Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62007CO0242

    Διάταξη του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 8ης Νοεμβρίου 2007.
    Βασίλειο του Βελγίου κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Αίτηση αναιρέσεως - Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής - Άρθρο 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου - Πρωτότυπο του δικογράφου που κατατέθηκε εκπροθέσμως - Απαράδεκτο - Έννοια της φράσης "συγγνωστή πλάνη"- Έννοια της φράσης "τυχαίο συμβάν".
    Υπόθεση C-242/07 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2007 I-09757

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2007:672

    Υπόθεση C-242/07 P

    Βασίλειο του Βελγίου

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Αίτηση αναιρέσεως — Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής — Άρθρο 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου — Το πρωτότυπο του δικογράφου κατατέθηκε εκπροθέσμως — Απαράδεκτο — Έννοια του όρου “συγγνωστή πλάνη”— Έννοια του όρου “τυχαίο συμβάν”»

    Διάταξη του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 8ης Νοεμβρίου 2007 

    Περίληψη της διατάξεως

    1.     Διαδικασία — Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής — Εκπρόθεσμο — Περίπτωση τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας — Έννοια

    (Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 45, εδ. 2)

    2.     Διαδικασία — Αιτιολογία των αποφάσεων — Περιεχόμενο

    3.     Διαδικασία — Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής — Εκπρόθεσμο — Συγγνωστή πλάνη — Έννοια

    4.     Διαδικασία — Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής — Προσφυγή ασκηθείσα με τηλεομοιοτυπία — Προθεσμία για την κατάθεση του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 43 § 6)

    5.     Διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τακτοποίηση — Προϋποθέσεις

    (Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 6)

    1.     Δεν χωρεί παρέκκλιση από την εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων περί δικονομικών προθεσμιών παρά μόνον υπό περιστάσεις εντελώς εξαιρετικές, τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας, κατά το άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι η αυστηρή εφαρμογή των κανόνων αυτών ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή κάθε αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης.

    Oι έννοιες της ανωτέρας βίας και του τυχαίου συμβάντος εμπεριέχουν ένα αντικειμενικό στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με μη φυσιολογικές και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις, και ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του μη φυσιολογικού γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες. Συγκεκριμένα, ο επιχειρηματίας πρέπει να παρακολουθεί προσεκτικά την εξέλιξη της αρξαμένης διαδικασίας και, ιδίως, να επιδεικνύει επιμέλεια όσον αφορά την τήρηση των προβλεπομένων προθεσμιών. Δεν απόκειται στο Πρωτοδικείο να καλύψει την έλλειψη επιμέλειας του προσφεύγοντος.

    (βλ. σκέψεις 16-17, 23)

    2.     Η υποχρέωση του Πρωτοδικείου να αιτιολογεί τις αποφάσεις του δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως συνεπαγόμενη την υποχρέωσή του να απαντά λεπτομερώς σε κάθε προβαλλόμενο από τον προσφεύγοντα επιχείρημα, ειδικότερα αν δεν είναι αρκούντως σαφές και ακριβές και δεν στηρίζεται σε εμπεριστατωμένα αποδεικτικά στοιχεία.

    (βλ. σκέψεις 20, 34)

    3.     Η πλήρης γνώση του οριστικού χαρακτήρα μιας αποφάσεως, καθώς και της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, δεν αποκλείει, αυτή καθεαυτή, να μπορεί ιδιώτης να επικαλεστεί συγγνωστή πλάνη, ικανή να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της προσφυγής του, διότι, κατά πάγια νομολογία, αυτή η πλάνη μπορεί να προκληθεί, ιδίως, όταν το οικείο κοινοτικό όργανο ακολούθησε συμπεριφορά δυνάμενη να προκαλέσει, από μόνη της ή σε καθοριστικό βαθμό, επιτρεπτή σύγχυση σε καλόπιστο πολίτη και σε συναλλασσόμενο έχοντα τη συνήθη ενημέρωση που επέδειξε όλη την επιμέλεια που απαιτείται.

    (βλ. σκέψη 29)

    4.     Το ίδιο το γράμμα του άρθρου 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου δεν αφήνει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στο Πρωτοδικείο, οσάκις αυτό εφαρμόζει τη διάταξη αυτή. Η δυνατότητα του προσφεύγοντος να επικαλεστεί, για τον έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας, την ημερομηνία παραλαβής τηλεομοιοτυπίας από τη Γραμματεία του Πρωτοδικείου εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το υπογεγραμμένο πρωτότυπο της πράξεως της οποίας αντίγραφο έχει σταλεί με τον τρόπο αυτό περιέρχεται στην εν λόγω γραμματεία το αργότερο μετά δέκα ημέρες. Εξάλλου, όταν, όπως εν προκειμένω, η τηλεομοιοτυπία έχει παραληφθεί πλέον των δέκα ημερών προ της λήξεως της προθεσμίας που ορίζεται για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου, οι διατάξεις του άρθρου 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου δεν επιφέρουν παράταση αυτής της προθεσμίας.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να προβάλει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας εφόσον το απαράδεκτο της προσφυγής οφείλεται στην έλλειψη επιμέλειας του εν λόγω κράτους μέλους για να περιέλθει στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του δικογράφου εντός της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής και όχι στον τρόπο με τον οποίο το Πρωτοδικείο εφάρμοσε το άρθρο 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του, διάταξη η οποία ενσωματώνει στον εν λόγω κανονισμό τις σύγχρονες τεχνικές επικοινωνίας, και της οποίας μία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής δεν συνέτρεχε.

    (βλ. σκέψεις 38-40)

    5.     Ο προσφεύγων διαθέτει μεν, δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, την ευχέρεια να τακτοποιήσει το δικόγραφό του ιδίως με την αποστολή συνημμένων που λείπουν, όμως η τακτοποίηση αυτή είναι δυνατή μόνο στο μέτρο που, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, εφαρμοστέου στην ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία, συντρέχει η ουσιαστική προϋπόθεση για να επιληφθεί το Πρωτοδικείο, ήτοι η κατάθεση της προσφυγής. Συγκεκριμένα, το δικόγραφο συνιστά το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο με το οποίο οι διάδικοι υποχρεούνται να καθορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, και δίπλα στο οποίο τα συνημμένα επιτελούν μόνο λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών στοιχείων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η κατάθεση συνημμένων εγγράφων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με μερική κατάθεση του δικογράφου.

    (βλ. σκέψη 41)







    ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

    της 8ης Νοεμβρίου 2007 (*)

    «Αίτηση αναιρέσεως – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Άρθρο 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου – Πρωτότυπο του δικογράφου που κατατέθηκε εκπροθέσμως – Απαράδεκτο – Έννοια της φράσης “συγγνωστή πλάνη”– Έννοια της φράσης “τυχαίο συμβάν”

    Στην υπόθεση C‑242/07 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 16 Μαΐου 2007,

    Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από την L. Van den Broeck, επικουρούμενη από τους J.-P. Buyle και C. Steyaert, avocats,

    αναιρεσείον,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους L. Flynn και A. Steiblytė, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθής πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους K. Schiemann, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, P. Kūris και C. Toader (εισηγήτρια), δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: J. Kokott

    γραμματέας: R. Grass

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    1       Με την αίτησή του αναιρέσεως, το Βασίλειο του Βελγίου ζητεί την ακύρωση της διατάξεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 15ης Μαρτίου 2007, Τ-5/07, Βέλγιο κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη διάταξη), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε ως προδήλως απαράδεκτη την προσφυγή του, με την οποία αυτό είχε ζητήσει την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία περιέχεται στο από 18 Οκτωβρίου 2006 έγγραφο και με την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε την επιστροφή του ποσού και των τόκων που αυτό κατέβαλε έναντι απαιτήσεων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (στο εξής: επίδικη απόφαση), για τον λόγο ότι η προσφυγή του ασκήθηκε εκπροθέσμως και οι προβληθείσες περιστάσεις δεν συνιστούσαν τυχαίο συμβάν κατά την έννοια του άρθρου 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο έχει εφαρμογή στην ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία δυνάμει του άρθρου 53 του εν λόγω οργανισμού.

     Το ιστορικό της διαφοράς και η αναιρεσιβαλλομένη διάταξη

    2       Από την αναιρεσιβαλλομένη διάταξη προκύπτει ότι η επίδικη απόφαση κοινοποιήθηκε στο Βασίλειο του Βελγίου στις 19 Οκτωβρίου 2006 και ότι αυτό διέθετε προθεσμία έως τις 2 Ιανουαρίου 2007 για να ασκήσει προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της αποφάσεως αυτής δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ.

    3       Στις 21 Δεκεμβρίου 2006, το Βασίλειο του Βελγίου απέστειλε με τηλεομοιοτυπία στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου αντίγραφο του υπογεγραμμένου δικογράφου του, συνοδευομένου από συνημμένα έγγραφα. Σύμφωνα με το άρθρο 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η ημερομηνία αυτή μπορούσε να ληφθεί υπόψη για τον έλεγχο της τηρήσεως των δικονομικών προθεσμιών υπό τον όρον ότι το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του δικογράφου κατατέθηκε στη Γραμματεία το αργότερο δέκα ημέρες μετά την εν λόγω ημερομηνία.

    4       Όμως, από την αναιρεσιβαλλομένη διάταξη προκύπτει ότι μόνον τα πρωτότυπα συνημμένα παρελήφθησαν από το Πρωτοδικείο στις 27 Δεκεμβρίου 2006, ενώ το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του δικογράφου, το οποίο απεστάλη εκ λάθους στην Πρεσβεία του Βελγίου στο Λουξεμβούργο με τον διπλωματικό σάκο, περιήλθε τελικώς στη Γραμματεία του Πρωτοδικείο τελικώς μόλις στις 5 Ιανουαρίου 2007.

    5       Με την αναιρεσιβαλλομένη διάταξη, το Πρωτοδικείο έκρινε επομένως ότι, επειδή το αποσταλέν από το Βασίλειο του Βελγίου υπογεγραμμένο πρωτότυπο του δικογράφου δεν περιήλθε εντός των δέκα ημερών μετά την αποστολή του αντιγράφου αυτού με τηλεομοιοτυπία, μόνον η ημερομηνία της καταθέσεως του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου του δικογράφου, ήτοι η 5η Ιανουαρίου 2007, μπορούσε να ληφθεί υπόψη για τον έλεγχο της τηρήσεως της προθεσμίας προς άσκηση της προσφυγής. Επομένως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το δικόγραφο κατατέθηκε εκπροθέσμως.

    6       Με έγγραφο της 2ας Φεβρουαρίου 2007, το Βασίλειο του Βελγίου επικαλέστηκε πάντως συγγνωστή πλάνη για να εξαιρεθεί της οικείας προθεσμίας και προέβαλε την ύπαρξη τυχαίου συμβάντος κατά την έννοια του άρθρου 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

    7       Το εν λόγω κράτος μέλος υποστήριξε με το εν λόγω έγγραφο ότι οι υπηρεσίες του είχαν επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια αποστέλλοντας, με τηλεομοιοτυπία, το αντίγραφο του υπογεγραμμένου δικογράφου πολύ πριν από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής και ότι αντιλήφθηκαν τη μη προώθηση του πρωτοτύπου δικογράφου μόνον όταν αυτή τους επισημάνθηκε από τη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, στις 5 Ιανουαρίου 2007. Εξάλλου, τόνισε ότι ένα υπογεγραμμένο δικόγραφο, απευθυνθέν με τηλεομοιοτυπία, δεν μπορεί να θεωρηθεί άκυρο για τον λόγο ότι το πρωτότυπο δεν περιήλθε εντός προθεσμίας δέκα ημερών.

    8       Με την αναιρεσιβαλλομένη διάταξη, το Πρωτοδικείο, αφού υπενθύμισε την κοινοτική νομολογία επί της εννοίας του τυχαίου συμβάντος, έκρινε ότι η εκπρόθεσμη κατάθεση του πρωτοτύπου του δικογράφου οφειλόταν στο γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο υπουργείο απέστειλε το εν λόγω πρωτότυπο στην Πρεσβεία του Βελγίου στο Λουξεμβούργο, η οποία το κατέθεσε τελικώς στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου μόλις στις 5 Ιανουαρίου 2007. Το Πρωτοδικείο έκρινε επίσης ότι κανένα άλλο στοιχείο δεν προβλήθηκε για να αποδειχθεί η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων ή μη φυσιολογικών γεγονότων ξένων προς τους θεσμούς του Βασιλείου του Βελγίου, στα οποία οφειλόταν το προβαλλόμενο τυχαίο συμβάν. Τέλος, ως προς τη συγγνωστή πλάνη την οποία επικαλέστηκε το εν λόγω κράτος μέλος, έκρινε ότι τα ζητήματα που συνδέονται με τη λειτουργία των υπηρεσιών του αναιρεσείοντος δεν μπορούν, αυτά καθεαυτά, να προσδώσουν συγγνωστό χαρακτήρα στο σφάλμα που διαπράχθηκε με τον τρόπο αυτό.

     Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    9       Με την αίτησή του αναιρέσεως, προς στήριξη της οποίας προβάλλει τέσσερις λόγους, το Βασίλειο του Βελγίου ζητεί από το Δικαστήριο:

    –       να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλομένη διάταξη·

    –       να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή του με αντικείμενο την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως και να δεχτεί τα υποβληθέντα ενώπιον του Πρωτοδικείου αιτήματά του·

    –       ενδεχομένως, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου για να αποφανθεί επί της ουσίας·

    –       να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας αναιρέσεως και της πρωτοβάθμιας δίκης.

    10     Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

    11     Βάσει του άρθρου 119 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, προδήλως αβάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί, κατά πάσα στάση της δίκης, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως με αιτιολογημένη διάταξη.

     Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από την έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    12     Το Βασίλειο του Βελγίου προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι ανέφερε την κοινοτική νομολογία χωρίς να αναφέρει στην αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως γιατί από τις συγκεκριμένες περιστάσεις δεν μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη τυχαίου συμβάντος ή συγγνωστής πλάνης.

    13     Θεωρεί, ειδικότερα, ότι το Πρωτοδικείο αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ύπαρξη τυχαίου συμβάντος, αρκούμενο στη διαπίστωση σφάλματος που διέπραξαν οι υπηρεσίες του και ισχυριζόμενο εσφαλμένως ότι κανένα άλλο στοιχείο δεν είχε προβληθεί από το Βασίλειο του Βελγίου. Έτσι, το Πρωτοδικείο δεν αιτιολόγησε, μεταξύ άλλών, γιατί δεν μπορούσε να συναχθεί η ύπαρξη τυχαίου συμβάντος από ορισμένα στοιχεία που, εντούτοις, προβλήθηκαν, όπως το γεγονός ότι ένας από τους παράγοντες του υπουργείου, επιφορτισμένος με την υπόθεση C‑227/06 που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, είχε, γύρω στις 27 Δεκεμβρίου 2006, τηλεφωνική επαφή με τη Γραμματεία του Δικαστηρίου, η οποία του επιβεβαίωσε την παραλαβή δύο φακέλων και τον διαβεβαίωσε ότι όλα ήσαν εντάξει, καθώς και το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο τους επισήμανε μόλις στις 5 Ιανουαρίου 2007 τη μη παραλαβή του πρωτοτύπου δικογράφου μαζί με τα συνημμένα έγγραφα που πράγματι παραλήφθηκαν στις 27 Δεκεμβρίου 2006.

    14     Ως προς τη συγγνωστή πλάνη, το Βασίλειο του Βελγίου θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο δεν εξήγησε γιατί το εξαιρετικό και πρωτοφανές γεγονός ότι το πρωτότυπο του δικογράφου, αντίθετα προς τα συνημμένα, δεν περιήλθε εμπροθέσμως στη Γραμματεία δεν επέτρεπε εν προκειμένω τη διαπίστωση ότι υπήρχε συγγνωστή πλάνη. Επομένως, αγνόησε επίσης την υποχρέωση αιτιολογήσεως ως προς το σημείο αυτό.

    15     Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η διάταξη αιτιολογήθηκε επαρκώς από νομικής απόψεως και ότι αυτή καθιστά δυνατό στο Βασίλειο του Βελγίου να γνωρίσει τους λόγους για τους οποίους η προσφυγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    16     Πρέπει να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη κρίνει ότι δεν χωρεί παρέκκλιση από την εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων περί δικονομικών προθεσμιών παρά μόνον υπό περιστάσεις εντελώς εξαιρετικές, τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας, κατά το άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι η αυστηρή εφαρμογή των κανόνων αυτών ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή κάθε αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης (βλ., υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1985, 42/85, Cockerill-Sambre κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3749, σκέψη 10· καθώς και τις διατάξεις της 5ης Φεβρουαρίου 1992, C‑59/91, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑525, σκέψη 8, και της 7ης Μαΐου 1998, C‑239/97, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2655, σκέψη 7).

    17     Το Δικαστήριο είχε επίσης την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι οι έννοιες της ανωτέρας βίας και του τυχαίου συμβάντος εμπεριέχουν ένα αντικειμενικό στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με μη φυσιολογικές και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις, και ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του μη φυσιολογικού γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες. Συγκεκριμένα, ο επιχειρηματίας πρέπει να παρακολουθεί προσεκτικά την εξέλιξη της αρξαμένης διαδικασίας και, ιδίως, να επιδεικνύει επιμέλεια όσον αφορά την τήρηση των προβλεπομένων προθεσμιών (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1994, C‑195/91 P, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑5619, σκέψη 32).

    18     Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο, αφού υπενθύμισε την προαναφερθείσα νομολογία, έκρινε, με τη σκέψη 16 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η εκπρόθεσμη κατάθεση του πρωτοτύπου του δικογράφου οφειλόταν στο γεγονός ότι το Βασίλειο του Βελγίου είχε προωθήσει το πρωτότυπο αυτό με τον διπλωματικό σάκο.

    19     Ως προς τα λοιπά στοιχεία που προέβαλε το Βασίλειο του Βελγίου, επιβάλλεται η διαπίστωση, κατ’ αρχάς, ότι αυτό επικαλείται για πρώτη φορά, κατ’ αναίρεση, την προβαλλομένη τηλεφωνική κλήση στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, η οποία του επιβεβαίωσε ότι όλα ήσαν εντάξει. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, στο μέτρο που ένα τέτοιο στοιχείο δεν προβλήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου, δεν μπορεί να προσαφθεί σ’ αυτό ότι δεν το περιέλαβε στην αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.

    20     Κατόπιν, ως προς το γεγονός ότι η Γραμματεία του ανέφερε μόλις στις 5 Ιανουαρίου 2007 ότι το πρωτότυπο του δικογράφου δεν της είχε περιέλθει, πρέπει να υπομνηστεί ότι η υποχρέωση του Πρωτοδικείου να αιτιολογεί τις αποφάσεις του δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως συνεπαγόμενη την υποχρέωσή του να απαντά λεπτομερώς σε κάθε προβαλλόμενο από τον διάδικο επιχείρημα, ειδικότερα αν δεν είναι αρκούντως σαφές και ακριβές και δεν στηρίζεται σε πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία (βλ, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2007, C‑404/04 P, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 90 και παρατιθέμενη νομολογία).

    21     Όμως, εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αν και ασφαλώς το προπαρατεθέν έγγραφο της 2ας Φεβρουαρίου 2007 περιέχει τον ισχυρισμό ότι το γεγονός ότι η Γραμματεία δεν γνωστοποίησε αμέσως τη λήψη της αποστολής του Βασιλείου του Βελγίου συνιστούσε στοιχείο που αφορούσε εξωτερικές περιστάσεις, όμως το εν λόγω κράτος μέλος ουδόλως επιχείρησε να εξηγήσει τον ισχυρισμό αυτό κατά τρόπο που να του προσδώσει επαρκώς σαφή και ακριβή χαρακτήρα που να επιτρέπει να γίνει αντιληπτή η ενδεχόμενη λυσιτέλειά του για την εκτίμηση της υπάρξεως προβαλλομένου τυχαίου συμβάντος.

    22     Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Πρωτοδικείο μπόρεσε να κρίνει, χωρίς να αγνοήσει την υποχρέωση αιτιολογήσεως, με τη σκέψη 16 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι κανένα άλλο στοιχείο δεν είχε προβληθεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων ή μη φυσιολογικών γεγονότων ξένων προς τους θεσμούς του Βασιλείου του Βελγίου, στα οποία οφειλόταν το προβαλλόμενο τυχαίο συμβάν.

    23     Εν πάση περιπτώσει, το Βασίλειο του Βελγίου δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η Γραμματεία του Πρωτοδικείου το ενημέρωσε καθυστερημένα για τη μη προώθηση του πρωτοτύπου δικογράφου, εφόσον μόνο στον αναιρεσείοντα απόκειται να παρακολουθεί προσεκτικά την εξέλιξη της διαδικασίας και, ιδίως, να επιδεικνύει επιμέλεια όσον αφορά την τήρηση των προβλεπομένων προθεσμιών (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Bayer κατά Επιτροπής, σκέψη 32) και, συνεπώς, δεν απόκειται στο Πρωτοδικείο να καλύψει την έλλειψη επιμέλειας του προσφεύγοντος.

    24     Τέλος, ως προς το γεγονός ότι το πρωτότυπο του δικογράφου δεν περιήλθε εντός της απαιτουμένης προθεσμίας στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, ενώ τα συνημμένα κατατέθηκαν εντός της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής, αρκεί η διαπίστωση ότι, με το προπαρατεθέν έγγραφο της 2ας Φεβρουαρίου 2007, το Βασίλειο του Βελγίου δεν επεχείρησε να εξηγήσει γιατί το γεγονός αυτό είχε εξαιρετικό χαρακτήρα πρόσφορο για να προκαλέσει συγγνωστή πλάνη.

    25     Πρέπει εξάλλου να προστεθεί ότι το γεγονός αυτό, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι ούτε εξαιρετικό στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών ούτε, εν προκειμένω, ξένο προς τους θεσμούς του Βασιλείου του Βελγίου.

    26     Λαμβάνοντας υπόψη τα προεκτεθέντα, ο πρώτος λόγος πρέπει επομένως να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.

     Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από νομική πλάνη κατά την εφαρμογή της εννοίας της συγγνωστής πλάνης

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    27     Κατά το Βασίλειο του Βελγίου, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη εκτιμώντας, με τη σκέψη 18 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι τα ζητήματα που συνδέονται με τη λειτουργία των υπηρεσιών του δεν μπορούσαν, αυτά καθεαυτά, να προσδώσουν συγγνωστό χαρακτήρα στο διαπραχθέν σφάλμα.

    28     Η Επιτροπή θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο έμεινε πιστό στην κοινοτική νομολογία και ότι ορθώς αποφάσισε, με την προπαρατεθείσα σκέψη 18, ότι το οικείο κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται ελαττωματική λειτουργία της εσωτερικής του οργάνωσης για να αποδείξει τον συγγνωστό χαρακτήρα του σφάλματος που διαπράχθηκε εν προκειμένω.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    29     Πρέπει να υπομνησθεί ότι η πλήρης γνώση του οριστικού χαρακτήρα μιας αποφάσεως, καθώς και της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, δεν αποκλείει, αυτή καθεαυτή, να μπορεί ιδιώτης να επικαλεστεί συγγνωστή πλάνη, ικανή να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της προσφυγής του, διότι, κατά πάγια νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Bayer κατά Επιτροπής, σκέψη 26), αυτή η πλάνη μπορεί να προκληθεί, ιδίως, όταν το οικείο κοινοτικό όργανο ακολούθησε συμπεριφορά δυνάμενη να προκαλέσει, από μόνη της ή σε καθοριστικό βαθμό, επιτρεπτή σύγχυση σε καλόπιστο πολίτη και σε συναλλασσόμενο έχοντα τη συνήθη ενημέρωση που επέδειξε όλη την επιμέλεια που απαιτείται (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 2003, C‑193/01 P, Αθανάσιος Πιτσιώρλας κατά Συμβουλίου και BCE, Συλλογή 2003, σ. I‑4837, σκέψη 24).

    30     Με την αναιρεσιβαλλομένη διάταξη το Πρωτοδικείο εφάρμοσε ορθώς την προπαρατεθείσα νομολογία. Συγκεκριμένα, αφού διαπίστωσε, με τη σκέψη 16 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η εκπρόθεσμη κατάθεση του δικογράφου οφειλόταν σε δυσλειτουργία των υπηρεσιών του οικείου υπουργείου, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι, εν προκειμένω και μη υπαρχόντων άλλων στοιχείων, τα συνδεόμενα με τη λειτουργία των υπηρεσιών του Βασιλείου του Βελγίου ζητήματα δεν μπορούσαν να προσδώσουν, αυτά καθεαυτά, συγγνωστό χαρακτήρα στο σφάλμα που διαπράχθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο, εφόσον, εν προκειμένω, το σφάλμα αυτό αντιστοιχούσε ακριβώς σε έλλειψη επιμέλειας των εν λόγω υπηρεσιών.

    31     Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.

     Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται από νομική πλάνη ή έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον το Πρωτοδικείο παρέλειψε να εξετάσει ένα επιχείρημα

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    32     Το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε το επιχείρημα το οποίο προέβαλε με το έγγραφό του της 2ας Φεβρουαρίου 2007, κατά το οποίο το γεγονός της ακυρώσεως του δικογράφου, λόγω μη τηρήσεως της προθεσμίας των δέκα ημερών για να περιέλθει στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του δικογράφου, έδειχνε υπερβολική δικονομική αυστηρότητα η οποία αντιβαίνει προς τη σύγχρονη εξέλιξη των μέσων επικοινωνίας που αντανακλάται, μεταξύ άλλων, στην κανονιστική ρύθμιση σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές υπογραφές.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    33     Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η ημερομηνία παραλαβής της τηλεομοιοτυπίας δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη για τον έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας, μόνον η ημερομηνία καταθέσεως του πρωτοτύπου του δικογράφου στη Γραμματεία μπορούσε να ληφθεί υπόψη εγκύρως. Επειδή η τελευταία ημερομηνία ήταν εκτός της προθεσμίας που τάχθηκε στο Βασίλειο του Βελγίου για την άσκηση της προσφυγής του, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε παρά να καταλήξει στο απαράδεκτο της εν λόγω προσφυγής λόγω του εκπροθέσμου της καταθέσεώς του, και όχι στην ακυρότητα του δικογράφου όπως υποστηρίζει το εν λόγω κράτος μέλος.

    34     Στην πραγματικότητα, διαβάζοντας το έγγραφο της 2ας Φεβρουαρίου 2007, το προβαλλόμενο αυτό επιχείρημα του προσφεύγοντος ομοιάζει περισσότερο με μια γενική κριτική των κανόνων που προέρχονται από τον Κανονισμό Διαδικασίας, τον οποίον το Πρωτοδικείο είναι πάντως υποχρεωμένο να εφαρμόζει αυστηρώς, όπως υπομνήστηκε στη σκέψη 16 της παρούσας διατάξεως. Πάντως, η υποχρέωση του Πρωτοδικείου να αιτιολογεί τις αποφάσεις του δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως συνεπαγόμενη την υποχρέωσή του να απαντά λεπτομερώς σε κάθε προβαλλόμενο από τον διάδικο επιχείρημα, ειδικότερα αν δεν είναι αρκούντως σαφές και ακριβές και δεν στηρίζεται σε εμπεριστατωμένα αποδεικτικά στοιχεία (βλ. αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2001, C‑274/99 P, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑1611, σκέψη 121, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑197/99 P, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑8461, σκέψη 81).

    35     Συνεπώς, ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.

     Επί του τετάρτου λόγου που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    36     Το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι το απαράδεκτο που αντιτάσσεται σε ένα δικόγραφο, οσάκις το πρωτότυπο αυτού δεν περιέρχεται στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου εντός των δέκα ημερών από της αποστολής τηλεομοιοτυπίας η οποία πραγματοποιείται εντός της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 230 ΕΚ, συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Ελλείψει απαιτήσεως συνδεομένης με την ασφάλεια δικαίου, η τήρηση της εν λόγω αρχής επιβάλλει να μη κριθεί απαράδεκτο δικόγραφο το οποίο περιήλθε με τηλεομοιοτυπία εντός της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής που επιβάλλει η Συνθήκη ΕΚ, αρκεί αυτό να κατατίθεται εντός των δέκα ημερών από της ημερομηνίας λήξεως της ταχθείσας προθεσμίας για την κατάθεση του δικογράφου με τηλεομοιοτυπία. Εξάλλου, το πρωτότυπο δικόγραφο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι κατατέθηκε εν μέρει εμπροθέσμως στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, εφόσον τα πρωτότυπα συνημμένα έγγραφα περιήλθαν σ’ αυτό πράγματι στις 27 Δεκεμβρίου 2006.

    37     Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο υπό κρίση λόγος είναι απαράδεκτος στο μέτρο που αποσκοπεί στην πραγματικότητα να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα του άρθρου 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Όμως, κατά την Επιτροπή, το Βασίλειο του Βελγίου δεν μπορεί να εγείρει, παρεμπιπτόντως, εγκύρως ζήτημα μη νομιμότητας διατάξεως του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, την οποία θα μπορούσε να έχει εγκύρως προσβάλει εντός προθεσμίας δύο μηνών δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ. Επικουρικώς, αυτή θεωρεί ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος στο μέτρο που ο κοινοτικός νομοθέτης δεν είχε την πρόθεση ούτε να επιτρέψει ούτε να υποχρεώσει το Πρωτοδικείο να εξετάζει ανά περίπτωση την αναλογικότητα του απαραδέκτου που αντιτάχθηκε υπό συνθήκες όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    38     Το γράμμα του άρθρου 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου δεν αφήνει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στο Πρωτοδικείο, οσάκις αυτό εφαρμόζει τη διάταξη αυτή. Η δυνατότητα του προσφεύγοντος να επικαλεστεί, για τον έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας, την ημερομηνία παραλαβής τηλεομοιοτυπίας από τη Γραμματεία του Πρωτοδικείου εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το υπογεγραμμένο πρωτότυπο της πράξεως της οποίας αντίγραφο έχει σταλεί με τον τρόπο αυτό περιέρχεται στην εν λόγω γραμματεία το αργότερο μετά δέκα ημέρες.

    39     Εξάλλου, όταν, όπως εν προκειμένω, η τηλεομοιοτυπία έχει παραληφθεί πλέον των δέκα ημερών προ της λήξεως της προθεσμίας που ορίζεται για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου, οι διατάξεις του άρθρου 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου δεν επιφέρουν παράταση αυτής της προθεσμίας (διάταξη του Δικαστηρίου της 18ης Ιανουαρίου 2005, C‑325/03 P, Zuazaga Meabe κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2005, σ. I‑403, σκέψη 18).

    40     Υπό τις συνθήκες αυτές, το Βασίλειο του Βελγίου δεν μπορεί να προβάλει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας εφόσον, όπως το Πρωτοδικείο διαπίστωσε με την αναιρεσιβαλλομένη διάταξη, το απαράδεκτο της προσφυγής οφείλεται στην έλλειψη επιμέλειας του εν λόγω κράτους μέλους για να περιέλθει στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του δικογράφου εντός της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής και όχι στον τρόπο με τον οποίο το Πρωτοδικείο εφάρμοσε το άρθρο 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του, διάταξη η οποία ενσωματώνει στον εν λόγω κανονισμό τις σύγχρονες τεχνικές επικοινωνίας βάσει των τροποποιήσεων που θέσπισε το Πρωτοδικείο, σε συμφωνία με το Δικαστήριο και με την ομόφωνη έγκριση του Συμβουλίου, με την απόφασή του της 6ης Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ L 322, σ. 4), και της οποίας μία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής δεν συνέτρεχε εν προκειμένω.

    41     Τέλος, το Βασίλειο του Βελγίου δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι το πρωτότυπο δικόγραφό του είχε εν μέρει κατατεθεί εμπροθέσμως στο μέτρο που τα πρωτότυπα συνημμένα είχαν πράγματι περιέλθει στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου. Πράγματι, ο προσφεύγων διαθέτει μεν, δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, την ευχέρεια να τακτοποιήσει το δικόγραφό του, ιδίως με την αποστολή συνημμένων που λείπουν, όμως η τακτοποίηση αυτή είναι δυνατή μόνο στο μέτρο που, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, εφαρμοστέου στην ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία, συντρέχει η ουσιαστική προϋπόθεση για να επιληφθεί το Πρωτοδικείο, ήτοι η κατάθεση της προσφυγής. Συγκεκριμένα, το δικόγραφο συνιστά το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο με το οποίο οι διάδικοι υποχρεούνται να καθορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Σεπτεμβρίου 1979, 232/78, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή τόμος 1979/ μέρος ΙΙ, σ. 323, σκέψη 3, και της 6ης Απριλίου 2000, C‑256/98, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2000, σ. I‑2487, σκέψη 31), και δίπλα στο οποίο τα συνημμένα επιτελούν μόνο λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών στοιχείων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 99). Υπό τις συνθήκες αυτές, η κατάθεση συνημμένων εγγράφων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με μερική κατάθεση του δικογράφου.

    42     Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.

    43     Λαμβάνοντας υπόψη τα προεκτεθέντα, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    44     Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του ιδίου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Βασιλείου του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα και το τελευταίο ηττήθηκε, αυτό πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) διατάσσει:

    1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

    2)      Καταδικάζει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Επάνω