EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62005CJ0081

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 7ης Σεπτεμβρίου 2006.
Anacleto Cordero Alonso κατά Fondo de Garantía Salarial (Fogasa).
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León - Ισπανία.
Κοινωνική πολιτική - Προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη - Οδηγία 80/987/ΕΟΚ - Τροποποιητική οδηγία 2002/74/EΚ - Αποζημίωση λόγω καταγγελίας συμφωνηθείσα στο πλαίσιο του συμβιβασμού - Καταβολή διασφαλιζόμενη από τον οργανισμό εγγυήσεως - Καταβολή εξαρτώμενη από την έκδοση δικαστικής αποφάσεως.
Υπόθεση C-81/05.

Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-07569

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2006:529

Υπόθεση C-81/05

Anacleto Cordero Alonso

κατά

Fondo de Garantía Salarial (Fogasa)

(αίτηση του Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Κοινωνική πολιτική — Προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη — Οδηγία 80/987/ΕΟΚ — Τροποποιητική οδηγία 2002/74/EΚ — Αποζημίωση λόγω καταγγελίας συμφωνηθείσα στο πλαίσιο του συμβιβασμού — Καταβολή διασφαλιζόμενη από τον οργανισμό εγγυήσεως — Καταβολή εξαρτώμενη από την έκδοση δικαστικής αποφάσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Κοινωνική πολιτική — Προσέγγιση των νομοθεσιών — Προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη — Οδηγία 80/987, τροποποιηθείσα με την οδηγία 2002/74

(Οδηγία 2002/74 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· οδηγία 80/987 του Συμβουλίου)

2.        Κοινωνική πολιτική — Προσέγγιση των νομοθεσιών — Προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη — Οδηγία 80/987

(Οδηγία 2002/74 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· οδηγία 80/987 του Συμβουλίου)

3.        Κοινωνική πολιτική — Προσέγγιση των νομοθεσιών — Προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη — Οδηγίες 80/987 και 2002/74

(Οδηγία 2002/74 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· οδηγία 80/987 του Συμβουλίου)

1.        Εφόσον κράτος μέλος αναγνώριζε στο εσωτερικό του δίκαιο, πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2002/74, για την τροποποίηση της οδηγίας 80/987 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, το δικαίωμα του εργαζομένου να τύχει προστασίας από τον οργανισμό εγγυήσεως σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, προκειμένου περί αποζημιώσεως λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας, η εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής στις περιπτώσεις που η αφερεγγυότητα του εργοδότη επήλθε μετά την έναρξη ισχύος της εν λόγω οδηγίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 80/987, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2002/74.

Πράγματι, δεδομένου ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2002/74 ορίζει ότι τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την οδηγία αυτή σε κάθε περίπτωση αφερεγγυότητας ενός εργοδότη που επήλθε μετά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος των διατάξεων αυτών, η κατάσταση αφερεγγυότητας ενός εργοδότη και οι συνέπειές της εμπίπτουν στο διαχρονικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 80/987, όπως έχει τροποποιηθεί, από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της οδηγίας αυτής, πριν ακόμη εκπνεύσει η προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο την οποία προβλέπει το πρώτο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου 1. Πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/74 όχι μόνον οι εθνικές διατάξεις των οποίων ρητός σκοπός είναι η μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, αλλά και, από της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος της οδηγίας αυτής, οι προϋφιστάμενες εθνικές διατάξεις, οι οποίες μπορούν να διασφαλίσουν τη συμφωνία του εθνικού δικαίου προς την οδηγία αυτήν.

Μολονότι το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 80/987, όπως έχει τροποποιηθεί, δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν στην εθνική τους νομοθεσία για τη μεταφορά της οδηγίας 2002/74 στο εσωτερικό δίκαιο ότι η καταβολή της αποζημιώσεως λόγω λύσεως της σχέσεως εργασίας διασφαλίζεται, κατά το μέτρο που η οικεία εθνική νομοθεσία περιέχει διάταξη κατά την οποία η αποζημίωση αυτή εμπίπτει στην προστασία την οποία παρέχει ο αρμόδιος οργανισμός εγγυήσεως, η εθνική αυτή διάταξη περιλαμβάνεται, από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της οδηγίας 2002/74, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 80/987, όπως έχει τροποποιηθεί. Επομένως, η εθνική διάταξη που προβλέπει υπό ορισμένες προϋποθέσεις την καταβολή αποζημιώσεως στους εργαζομένους από τον οργανισμό εγγυήσεως σε περίπτωση καταγγελίας ή λύσεως της συμβάσεως εργασίας, εμπίπτει στο προπαρατεθέν άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και, συνεπώς, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/74, όσον αφορά την εφαρμογή του σε πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος της οδηγίας αυτής.

(βλ. σκέψεις 28-29, 31-32, 34, διατακτ. 1)

2.        Εντός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 80/987, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2002/74, η γενική αρχή της ισότητας, όπως έχει αναγνωρισθεί στην κοινοτική έννομη τάξη, επιβάλλει, οσάκις, σύμφωνα με εθνική κανονιστική ρύθμιση, η αναγνωρισθείσα με δικαστική απόφαση αποζημίωση εκ του νόμου λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας βαρύνει τον οργανισμό εγγυήσεως σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο η ίδιας φύσεως αποζημίωση η οποία έχει αναγνωρισθεί με συμφωνία μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη συναφθείσα παρουσία του δικαστή και επικυρωθείσα από το δικαιοδοτικό όργανο.

(βλ. σκέψη 42, διατακτ. 2)

3.        Στο πλαίσιο της εφαρμογής των οδηγιών 80/987, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη, και 2002/74, για την τροποποίηση της οδηγίας αυτής, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να αφήσει ανεφάρμοστη εσωτερική κανονιστική ρύθμιση η οποία, κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όπως έχει αναγνωρισθεί στην κοινοτική έννομη τάξη, αποκλείει την εκ μέρους του αρμοδίου οργανισμού εγγυήσεως ανάληψη της υποχρεώσεως να καταβάλει αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας η οποία έχει αναγνωρισθεί με συμφωνία μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών συναφθείσα παρουσία του δικαστή και επικυρωθείσα από το δικαιοδοτικό όργανο.

(βλ. σκέψη 47, διατακτ. 3)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 7ης Σεπτεμβρίου 2006 (*)

«Κοινωνική πολιτική – Προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη – Οδηγία 80/987/ΕΟΚ – Τροποποιητική οδηγία 2002/74/EΚ – Αποζημίωση λόγω καταγγελίας συμφωνηθείσα στο πλαίσιο του συμβιβασμού – Καταβολή διασφαλιζόμενη από τον οργανισμό εγγυήσεως – Καταβολή εξαρτώμενη από την έκδοση δικαστικής αποφάσεως»

Στην υπόθεση C-81/05,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León (Ισπανία) με απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2005, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Φεβρουαρίου 2005, στο πλαίσιο της δίκης

Anacleto Cordero Alonso

κατά

Fondo de Garantía Salarial (Fogasa),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, N. Colneric (εισηγήτρια), K. Lenaerts, E. Juhász και M. Ilešič, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano

γραμματέας: R. Grass

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        το Fondo de Garantía Salarial (Fogasa), εκπροσωπούμενο από τον A. García Trejo, σύμβουλο εντεταλμένο από το Colegio de los Abogados del Estado,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον E. Braquehais Conesa,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους G. Rozet και R. Vidal Puig,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Απριλίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 80/987/EOK του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/004, σ. 35), όπως ίσχυε αρχικώς (στο εξής: οδηγία 80/987) καθώς και κατόπιν της τροποποιήσεώς της με την οδηγία 2002/74/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 (ΕΕ L 270, σ. 10, στο εξής: οδηγία 80/987, όπως έχει τροποποιηθεί).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Anacleto Cordero Alonso και του Fondo de Garantía Salarial (Ταμείου εγγυήσεως μισθών, στο εξής: Fogasa), με αφορμή την άρνηση του εν λόγω Ταμείου να καταβάλει, στο πλαίσιο της επικουρικής ευθύνης του, αποζημίωση στον Anacleto Cordero Alonso λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας του.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

3        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 80/987 ορίζει ότι «[η] παρούσα οδηγία ισχύει για τις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών σε κατάσταση αφερεγγυότητος κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1».

4        Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει ότι η οδηγία αυτή δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών να διατυπώνουν ορισμούς των εννοιών «μισθωτός», «εργοδότης», «αμοιβή εργασίας», «κεκτημένο δικαίωμα» και «δικαίωμα προσδοκίας».

5        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε ορισμένοι οργανισμοί εγγυήσεως να διασφαλίζουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 4, την πληρωμή των ανεξοφλήτων απαιτήσεων των μισθωτών που προέρχονται από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας και αφορούν την αμοιβή για περίοδο πριν μίαν ορισμένη ημερομηνία.»

6        Κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 80/97, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να οριοθετούν την κατά το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής υποχρέωση των οργανισμών εγγυήσεως προς καταβολή, περιορίζοντάς την στην αμοιβή για συγκεκριμένη περίοδο ή ορίζοντας συναφώς ανώτατο όριο.

7        Το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι η οδηγία «δεν περιορίζει την ευχέρεια των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή [να] θεσπίζουν ευνοϊκότερες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις για τους μισθωτούς».

8        Κατά το άρθρο 10, στοιχείο α΄, της ίδιας οδηγίας, η οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών «να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή καταχρήσεων».

9        Το άρθρο 3 της οδηγίας 80/987, όπως έχει τροποποιηθεί, έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα έτσι ώστε οι οργανισμοί εγγύησης να εξασφαλίζουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 4, την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας περιλαμβανομένης, όποτε αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, της καταβολής αποζημιώσεων σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας.

Οι απαιτήσεις τις οποίες αναλαμβάνει ο οργανισμός εγγύησης είναι όσες αφορούν ανεξόφλητες αμοιβές εργασίας που αντιστοιχούν σε περίοδο που προηγείται ή/και, ενδεχομένως, έπεται μιας ημερομηνίας, την οποία προσδιορίζουν τα κράτη μέλη.»

10      Κατά το άρθρο της 3, η οδηγία 2002/74 άρχισε να ισχύει την ημερομηνία της δημοσιεύσεώς της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δηλαδή στις 8 Οκτωβρίου 2002.

11      Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία πριν από τις 8 Οκτωβρίου 2005. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σε κάθε περίπτωση αφερεγγυότητας ενός εργοδότη που επήλθε μετά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος των διατάξεων αυτών.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις της αναφοράς αυτής καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.      Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.»

 Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

12      Το άρθρο 14 του ισπανικού Συντάγματος θεσπίζει το θεμελιώδες δικαίωμα της ισότητας ενώπιον του νόμου.

13      Το άρθρο 26, παράγραφοι 1 και 2, του βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 1/1995, της 24ης Μαρτίου 1995, περί εγκρίσεως του τροποποιηθέντος κειμένου του νόμου περί της νομικής καταστάσεως των εργαζομένων (Estatuto de los Trabajadores, BOE [Επίσημη Εφημερίδα του Βασιλείου της Ισπανίας] αριθ. 75, της 29ης Μαρτίου 1995, σ. 9654), ως έχει κατόπιν της εκδόσεως του νόμου 60/1997, της 19ης Δεκεμβρίου 1997 (BOE αριθ. 304, της 20ής Δεκεμβρίου 1997, σ. 37453, στο εξής: νόμος περί των εργαζομένων), ορίζει τα εξής:

«1. Θεωρούνται μισθός όλα τα οικονομικά οφέλη, σε χρήμα ή σε είδος, που οι εργαζόμενοι λαμβάνουν ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες που παρέχουν επαγγελματικά για λογαριασμό άλλου, εφόσον τα οφέλη αυτά αμείβουν την πραγματική εργασία, ανεξαρτήτως της μορφής της αμοιβής αυτής, ή τις περιόδους αναπαύσεως που εξομοιώνονται με εργασία. […]

2.      Δεν εμπίπτουν στην έννοια του μισθού τα ποσά που ο εργαζόμενος λαμβάνει στο πλαίσιο αποδόσεως των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, οι παροχές και αποζημιώσεις κοινωνικής ασφαλίσεως και οι καταβολές που σχετίζονται με μεταθέσεις, παύσεις ή απολύσεις.»

14      Το άρθρο 33, παράγραφοι 1, 2 και 8, του νόμου περί εργαζομένων ορίζει τα εξής:

«1. Το Ταμείο εγγυήσεως των μισθών, αυτοτελής οργανισμός υπαγόμενος στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφαλίσεως, με νομική προσωπικότητα και ικανότητα να παρίσταται στο δικαστήριο για την επίτευξη των σκοπών του, καταβάλλει στους εργαζομένους το ποσό των μισθών που τους οφείλονται σε περίπτωση αφερεγγυότητας των εργοδοτών, αναστολής πληρωμών, πτωχεύσεως ή δικαστικής εξυγιάνσεως των επιχειρηματιών.

Για τους σκοπούς του προηγουμένου εδαφίου, μισθός θεωρείται το ποσό το οποίο αναγνωρίζεται ως μισθός στην πράξη συμβιβασμού ή στη δικαστική απόφαση, σε όλες τις περιπτώσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 26, παράγραφος 1, καθώς και η πρόσθετη αποζημίωση που καταβάλλεται ως “salarios de tramitación”, την καταβολή της οποίας αποφασίζει, σε μια τέτοια περίπτωση, η αρμόδια δικαστική αρχή, ενώ το Ταμείο επ’ ουδενί καταβάλλει, συνολικά ή χωριστά, ποσό υψηλότερο του ποσού που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του διπλάσιου του κατώτατου διεπαγγελματικού ημερομισθίου με τον αριθμό των ημερών για τις οποίες δεν καταβλήθηκε μισθός, με ανώτατο όριο τις εκατόν είκοσι ημέρες.

2.      Στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, το Ταμείο εγγυήσεως των μισθών καταβάλλει τις αποζημιώσεις που έχουν αναγνωριστεί με δικαστική ή διοικητική απόφαση υπέρ των εργαζομένων λόγω απολύσεως ή λύσεως της συμβάσεως κατά τα άρθρα 50, 51 και 52, στοιχείο c, του παρόντος νόμου, επί ένα κατ’ ανώτατο όριο έτος, υπό τον αυτονόητο όρο ότι το ημερομίσθιο που λαμβάνεται ως βάση του υπολογισμού δεν μπορεί να υπερβαίνει το διπλάσιο του κατώτατου διεπαγγελματικού μισθού.

Το ύψος της αποζημιώσεως, αποκλειστικά για τους σκοπούς της εκ μέρους του Ταμείου εγγυήσεως των μισθών καταβολής αποζημιώσεως σε περιπτώσεις απολύσεως ή λύσεως των συμβάσεων κατά το άρθρο 50 του παρόντος νόμου, υπολογίζεται με βάση τις 25 ημέρες ανά έτος υπηρεσίας και δεν μπορεί να υπερβαίνει το όριο που καθορίζεται στο προηγούμενο εδάφιο.

[…]

8.      Στις περιπτώσεις επιχειρήσεων με λιγότερους από 25 εργαζομένους, το Ταμείο εγγυήσεως των μισθών καταβάλλει το 40 % των νομίμων αποζημιώσεων που οφείλονται στους εργαζομένους των οποίων οι σχέσεις εργασίας λύθηκαν κατόπιν της διαδικασίας που κινείται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 51 του παρόντος νόμου ή για τον λόγο που προβλέπεται στο σημείο c του άρθρου 52.

[...]»

15      Το άρθρο 52, στοιχείο c, του νόμου περί εργαζομένων, το οποίο απαριθμεί τους λόγους λύσεως της συμβάσεως εργασίας «για αντικειμενικούς λόγους», ορίζει τα εξής:

«Η σύμβαση λύεται

[....]

c)      σε περίπτωση αντικειμενικά αναγνωριζόμενης ανάγκης καταργήσεως θέσεων εργασίας για έναν από τους λόγους που προβλέπει το άρθρο 51, παράγραφος 1, του παρόντος νόμου και εφόσον οι θέσεις αυτές είναι λιγότερες από τις προβλεπόμενες στο ίδιο αυτό άρθρο.

Προς τούτο, ο εργοδότης αποδίδει την απόφαση περί λύσεως σε οικονομικούς λόγους, εφόσον σκοπός της είναι να συμβάλει στην έξοδο από δυσμενή οικονομική κατάσταση, ή την αποδίδει σε τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους ή σε λόγους αφορώντες την παραγωγή, εφόσον σκοπός της είναι η υπέρβαση των εμποδίων που κωλύουν την εύρυθμη λειτουργία της επιχειρήσεως, είτε λόγω της ανταγωνιστικής της θέσεως στην αγορά είτε λόγω αναγκών που αφορούν τη ζήτηση, χάρη σε μια καλύτερη οργάνωση των πόρων.»

16      Η λύση της συμβάσεως εργασίας για αντικειμενικούς λόγους επιβάλλει την εκ μέρους του εργοδότη τήρηση ορισμένων υποχρεώσεων που προβλέπει το άρθρο 53, παράγραφος 1, του νόμου περί εργαζομένων, μεταξύ των οποίων οι εξής:

«[...]

b)      να θέσει στη διάθεση του εργαζομένου [...] την αποζημίωση των είκοσι ημερών ανά έτος προϋπηρεσίας, η οποία υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των μηνών για τα διαστήματα κάτω του έτους, επί δώδεκα μήνες κατ’ ανώτατο όριο.

[...]»

17      Το άρθρο 84 του βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 2/1995, της 7ης Απριλίου 1995, περί εγκρίσεως του τροποποιηθέντος κειμένου του νόμου περί της διαδικασίας εργατικών διαφορών (Ley de Procedimiento Laboral, BOE αριθ. 86, της 11ης Απριλίου 1995, σ. 10695, στο εξής: LPL), ορίζει ότι, αν δεν επιτευχθεί συμβιβασμός ενώπιον διοικητικής υπηρεσίας, στην κρίση της οποίας πρέπει να υποβληθεί η υπόθεση προηγουμένως δυνάμει του άρθρου 63 του ίδιου διατάγματος, διεξάγεται υποχρεωτικά νέα διαδικασία συμβιβασμού ενώπιον του αρμόδιου δικαιοδοτικού οργάνου.

18      Κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προδικαστικής αποφάσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν είχε θεσπίσει καμία διάταξη αναφερόμενη στην οδηγία 2002/74, ούτε είχε κοινοποιήσει στην Επιτροπή τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

19      Ο Α. Cordero Alonso εργαζόταν σε επιχείρηση η οποία απασχολούσε λιγότερους από 25 εργαζομένους. Απολύθηκε για λόγο αφορώντα την οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως. Η αγωγή την οποία άσκησε ο Α. Cordero Alonso κατά της αποφάσεως αυτής κατέληξε σε συμβιβασμό συναφθέντα με τον εναγόμενο της κύριας δίκης, παρουσία και κατόπιν επεμβάσεως του δικάζοντος δικαστή, ο οποίος τον επικύρωσε στη συνέχεια, με αποτέλεσμα να προσδώσει στην εν λόγω συμφωνία ισχύ δεδικασμένου και εκτελεστότητα σε περίπτωση μη συμμορφώσεως. Με τη συμφωνία αυτή, οι διάδικοι συμφώνησαν να δεχθούν τη λύση της σχέσεως εργασίας για τους λόγους που επικαλέσθηκε ο εργοδότης και καθορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ποσό αποζημιώσεως 5 540,06 ευρώ, το οποίο όφειλε να καταβάλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο.

20      Δεδομένου ότι ο εργοδότης δεν εξόφλησε οικειοθελώς τις οφειλές που αποτελούσαν το αντικείμενο του συμβιβασμού, ο Α. Cordero Alonso ζήτησε την αναγκαστική εκτέλεση του εν λόγω συμβιβασμού και κατόπιν τούτου ο εργοδότης κηρύχθηκε αφερέγγυος στις 24 Απριλίου 2003, δεδομένου ότι δεν είχε περιουσιακά στοιχεία δυνάμενα να κατασχεθούν και να ρευστοποιηθούν προς εξόφληση των οφειλομένων στον εργαζόμενο ποσών.

21      Ο Α. Cordero Alonso ζήτησε τότε από το Fogasa την εξόφληση των εν λόγω οφειλών. Το Fogasa δέχθηκε να του καταβάλει το 40 % της αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας, σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 8, του νόμου περί εργαζομένων, αλλά αρνήθηκε να αναλάβει την εξόφληση του υπολοίπου 60 %, με την αιτιολογία ότι η οφειλή αυτή είχε αναγνωρισθεί με πρακτικό συμβιβασμού και όχι με δικαστική ή διοικητική απόφαση.

22      Ο εκκαλών της κύριας δίκης άσκησε τότε αγωγή κατά του Fogasa ενώπιον του Juzgado de lo Social de Palencia, ζητώντας την καταβολή ποσού αντιστοιχούντος στο 60 % της αποζημιώσεως που είχε συμφωνηθεί με το πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού. Το δικαστήριο αυτό απέρριψε την αγωγή με την αιτιολογία ότι το Fogasa υποχρεούται εκ του νόμου να αναλαμβάνει την καταβολή μόνον των αποζημιώσεων λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας, οσάκις η οφειλή των αποζημιώσεων αυτών αναγνωρίσθηκε με δικαστική ή διοικητική απόφαση, όχι όμως αν συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών με πρακτικό συμβιβασμού. Ο Α. Cordero Alonso άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του τμήματος κοινωνικών υποθέσεων του Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León.

23      Το δικαστήριο αυτό παρατηρεί ότι, με την απόφαση 306/1993, της 25ης Οκτωβρίου 1993, το Tribunal Constitucional εξέτασε το συμβιβαστό του άρθρου 33, παράγραφος 2, του νόμου περί εργαζομένων προς το άρθρο 14 του ισπανικού Συντάγματος. Κατά το Tribunal Constitucional, δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής της ισότητας ενώπιον του νόμου, δεδομένου ότι δεν υφίσταται διαφορετική μεταχείριση ίδιων καταστάσεων. Λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-442/00, Rodríguez Caballero (Συλλογή 2002, σ. I-11915), το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τα αποτελέσματα της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου και, ιδίως, ως προς το αν το δικαστήριο αυτό έχει την εξουσία να μην εφαρμόσει εθνικό νόμο αντίθετο προς το κοινοτικό δίκαιο, ενώ δεν υπάρχει ισπανικός δικονομικός νόμος ο οποίος να του απονέμει την αρμοδιότητα αυτή.

24      Αν η εξουσία αυτή απορρέει από το κοινοτικό δίκαιο, είναι αναγκαίο να κριθεί αν, παρά το ότι η οδηγία 80/987 δεν αναφέρει ρητώς τις αποζημιώσεις λόγω λύσεως της συμβάσεως, το κοινοτικό δίκαιο έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Εφόσον πρόκειται περί περιπτώσεως εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, είναι αμφίβολο αν η υπεροχή του έναντι του εθνικού δικαίου επεκτείνεται στους κανόνες που διέπουν τα θεμελιώδη δικαιώματα. Αν τούτο συμβαίνει, τότε είναι αναγκαίο να κριθεί αν η επίμαχη εν προκειμένω διαφορετική μεταχείριση είναι δικαιολογημένη. Το ζήτημα αυτό δεν επιλύθηκε πλήρως με την προπαρατεθείσα απόφαση Rodríguez Caballero, δεδομένου ότι η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως. Αν κριθεί ότι οι αποζημιώσεις αυτές δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 80/987, ανακύπτει το ερώτημα αν το Ισπανικό Δημόσιο εφαρμόζει ήδη την οδηγία 2002/74, κατά το μέτρο που το περιεχόμενό της έχει ήδη ενσωματωθεί στο ισπανικό δίκαιο. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ανακύπτουν τα ίδια ερωτήματα, όσον αφορά το θεμελιώδες δικαίωμα της ισότητας ενώπιον του νόμου, με τα ερωτήματα που ανακύπτουν σε περίπτωση που κριθεί ότι το Ισπανικό Δημόσιο, κρίνοντας επί της υποθέσεως του Α. Cordero Alonso, εφαρμόζει την οδηγία 80/987.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνεπάγεται η υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη ή που προκύπτουν από τις πράξεις των οργάνων της Κοινότητας (άρθρο 10 ΕΚ), καθώς και η αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου έναντι του εθνικού δικαίου, αυτοτελώς και χωρίς την ανάγκη υπάρξεως ρητών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, την παροχή στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα της εξουσίας να μην εφαρμόζουν κάθε είδους κανόνες του εσωτερικού δικαίου που είναι αντίθετοι προς το κοινοτικό δίκαιο, ανεξαρτήτως της βαθμίδας των κανόνων αυτών στην ιεραρχική κλίμακα της νομοθεσίας (κανονιστικών αποφάσεων, νόμων ή ακόμη και του Συντάγματος);

2)      α)     Όταν τα ισπανικά διοικητικά και δικαστικά όργανα καλούνται να αποφανθούν επί του δικαιώματος εργαζομένου, του οποίου ο εργοδότης αποδείχθηκε αφερέγγυος, να του καταβληθεί από το [Fogasa] η αποζημίωση που του οφείλεται λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας, και της οποίας την καταβολή διασφαλίζει η εθνική νομοθεσία σε περίπτωση αφερεγγυότητας, εφαρμόζουν κοινοτικό δίκαιο παρότι η οδηγία 80/987 δεν προβλέπει ρητώς στα άρθρα της 1 και 3 την αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας;

β)       Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, δεσμεύονται τα ισπανικά διοικητικά και δικαστικά όργανα, κατά την εφαρμογή της οδηγίας 80/987 και των κανόνων που μεταφέρουν το περιεχόμενό της στο εσωτερικό δίκαιο, από την αρχή της ισότητας έναντι του νόμου και της απαγορεύσεως των διακρίσεων που προκύπτουν από το κοινοτικό δίκαιο και με το πεδίο εφαρμογής που έχει καθοριστεί από την ερμηνεία του Δικαστηρίου […], ακόμη και αν αυτή δεν συμπίπτει με την ερμηνεία του ανάλογου θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το ισπανικό Σύνταγμα, όπως έχει διαμορφωθεί από τη νομολογία του Tribunal Constitucional espagñol;

γ)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, επιβάλλει το θεμελιώδες δικαίωμα στην ισότητα έναντι του νόμου που προκύπτει από το κοινοτικό δίκαιο υποχρέωση ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες το δικαίωμα του εργαζομένου σε αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας αναγνωρίζεται με δικαστική απόφαση και των περιπτώσεων στις οποίες η αποζημίωση είναι αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη που έχει συναφθεί ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου και έχει επικυρωθεί από αυτό;

3)      α)     Σε περίπτωση που κράτος μέλος είχε αναγνωρίσει με την εσωτερική του νομοθεσία πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2002/74 το δικαίωμα του εργαζομένου να καλύπτεται από την προστασία του οργανισμού εγγυήσεως σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη όσον αφορά την αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας, μπορεί να θεωρηθεί ότι από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της εν λόγω οδηγίας, ήτοι από τις 8 Οκτωβρίου 2002, το κράτος μέλος αυτό εφαρμόζει το κοινοτικό δίκαιο, ακόμη και αν δεν έχει παρέλθει η προθεσμία για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο, όταν αποφαίνεται επί της καταβολής εκ μέρους του οργανισμού εγγυήσεως της αποζημιώσεως λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας σε περιπτώσεις στις οποίες η αφερεγγυότητα του εργοδότη αναγνωρίστηκε μετά τις 8 Οκτωβρίου 2002;

β)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, δεσμεύονται τα ισπανικά διοικητικά και δικαστικά όργανα, κατά την εφαρμογή της οδηγίας [2002/74] και των κανόνων που μεταφέρουν το περιεχόμενό της στο εσωτερικό δίκαιο, από την αρχή της ισότητας έναντι του νόμου και της απαγορεύσεως των διακρίσεων που προκύπτουν από το κοινοτικό δίκαιο και με το πεδίο εφαρμογής που έχει καθοριστεί από την ερμηνεία του Δικαστηρίου […], ακόμη και αν αυτή δεν συμπίπτει με την ερμηνεία του ανάλογου θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το ισπανικό Σύνταγμα, όπως έχει διαμορφωθεί από τη νομολογία του Tribunal Constitucional espagñol;

γ)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, επιβάλλει το θεμελιώδες δικαίωμα στην ισότητα έναντι του νόμου που προκύπτει από το κοινοτικό δίκαιο υποχρέωση ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες το δικαίωμα του εργαζομένου σε αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας αναγνωρίζεται με δικαστική απόφαση και των περιπτώσεων στις οποίες η αποζημίωση είναι αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη που έχει συναφθεί ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου και έχει επικυρωθεί από αυτό;»

 Επί του τρίτου ερωτήματος

26      Με το τρίτο του ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξετασθεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, αφενός, ως προς τη διαχρονική εφαρμογή της οδηγίας 80/987, όπως έχει τροποποιηθεί (τρίτο ερώτημα, στοιχείο α΄), και, αφετέρου, ως προς την ενδεχόμενη υποχρέωση, δυνάμει της κοινοτικού δικαίου αρχής της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, αντιμετωπίσεως κατά τον ίδιο τρόπο της αποζημιώσεως λόγω λύσεως της συμβάσεως η οποία αναγνωρίζεται με δικαστική απόφαση και της προβλεπόμενης από συμφωνία μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών συναφθείσα παρουσία του δικαστή και επικυρωθείσα από το δικαιοδοτικό όργανο (τρίτο ερώτημα, στοιχεία β΄ και γ΄).

 Επί της διαχρονικής εφαρμογής της οδηγίας 80/987, όπως έχει τροποποιηθεί

27      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2002/74, τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την οδηγία αυτή πριν από τις 8 Οκτωβρίου 2005.

28      Το δεύτερο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου ορίζει ότι τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις εθνικές διατάξεις που αναφέρει το πρώτο εδάφιο σε κάθε περίπτωση αφερεγγυότητας ενός εργοδότη που επήλθε μετά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος των διατάξεων αυτών. Συνεπώς, υπό τις συνθήκες αυτές, η κατάσταση αφερεγγυότητας ενός εργοδότη και οι συνέπειές της εμπίπτουν στο διαχρονικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 80/987, όπως έχει τροποποιηθεί, από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της οδηγίας αυτής, πριν ακόμη εκπνεύσει η προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο την οποία προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2002/74.

29      Πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/74 όχι μόνον οι εθνικές διατάξεις των οποίων ρητός σκοπός είναι η μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, αλλά και, από της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος της οδηγίας αυτής, οι προϋφιστάμενες εθνικές διατάξεις, οι οποίες μπορούν να διασφαλίσουν τη συμφωνία του εθνικού δικαίου προς την οδηγία αυτήν.

30      Κατά το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 80/987, όπως έχει τροποποιηθεί, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα έτσι ώστε οι οργανισμοί εγγυήσεως να εξασφαλίζουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 4 της ίδιας οδηγίας, την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας περιλαμβανομένης, όποτε αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, της καταβολής αποζημιώσεως σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας.

31      Μολονότι το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 80/987, όπως έχει τροποποιηθεί, δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν στην εθνική τους νομοθεσία για τη μεταφορά της οδηγίας 2002/74 στο εσωτερικό δίκαιο ότι η καταβολή της αποζημιώσεως λόγω λύσεως της σχέσεως εργασίας διασφαλίζεται, πρέπει να θεωρηθεί ότι, κατά το μέτρο που η οικεία εθνική νομοθεσία περιέχει διάταξη κατά την οποία η αποζημίωση αυτή εμπίπτει στην προστασία την οποία παρέχει ο αρμόδιος οργανισμός εγγυήσεως, η εθνική αυτή διάταξη περιλαμβάνεται, από τις 8 Οκτωβρίου 2002, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της οδηγίας 2002/74, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 80/987, όπως έχει τροποποιηθεί.

32      Επομένως, διάταξη όπως το άρθρο 33, παράγραφος 2, του νόμου περί εργαζομένων, το οποίο προβλέπει υπό ορισμένες προϋποθέσεις την καταβολή αποζημιώσεως στους εργαζομένους από τον οργανισμό εγγυήσεως σε περίπτωση καταγγελίας ή λύσεως της συμβάσεως εργασίας, εμπίπτει στο άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2002/74 και, συνεπώς, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, όσον αφορά την εφαρμογή του σε πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος της οδηγίας αυτής.

33      Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2002/74, οι εθνικές διατάξεις οι οποίες θεσπίζονται για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο πρέπει να αναφέρονται στην εν λόγω οδηγία κατά τη θέσπισή τους ή να συνοδεύονται από τέτοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Πράγματι, τέτοιοι τυπικοί λόγοι δεν επιτρέπεται να καταλήξουν σε περιορισμό της σκοπούμενης από την οδηγία 2002/74 προστασίας των εργαζομένων.

34      Συνεπώς, στο τρίτο ερώτημα, στοιχείο α΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, εφόσον κράτος μέλος αναγνώριζε στο εσωτερικό του δίκαιο, πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2002/74, το δικαίωμα του εργαζομένου να τύχει προστασίας από τον οργανισμό εγγυήσεως σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, προκειμένου περί αποζημιώσεως λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας, η εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής στις περιπτώσεις που η αφερεγγυότητα του εργοδότη επήλθε μετά την έναρξη ισχύος της εν λόγω οδηγίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 80/987, όπως έχει τροποποιηθεί.

 Επί της παραβιάσεως της αρχής της ισότητας

35      Άπαξ μια εθνική ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να συμβιβάζεται με τα θεμελιώδη δικαιώματα, τον σεβασμό των οποίων διασφαλίζει το Δικαστήριο (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση Rodríguez Caballero, προπαρατεθείσα, σκέψη 31 και την παρατιθέμενη νομολογία).

36      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, όσον αφορά τις αποζημιώσεις λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας, το Fogasa αναλαμβάνει, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, την κάλυψη μόνο εκείνων που αναγνωρίζονται με δικαστική ή διοικητική απόφαση.

37      Μολονότι στο εθνικό δίκαιο απόκειται να διευκρινίζει ποια αποζημίωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 80/987, όπως έχει τροποποιηθεί, η ευχέρεια αυτή υπόκειται στον όρο περί σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στα οποία συγκαταλέγεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων (βλ., υπό την έννοια αυτή, τη διάταξη της 13ης Δεκεμβρίου 2005, C-177/05, Guerrero Pecino, Συλλογή 2005, σ. Ι-10887, σκέψεις 25 και 26, καθώς και την παρατιθέμενη νομολογία). Η αρχή αυτή επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο οι παρεμφερείς καταστάσεις, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση Rodríguez Caballero, προπαρατεθείσα, σκέψη 32, και παρατιθέμενη νομολογία).

38      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, οσάκις, σύμφωνα με την οικεία εθνική ρύθμιση, αποζημίωση λόγω παράνομης απολύσεως η οποία αναγνωρίσθηκε με δικαστική ή διοικητική απόφαση θεωρείται, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, ως αποζημίωση λόγω λύσεως της σχέσεως εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 80/987, όπως έχει τροποποιηθεί, αποζημίωση ανάλογης φύσεως καθορισθείσα στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικού συμβιβασμού, όπως ο προβλεπόμενος από το άρθρο 84 του LPL, πρέπει επίσης να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ίδιας διατάξεως (διάταξη Guerrero Pecino, προπαρατεθείσα, σκέψη 30).

39      Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την αποζημίωση εκ του νόμου που οφείλεται λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας.

40      Πράγματι, αφενός, όλοι οι εργαζόμενοι που έχασαν την εργασία τους λόγω λύσεως της συμβάσεώς τους εργασίας βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση, όταν ο εργοδότης τους, λόγω της αφερεγγυότητάς του, βρίσκεται σε αδυναμία να τους καταβάλει την αποζημίωση την οποία δικαιούνται νομίμως. Αφετέρου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 36 των προτάσεών του, ούτε το αιτούν δικαστήριο ούτε οι παρεμβαίνοντες προέβαλαν κάποιο νέο επιχείρημα, δυνάμενο ενδεχομένως να δικαιολογήσει την άνιση μεταχείριση, το οποίο το Δικαστήριο να μην είχε ήδη εκτιμήσει στο πλαίσιο των αποφάσεων Rodríguez Caballero, προπαρατεθείσας, και της 16ης Δεκεμβρίου 2004, C-520/03, Olaso Valero (Συλλογή 2004, σ. I-12065), καθώς και της διατάξεως Guerrero Pecino, προπαρατεθείσας.

41      Δεδομένου ότι η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων αποτελεί αρχή του κοινοτικού δικαίου, τα κράτη μέλη δεσμεύονται από την αρχή αυτή όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Τούτο ισχύει επίσης οσάκις η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση είναι, κατά τη νομολογία του συνταγματικού δικαστηρίου του οικείου κράτους μέλους, σύμφωνη προς ανάλογο θεμελιώδες δικαίωμα αναγνωρισμένο από την εθνική έννομη τάξη.

42      Επομένως, στο τρίτο ερώτημα, στοιχεία β΄ και γ΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, εντός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 80/987, όπως έχει τροποποιηθεί, η γενική αρχή της ισότητας, όπως έχει αναγνωρισθεί στην κοινοτική έννομη τάξη, επιβάλλει, οσάκις, σύμφωνα με εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η αναγνωρισθείσα με δικαστική απόφαση αποζημίωση εκ του νόμου λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας βαρύνει τον οργανισμό εγγυήσεως σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο η ίδιας φύσεως αποζημίωση η οποία έχει αναγνωρισθεί με συμφωνία μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη συναφθείσα παρουσία του δικαστή και επικυρωθείσα από το δικαιοδοτικό όργανο.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

43      Κατόπιν της δοθείσας στο τρίτο ερώτημα απαντήσεως, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, όσον αφορά την οδηγία 80/987, όπως ίσχυε αρχικά.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

44      Το πρώτο ερώτημα αφορά, κατ’ ουσίαν, την ενδεχόμενη υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να μην εφαρμόσει, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, το εθνικό δίκαιο που δεν συμβιβάζεται με την οδηγία 80/987, είτε όπως ίσχυε αρχικά είτε κατόπιν της τροποποιήσεώς της.

45      Εφόσον διαπιστώθηκε δυσμενής διάκριση αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο και ενόσω δεν έχουν ληφθεί μέτρα για την αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως, η τήρηση της αρχής της ισότητας μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με την παροχή στα άτομα της κατηγορίας που τυγχάνουν δυσμενούς μεταχειρίσεως των ιδίων πλεονεκτημάτων με εκείνα που παρέχονται στα άτομα της ευνοημένης κατηγορίας (απόφαση Rodríguez Caballero, προπαρατεθείσα, σκέψη 42).

46      Σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να μην εφαρμόζει κάθε εθνική διάταξη συνεπαγόμενη διακρίσεις, χωρίς να ζητεί ή να αναμένει την προηγούμενη εξάλειψη της διατάξεως αυτής εκ μέρους του νομοθέτη, και να εφαρμόζει στα μέλη της ομάδας που τυγχάνει δυσμενούς μεταχειρίσεως το ίδιο καθεστώς που ισχύει για τους λοιπούς εργαζομένους (απόφαση Rodríguez Caballero, προπαρατεθείσα, σκέψη 43, και παρατιθέμενη νομολογία). Υπέχει την υποχρέωση αυτή ανεξαρτήτως της υπάρξεως, στο εσωτερικό δίκαιο, διατάξεων που του απονέμουν την αρμοδιότητα να το πράξει.

47      Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει να αφήσει ανεφάρμοστη εσωτερική κανονιστική ρύθμιση η οποία, κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όπως έχει αναγνωρισθεί στην κοινοτική έννομη τάξη, αποκλείει την εκ μέρους του αρμοδίου οργανισμού εγγυήσεως ανάληψη της υποχρεώσεως να καταβάλει αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας η οποία έχει αναγνωρισθεί με συμφωνία μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών συναφθείσα παρουσία του δικαστή και επικυρωθείσα από το δικαιοδοτικό όργανο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

48      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Εφόσον κράτος μέλος αναγνώριζε στο εσωτερικό του δίκαιο, πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2002/74/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ, το δικαίωμα του εργαζομένου να τύχει προστασίας από τον οργανισμό εγγυήσεως σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, προκειμένου περί αποζημιώσεως λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας, η εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής στις περιπτώσεις που η αφερεγγυότητα του εργοδότη επήλθε μετά την έναρξη ισχύος της εν λόγω οδηγίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 80/987/EOK του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2002/74.

2)      Εντός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 80/987, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2002/74, η γενική αρχή της ισότητας, όπως έχει αναγνωρισθεί στην κοινοτική έννομη τάξη, επιβάλλει, οσάκις, σύμφωνα με εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η αναγνωρισθείσα με δικαστική απόφαση αποζημίωση εκ του νόμου λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας βαρύνει τον οργανισμό εγγυήσεως σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο η ίδιας φύσεως αποζημίωση η οποία έχει αναγνωρισθεί με συμφωνία μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη συναφθείσα παρουσία του δικαστή και επικυρωθείσα από το δικαιοδοτικό όργανο.

3)      Το εθνικό δικαστήριο πρέπει να αφήσει ανεφάρμοστη εσωτερική κανονιστική ρύθμιση η οποία, κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όπως έχει αναγνωρισθεί στην κοινοτική έννομη τάξη, αποκλείει την εκ μέρους του αρμοδίου οργανισμού εγγυήσεως ανάληψη της υποχρεώσεως να καταβάλει αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας η οποία έχει αναγνωρισθεί με συμφωνία μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών συναφθείσα παρουσία του δικαστή και επικυρωθείσα από το δικαιοδοτικό όργανο.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

Επάνω