EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62004CJ0302

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 10ης Ιανουαρίου 2006.
Ynos kft κατά János Varga.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Szombathelyi Városi Bíróság - Ουγγαρία.
Άρθρο 234 ΕΚ - Οδηγία 93/13/ΕΟΚ - Καταναλωτές - Καταχρηστικές ρήτρες - Εθνική νομοθεσία η οποία έγινε σύμφωνη με την οδηγία μετά τη σύναψη από τρίτη χώρα συμφωνίας συνδέσεως με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και πριν από την προσχώρηση του πιο πάνω κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση - Αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου.
Υπόθεση C-302/04.

Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-00371

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2006:9

Υπόθεση C-302/04

Ynos kft

κατά

János Varga

(αίτηση του Szombathelyi Városi Bíróság

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Άρθρο 234 ΕΚ — Οδηγία 93/13/ΕΟΚ — Καταναλωτές — Καταχρηστικές ρήτρες — Εθνική νομοθεσία η οποία έγινε σύμφωνη με την οδηγία μετά τη σύναψη από τρίτη χώρα συμφωνίας συνδέσεως με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και πριν από την προσχώρηση του πιο πάνω κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση — Αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα A. Tizzano της 22ας Σεπτεμβρίου 2005 

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 10ης Ιανουαρίου 2006 

Περίληψη της αποφάσεως

Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Όρια

(Άρθρο 234 ΕΚ)

Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει μια κοινοτική οδηγία μόνον όσον αφορά την εφαρμογή της σε νέο κράτος μέλος από την ημερομηνία της προσχωρήσεώς του στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα ουγγρικού δικαστηρίου ως προς την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, όταν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης είναι προγενέστερα της προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(βλ. σκέψεις 36-38)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 10ης Ιανουαρίου 2006(*)

«Άρθρο 234 ΕΚ – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταναλωτές – Καταχρηστικές ρήτρες – Εθνική νομοθεσία η οποία έγινε σύμφωνη με την οδηγία μετά τη σύναψη από τρίτη χώρα συμφωνίας συνδέσεως με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και πριν από την προσχώρηση του πιο πάνω κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου»

Στην υπόθεση C-302/04,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, υποβληθείσα από το Szombathelyi Városi Bíróság (Ουγγαρία) με απόφαση της 10ης Ιουνίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Ιουλίου 2004, στο πλαίσιο της δίκης

Ynos kft

κατά

János Varga,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, A. Rosas, K. Schiemann και J. Makarczyk, προέδρους τμήματος, C. Gulmann, A. La Pergola, K. Lenaerts, P. Kūris, E. Juhász, Γ. Αρέστη, M. Ilešič (εισηγητή) και A. Ó Caoimh, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano

γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της συνεδριάσεως της 21ης Ιουνίου 2005,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–       η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον P. Gottfried καθώς και από τις J. Fazekas και R. Sommsich,

–       η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Boček,

–       η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον F. Díez Moreno,

–       η Λετονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Zikmane και E. Balode-Buraka,

–       η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη C. Pesendorfer,

–       η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Nowakowski,

–       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον A. Aresu καθώς και από τις K. Riczné Talabér και M.-J. Jonczy,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (EE L 95, σ. 29, στο εξής: οδηγία).

2       Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Ynos kft (στο εξής: Ynos), η οποία δραστηριοποιείται ως μεσίτης ακινήτων, και του J. Varga σχετικά με την εκτέλεση μιας συμβάσεως μεσιτείας για την πώληση ενός ακινήτου.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική ρύθμιση

 Η προσχώρηση της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

3       Η Συμφωνία συνδέσεως της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και τα κράτη μέλη τους (EE 1993, L 347, σ. 2, στο εξής: Συμφωνία συνδέσεως) υπεγράφη στις 16 Δεκεμβρίου 1991 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 1994.

4       Το άρθρο 67 της Συμφωνίας συνδέσεως διευκρινίζει:

«Τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν ότι η κυριότερη προϋπόθεση για την οικονομική ένταξη της Ουγγαρίας στην Κοινότητα είναι η προσέγγιση της ισχύουσας και μελλοντικής νομοθεσίας της χώρας αυτής με τη νομοθεσία της Κοινότητας. Η Ουγγαρία καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να εξασφαλίσει ότι η μελλοντική νομοθεσία της θα συμβιβάζεται κατά το δυνατόν με τη νομοθεσία της Κοινότητας».

5       Το άρθρο 68 της ίδιας Συμφωνίας ορίζει:

«Η προσέγγιση των νομοθεσιών αφορά ειδικότερα τους ακόλουθους τομείς: […] προστασία των καταναλωτών […]».

6       Το άρθρο 2, το οποίο περιλαμβάνεται στο επιγραφόμενο «Οι αρχές» πρώτο μέρος της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2003, L 236, σ. 33, στο εξής: Πράξη προσχωρήσεως), ορίζει:

«Από την ημερομηνία προσχώρησης, οι διατάξεις των αρχικών Συνθηκών και οι πριν από την προσχώρηση θεσπισθείσες πράξεις των οργάνων […] δεσμεύουν τα νέα κράτη μέλη και εφαρμόζονται σε αυτά, υπό τους όρους που προβλέπονται στις Συνθήκες αυτές και στην παρούσα Πράξη».

7       Το πέμπτο μέρος της Πράξεως προσχωρήσεως, το οποίο επιγράφεται «Διατάξεις περί της εφαρμογής της παρούσας Πράξης», περιέχει τον τίτλο II, «Εφαρμοσιμότητα των πράξεων των Οργάνων», ο οποίος περιλαμβάνει τα άρθρα 53 έως 59.

8       Το άρθρο 53 της Πράξεως αυτής ορίζει:

«Από την προσχώρησή τους, τα νέα κράτη μέλη θεωρούνται ότι είναι αποδέκτες των οδηγιών και αποφάσεων κατά την έννοια του άρθρου 249 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 161 της Συνθήκης Ευρατόμ, εφόσον οι εν λόγω οδηγίες και αποφάσεις απευθύνονται σε όλα τα παρόντα κράτη μέλη. […] λογίζεται ότι οι ανωτέρω οδηγίες και αποφάσεις έχουν κοινοποιηθεί στα νέα κράτη μέλη κατά την προσχώρηση».

9       Το άρθρο 54 της πιο πάνω Πράξεως ορίζει:

«Τα νέα κράτη µέλη θέτουν σε ισχύ τα µέτρα που απαιτούνται για να συµµορφωθούν, από την ηµεροµηνία της προσχώρησης, προς τις διατάξεις των οδηγιών […] κατά την έννοια του άρθρου 249 της Συνθήκης ΕΚ […], εκτός εάν προβλέπεται διαφορετική προθεσµία στα παραρτήµατα που αναφέρονται στο άρθρο 24 ή σε άλλες διατάξεις της παρούσας Πράξης ή των παραρτηµάτων της».

 Η οδηγία

10     Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει:

«Η παρούσα οδηγία έχει αντικείμενο την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, οι οποίες αφορούν τις καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή.»

11     Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

 Η εθνική ρύθμιση

12     Βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του νόμου για την κύρωση της Συμφωνίας συνδέσεως (a Magyar Köztársaság és az Európai Közösségek és azok tagállamai között társulás létesítéséről szóló, Brüsszelben, 1991. december 16-án aláírt Európai Megállapodás kihírdetéséről szóló 1994. évi I. törvény), της 4ης Ιανουαρίου 1994 (Magyar Közlöny, 1994/1), ο οποίος ισχύει από την 1η Φεβρουαρίου 1994, πρέπει να καταβάλλεται φροντίδα ώστε να συνάδουν με τη Συμφωνία συνδέσεως τόσο η προετοιμασία και σύναψη των διεθνών συμβάσεων της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας όσο και η προπαρασκευή και έκδοση των εθνικών νομοθετημάτων.

13     Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι κατά την προπαρασκευή και έκδοση των εθνικών νομοθετημάτων πρέπει να τηρούνται οι υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 67 της πιο πάνω Συμφωνίας.

14     Οι σχετικές με τις καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες διατάξεις του εθνικού δικαίου περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων στα άρθρα 209 και 239 του ουγγρικού αστικού κώδικα, όπως έχουν με τον νόμο CXLIX/97 περί τροποποιήσεως του υπό τον νόμο IV/1959 αστικού κώδικα της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας (a Magyar Köztársaság Polgári Törvénykönyvéről szóló 1959. évi IV. törvény módósításáról szóló 1997. évi CXLIX. törvény), της 19ης Δεκεμβρίου 1997 (Magyar Közlöny 1997/115, στο εξής: αστικός κώδικας), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαρτίου 1998.

15     Το άρθρο 209, παράγραφος 1, του αστικού κώδικα ορίζει ότι, αν μια σύμβαση έχει μια καταχρηστική γενική ρήτρα, το θιγόμενο μέρος δύναται να προσβάλει τη ρήτρα αυτή.

16     Το άρθρο 209/B, παράγραφος 1, του πιο πάνω κώδικα ορίζει ότι ένας γενικός όρος ή μια ρήτρα συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία είναι καταχρηστικός όταν, αντιθέτως προς την καλή πίστη, καθορίζει μονομερώς και αδικαιολογήτως, εις βάρος ενός των συμβαλλομένων, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις εκ της συμβάσεως.

17     Κατά το άρθρο 239 του αστικού κώδικα, όταν μια σύμβαση είναι εν μέρει ανίσχυρη, τότε, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη, η σύμβαση δεν θεωρείται εξ ολοκλήρου ανίσχυρη, εκτός αν διαπιστωθεί ότι οι συμβαλλόμενοι δεν θα την είχαν συνάψει χωρίς το ανίσχυρο μέρος.

18     Το άρθρο 11, παράγραφος 5, του νόμου CXLIX/97 και το άρθρο 3, παράγραφος 2, της κυβερνητικής αποφάσεως 18/1999 (II.5.) σχετικά με τις ρήτρες που θεωρούνται καταχρηστικές στις συμβάσεις με καταναλωτές (a fogyasztóval kötött szerződésben tisztességtelennek minősülő feltételekről szóló kormányrendelet), της 5ης Φεβρουαρίου 1999 (Magyar Közlöny 1999/8, στο εξής: κυβερνητική απόφαση), εκθέτουν ότι περιέχουν διατάξεις συμβατές με την οδηγία.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

19     Στις 10 Ιανουαρίου 2002, η Ynos συνήψε με τον J. Varga σύμβαση μεσιτείας (στο εξής: σύμβαση) για την πώληση ενός ακινήτου. Το ακαθάριστο τίμημα που ο J. Varga δήλωσε ότι θέλει να πετύχει ανερχόταν σε 70 187 500 ουγγρικά φιορίνια.

20     Το ουσιώδες μέρος της συμβάσεως περιείχε ρήτρες οι οποίες επαναλάμβαναν τους γενικούς όρους μιας συμβάσεως προσχωρήσεως.

21     Κατά το σημείο 5 της συμβάσεως, οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν ότι θα θεωρήσουν ότι η μεσιτεία έχει αίσιο πέρας και ότι έχει γίνει η συναλλαγή αν, στο πλαίσιο της μεσιτείας αυτής, συναφθεί σύμβαση με πελάτη του μεσίτη. Συμφωνήθηκε επίσης, στη δεύτερη περίοδο του ίδιου σημείου, ότι «ο εντολέας δέχεται ότι ο μεσίτης έχει δικαίωμα να λάβει προμήθεια και στην περίπτωση που ένας πελάτης που βρέθηκε από τον μεσίτη προτείνει την αγορά ή τη μίσθωση του ακινήτου του εντολέα αντί τιμήματος ή μισθώματος τουλάχιστον ίσου με εκείνο που καθορίστηκε από τον εντολέα και τον μεσίτη στη σύμβαση σύμφωνα με τα τυπικά κριτήρια που ισχύουν για την περί ης πρόκειται συναλλαγή, ακόμη και αν ο εντολέας αρνείται την πρόταση αυτή».

22     Στην περίπτωση που η μεσιτεία είχε αίσιο πέρας, η Ynos είχε δικαίωμα, σύμφωνα με τη σύμβαση, να λάβει προμήθεια ίση με το 2 % του συμφωνημένου τιμήματος, πλέον φόρου προστιθεμένης αξίας. Η προμήθεια θα οφειλόταν κατά την υπογραφή της συμβάσεως πωλήσεως ή του σχετικού προσυμφώνου. Αν δεν καταβαλλόταν, ο μεσίτης είχε δικαίωμα να εισπράξει την προμήθεια πλέον τόκων υπερημερίας με επιτόκιο 30 %.

23     Στις 11 Μαρτίου 2002, οι διαχειριστές τής Ynos, ο J. Varga, ο γιος τού J. Varga ως πωλητής του ακινήτου, καθώς και οι κ.κ. Ragasits και Kovács ως αγοραστές υπέγραψαν συμφωνία αρχών για τη σύναψη συμβάσεως (στο εξής: συμφωνία αρχών) με την οποία καθόρισαν το τίμημα του ακινήτου και συμφώνησαν ότι η σύμβαση ή το προσύμφωνο πωλήσεως θα συναφθεί το αργότερο στις 15 Μαρτίου 2002. Ωστόσο, μέχρι την ημερομηνία εκείνη δεν συνήφθη ούτε σύμβαση ούτε προσύμφωνο πωλήσεως.

24     Το ακίνητο τελικά πωλήθηκε, το 2003, σε άλλο πρόσωπο και όχι στους κ.κ. Ragasits και Kovács.

25     Η Ynos άσκησε αγωγή ενώπιον του Szombathelyi Városi Bíróság ισχυριζόμενη ότι η μεσιτεία είχε κατά τη σύμβαση αίσιο πέρας, εφόσον τα μέρη συνήψαν τη συμφωνία αρχών. Ζήτησε να υποχρεωθεί ο J. Varga να της καταβάλει την προμήθεια που προέβλεπε η σύμβαση, πλέον τόκων και εξόδων.

26     Ο J. Varga ζήτησε να απορριφθεί η αγωγή. Ισχυρίστηκε ότι η δεύτερη περίοδος του σημείου 5 της συμβάσεως αποτελεί καταχρηστική ρήτρα. Προσέθεσε ότι η σύμβαση πωλήσεως του ακινήτου συνήφθη χωρίς τη διαμεσολάβηση της Ynos.

27     Η Ynos ισχυρίστηκε ότι η προαναφερθείσα δεύτερη περίοδος δεν αποτελεί καταχρηστική ρήτρα υπό την έννοια του άρθρου 209/B του αστικού κώδικα.

28     Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, στο μέτρο που μπορέσει να διαπιστωθεί ότι, όπως ισχυρίζεται ο εναγόμενος, υπάρχει καταχρηστική ρήτρα, η διαφορά θα πρέπει να λυθεί υπό το φως της οδηγίας.

29     Υπό τις συνθήκες αυτές, το Szombathelyi Városi Bíróság αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 […], κατά το οποίο τα κράτη μέλη θα θεσπίσουν διατάξεις ώστε να μη δεσμεύεται ο καταναλωτής, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θα οριστούν στα εθνικά τους δίκαια, από καταχρηστικές ρήτρες που περιλαμβάνονται σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ του εν λόγω καταναλωτή και ενός επαγγελματία, την έννοια ότι μπορεί να αποτελέσει τη βάση μιας εθνικής διατάξεως, όπως το άρθρο 209, παράγραφος 1, του νόμου IV του 1959 για τον αστικό κώδικα, η οποία εφαρμόζεται όταν διαπιστώνεται ο καταχρηστικός χαρακτήρας ενός γενικού όρου μιας συμβάσεως και κατά την οποία διάταξη οι καταχρηστικές ρήτρες δεν παύουν αυτοδικαίως να δεσμεύουν τον καταναλωτή, εκτός αν υφίσταται ρητή δήλωσή του περί τούτου, δηλαδή αν ο καταναλωτής αμφισβήτησε επιτυχώς τη σύμβαση;

2)      Έχει αυτή η διάταξη της οδηγίας, σύμφωνα με την οποία η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει υπό τους ίδιους όρους τους συμβαλλόμενους αν μπορούσε να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες, ως συνέπεια, όταν οι τεθείσες από επαγγελματία καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου αλλά όταν, χωρίς τις εν λόγω ρήτρες, οι οποίες αποτελούν μέρος της συμβάσεως, ο επαγγελματίας δεν θα είχε συνάψει την εν λόγω σύμβαση με τον καταναλωτή, ότι η σύμβαση δεν είναι εξ ολοκλήρου ανίσχυρη αν μπορούσε να υπάρξει χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες;

3)      Από την πλευρά της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η διαφορά της κύριας δίκης γεννήθηκε πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά ύστερα από την προσαρμογή του εσωτερικού δικαίου της στην οδηγία;»

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

30     Με το τρίτο ερώτημά του, το οποίο πρέπει να απαντηθεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα. Συγκεκριμένα, τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης είναι προγενέστερα της προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά μεταγενέστερα του χρονικού σημείου στο οποίο η έννομη τάξη του πιο πάνω κράτους προσέγγισε την οδηγία.

 Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

31     Η Ουγγρική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ισχυρίζονται ότι η οδηγία δεν έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης, όπου τα πραγματικά περιστατικά είναι προγενέστερα της προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Υποστηρίζουν ότι η διαφορά αυτή πρέπει να λυθεί κατ’ εφαρμογήν των εθνικών κανόνων δικαίου που ίσχυαν όταν συνήφθη η επίμαχη σύμβαση και γεννήθηκε η εν λόγω διαφορά.

32     Κατά την Τσεχική Κυβέρνηση, αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός ότι η δίκη ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου κινήθηκε πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας δεν είναι καθοριστικό. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η έννομη σχέση που είναι επίμαχη στην κύρια δίκη έληξε πριν από την προσχώρηση αυτή.

33     Η Ισπανική, η Λετονική και η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζουν αντιθέτως ότι, μετά την προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο εθνικός δικαστής του νέου κράτους μέλους οφείλει, σε μια περίπτωση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης, να ερμηνεύσει με γνώμονα την οδηγία τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που σκοπό έχουν να προσεγγίσουν την οδηγία. Εφόσον ένα προδικαστικό ερώτημα προέρχεται από εθνικό δικαστήριο υπό την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ, το Δικαστήριο κατ’ αρχήν οφείλει να δώσει απάντηση στο ερώτημα αυτό. Επί πλέον, η Λετονική Κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί σχετικών με κοινοτικές διατάξεις αιτήσεων για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως σε καταστάσεις στις οποίες τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, αλλά επί των οποίων οι πιο πάνω διατάξεις έχουν εφαρμογή βάσει του εθνικού δικαίου (αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1990, C-297/88 και C-197/89, Dzodzi, Συλλογή 1990, σ. I-3763, σκέψη 36, και της 17ης Ιουλίου 1997, C-130/95, Giloy, Συλλογή 1997, σ. I-4291, σκέψη 23). Η κυβέρνηση αυτή διευκρινίζει εν προκειμένω ότι, αν μια διάταξη της εθνικής νομοθεσίας έχει πανομοιότυπο περιεχόμενο με διάταξη του κοινοτικού δικαίου, οι δύο αυτές διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται ομοιόμορφα, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η προσχώρηση ενός κράτους μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση έγινε πριν ή μετά από το χρονικό σημείο στο οποίο η εθνική νομοθεσία του κράτους αυτού προσέγγισε το κοινοτικό δίκαιο.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

34     Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το Szombathelyi Városi Bíróság ζητεί με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημά του την από το Δικαστήριο ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για να εκτιμήσει το περιεχόμενο κανόνων του εθνικού δικαίου.

35     Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι κατά την απόφαση περί παραπομπής τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης είναι προγενέστερα της προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

36     Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει την οδηγία μόνον όσον αφορά την εφαρμογή της σε νέο κράτος μέλος από την ημερομηνία της προσχωρήσεώς του στην Ευρωπαϊκή Ένωση (βλ., στο ίδιο πνεύμα, την απόφαση της 15ης Ιουνίου 1999, C-321/97, Andersson και Wåkerås-Andersson, Συλλογή 1999, σ. I-3551, σκέψη 31).

37     Εφόσον εν προκειμένω τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης είναι προγενέστερα της προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει την οδηγία.

38     Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι σε περιστάσεις όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, όπου τα πραγματικά περιστατικά είναι προγενέστερα της προσχωρήσεως ενός κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

39     Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Σε περιστάσεις όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, όπου τα πραγματικά περιστατικά είναι προγενέστερα της προσχωρήσεως ενός κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική.

Επάνω