EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62003CJ0514

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 26ης Ιανουαρίου 2006.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Ισπανίας.
Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ - Περιορισμοί της εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών - Επιχειρήσεις και υπηρεσίες ιδιωτικής ασφάλειας - Προϋποθέσεις - Νομική προσωπικότητα - Ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο - Παροχή ασφάλειας - Ελάχιστος αριθμός υπαλλήλων - Οδηγίες 89/48/ΕΟΚ και 92/51/ΕΟΚ - Αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων.
Υπόθεση C-514/03.

Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-00963

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2006:63

Υπόθεση C-514/03

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Βασιλείου της Ισπανίας

«Παράβαση κράτους μέλους — Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ — Περιορισμοί της εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών — Επιχειρήσεις και υπηρεσίες ιδιωτικής ασφάλειας — Προϋποθέσεις — Νομική προσωπικότητα — Ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο — Παροχή ασφάλειας — Ελάχιστος αριθμός υπαλλήλων — Οδηγίες 89/48/ΕΟΚ και 92/51/ΕΟΚ — Αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων»

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 7ης Ιουλίου 2005 

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 26ης Ιανουαρίου 2006 

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Περιορισμοί

(Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ)

2.     Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Αναγνώριση πτυχίων και τίτλων — Οδηγία 92/51

(Οδηγία 92/51 του Συμβουλίου)

1.     Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ ένα κράτος μέλος που επιβάλλει στις αλλοδαπές επιχειρήσεις ιδιωτικής ασφάλειας διάφορες προϋποθέσεις για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους στην εθνική επικράτεια, και συγκεκριμένα την υποχρέωση:

- να έχουν τη μορφή νομικού προσώπου,

- να διαθέτουν εταιρικό κεφάλαιο ορισμένου ελάχιστου ύψους,

- να καταθέσουν εγγύηση σε εθνικό οργανισμό,

- να απασχολούν ορισμένο ελάχιστο αριθμό υπαλλήλων, στο μέτρο που η εν λόγω επιχείρηση δραστηριοποιείται σε άλλους τομείς πλην του τομέα της μεταφοράς και της διανομής εκρηκτικών υλών,

- για τα μέλη του προσωπικού τους, γενικώς, να κατέχουν ειδική διοικητική άδεια που χορηγείται από τις εθνικές αρχές.

(βλ. σκέψεις 31, 36, 41, 48, 50, 55-56 και διατακτ.)

2.     Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 92/51 σχετικά με ένα δεύτερο γενικό σύστημα αναγνώρισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης, το οποίο συμπληρώνει την οδηγία 89/48, ένα κράτος μέλος που δεν θεσπίζει τις αναγκαίες διατάξεις για την αναγνώριση των βεβαιώσεων επαγγελματικής επάρκειας για την άσκηση της δραστηριότητας του ιδιωτικού ντετέκτιβ.

(βλ. σκέψη 65 και διατακτ.)






ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 26ης Ιανουαρίου 2006 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ – Περιορισμοί της εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών – Επιχειρήσεις και υπηρεσίες ιδιωτικής ασφάλειας – Προϋποθέσεις – Νομική προσωπικότητα – Ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο – Παροχή ασφάλειας – Ελάχιστος αριθμός υπαλλήλων – Οδηγίες 89/48/ΕΟΚ και 92/51/ΕΟΚ – Αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων»

Στην υπόθεση C-514/03,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2003,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους M. Πατακιά και L. Escobar Guerrero, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου της Ισπανίας, εκπροσωπούμενου από τον E. Braquehais Conesa, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, K. Schiemann, N. Colneric, J. N. Cunha Rodrigues και E. Levits (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 7ης Ιουλίου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας:

–       επιβάλλοντας, με τις εκτελεστικές διατάξεις, στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ιδιωτικής ασφάλειας και στα μέλη του προσωπικού τους την υποχρέωση να έχουν την ισπανική ιθαγένεια,

–       επιβάλλοντας στις επιχειρήσεις ιδιωτικής ασφάλειας, στο πλαίσιο των ρυθμίσεων για την καταχώριση αλλοδαπών επιχειρήσεων, την υποχρέωση:

α)      να είναι σε κάθε περίπτωση νομικά πρόσωπα,

β)      να διαθέτουν εταιρικό κεφάλαιο ορισμένου ύψους, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το ότι στο κράτος εγκαταστάσεώς τους δεν έχουν τέτοια υποχρέωση,

γ)      να καταθέσουν εγγύηση στην Caja General de Depósitos, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η τυχόν κατάθεση εγγυήσεως στο κράτος μέλος καταγωγής,

δ)      να απασχολούν τουλάχιστον ορισμένο αριθμό υπαλλήλων,

–       επιβάλλοντας στο προσωπικό αλλοδαπής επιχειρήσεως ιδιωτικής ασφάλειας την υποχρέωση λήψεως νέας ειδικής άδειας στην Ισπανία ενώ έχει ήδη λάβει αντίστοιχη άδεια στο κράτος εγκαταστάσεως της εν λόγω επιχειρήσεως,

και μη υπάγοντας τα επαγγέλματα του τομέα της ιδιωτικής ασφάλειας στις ρυθμίσεις του κοινοτικού δικαίου περί αναγνωρίσεως επαγγελματικών προσόντων,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ και από τις οδηγίες 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (EE 1989, L 19, σ. 16), και 92/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, σχετικά με ένα δεύτερο γενικό σύστημα αναγνώρισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης, το οποίο συμπληρώνει την οδηγία 89/48 (EE L 209, σ. 25).

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

2       Οι οδηγίες 89/48 και 92/51 έχουν ως αντικείμενο την εφαρμογή συστημάτων αναγνωρίσεως των διπλωμάτων προς διευκόλυνση των ευρωπαίων πoλιτών κατά την άσκηση όλων των επαγγελματικών δραστηριοτήτων για τις οποίες απαιτείται, σε ένα κράτος μέλος υποδοχής, εκπαίδευση πέραν της δευτεροβάθμιας. Ενώ η οδηγία 89/48 αφορά πανεπιστημιακά διπλώματα τα οποία πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, η οδηγία 92/51 εφαρμόζεται σε διπλώματα τα οποία πιστοποιούν κύκλο μεταδευτεροβάθμιων σπουδών διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους ή ισοδύναμης διάρκειας, ορισμός των οποίων περιέχεται στο άρθρο 1 της οδηγίας.

3       Το άρθρο 1 της οδηγίας 92/51 ορίζει ότι:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοείται:

[...]

γ)      ως βεβαίωση επάρκειας, κάθε τίτλος:

–       που πιστοποιεί εκπαίδευση η οποία δεν αποτελεί μέρος ενός συνόλου που συνιστά δίπλωμα κατά την έννοια της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ ή δίπλωμα ή πιστοποιητικό κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας

ή

–       που χορηγείται έπειτα από εκτίμηση των ατομικών προσόντων, των ικανοτήτων ή των γνώσεων του αιτούντος, που θεωρούνται απαραίτητες για την άσκηση επαγγέλματος, από αρχή που ορίζεται σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις κράτους μέλους, χωρίς να απαιτείται η απόδειξη προηγούμενης εκπαίδευσης,

[...]

ε)      ως νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα, η δραστηριότητα ή το σύνολο νομοθετικά κατοχυρωμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων που αποτελούν το επάγγελμα αυτό σε ένα κράτος μέλος,

στ)      ως νομοθετικά κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα, η επαγγελματική δραστηριότητα για την πρόσβαση στην οποία ή για την άσκησή της ή έναν από τους τρόπους ασκήσεώς της σε ένα κράτος μέλος απαιτείται, αμέσως ή εμμέσως, βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, η κατοχή τίτλου εκπαίδευσης ή βεβαίωσης επάρκειας. Τρόπους ασκήσεως μιας νομοθετικά κατοχυρωμένης επαγγελματικής δραστηριότητας συνιστούν ιδίως:

–       η άσκηση δραστηριότητας υπό επαγγελματικό τίτλο, εφόσον η χρήση αυτού του τίτλου επιτρέπεται μόνον στους κατόχους τίτλου εκπαίδευσης ή βεβαίωσης επάρκειας, που καθορίζεται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις [...].

[…]»

4       Το άρθρο 8 της οδηγίας 92/51 έχει ως εξής:

«Όταν στο κράτος μέλος υποδοχής, η πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα ή η άσκησή του προϋποθέτει την κατοχή βεβαίωσης επάρκειας, η αρμόδια αρχή δεν μπορεί να αρνείται σε υπήκοο κράτους μέλους την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό ή την άσκησή του, υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς, επικαλούμενη την έλλειψη τυπικών προσόντων:

α)      εάν ο αιτών κατέχει βεβαίωση επάρκειας που απαιτείται από άλλο κράτος μέλος για την πρόσβαση στο ίδιο επάγγελμα στο έδαφός του, ή την άσκησή του, και το οποίο ελήφθη σε άλλο κράτος μέλος

ή

β)      εάν ο αιτών αποδεικνύει ότι έχει προσόντα που απέκτησε σε άλλα κράτη μέλη,

και που παρέχουν ισοδύναμες εγγυήσεις, ιδίως όσον αφορά την υγεία, την ασφάλεια, την προστασία του περιβάλλοντος και των καταναλωτών, με εκείνες που απαιτούν οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής.

Εάν ο αιτών δεν αποδεικνύει την ύπαρξη της ως άνω βεβαίωσης επάρκειας ή των προσόντων, εφαρμόζονται οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής.»

 Η εθνική νομοθεσία

5       Η δραστηριότητα της ιδιωτικής ασφάλειας ρυθμίζεται στην Ισπανία από τον νόμο 23/1992, της 30ής Ιουλίου 1992, περί ιδιωτικής ασφάλειας [BOE (Επίσημη Εφημερίδα του Βασιλείου της Ισπανίας) 186, της 4ης Αυγούστου 1992, σ. 27116, στο εξής: νόμος για την ιδιωτική ασφάλεια], και από το βασιλικό διάταγμα 2364/1994, της 9ης Δεκεμβρίου 1994, περί επικυρώσεως της κανονιστικής αποφάσεως για την ιδιωτική ασφάλεια (BOE 8, της 10ης Ιανουαρίου 1995, σ. 779, στο εξής: κανονιστική απόφαση για την ιδιωτική ασφάλεια).

6       Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νόμου για την ιδιωτική ασφάλεια περιέχει εξαντλητική απαρίθμηση των έξι μορφών υπηρεσιών που μπορούν να παρέχονται από τις επιχειρήσεις ιδιωτικής ασφάλειας, ήτοι:

–       φύλαξη και προστασία αγαθών, εγκαταστάσεων, θεαμάτων, διαγωνισμών ή διασκέψεων,

–       προστασία συγκεκριμένων προσώπων,

–       αποθήκευση, φύλαξη, έλεγχος και διαλογή νομισμάτων, χαρτονομισμάτων, αξιογράφων, τιμαλφών ή επικίνδυνων αντικειμένων, καθώς και μεταφορά και διανομή αυτών,

–       εγκατάσταση και συντήρηση συσκευών, μηχανισμών και συστημάτων ασφαλείας,

–       εκμετάλλευση κέντρων λήψεως, ελέγχου και διαβιβάσεως σημάτων συναγερμού και κοινοποιήσεώς τους στις δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας, καθώς και παροχή υπηρεσιών απαντήσεως που δεν εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας των δυνάμεων και σωμάτων ασφαλείας,

–       σχεδιασμός και στήριξη των δραστηριοτήτων ασφαλείας που αποτελούν αντικείμενο του νόμου.

7       Βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου, οι επιχειρήσεις που σκοπεύουν να παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες πρέπει να λάβουν διοικητική άδεια υπό τη μορφή καταχωρίσεως σε μητρώο που τηρείται στο Υπουργείο Εσωτερικών. Προκειμένου να γίνει η καταχώριση αυτή, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πρέπει να έχουν μορφή νομικού προσώπου η οποία αντιστοιχεί σε έναν από τους τέσσερις εταιρικούς τύπους που προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο. Επιπλέον, ο κανονισμός για την ιδιωτική ασφάλεια εξαρτά την παροχή της ανωτέρω άδειας από άλλες προϋποθέσεις, οι οποίες ποικίλλουν ανάλογα με το είδος της δραστηριότητας ή των δραστηριοτήτων που ασκεί η εν λόγω επιχείρηση.

8       Έτσι, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να διαθέτει εταιρικό κεφάλαιο ορισμένου ελάχιστου ύψους και να παράσχει εγγύηση. Το ύψος του κεφαλαίου και της εγγυήσεως αυτής κλιμακώνεται ανάλογα με το είδος της δραστηριότητας ή των δραστηριοτήτων που ασκεί η επιχείρηση, αλλά και ανάλογα με το μέγεθος της γεωγραφικής περιοχής στην οποία δραστηριοποιείται η επιχείρηση εντός της εθνικής επικράτειας. Η εγγύηση πρέπει να κατατεθεί σε ισπανικό οργανισμό, την Caja General de Depósitos.

9       Ο κανονισμός για την ιδιωτική ασφάλεια επιβάλλει, με παράρτημά του, ορισμένες ιδιαίτερες απαιτήσεις στις επιχειρήσεις ασφαλείας ανάλογα με το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούν. Όταν η δραστηριότητα αυτή συνίσταται στη μεταφορά τιμαλφών, επικίνδυνων αντικειμένων ή εκρηκτικών υλών ή στην εγκατάσταση και συντήρηση συσκευών, μηχανισμών και συστημάτων ασφαλείας, απαιτείται αντιστοίχως:

«1.      Τιμαλφή ή επικίνδυνα αντικείμενα

a)      [...]

b)      Δεύτερη φάση

1.°      Ομάδα αποτελούμενη από έναν επικεφαλής ασφαλείας και τουλάχιστον τριάντα φρουρούς, αν η επιχείρηση δραστηριοποιείται σε εθνική κλίμακα, και από έξι φρουρούς, πλέον τριών ανά επαρχία, αν το πεδίο δράσεως καλύπτει μια Αυτόνομη Κοινότητα.

[...]

2.      Εκρηκτικές ύλες

a)      [...]

b)      Δεύτερη φάση

1.°      Ομάδα αποτελούμενη από δύο τουλάχιστον ειδικευμένους στις εκρηκτικές ύλες φρουρούς για κάθε όχημα μεταφοράς εκρηκτικών υλών που διαθέτει η επιχείρηση και από έναν διευθυντή ασφαλείας όταν ο αριθμός των φρουρών υπερβαίνει τους δεκαπέντε.

[...]

5.      Εγκατάσταση και συντήρηση συσκευών, μηχανισμών και συστημάτων ασφαλείας

[...]

2.°      Δεύτερη φάση

a)      Ομάδα αποτελούμενη από έναν τουλάχιστον τεχνολόγο μηχανικό και πέντε τεχνικούς εγκαταστάσεως για τις επιχειρήσεις που αναπτύσσουν δραστηριότητα σε όλη την επικράτεια, και από έναν τεχνολόγο μηχανικό και δύο τεχνικούς εγκαταστάσεως για τις επιχειρήσεις το πεδίο δράσεως των οποίων καλύπτει μια Αυτόνομη Κοινότητα.»

10     Σύμφωνα με το άρθρο 10 του νόμου για την ιδιωτική ασφάλεια, σε συνδυασμό με το άρθρο 53 της κανονιστικής αποφάσεως για την ιδιωτική ασφάλεια, όλα τα μέλη του προσωπικού ιδιωτικής ασφάλειας πρέπει να έχουν λάβει άδεια από το Υπουργείο Εσωτερικών. Προς τούτο, πρέπει να είναι ενήλικοι, να μην έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας που καθορίζουν κανονιστικές διατάξεις, να διαθέτουν τις αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους σωματικές και διανοητικές ικανότητες και να υποβληθούν με επιτυχία στις προβλεπόμενες εξετάσεις πιστοποιήσεως των γνώσεων και ικανοτήτων τους.

11     Όσον αφορά ιδίως την άσκηση του επαγγέλματος του ιδιωτικού ντετέκτιβ, το άρθρο 54, παράγραφος 5, στοιχείο b, της κανονιστικής αποφάσεως για την ιδιωτική ασφάλεια απαιτεί επίσης από τους ενδιαφερόμενους την κατοχή διπλώματος ιδιωτικού ντετέκτιβ. Η χορήγηση του διπλώματος αυτού προϋποθέτει ορισμένο μορφωτικό επίπεδο, παρακολούθηση ειδικών μαθημάτων και επιτυχή υποβολή σε εξετάσεις ικανότητας.

12     Οι οδηγίες 89/48 και 92/51 μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο, αντιστοίχως, με το βασιλικό διάταγμα 1665/1991, της 25ης Οκτωβρίου 1991, περί ρυθμίσεως του γενικού συστήματος αναγνωρίσεως διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως που χορηγούνται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και προϋποθέτουν εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (BOE 280, της 22ας Νοεμβρίου 1991, σ. 37916), και με το βασιλικό διάταγμα 1396/1995, της 4ης Αυγούστου 1995, περί ρυθμίσεως του δεύτερου γενικού συστήματος αναγνωρίσεως της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και σε άλλα κράτη μέλη που έχουν υπογράψει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και περί συμπληρώσεως του συστήματος που θεσπίστηκε με το βασιλικό διάταγμα 1665/1991 (BOE 197, της 18 Αυγούστου 1995, σ. 25657). Τα παραρτήματα των δύο αυτών διαταγμάτων περιέχουν καταλόγους των νομοθετικώς κατοχυρωμένων επαγγελμάτων τα οποία καλύπτουν οι εν λόγω μηχανισμοί αναγνωρίσεως. Εντούτοις, τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό για την ιδιωτική ασφάλεια επαγγέλματα δεν περιλαμβάνονται στους καταλόγους αυτούς.

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και η ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη διαδικασία

13     Η Επιτροπή άσκησε το 1997 μια πρώτη προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά του Βασιλείου της Ισπανίας, η οποία αφορούσε ορισμένες διατάξεις του νόμου και της κανονιστικής αποφάσεως για την ιδιωτική ασφάλεια. Με την απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1998, C‑114/97, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 1998, σ. I-6717), που εκδόθηκε επί της προσφυγής αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, διατηρώντας σε ισχύ τα άρθρα 7, 8 και 10 του νόμου για την ιδιωτική ασφάλεια, με τα οποία τίθεται ως προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως δραστηριοτήτων ιδιωτικής ασφάλειας η ισπανική ιθαγένεια της επιχειρήσεως, και χορηγώντας άδειες εργασίας ως προσωπικό ασφαλείας μόνο στους Ισπανούς υπηκόους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ.

14     Με έγγραφο της 29ης Νοεμβρίου 1999, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Ισπανική Κυβέρνηση ότι οι εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις για την ιδιωτική ασφάλεια εξακολουθούσαν να αντιβαίνουν στο κοινοτικό δίκαιο.

15     Επειδή η Επιτροπή δεν έλαβε απάντηση από την Ισπανική Κυβέρνηση εντός της ταχθείσης προθεσμίας, εξέδωσε στις 24 Ιουλίου 2004 αιτιολογημένη γνώμη και κάλεσε το Βασίλειο της Ισπανίας να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να παύσουν οι καταγγελλόμενες παραβιάσεις εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της γνώμης αυτής. Κρίνοντας ότι οι παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι ισπανικές αρχές σε απάντηση της εν λόγω αιτιολογημένης γνώμης δεν ήταν ικανοποιητικές, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή.

16     Στο απαντητικό της υπόμνημα η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι, κατόπιν της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Ισπανίας, οι ισπανικές αρχές τροποποίησαν τον νόμο και την κανονιστική απόφαση για την ιδιωτική ασφάλεια, καταργώντας την προϋπόθεση που αφορούσε την ιθαγένεια. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή απέσυρε τη σχετική αιτίαση, εμμένοντας πάντως στις λοιπές αιτιάσεις.

 Επί της προσφυγής

17     Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή προβάλλει έξι αιτιάσεις που αφορούν κατ’ ουσίαν τις προϋποθέσεις που θέτει η ισπανική νομοθεσία για την άσκηση δραστηριότητας ιδιωτικής ασφάλειας στην Ισπανία.

18     Οι αιτιάσεις αυτές μπορούν να προσδιοριστούν ως εξής:

1)      ασυμβατότητα με τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ της προϋποθέσεως ότι η επιχείρηση ιδιωτικής ασφάλειας οφείλει να έχει πάντοτε τη μορφή νομικού προσώπου,

2)      ασυμβατότητα με τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ της προϋποθέσεως ότι πρέπει να διαθέτει τουλάχιστον ορισμένο εταιρικό κεφάλαιο,

3)      ασυμβατότητα με τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ της προϋποθέσεως ότι πρέπει να καταβάλει εγγύηση σε ισπανικό οργανισμό, την Caja General de Depósitos,

4)      ασυμβατότητα με τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ της προϋποθέσεως ότι πρέπει να απασχολεί έναν ελάχιστο αριθμό υπαλλήλων,

5)      ασυμβατότητα με τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ της προϋποθέσεως σύμφωνα με την οποία απαιτείται ειδική άδεια για το επιφορτισμένο με καθήκοντα ιδιωτικής ασφάλειας προσωπικό που ασκεί τη δραστηριότητά του στην Ισπανία, και

6)      παράβαση των οδηγιών 89/48 και 92/51 λόγω της μη αναγνωρίσεως επαγγελματικών προσόντων.

19     Πριν εξεταστεί η βασιμότητα καθενός εκ των λόγων αυτών, πρέπει καταρχάς γίνει αναφορά στα επιχειρήματα που προέβαλαν οι διάδικοι και να υπενθυμιστούν οι γενικές αρχές που έχουν διαμορφωθεί από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου.

 Γενικές παρατηρήσεις

 Επιχειρήματα των διαδίκων

20     Η Επιτροπή παραδέχεται ότι οι δραστηριότητες ιδιωτικής ασφάλειας δεν έχουν εναρμονιστεί σε κοινοτικό επίπεδο. Ωστόσο, οι συναφείς περιοριστικές διατάξεις του ισπανικού δικαίου δεν είναι σύμφωνες με τις θεμελιώδεις επιταγές της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου ως προς τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ. Η Επιτροπή ιδίως αμφισβητεί την υποτιθέμενη εγγύτητα μεταξύ της ιδιωτικής και της δημόσιας ασφάλειας. Κατά την Επιτροπή, η συμβολή των εν λόγω επιχειρήσεων στην τήρηση της δημόσιας ασφάλειας δεν διαφέρει εκείνης που απαιτείται από τον καθένα. Εν προκειμένω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι επιβάλλονται σε μια αλλοδαπή επιχείρηση ιδιωτικής ασφάλειας οι ίδιες υποχρεώσεις που ισχύουν για τις ισπανικές επιχειρήσεις –χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεώσεις, οι καταβολές εγγυήσεων και οι όροι που έχουν ήδη επιβληθεί στην ίδια επιχείρηση εντός άλλου κράτους μέλους– αποτελεί αδικαιολόγητο εμπόδιο στην εγκατάστασή της εντός της ισπανικής επικράτειας και ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα κατά της παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών στον εν λόγω τομέα, ιδίως για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

21     Κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, η ιδιωτική ασφάλεια συνδέεται στενά με τη δημόσια και αποτελεί προέκτασή της. Έτσι, μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων του τομέα αυτού συνεπάγεται τη χρήση συγκεκριμένων μέσων που κατά κανόνα δεν επιτρέπονται (ιδίως των όπλων). Επιπλέον, οι συγκεκριμένες δραστηριότητες ενδέχεται να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην απρόσκοπτη άσκηση δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών. Κατά συνέπεια, ως προς τον τομέα αυτόν, ένα κράτος μέλος δικαιούται να προσφύγει σε παρεμβατικά και ελεγκτικά μέτρα που σε άλλους τομείς θα ήσαν αδικαιολόγητα. Επειδή όμως πρόκειται για τομέα μη εναρμονισμένο σε κοινοτικό επίπεδο, η ρύθμισή του σε άλλα κράτη μέλη ενδέχεται να διαφέρει ριζικά από την ισπανική ρύθμιση, με συνέπεια να είναι αναγκαία η διασφάλιση της εκπληρώσεως των υφιστάμενων στην Ισπανία ιδιαίτερων απαιτήσεων και ιδίως των σχετικών με το πρόβλημα της τρομοκρατίας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

22     Η Επιτροπή αναφέρεται με την προσφυγή της τόσο στο άρθρο 43 ΕΚ, που κατοχυρώνει την ελευθερία εγκαταστάσεως, όσο και στο άρθρο 49 ΕΚ, που αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το καθοριστικό στοιχείο για την οριοθέτηση των αντίστοιχων πεδίων εφαρμογής των δύο αυτών διατάξεων είναι το ζήτημα αν ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας είναι εγκατεστημένος ή όχι στο κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχει την εν λόγω υπηρεσία (το κράτος μέλος υποδοχής). Αν στο κράτος αυτό έχει εγκατάσταση, κύρια ή δευτερεύουσα, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της ελευθερίας εγκαταστάσεως κατά την έννοια του άρθρου 43 ΕΚ. Στην αντίθετη περίπτωση, πρέπει να θεωρηθεί ως «παρέχων διασυνοριακώς υπηρεσίες» και καλύπτεται από την αρχή της προβλεπόμενης στο άρθρο 49 ΕΚ ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 1995, C‑55/94, Gebhard, Συλλογή 1995, σ. I-4165, σκέψεις 25 έως 28, και της 11ης Δεκεμβρίου 2003, C‑215/01, Schnitzer, Συλλογή 2003, σ. I-14847, σκέψεις 28 έως 32). Στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, οι επίδικες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις φαίνεται ότι εφαρμόζονται αδιακρίτως τόσο στις εγκατεστημένες στην ισπανική επικράτεια επιχειρήσεις ιδιωτικής ασφάλειας όσο και σε εκείνες που έχουν εγκατασταθεί σε άλλα κράτη μέλη και ασκούν τις δραστηριότητές τους στην Ισπανία ευκαιριακά ή προσωρινά.

23     Οι υπηρεσίες ιδιωτικής ασφάλειας δεν έχουν μέχρι στιγμής εναρμονιστεί σε κοινοτικό επίπεδο. Εντούτοις, έστω και αν τα κράτη μέλη, σε μια τέτοια περίπτωση, διατηρούν καταρχήν την αρμοδιότητα να καθορίζουν τις προϋποθέσεις ασκήσεως δραστηριοτήτων στον τομέα αυτόν, πρέπει να ασκούν τις σχετικές αρμοδιότητές τους διασφαλίζοντας τις θεμελιώδεις ελευθερίες τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη (βλ. αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2000, C-58/98, Corsten, Συλλογή 2000, σ. I-7919, σκέψη 31, της 1ης Φεβρουαρίου 2001, C-108/96, Mac Quen κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I-837, σκέψη 24, και της 11ης Ιουλίου 2002, C-294/00, Gräbner, Συλλογή 2002, σ. I-6515, σκέψη 26).

24     Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ) επιτάσσει όχι μόνον την εξάλειψη κάθε δυσμενούς διακρίσεως λόγω ιθαγένειας έναντι του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρέχοντος υπηρεσίες, αλλά και την κατάργηση κάθε περιορισμού, έστω και αν ο περιορισμός αυτός εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στους ημεδαπούς παρέχοντες υπηρεσίες όσο και σ’ αυτούς των άλλων κρατών μελών, όταν ο εν λόγω περιορισμός μπορεί να απαγορεύσει ή να δυσχεράνει περισσότερο τις δραστηριότητες του παρέχοντος υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος όπου νομίμως παρέχει ανάλογες υπηρεσίες (αποφάσεις της 9ης Αυγούστου 1994, C-43/93, Vander Elst, Συλλογή 1994, σ. I-3803, σκέψη 14, και της 29ης Νοεμβρίου 2001, C-17/00, De Coster, Συλλογή 2001, σ. I-9445, σκέψη 29).

25     Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει δεχτεί ότι το εν λόγω άρθρο 59 απαγορεύει την εφαρμογή οποιασδήποτε εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως που έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται η παροχή υπηρεσιών μεταξύ κρατών μελών δυσκολότερη απ’ ό,τι η παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται αποκλειστικώς στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους (προαναφερθείσα απόφαση De Coster, σκέψη 30).

26     Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι εθνικό μέτρο ικανό να δυσχεράνει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση των εν λόγω ελευθεριών μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον εφόσον πληροί τέσσερις προϋποθέσεις: να εφαρμόζεται κατά τρόπο μη συνεπαγόμενο διακρίσεις, να ανταποκρίνεται σε επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, να είναι ικανό να εγγυηθεί την υλοποίηση του σκοπού που επιδιώκει και να μην υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1993, C-19/92, Kraus, Συλλογή 1993, σ. I-1663, σκέψη 32, της 4ης Ιουλίου 2000, C‑424/97, Haim, Συλλογή 2000, σ. I-5123, σκέψη 57, και προαναφερθείσα Mac Quen κ.λπ., σκέψη 26).

27     Κατά γενικό κανόνα, ένα τέτοιο μέτρο, όταν έχει ως συνέπεια την εξάρτηση της ασκήσεως των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων από συγκεκριμένους όρους, μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο το προβαλλόμενο γενικό συμφέρον δεν διασφαλίζεται ήδη από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος (προαναφερθείσα απόφαση Corsten, σκέψη 35). Με άλλα λόγια, όπως επισημαίνει η γενική εισαγγελέας στο σημείο 45 των προτάσεών της, οι αρχές του κράτους μέλους υποδοχής πρέπει καταρχήν να λαμβάνουν υπόψη τους τις προϋποθέσεις που ήδη πληρούν οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες και οι υπάλληλοί τους στο κράτος καταγωγής τους.

28     Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Ισπανικής Κυβερνήσεως σχετικά με τη σύνδεση των τομέων της ιδιωτικής και της δημόσιας ασφάλειας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 46, παράγραφος 1, ΕΚ εξαίρεση, βάσει της οποίας επιτρέπεται στα κράτη μέλη να διατηρούν ειδικό καθεστώς για τους αλλοδαπούς υπηκόους που δικαιολογείται από λόγους δημόσιας ασφάλειας, δεν έχει εφαρμογή επί του γενικού καθεστώτος των επιχειρήσεων δημόσιας ασφάλειας (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψεις 45 και 46, και απόφαση της 9ης Μαρτίου 2000, C‑355/98, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2000, σ. I-1221, σκέψεις 28 και 30).

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αφορά τη νομική μορφή της επιχειρήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

29     Κατά την Επιτροπή, η υποχρέωση των επιχειρήσεων ιδιωτικής ασφάλειας να είναι νομικά πρόσωπα στο σύνολο σχεδόν των περιπτώσεων σημαίνει ότι πρόσωπο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, όπου και παρέχει νομίμως υπηρεσίες όπως οι επίδικες εν προκειμένω, υποχρεώνεται σε σύσταση νομικού προσώπου προκειμένου να μπορέσει να ασκήσει τη δραστηριότητά του στην Ισπανία, έστω και προσωρινά ή ευκαιριακά. Η απαίτηση αυτή, ως μη συνδεόμενη καταρχήν άμεσα με την ίδια τη δραστηριότητα της επιχειρήσεως, δεν είναι πρόσφορη να διασφαλίσει την προστασία των αποδεκτών των υπηρεσιών και τη διαφύλαξη της δημόσιας ασφάλειας. Πράγματι, είναι δυνατό να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της ισπανικής νομοθεσίας χωρίς η επιχείρηση να αποτελεί νομικό πρόσωπο.

30     Η Ισπανική Κυβέρνηση απαντά ότι η τυχόν παροχή των επίμαχων υπηρεσιών από φυσικά πρόσωπα δεν θα δημιουργούσε απλώς σειρά πρακτικών προβλημάτων, αλλά θα ήταν και απαράδεκτη για λόγους δημόσιας ασφάλειας. Πρώτον, προκειμένου να επιτραπεί στα φυσικά πρόσωπα η παροχή όλων των επίδικων υπηρεσιών, θα απαιτούνταν η αναθεώρηση των υφιστάμενων υποχρεώσεων σε σχέση με την κατοχή όπλων, οι οποίες είναι πολύ αυστηρές στην Ισπανία. Δεύτερον, η παροχή ορισμένων υπηρεσιών από φυσικό πρόσωπο θα απέκλειε τη δυνατότητα αποτελεσματικής επικοινωνίας μεταξύ του φρουρού και της έδρας της εταιρίας, η οποία μπορεί να έχει ζωτική σημασία για την ασφάλεια των προστατευόμενων προσώπων και του ίδιου του φρουρού. Τρίτον, θα υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως λόγου του πολλαπλασιασμού των στολών του προσωπικού. Γενικώς, η τροποποίηση των προαναφερθέντων κανόνων επί το ελαστικότερο θα μείωνε τις εγγυήσεις ασφαλείας τις οποίες κρίνουν κατάλληλες οι ισπανικές αρχές.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

31     Πρέπει ευθύς εξαρχής να υπενθυμιστεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, σε σχέση με ρύθμιση παρόμοια προς την επικρινόμενη από την Επιτροπή ισπανική ρύθμιση, ότι η προϋπόθεση ότι μια επιχείρηση ιδιωτικής ασφάλειας πρέπει να έχει τη μορφή νομικού προσώπου προκειμένου να μπορεί να ασκεί τις δραστηριότητές της συνιστά περιορισμό που αντιβαίνει στα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C‑171/02, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Συλλογή 2004, σ. I-5645, σκέψεις 41 έως 44).

32     Εν προκειμένω, η Ισπανική Κυβέρνηση επικαλείται προς δικαιολόγηση του περιορισμού αυτού την προστασία της ασφάλειας των αποδεκτών των εν λόγω υπηρεσιών και του υπόλοιπου πληθυσμού. Ωστόσο, για λόγους τους οποίους εκθέτει εκτενέστερα η γενική εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών της, η απαίτηση να έχει η επιχείρηση νομική προσωπικότητα δεν συνιστά μέτρο κατάλληλο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Πράγματι, κανένα από τα προβλήματα που αναφέρει η εν λόγω κυβέρνηση δεν συνδέεται άμεσα με τη νομική μορφή της επιχειρήσεως.

33     Κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση είναι βάσιμη.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αφορά την προϋπόθεση του ελάχιστου εταιρικού κεφαλαίου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

34     Η Επιτροπή προβάλλει ότι μια αλλοδαπή επιχείρηση, προκειμένου να μπορέσει να εγκατασταθεί στην Ισπανία ή να παράσχει εκεί διασυνοριακές υπηρεσίες, υποχρεούται να διαθέτει ένα ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο. Ωστόσο, μια τέτοια υποχρέωση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε από λόγους που αφορούν τη δημόσια ασφάλεια ούτε χάριν της προστασίας των αποδεκτών των εν λόγω υπηρεσιών. Πράγματι, οι επιχειρήσεις ιδιωτικής ασφάλειας των άλλων κρατών μελών προφανώς ανταποκρίνονται στους σκοπούς αυτούς χωρίς να τους επιβάλλονται προϋποθέσεις κατοχής ορισμένου εταιρικού κεφαλαίου.

35     Η Ισπανική Κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι, εφόσον οι υπηρεσίες ιδιωτικής ασφάλειας αποτελούν τομέα μη εναρμονισμένο σε κοινοτικό επίπεδο, είναι δυνατό να υφίστανται σημαντικότατες διαφορές μεταξύ του Βασιλείου της Ισπανίας και των άλλων κρατών μελών, ιδίως σε σχέση με τις ρυθμίσεις οπλοφορίας και οπλοχρησίας. Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της ιδιάζουσας καταστάσεως του συγκεκριμένου κράτους μέλους δεδομένης της απειλής της τρομοκρατίας, δικαιολογημένα θέτει αυστηρότερες απαιτήσεις σε σύγκριση με τα λοιπά κράτη μέλη. Μολονότι στην Ισπανία οι επιχειρήσεις ιδιωτικής ασφάλειας υποχρεούνται σε παροχή δύο προσθέτων εγγυήσεων, δηλαδή κατάθεση εγγυήσεως και υποχρεωτική ασφάλιση, καθεμία εξ αυτών έχει ιδιαίτερη λειτουργία. Ωστόσο, οι δύο αυτές εγγυήσεις δεν αρκούν, από μόνες τους, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών της ασφάλειας και της προστασίας των πολιτών.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

36     Ως προς το σημείο αυτό το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι o επιβαλλόμενος στις επιχειρήσεις ιδιωτικής ασφάλειας όρος της κατοχής κεφαλαίου αντιβαίνει στα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψεις 53 έως 57). Οι προβαλλόμενοι από την Ισπανική Κυβέρνηση λόγοι, και ιδίως η ύπαρξη στην Ισπανία ιδιαίτερης τρομοκρατικής απειλής, δεν συνδέονται άμεσα με το ύψος του εταιρικού κεφαλαίου της επιχειρήσεως και δεν δικαιολογούν τους περιορισμούς που επιβάλλονται στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και στην ελευθερία εγκαταστάσεως.

37     Επιπλέον, υπάρχουν μέσα λιγότερο επαχθή με τα οποία μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός της προστασίας των αποδεκτών των υπηρεσιών, όπως η εγγυοδοσία ή η σύναψη συμβάσεως ασφαλίσεως. Έστω και αν, όπως υποστηρίζει η Ισπανική Κυβέρνηση, σε ορισμένες περιπτώσεις, το κάθε ένα από τα δύο αυτά μέτρα μπορεί να αποδειχτεί ανεπαρκές από μόνο του, είναι πάντως δυνατό να εφαρμοστούν και τα δύο σωρευτικά. Η Ισπανική Κυβέρνηση δεν προέβαλε επιχειρήματα ικανά να αποδείξουν για ποιον λόγο τα δύο προαναφερθέντα μέτρα δεν αρκούν για την πραγματοποίηση των σκοπών της ασφάλειας και της προστασίας των πολιτών.

38     Κατά συνέπεια, και η δεύτερη αιτίαση είναι βάσιμη.

 Επί της τρίτης αιτιάσεως, που αφορά την κατάθεση εγγυήσεως σε ισπανικό οργανισμό

 Επιχειρήματα των διαδίκων

39     Η Επιτροπή κατανοεί τον κύριο σκοπό της εν λόγω απαιτήσεως, που συνίσταται στο να τίθενται στη διάθεση των ισπανικών αρχών εγγυητικά κεφάλαια για την κάλυψη των κινδύνων ενδεχόμενης ευθύνης ή επιβαλλόμενων προστίμων. Υποστηρίζει ωστόσο ότι ο όρος αυτός είναι δυσανάλογος σε σχέση με τους σκοπούς που επιδιώκει. Ειδικότερα, οι εθνικές διατάξεις δεν επιτρέπουν να λαμβάνεται υπόψη τυχόν καταβολή εγγυήσεως εντός του κράτους καταγωγής της επιχειρήσεως, πράγμα που θα έπρεπε, καταρχήν, να αρκεί.

40     Κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, η καταβολή εγγυήσεως ή η σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως αποτελούν θεμιτά μέσα για τη διασφάλιση της προστασίας των αποδεκτών των εν λόγω υπηρεσιών. Βεβαίως, η κανονιστική απόφαση για την ιδιωτική ασφάλεια επιβάλλει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις την υποχρέωση συνάψεως ασφαλιστικής συμβάσεως αστικής ευθύνης. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων οικονομικών δεδομένων της ασφαλιστικής αγοράς, το μέτρο αυτό παρέχει περιορισμένη μόνον ασφάλεια. Με άλλα λόγια, η λειτουργία της εγγυήσεως συμπληρώνει, αλλά δεν υποκαθιστά, τη λειτουργία των δύο άλλων μέτρων εξασφαλίσεως, δηλαδή του ελάχιστου εταιρικού κεφαλαίου και της ασφαλίσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

41     Πρέπει να επισημανθεί ότι η υποχρέωση καταθέσεως εγγυήσεως στην Caja General de Depósitos, όπως προβλέπει το ισπανικό δίκαιο, είναι ικανή να δυσχεράνει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της παροχής υπηρεσιών κατά την έννοια των άρθρων 43 ΕΚ και 49 ΕΚ. Πράγματι, καθιστά την παροχή υπηρεσιών ή τη σύσταση θυγατρικής εταιρίας ή δευτερεύουσας εγκαταστάσεως στην Ισπανία περισσότερο επαχθή για τις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεις ιδιωτικής ασφάλειας σε σχέση με τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην Ισπανία. Πρέπει να εξακριβωθεί αν η προϋπόθεση αυτή είναι δικαιολογημένη.

42     Το Δικαστήριο έχει κρίνει ρητώς ότι η σύσταση εγγυήσεως περιορίζει την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών λιγότερο απ’ ό, τι ο καθορισμός ελάχιστου ορίου εταιρικού κεφαλαίου προς διασφάλιση της προστασίας των πιστωτών (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, σκέψη 55).

43     Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, ένα τέτοιο εμπόδιο μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο στο μέτρο κατά το οποίο το προβαλλόμενο γενικό συμφέρον δεν διασφαλίζεται ήδη από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Corsten, σκέψη 35). Η εν λόγω ισπανική ρύθμιση απαιτεί την κατάθεση εγγυήσεως σε ισπανικό οργανισμό, την Caja General de Depósitos, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η τυχόν σύσταση εγγυήσεως στο κράτος μέλος καταγωγής. Επιπλέον, στο παρόν στάδιο εξελίξεως των μηχανισμών διασυνοριακής εισπράξεως απαιτήσεων και εκτελέσεως αλλοδαπών αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τέτοια αυστηρότητα είναι δυσανάλογη. Η υποχρέωση καταθέσεως εγγυήσεως υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της προσήκουσας προστασίας των πιστωτών.

44     Βεβαίως, προκύπτει από τις παρατηρήσεις της Ισπανικής Κυβερνήσεως ότι αυτή έχει δηλώσει ότι είναι διατεθειμένη να λάβει υπόψη της τις εγγυήσεις που έχουν κατατεθεί σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς άλλων κρατών μελών, υπό τον όρο να τεθούν και να παραμείνουν στη διάθεσή της τα ποσά που αφορούν δραστηριότητες ασκούμενες εντός της ισπανικής επικράτειας. Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως είχε κατά την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας και ότι οι εν συνεχεία επελθούσες μεταβολές δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 2002, C-103/00, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2002, σ. I-1147, σκέψη 23, και της 30ής Μαΐου 2002, C-323/01, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2002, σ. I-4711, σκέψη 8). Επιπλέον, πρόκειται για απλή δήλωση της καθής κυβερνήσεως και όχι για συγκεκριμένο νομοθετικό ή κανονιστικό μέτρο.

45     Ως εκ τούτου, η τρίτη αιτίαση είναι βάσιμη.

 Επί της τέταρτης αιτιάσεως, που αφορά τον ελάχιστο αριθμό υπαλλήλων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

46     Κατά την Επιτροπή, κάθε αλλοδαπή επιχείρηση η οποία παρέχει νομίμως υπηρεσίες ιδιωτικής ασφάλειας στο κράτος μέλος εγκαταστάσεώς της, αλλά δεν διαθέτει τον απαιτούμενο από την ισπανική νομοθεσία αριθμό υπαλλήλων, υποχρεώνεται σε αύξηση του προσωπικού της, ακόμη και αν οι δραστηριότητές της δεν το απαιτούν. Η προϋπόθεση αυτή έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα, ιδίως για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ως προς την άσκηση τόσο του δικαιώματος δημιουργίας δευτερευουσών εγκαταστάσεων, όσο και του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών. Τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ απαγορεύουν την εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής επί επιχειρήσεως εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, αν οι ισπανικές αρχές δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις, αν όχι πανομοιότυπες, τουλάχιστον παρόμοιες υποχρεώσεις που ήδη πληροί η επιχείρηση αυτή στο κράτος εγκαταστάσεώς της.

47     Η Ισπανική Κυβέρνηση προβάλλει τη δέσμευση των ισπανικών αρχών να μειώσουν γενικώς κατά 50 % τις ελάχιστες απαιτήσεις ως προς τους ανθρώπινους, υλικούς και τεχνικούς πόρους. Αντιθέτως, οι νομοθετικές απαιτήσεις σχετικά με τον αριθμό των υπαλλήλων δικαιολογούνται όσον αφορά τη μεταφορά εκρηκτικών υλών για λόγους ασφαλείας που ανάγονται ειδικά στην επικρατούσα στην Ισπανία κατάσταση.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

48     Καταρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι οι διατάξεις που καθορίζουν τον ελάχιστο αριθμό των προσώπων που πρέπει να απασχολούν οι επιχειρήσεις ασφαλείας χαρακτηρίζονται ως εμπόδιο για την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, στο μέτρο κατά το οποίο καθιστούν επαχθέστερη τη δημιουργία δευτερευουσών εγκαταστάσεων ή θυγατρικών στην Ισπανία και αποτρέπουν τις αλλοδαπές επιχειρήσεις ιδιωτικής ασφάλειας από την προσφορά των υπηρεσιών τους στην ισπανική αγορά.

49     Σε σχέση με τη δικαιολόγηση του περιορισμού αυτού, πρέπει να υπομνησθεί ότι το ότι ένα κράτος μέλος απλώς επιβάλλει κανόνες λιγότερο αυστηρούς από τους ισχύοντες σε άλλο κράτος μέλος δεν σημαίνει, αυτό καθεαυτό, ότι οι τελευταίοι αυτοί κανόνες είναι δυσανάλογοι και, επομένως, ασύμβατοι προς το κοινοτικό δίκαιο (αποφάσεις της 10ης Μαΐου 1995, C‑384/93, Alpine Investments, Συλλογή 1995, σ. I-1141, σκέψη 51, της 12ης Δεκεμβρίου 1996, C‑3/95, Reisebüro Broede, Συλλογή 1996, σ. I-6511, σκέψη 42, προαναφερθείσες αποφάσεις Mac Quen κ.λπ, σκέψεις 33 και 34, και Gräbner, σκέψεις 46 και 47).

50     Εξαιρουμένης της μεταφοράς εκρηκτικών υλών, η Ισπανική Κυβέρνηση δεν απέδειξε εμπεριστατωμένα ότι ο απαιτούμενος από την ισχύουσα νομοθεσία ελάχιστος αριθμός δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή της διασφαλίσεως του ζητούμενου επιπέδου ασφαλείας κατά τη μεταφορά τιμαλφών και επικίνδυνων αντικειμένων και την εγκατάσταση και συντήρηση συστημάτων συναγερμού και ασφαλείας. Επομένως, κατά το μέτρο αυτό η τέταρτη αιτίαση πρέπει να θεωρηθεί βάσιμη.

51     Πρέπει να κριθεί ως δικαιολογημένη η προβλεπόμενη στο σημείο 2, στοιχείο b, του παραρτήματος της κανονιστικής αποφάσεως για την ιδιωτική ασφάλεια απαίτηση να απασχολούν οι επιχειρήσεις που ασκούν τις δραστηριότητές τους στον τομέα της μεταφοράς εκρηκτικών υλών τουλάχιστον ορισμένο αριθμό υπαλλήλων. Πράγματι, ενόψει των προβληθέντων από την Ισπανική Κυβέρνηση λόγων ασφαλείας, η εν λόγω απαίτηση φαίνεται κατάλληλη για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού, χωρίς να υπερβαίνει το αναγκαίο προς τούτο μέτρο.

52     Η τέταρτη αιτίαση πρέπει συνεπώς να απορριφθεί στο μέτρο κατά το οποίο η εν λόγω ισπανική νομοθεσία απαιτεί από τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της μεταφοράς ή της διανομής εκρηκτικών υλών να απασχολούν τουλάχιστον έναν ελάχιστο αριθμό υπαλλήλων.

 Επί της πέμπτης αιτιάσεως περί εφοδιασμού του προσωπικού με άδεια

 Επιχειρήματα των διαδίκων

53     Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, στην Ισπανία, οι εργαζόμενοι σε αλλοδαπή επιχείρηση ιδιωτικής ασφάλειας πρέπει να λαμβάνουν σε κάθε περίπτωση ειδική διοικητική άδεια. Εντούτοις, δεν υπάρχει ρήτρα περί αναγνωρίσεως άδειας που έχει ήδη χορηγηθεί στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως της εν λόγω επιχειρήσεως, έστω και αν οι σχετικές απαιτήσεις στο κράτος αυτό είναι παρόμοιες με τις ισχύουσες στην Ισπανία. Η τυπική αυτή προϋπόθεση συνιστά σημαντικό εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, διότι μια αλλοδαπή επιχείρηση δεν μπορεί να μεταφέρει στην Ισπανία προσωπικό που έχει λάβει άδεια στο κράτος εγκαταστάσεώς της.

54     Η Ισπανική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι η εθνική ρύθμιση επιβάλλει στο προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας την πλέον μακροχρόνια εκπαίδευση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Επομένως, οι απαιτήσεις της εθνικής νομοθεσίας διαφέρουν κατά πολύ από τις ισχύουσες σε άλλα κράτη μέλη, με συνέπεια να μην είναι καταρχήν δυνατόν να υφίστανται στα κράτη αυτά «ανάλογες απαιτήσεις», οι οποίες να επιτρέπουν τη σύγκριση των νομικών συστημάτων.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

55     Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η προϋπόθεση ότι τα μέλη του προσωπικού επιχειρήσεως ιδιωτικής ασφάλειας πρέπει να αποκτήσουν νέα ειδική άδεια στο κράτος μέλος υποδοχής συνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από τη συγκεκριμένη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ, καθόσον δεν λαμβάνονται υπόψη οι έλεγχοι και οι εξετάσεις που πραγματοποιήθηκαν ήδη στο κράτος μέλος καταγωγής (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, σκέψη 66, και απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2004, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑189/03, Συλλογή 2004, σ. I-9289, σκέψη 30).

56     Ομοίως, όσον αφορά την ελευθερία εγκαταστάσεως του άρθρου 43 ΕΚ, η προαναφερθείσα προϋπόθεση μπορεί να δυσχεράνει τη δημιουργία δευτερεύουσας εγκαταστάσεως στο κράτος μέλος υποδοχής. Κατά συνέπεια, συνιστά για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις ιδιωτικής ασφάλειας εμπόδιο στην άσκηση της ελευθερίας τους να εγκαθίστανται στην Ισπανία.

57     Ως προς τη δικαιολόγηση του εμποδίου αυτού, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια επιχείρηση υποχρεούται καταρχήν, σε περίπτωση που εγκαθίσταται σε άλλο κράτος μέλος, να πληροί τις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές που ισχύουν για τους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής (προαναφερθείσα απόφαση Gebhard, σκέψη 36). Τούτου δοθέντος, η γενική εφαρμογή επί των αλλοδαπών επιχειρήσεων ασφαλείας μιας διαδικασίας χορηγήσεως διοικητικής άδειας δεν αντιβαίνει καθεαυτή στο άρθρο 43 ΕΚ. Εντούτοις, όπως επισήμανε ορθώς ή γενική εισαγγελέας στα σημεία 84 και 85 των προτάσεών της, η ισπανική ρύθμιση δεν προβλέπει τη δυνατότητα να λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις που πληρούν τα επιμέρους μέλη του προσωπικού των επιχειρήσεων αυτών στο κράτος μέλος καταγωγής τους. Όμως μια τόσο μεγάλη αυστηρότητα υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού του ελέγχου του προαναφερθέντος προσωπικού.

58     Το επιχείρημα της Ισπανικής Κυβερνήσεως ότι οι απαιτήσεις αυτές διαφέρουν κατά πολύ από εκείνες που ισχύουν στα άλλα κράτη μέλη, οπότε είναι καταρχήν αδύνατο να υπάρξουν «ανάλογες απαιτήσεις», οι οποίες να επιτρέπουν τη σύγκριση των νομικών καθεστώτων, στερείται λυσιτέλειας.

59     Κατά συνέπεια, και η πέμπτη αιτίαση είναι βάσιμη.

 Επί της έκτης αιτιάσεως, η οποία αφορά την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

60     Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι τα υπαγόμενα στην κανονιστική απόφαση για την ιδιωτική ασφάλεια επαγγέλματα είναι νομοθετικώς κατοχυρωμένα κατά την έννοια των οδηγιών 89/48 και 92/51, εφόσον η άσκησή τους προϋποθέτει ορισμένα προσόντα. Εντούτοις, τα εν λόγω επαγγέλματα δεν περιλαμβάνονται στους καταλόγους που προσαρτώνται στα διατάγματα περί μεταφοράς των δύο αυτών οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο και καμία άλλη διάταξη του ισπανικού δικαίου δεν προβλέπει τη δυνατότητα αναγνωρίσεως των σχετικών προσόντων που αποκτήθηκαν στα άλλα κράτη μέλη. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η απαιτούμενη από την ισπανική ρύθμιση πιστοποίηση επάρκειας πράγματι συνιστά, λόγω της μόνιμης και χρονικά απεριόριστης ισχύος της, «βεβαίωση επάρκειας» που αφορά η οδηγία 92/51.

61     Κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, καμιά από τις εν λόγω οδηγίες δεν έχει παραβιαστεί. Πράγματι, ούτε η πρόσβαση στα επαγγέλματα του τομέα της ιδιωτικής ασφάλειας, ούτε η άσκησή τους εξαρτάται από την προϋπόθεση της κατοχής κάποιας «βεβαιώσεως επάρκειας». Η απαιτούμενη βάσει της εθνικής νομοθεσίας εκπαίδευση δεν αποκτάται παρά μόνο μετά την πρόσληψη του ενδιαφερομένου. Επιπλέον, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, η πιστοποίηση επάρκειας που επιβάλλεται από τον νόμο για την ιδιωτική ασφάλεια ισχύει για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 10 του εν λόγω νόμου, αν μέλος του προσωπικού μιας επιχειρήσεως ιδιωτικής ασφάλειας «παραμένει ανενεργό για διάστημα άνω των δύο ετών, πρέπει να υποβληθεί εκ νέου σε εξετάσεις προκειμένου να του επιτραπεί η άσκηση των καθηκόντων του». Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται «βεβαίωση επάρκειας» και η επικρινόμενη με την αιτίαση κατάσταση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών 89/48 και 92/51.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

62     Επιβάλλεται πρωτίστως η διαπίστωση ότι η Επιτροπή προβάλλει ισχυρισμό περί ταυτόχρονης παραβάσεως των οδηγιών 89/48 και 92/51. Πρέπει όμως να υπενθυμιστεί ότι οι δύο αυτές οδηγίες έχουν διαφορετικό πεδίο εφαρμογής. Ειδικότερα, η οδηγία 89/48 αφορά διπλώματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τα οποία πιστοποιείται επαγγελματική εκπαίδευση διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών. Ωστόσο, δεν προκύπτει από το δικόγραφο της προσφυγής που κατέθεσε η Επιτροπή ότι τα απαιτούμενα στην Ισπανία προσόντα των μελών του προσωπικού των επιχειρήσεων ιδιωτικής ασφάλειας και των ιδιωτικών ντετέκτιβ περιλαμβάνουν σπουδές τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών. Η Επιτροπή, συνεπώς, δεν απέδειξε με ποιον τρόπο τα προαναφερθέντα επαγγέλματα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 89/48.

63     Όσον αφορά την οδηγία 92/51, οι διάδικοι συμφωνούν ότι το προσωπικό ασφαλείας των επιχειρήσεων ιδιωτικής ασφάλειας ασκεί στην Ισπανία νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο στ΄, της οδηγίας αυτής. Ωστόσο, προκειμένου να κριθεί αν η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται επί της συγκεκριμένης δραστηριότητας, πρέπει να εξεταστεί αν η ισπανική νομοθεσία εξαρτά τη χορήγηση διοικητικής άδειας στο προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας από την κατοχή βεβαιώσεως επάρκειας κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας αυτής. Εντούτοις, όπως επισήμανε ορθώς η γενική εισαγγελέας στα σημεία 96 έως 100 των προτάσεών της, η Επιτροπή δεν υπέδειξε με σαφήνεια ποιες ακριβώς επίσημες βεβαιώσεις επάρκειας απαιτούν οι ισπανικές αρχές σε σχέση με τον τομέα της ιδιωτικής ασφάλειας. Ως εκ τούτου, ούτε η σχετική με την οδηγία 92/51 αιτίαση είναι βάσιμη καθόσον αφορά τον τομέα αυτόν.

64     Αντιθέτως, όσον αφορά το επάγγελμα του ιδιωτικού ντετέκτιβ, το άρθρο 54, παράγραφος 5, στοιχείο b, της κανονιστικής αποφάσεως για την ιδιωτική ασφάλεια αξιώνει από τους ενδιαφερόμενους να είναι κάτοχοι διπλώματος ιδιωτικού ντετέκτιβ. Η χορήγηση του διπλώματος αυτού προϋποθέτει κάποιο μορφωτικό επίπεδο, παρακολούθηση ειδικών μαθημάτων και επιτυχή υποβολή σε εξετάσεις σύμφωνα με τις ειδικές κανονιστικές διατάξεις. Πρέπει να αναγνωριστεί ότι, μολονότι το συγκεκριμένο έγγραφο δεν συνιστά «δίπλωμα» υπό τη στενή έννοια του όρου, εφόσον δεν προϋποθέτει εκπαίδευση διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους, αναμφίβολα ανταποκρίνεται στην έννοια της «βεβαιώσεως επάρκειας» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 92/51, εφόσον χορηγείται κατόπιν εκτιμήσεως των αναγκαίων για την άσκηση των εν λόγω επαγγελμάτων ατομικών προσόντων, ικανοτήτων ή γνώσεων του ενδιαφερομένου. Επομένως, η ισπανική ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της.

65     Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντίθετα προς τις επιταγές της οδηγίας 92/51, δεν υπάρχει μέχρι στιγμής στην Ισπανία σύστημα αμοιβαίας αναγνωρίσεως των επαγγελματικών προσόντων για το επάγγελμα του ιδιωτικού ντετέκτιβ.

66     Κατά συνέπεια, η έκτη αιτίαση είναι βάσιμη καθόσον αφορά την αναγνώριση βεβαιώσεων επαγγελματικής επάρκειας για την άσκηση της δραστηριότητας ιδιωτικού ντετέκτιβ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

67     Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτηµα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή στην υπό κρίση υπόθεση η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Βασιλείου της Ισπανίας, το οποίο ηττήθηκε ως προς την πρώτη, την δεύτερη, την τρίτη και την πέμπτη αιτίαση της Επιτροπής, πρέπει να καταδικαστεί στα αναλογούντα δικαστικά έξοδα.

68     Όσον αφορά τη σχετική με την προϋπόθεση της ιθαγένειας αιτίαση, από την οποία παραιτήθηκε η Επιτροπή, καθένας από τους διαδίκους ζήτησε την καταδίκη του άλλου στα δικαστικά έξοδα. Πρέπει να εφαρμοστεί επομένως το άρθρο 69, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, εκτός αν εξαιτίας της στάσεως του καθού δικαιολογείται η καταδίκη αυτού στα δικαστικά έξοδα. Όπως όμως ορθώς ανέφερε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 109 και 110 των προτάσεών της, επειδή το Βασίλειο της Ισπανίας καθυστέρησε να τροποποιήσει την κανονιστική απόφαση για την ιδιωτική ασφάλεια, προκάλεσε με τη στάση του την άσκηση προσφυγής εκ μέρους της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, το κράτος μέλος αυτό πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σε σχέση με την αιτίαση από την οποία παραιτήθηκε η Επιτροπή.

69     Βάσει των ανωτέρω, και ενόψει του γεγονότος ότι ως προς την τέταρτη και την έκτη αιτίαση η προσφυγή έγινε δεκτή μόνο εν μέρει, το Βασίλειο της Ισπανίας πρέπει να καταδικαστεί στα τρία τέταρτα των εξόδων της Επιτροπής και να κριθεί ότι, κατά τα λοιπά, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Το Βασίλειο της Ισπανίας, διατηρώντας σε ισχύ διατάξεις του νόμου 23/1992, της 30ής Ιουλίου 1992, περί ιδιωτικής ασφάλειας, και του βασιλικού διατάγματος 2364/1994, της 9ης Δεκεμβρίου 1994, περί επικυρώσεως της κανονιστικής αποφάσεως για την ιδιωτική ασφάλεια, με τις οποίες επιβάλλονται στις αλλοδαπές επιχειρήσεις ιδιωτικής ασφάλειας διάφορες προϋποθέσεις για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους στην Ισπανία, και συγκεκριμένα η υποχρέωση:

–       να έχουν τη μορφή νομικού προσώπου,

–       να διαθέτουν εταιρικό κεφάλαιο ορισμένου ελάχιστου ύψους,

–       να καταθέσουν υποχρεωτικώς εγγύηση σε ισπανικό οργανισμό,

–       να απασχολούν ορισμένο ελάχιστο αριθμό υπαλλήλων, στο μέτρο που η εν λόγω επιχείρηση δραστηριοποιείται σε άλλους τομείς πλην του τομέα της μεταφοράς και της διανομής εκρηκτικών υλών,

–       για τα μέλη του προσωπικού τους, γενικώς, να κατέχουν ειδική διοικητική άδεια που χορηγείται από τις ισπανικές αρχές, και

μη θεσπίζοντας τις αναγκαίες διατάξεις για την αναγνώριση των βεβαιώσεων επαγγελματικής επάρκειας για την άσκηση της δραστηριότητας του ιδιωτικού ντετέκτιβ, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει, αφενός, από τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, και, αφετέρου, από την οδηγία 92/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, σχετικά με ένα δεύτερο γενικό σύστημα αναγνώρισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης, το οποίο συμπληρώνει την οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά μ’ ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα τρίτα τέταρτα των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τα δικά του δικαστικά του έξοδα.

4)      Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών της εξόδων.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

Επάνω