Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62003CJ0005

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 7ης Ιουλίου 2005.
    Ελληνική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    ΕΓΤΠΕ - Αποκλεισμός ορισμένων δαπανών - Οπωροκηπευτικά - Πορτοκάλια - Πριμοδοτήσεις ζώων - Βοοειδή - Αιγοπρόβατα.
    Υπόθεση C-5/03.

    Συλλογή της Νομολογίας 2005 I-05925

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2005:426

    Υπόθεση C-5/03

    Ελληνική Δημοκρατία

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «ΕΓΤΠΕ — Αποκλεισμός ορισμένων δαπανών — Οπωροκηπευτικά — Πορτοκάλια — Πριμοδοτήσεις ζώων — Βοοειδή — Αιγοπρόβατα»

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed της 14ης Οκτωβρίου 2004 

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 7ης Ιουλίου 2005 

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.     Γεωργία — ΕΓΤΠΕ — Εκκαθάριση λογαριασμών — Μη επιβάρυνση με δαπάνες που απορρέουν από ατασθαλίες κατά την εφαρμογή της κοινοτικής ρυθμίσεως — Αμφισβήτηση από το οικείο κράτος μέλος — Βάρος αποδείξεως — Κατανομή μεταξύ της Επιτροπής και του κράτους μέλους

    (Κανονισμός 729/70 του Συμβουλίου)

    2.     Γεωργία — ΕΓΤΠΕ — Εκκαθάριση λογαριασμών — Μη επιβάρυνση με δαπάνες που απορρέουν από ατασθαλίες κατά την εφαρμογή της κοινοτικής ρυθμίσεως — Δημοσιονομική διόρθωση — Προϋποθέσεις — Ύπαρξη σημαντικής ελλείψεως εκθέτουσας το ΕΓΤΠΕ σε πραγματικό κίνδυνο απωλειών

    (Κανονισμός 729/70 του Συμβουλίου)

    1.     Στον τομέα της χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής από το ΕΓΤΠΕ, ναι μεν της Επιτροπής έργο είναι, όταν σκοπεύει να αποκλείσει ορισμένες δαπάνες από την κοινοτική χρηματοδότηση, να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων, πλην όμως η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη πραγματικής ζημίας ή να αποδείξει κατά τρόπο εξαντλητικό την ανεπάρκεια των ελέγχων στους οποίους προέβησαν οι εθνικές διοικητικές αρχές ή την ύπαρξη ατασθαλιών σχετικά με τα αριθμητικά στοιχεία που διαβίβασαν οι αρχές αυτές, αλλά δύναται να αρκεσθεί να παράσχει εν προκειμένω σοβαρά στοιχεία ή να αποδείξει ότι είναι σοβαρή και εύλογη η αμφιβολία την οποία έχει σχετικά με τους πιο πάνω ελέγχους ή τα πιο πάνω αριθμητικά στοιχεία.

    Όταν η Επιτροπή έχει παράσχει τέτοια αποδεικτικά στοιχεία, στο κράτος μέλος απόκειται να αποδείξει εν ανάγκη ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά τις οικονομικές συνέπειες που πρέπει να συναχθούν. Το κράτος μέλος δεν δύναται να ανατρέψει τις διαπιστώσεις της χωρίς να στηρίξει τους ισχυρισμούς του με στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου. Έργο του είναι να προσκομίσει την πιο λεπτομερή και πλήρη απόδειξη ως προς το ότι είναι πραγματικοί οι έλεγχοί του ή είναι πραγματικά τα αριθμητικά του στοιχεία και, εν ανάγκη, ως προς το ότι είναι ανακριβείς οι ισχυρισμοί της Επιτροπής.

    Ο πιο πάνω μετριασμός της απαιτήσεως αποδείξεως εξηγείται από την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής καθώς και από το γεγονός ότι η διαχείριση της χρηματοδοτήσεως του ΕΓΤΠΕ στηρίζεται κυρίως στις εθνικές διοικητικές αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί η φροντίδα για την αυστηρή τήρηση των κοινοτικών κανόνων.

    (βλ. σκέψεις 36, 38-40, 46-47, 62, 75, 79)

    2.     Όταν πρόκειται για εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός ότι μια διαδικασία μπορεί να βελτιωθεί δεν δικαιολογεί την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως. Πρέπει να υφίσταται σημαντική έλλειψη κατά την εφαρμογή ρητών κοινοτικών κανόνων και η έλλειψη αυτή πρέπει να εκθέτει το ΕΓΤΠΕ σε πραγματικό κίνδυνο απωλειών ή ατασθαλιών.

    (βλ. σκέψη 51)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

    της 7ης Ιουλίου 2005 (*)

    «ΕΓΤΠΕ – Αποκλεισμός ορισμένων δαπανών – Οπωροκηπευτικά – Πορτοκάλια – Πριμοδοτήσεις ζώων – Βοοειδή – Αιγοπρόβατα»

    Στην υπόθεση C-5/03,

    με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, ασκηθείσα στις 3 Ιανουαρίου 2003,

    Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις Σ. Χαριτάκη και Ε. Σβολοπούλου, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τη Μ. Κοντού-Durande, επικουρούμενη από τον δικηγόρο Ν. Κορογιαννάκη, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθής,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Rosas (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet, J.-P. Puissochet, J. Malenovský και U. Lõhmus, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed

    γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της συνεδριάσεως της 15ης Σεπτεμβρίου 2004,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Οκτωβρίου 2004,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1       Με την προσφυγή της, η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί να ακυρωθεί η απόφαση 2002/881/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με τον αποκλεισμό από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων (ΕΕ L 306, σ. 26), κατά το μέρος που αφορά δημοσιονομικές διορθώσεις ποσού 2 438 896,91 ευρώ, για τις οικονομικές χρήσεις 1997-2001, όσον αφορά τον τομέα των οπωροκηπευτικών, ποσού 11 352 868 ευρώ, για τις οικονομικές χρήσεις 1999-2001, όσον αφορά τις πριμοδοτήσεις για βοοειδή, και ποσού 22 969 271 ευρώ, για τις οικονομικές χρήσεις 1998 και 1999, όσον αφορά τις πριμοδοτήσεις για αιγοπρόβατα.

    2       Οι δημοσιονομικές αυτές διορθώσεις αντιστοιχούν, στον τομέα των οπωροκηπευτικών, σε ειδική διόρθωση της τάξεως του 3 % σχετικά με ασφαλιστικές εισφορές και σε κατ’ αποκοπή διόρθωση της τάξεως του 2 % σχετικά με την ανεπάρκεια των ελέγχων. Στον τομέα των πριμοδοτήσεων για βοοειδή και στον τομέα των πριμοδοτήσεων για αιγοπρόβατα, η δημοσιονομική αυτή διόρθωση αντιστοιχεί σε κατ’ αποκοπή διορθώσεις της τάξεως του 10 % για τον πρώτο τομέα και του 5 % για τον δεύτερο.

     Νομικό πλαίσιο

     Η γενική κοινοτική ρύθμιση σχετικά με τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής

    3       Εν προκειμένω, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1287/95 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 1995 (ΕΕ L 125, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 729/70), αποτελεί τη βασική ρύθμιση όσον αφορά τις δαπάνες που είναι προγενέστερες της 1ης Ιανουαρίου 2000. Για τις δαπάνες που είναι μεταγενέστερες της ημερομηνίας αυτής, εφαρμογή έχει ο κανονισμός (ΕΚ) 1258/99 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 103).

    4       Βάσει των άρθρων 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 729/70 καθώς και των άρθρων 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1258/99, το τμήμα Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ χρηματοδοτεί, στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, τις κατά τις κοινοτικές διατάξεις παρεμβάσεις για τη σταθεροποίηση των γεωργικών αυτών αγορών.

    5       Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70 και το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/99, η Επιτροπή αποφασίζει τον αποκλεισμό δαπανών από την κοινοτική χρηματοδότηση όταν διαπιστώνει ότι οι δαπάνες αυτές δεν έγιναν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες. Όταν υπολογίζει τα ποσά που πρέπει να αποκλειστούν, λαμβάνει υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα της παραβάσεως, καθώς και την οικονομική ζημία που προκλήθηκε στην Κοινότητα.

    6       Ο κανονισμός (ΕΚ) 1663/95 της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 1995, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 729/70 όσον αφορά τη διαδικασία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων (ΕΕ L 158, σ. 6), ορίζει, στο παράρτημά του, ότι ο πληρωτής οργανισμός πληρώνει με επιταγή.

     Η κοινοτική ρύθμιση σχετικά με τα οπωροκηπευτικά: τα πορτοκάλια

    7       Ο κανονισμός (ΕΚ) 2200/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, θεσμοθέτησε την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών (ΕΕ L 297, σ. 1).

    8       Ο κανονισμός (ΕΚ) 2202/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, περί καθεστώτος ενισχύσεως των παραγωγών ορισμένων εσπεριδοειδών (ΕΕ L 297, σ. 49), στηρίζει το καθεστώς αυτό σε συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ των οργανώσεων παραγωγών και των μεταποιητών καθώς και σε ποιοτικό και ποσοτικό έλεγχο των συμβάσεων αυτών από τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών.

    9       Ο κανονισμός (ΕΚ) 1169/97 της Επιτροπής, της 26ης Ιουνίου 1997, περί των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού 2202/96 (ΕΕ L 169, σ. 15), ορίζει, στο άρθρο του 15, παράγραφος 2, ότι, εντός δεκαπέντε εργασίμων ημερών από τη λήψη της ενισχύσεως ή της προκαταβολής, η οργάνωση παραγωγών καταβάλλει στο ακέραιο τα ληφθέντα ποσά στα μέλη της, και τούτο με τραπεζικό ή ταχυδρομικό έμβασμα.

     Η κοινοτική ρύθμιση σχετικά με τις πριμοδοτήσεις για τα βοοειδή

    10     Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 805/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 72), θεσμοθέτησε την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα του βοείου κρέατος.

    11     Η οδηγία 92/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1992, για την αναγνώριση και την καταγραφή των ζώων (ΕΕ L 355, σ. 32) ορίζει, στο άρθρο της 11, παράγραφος 1, ότι τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν προς την οδηγία αυτή όσον αφορά τις απαιτήσεις σχετικά με τα βοοειδή, έτσι ώστε, από την 1η Φεβρουαρίου 1993, τα βοοειδή να καταγράφονται σύμφωνα με τους ισχύοντες εθνικούς κανόνες και να αναγνωρίζονται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες τους οποίους αναφέρει η εν λόγω οδηγία.

    12     Ο κανονισμός (ΕΚ) 820/97 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1997, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος αναγνωρίσεως και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας (ΕΕ L 117, σ. 1), ο οποίος, κατά την ένατη αιτιολογική του σκέψη, εκδόθηκε λόγω του ότι εν προκειμένω δεν εφαρμόστηκε ικανοποιητικά η οδηγία 92/102, έχει εφαρμογή, κατά το άρθρο του 22, δεύτερο εδάφιο, από την 1η Ιουλίου 1997.

    13     Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού διευκρινίζει ότι, πλέον, οι διατάξεις της οδηγίας 92/102 που αφορούν ειδικά τα βοοειδή δεν εφαρμόζονται από την ημερομηνία από την οποία τα βοοειδή πρέπει να αναγνωρίζονται σύμφωνα με τον τίτλο Ι του ίδιου κανονισμού.

    14     Το άρθρο 3 του κανονισμού αυτού ορίζει ότι το σύστημα αναγνωρίσεως και καταγραφής περιλαμβάνει αναγνωριστικά ενώτια, μηχανογραφημένες βάσεις δεδομένων, διαβατήρια ζώων και ατομικά μητρώα κάθε εκμεταλλεύσεως. Τα άρθρα 4 έως 7 διευκρινίζουν κάθε ένα από αυτά τα στοιχεία του συστήματος.

    15     Ο κανονισμός (ΕΚ) 2629/97 της Επιτροπής, της 29ης Δεκεμβρίου 1997, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 820/97 όσον αφορά τα ενώτια, τα μητρώα των εκμεταλλεύσεων και τα διαβατήρια στο πλαίσιο του συστήματος αναγνωρίσεως και καταγραφής των βοοειδών (ΕΕ L 354, σ. 19), έχει εφαρμογή, βάσει του άρθρου του 10, από την 1η Ιανουαρίου 1998. Παρέχει ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με τις διατάξεις του κανονισμού 820/97.

    16     Ο κανονισμός (ΕΚ) 2630/97 της Επιτροπής, της 29ης Δεκεμβρίου 1997, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 820/97 όσον αφορά τους στοιχειώδεις διενεργητέους ελέγχους στο πλαίσιο του συστήματος αναγνωρίσεως και καταγραφής των βοοειδών (ΕΕ L 354, σ. 23), έχει εφαρμογή, κατά το άρθρο του 6, από την 1η Ιανουαρίου 1998. Θέτει τις στοιχειώδεις απαιτήσεις σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να γίνονται οι έλεγχοι που προβλέπονται στο πλαίσιο του συστήματος αναγνωρίσεως και καταγραφής των βοοειδών. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, η επιλογή των εκμεταλλεύσεων που πρόκειται να ελεγχθούν γίνεται βάσει αναλύσεως επικινδυνότητας, τα δε στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ανάλυση αυτή απαριθμούνται στην επόμενη παράγραφο.

    17     Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3508/92 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1992, καθιερώνει ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (ΕΕ L 355, σ. 1). Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3887/92 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1992, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχειρίσεως και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (ΕΕ L 391, σ. 36), όπως τροποποιήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1999 με τον κανονισμό (ΕΚ) 1678/98 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 1998 (ΕΕ L 212, σ. 23, στο εξής: κανονισμός 3887/92), εφαρμόζεται, βάσει του άρθρου του 1, τηρουμένων των ειδικών διατάξεων που θεσπίζονται με επί μέρους κανονισμούς για κάθε τομέα.

    18     Για να αποφευχθεί η διπλή χορήγηση της σχετικής ενισχύσεως, το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 3887/92 προβλέπει διοικητικό έλεγχο ο οποίος περιλαμβάνει διασταυρωμένες εξακριβώσεις όσον αφορά τα δηλωθέντα ζώα. Μετά την τροποποίηση του πιο πάνω κανονισμού, η οποία έλαβε χώρα την 1η Ιανουαρίου 1999, και άπαξ καταστεί πλήρως λειτουργική η μηχανογραφημένη βάση δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού 820/97, το νέο στοιχείο β΄ του πιο πάνω άρθρου 6, παράγραφος 2, προβλέπει και αυτό διασταυρωμένες εξακριβώσεις για να εξασφαλιστεί ότι οι κοινοτικές ενισχύσεις χορηγούνται μόνο για τα βοοειδή των οποίων η γέννηση, οι μετακινήσεις και ο θάνατος έχουν δεόντως γνωστοποιηθεί στην αρμόδια αρχή από τον αιτούντα. Η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι οι αιτήσεις σχετικά με τις οποίες θα γίνει επιτόπιος έλεγχος επιλέγονται, μεταξύ άλλων, βάσει αναλύσεως επικινδυνότητας, κατά την οποία λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή.

     Η κοινοτική ρύθμιση σχετικά με τις πριμοδοτήσεις για τα αιγοπρόβατα

    19     Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2700/93 της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της πριμοδοτήσεως υπέρ των παραγωγών αιγοπροβείου κρέατος (ΕΕ L 245, σ. 99), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 279/94 της Επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 1994 (ΕΕ L 37, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 2700/93), υπενθυμίζει, στην πρώτη αιτιολογική του σκέψη, ότι, βάσει του κανονισμού 3887/92, οι αιτήσεις ενισχύσεως και το ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου ισχύουν από το 1994 για το καθεστώς πριμοδοτήσεως για τις προβατίνες και τις αίγες.

    20     Το άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού 2700/93 προβλέπει μια περίοδο υποχρεωτικής παραμονής κατά τη διάρκεια της οποίας ο παραγωγός έχει την υποχρέωση να διατηρεί στην εκμετάλλευσή του τον αριθμό των προβατίνων και/ή αιγών για τον οποίο ζητήθηκε πριμοδότηση. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου αυτής ορίζει:

    «Πριν το σύνολο ή μέρος του αριθμού των προβατίνων ή των αιγών για τις οποίες έχει ζητηθεί η πριμοδότηση εκμισθωθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής παραμονής των ζώων, πρέπει να εξακριβώνεται η ταυτότητα των ζώων αυτών […] και […] η ένδειξη του τόπου (ή των τόπων) υποχρεωτικής παραμονής πρέπει να αναγράφεται στην αίτηση της πριμοδοτήσεως [...]».

    21     Βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, οι επιτόπιοι έλεγχοι γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του κανονισμού 3887/92 και το τηρούμενο σύστημα μόνιμης καταγραφής της διακινήσεως του ζωικού κεφαλαίου πρέπει να συνάδει με τους κανόνες του άρθρου 4 της οδηγίας 92/102.

    22     Το αρχικώς άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 3887/92, το οποίο την 1η Ιανουαρίου 1999 έγινε άρθρο 10, παράγραφος 11, ορίζει ότι, στην περίπτωση που, για λόγους που μπορούν να αποδοθούν στις φυσικές συνθήκες διαβιώσεως του κοπαδιού, ο κάτοχος μιας εκμεταλλεύσεως δεν μπορεί να εκπληρώσει την υποχρέωση να διατηρήσει στην κατοχή του, κατά τη διάρκεια της υποχρεωτικής περιόδου, τα ζώα για τα οποία έχει ζητήσει πριμοδότηση, το δικαίωμα λήψεως πριμοδοτήσεως διατηρείται για τον αριθμό των πράγματι επιλεξίμων ζώων που κρατήθηκαν στην εκμετάλλευση κατά την πιο πάνω περίοδο, υπό την προϋπόθεση ότι εν προκειμένω ο κάτοχος της εκμεταλλεύσεως ενημέρωσε γραπτώς την αρμόδια αρχή εντός προθεσμίας δέκα εργασίμων ημερών μετά τη διαπίστωση της μειώσεως του αριθμού των ζώων του.

     Επί της δημοσιονομικής διορθώσεως σχετικά με τα οπωροκηπευτικά

     Ειδική διόρθωση του 3 %

     Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    23     Η Ελληνική Κυβέρνηση αμφισβητεί την ειδική διόρθωση του 3 % που αντιστοιχεί στην από τις οργανώσεις παραγωγών αφαίρεση, παρά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/97, ασφαλιστικών εισφορών. Το σύνολο των εθνικών διατάξεων και εγκυκλίων αποδεικνύει ότι η ελληνική νομοθεσία δεν επιτρέπει καμία απόκλιση από τις κοινοτικές διατάξεις και ότι οι ελληνικές αρχές ουδέποτε δέχθηκαν πράξεις αντίθετες προς τις κοινοτικές διατάξεις ούτε υιοθέτησαν κάποια πρακτική που να συνίσταται στην παράνομη παρακράτηση του ποσού των ασφαλιστικών εισφορών. Ο μικρός αριθμός των τυχόν παραβάσεων που δεν έγιναν αμέσως αντιληπτές από τις ελληνικές αρχές είναι ένα φαινόμενο ήσσονος σημασίας το οποίο εντάσσεται στο πλαίσιο της διενέργειας των απαιτούμενων ελέγχων και εν ουδεμιά περιπτώσει συνεχίστηκε μετά τον Μάρτιο του 1999, δηλαδή μετά τις επιθεωρήσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή.

    24     Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν θέτει υπό αμφισβήτηση ούτε τη λόγω ασφαλιστικών εισφορών αφαίρεση του 3 % των επιδοτήσεων ούτε το γεγονός ότι η πρακτική αυτή αντίκειται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/97. Εφόσον η παράβαση δεν έχει σχέση με τη διενέργεια ή τη φύση των ελέγχων, δεν ήταν δυνατόν για την παράβαση αυτή να επιβληθεί η κατ’ αποκοπή διόρθωση λόγω ανεπαρκών ελέγχων. Επιπλέον, οι επιθεωρήσεις τόσο της Επιτροπής όσο και του Ελεγκτικού Συνεδρίου έδειξαν ότι η σχετική πρακτική γινόταν ανεκτή από τις ελληνικές αρχές τουλάχιστον μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2000.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    25     Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/97, «[η] οργάνωση παραγωγών καταβάλλει, στο ακέραιο, […] τα χορηγηθέντα ποσά στα μέλη της».

    26     Δεν αμφισβητείται ότι, όσον αφορά ορισμένες οργανώσεις παραγωγών, δεν καταβλήθηκαν στο ακέραιο τα ληφθέντα ποσά ενισχύσεως, καθόσον το 3 % των ποσών αυτών παρακρατήθηκε λόγω ασφαλιστικών εισφορών.

    27     Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι καταβολές στις οποίες προέβησαν οι πιο πάνω οργανώσεις παραγωγών δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες. Επομένως, ορθώς η Επιτροπή απέκλεισε τα αντίστοιχα ποσά από την κοινοτική χρηματοδότηση.

    28     Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, η ειδική διόρθωση δεν έπρεπε να επιβληθεί για τις δαπάνες που είναι μεταγενέστερες της 31ης Μαρτίου 1999.

    29     Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή, επικαλούμενη τόσο τα εθνικά μέτρα που ελήφθησαν μέχρι τον Ιούλιο του 1999 όσο και τους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν από τα κοινοτικά όργανα το 2000, υποστηρίζει ότι η αφαίρεση αυτή συνεχίστηκε τουλάχιστον μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2000.

    30     Η Ελληνική Κυβέρνηση δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να αντικρούσει τον ισχυρισμό της Επιτροπής.

    31     Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία που η Ελληνική Κυβέρνηση προέβαλε κατά της ειδικής διορθώσεως του 3 % η οποία αντιστοιχεί στην αφαίρεση ασφαλιστικών εισφορών από οργανώσεις παραγωγών.

     Κατ’ αποκοπή διόρθωση του 2 %

     Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    32     Η Ελληνική Κυβέρνηση αμφισβητεί την κατ’ αποκοπή διόρθωση του 2 % για τους λόγους ότι η πληρωμή με επιταγή δεν συνεπάγεται κίνδυνο απωλειών για το ΕΓΤΠΕ, ότι η οργάνωση παραγωγών που δεν κατέβαλε εμπροθέσμως στα μέλη της τα ποσά των ενισχύσεων αποτελεί μεμονωμένη και μη αντιπροσωπευτική περίπτωση, ότι η απόρριψη, κατά την επιθεώρηση από την Επιτροπή, ενός φορτίου του οποίου η ποιότητα δεν ήταν σύμφωνη με τις προβλεπόμενες απαιτήσεις δείχνει την ορθή εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων και όχι το αντίθετο και ότι, εφόσον η φύλαξη των αποκομμάτων ζυγίσματος δεν απαιτούνταν από τις κοινοτικές διατάξεις, η Επιτροπή δεν μπορεί να της προσάπτει ότι δεν φυλάχθηκαν τα αποκόμματα αυτά.

    33     Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η Ελληνική Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι, αντιθέτως προς το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/97, έγιναν καταβολές με επιταγή και ότι, στην περίπτωση τεσσάρων παραγωγών, τα ποσά των ενισχύσεων δεν καταβλήθηκαν εμπροθέσμως. Επιπλέον, οι ισχυρισμοί των ελεγκτών ότι για λιωμένους καρπούς υπήρχε ανοχή ίση με το 5 %, ενώ για σάπιους καρπούς υπήρχε ανοχή ίση με το 1 % επιβεβαιώνονται από το γεγονός ότι, καθ’ όλη τη σχετική περίοδο, απορρίφθηκαν μόνο δύο φορτία, και μάλιστα το ένα εξ αυτών απορρίφθηκε την ημέρα της επιθεωρήσεως από την Επιτροπή. Στο πλαίσιο αυτό, τα αποκόμματα ζυγίσματος είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για να βελτιωθεί η ποιότητα των ελέγχων. Ωστόσο, εφόσον όλα μαζί τα στοιχεία αυτά αντιπροσώπευαν μικρό μόνο κίνδυνο απωλειών για το ΕΓΤΠΕ, η επιβληθείσα κατ’ αποκοπή διόρθωση περιορίστηκε στο 2 %.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    34     Σχετικά με τις δύο πρώτες αιτιάσεις, οι οποίες αφορούν τις οργανώσεις παραγωγών, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/97, «[η] οργάνωση παραγωγών καταβάλλει, στο ακέραιο, εντός των 15 εργάσιμων ημερών που ακολουθούν τη χορήγηση της ενίσχυσης ή της προκαταβαλλόμενης ενίσυχυσης και, με τραπεζικό ή ταχυδρομικό έμβασμα, τα χορηγηθέντα ποσά στα μέλη της».

    35     Δεν αμφισβητείται ότι έλαβαν χώρα καταβολές με επιταγή και ότι, στην περίπτωση τεσσάρων παραγωγών, τα ποσά των ενισχύσεων δεν καταβλήθηκαν εμπροθέσμως.

    36     Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι σχετικές δαπάνες δεν έγιναν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες. Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή απέκλεισε τις δαπάνες αυτές από την κοινοτική χρηματοδότηση.

    37     Όσον αφορά την πληρωμή με επιταγή, η Ελληνική Κυβέρνηση αμφισβητεί ότι υπήρξε κίνδυνος απωλειών για το ΕΓΤΠΕ επικαλούμενη τον κανονισμό 1663/95, ο οποίος, κατ’ αυτήν, επιτρέπει την πληρωμή με επιταγή στο πλαίσιο των καταβολών από το ΕΓΤΠΕ προς τους πληρωτές οργανισμούς των κρατών μελών.

    38     Κατά πάγια νομολογία, ναι μεν της Επιτροπής έργο είναι να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων, πλην όμως, άπαξ αποδειχθεί η παράβαση αυτή, στο κράτος μέλος απόκειται να αποδείξει εν ανάγκη ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά τις οικονομικές συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την πιο πάνω παράβαση (βλ. συναφώς τις αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1984, 49/83, Λουξεμβούργο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 2931, σκέψη 30, και της 7ης Οκτωβρίου 2004, C‑153/01, Ισπανία κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 67).

    39     Επιπλέον, η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη πραγματικής ζημίας, αλλά δύναται να αρκεστεί να παράσχει εν προκειμένω σοβαρά στοιχεία (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 66). Ο πιο πάνω μετριασμός της απαιτήσεως αποδείξεως εξηγείται από την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής (βλ. συναφώς τις αποφάσεις της 10ης Νοεμβρίου 1993, C‑48/91, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑5611, σκέψη 17, και της 1ης Οκτωβρίου 1998, C-238/96, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑5801, σκέψη 29).

    40     Συγκεκριμένα, η διαχείριση της χρηματοδοτήσεως του ΕΓΤΠΕ στηρίζεται κυρίως στις εθνικές διοικητικές αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί η φροντίδα για την αυστηρή τήρηση των κοινοτικών κανόνων (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Ιρλανδία κατά Επιτροπής, σκέψη 30).

    41     Όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 34 έως 36 της παρούσας αποφάσεως, η πληρωμή με επιταγή έγινε κατά παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/97. Η Επιτροπή υποστηρίζει, αφενός, ότι η διάταξη αυτή έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει να λαμβάνουν αυτοπροσώπως οι δικαιούχοι το ποσό της ενισχύσεως που τους οφείλεται και, αφετέρου, ότι η ίδια υπογραφή τέθηκε για περισσότερα του ενός πρόσωπα, πράγμα που αποδεικνύει ότι οι δικαιούχοι δεν έλαβαν αυτοπροσώπως τα σχετικά ποσά της ενισχύσεως και ότι υπήρξε κίνδυνος απωλειών για το ΕΓΤΠΕ.

    42     Η από την Ελληνική Κυβέρνηση επίκληση του γεγονότος ότι ένας τέτοιος τρόπος πληρωμής έχει γίνει δεκτός σε άλλες περιπτώσεις δεν αρκεί για να ανατραπούν οι διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με τη δυνατότητα να υπάρξει κίνδυνος απωλειών για το ΕΓΤΠΕ.

    43     Κατά συνέπεια, οι δύο πρώτες αιτιάσεις της κυβερνήσεως αυτής δεν μπορούν να γίνουν δεκτές.

    44     Σχετικά με την τρίτη και την τέταρτη αιτίαση, οι οποίες αφορούν τους μεταποιητές, πρέπει να επισημανθεί ότι με τις αιτιάσεις αυτές επιδιώκεται να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή κακώς συνήγαγε ότι το ελληνικό σύστημα ελέγχου των οπωροκηπευτικών είναι αναξιόπιστο και αναποτελεσματικό και κακώς απέκλεισε τις σχετικές δαπάνες από την κοινοτική χρηματοδότηση.

    45     Με την τρίτη αιτίασή της, η Ελληνική Κυβέρνηση προσάπτει στην Επιτροπή ότι στηρίχθηκε όχι στην παράνομη αποδοχή ενός φορτίου του οποίου η ποιότητα δεν ήταν σύμφωνη με τη σχετική ρύθμιση, αλλά στην απόρριψη, κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω ρυθμίσεως, ενός τέτοιου φορτίου.

    46     Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, της Επιτροπής έργο είναι να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων (βλ., συναφώς, και τις αποφάσεις της 19ης Φεβρουαρίου 1991, C‑281/89, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑347, σκέψη 19, και της 28ης Οκτωβρίου 1999, C‑253/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑7529, σκέψη 6).

    47     Πάντως, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει, όχι να αποδείξει κατά τρόπο εξαντλητικό την ανεπάρκεια των ελέγχων στους οποίους προέβησαν οι εθνικές διοικητικές αρχές ή την ύπαρξη ατασθαλιών σχετικά με τα αριθμητικά στοιχεία που διαβίβασαν οι αρχές αυτές, αλλά να αποδείξει ότι είναι σοβαρή και εύλογη η αμφιβολία την οποία έχει σχετικά με τους πιο πάνω ελέγχους ή τα πιο πάνω αριθμητικά στοιχεία (βλ. συναφώς την προαναφερθείσα απόφαση Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, σκέψη 17, και την απόφαση της 4ης Μαρτίου 2004, C‑344/01, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑2081, σκέψη 58).

    48     Κατά συνέπεια, πρέπει να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή απέδειξε ένα σύνολο συγκλινόντων πραγματικών στοιχείων από το οποίο προκύπτει αυτή η σοβαρή και εύλογη αμφιβολία. Εν προκειμένω, η Επιτροπή στηρίχθηκε, πρώτον, στο γεγονός ότι απορρίφθηκαν μόνο δύο φορτία καρπών που προσκομίστηκαν κατά τη σχετική περίοδο (το δεύτερο εκ των οποίων απορρίφθηκε ακριβώς όταν ήσαν παρόντες δύο ελεγκτές της Επιτροπής) και, δεύτερον, στους ισχυρισμούς των εκπροσώπων της Ελληνικής Κυβερνήσεως ότι εφαρμοζόταν ένα ποσοστό ανοχής της τάξεως του 5 % και 1 % αντιστοίχως για τους λιωμένους και τους σάπιους καρπούς.

    49     Όπως ορθώς παρατηρεί ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 30 των προτάσεών του, από τα πραγματικά αυτά στοιχεία, ουδέν εκ των οποίων δείχνει την ύπαρξη ατασθαλιών, δεν προκύπτει αμφιβολία ως προς το αν ήσαν ενδελεχείς και πλήρεις οι έλεγχοι που έγιναν από το σχετικό κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν εξεπλήρωσε την υποχρέωσή της να αποδείξει ότι είναι σοβαρή και εύλογη η αμφιβολία που έχει σχετικά με τους ελέγχους αυτούς.

    50     Με την τέταρτη αιτίασή της, η Ελληνική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι για να εκτιμηθεί ο κίνδυνος απωλειών για το ΕΓΤΠΕ κακώς ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι οι μεταποιητές δεν φύλαξαν τα αποκόμματα ζυγίσματος για την περίοδο 1997/1998 ενώ ουδείς κοινοτικός κανόνας επέβαλλε τη φύλαξη αυτή.

    51     Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός ότι μια διαδικασία μπορεί να βελτιωθεί δεν δικαιολογεί την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως. Πρέπει να υφίσταται σημαντική έλλειψη κατά την εφαρμογή ρητών κοινοτικών κανόνων και η έλλειψη αυτή πρέπει να εκθέτει το ΕΓΤΠΕ σε πραγματικό κίνδυνο απωλειών ή ατασθαλιών (βλ. συναφώς την απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, C‑318/02, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 34).

    52     Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν ανέφερε γιατί η μη φύλαξη των αποκομμάτων ζυγίσματος συνιστά μια τόσο σημαντική έλλειψη κατά την εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων ούτε απέδειξε ότι η φύλαξη των αποκομμάτων αυτών ήταν αναγκαία για τους σχετικούς ελέγχους.

    53     Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι οι δύο πρώτες αιτιάσεις της Ελληνικής Κυβερνήσεως δεν μπορούν να γίνουν δεκτές, ενώ η τρίτη και η τέταρτη αιτίασή της είναι βάσιμες.

    54     Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά τη συνοπτική έκθεση AGRI-625-2002, σημείο B.2.2.3.2, η κατ’ αποκοπή διόρθωση του 2 % των δαπανών στον τομέα των οπωροκηπευτικών για τις περιόδους 1997/1998 και 1998/1999 επιβλήθηκε λόγω του ότι διάφοροι έλεγχοι είχαν ελλείψεις. Πάντως, μόνο δύο από τις τέσσερις σειρές παρατηρήσεων της Επιτροπής αποκάλυψαν τέτοιες ελλείψεις. Επομένως, η κατ’ αποκοπή διόρθωση δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς.

    55     Κατά συνέπεια, η απόφαση 2002/881 πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που λόγω ανεπαρκών ελέγχων αποκλείει από την κοινοτική χρηματοδότηση το 2 % των δαπανών που έγιναν στον τομέα των οπωροκηπευτικών.

     Επί της δημοσιονομικής διορθώσεως σχετικά με τις πριμοδοτήσεις για τα βοοειδή

     Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    56     Η Ελληνική Κυβέρνηση αμφισβητεί την κατ’ αποκοπή διόρθωση του 10 % που η Επιτροπή επέβαλε σχετικά με τις πριμοδοτήσεις για τα βοοειδή και προβάλλει συναφώς τρεις σειρές επιχειρημάτων.

    57     Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τις σοβαρές ελλείψεις που η Επιτροπή εντόπισε στους βασικούς ελέγχους, δηλαδή τη μη ανακοίνωση των επελθουσών με τους κανονισμούς 1678/98 και 2804/99 τροποποιήσεων της ρυθμίσεως για το ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου, τη μη ολοκλήρωση της βάσεως δεδομένων και την έλλειψη διασταυρωμένων ελέγχων, την τήρηση μη σύμφωνων με τον κανονισμό 820/97 μητρώων για τις αγέλες βοοειδών, τις ελλείψεις στη σήμανση των βοοειδών, και ειδικότερα των νεογέννητων βοοειδών, με αναγνωριστικά ενώτια και την έκδοση μη σύμφωνων με τον κανονισμό 820/97 διαβατηρίων των ζώων, η Ελληνική Κυβέρνηση θεωρεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των μεταβατικών μέτρων και των βελτιώσεων των ελληνικών διαδικασιών, οι ελλείψεις αυτές δεν είναι τόσο σοβαρές για να δικαιολογηθεί μια κατ’ αποκοπή διόρθωση του 10 %.

    58     Στη συνέχεια, όσον αφορά τις σοβαρές ελλείψεις τις οποίες η Επιτροπή διαπίστωσε στους επικουρικούς ελέγχους και οι οποίες συνίστανται στον μη διαχωρισμό των καθηκόντων, στην ανεπαρκή συνεργασία μεταξύ των κτηνιατρικών υπηρεσιών των αρμοδίων αρχών, στον ανεπαρκή έλεγχο των γεωργικών συνεταιρισμών, στην καθυστέρηση με την οποία διεκπεραιώνονταν οι αιτήσεις, στη μη μηχανογραφημένη ανάλυση επικινδυνότητας και στις αποκλίσεις μεταξύ των στατιστικών στοιχείων, η Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ αμφισβητεί το βάσιμο των διαπιστώσεων της Επιτροπής, υπενθυμίζει ότι η τυχόν μη διενέργεια ορισμένων επικουρικών ελέγχων δεν μπορεί παρά να συνεπάγεται μια κατ’ αποκοπή διόρθωση που δεν υπερβαίνει το 2 %.

    59     Τέλος, η Ελληνική Κυβέρνηση προβάλλει ότι σημειώθηκε υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής καθόσον ο κίνδυνος απωλειών για το ΕΓΤΠΕ δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως της τάξεως του 10 %.

    60     Η Επιτροπή στην ουσία περιορίζεται να σημειώσει ότι οι διαπιστώσεις στις οποίες στηρίχθηκε η κατ’ αποκοπή διόρθωση είτε αναγνωρίστηκαν ρητώς είτε δεν αντικρούστηκαν από την Ελληνική Κυβέρνηση. Όσον αφορά την υπέρβαση των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι διαπιστώσεις που έγιναν από τις υπηρεσίες της στοιχειοθετούν σοβαρές ελλείψεις στο πλαίσιο της οργανώσεως και της εφαρμογής του συστήματος των βασικών ελέγχων, οι οποίες ελλείψεις, εφόσον οι περισσότεροι από τους πιο πάνω ελέγχους δεν έγιναν καθόλου ή δεν έγιναν επαρκώς, εκθέτουν το ΕΓΤΠΕ σε σημαντικό κίνδυνο απωλειών.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    61     Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τους βασικούς ελέγχους, πρέπει να επισημανθεί, όπως σημείωσε η Επιτροπή, ότι η Ελληνική Κυβέρνηση αναγνωρίζει ρητώς τις διαπιστώσεις της Επιτροπής εκτός από τη διαπίστωση σχετικά με τη μη ανακοίνωση των τροποποιήσεων που επήλθαν σε κοινοτικούς κανονισμούς την 1η Ιανουαρίου 1999 και την 1η Ιανουαρίου 2000.

    62     Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εφόσον η Επιτροπή απέδειξε την ύπαρξη σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας, το κράτος μέλος δεν δύναται να ανατρέψει τις διαπιστώσεις της χωρίς να στηρίξει τους ισχυρισμούς του με στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου. Συγκεκριμένα, στο κράτος μέλος απόκειται να προσκομίσει την πιο λεπτομερή και πλήρη απόδειξη ως προς το ότι είναι πραγματικοί οι έλεγχοί του ή είναι πραγματικά τα αριθμητικά του στοιχεία και, εν ανάγκη, ως προς το ότι είναι ανακριβείς οι ισχυρισμοί της Επιτροπής (βλ. συναφώς την απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, C‑300/02, Ελλάς κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 34 έως 36).

    63     Η Ελληνική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, αφενός, ότι οι τροποποιήσεις αυτές ανακοινώθηκαν εγκαίρως χάρη σε ετήσια ενημερωτικά σεμινάρια και, αφετέρου, ότι το γεγονός ότι οι εγκύκλιοι που περιείχαν λεπτομερείς οδηγίες για την εφαρμογή των σχετικών κανονισμών απεστάλησαν στις νομαρχίες με καθυστέρηση αντιστοίχως δύο και τεσσάρων μηνών δεν εμπόδισε την εφαρμογή των κανονισμών αυτών κατά τους ελέγχους που διενεργήθηκαν το 1999 και το 2000. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι αρκετοί για να ανατραπεί η διαπίστωση της Επιτροπής.

    64     Στη συνέχεια, όσον αφορά τους επικουρικούς ελέγχους, πρέπει να επισημανθεί ότι τα στοιχεία που η Ελληνική Κυβέρνηση επικαλέστηκε για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της Επιτροπής δεν είναι αρκετά για να αρθούν οι αμφιβολίες που η Επιτροπή διατύπωσε όσον αφορά τους σχετικούς ελέγχους.

    65     Συγκεκριμένα, η εν λόγω κυβέρνηση περιορίζεται να αμφισβητήσει με γενικόλογους ισχυρισμούς ότι δεν έγινε διαχωρισμός των καθηκόντων και ότι δεν υπήρξε εποπτεία των γεωργικών συνεταιρισμών. Αναφέρει μόνο μία εγκύκλιο για να αποδείξει την ύπαρξη ικανοποιητικής συνεργασίας μεταξύ των κτηνιατρικών υπηρεσιών των αρμοδίων αρχών. Ενώ δέχεται την καθυστέρηση που σημειώθηκε κατά τη διεκπεραίωση των αιτήσεων, υποστηρίζει μόνο, όσον αφορά την ανάλυση επικινδυνότητας, ότι η ανάλυση αυτή ήταν χειρόγραφη και καταρτίστηκε εγκαίρως. Εξάλλου, όπως ο γενικός εισαγγελέας παρατήρησε στο σημείο 53 των προτάσεών του, οι ισχυρισμοί της Ελληνικής Κυβερνήσεως σχετικά με τα εσφαλμένα στατιστικά στοιχεία είναι δύσκολο να κατανοηθούν και δεν εξηγούν κατά ποιον τρόπο εξακριβώθηκαν και διορθώθηκαν τα στοιχεία αυτά. Η έλλειψη αξιόπιστων αριθμών σχετικά με τους ελέγχους συνεπάγεται υψηλό κίνδυνο βλάβης για το ΕΓΤΠΕ.

    66     Τέλος, όσον αφορά τα επιχειρήματα της κυβερνήσεως αυτής σχετικά με την υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως ο γενικός εισαγγελέας παρατήρησε στα σημεία 57 έως 59 των προτάσεών του, ότι, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

    67     Συγκεκριμένα, εφόσον η Ελληνική Κυβέρνηση δεν κατάφερε να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της Επιτροπής με στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου, οι σοβαρές ελλείψεις που η Επιτροπή εντόπισε τόσο στους βασικούς όσο και στους επικουρικούς ελέγχους πρέπει να θεωρηθούν αποδεδειγμένες.

    68     Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι επέβαλε, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που χαράχθηκαν με το έγγραφο VI/5330/97, διόρθωση της τάξεως του 10 %, καθόσον, όταν δεν έχουν γίνει ένας ή περισσότεροι βασικοί έλεγχοι ή όταν οι έλεγχοι αυτοί έγιναν τόσο άσχημα ή τόσο σπάνια ώστε να είναι αναποτελεσματικοί προκειμένου να καθοριστεί το επιλέξιμο μιας αιτήσεως ή να αποτραπούν ατασθαλίες, εύλογα μπορεί κανείς να σκεφθεί ότι υπήρξε υψηλός κίνδυνος σημαντικών απωλειών για το ΕΓΤΠΕ.

    69     Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η επιχειρηματολογία την οποία η Ελληνική Κυβέρνηση προέβαλε κατά της κατ’ αποκοπή διορθώσεως του 10 % που επιβλήθηκε σχετικά με τις πριμοδοτήσεις για τα βοοειδή.

     Επί της δημοσιονομικής διορθώσεως σχετικά με τις πριμοδοτήσεις για τα αιγοπρόβατα

     Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    70     Η Ελληνική Κυβέρνηση αμφισβητεί τη δημοσιονομική διόρθωση του 5 % που επιβλήθηκε από την Επιτροπή σχετικά με τις πριμοδοτήσεις για τα αιγοπρόβατα. Συγκεκριμένα, η διόρθωση αυτή στηρίχθηκε στην επίσης της τάξεως του 5 % διόρθωση που επιβλήθηκε σχετικά με τις ίδιες πριμοδοτήσεις για τα έτη 1995 έως 1997. Πάντως, λόγω των βελτιώσεων που πραγματοποιήθηκαν σχετικά με τον τρόπο που η κυβέρνηση αυτή εφάρμοσε το καθεστώς κατά τα έτη 1998 και 1999, η διόρθωση αυτή έπρεπε να περιοριστεί στο 2 %.

    71     Η Επιτροπή στην ουσία περιορίζεται να σημειώσει ότι οι διαπιστώσεις στις οποίες στηρίχθηκε η δημοσιονομική διόρθωση, δηλαδή η έλλειψη μητρώου διακινήσεως των ποιμνίων, η απορρέουσα από ελέγχους αναξιοπιστία των στατιστικών, οι καθυστερήσεις σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων, η μη κατάρτιση αναλύσεως επικινδυνότητας, η ανακριβής αναφορά του τόπου περιορισμού των ζώων και η προφορική γνωστοποίηση των απωλειών, δεν αντικρούστηκαν. Η έλλειψη σαφών βελτιώσεων σε σχέση με τις διαπιστώσεις που οδήγησαν στην επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως 5 % όσον αφορά τα έτη 1995 έως 1997 οδήγησε στην επιβολή διορθώσεως του ίδιου ποσοστού για τα έτη 1998 και 1999.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    72     Πρέπει να σημειωθεί κατ’ αρχάς ότι με την απόφασή του της 9ης Σεπτεμβρίου 2004 στην υπόθεση C-332/01, Ελλάς κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. Ι-7699, σκέψεις 99 επ.) το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά της αποφάσεως 2001/557/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Ιουλίου 2001, για τον αποκλεισμό από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων (ΕΕ L 200, σ. 28), κατά το μέρος που αφορούσε την κατ’ αποκοπή διόρθωση του 5 % που είχε επιβληθεί σχετικά με τις πριμοδοτήσεις για αιγοπρόβατα όσον αφορά τα έτη 1995 έως 1997.

    73     Η δημοσιονομική διόρθωση την οποία αφορά η παρούσα προσφυγή επιβλήθηκε λόγω των γενικών αμελειών τις οποίες η Επιτροπή διαπίστωσε όσον αφορά τα έτη 1995 έως 1997 και για τις οποίες οι υπηρεσίες της Επιτροπής δεν κατέγραψαν καμία σαφή βελτίωση κατά τα έτη 1998 και 1999.

    74     Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστούν τα αποδεικτικά στοιχεία που η Ελληνική Κυβέρνηση προσκόμισε κατά των διαπιστώσεων της Επιτροπής προκειμένου να εξακριβωθεί η ύπαρξη τυχόν διαφορών σε σχέση με την κατάσταση όπως αυτή είχε όταν επιβλήθηκε η προηγούμενη κατ’ αποκοπή διόρθωση.

    75     Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 62 της παρούσας αποφάσεως, ότι, εφόσον η Επιτροπή απέδειξε ότι είναι σοβαρή και εύλογη η αμφιβολία την οποία είχε όσον αφορά το σχετικό σύστημα ελέγχου, στο κράτος μέλος απόκειται να προσκομίσει την πιο λεπτομερή και πλήρη απόδειξη ως προς το ότι είναι πραγματικοί οι έλεγχοί του ή ως προς το ότι είναι ανακριβείς οι ισχυρισμοί της Επιτροπής.

    76     Ακριβώς όπως διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004 στην υπόθεση Ελλάς κατά Επιτροπής, η Ελληνική Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι, για τα σχετικά έτη και αντιθέτως προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2700/93, εξακολουθούσε να μην έχει ολοκληρωθεί το μητρώο διακινήσεως των ποιμνίων. Πάντως, η κυβέρνηση αυτή δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο που να καθιστά δυνατό να εντοπιστούν οι βελτιώσεις τις οποίες επικαλείται.

    77     Ομοίως, η πιο πάνω κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι, αντιθέτως προς το άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 3887/92, οι ελληνικές διοικητικές αρχές δέχονταν την προφορική γνωστοποίηση των απωλειών.

    78     Όσον αφορά την απορρέουσα από ελέγχους αναξιοπιστία των στατιστικών, ορθώς ο γενικός εισαγγελέας απορρίπτει, στο σημείο 66 των προτάσεών του, την από την Ελληνική Κυβέρνηση επίκληση των προσόντων των ελεγκτών της, καθόσον αυτό δεν είναι αρκετό για να αποδειχθεί ότι είναι ορθή μια καταμέτρηση ζώων.

    79     Όσον αφορά την καθυστέρηση σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων και όσον αφορά την προβλεπόμενη από το άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού ανάλυση επικινδυνότητας, πρέπει να γίνει παραπομπή, όπως έκαναν οι διάδικοι, στις διαπιστώσεις σχετικά με τις πριμοδοτήσεις για τα βοοειδή (βλ. τις σκέψεις 62 και 65 της παρούσας αποφάσεως). Έτσι, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να ανατρέψει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής χωρίς να στηρίξει τους ισχυρισμούς του με στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου. Η απλώς και μόνον επίκληση του γεγονότος ότι η ανάλυση αυτή γινόταν χειρογράφως δεν αρκεί προς τούτο (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004 στην υπόθεση Ελλάς κατά Επιτροπής, σκέψεις 128 και 129).

    80     Όσο για την αναφορά του τόπου περιορισμού των ζώων, πρέπει να επισημανθεί, όπως το Δικαστήριο έκρινε στις σκέψεις 133 έως 137 της ίδιας αποφάσεως, ότι, λαμβανομένου υπόψη του όλου πνεύματος του άρθρου 5, παράγραφος 1, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 3887/92, η απαιτούμενη αναφορά πρέπει να είναι αρκούντως σαφής για να μπορούν οι ελεγκτικές αρχές να εξακριβώσουν τον τόπο περιορισμού των ζώων.

    81     Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία που η Ελληνική Κυβέρνηση προέβαλε κατά της κατ’ αποκοπή διορθώσεως του 5 % των πριμοδοτήσεων για τα αιγοπρόβατα δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

    82     Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η απόφαση 2002/881 πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που αποκλείει από την κοινοτική χρηματοδότηση το 2 % των δαπανών που έγιναν στον τομέα των οπωροκηπευτικών. Κατά τα λοιπά, η προσφυγή της Ελληνικής Δημοκρατίας πρέπει να απορριφθεί.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    83     Βάσει του άρθρου 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε όσον αφορά τις δύο από τις τρεις αιτιάσεις που προέβαλε η Επιτροπή, η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει, σύμφωνα με αίτημα της Επιτροπής, να καταδικαστεί στα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής. Κατά τα λοιπά, εφόσον η Ελληνική Δημοκρατία δεν υπέβαλε αίτημα σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, οι διάδικοι θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

    1)      Ακυρώνει την απόφαση 2002/881/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με τον αποκλεισμό από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, κατά το μέρος που αποκλείει από την κοινοτική χρηματοδότηση το 2 % των δαπανών οι οποίες έγιναν στον τομέα των οπωροκηπευτικών.

    2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

    3)      Η Ελληνική Δημοκρατία φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    4)      Οι διάδικοι φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα κατά τα λοιπά.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

    Επάνω