EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62005CJ0456

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 6ης Δεκεμβρίου 2007.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρο 43 ΕΚ - Συμβεβλημένοι ψυχοθεραπευτές - Σύστημα ποσοστώσεων - Μεταβατικοί κανόνες οι οποίοι εισάγουν παρέκκλιση - Αναλογικότητα - Παραδεκτό.
Υπόθεση C-456/05.

Συλλογή της Νομολογίας 2007 I-10517

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2007:755

Υπόθεση C-456/05

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

«Παράβαση κράτους μέλους — Άρθρο 43 ΕΚ — Συμβεβλημένοι ψυχοθεραπευτές — Σύστημα ποσοστώσεων — Μεταβατικοί κανόνες οι οποίοι εισάγουν παρέκκλιση — Αναλογικότητα — Παραδεκτό»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi της 28ης Ιουνίου 2007 

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 6ης Δεκεμβρίου 2007 

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Αντικείμενο της διαφοράς

(Άρθρο 226 ΕΚ)

2.     Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Περιορισμοί — Εθνική ρύθμιση για την άσκηση των υγειονομικών επαγγελμάτων

(Άρθρα 12 ΕΚ και 43 ΕΚ)

1.     Είναι παραδεκτή η επί παραβάσει προσφυγή που στρέφεται κατά του ότι ισχύουν μεταβατικές διατάξεις οι οποίες παρέχουν μόνο στους ψυχοθεραπευτές, που κατά την περίοδο αναφοράς άσκησαν το επάγγελμά τους σε μια περιοχή ενός κράτους μέλους στο πλαίσιο ταμείων υγείας του κράτους αυτού, τη δυνατότητα να ασκήσουν τη δραστηριότητά τους υπό καθεστώς συμβεβλημένου φυσιοθεραπευτή και οι οποίες δεν αναγνωρίζουν τη δυνατότητα αυτή στους ψυχοθεραπευτές που κατά την ίδια περίοδο άσκησαν τη δραστηριότητά τους έξω από αυτό το κράτος μέλος στο πλαίσιο ταμείων υγείας άλλου κράτους μέλους στην περίπτωση που η αδυναμία των τελευταίων να ωφεληθούν από τις μεταβατικές διατάξεις δεν έχει χρονικούς περιορισμούς, αλλά είναι διαρκής και παρέμενε και όταν έληξε η προθεσμία που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη.

(βλ. σκέψεις 17-20)

2.     Κράτος μέλος, υπάγοντας σε μεταβατικές διατάξεις ή διατάξεις περί «κεκτημένων δικαιωμάτων», οι οποίες δίνουν στους ψυχοθεραπευτές τη δυνατότητα να λάβουν άδεια ή έγκριση ανεξαρτήτως των κανόνων που ισχύουν για τους συμβεβλημένους ψυχοθεραπευτές, μόνο τους ψυχοθεραπευτές που άσκησαν τη δραστηριότητά τους σε μια περιοχή αυτού του κράτους μέλους στο πλαίσιο εθνικών ταμείων υγείας και μη λαμβάνοντας υπόψη ανάλογη ή όμοια επαγγελματική δραστηριότητα που ασκήθηκε από ψυχοθεραπευτές σε άλλα κράτη μέλη, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που έχει από το άρθρο 43 ΕΚ. Συγκεκριμένα, η προϋπόθεση ασκήσεως δραστηριότητας ψυχοθεραπευτή σε μια περιοχή του οικείου κράτους μέλους στο πλαίσιο συμβάσεως με το εθνικό σύστημα, ακόμη και αν έχει αδιακρίτως εφαρμογή, εξαρτά τη χορήγηση ενός δικαιώματος από την τήρηση της προϋποθέσεως να κατοικεί ο ενδιαφερόμενος σε μια περιοχή αυτού του κράτους μέλους και, έτσι, ευνοεί τους ημεδαπούς εις βάρος των υπηκόων των άλλων κρατών μελών, κατά τρόπο αντίθετο προς την αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων την οποία διατυπώνει το άρθρο 12 ΕΚ.

Ένας τέτοιος περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως των φυσικών προσώπων δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τον σκοπό προστασίας ενός κεκτημένου δικαιώματος, δηλαδή διατηρήσεως της πελατείας που αποκτήθηκε μετά από πλείστα έτη επαγγελματικής δραστηριότητας, καθόσον ο περιορισμός αυτός υπερβαίνει το αναγκαίο όριο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

(βλ. σκέψεις 56-57, 63, 65, 73, 76 και διατακτ.)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 6ης Δεκεμβρίου 2007 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρο 43 ΕΚ – Συμβεβλημένοι ψυχοθεραπευτές – Σύστημα ποσοστώσεων – Μεταβατικοί κανόνες οι οποίοι εισάγουν παρέκκλιση – Αναλογικότητα – Παραδεκτό»

Στην υπόθεση C-456/05,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 23 Δεκεμβρίου 2005,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον H. Støvlbæk και την S. Grünheid, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενης από τους M. Lumma και U. Forsthoff,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, U. Lõhmus, J. Klučka, A. Ó Caoimh και P. Lindh (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Ιουνίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Με την προσφυγή της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, υπάγοντας στις μεταβατικές διατάξεις ή διατάξεις περί «κεκτημένων δικαιωμάτων», οι οποίες δίνουν στους ψυχοθεραπευτές τη δυνατότητα να λάβουν άδεια ή έγκριση ανεξαρτήτως των κανόνων που ισχύουν για τους συμβεβλημένους ψυχοθεραπευτές, μόνο τους ψυχοθεραπευτές που άσκησαν τη δραστηριότητά τους στο πλαίσιο γερμανικών ταμείων υγείας και μη λαμβάνοντας υπόψη ανάλογη ή όμοια δραστηριότητα που ασκήθηκε από ψυχοθεραπευτές σε άλλα κράτη μέλη, παρέβη τις υποχρεώσεις που έχει από το άρθρο 43 ΕΚ.

 Το νομικό πλαίσιο

2       Ο νόμος περί των επαγγελμάτων του ψυχοθεραπευτή ψυχολόγου και του ψυχοθεραπευτή με ειδίκευση στα παιδιά και τους εφήβους, με τον οποίο τροποποιήθηκαν το πέμπτο βιβλίο του Κοινωνικού Κώδικα (στο εξής: SGB V) και άλλοι νόμοι (Gesetz über die Berufe des Psychologischen Psychotherapeuten und des Kinder- und Jugendlichenpsychotherapeuten, zur Änderung des Fünften Buches Sozialgesetzbuch und anderer Gesetze), της 16ης Ιουνίου 1998 (BGBl 1998 I, σ. 1311, στο εξής: νόμος περί ψυχοθεραπευτών), διέπει την πρόσβαση στα υγειονομικά επαγγέλματα του «ψυχοθεραπευτή ψυχολόγου» και «ψυχοθεραπευτή με ειδίκευση στα παιδιά και τους εφήβους» (επαγγελματικό μέρος, άρθρο 1, το οποίο επιγράφεται «νόμος περί ψυχοθεραπευτών») και υπάγει τα νέα υγειονομικά επαγγέλματα στο καθεστώς υποχρεωτικής υγειονομικής ασφαλίσεως (μέρος σχετικά με την υγειονομική ασφάλιση, άρθρο 2, το οποίο επιγράφεται «τροποποίηση του SGB V»).

3       Ο νόμος περί ψυχοθεραπευτών ορίζει ότι, από την 1η Ιανουαρίου 1999, οι ψυχοθεραπευτές που επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμά τους υπό καθεστώς συμβεβλημένου ψυχοθεραπευτή υπόκεινται σε ένα σύστημα ποσοστώσεων ανά περιοχή. Ο ψυχοθεραπευτής που εγκαθίσταται σε μια περιοχή δύναται να ασκήσει το επάγγελμά του υπό το καθεστώς αυτό μόνον αν οι ψυχοθεραπευτές που ασκούν το επάγγελμά τους στην περιοχή αυτή δεν υπερβαίνουν κάποιον αριθμό, ο οποίος αντιστοιχεί στις ανάγκες της εν λόγω περιοχής.

4       Ωστόσο, ο νόμος περί ψυχοθεραπευτών περιέχει διατάξεις βάσει των οποίων, ακόμη και αν έχει σημειωθεί υπέρβαση του αριθμού ψυχοθεραπευτών που έχει ανάγκη μια περιοχή, οι ψυχοθεραπευτές που είναι ήδη εγκατεστημένοι στην εν λόγω περιοχή και που ασκούν το επάγγελμά τους υπό καθεστώς συμβεβλημένου ψυχοθεραπευτή μπορούν να συνεχίσουν να υπάγονται στο καθεστώς αυτό αν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 95, παράγραφοι 10 και 11, του SGB V (στο εξής: μεταβατικές διατάξεις).

5       Το πιο πάνω άρθρο 95, παράγραφος 10, το οποίο αφορά τις άδειες που δίνονται στους ψυχοθεραπευτές, έχει ως εξής:

«Άδεια παροχής περιθάλψεως στο πλαίσιο του εθνικού συστήματος υγείας χορηγείται στους ψυχοθεραπευτές οι οποίοι:

1.       πληρούσαν μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1998 τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση αδείας συμφώνως προς το άρθρο 12 του νόμου περί ψυχοθεραπευτών και για την πιστοποίηση των επαγγελματικών προσόντων συμφώνως προς το άρθρο 95 c, δεύτερο εδάφιο, σημείο 3, του SGB V, και υπέβαλαν αίτηση για τη χορήγηση αδείας,

2.       κατέθεσαν μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1999 το έγγραφο της αδείας και

3.       κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 25 Ιουνίου 1994 έως 24 Ιουνίου 1997 μετείχαν στην παροχή ψυχοθεραπευτικής περιθάλψεως σε εξωτερικά ιατρεία στους ασφαλισμένους των ταμείων υποχρεωτικής ασφαλίσεως ασθενείας.

Η επιτροπή για τη χορήγηση αδειών πρέπει να αποφανθεί επί των αιτήσεων για τη χορήγηση αδείας πριν την 30ή Απριλίου 1999.»

6       Οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου 95, παράγραφος 11, οι οποίες αφορούν τις εγκρίσεις που δίνονται στους ψυχοθεραπευτές, ορίζουν:

«Έγκριση για την παροχή περιθάλψεως στο πλαίσιο του εθνικού συστήματος υγείας χορηγείται στους ψυχοθεραπευτές οι οποίοι:

1.       πληρούσαν μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1998 τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση αδείας, συμφώνως προς το άρθρο 12 του νόμου περί ψυχοθεραπευτών και […] υπέβαλαν αίτηση για τη χορήγηση αδείας,

2.       κατέθεσαν μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1999 το έγγραφο της αδείας και

3.       κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 25 Ιουνίου 1994 έως 24 Ιουνίου 1997 μετείχαν στην παροχή ψυχοθεραπευτικής περιθάλψεως σε εξωτερικά ιατρεία στους ασφαλισμένους των ταμείων υποχρεωτικής ασφαλίσεως ασθενείας.

Η επιτροπή για τη χορήγηση αδειών πρέπει να αποφανθεί επί των αιτήσεων για τη χορήγηση αδείας πριν την 30ή Απριλίου 1999.»

7       Η κατά το άρθρο 95, παράγραφοι 10, σημείο 3, και 11, σημείο 3, του SGB V έκφραση «μετείχαν» κατά το χρονικό διάστημα από τις 25 Ιουνίου 1994 μέχρι τις 24 Ιουνίου 1997 (στο εξής: περίοδος αναφοράς) στην παροχή ψυχοθεραπευτικής περιθάλψεως σε εξωτερικά ιατρεία στους ασφαλισμένους των ταμείων υποχρεωτικής υγειονομικής ασφαλίσεως ερμηνεύθηκε από το Bundessozialgericht σε απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2000 (B 6 KA 52/00 R, στο εξής: απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2000). Έτσι, θεωρείται ότι ένας ψυχοθεραπευτής πληροί την προϋπόθεση των πιο πάνω παραγράφων όταν κατά την περίοδο αναφοράς συμπλήρωσε 250 ώρες θεραπείας εντός μη διακεκομμένου χρονικού διαστήματος έξι έως δώδεκα μηνών. Επιπλέον, ο τόπος όπου συμπληρώθηκαν οι ώρες αυτές πρέπει να είναι ο ίδιος με τον τόπο για τον οποίο ζητήθηκε άδεια.

 Η διαδικασία προ της ασκήσεως προσφυγής

8       Η Επιτροπή κίνησε την προβλεπόμενη από το άρθρο 226 ΕΚ διαδικασία επί παραβάσει με την αποστολή, στις 30 Οκτωβρίου 2000, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προειδοποιητικής επιστολής με την οποία υποστήριξε ότι οι μεταβατικές διατάξεις αντίκεινται στο άρθρο 43 ΕΚ. Κατά την Επιτροπή, το εν λόγω κράτος μέλος, θεωρώντας ως παλαιότερη δραστηριότητα χρήζουσα προστασίας μόνο την επαγγελματική δραστηριότητα που ασκήθηκε με επιβάρυνση της γερμανικής υποχρεωτικής υγειονομικής ασφαλίσεως, κατ’ αποκλεισμόν οποιασδήποτε ανάλογης ή όμοιας επαγγελματικής δραστηριότητας σε άλλο κράτος μέλος, παρέβη τις υποχρεώσεις που έχει από το πιο πάνω άρθρο.

9       Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σε απάντηση της προειδοποιητικής αυτής επιστολής με έγγραφο της 12ης Ιανουαρίου 2001.

10     Μη έχοντας μείνει ικανοποιημένη από την απάντηση αυτή, η Επιτροπή διατύπωσε στις 21 Δεκεμβρίου 2001 αιτιολογημένη γνώμη με την οποία κάλεσε το εν λόγω κράτος μέλος να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς τη γνώμη αυτή εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή της.

11     Με έγγραφο της 20ής Μαρτίου 2002, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας απάντησε στην εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη επαναλαμβάνοντας τη διαφωνία της με την άποψη της Επιτροπής.

12     Μη έχοντας μείνει ικανοποιημένη από την απάντηση αυτή, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

 Επί της προσφυγής

 Επί του παραδεκτού

13     Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διατυπώνει τέσσερις ενστάσεις απαραδέκτου με τις οποίες προβάλλονται:

–       έλλειψη ενεστώσης παραβάσεως της Συνθήκης ΕΚ·

–       περιθωριακός χαρακτήρας της προσαπτομένης παραβάσεως·

–       έλλειψη εννόμου συμφέροντος, και

–       διεύρυνση του αντικειμένου της διαφοράς.

 Επί της ελλείψεως ενεστώσης παραβάσεως της Συνθήκης

14     Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ισχυρίζεται ότι η προσφυγή δεν στρέφεται κατά ενεστώσης παραβάσεως των κανόνων της Συνθήκης, αλλά αφορά μόνον παρωχημένα γεγονότα, τα οποία έλαβαν χώρα μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1997 και της 31ης Δεκεμβρίου 1998. Υπογραμμίζει ότι πλέον, περί τα επτά έτη από τότε, ουδεμία απόφαση αδειοδοτήσεως ή εγκρίσεως δύναται να ληφθεί βάσει των μεταβατικών διατάξεων. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει παράβαση που να μπορεί να γίνει το αντικείμενο προσφυγής βάσει του άρθρου 226 ΕΚ.

15     Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να αξιολογείται με γνώμονα την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή είχε κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, C‑525/03, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2005, σ. I‑9405, σκέψη 14).

16     Κατά συνέπεια, πρέπει να εξακριβωθεί αν, την ημερομηνία εκείνη, η επίμαχη ρύθμιση συνέχιζε να παράγει αποτελέσματα (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2003, C‑20/01 και C‑28/01, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2003, σ. I‑3609, σκέψεις 34 και 37, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑125/03, Επιτροπή κατά Γερμανίας, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 12 και 13, και προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 16).

17     Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφυγή της Επιτροπής αφορά τις μεταβατικές διατάξεις ή διατάξεις περί «κεκτημένων δικαιωμάτων» κατά το μέρος που κρατούν μόνο για τους ψυχοθεραπευτές, που κατά την περίοδο αναφοράς άσκησαν το επάγγελμά τους σε μια περιοχή της Γερμανίας στο πλαίσιο γερμανικών ταμείων υγείας, τη δυνατότητα να ασκήσουν τις δραστηριότητές τους υπό καθεστώς συμβεβλημένου φυσιοθεραπευτή και κατά το μέρος που δεν αναγνωρίζουν τη δυνατότητα αυτή στους ψυχοθεραπευτές που κατά την ίδια περίοδο άσκησαν τη δραστηριότητά τους έξω από τη Γερμανία στο πλαίσιο ταμείων υγείας άλλου κράτους μέλους.

18     Πάντως, διαπιστώνεται ότι η αδυναμία των τελευταίων να ωφεληθούν από τις μεταβατικές διατάξεις δεν έχει χρονικούς περιορισμούς. Αντιθέτως, είναι διαρκής και παρέμενε και όταν έληξε η προθεσμία που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη.

19     Η κατάσταση αυτή διακρίνεται από εκείνη που υπήρχε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 16 της αποφάσεως εκείνης, η προσφυγή για τη διαπίστωση παραβάσεως αφορούσε μόνον ένα διάταγμα που είχε παύσει να έχει εφαρμογή όταν έληξε η προθεσμία η οποία είχε ταχθεί με την αιτιολογημένη γνώμη, και δεν στρεφόταν κατά των συμβάσεων που μπορούσαν να έχουν συναφθεί βάσει του διατάγματος αυτού. Αντιθέτως, η υπό κρίση προσφυγή στρέφεται κατά του γεγονότος ότι οι μεταβατικές διατάξεις ωφελούν μόνο τους ψυχοθεραπευτές που άσκησαν τη δραστηριότητά τους σε μια περιοχή της Γερμανίας στο πλαίσιο γερμανικών ταμείων υγείας και δεν λαμβάνεται υπόψη ανάλογη ή όμοια επαγγελματική δραστηριότητα που έχει ασκηθεί από ψυχοθεραπευτές σε άλλα κράτη μέλη.

20     Επομένως, οι επίμαχες στην παρούσα υπόθεση μεταβατικές διατάξεις συνέχιζαν να παράγουν αποτελέσματα την ημερομηνία που είναι κρίσιμη για το παραδεκτό της προσφυγής, οπότε η πρώτη ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του περιθωριακού χαρακτήρα της προσαπτομένης παραβάσεως

21     Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, στην περίπτωση που διαπιστωθεί παράβαση των κανόνων της Συνθήκης, η παράβαση αυτή ούτως ή άλλως θα είναι περιθωριακή, οπότε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η κίνηση διαδικασίας για τη διαπίστωση παραβάσεως κράτους μέλους.

22     Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 226 ΕΚ, η Επιτροπή δύναται να προσφύγει στο Δικαστήριο όταν θεωρεί ότι ένα κράτος μέλος παρέβη μια από τις υποχρεώσεις που έχει από τη Συνθήκη. Το άρθρο αυτό δεν θέτει καμία προϋπόθεση σχετικά με τη σοβαρότητα της παραβάσεως. Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, της Επιτροπής έργο είναι να αξιολογήσει τη σκοπιμότητα του να στραφεί δικαστικώς κατά κράτους μέλους, να καθορίσει τις διατάξεις που παραβιάστηκαν και να επιλέξει το χρονικό σημείο που θα κινήσει κατά του κράτους αυτού τη διαδικασία για τη διαπίστωση παραβάσεώς του, οι δε σκέψεις που καθορίζουν την επιλογή αυτή δεν μπορούν να επηρεάσουν το παραδεκτό της προσφυγής (βλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2005, C‑33/04, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, Συλλογή 2005, σ. I‑10629, σκέψη 66). Επομένως, κάθε παράβαση της Συνθήκης, όποια και αν είναι η σοβαρότητά της, δύναται να γίνει το αντικείμενο προσφυγής βάσει του άρθρου αυτού.

23     Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου με την οποία προβάλλεται ότι η παράβαση είναι περιθωριακή.

 Επί της ελλείψεως εννόμου συμφέροντος

24     Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Επιτροπή δεν έχει εν προκειμένω έννομο συμφέρον. Με την προσφυγή της, στην πραγματικότητα σκοπεύει να προασπίσει τα συμφέροντα των δύο Αυστριακών ψυχοθεραπευτών των οποίων περιγράφει την κατάσταση, οι οποίοι αντιτάχθηκαν στις εθνικές αρχές και κίνησαν δίκες που ακόμη είναι εκκρεμείς ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Έτσι, η Επιτροπή προασπίζει τα συμφέροντα ιδιωτών κατά κράτους μέλους. Πάντως, οι τελευταίοι έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν ένδικα μέσα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

25     Εν προκειμένω, αρκεί να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο των εξουσιών που έχει από το άρθρο 226 ΕΚ, η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έχει ως αποστολή να μεριμνά, αυτεπαγγέλτως και προς το γενικό συμφέρον, για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη και να ενεργεί ώστε να διαπιστώνονται, με σκοπό να παύσουν, τυχόν παραβάσεις των εντεύθεν υποχρεώσεων (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, σκέψη 65). Επιπλέον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, της Επιτροπής έργο είναι να αξιολογήσει τη σκοπιμότητα του να στραφεί δικαστικώς κατά κράτους μέλους.

26     Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου με την οποία προβάλλεται έλλειψη εννόμου συμφέροντος.

 Επί της διευρύνσεως του αντικειμένου της διαφοράς

27     Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ισχυρίζεται επίσης ότι με την προσφυγή ήταν η πρώτη φορά που η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι μεταβατικές διατάξεις μπορούν να θίξουν την ελευθερία εγκαταστάσεως των εγκατεστημένων στη Γερμανία ψυχοθεραπευτών καθόσον αποτέλεσαν εμπόδιο για τη μετακίνησή τους προς άλλο κράτος μέλος κατά την περίοδο αναφοράς. Με το επιχείρημα της Επιτροπής διευρύνθηκε το αντικείμενο της διαφοράς όπως αυτό οριοθετήθηκε κατά τη διαδικασία προ της ασκήσεως προσφυγής, οπότε το επιχείρημα αυτό είναι απαράδεκτο.

28     Πρέπει να επισημανθεί ότι, με έγγραφο της 10ης Νοεμβρίου 1999 το οποίο απευθύνθηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το οποίο αναφέρει η προειδοποιητική επιστολή, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής γνωστοποίησαν σε αυτό το κράτος μέλος την αμφιβολία τους ως προς το συμβατό των μεταβατικών διατάξεων με τους αφορώντες την ελεύθερη εγκατάσταση κανόνες της Συνθήκης, καθόσον οι διατάξεις αυτές δεν ορίζουν ότι οι αρμόδιες γερμανικές αρχές λαμβάνουν υπόψη τη δραστηριότητα που ασκήθηκε από ψυχοθεραπευτές στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ασφαλίσεως άλλων κρατών μελών. Ομοίως, η προειδοποιητική επιστολή αναφέρει γενικά ότι δεν λαμβάνεται υπόψη η δραστηριότητα που ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο της υποχρεωτικής ασφαλίσεως στη Γερμανία. Διαπιστώνεται ότι μια τέτοια αιτίαση μπορούσε να αφορά τόσο τους ψυχοθεραπευτές που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη όσο και αυτούς που προέρχονται από τη Γερμανία και εγκαταστάθηκαν σε άλλα κράτη μέλη.

29     Επομένως, ακόμη και αν τα επιχειρήματα της Επιτροπής που προβλήθηκαν κατά τη διαδικασία προ της ασκήσεως προσφυγής αφορούσαν μόνο τον περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως των ψυχοθεραπευτών που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, η ρητή αναφορά, στο στάδιο της προσφυγής, του ότι θίχτηκε η ελευθερία εγκαταστάσεως ορισμένων ψυχοθεραπευτών που προέρχονται από τη Γερμανία δεν αποτελεί νέα αιτίαση, χωριστή από εκείνη που προβλήθηκε αρχικά, αλλά απλώς αναπτύσσει την αιτίαση αυτή.

30     Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου με την οποία προβάλλεται ότι διευρύνθηκε το αντικείμενο της διαφοράς.

31     Εφόσον απορρίφθηκαν όλες οι ενστάσεις απαραδέκτου, η προσφυγή πρέπει να εξεταστεί επί της ουσίας.

 Επί της ουσίας

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

32     Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το κείμενο των μεταβατικών διατάξεων αποκαλύπτει περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

33     Οι διατάξεις αυτές εισάγουν παρέκκλιση από το καθεστώς ποσοστώσεων, την οποία μπορούν να επικαλεστούν μόνον οι ψυχοθεραπευτές που κατά την περίοδο αναφοράς περιέθαλψαν ασθενείς στο πλαίσιο της γερμανικής υποχρεωτικής υγειονομικής ασφαλίσεως. Αντιθέτως, οι ψυχοθεραπευτές που κατά την περίοδο αυτή περιέθαλψαν ασθενείς στο πλαίσιο της υποχρεωτικής υγειονομικής ασφαλίσεως άλλου κράτους μέλους δεν μπορούν να επικαλεστούν την παρέκκλιση αυτή.

34     Κατά συνέπεια, από το ευεργέτημα των μεταβατικών διατάξεων αποκλείονται όλοι οι ψυχοθεραπευτές που εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1997 και του τέλους της μεταβατικής περιόδου, δηλαδή της 31ης Δεκεμβρίου 1998, καθόσον από την 1η Ιανουαρίου 1997 οι ψυχοθεραπευτές αυτοί δεν μπορούσαν να πληρούν την προϋπόθεση σχετικά με τη συμπλήρωση, στο πλαίσιο του γερμανικού καθεστώτος υποχρεωτικής ασφαλίσεως, 250 ωρών εργασίας εντός μη διακεκομμένου χρονικού διαστήματος τουλάχιστον έξι μηνών κατά την περίοδο αναφοράς. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι από την 1η Ιανουαρίου 1997 απέμενε χρονικό διάστημα μικρότερο των έξι μηνών μέχρι το τέλος της περιόδου αναφοράς, δηλαδή μέχρι τις 24 Ιουνίου 1997.

35     Ο αποκλεισμός αυτός θίγει κυρίως τους εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη ψυχοθεραπευτές οι οποίοι άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης εγκαταστάσεως εγκατασταθέντες στη Γερμανία μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1997 και της 31ης Δεκεμβρίου 1998. Θίγει και τους εγκατεστημένους στη Γερμανία ψυχοθεραπευτές οι οποίοι άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης εγκαταστάσεως εγκατασταθέντες σε άλλο κράτος μέλος κατά την περίοδο αναφοράς και επέστρεψαν στη Γερμανία πριν από την 1η Ιανουαρίου 1999.

36     Η Επιτροπή δίνει μια εικόνα του εν λόγω αποκλεισμού λαμβάνοντας ως στήριγμα την κατάσταση δύο Αυστριακών ψυχοθεραπευτών οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία αντιστοίχως την 1η Ιανουαρίου και την 1η Οκτωβρίου 1998 σε περιοχές όπου στη συνέχεια η προσφορά περιθάλψεως θεωρήθηκε πλεονασματική βάσει του νόμου περί ψυχοθεραπευτών. Από τις ημερομηνίες αυτές, οι ενδιαφερόμενοι εργαζόντουσαν για τη γερμανική υποχρεωτική υγειονομική ασφάλιση, αλλά δεν μπόρεσαν να λάβουν την άδεια να ασκήσουν το επάγγελμά τους στις περιοχές της επιλογής τους ως συμβεβλημένοι ψυχοθεραπευτές βάσει του άρθρου 95, παράγραφος 10, του SGB V. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι γερμανικές αρχές δεν έλαβαν υπόψη την επαγγελματική πείρα που κατά την περίοδο αναφοράς οι ψυχοθεραπευτές αυτοί απέκτησαν στο πλαίσιο συμβάσεως με το αυστριακό υγειονομικό σύστημα, πείρα η οποία όσον αφορά τον αριθμό ωρών θεραπείας αντιστοιχεί παρά ταύτα στην πείρα που απαιτείται από τη γερμανική νομολογία.

37     Κατά την Επιτροπή, από τη νομολογία του Δικαστηρίου και ειδικά από την απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, C‑340/89, Βλασσοπούλου (Συλλογή 1991, σ. I‑2357), προκύπτει ότι η δραστηριότητα που ασκήθηκε από τους ψυχοθεραπευτές αυτούς σε άλλα κράτη μέλη στο πλαίσιο της κοινωνικής ασφαλίσεως αυτών των κρατών μελών πρέπει να ληφθεί υπόψη για να εξακριβωθεί αν μπορούν να επικαλεστούν τις μεταβατικές διατάξεις.

38     Το γεγονός ότι οι διατάξεις που αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής για τη διαπίστωση παραβάσεως είναι μεταβατικά μέτρα που αποβλέπουν στην προστασία κεκτημένων δικαιωμάτων δεν απαλλάσσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από την υποχρέωση τηρήσεως των κανόνων της Συνθήκης που αφορούν την ελευθερία εγκαταστάσεως. Εν προκειμένω, η εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων σε ορισμένους ψυχοθεραπευτές που ήσαν εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη δεν θα έθετε σε κίνδυνο τον σκοπό των μέτρων αυτών. Κατά συνέπεια, είναι δυσανάλογος ο περιορισμός του ευεργετήματος των διατάξεων αυτών μόνο στους ψυχοθεραπευτές που ήσαν εγκατεστημένοι στη Γερμανία.

39     Η Επιτροπή προσθέτει, ως εκ περισσού, ότι ο χαρακτήρας των μεταβατικών διατάξεων ως διατάξεων οι οποίες εισάγουν διακρίσεις εις βάρος των ψυχοθεραπευτών που ήσαν εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη είναι κατάφωρος καθόσον, στην πράξη, ο εγκατεστημένος στη Γερμανία ψυχοθεραπευτής δεν οφείλει να έχει εργαστεί στην περιοχή όπου επιθυμεί να εγκατασταθεί. Με άλλα λόγια, εφόσον κατά τα κρίσιμα έτη εργάστηκε στο πλαίσιο της γερμανικής κοινωνικής ασφαλίσεως και εφόσον συμπλήρωσε τον απαιτούμενο αριθμό ωρών, ο εγκατεστημένος στη Γερμανία ψυχοθεραπευτής δύναται να ζητήσει να υπάγεται στο καθεστώς των συμβεβλημένων ψυχοθεραπευτών ακόμη και αν εγκατασταθεί σε άλλη περιοχή.

40     Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι οι μεταβατικές διατάξεις δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις. Σκοπό έχουν να προστατεύσουν διαμορφωμένες καταστάσεις που θεωρήθηκε ότι χρήζουν προστασίας, δηλαδή τις καταστάσεις στις οποίες βρίσκονταν οι ψυχοθεραπευτές που ήσαν εγκατεστημένοι σε μια περιοχή της Γερμανίας όπου εργάστηκαν για ορισμένο χρονικό διάστημα υπό καθεστώς συμβεβλημένου ψυχοθεραπευτή. Ο νομοθέτης φρόντισε να μην αναγκαστούν τα πρόσωπα αυτά να μετακινηθούν και χάσουν την πελατεία τους. Από τον ίδιο τον χαρακτήρα των εν λόγω καταστάσεων προκύπτει ότι οι καταστάσεις αυτές μπορούσαν να διαμορφωθούν μόνον επί γερμανικού εδάφους.

41     Το πιο πάνω κράτος μέλος υπογραμμίζει ότι, στην απόφασή του της 8ης Νοεμβρίου 2000, το Bundessozialgericht ερμήνευσε τις μεταβατικές διατάξεις υπό την έννοια ότι έχουν εφαρμογή μόνον επί προσώπων που επιθυμούν να συνεχίσουν να υπάγονται στο καθεστώς των συμβεβλημένων ψυχοθεραπευτών στην περιοχή της Γερμανίας όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί και όχι επί προσώπων που επιθυμούν να αλλάξουν περιοχή. Επομένως, κακώς υποστηρίζει η Επιτροπή ότι οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή όποια και αν είναι η περιοχή στην οποία θέλει να εγκατασταθεί ο Γερμανός ψυχοθεραπευτής και εσφαλμένως συνάγει εντεύθεν ότι δεν είναι καθοριστικός ο τόπος, και ιδίως το κράτος μέλος, όπου παρασχέθηκε εργασία υπό καθεστώς συμβεβλημένου ψυχοθεραπευτή.

42     Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η προαναφερθείσα απόφαση Βλασσοπούλου δεν ασκεί επιρροή. Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη αφορούσε το ότι δεν λαμβανόταν υπόψη η επαγγελματική πείρα δικηγόρων σε άλλα κράτη μέλη. Εν προκειμένω, η επαγγελματική πείρα που αποκτήθηκε σε άλλο κράτος μέλος λαμβάνεται πλήρως υπόψη για την άσκηση δραστηριότητας ψυχοθεραπευτή στη Γερμανία και έτσι γίνεται απόλυτα σεβαστή η νομολογία Βλασσοπούλου. Το πρόβλημα είναι αν, στο πλαίσιο του νόμου περί ψυχοθεραπευτών, ένας ψυχοθεραπευτής καλύπτεται από μια διαμορφωμένη κατάσταση η οποία χρήζει προστασίας, με άλλα λόγια αν άσκησε την επαγγελματική του δραστηριότητα σε συγκεκριμένο χώρο εντός συγκεκριμένης περιόδου. Η προαναφερθείσα απόφαση Βλασσοπούλου δεν αφορά αυτή την περίπτωση.

43     Το πιο πάνω κράτος μέλος ισχυρίζεται ότι κατά την κατάρτιση των μεταβατικών διατάξεων δεν ήταν αναγκαίο να ληφθεί υπόψη η πείρα που ψυχοθεραπευτές απέκτησαν σε άλλο κράτος μέλος, καθόσον τυχόν προηγούμενη δραστηριότητα εκτός Γερμανίας δεν ασκούσε καμία επιρροή για την προστασία κεκτημένων δικαιωμάτων. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση των αναλογικού χαρακτήρα των μεταβατικών διατάξεων δεν πρέπει να εξαρτηθεί από το αν ελήφθησαν υπόψη οι ψυχοθεραπευτές αυτοί.

44     Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσθέτει ότι, αν το ευεργέτημα της παρεκκλίσεως πρέπει να επεκταθεί σε ψυχοθεραπευτές που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη με το να ληφθούν υπόψη, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ώρες εργασίας υπό καθεστώς συμβεβλημένου ψυχοθεραπευτή συμπληρωθείσες στο κράτος μέλος από το οποίο αυτοί προέρχονται, οι τελευταίοι τελικά θα ευνοηθούν σε σχέση με τους εγκατεστημένους στη Γερμανία ψυχοθεραπευτές που δεν μπορούν να επικαλεστούν ώρες εργασίας υπό καθεστώς συμβεβλημένου ψυχοθεραπευτή συμπληρωθείσες έξω από την περιοχή για την οποία ζητούν άδεια.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

–       Προκαταρκτική παρατήρηση

45     Για να εξεταστεί το συμβατό των μεταβατικών διατάξεων με το άρθρο 43 ΕΚ, οι διατάξεις αυτές πρέπει να αναλυθούν λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας που το Bundessozialgericht έδωσε σε αυτές με την απόφασή του της 8ης Νοεμβρίου 2000.

46     Το γεγονός ότι πριν από την έκδοση της αποφάσεως εκείνης ενδέχεται οι διατάξεις αυτές να μην εφαρμόστηκαν σωστά από τις γερμανικές αρχές δεν ασκεί επιρροή για την αξιολόγηση του κύρους των εν λόγω διατάξεων.

47     Επομένως, πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία η ερμηνεία των μεταβατικών διατάξεων που δόθηκε από το Bundessozialgericht, κατά την οποία το να είναι ο τόπος όπου ο ψυχοθεραπευτής εργάστηκε κατά την περίοδο αναφοράς ο ίδιος με τον τόπο όπου επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμά του από την 1η Ιανουαρίου 1999 είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να καλυφθεί ο ψυχοθεραπευτής από τις διατάξεις αυτές.

 Επί της προβαλλομένης παραβάσεως

48     Ελλείψει εναρμονίσεως των δραστηριοτήτων των ψυχοθεραπευτών, τα κράτη μέλη κατ’ αρχήν παραμένουν αρμόδια να ορίζουν τις προϋποθέσεις προσβάσεως στις δραστηριότητες αυτές. Ωστόσο, πρέπει να ασκούν τις αρμοδιότητές τους στον τομέα αυτόν τηρουμένων των θεμελιωδών ελευθεριών και, μεταξύ άλλων, της ελευθερίας εγκαταστάσεως την οποία εγγυάται το άρθρο 43 ΕΚ (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2000, C‑58/98, Corsten, Συλλογή 2000, σ. I‑7919, σκέψη 31, και προαναφερθείσα απόφαση Βλασσοπούλου, σκέψη 9).

49     Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο αυτό αντιτίθεται σε κάθε εθνικό μέτρο το οποίο, ακόμη και αν εφαρμόζεται χωρίς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, δύναται να θίξει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση από τους κοινοτικούς υπηκόους, περιλαμβανομένων εκείνων του κράτους μέλους το οποίο θέσπισε το μέτρο, των θεμελιωδών ελευθεριών που εγγυάται η Συνθήκη. Τα πράγματα είναι διαφορετικά μόνον αν ένα τέτοιο μέτρο δύναται να δικαιολογηθεί από επιτακτικές ανάγκες γενικού συμφέροντος υπό την προϋπόθεση ότι είναι ικανό να εξασφαλίσει την επίτευξη του σκοπού που έχει και δεν υπερβαίνει τα όρια που είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1993, C‑19/92, Kraus, Συλλογή 1993, σ. I‑1663, σκέψη 32· της 17ης Οκτωβρίου 2002, C‑79/01, Payroll κ.λπ., Συλλογή 2002, σ. I‑8923, σκέψεις 26 και 28, και της 21ης Απριλίου 2005, C‑140/03, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2005, σ. I‑3177, σκέψεις 27 και 34).

50     Κατά συνέπεια, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι μεταβατικές διατάξεις συνιστούν περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως και, στην περίπτωση αυτή, αν ο περιορισμός αυτός δύναται να δικαιολογηθεί.

–       Επί της υπάρξεως περιορισμού της ελευθερίας εγκαταστάσεως

51     Επικαλούμενη ειδικά την προαναφερθείσα απόφαση Βλασσοπούλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι μεταβατικές διατάξεις θίγουν την ελευθερία εγκαταστάσεως καθόσον δεν λαμβάνουν υπόψη την επαγγελματική πείρα την οποία ψυχοθεραπευτές που κατά τη μεταβατική περίοδο ήσαν εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη απέκτησαν στο πλαίσιο συμβάσεώς τους με τα υγειονομικά συστήματα των κρατών αυτών.

52     Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι ψυχοθεραπευτές που ήσαν εγκατεστημένοι εκτός γερμανικού εδάφους, οι οποίοι άσκησαν την επαγγελματική τους δραστηριότητα στο πλαίσιο ταμείων υγείας άλλων από τα γερμανικά ταμεία υγείας και μετέφεραν το γραφείο τους στη Γερμανία μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1997 και της 31ης Δεκεμβρίου 1998, δεν μπορούν να επικαλεστούν την παρέκκλιση που προβλέπουν οι μεταβατικές διατάξεις. Επιπλέον, και οι εγκατεστημένοι στη Γερμανία ψυχοθεραπευτές, οι οποίοι άσκησαν την επαγγελματική τους δραστηριότητα στο πλαίσιο ταμείων υγείας άλλου κράτους μέλους πριν επιστρέψουν στη Γερμανία μεταξύ των δύο αυτών ημερομηνιών, προσκρούουν στην αδυναμία αυτή. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση δεν λαμβάνεται υπόψη η πείρα που αποκτήθηκε στο πλαίσιο συμβάσεως με υγειονομικό σύστημα άλλου κράτους μέλους.

53     Αν, όπως οι δύο Αυστριακοί ψυχοθεραπευτές που ανέφερε η Επιτροπή, οι ψυχοθεραπευτές αυτοί επιλέξουν να εγκατασταθούν σε μια περιοχή της Γερμανίας όπου έχει σημειωθεί υπέρβαση των ανώτατων ποσοστώσεων του νόμου περί ψυχοθεραπευτών, οι εν λόγω ψυχοθεραπευτές δεν θα μπορέσουν να συνεχίσουν να ασκούν την επαγγελματική τους δραστηριότητα υπό καθεστώς συμβεβλημένου ψυχοθεραπευτή. Πάντως, χωρίς το καθεστώς αυτό, μπορούν να υπολογίζουν μόνο σε ιδιωτική πελατεία και να προσφέρουν περίθαλψη που δεν καλύπτεται από την υποχρεωτική υγειονομική ασφάλιση, πράγμα που δύναται να θίξει σημαντικά την επαγγελματική τους δραστηριότητα, και μάλιστα να τους αναγκάσει να την παύσουν.

54     Ασφαλώς, οι μεταβατικές διατάξεις έχουν εφαρμογή εφ’ όλων των ψυχοθεραπευτών ανεξαρτήτως ιθαγενείας, οπότε οι ψυχοθεραπευτές που ήσαν εγκατεστημένοι στη Γερμανία θίγονται από τις διατάξεις αυτές όπως και οι ψυχοθεραπευτές που ήσαν εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη αν άλλαξαν περιοχή και εγκαταστάθηκαν, μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1997 και της 31ης Δεκεμβρίου 1998, σε περιοχή της Γερμανίας όπου έχει σημειωθεί υπέρβαση των ποσοστώσεων. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι η διττή απαίτηση, αφενός, να έχουν οι ενδιαφερόμενοι ασκήσει κατά την περίοδο αναφοράς τη δραστηριότητά τους σε μια περιοχή της Γερμανίας στο πλαίσιο συμβάσεως με το γερμανικό σύστημα και, αφετέρου, να έχουν υποβάλει αίτηση άδειας για την ίδια περιοχή δύναται ως εκ της φύσεώς της να ευνοήσει περισσότερο τους ψυχοθεραπευτές που κατά την περίοδο εκείνη ήσαν εγκατεστημένοι στη Γερμανία απ’ ό,τι εκείνους που τότε ήσαν εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη.

55     Έτσι, η απαίτηση που τάσσεται από τις μεταβατικές διατάξεις θέτει σε χειρότερη μοίρα τα πρόσωπα που άσκησαν την ελευθερία τους εγκαταστάσεως και αντιθέτως θέτει σε καλύτερη μοίρα εκείνους που δεν μετέφεραν τη δραστηριότητά τους ή την μετέφεραν εντός της ίδιας περιοχής της Γερμανίας. Επομένως, η απαίτηση αυτή έχει συνέπειες, πρώτον, εις βάρος των ψυχοθεραπευτών που ήσαν εγκατεστημένοι σε κράτη μέλη άλλα από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, οι οποίοι, στο πλαίσιο συμβάσεως με το υγειονομικό σύστημα του κράτους καταγωγής τους, απέκτησαν πείρα ανάλογη σε αριθμό ωρών και διάρκεια με την πείρα που προβλέπουν οι μεταβατικές διατάξεις και οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1997 και της 31ης Δεκεμβρίου 1998, και, δεύτερον, εις βάρος των ψυχοθεραπευτών που ήσαν εγκατεστημένοι στη Γερμανία οι οποίοι άσκησαν κατά την περίοδο αναφοράς τη δραστηριότητά τους σε άλλο κράτος μέλος και επανεγκαταστάθηκαν στη Γερμανία μεταξύ των δύο αυτών ημερομηνιών.

56     Πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ένας νόμος, ακόμη και αν έχει αδιακρίτως εφαρμογή, ο οποίος εξαρτά τη χορήγηση ενός δικαιώματος από την τήρηση της προϋποθέσεως να κατοικεί ο ενδιαφερόμενος σε μια περιοχή ενός κράτους μέλους και, έτσι, ευνοεί τους ημεδαπούς εις βάρος των υπηκόων των άλλων κρατών μελών, αντίκειται στην αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων την οποία διατυπώνει το άρθρο 12 ΕΚ (βλ., στο ίδιο πνεύμα, όσον αφορά το δικαίωμα να δικαστεί κάποιος στη μητρική του γλώσσα, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1998, C‑274/96, Bickel και Franz, Συλλογή 1998, σ. I‑7637, σκέψη 26).

57     Υπό το φως της αποφάσεως εκείνης, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προϋπόθεση ασκήσεως δραστηριότητας ψυχοθεραπευτή σε μια περιοχή της Γερμανίας στο πλαίσιο συμβάσεως με το γερμανικό σύστημα, προϋπόθεση η οποία απαιτεί την εγκατάσταση σε μια περιοχή της Γερμανίας, συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως των εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος ψυχοθεραπευτών.

58     Όσον αφορά ειδικότερα τη δεύτερη κατηγορία προσώπων την οποία αναφέρει η σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως, δηλαδή τους ψυχοθεραπευτές που ήσαν εγκατεστημένοι στη Γερμανία οι οποίοι κατά την περίοδο αναφοράς άσκησαν την ελευθερία τους εγκαταστάσεως εγκατασταθέντες σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι είναι ασύμβατο με το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας να μπορέσει να επιφυλαχθεί σε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στο κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που θα του επιφυλασσόταν αν δεν είχε ασκήσει τις σχετικές με την κυκλοφορία ελευθερίες που καλύπτονται από τη Συνθήκη (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, C‑224/98, D’Hoop, Συλλογή 2002, σ. I‑6191, σκέψη 30, και, στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C‑224/02, Pusa, Συλλογή 2004, σ. I‑5763, σκέψη 20).

59     Η συλλογιστική αυτή ισχύει κατ’ αναλογία για τα πρόσωπα που άσκησαν την ελευθερία τους εγκαταστάσεως. Στο μέτρο που οι μεταβατικές διατάξεις έχουν ως αποτέλεσμα να επιφυλάσσεται λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση στους ψυχοθεραπευτές που ήσαν εγκατεστημένοι στη Γερμανία, οι οποίοι κατά την περίοδο αναφοράς εγκαταστάθηκαν έξω από αυτό το κράτος μέλος και στη συνέχεια επανήλθαν στο τελευταίο πριν από την 1η Ιανουαρίου 1997, απ’ ό,τι επιφυλάσσεται σε όσους έμειναν σε αυτό το κράτος μέλος κατά την ίδια περίοδο, διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις αυτές είναι ασύμβατες με τις διατάξεις της Συνθήκης που αφορούν την ελευθερία εγκαταστάσεως, εκτός αν μπορέσουν να δικαιολογηθούν.

60     Κατά συνέπεια, σωστά θεώρησε η Επιτροπή ότι οι μεταβατικές διατάξεις συνιστούν περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως των κοινοτικών ψυχοθεραπευτών, περιλαμβανομένων των Γερμανών ψυχοθεραπευτών.

61     Πρέπει να εξακριβωθεί αν οι διατάξεις αυτές δύνανται παρά ταύτα να δικαιολογηθούν.

–       Επί της υπάρξεως δικαιολογητικού λόγου

62     Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, οι ψυχοθεραπευτές που κατά την περίοδο αναφοράς ήσαν εγκατεστημένοι σε μια περιοχή της Γερμανίας, οι οποίοι έχουν αποκτήσει πελατεία που καλύπτεται από τη γερμανική υποχρεωτική υγειονομική ασφάλιση, χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας. Η πελατεία αυτή συνιστά κεκτημένο δικαίωμα. Έτσι, οι ψυχοθεραπευτές αυτοί δεν έπρεπε να αναγκαστούν να κλείσουν το γραφείο τους από την 1η Ιανουαρίου 1999 και, κατά συνέπεια, να χάσουν την πελατεία τους.

63     Πρέπει να θεωρηθεί ότι η προστασία ενός κεκτημένου δικαιώματος, δηλαδή η διατήρηση της πελατείας που αποκτήθηκε μετά από πλείστα έτη επαγγελματικής δραστηριότητας, αποτελεί επιτακτική ανάγκη γενικού συμφέροντος. Ένα κράτος μέλος δύναται να θεωρήσει αναγκαίο, σε μια τέτοια περίπτωση, να προστατεύσει με κατάλληλα μέτρα την πελατεία και, έτσι, τη δραστηριότητα των σχετικών επαγγελματιών.

64     Οι μεταβατικές διατάξεις, οι οποίες εισάγουν παρέκκλιση από τον νόμο περί ψυχοθεραπευτών για να προστατεύσουν τα πρόσωπα που κατά την περίοδο αναφοράς ήσαν εγκατεστημένα στη Γερμανία και που άσκησαν το επάγγελμά τους στο πλαίσιο συμβάσεως με το γερμανικό σύστημα, πρέπει να θεωρηθούν κατάλληλες για τη διαφύλαξη των κεκτημένων δικαιωμάτων των προσώπων αυτών ενώ περιορίζουν τον αριθμό των συμβεβλημένων ψυχοθεραπευτών ανεξαρτήτως των αναγκών.

65     Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές πρέπει να μην υπερβαίνουν τα όρια που είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού (απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, C‑55/94, Gebhard, Συλλογή 1995, σ. I‑4165, σκέψη 37).

66     Για να αξιολογηθεί ο αναλογικός χαρακτήρας των μεταβατικών διατάξεων, πρέπει να εξακριβωθεί αν για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός ήταν αναγκαίο οι διατάξεις αυτές να έχουν εφαρμογή μόνον επί των ψυχοθεραπευτών που κατά την περίοδο αναφοράς άσκησαν τη δραστηριότητά τους στο πλαίσιο γερμανικών ταμείων υγείας και να μη ληφθεί υπόψη ανάλογη δραστηριότητα που ασκήθηκε από ψυχοθεραπευτές στο πλαίσιο συμβάσεώς τους με υγειονομικά συστήματα άλλων κρατών μελών.

67     Με άλλα λόγια, πρέπει να εξεταστεί αν ο συνυπολογισμός της δραστηριότητας των τελευταίων θα έθιγε τον σκοπό των διατάξεων που εισάγουν παρέκκλιση.

68     Διαπιστώνεται, ευθύς εξ αρχής, ότι ο συνυπολογισμός αυτός δεν θα έθιγε την προστασία των κεκτημένων δικαιωμάτων των ψυχοθεραπευτών που κατά την περίοδο αναφοράς ήσαν εγκατεστημένοι στη Γερμανία. Συγκεκριμένα, ο συνυπολογισμός αυτός θα συνεπαγόταν προστασία άλλων ψυχοθεραπευτών και δεν θα είχε καμία συνέπεια για την κατάσταση των πρώτων.

69     Στη συνέχεια, τίθεται το ζήτημα αν η προστασία αυτή θα έθετε σε κίνδυνο τον σκοπό να περιοριστεί ο αριθμός των συμβεβλημένων ψυχοθεραπευτών ανεξαρτήτως των αναγκών.

70     Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η εν λόγω προστασία θα μπορούσε να αυξήσει τον αριθμό των συμβεβλημένων ψυχοθεραπευτών ανεξαρτήτως των αναγκών. Ωστόσο, εφόσον έγινε δεκτή παρέκκλιση από τον νόμο περί ψυχοθεραπευτών, για να προστατευθούν οι ψυχοθεραπευτές που εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία πριν από την έναρξη της ισχύος του νόμου η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έπρεπε να λάβει υπόψη το ζήτημα αν ήταν αναγκαίο να καλυφθούν από την παρέκκλιση αυτή μόνον τα πρόσωπα που ήσαν εγκατεστημένα στο έδαφός της κατά την περίοδο αναφοράς, αποκλειομένων όλων των προσώπων που κατά την περίοδο αυτή ήσαν εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, εφόσον οι τελευταίοι απλώς άσκησαν μια θεμελιώδη ελευθερία τους, κατ’ αρχήν άξιζαν και αυτοί να προστατευθεί η δραστηριότητά τους ως συμβεβλημένων ψυχοθεραπευτών στη Γερμανία. Τα πράγματα θα ήσαν διαφορετικά μόνον αν η προστασία αυτή δεν καθιστούσε δυνατό να επιτευχθεί ο σκοπός των μεταβατικών διατάξεων, δηλαδή να επιτραπεί σε περιορισμένο αριθμό ψυχοθεραπευτών να είναι συμβεβλημένοι ψυχοθεραπευτές ανεξαρτήτως των αναγκών.

71     Πάντως, όπως προέβαλε η Επιτροπή και αντιθέτως προς τον ισχυρισμό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ο αριθμός των σχετικών ψυχοθεραπευτών ήταν περιορισμένος. Συγκεκριμένα, ο αριθμός αυτός περιελάμβανε τους ψυχοθεραπευτές που εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1997 και της 31ης Δεκεμβρίου 1998 και, μεταξύ αυτών, εκείνους που άσκησαν, στο πλαίσιο ταμείων υγείας άλλου κράτους μέλους, ανάλογη δραστηριότητα με εκείνη που απαιτείται από το άρθρο 95 του SGB V.

72     Διαπιστώνεται και ότι στις μεταβατικές διατάξεις ο Γερμανός νομοθέτης δεν έθεσε ανώτατο αριθμητικό όριο. Με το να απαιτήσει από τους ψυχοθεραπευτές που θέλουν να επικαλεστούν τις μεταβατικές διατάξεις να έχουν ασκήσει τη δραστηριότητά τους στο πλαίσιο γερμανικών ταμείων υγείας κατά την περίοδο αναφοράς, δηλαδή κατά μια τριετή περίοδο, ο νομοθέτης αυτός χάραξε απλώς ένα πλαίσιο στο οποίο δύναται να ενταχθεί μεγαλύτερος ή μικρότερος αριθμός ψυχοθεραπευτών. Πάντως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να δείξει ότι ο συνυπολογισμός των ψυχοθεραπευτών που κατά την ίδια περίοδο άσκησαν τη δραστηριότητά τους υπό το καθεστώς υποχρεωτικής ασφαλίσεως άλλων κρατών μελών θα αφορούσε τέτοιον αριθμό προσώπων που θα θιγόταν ο σκοπός των μεταβατικών διατάξεων.

73     Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί δυσανάλογος ο μη συνυπολογισμός του συνόλου των ψυχοθεραπευτών που κατά την περίοδο αναφοράς άσκησαν τη δραστηριότητά τους έξω από το γερμανικό σύστημα περιθάλψεως από συμβεβλημένους ψυχοθεραπευτές.

74     Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ισχυρίζεται επιπλέον ότι η εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων στους ψυχοθεραπευτές αυτούς θα είχε ως αποτέλεσμα να ευνοηθούν οι ψυχοθεραπευτές που ήσαν εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη σε σχέση με εκείνους που είναι εγκατεστημένοι σε άλλες περιοχές της Γερμανίας.

75     Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό δεν είναι καθοριστικό. Η επιβολή διαφορετικών προϋποθέσεων σε κατοίκους άλλων κρατών μελών οι οποίοι ασκούν την ελευθερία εγκαταστάσεως δύναται να είναι αναγκαία για να τηρηθούν οι κανόνες σχετικά με την ελευθερία εγκαταστάσεως. Έτσι, ακόμη και αν οι ψυχοθεραπευτές που κατά την περίοδο αναφοράς ήσαν εγκατεστημένοι έξω από το γερμανικό έδαφος έχουν ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τους ψυχοθεραπευτές που κατά την περίοδο εκείνη ήσαν εγκατεστημένοι σε μια περιοχή της Γερμανίας και που στη συνέχεια άλλαξαν περιοχή, το γεγονός αυτό δεν είναι αρκετό για να μεταβάλει τη διαπίστωση ότι οι μεταβατικές διατάξεις είναι δυσανάλογες.

76     Από όλα τα πιο πάνω προκύπτει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία Γερμανίας, υπάγοντας στις μεταβατικές διατάξεις ή διατάξεις περί «κεκτημένων δικαιωμάτων», οι οποίες δίνουν στους ψυχοθεραπευτές τη δυνατότητα να λάβουν άδεια ή έγκριση ανεξαρτήτως των κανόνων που ισχύουν για τους συμβεβλημένους ψυχοθεραπευτές, μόνο τους ψυχοθεραπευτές που άσκησαν τη δραστηριότητά τους σε μια περιοχή της Γερμανίας στο πλαίσιο γερμανικών ταμείων υγείας και μη λαμβάνοντας υπόψη ανάλογη ή όμοια δραστηριότητα που ασκήθηκε από ψυχοθεραπευτές σε άλλα κράτη μέλη, παρέβη τις υποχρεώσεις που έχει από το άρθρο 43 ΕΚ

 Επί των δικαστικών εξόδων

77     Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, υπάγοντας στις μεταβατικές διατάξεις ή διατάξεις περί «κεκτημένων δικαιωμάτων», οι οποίες δίνουν στους ψυχοθεραπευτές τη δυνατότητα να λάβουν άδεια ή έγκριση ανεξαρτήτως των κανόνων που ισχύουν για τους συμβεβλημένους ψυχοθεραπευτές, μόνο τους ψυχοθεραπευτές που άσκησαν τη δραστηριότητά τους σε μια περιοχή της Γερμανίας στο πλαίσιο γερμανικών ταμείων υγείας και μη λαμβάνοντας υπόψη ανάλογη ή όμοια δραστηριότητα που ασκήθηκε από ψυχοθεραπευτές σε άλλα κράτη μέλη, παρέβη τις υποχρεώσεις που έχει από το άρθρο 43 ΕΚ.

2)      Καταδικάζει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Επάνω