Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62006CJ0516

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 6ης Δεκεμβρίου 2007.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ferriere Nord SpA.
    Αίτηση αναιρέσεως - Aνταγωνισμός - Aπόφαση της Επιτροπής - Πρόστιμο - Eκτέλεση - Κανονισμός (ΕΟΚ) 2988/74 - Παραγραφή - Βλαπτική πράξη - Απαράδεκτο.
    Υπόθεση C-516/06 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2007 I-10685

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2007:763

    Υπόθεση C-516/06 P

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    κατά

    Ferriere Nord SpA

    «Αίτηση αναιρέσεως — Aνταγωνισμός — Aπόφαση της Επιτροπής — Πρόστιμο — Eκτέλεση — Κανονισμός (ΕΟΚ) 2988/74 — Παραγραφή — Βλαπτική πράξη — Απαράδεκτο»

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 6ης Δεκεμβρίου 2007 

    Περίληψη της αποφάσεως

    Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί προσφυγή — Έννοια — Πράξεις που παράγουν δεσμευτικά νομικά αποτελέσματα

    (Άρθρα 230 ΕΚ και 256, εδ. 4, ΕΚ, κανονισμός 2988/74 του Συμβουλίου, άρθρο 5 § 1, στοιχείο a΄)

    Πράξεις με τις οποίες η Επιτροπή ζητεί από μια επιχείρηση να καταβάλει το καθυστερούμενο υπόλοιπο προστίμου που της επιβλήθηκε λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, καθώς και η απειλή καταπτώσεως της τραπεζικής εγγυήσεως που έχει συστήσει η εν λόγω επιχείρηση, πρέπει να θεωρηθούν ως οχλήσεις για την εκτέλεση της αποφάσεως επιβολής προστίμου και, ως τέτοιες, ανεξαρτήτως του αν εκδόθηκαν πριν ή μετά τη συμπλήρωση του χρόνου ενδεχόμενης παραγραφής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρήγαγαν υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα της επιχειρήσεως στην οποία επιβλήθηκε η κύρωση, καθόσον, στην πραγματικότητα, αποτελούν απλώς πράξεις προπαρασκευαστικές των αμιγών πράξεων εκτελέσεως. Συνεπώς, τέτοιες πράξεις δεν συνιστούν πράξεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως.

    Η ερμηνεία αυτή δεν αναιρείται, στην περίπτωση που η Επιτροπή δέχεται, επιπλέον, με τις πράξεις της, να θεωρήσει ότι η τοκοφορία έχει παύσει, σε χρόνο μεταγενέστερο της εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου που επικύρωσε την κύρωση, από την παρουσία του όρου «απόφαση» στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2988/74 περί παραγραφής του δικαιώματος διώξεως και εκτελέσεως των αποφάσεων στους τομείς του δικαίου των μεταφορών και του ανταγωνισμού, σύμφωνα με το οποίο η παραγραφή ως προς την εκτέλεση των αποφάσεων διακόπτεται «με την κοινοποίηση αποφάσεως που τροποποιεί το αρχικό ποσό του προστίμου, της χρηματικής κυρώσεως ή της χρηματικής ποινής ή που απορρίπτει την αίτηση τέτοιας τροποποιήσεως». Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μία απόφαση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής συνιστά σε κάθε περίπτωση πράξη δεκτική προσβολής κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, η Επιτροπή, με τις προαναφερθείσες πράξεις, δεν κοινοποιεί στην επιχείρηση στην οποία επιβλήθηκε η κύρωση απόφαση «που τροποποιεί το αρχικό ποσό του προστίμου, της χρηματικής κυρώσεως ή της χρηματικής ποινής» κατά την έννοια της πρώτης αυτής διατάξεως.

    Εξάλλου, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή δέχεται να θεωρήσει ότι η τοκοφορία έχει παύσει σε χρόνο μεταγενέστερο της εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία το Δικαστήριο επικύρωσε την κύρωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανό να μετατρέψει σε πράξη δυνάμενη να προσβληθεί μια πράξη που δεν μπορεί να προσβληθεί. Συγκεκριμένα, αυτό καθεαυτό το γεγονός δεν μπορεί να παραγάγει, σε σχέση με την κατάσταση όπως προκύπτει από την απόφαση επιβολής του προστίμου, υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα της επιχειρήσεως στην οποία επιβλήθηκε η κύρωση.

    Τέλος, δεν μπορεί στο εξής να προβάλλεται κατά της ερμηνείας αυτής το επιχείρημα ότι η αδυναμία προσβολής των επίδικων πράξεων δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ θα αποτελούσε νομικό κενό. Πράγματι, η αναγκαστική εκτέλεση μιας αποφάσεως της Επιτροπής που επιβάλλει χρηματική υποχρέωση εις βάρος ενός προσώπου διέπεται από το άρθρο 256 ΕΚ, το οποίο, στο τέταρτο εδάφιό του, προβλέπει διατάξεις που διασφαλίζουν αποτελεσματική δικαστική προστασία. Εξάλλου, μολονότι η προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως που απαιτεί την ύπαρξη υποχρεωτικών εννόμων αποτελεσμάτων ικανών να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας χαρακτηριστικώς τη νομική του κατάσταση, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να μη λαμβάνεται υπόψη η εν λόγω προϋπόθεση χωρίς υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που η Συνθήκη ΕΚ απονέμει στον κοινοτικό δικαστή.

    (βλ. σκέψεις 28-33)







    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 6ης Δεκεμβρίου 2007 (*)

    «Αίτηση αναιρέσεως – Aνταγωνισμός – Aπόφαση της Επιτροπής – Πρόστιμο – Eκτέλεση – Κανονισμός (ΕΟΚ) 2988/74 – Παραγραφή – Βλαπτική πράξη – Απαράδεκτο»

    Στην υπόθεση C‑516/06 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2006,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους V. Di Bucci και F. Amato,

    αναιρεσείουσα,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι

    η Ferriere Nord SpA, εκπροσωπούμενη από τους W. Viscardini και G. Donà, avvocati,

    προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J. Makarczyk, P. Kūris, J.-C. Bonichot και C. Toader, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

    γραμματέας: R. Grass

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1       Με την αίτησή της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T-153/04, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II-3889, στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο ακύρωσε τις αποφάσεις της Επιτροπής που κοινοποιήθηκαν με επιστολή της 5ης Φεβρουαρίου 2004 και με τηλεομοιοτυπία της 13ης Απριλίου 2004 (στο εξής: επίδικες πράξεις) και που αφορούν το μη καταβληθέν υπόλοιπο του προστίμου που επιβλήθηκε στη Ferriere Nord SpA (στο εξής: Ferriere Nord) με την απόφαση 89/515/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 2ας Αυγούστου 1989, σχετικά με μια διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/31.553 – Δομικά πλέγματα) (ΕΕ L 260, σ. 1, στο εξής: απόφαση «Δομικά πλέγματα»).

     Το νομικό πλαίσιο

    2       Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2988/74 του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 1974, περί παραγραφής του δικαιώματος διώξεως και εκτελέσεως των αποφάσεων στους τομείς του δικαίου των μεταφορών και του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 241), προβλέπει με το άρθρο του 4, που έχει ως τίτλο «Παραγραφή ως προς την εκτέλεση των αποφάσεων», τα εξής:

    «1.      Το δικαίωμα της Επιτροπής να εκτελεί τις αποφάσεις που επιβάλλουν πρόστιμο, κυρώσεις ή χρηματικές ποινές για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου των μεταφορών ή του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος υπόκειται σε πενταετή παραγραφή.

    2.      Η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα που η απόφαση καθίσταται οριστική.»

    3       Το άρθρο 5 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Διακοπή της παραγραφής ως προς την εκτέλεση των αποφάσεων», προβλέπει στην παράγραφό του 1, στοιχείο α΄, τα εξής:

    «1.      Η παραγραφή ως προς την εκτέλεση των αποφάσεων διακόπτεται:

    α)      με την κοινοποίηση αποφάσεως που τροποποιεί το αρχικό ποσό του προστίμου, της χρηματικής κυρώσεως ή της χρηματικής ποινής ή που απορρίπτει την αίτηση τέτοιας τροποποιήσεως.»

     Το ιστορικό της διαφοράς

    4       Όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση «Δομικά πλέγματα», με την οποία διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, τη συμμετοχή της Ferriere Nord σε σειρά παραβάσεων στην κοινοτική αγορά των δομικών πλεγμάτων και της επέβαλε πρόστιμο ύψους 320 000 ECU.

    5       Κατά το άρθρο 4 της αποφάσεως «Δομικά πλέγματα», το επιβληθέν στη Ferriere Nord πρόστιμο έπρεπε να καταβληθεί εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω αποφάσεως. Στο ίδιο άρθρο αναφέρεται επίσης ότι, μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, το ποσό του προστίμου αυτού θα παρήγε αυτόματα τόκους υπολογιζόμενους βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Νομισματικής Συνεργασίας στις πράξεις του σε Ecu την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκδόθηκε η απόφαση «Δομικά πλέγματα», προσαυξημένου κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες, δηλαδή με επιτόκιο 12,5 %.

    6       Στις 18 Οκτωβρίου 1989, η Ferriere Nord άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως «Δομικά πλέγματα».

    7       Στις 26 Οκτωβρίου 1989, με σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, συστάθηκε, με εντολή της Ferriere Nord, τραπεζική εγγύηση για το ποσό του προστίμου και τους τόκους.

    8       Η προσφυγή της Ferriere Nord απορρίφθηκε με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 1995, T-143/89, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II-917).

    9       Η αναίρεση κατά της ως άνω αποφάσεως απορρίφθηκε με την απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, C-219/95 P, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. I-4411).

    10     Με επιστολή της 28ης Ιουλίου 1997, η Ferriere Nord, επικαλούμενη τη σημαντική υποτίμηση της ιταλικής λίρας που είχε μεσολαβήσει μεταξύ της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως «Δομικά πλέγματα» και της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 17ης Ιουλίου 1997, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, και την οκταετή σχεδόν διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, ζήτησε από την Επιτροπή να επανεξετάσει το ενδεχόμενο μειώσεως του ποσού του προστίμου και των τόκων. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε από την Επιτροπή με επιστολή της 11ης Σεπτεμβρίου 1997.

    11     Με συστημένη επιστολή της 2ας Δεκεμβρίου 1997, η Ferriere Nord επανέλαβε το αίτημά της. Με την ίδια επιστολή ανέφερε ότι είχε καταθέσει σε ιταλικές λίρες ένα ποσό το οποίο αντιστοιχούσε στο ποσό του προστίμου, δηλαδή 320 000 ΕCU, βάσει της ισοτιμίας που ίσχυε το 1989. Το ποσό αυτό πιστώθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1997 στον λογαριασμό της Επιτροπής με αξία 249 918 ΕCU.

    12     Η Επιτροπή δεν απάντησε στην επιστολή της 2ας Δεκεμβρίου 1997.

    13     Όσον αφορά την ακολουθία των γεγονότων, το Πρωτοδικείο προέβη με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση στις εξής διαπιστώσεις:

    «14.      Με επιστολή της 5ης Φεβρουαρίου 2004 (στο εξής: επιστολή της 5ης Φεβρουαρίου 2004), η Επιτροπή πληροφόρησε τη [Ferriere Nord] προσφεύγουσα ότι το υπόλοιπο του οφειλομένου από αυτήν ποσού ανερχόταν στις 27 Φεβρουαρίου 2004 στο συνολικό ποσό των 564 402,26 ευρώ (ήτοι στο ποσό του κεφαλαίου του προστίμου ύψους 320 000 ΕCU, μειωμένο κατά το ποσό των 249 918 ΕCU που καταβλήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1997 και προσαυξημένο με τους τόκους της περιόδου από 17 Νοεμβρίου 1989 έως 27 Φεβρουαρίου 2004). Η Επιτροπή απηύθυνε όχληση στη [Ferriere Nord], καλώντας την να τακτοποιήσει την οφειλή της το συντομότερο και δήλωσε ότι, μετά την πραγματοποίηση της πληρωμής, θα δεχόταν την άρση της τραπεζικής εγγυήσεως.

    15.      Με επιστολή της 25ης Φεβρουαρίου 2004, η [Ferriere Nord] απάντησε στην Επιτροπή ότι τα αιτήματα που είχε διατυπώσει στην επιστολή της 5ης Φεβρουαρίου 2004 ήταν αβάσιμα και εκπροθέσμως προβαλλόμενα. Η [Ferriere Nord] υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι η πενταετής παραγραφή που προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού 2988/74 όσον αφορά την εκτέλεση είχε συμπληρωθεί στις 18 Σεπτεμβρίου 2002 και ότι, υπ’ αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή δεν μπορούσε πλέον να προβάλει καμιά αξίωση εναντίον της ούτε να στραφεί κατά της εγγυήτριας τράπεζας.

    16.      Με τηλεομοιοτυπία της 13ης Απριλίου 2004 (στο εξής: τηλεομοιοτυπία της 13ης Απριλίου 2004), η Επιτροπή απάντησε στη [Ferriere Nord], όσον αφορά την παραγραφή βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού 2988/74, ότι η διάταξη αυτή δεν είχε εφαρμογή στη συγκεκριμένη υπόθεση λόγω της υπάρξεως της τραπεζικής εγγυήσεως, της οποίας μπορούσε να γίνει επίκληση ανά πάσα στιγμή και η οποία επείχε θέση προσωρινής πληρωμής, οπότε δεν ήταν αναγκαία η αναγκαστική εκτέλεση. Η Επιτροπή παραδέχθηκε επίσης ότι δεν είχε υπενθυμίσει στη [Ferriere Nord] να τακτοποιήσει την οφειλή της μετά την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου που επικύρωσε την απόφαση «Δομικά πλέγματα» και δέχθηκε για τον λόγο αυτόν να θεωρήσει ότι η τοκοφορία είχε παύσει πέντε μήνες μετά την έκδοση της ως άνω αποφάσεως, δηλαδή στις 17 Δεκεμβρίου 1997. Επομένως, η Επιτροπή απαιτούσε πλέον από τη [Ferriere Nord] μόνον το ποσό των 341 932,32 ευρώ αντί των 564 402,26 ευρώ που ζητούσε με την επιστολή της 5ης Φεβρουαρίου 2004. Η Επιτροπή ανέφερε, τέλος, ότι, αν η πληρωμή δεν γινόταν μέχρι τις 30 Απριλίου 2004, θα ζητούσε την κατάπτωση της τραπεζικής εγγυήσεως.»

     Η προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

    14     Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Απριλίου 2004, η Ferriere Nord ζήτησε την ακύρωση των επίδικων πράξεων.

    15     Το Πρωτοδικείο εξέτασε κατ’ αρχάς, με τις σκέψεις 37 έως 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ζήτημα αν, κατά τις ημερομηνίες στις οποίες εκδόθηκαν οι επίδικες πράξεις, δηλαδή στις 5 Φεβρουαρίου και 13 Απριλίου 2004, το δικαίωμα της Επιτροπής να εκτελέσει την απόφαση «Δομικά πλέγματα», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/74, είχε παραγραφεί. Αφού έκρινε ότι το δικαίωμα είχε όντως παραγραφεί, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε επί του παραδεκτού της προσφυγής ως εξής:

    «54.      Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι αποτελεί απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ κάθε πράξη που μεταβάλλει ουσιωδώς και οριστικά τη νομική κατάσταση του αποδέκτη της (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1971, 22/70, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1971, σ. 729, σκέψεις 33 έως 43, και της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2268).

    55.      Από την ανάλυση περί παραγραφής (ανωτέρω σκέψεις 37 έως 51) προκύπτει ότι, λόγω της παραγραφής του δικαιώματος της Επιτροπής να εκτελέσει την απόφαση “Δομικά πλέγματα”, το δικαίωμά της να απαιτήσει από τη [Ferriere Nord] την καταβολή του καθυστερούμενου υπολοίπου είχε παραγραφεί και ότι η [Ferriere Nord] μπορούσε νομίμως να θεωρήσει ότι, από τις 18 Σεπτεμβρίου 2002, δεν είχε την υποχρέωση να ικανοποιήσει καμιά απαίτηση εκ μέρους της Επιτροπής σχετική με την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως.

    56.      Με τις [επίδικες] προσβαλλόμενες πράξεις, όμως, η Επιτροπή απηύθυνε στη [Ferriere Nord] αίτημα πληρωμής του καθυστερούμενου υπολοίπου και την απείλησε ότι θα ζητούσε την κατάπτωση της τραπεζικής εγγυήσεως. Επομένως, οι [επίδικες] πράξεις, οι οποίες έχουν κατ’ αρχήν το τεκμήριο της νομιμότητας, μεταβάλλουν ουσιωδώς και οριστικώς τη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας και συνιστούν ως εκ τούτου απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ, η οποία δεν μπορεί εξ ορισμού να είναι επιβεβαιωτική προγενέστερων πράξεων.

    57.      Επομένως, η ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.»

    16     Ως προς την ουσία, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο λόγος ακυρώσεως που αντλούνταν από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/74 ήταν βάσιμος και, ως εκ τούτου, ακύρωσε τις επίδικες πράξεις.

     Τα αιτήματα των διαδίκων

    17     Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    –       να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, καθό μέρος κηρύσσει παραδεκτή την προσφυγή της Ferriere Nord για την ακύρωση των επίδικων πράξεων·

    –       να απορρίψει ως απαράδεκτη την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε πρωτοδίκως η Ferriere Nord κατά των επίδικων πράξεων, και

    –       να καταδικάσει τη Ferriere Nord στα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της κατ’ αναίρεση δίκης.

    18     Η Ferriere Nord ζητεί από το Δικαστήριο:

    –       να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως προδήλως αβάσιμη,

    –       να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

     Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    19     Προς στήριξη των κατ’ αναίρεση αιτημάτων της, η Επιτροπή προβάλλει έναν και μόνο λόγο, τον οποίον τιτλοφορεί ως «παράβαση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ και 249 ΕΚ· ελλιπής ή εσφαλμένη αιτιολόγηση· αναρμοδιότητα του Πρωτοδικείου».

    20     Κατά την Επιτροπή, το Πρωτοδικείο προσδιόρισε μεν, με τη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το εφαρμοστέο κριτήριο προκειμένου να εκτιμηθεί αν πρόκειται για πράξη δυνάμενη να προσβληθεί, αλλά στη συνέχεια δεν απέδειξε ότι το κριτήριο αυτό πληρούνταν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αντιθέτως, υπενθύμισε, με τη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το αποτέλεσμα της αναλύσεώς του όσον αφορά το ζήτημα της παραγραφής. Η ανάλυση αυτή, όμως, δεν είναι λυσιτελής για την εκτίμηση του παραδεκτού της προσφυγής, καθόσον το ζήτημα αν μία πράξη παράγει έννομα αποτελέσματα είναι ανεξάρτητο του αν οι απόψεις ή τα συμπεράσματα που περιέχονται σε αυτήν είναι βάσιμα.

    21     Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι καθεαυτό το απλό αίτημα πληρωμής δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Θεωρεί, επομένως, ότι το Πρωτοδικείο δεν αιτιολόγησε ή αιτιολόγησε εσφαλμένως το συμπέρασμα ότι οι επίδικες πράξεις μπορούσαν να προσβληθούν με προσφυγή ακυρώσεως. Εξάλλου, η σχετική αιτιολόγηση, αν γίνει δεκτό ότι υπήρξε, θα στηριζόταν σε εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας της «δυνάμενης να προσβληθεί πράξεως» κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ και 249 ΕΚ.

    22     Η Επιτροπή προσθέτει ότι το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε αναρμοδίως επί της διαφοράς.

    23     Ισχυρίζεται ότι, αν ήθελε να επιτύχει την πληρωμή του υπολοίπου εκ μέρους της Ferriere Nord παρά την άρνησή της, θα έπρεπε να καταφύγει στην αναγκαστική εκτέλεση κινώντας τη σχετική διαδικασία ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστή και σύμφωνα με τους κανόνες της πολιτικής δικονομίας που ισχύουν στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, όπως προβλέπει το άρθρο 256, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ. Σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο του ίδιου άρθρου, ο έλεγχος της κανονικότητας των εκτελεστικών μέτρων εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων.

    24     Η Ferriere Nord υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που ο συμπληρωθείς χρόνος παραγραφής συνιστά νομικό γεγονός το οποίο προκάλεσε την εξάλειψη της υποχρεώσεως πληρωμής του προστίμου, το έννομο αποτέλεσμα της οχλήσεως, η οποία περιέχεται στην επιστολή της 5ης Φεβρουαρίου 2004, συνίστατο στην «επανενεργοποίηση» (ή τουλάχιστον στην προσπάθεια να επανενεργοποιηθεί) ένα δικαίωμα που είχε αποσβεσθεί, με άμεσες και αυτοτελείς επιπτώσεις στη νομική κατάσταση της Ferriere Nord.

    25     Εξάλλου, η τηλεομοιοτυπία της 13ης Απριλίου 2004 είχε νέο και συμπληρωματικό περιεχόμενο σε σχέση με όλες τις προηγούμενες πράξεις, καθόσον η Επιτροπή ενημέρωσε με αυτήν ότι είχε μεταβάλει το ύψος του συνολικού ποσού που απαιτούσε από τη Ferriere Nord, περιορίζοντας το ποσό των τόκων. Κατά την ίδια, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2988/74, σύμφωνα με το οποίο η παραγραφή όσον αφορά την εκτέλεση είχε διακοπεί «με την κοινοποίηση αποφάσεως που τροποποιεί το αρχικό ποσό του προστίμου, της χρηματικής κυρώσεως ή της χρηματικής ποινής […]», η μείωση των τόκων θεωρείται ως «απόφαση».

    26     Η Ferriere Nord προσθέτει ότι η αδυναμία προσβολής της επιστολής της 5ης Φεβρουαρίου 2004 δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ θα αποτελούσε κενό στην κοινοτική έννομη τάξη και θα συνιστούσε παράβαση των δικαιωμάτων άμυνας. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα ήταν δυνατό να επικαλεστεί τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής.

    27     Επιβάλλεται, συναφώς, η υπόμνηση ότι συνιστούν πράξεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως μόνον τα μέτρα που παράγουν υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας χαρακτηριστικώς τη νομική του κατάσταση (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C-131/03 P, Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-7795, σκέψη 54, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    28     Από τη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά το Πρωτοδικείο, η νομική κατάσταση της Ferriere Nord μεταβλήθηκε χαρακτηριστικώς από το γεγονός ότι η Επιτροπή της απηύθυνε με τις επίδικες πράξεις αίτημα πληρωμής του καθυστερούμενου υπολοίπου και την απείλησε ότι θα ζητούσε την κατάπτωση της τραπεζικής εγγυήσεως.

    29     Εντούτοις, όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις σχετικά με τις επίδικες πράξεις, στις οποίες προέβη το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 14 έως 16 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι εν λόγω πράξεις πρέπει να θεωρηθούν ως οχλήσεις για την εκτέλεση προηγούμενης αποφάσεως, δηλαδή της αποφάσεως «Δομικά πλέγματα». Ως τέτοιες, ανεξαρτήτως του αν εκδόθηκαν πριν ή μετά τη συμπλήρωση του χρόνου ενδεχόμενης παραγραφής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι πράξεις αυτές παρήγαγαν υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα της Ferriere Nord. Στην πραγματικότητα, αποτελούν απλώς πράξεις προπαρασκευαστικές των αμιγών πράξεων εκτελέσεως. Όμως, ούτε οι μεν ούτε οι δε συνιστούν πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 2005, C-46/03, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-10167, σκέψη 25, και προπαρατεθείσα Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 55).

    30     Η ερμηνεία αυτή δεν αναιρείται από την παρουσία του όρου «απόφαση» στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2988/74. Στην πραγματικότητα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μία απόφαση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής συνιστά σε κάθε περίπτωση πράξη δεκτική προσβολής κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή δεν κοινοποίησε με τις επίδικες πράξεις στη Ferriere Nord απόφαση «που τροποποιεί το αρχικό ποσό του προστίμου, της χρηματικής κυρώσεως ή της χρηματικής ποινής» κατά την έννοια της πρώτης αυτής διατάξεως.

    31     Εξάλλου, το γεγονός και μόνον ότι, με την τηλεομοιοτυπία της 13ης Απριλίου 2004, η Επιτροπή δέχθηκε να θεωρήσει ότι η τοκοφορία είχε παύσει πέντε μήνες μετά την έκδοση της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 17ης Ιουλίου 1997, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανό να μετατρέψει σε πράξη δυνάμενη να προσβληθεί μια πράξη που δεν μπορεί να προσβληθεί για τους λόγους που αναφέρθηκαν στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως. Συγκεκριμένα, αυτό καθεαυτό το γεγονός δεν μπορεί να παραγάγει, σε σχέση με την κατάσταση όπως προκύπτει από την απόφαση «Δομικά πλέγματα», έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα της Ferriere Nord.

    32     Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η αδυναμία προσβολής των επίδικων πράξεων δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ θα αποτελούσε νομικό κενό, πρέπει να επισημανθεί ότι η αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία επιβάλλει χρηματική υποχρέωση εις βάρος ενός προσώπου όπως η Ferriere Nord, διέπεται από το άρθρο 256 ΕΚ, το οποίο, στο τέταρτο εδάφιό του, προβλέπει διατάξεις που διασφαλίζουν αποτελεσματική δικαστική προστασία. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι, αν η Επιτροπή επιτύγχανε τελικά την κατάπτωση της τραπεζικής εγγυήσεως που συστάθηκε κατ’ εντολή της Ferriere Nord, η τελευταία δεν θα μπορούσε να τύχει αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας έναντι των αρνητικών συνεπειών της καταπτώσεως.

    33     Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, μολονότι η προϋπόθεση περί υποχρεωτικών εννόμων αποτελεσμάτων ικανών να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος μεταβάλλοντας χαρακτηριστικώς τη νομική του κατάσταση πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να μη λαμβάνεται υπόψη η εν λόγω προϋπόθεση χωρίς υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που η Συνθήκη απονέμει στον κοινοτικό δικαστή (προπαρατεθείσα απόφαση Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 81).

    34     Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα χαρακτηρίζοντας τις επίδικες πράξεις ως πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ. Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προσφυγή περί ακυρώσεως των επίδικων πράξεων.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    35     Κατά το άρθρο 122, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των εξόδων. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    36     Δεδομένου ότι τόσο η αίτηση αναιρέσεως όσο και η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή είναι βάσιμες, η Ferriere Nord πρέπει να φέρει το σύνολο των εξόδων ενώπιον του Πρωτοδικείου και ενώπιον του Δικαστηρίου.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

    1)      Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Τ-153/04, Ferriere Nord κατά Επιτροπής.

    2)      Απορρίπτει ως απαράδεκτη την προσφυγή της Ferriere Nord SpA περί ακυρώσεως των αποφάσεων της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που κοινοποιήθηκαν με επιστολή της 5ης Φεβρουαρίου 2004 και με τηλεομοιοτυπία της 13ης Απριλίου 2004 και που αφορούν το μη καταβληθέν υπόλοιπο του προστίμου που επιβλήθηκε στη Ferriere Nord SpA με την απόφαση 89/515/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 2ας Αυγούστου 1989, σχετικά με μια διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/31.553 – Δομικά πλέγματα).

    3)      Καταδικάζει τη Ferriere Nord SpA στα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της κατ’ αναίρεση δίκης.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Επάνω