και παρακμάζουσα αγορά.

69

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι διαφορετική ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία η παρουσία ενός από τα δύο αυτά στοιχεία αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή του ανώτατου διορθωτικού συντελεστή, μπορεί να προσκρούει στις αρχές και στον σκοπό που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως. Συγκεκριμένα, αφενός, η ερμηνεία αυτή παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εφαρμόσει τον υψηλότερο διορθωτικό συντελεστή στα σχέδια που δύνανται να συνεπιφέρουν αύξηση της παραγωγικής ικανότητας σε τομέα δυνάμενο να χαρακτηριστεί από απόλυτη παρακμή της ζήτησης, χωρίς η Επιτροπή να έχει λάβει υπόψη της το στοιχείο αυτό.

70

Αφετέρου, η ερμηνεία αυτή μπορεί να συνεπάγεται ότι καθιστά ισοδύναμες, για την εφαρμογή του διορθωτικού συντελεστή ισούμενου με τη μονάδα 1, την κατάσταση ενός τομέα όπου η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν υφίσταται πλεονάζουσα διαρθρωτική παραγωγική ικανότητα και ενός τομέα όπου η Επιτροπή δεν μπόρεσε να προβεί στη διαπίστωση αυτή, διότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία, χωρίς, ωστόσο, να μπορεί να αποκλεισθεί η ύπαρξη τέτοιας πλεονάζουσας παραγωγικής δυνατότητας.

71

Εξάλλου, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς των αναιρεσειουσών, από τη σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι το Πρωτοδικείο δεν θέλησε να ερμηνεύσει το πολυτομεακό πλαίσιο του 1998 υπό την έννοια ότι επιβάλλεται στην Επιτροπή η υποχρέωση να εκτιμά, σε κάθε περίπτωση, αν η οικεία αγορά είναι παρακμάζουσα. Συγκεκριμένα, η εκτίμηση αυτή απαιτείται, σύμφωνα με το Πρωτοδικείο, μόνο στην περίπτωση όπου η Επιτροπή δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία για να κρίνει αν υπάρχει πλεονάζουσα διαρθρωτική παραγωγική ικανότητα ή όταν, όπως εν προκειμένω, προτίθεται να εφαρμόσει τον ανώτατο διορθωτικό συντελεστή, ισούμενο με τη μονάδα 1, βάσει του συντελεστή Τ «κατάσταση του ανταγωνισμού».

72

Τέλος, επισημαίνεται ότι το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αντλεί συναφώς μια συνέπεια γενικής φύσεως, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή δεν μπορεί να χορηγήσει ενίσχυση χωρίς να έχει προηγουμένως εκτιμήσει αν η οικεία αγορά είναι παρακμάζουσα.

73

Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η συνέπεια αυτή όχι μόνο δεν δικαιολογείται λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων στοιχείων, αλλά αντιφάσκει με τη σκέψη 97 της ίδιας αποφάσεως.

74

Πάντως, η αντίφαση αυτή ουδόλως επηρεάζει την κρίση του Πρωτοδικείου στη σκέψη 103 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τη λύση της προκειμένης υποθέσεως, δεδομένου ότι, με τη σκέψη αυτή, το Πρωτοδικείο απέκλεισε απλώς ότι η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να μην εκτιμήσει αν η αγορά είναι παρακμάζουσα, όταν έχει την πρόθεση να εφαρμόσει διορθωτικό συντελεστή ισούμενο με τη μονάδα 1 βάσει του συντελεστή Τ «κατάσταση του ανταγωνισμού».

75

Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει επίσης να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και ο πρώτος λόγος που προέβαλαν οι Glunz και OSB.

Επί της παραβάσεως του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου

Επιχειρήματα των διαδίκων

76

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας καθώς και οι Glunz και OSB προβάλλουν παράβαση του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Εφόσον η Επιτροπή προέβαλε για πρώτη φορά ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Πρωτοδικείο όφειλε, προκειμένου να αποφανθεί επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως της Kronofrance, να συλλέξει ορισμένα σημαντικά στοιχεία για να αποφασίσει αν η Glunz και η Kronofrance τελούσαν σε ανταγωνισμό, όπως στοιχεία σχετικά με τις περιοχές εμπορίας τους ή τις αποστάσεις μεταξύ των τόπων παραγωγής τους. Με βάση τη συλλογή των στοιχείων αυτών, το Πρωτοδικείο θα έκρινε ότι η απόφαση δεν «αφορούσε ατομικώς» την Kronofrance υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

77

Σύμφωνα με την Kronofrance, το Πρωτοδικείο, αντιθέτως, έλαβε υπόψη του το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας. Συγκεκριμένα, μόνο σ’ αυτό απόκειται να αποφανθεί αν είναι πλήρη τα αποδεικτικά στοιχεία που διαθέτει σε μια υπόθεση. Περαιτέρω, η αποδεικτική ισχύς των στοιχείων αυτών δεν αποτελεί ζήτημα που υπάγεται στον έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν έχουν παραμορφωθεί ή αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεων του Πρωτοδικείου προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας. Τέλος, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 38 έως 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο είχε στη διάθεσή του επαρκή στοιχεία για να αποφανθεί επί της υποθέσεως. Συνεπώς, δεν είχε κανένα λόγο να συλλέξει και άλλα στοιχεία.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

78

Όσον αφορά την εξέταση από το Πρωτοδικείο των υποβαλλόμενων από διάδικο αιτημάτων για λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και για διεξαγωγή αποδείξεων, υπενθυμίζεται ότι το Πρωτοδικείο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να κρίνει την ενδεχόμενη ανάγκη συμπληρώσεως των πληροφοριακών στοιχείων επί των υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνεται (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2001, C-315/99 P, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 2001, σ. Ι-5281, σκέψη 19∙ της 7ης Οκτωβρίου 2004, C-136/02 P, Mag Instrument κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2004, σ. I-9165, σκέψη 76, και της 22ας Νοεμβρίου 2007, C-260/05 P, Sniace κατά Επιτροπής, Συλλογή, 2007, σ. Ι-10005, σκέψη 77). Ο αποδεικτικός ή μη χαρακτήρας των στοιχείων της δικογραφίας εμπίπτει στην κυριαρχική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών η οποία δεν υπάγεται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν στο Πρωτοδικείο έχουν παραμορφωθεί ή αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεων του Πρωτοδικείου προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας (αποφάσεις Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 19, καθώς και της 7ης Νοεμβρίου 2002, C-24/01 P και C-25/01 P, Glencore και Compagnie Continentale κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-10119, σκέψεις 77 και 78).

79

Κατά συνέπεια, εφόσον, εν προκειμένω, δεν προβλήθηκε παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων ή ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεων του Πρωτοδικείου, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι τα στοιχεία της δικογραφίας και οι παρασχεθείσες κατά την προφορική διαδικασία διευκρινίσεις, που υπομνήσθηκαν με τις σκέψεις 38 έως 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ήσαν επαρκή για να αποφανθεί επί του παραδεκτού της προσφυγής, χωρίς να χρειαστεί να ληφθούν μεταγενέστερα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας.

80

Επομένως, ο παρών λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.

Επί της παραβάσεως του άρθρου 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ

Επιχειρήματα των διαδίκων

81

Τέλος, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι Glunz και OSB ισχυρίζονται ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προσκρούει στο άρθρο 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, καθόσον αποφαίνεται πέραν των προβληθέντων προς στήριξη των προσφυγής λόγων.

82

Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής λόγω παραβιάσεως της Συνθήκης, διότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της ότι ο επίμαχος τομέας παρήκμαζε, ενώ το επιχείρημα αυτό δεν είχε προβληθεί από την πρωτοδίκως προσφεύγουσα στο πλαίσιο του λόγου περί παραβάσεως της Συνθήκης, αλλά μόνον προς στήριξη του λόγου περί καταχρήσεως εξουσίας.

83

Επομένως, το Πρωτοδικείο, μη διακρίνοντας προδήλως διαφορετικούς λόγους και επιχειρήματα, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, και μάλιστα διότι, σύμφωνα με τη νομολογία, λόγος ακυρώσεως περί παραβιάσεως της Συνθήκης, υπό την έννοια του άρθρου 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, δεν μπορεί να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από τον κοινοτικό δικαστή.

84

Η Kronofrance αντιτάσσει ότι στήριξε την προσφυγή της στο σύνολο των λόγων του άρθρου 230 ΕΚ, περιλαμβάνοντας στα υπομνήματά της όλη την απαραίτητη αιτιολογία. Εν πάση περιπτώσει, δεν υποχρεούνταν να προβάλει ένα λόγο για συγκεκριμένο ελάττωμα της αποφάσεως της Επιτροπής, εφόσον το ελάττωμα αυτό προέκυπτε από την έκθεση των πραγματικών και νομικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στις γραπτές ή προφορικές παρατηρήσεις της.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

85

Με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, οι Glunz και OSB ζητούν, κατ’ ουσίαν, να διαπιστωθεί ότι το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε εσφαλμένως επί της παραβάσεως του άρθρου 87 ΕΚ, κατά την εξέταση του προβληθέντος από την πρωτοδίκως προσφεύγουσα επιχειρήματος προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από κατάχρηση εξουσίας. Επομένως, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε επί επιχειρήματος που δεν είχε την εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως και το οποίο δεν προέβαλε η προσφεύγουσα.

86

Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι αυτός ο λόγος αναιρέσεως στηρίζεται στην εσφαλμένη υπόθεση ότι το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 87 ΕΚ.

87

Ωστόσο, διευκρινίζεται, συναφώς, ότι το Πρωτοδικείο ουδόλως αποφάνθηκε επί του λόγου αυτού. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 35 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο περιόρισε την ανάλυσή του στην εξέταση του δευτέρου λόγου της προσφυγής της οποίας είχε επιληφθεί, ο οποίος αντλείται από το ότι η Επιτροπή κακώς αρνήθηκε να κινήσει την τυπική διαδικασία εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, όπως προκύπτει από τη σκέψη 48 της αποφάσεως αυτής, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η Επιτροπή, εγκρίνοντας τη χορηγηθείσα από τις γερμανικές αρχές στην Glunz ενίσχυση, μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξετάσεως και μόνον, παρέβη, μεταξύ άλλων, το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999, που επιβάλλει στην Επιτροπή να κινήσει την τυπική διαδικασία εξετάσεως εάν το κοινοποιηθέν μέτρο «δημιουργεί αμφιβολίες» κατά πόσον συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

88

Το Πρωτοδικείο εξέτασε το ζήτημα της ερμηνείας του άρθρου 87 ΕΚ αποκλειστικώς και μόνο για να κρίνει αν υπάρχουν τέτοιες αμφιβολίες, θεωρώντας, συνεπώς, το ζήτημα αυτό ως προϋπόθεση προκειμένου να αποφανθεί επί της νομιμότητας της αποφάσεως της Επιτροπής από πλευράς του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

89

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η πρωτοδίκως προσφεύγουσα προέβαλε χωριστό λόγο ακυρώσεως, αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 87 ΕΚ, χωρίς να στηριχθεί στο επιχείρημα περί εσφαλμένης εφαρμογής του πολυτομεακού πλαισίου του 1998.

90

Κατά συνέπεια, ο τελευταίος αυτός λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

91

Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι δύο αιτήσεις αναιρέσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

92

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή οι αναιρεσείουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα συναφή αιτήματα της Kronofrance.

93

Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα της υπόθεσης C-75/05 P.

 

3)

Καταδικάζει τις Glunz AG και OSB Deutschland GmbH στα δικαστικά έξοδα της υπόθεσης C-80/05 P.

 

4)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Επάνω