Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62002CJ0104

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 14ης Απριλίου 2005.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
    Παράβαση κράτους μέλους - Κανονισμοί (ΕΟΚ) 2913/92 και 2454/93 - Εξωτερική κοινοτική διαμετακόμιση - Τελωνειακές αρχές - Διαδικασίες εισπράξεως εισαγωγικών δασμών - Προθεσμίες - Μη τήρηση - Ίδιοι πόροι των Κοινοτήτων - Απόδοση - Προθεσμία - Μη τήρηση - Τόκοι υπερημερίας - Οικείο κράτος μέλος - Παράλειψη καταβολής.
    Υπόθεση C-104/02.

    Συλλογή της Νομολογίας 2005 I-02689

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2005:219

    Υπόθεση C-104/02

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    κατά

    Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

    «Παράβαση κράτους μέλους — Κανονισμοί (ΕΟΚ) 2913/92 και 2454/93 — Εξωτερική κοινοτική διαμετακόμιση — Τελωνειακές αρχές — Διαδικασίες εισπράξεως εισαγωγικών δασμών — Προθεσμίες — Μη τήρηση — Ίδιοι πόροι των Κοινοτήτων — Απόδοση — Προθεσμία — Μη τήρηση — Τόκοι υπερημερίας — Οικείο κράτος μέλος — Παράλειψη καταβολής»

    Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα C. Stix-Hackl της 13ης Ιουλίου 2004 

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 14ης Απριλίου 2005. 

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.     Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Αντικείμενο — Αίτημα με το οποίο διώκεται να υποχρεωθεί κράτος μέλος να λάβει συγκεκριμένα μέτρα — Απαράδεκτο

    (Άρθρο 226 ΕΚ)

    2.     Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — Κοινοτική διαμετακόμιση — Εξωτερική κοινοτική διαμετακόμιση — Παραβάσεις ή παρατυπίες — Υποχρεώσεις των κρατών μελών — Μη τήρηση των προβλεπομένων προθεσμιών για τις διαδικασίες εισπράξεως εισαγωγικών δασμών — Καθυστερημένη διαπίστωση και απόδοση ιδίων πόρων — Παράβαση

    (Κανονισμοί του Συμβουλίου 1552/89, άρθρο 2, και 2913/92, άρθρα 218 § 3, και 221 § 1)

    1.     Η ασκηθείσα βάσει του άρθρου 226 ΕΚ προσφυγή σκοπεί στην αναγνώριση της εκ μέρους κράτους μέλους αθέτηση των κοινοτικών του υποχρεώσεων. Η αναγνώριση μιας τέτοιας παραβάσεως υποχρεώνει, κατά το ίδιο το γράμμα του άρθρου 228 ΕΚ, το συγκεκριμένο κράτος μέλος να λάβει τα μέτρα που απαιτούνται για την εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Αντιθέτως, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποχρεώσει το κράτος αυτό να λάβει συγκεκριμένα μέτρα.

    Επομένως, το Δικαστήριο δεν μπορεί, στο πλαίσιο εκδικάσεως προσφυγής λόγω παραβάσεως, να αποφανθεί επί αιτιάσεων οι οποίες συναρτώνται με αίτημα με το οποίο, όπως εν προκειμένω, διώκεται να υποχρεωθεί κράτος μέλος να καταβάλει τόκους υπερημερίας. Τέτοιο αίτημα πρέπει να κριθεί απαράδεκτο.

    (βλ. σκέψεις 49-51)

    2.     Στην περίπτωση τελωνειακών οφειλών που γεννήθηκαν λόγω παρατυπιών που διαπράχθηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος εξωτερικής κοινοτικής διαμετακομίσεως, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 379, παράγραφος 2, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 2454/93, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να κινήσουν τη διαδικασία εισπράξεως με την εκπνοή της προθεσμίας των τριών μηνών από της ημερομηνίας αποστολής, εκ μέρους του τελωνείου αναχωρήσεως, της ανακοινώσεως κατά την οποία η αποστολή δεν προσκομίστηκε στο τελωνείο προορισμού εντός της προθεσμίας. Η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται, επίσης, για λόγους διασφαλίσεως της συνεπούς και ενιαίας εφαρμογής, εκ μέρους των αρμοδίων αρχών, των διατάξεων περί εισπράξεως της τελωνειακής οφειλής, προς διασφάλιση της αποτελεσματικής και ταχείας αποδόσεως των ιδίων πόρων της Κοινότητας.

    Η καθυστερημένη ανακοίνωση του ποσού της οφειλής στον κύριο υπόχρεο, εκ μέρους κράτους μέλους, κατά παράβαση των άρθρων 218, παράγραφος 3, και 221, παράγραφος 1, του κανονισμού 2913/92, συνεπάγεται αναγκαστικώς την εκπρόθεσμη διαπίστωση των δικαιωμάτων των Κοινοτήτων επί των ιδίων πόρων, κατά την έννοια του άρθρου 2, του κανονισμού 1552/89, για την εφαρμογή της απόφασης 88/376, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων.

    (βλ. σκέψεις 78, 89, 91, διατακτ. 1)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 14ης Απριλίου 2005 (*)

    «Παράβαση κράτους μέλους – Κανονισμοί (ΕΟΚ) 2913/92 και 2454/93 – Εξωτερική κοινοτική διαμετακόμιση – Τελωνειακές αρχές – Διαδικασίες εισπράξεως εισαγωγικών δασμών – Προθεσμίες – Μη τήρηση – Ίδιοι πόροι των Κοινοτήτων – Απόδοση – Προθεσμία – Μη τήρηση – Τόκοι υπερημερίας – Οικείο κράτος μέλος – Παράλειψη καταβολής»

    Στην υπόθεση C-104/02,

    με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 20 Μαρτίου 2002,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον G. Wilms, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενης από τους W.‑D. Plessing και R. Stüwe, επικουρούμενους από τον D. Sellner, Rechtsanwalt,

    καθής,

    υποστηριζόμενης από το

    Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από την A. Snoecx, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    παρεμβαίνον,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen και J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl

    γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 27ης Μαΐου 2004,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 13ης Ιουλίου 2004,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1       Με την προσφυγή της η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

    –      αποδίδοντας με μεγάλη καθυστέρηση στην Κοινότητα τους ιδίους πόρους της παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1214/92 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 1992, για τις διατάξεις εφαρμογής και τα μέτρα απλούστευσης του καθεστώτος κοινοτικής διαμετακόμισης (ΕΕ L 132, σ. 1), ή από το άρθρο 379 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 253, σ. 1, στο εξής: κανονισμός εφαρμογής), σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1552/89 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1989, για την εφαρμογή της απόφασης 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (ΕΕ L 155, σ. 1),

    –      επίσης, ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, οφείλει, κατά το άρθρο 11 του κανονισμού 1552/89, για την περίοδο μέχρι 31 Μαΐου 2000 και κατά το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1150/2000 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της αποφάσεως 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 130, σ. 1), για τη μετά την 31η Μαΐου 2000 περίοδο, να καταβάλλει στον κοινοτικό προϋπολογισμό τόκους σε περίπτωση καθυστερημένης βεβαιώσεως.

     Το νομικό πλαίσιο

     Το κοινοτικό τελωνειακό δίκαιο

    2       Διάφορες κανονιστικές ρυθμίσεις, καίτοι ουσιαστικώς ταυτόσημες, ίσχυσαν διαδοχικώς κατά τη διάρκεια της περιόδου από 1ης Ιανουαρίου 1993 έως 31 Δεκεμβρίου 1996, την οποία αφορά η παρούσα προσφυγή.

    3       Όσον αφορά το καθεστώς κοινοτικής διαμετακομίσεως, ίσχυσαν, κατά το έτος 1993 ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2726/90 του Συμβουλίου, της 17ης Σεπτεμβρίου 1990, περί κοινοτικής διαμετακομίσεως (ΕΕ L 262, σ. 1), και ο κανονισμός 1214/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3712/92, της 21ης Δεκεμβρίου 1992 (ΕΕ L 378, σ. 15, στο εξής: κανονισμός 1214/92).

    4       Όσον αφορά το καθεστώς τελωνειακής οφειλής, ήταν εφαρμοστέοι κατά το έτος 1993 ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2144/87 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 1987, σχετικά με την τελωνειακή οφειλή (ΕΕ L 201, σ. 15), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 4108/88, της 21ης Δεκεμβρίου 1988 (ΕΕ L 361, σ. 2, στο εξής: κανονισμός 2144/87), και ο κανονισμός (ΕΟΚ) 597/89 της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 1989, περί καθορισμού ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2144/87 (ΕΕ L 65, σ. 11).

    5       Όσον αφορά τη βεβαίωση και την είσπραξη της τελωνειακής οφειλής, είχε εφαρμογή, κατά το έτος 1993, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1854/89 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1989, για τη βεβαίωση και τους όρους καταβολής των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που προκύπτουν από τελωνειακή οφειλή (ΕΕ L 186, σ. 1).

    6       Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (EE L 302, σ. 1, στο εξής: κώδικας) προέβη σε κωδικοποίηση των εφαρμοστέων κανονιστικών ρυθμίσεων στον τομέα του κοινοτικού τελωνειακού δικαίου. Οι διατάξεις εφαρμογής του κώδικα θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92. Τα νομοθετήματα αυτά εφαρμόζονται από 1ης Ιανουαρίου 1994.

    7       Λόγω του ουσιαστικώς ταυτοσήμου των διαφόρων ρυθμίσεων του τελωνειακού δικαίου που ίσχυσαν διαδοχικώς κατά τη διάρκεια της περιόδου την οποία αφορά η παρούσα προσφυγή λόγω παραβάσεως, οι διάδικοι, κατά την ανάπτυξη των επιχειρημάτων τους ενώπιον του Δικαστηρίου, αναφέρονται μόνο στις εφαρμοστέες από 1ης Ιανουαρίου 1994 διατάξεις, δηλαδή στον κώδικα και στον κανονισμό εφαρμογής. Ως εκ τούτου, στον πίνακα που ακολουθεί παρατίθενται απλώς οι διατάξεις που ίσχυσαν διαδοχικώς κατά τη διάρκεια των κρισίμων για την παρούσα υπόθεση περιόδων. Αντιθέτως, στη συνέχεια αυτού του πίνακα παρατίθεται το κείμενο των διατάξεων του κώδικα και του κανονισμού εφαρμογής.

    Ημερολογιακό έτος 1993

    Ημερολογιακά έτη 1994 και 1995

    άρθρο 1 και άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2726/90

    άρθρο 91, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κώδικα

    άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 2726/90

    άρθρο 96, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κώδικα

    άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2144/87

    άρθρο 203 του κώδικα

    άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 2144/87

    άρθρο 204 του κώδικα

    άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1854/89

    άρθρο 217, παράγραφος 1, του κώδικα

    άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 1854/89

    άρθρο 218, παράγραφος 3, του κώδικα

    άρθρο 4 του κανονισμού 1854/89

    άρθρο 219 του κώδικα

    άρθρα 6, παράγραφος 1, και 7 του κανονισμού 1854/89

    άρθρο 221, παράγραφοι 1 και 3, του κώδικα

    άρθρο 22, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 2726/90

    άρθρο 356, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού εφαρμογής

    άρθρο 34, παράγραφος 3, του κανονισμού 2726/90

    άρθρο 378 του κανονισμού εφαρμογής

    άρθρο 49 του κανονισμού 1214/92

    άρθρο 379 του κανονισμού εφαρμογής

    άρθρο 50 του κανονισμού 1214/92

    άρθρο 380 του κανονισμού εφαρμογής

     

     Ο κώδικας

    8       Κατά το άρθρο 91, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κώδικα:

    «1.      Το καθεστώς της εξωτερικής διαμετακόμισης επιτρέπει την κυκλοφορία μεταξύ δύο σημείων του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας:

    α)      μη κοινοτικών εμπορευμάτων, χωρίς τα εμπορεύματα αυτά να υπόκεινται σε εισαγωγικούς δασμούς ή άλλες επιβαρύνσεις ούτε σε μέτρα εμπορικής πολιτικής·

    […]

    2.      Η κυκλοφορία που προβλέπεται στην παράγραφο 1 πραγματοποιείται:

    […] υπό το καθεστώς της εξωτερικής κοινοτικής διαμετακόμισης,

    […]»

    9       Κατά το άρθρο 96, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του κώδικα:

    «Ο κυρίως υπόχρεος είναι ο υποκείμενος στο καθεστώς εξωτερικής κοινοτικής διαμετακόμισης και οφείλει:

    α)      να προσκομίζει προς έλεγχο ανέπαφα τα εμπορεύματα στο τελωνείο προορισμού μέσα στην καθορισμένη προθεσμία και να έχει τηρήσει τα μέτρα διαπίστωσης της ταυτότητάς τους, τα οποία έχουν ληφθεί από τις τελωνειακές αρχές·

    β)      να τηρεί τις οικείες διατάξεις του καθεστώτος της κοινοτικής διαμετακόμισης.»

    10     Κατά το άρθρο 203 του κώδικα:

    «1.      Τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή γεννάται:

    –       από την υπεξαίρεση [απομάκρυνση] υποκείμενου σε εισαγωγικούς δασμούς εμπορεύματος από την τελωνειακή επιτήρηση.

    2.      Η τελωνειακή οφειλή γεννάται τη στιγμή κατά την οποία το εμπόρευμα διαφεύγει [απομακρύνεται] από την τελωνειακή επιτήρηση.

    3.      Οφειλέτες είναι:

    –       το πρόσωπο που υπεξήρεσε [απομάκρυνε] το εμπόρευμα από την τελωνειακή επιτήρηση,

    –       τα πρόσωπα που συνήργησαν στην υπεξαίρεση [απομάκρυνση], ενώ γνώριζαν ή λογικά όφειλαν να γνωρίζουν ότι επρόκειτο για υπεξαίρεση [απομάκρυνση] του εμπορεύματος από την τελωνειακή επιτήρηση,

    –       τα πρόσωπα που απέκτησαν ή κατείχαν το εν λόγω εμπόρευμα, και που γνώριζαν ή λογικά όφειλαν να γνωρίζουν, τη στιγμή της απόκτησης ή παραλαβής του εμπορεύματος, ότι επρόκειτο για εμπόρευμα που είχε υπεξαιρεθεί [απομακρυνθεί] από την τελωνειακή επιτήρηση,

    καθώς και

    –       ενδεχομένως, το πρόσωπο το οποίο είναι υπεύθυνο για την εκτέλεση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από την παραμονή του εμπορεύματος σε προσωρινή εναπόθεση ή από τη χρησιμοποίηση του τελωνειακού καθεστώτος υπό το οποίο έχει τεθεί.»

    11     Κατά το άρθρο 204 του κώδικα:

    «1.      Τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή γεννάται:

    α)      από τη μη εκτέλεση μιας από τις υποχρεώσεις τις οποίες συνεπάγεται, για εμπόρευμα υποκείμενο σε εισαγωγικούς δασμούς, η παραμονή του σε προσωρινή εναπόθεση ή η χρησιμοποίηση του τελωνειακού καθεστώτος υπό το οποίο έχει τεθεί

    ή

    β)      από τη μη τήρηση ενός από τους όρους που έχουν καθοριστεί για την υπαγωγή εμπορεύματος υπό το καθεστώς αυτό, ή για την έγκριση μειωμένου ή μηδενικού εισαγωγικού δασμού λόγω της χρησιμοποίησης του εμπορεύματος για ειδικούς σκοπούς,

    σε περιπτώσεις άλλες από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 203, εκτός αν αποδειχθεί ότι οι παραλείψεις αυτές δεν είχαν πραγματικές συνέπειες για την ορθή λειτουργία της προσωρινής εναπόθεσης ή του σχετικού τελωνειακού καθεστώτος.

    2.      Η τελωνειακή οφειλή γεννάται είτε τη στιγμή κατά την οποία παύει να τηρείται η υποχρέωση η μη εκπλήρωση της οποίας γεννά την τελωνειακή οφειλή, είτε τη στιγμή κατά την οποία το εμπόρευμα τέθηκε υπό το συγκεκριμένο τελωνειακό καθεστώς εφόσον αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι ένας από τους όρους που καθορίστηκαν για την υπαγωγή του εν λόγω εμπορεύματος στο καθεστώς αυτό ή για την έγκριση μειωμένου ή μηδενικού εισαγωγικού δασμού λόγω της χρησιμοποίησης του εμπορεύματος για ειδικούς σκοπούς δεν είχε πράγματι τηρηθεί.

    3.      Οφειλέτης είναι το πρόσωπο το οποίο οφείλει, κατά περίπτωση, είτε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται για εμπόρευμα υποκείμενο σε εισαγωγικό δασμό η παραμονή του σε προσωρινή εναπόθεση ή η χρησιμοποίηση του τελωνειακού καθεστώτος υπό το οποίο έχει τεθεί, είτε να τηρήσει τους όρους που έχουν καθοριστεί για την υπαγωγή του εμπορεύματος στο εν λόγω καθεστώς.»

    12     Κατά το άρθρο 215 του κώδικα:

    «1.      Η τελωνειακή οφειλή γεννάται στον τόπο στον οποίο λαμβάνουν χώρα οι πράξεις που δημιουργούν την οφειλή αυτή.

    2.      Όταν δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ο τόπος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η τελωνειακή οφειλή θεωρείται ότι γεννάται στον τόπο όπου οι τελωνειακές αρχές διαπιστώνουν ότι το εμπόρευμα βρίσκεται σε κατάσταση που γεννά τελωνειακή οφειλή.

    3.      Όταν ένα τελωνειακό καθεστώς δεν έχει εκκαθαριστεί όσον αφορά συγκεκριμένο εμπόρευμα, η τελωνειακή οφειλή θεωρείται ότι γεννήθηκε:

    –       στον τόπο όπου το εμπόρευμα υπήχθη υπό το εν λόγω καθεστώς

    ή

    –       στον τόπο όπου το εμπόρευμα εισέρχεται στην Κοινότητα υπό το εν λόγω καθεστώς.

    4.      Όταν από τις πληροφορίες που έχουν οι τελωνειακές αρχές προκύπτει ότι η τελωνειακή οφειλή είχε ήδη γεννηθεί όταν το εμπόρευμα βρισκόταν προηγουμένως σε άλλο τόπο, η τελωνειακή οφειλή θεωρείται ότι γεννάται στον τόπο όπου είναι δυνατόν να αποδειχθεί ότι βρισκόταν το εμπόρευμα κατά το πλέον απομακρυσμένο χρονικό σημείο κατά το οποίο μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη της τελωνειακής οφειλής.»

    13     Το άρθρο 217, παράγραφος 1, του κώδικα ορίζει ότι:

    «Κάθε ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που προκύπτει από τελωνειακή οφειλή, που στο εξής καλείται "ποσό των δασμών", υπολογίζεται από τις τελωνειακές αρχές μόλις αυτές διαθέτουν τα απαραίτητα στοιχεία και εγγράφεται από τις εν λόγω αρχές στα λογιστικά βιβλία ή σε οποιοδήποτε άλλο υπόθεμα επέχει θέση βιβλίων (βεβαίωση).»

    14     Δυνάμει του άρθρου 218, παράγραφος 3, του κώδικα:

    «Σε περίπτωση που γεννάται τελωνειακή οφειλή υπό όρους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η βεβαίωση του ποσού των αντίστοιχων δασμών πρέπει να γίνει σε διάστημα δύο ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία η τελωνειακή αρχή είναι σε θέση:

    α)      να υπολογίσει το εν λόγω ποσό των δασμών

    και

    β)      να ορίσει τον οφειλέτη.»

    15     Κατά το άρθρο 219 του κώδικα:

    «1.      Οι προθεσμίες για τη βεβαίωση των δασμών που προβλέπονται στο άρθρο 218 μπορεί να παραταθούν:

    α)      είτε για λόγους που συνδέονται με τη διοικητική οργάνωση των κρατών μελών, και ιδίως σε περίπτωση που λειτουργεί σύστημα κεντρικής λογιστικής υπηρεσίας-

    β)      είτε όταν, λόγω ειδικών περιστάσεων, η τελωνειακή αρχή δεν είναι σε θέση να τηρήσει τις εν λόγω προθεσμίες.

    Οι προθεσμίες που παρατείνονται για τους λόγους αυτούς δεν μπορούν να υπερβούν τις 14 ημέρες.

    2.      Οι προθεσμίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις τυχαίου γεγονότος ή ανωτέρας βίας.»

    16     Κατά το άρθρο 221, παράγραφοι 1 και 3, του κώδικα:

    «1.      Το ποσό των δασμών πρέπει να γνωστοποιείται στον οφειλέτη, με την κατάλληλη διαδικασία, μόλις βεβαιωθεί.

    […]

    3.      Η γνωστοποίηση στον οφειλέτη δεν είναι δυνατόν να γίνει μετά τη λήξη τριετούς προθεσμίας από την ημερομηνία γένεσης της τελωνειακής οφειλής. Ωστόσο, όταν, η αδυναμία των τελωνειακών αρχών να προσδιορίσουν το ακριβές ποσό των νομίμως οφειλομένων δασμών, οφείλεται σε πράξη που υπόκειται σε ποινική δικαστική δίωξη, η εν λόγω γνωστοποίηση γίνεται εφόσον αυτό προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις, και μετά τη λήξη της εν λόγω τριετούς προθεσμίας.»

    17     Το άρθρο 236, παράγραφος 1, του κώδικα ορίζει ότι:

    «Η επιστροφή ή η διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών πραγματοποιείται εφόσον αποδεικνύεται ότι κατά τη στιγμή της πληρωμής τους το ποσό τους δεν οφειλόταν νομίμως ή ότι το ποσό βεβαιώθηκε κατά παράβαση του άρθρου 220, παράγραφος 2.

    Η διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών πραγματοποιείται εφόσον αποδεικνύεται ότι κατά τη στιγμή της βεβαίωσής τους το ποσό τους δε οφειλόταν νομίμως ή ότι το ποσό βεβαιώθηκε κατά παράβαση του άρθρου 220, παράγραφος 2.

    Δεν χορηγείται επιστροφή ή διαγραφή δασμών, όταν τα γεγονότα που οδήγησαν στην πληρωμή ή τη βεβαίωση ποσού το οποίο δεν οφειλόταν νομίμως προκύπτουν από δόλιο τέχνασμα του ενδιαφερομένου.»

     Ο κανονισμός εφαρμογής

    18     Κατά το άρθρο 356, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού εφαρμογής:

    «1.      Τα εμπορεύματα και το παραστατικό Τ1 πρέπει να προσκομίζονται στο τελωνείο προορισμού.

    […]

    5.      Όταν τα εμπορεύματα προσκομίζονται στο τελωνείο προορισμού μετά την εκπνοή της προθεσμίας που είχε ορίσει το τελωνείο αναχώρησης και το εκπρόθεσμο οφείλεται αποδεδειγμένα, κατά την κρίση του τελωνείου προορισμού, σε περιστάσεις μη δυνάμενες να καταλογιστούν στον μεταφορέα ή στον κύριο υπόχρεο, ο τελευταίος αυτός θεωρείται εμπρόθεσμος.»

    19     Το άρθρο 378 του κανονισμού εφαρμογής ορίζει ότι:

    «1.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 215 του κώδικα, όταν η αποστολή δεν προσκομιστεί στο τελωνείο προορισμού και ο τόπος όπου διεπράχθη η παράβαση ή παρατυπία δεν μπορεί να προσδιοριστεί, θεωρείται ότι η εν λόγω παράβαση ή παρατυπία διεπράχθη:

    –       στο κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται το τελωνείο αναχώρησης,

    ή

    –       στο κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται το τελωνείο διέλευσης κατά την είσοδο στην Κοινότητα και στο οποίο κατατέθηκε δελτίο διέλευσης,

    εκτός αν, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο άρθρο 379 παράγραφος 2, αποδειχθεί επαρκώς, κατά την κρίση των τελωνειακών αρχών, η κανονικότητα της πράξης διαμετακόμισης ή ο τόπος όπου πράγματι διεπράχθη η παράβαση ή η παρατυπία.

    2.      Όταν, ελλείψει αποδείξεως, η εν λόγω παράβαση ή παρατυπία θεωρείται ότι διεπράχθη στο κράτος μέλος αναχώρησης ή εισόδου, όπως προβλέπεται στη δεύτερη περίπτωση του πρώτου εδαφίου, οι δασμοί και οι λοιπές επιβαρύνσεις για τα εν λόγω εμπορεύματα εισπράττονται από αυτό το κράτος μέλος σύμφωνα με τις κοινοτικές ή εθνικές διατάξεις.

    3.      Αν, εντός τριετίας από την ημερομηνία καταχώρισης της δήλωσης Τ1, έχει προσδιοριστεί το κράτος μέλος όπου πράγματι διεπράχθη η προαναφερθείσα παράβαση ή παρατυπία, το οικείο κράτος μέλος προβαίνει, σύμφωνα με τις κοινοτικές ή εθνικές διατάξεις, στην είσπραξη των δασμών και των λοιπών επιβαρύνσεων (εκτός από εκείνους που εισπράχθηκαν, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, ως ίδιοι πόροι της Κοινότητας) που οφείλονται για τα εν λόγω εμπορεύματα. Στην περίπτωση αυτή, αμέσως μόλις προσκομιστεί η απόδειξη είσπραξης, επιστρέφονται οι δασμοί και οι λοιπές επιβαρύνσεις που είχαν εισπραχθεί αρχικά (εκτός από τους εισπραχθέντες στο πλαίσιο των ιδίων πόρων της Κοινότητας).

    4.      Η εγγύηση, υπό την οποία διενεργήθη η πράξη διαμετακόμισης, ελευθερώνεται μόνο στο τέλος της προαναφερθείσας τριετούς προθεσμίας ή, ενδεχομένως, μετά την καταβολή των δασμών και των λοιπών επιβαρύνσεων που επιβάλλονται στο κράτος μέλος όπου διεπράχθη η παράβαση ή η παρατυπία.

    Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες διατάξεις για την αποφυγή παραβάσεων ή παρατυπιών και την επιβολή αποτελεσματικών κυρώσεων.»

    20     Κατά το άρθρο 379 του κανονισμού εφαρμογής:

    «1.      Όταν κάποια αποστολή δεν προσκομιστεί στο τελωνείο προορισμού και δεν μπορεί να προσδιοριστεί ο τόπος όπου διαπράχθηκε η παράβαση ή παρατυπία, το τελωνείο αναχώρησης ενημερώνει σχετικά τον κύριο υπόχρεο το συντομότερο δυνατό και το αργότερο πριν από τη λήξη του ενδέκατου μηνός από την ημερομηνία καταχώρησης της δήλωσης κοινοτικής διαμετακόμισης.

    2.      Η ανακοίνωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρέπει να αναφέρει κυρίως την προθεσμία εντός της οποίας δύναται να αποδεικνύεται, κατά τρόπο ικανοποιητικό, στο τελωνείο αναχώρησης η κανονικότητα της πράξης διαμετακόμισης ή ο τόπος όπου πράγματι διαπράχθηκε η παράβαση ή η παρατυπία. Η προθεσμία αυτή ανέρχεται σε τρεις μήνες από την ημερομηνία της ανακοίνωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Εάν, εντός της προθεσμίας αυτής, δεν προσκομιστεί η εν λόγω απόδειξη, το αρμόδιο κράτος μέλος προβαίνει στην είσπραξη των σχετικών δασμών και άλλων επιβαρύνσεων. Στην περίπτωση που αυτό το κράτος μέλος δεν είναι το ίδιο με εκείνο στο οποίο βρίσκεται το τελωνείο αναχώρησης, αυτό το τελευταίο ειδοποιεί το συντομότερο το εν λόγω κράτος μέλος.»

    21     Κατά το άρθρο 380 του κανονισμού εφαρμογής:

    «Η απόδειξη της κανονικότητας της πράξης διαμετακόμισης υπό την έννοια του άρθρου 378, παράγραφος 1, παρέχεται κατά τρόπο ικανοποιητικό στις τελωνειακές αρχές, ιδίως:

    α)      με την προσκόμιση εγγράφου, επικυρωμένου από τις τελωνειακές αρχές, που αποδεικνύει ότι τα εν λόγω εμπορεύματα προσκομίστηκαν στο τελωνείο προορισμού ή, σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 406, στον εγκεκριμένο παραλήπτη. Το έγγραφο αυτό πρέπει να περιλαμβάνει προσδιορισμό της ταυτότητας των σχετικών εμπορευμάτων·

    β)      με την προσκόμιση τελωνειακού εγγράφου για την παράδοση στην κατανάλωση που έχει εκδοθεί σε τρίτη χώρα, ή αντιγράφου, ή φωτοαντιγράφου αυτού· το αντίγραφο ή το φωτοαντίγραφο πρέπει να έχει επικυρωθεί είτε από τον οργανισμό που θεώρησε το αρχικό έγγραφο, είτε από τις τελωνειακές υπηρεσίες της ενδιαφερόμενης τρίτης χώρας ή από τις τελωνειακές υπηρεσίες ενός κράτους μέλους. Το έγγραφο αυτό πρέπει να περιλαμβάνει τον προσδιορισμό της ταυτότητας των σχετικών εμπορευμάτων.»

    22     Το άρθρο 859 του κανονισμού εφαρμογής ορίζει ότι:

    «Οι ακόλουθες παραλείψεις θεωρείται ότι δεν έχουν πραγματικές συνέπειες για την ορθή λειτουργία της προσωρινής εναπόθεσης ή του σχετικού τελωνειακού καθεστώτος, κατά την έννοια του άρθρου 204 παράγραφος 1 του κώδικα, εφόσον:

    –       δεν αποτελούν απόπειρα διαφυγής από την τελωνειακή επιτήρηση του εμπορεύματος,

    –       δεν προϋποθέτουν προφανή αμέλεια εκ μέρους του ενδιαφερομένου,

    –       έχουν διεκπεραιωθεί εκ των υστέρων όλες οι διατυπώσεις που απαιτούνται για τη διευθέτηση της κατάστασης του εμπορεύματος:

    1)      η υπέρβαση της προθεσμίας, εντός της οποίας τα εμπορεύματα πρέπει να έχουν λάβει έναν από τους προορισμούς που προβλέπονται στο πλαίσιο της προσωρινής εναπόθεσης ή του σχετικού τελωνειακού καθεστώτος, εφόσον θα είχε χορηγηθεί παράταση της προθεσμίας, εάν είχε ζητηθεί εγκαίρως·

    2)      όταν πρόκειται για εμπορεύματα υπό καθεστώς διαμετακόμισης, η υπέρβαση της προθεσμίας προσκόμισης των εν λόγω εμπορευμάτων στο τελωνείο προορισμού, εφόσον αυτή πραγματοποιήθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο·

    3)      όταν πρόκειται για εμπορεύματα που έχουν τεθεί υπό προσωρινή εναπόθεση ή υπό το καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης, η υποβολή των εν λόγω εμπορευμάτων σε εργασίες χωρίς την προηγούμενη άδεια των τελωνειακών υπηρεσιών, εφόσον οι εργασίες αυτές θα είχαν επιτραπεί εάν είχε υποβληθεί σχετική αίτηση·

    4)      όταν πρόκειται για εμπορεύματα που έχουν υπαχθεί στο καθεστώς προσωρινής εισαγωγής, η χρησιμοποίηση των εμπορευμάτων αυτών υπό συνθήκες άλλες από αυτές που προβλέπονται στην άδεια, εφόσον η χρησιμοποίηση αυτή θα είχε επιτραπεί, υπό το ίδιο καθεστώς αν είχε υποβληθεί σχετική αίτηση·

    5)      όταν πρόκειται για εμπορεύματα υπό προσωρινή εναπόθεση ή που έχουν υπαχθεί σε κάποιο τελωνειακό καθεστώς, η μη εγκεκριμένη μετακίνησή τους εφόσον αυτά μπορούν να προσκομιστούν στις τελωνειακές αρχές που θα το ζητήσουν·

    6)      όταν πρόκειται για εμπορεύματα υπό προσωρινή εναπόθεση ή που έχουν υπαχθεί σε κάποιο τελωνειακό καθεστώς, η έξοδος από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας των εμπορευμάτων αυτών ή η είσοδός τους σε ελεύθερη ζώνη ή ελεύθερη αποθήκη, χωρίς να έχουν τηρηθεί οι αναγκαίες διατυπώσεις·

    7)      όταν πρόκειται για εμπορεύματα που έχουν υποβληθεί σε ευνοϊκή δασμολογική μεταχείριση λόγω του ειδικού τους προορισμού, η εκχώρησή τους, χωρίς σχετική κοινοποίηση στις τελωνειακές υπηρεσίες, χωρίς να έχουν προσλάβει αυτά τον προβλεπόμενο προορισμό, εφόσον:

    α)      η λογιστική αποθήκης που τηρεί ο εκχωρητής, αναφέρει την εκχώρηση αυτή, και

    β)      ο εκδοχεύς είναι δικαιούχος άδειας που αφορά το συγκεκριμένο εμπόρευμα.»

     Το καθεστώς των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων

    23     Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της αποφάσεως 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (ΕΕ L 185, σ. 24):

    «Συνιστούν ιδίους πόρους που εγγράφονται στον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων τα έσοδα που προέρχονται από:

    α)      εισφορές, πριμοδοτήσεις, συμπληρωματικά ή εξισωτικά ποσά, πρόσθετα ποσά ή στοιχεία φόρων και λοιπά τέλη που θεσπίζονται ή θα θεσπιστούν από τα όργανα των Κοινοτήτων επί των συναλλαγών με χώρες μη μέλη, στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής, όπως και από εισφορές και άλλα δικαιώματα που προβλέπονται στα πλαίσια της κοινής οργάνωσης των αγορών στον τομέα της ζάχαρης·

    β)      τους δασμούς του κοινού δασμολογίου και τους λοιπούς δασμούς που θεσπίζονται ή θα θεσπιστούν από τα όργανα των Κοινοτήτων επί των συναλλαγών με χώρες μη μέλη και από τους δασμούς που επιβάλλονται στα προϊόντα τα οποία υπάγονται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα».

    24     Κατά το άρθρο 2 του κανονισμού 1552/89:

    «1.      Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η απαίτηση των Κοινοτήτων επί των ιδίων πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄ της απόφασης 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ θεωρείται ως βεβαιωθείσα όταν η αρμόδια υπηρεσία του κράτους μέλους ανακοινώσει το οφειλόμενο ποσό στον οφειλέτη. Η ανακοίνωση αυτή πραγματοποιείται μόλις ο οφειλέτης γίνει γνωστός και το ποσό της απαίτησης μπορεί να υπολογιστεί από τις αρμόδιες διοικητικές αρχές, αφού τηρηθούν όλες οι εφαρμοστέες εν προκειμένω κοινοτικές διατάξεις.

    2.      Όταν η ανακοίνωση πρέπει να διορθωθεί εφαρμόζεται η παράγραφος 1.»

    25     Το άρθρο 11 του ιδίου κανονισμού ορίζει ότι:

    «Κάθε καθυστέρηση στις εγγραφές του λογαριασμού που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 δημιουργεί, για το συγκεκριμένο κράτος μέλος, την υποχρέωση καταβολής τόκων με επιτόκιο ίσο προς το επιτόκιο που εφαρμόζεται κατά την ημέρα της λήξης στη χρηματαγορά του οικείου κράτους μέλους για τις βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις, προσαυξημένο κατά 2 μονάδες. Το επιτόκιο αυτό αυξάνεται κατά 0,25 μονάδες κατά μήνα καθυστέρησης. Το αυξημένο κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτόκιο εφαρμόζεται για όλη την περίοδο υπερημερίας.»

     Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

    26     Με την από 12 Ιανουαρίου 1996 επιστολή, η Επιτροπή διαβίβασε στις γερμανικές αρχές την έκθεση που καταρτίστηκε κατόπιν ελέγχου των παραδοσιακών ιδίων πόρων που πραγματοποίησαν οι υπηρεσίες της στη Γερμανία κατά την περίοδο μεταξύ 6 και 17 Μαρτίου 1995. Στην έκθεση αυτή η Επιτροπή διαπιστώνει, όσον αφορά τα έτη 1993 και 1994, ορισμένες καθυστερήσεις στο πλαίσιο του καθεστώτος τελωνειακής διαμετακομίσεως οι οποίες, κατά το εν λόγω όργανο, απετέλεσαν την αιτία καθυστερημένης αποδόσεως των αντιστοίχων ιδίων πόρων. Κατά την Επιτροπή, οι καθυστερήσεις αυτές προέκυψαν από τη μη τήρηση της προθεσμίας των δεκατεσσάρων μηνών που τάσσει το άρθρο 49 του κανονισμού 1214/92, και αντιστοίχως, το άρθρο 379 του κανονισμού εφαρμογής, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1552/89.

    27     Διαπιστώνουσα ότι η καθυστερημένη απόδοση ιδίων πόρων συνεπάγεται την καταβολή τόκων υπερημερίας, κατά το άρθρο 11 του κανονισμού 1552/89, η Επιτροπή ζήτησε από τις γερμανικές αρχές, μεταξύ άλλων, να κινήσουν αμελλητί τη διαδικασία επιβολής επιβαρύνσεων φορολογικής φύσεως στις περιφερειακές διευθύνσεις οικονομικών, όσον αφορά το σύνολο των μη εξοφληθέντων εγγράφων Τ1 των οποίων η έκδοση υπερβαίνει τους δεκατέσσερις μήνες, να ελέγξουν την καθυστερημένη απόδοση ιδίων πόρων και να την ενημερώσουν σχετικώς, να της κοινοποιήσουν πίνακα εμφαίνοντα, για το σύνολο των περιφερειακών διευθύνσεων, τις καθυστερήσεις στις εκ των υστέρων εισπράξεις που αφορούν τις μη εξοφληθείσες διαδικασίες διαμετακομίσεως από 1ης Ιανουαρίου 1993.

    28     Κατόπιν δευτέρου ελέγχου που πραγματοποίησε η Επιτροπή κατά τον μήνα Νοέμβριο 1997, ο οποίος αφορούσε τα έτη 1995 και 1996, αποκαλύφθηκαν νέες περιπτώσεις υπερβάσεως της προθεσμίας των δεκατεσσάρων μηνών που τάσσει το άρθρο 49 του κανονισμού 1214/92 και το άρθρο 379 του κανονισμού εφαρμογής.

    29     Η αιτία που προέβαλαν οι γερμανικές τελωνειακές αρχές προκειμένου να δικαιολογήσουν αυτή την υπέρβαση, δηλαδή ότι επιχείρησαν αρχικώς να εντοπίσουν τον αποδέκτη των εμπορευμάτων ή τον αποστολέα, ώστε να γίνει η πληρωμή, απορρίφθηκε από την Επιτροπή, λόγω της σαφήνειας του άρθρου 49 του κανονισμού 1214/92 και του άρθρου 379 του κανονισμού εφαρμογής.

    30     Η Επιτροπή ζήτησε από τις γερμανικές αρχές να κινήσουν τη διαδικασία επιβολής επιβαρύνσεως φορολογικής φύσεως για το σύνολο των εγγράφων Τ1 που εκδόθηκαν τους δεκατέσσερις τελευταίους μήνες και δεν είχαν ακόμη εξοφληθεί, να την ενημερώσουν σχετικά με τις καθυστερήσεις που αφορούν την επιβολή αυτών των επιβαρύνσεων, να εξασφαλίσουν ότι στο εξής θα κινείται η διαδικασία επιβολής τέτοιου είδους επιβαρύνσεων εντός της προθεσμίας των δεκατεσσάρων μηνών για τα μη εξοφληθέντα έγγραφα διαμετακομίσεως και να απαντήσουν στην προηγούμενη έκθεση ελέγχου της Επιτροπής.

    31     Με την από 28 Απριλίου 1998 επιστολή τους, οι γερμανικές αρχές, καίτοι δεν αμφισβήτησαν την υπέρβαση της προθεσμίας των δεκατεσσάρων μηνών, εντούτοις υποστήριξαν ότι δεν υπείχαν την υποχρέωση να προβαίνουν στην είσπραξη εισαγωγικών δασμών εντός δεκατεσσάρων μηνών από της καταχωρίσεως του εγγράφου Τ1. Κατά την άποψη που υποστήριξαν, το άρθρο 379 του κανονισμού εφαρμογής δεν επιβάλλει αποκλειστική προθεσμία, αλλά προβλέπει απλώς ενδεικτική προθεσμία. Το τελωνείο αναχωρήσεως εξακολουθεί να έχει επαρκή ακόμη χρόνο, λαμβανομένης υπόψη της προθεσμίας των τριών ετών που προβλέπει το άρθρο 221, παράγραφος 3, του κώδικα, προκειμένου να προχωρήσει στην είσπραξη των δασμών από τον οφειλέτη. Κατά συνέπεια, δεν τίθεται ζήτημα τόκων υπερημερίας δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 1552/89.

    32     Με την από 14 Ιουλίου 1998 επιστολή της, η Επιτροπή επανέλαβε το αίτημά της προς τις γερμανικές αρχές να της παράσχουν το βραδύτερο μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 1998 τις πληροφορίες που της είχαν ζητήσει με την έκθεση ελέγχου του 1995, προκειμένου να υπολογίσουν τους τόκους υπερημερίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 του κανονισμού 1552/89.

    33     Με την από 18 Σεπτεμβρίου 1998 επιστολή τους οι γερμανικές αρχές επανέλαβαν και επιβεβαίωσαν τα επιχειρήματα που είχαν ήδη διατυπώσει στην από 28 Απριλίου 1998 επιστολή τους, τη σχετική με την έκθεση ελέγχου του 1997. Οι πληροφορίες που είχαν εκ νέου ζητήσει οι επιθεωρητές της Επιτροπής με την ως άνω έκθεσή τους, δεν διαβιβάστηκαν.

    34     Στις 15 Νοεμβρίου 1999 η Επιτροπή απέστειλε στις γερμανικές αρχές έγγραφο οχλήσεως, στο οποίο επανέλαβε τις ως άνω εκτεθείσες απόψεις της και με το οποίο κάλεσε τις γερμανικές αρχές να διατυπώσουν σχετικώς τις παρατηρήσεις τους εντός προθεσμίας δύο μηνών.

    35     Στην απάντησή τους, της 1ης Φεβρουαρίου 2000, η οποία διαβιβάστηκε με έγγραφο της 24ης Φεβρουαρίου 2000, η Γερμανική Κυβέρνηση επέμεινε στην άποψη ότι η προθεσμία των δεκατεσσάρων μηνών έχει καθαρώς ενδεικτικό χαρακτήρα και ότι η είσπραξη των δασμών μπορεί να χωρήσει μετά την εκπνοή αυτής της προθεσμίας, στην περίπτωση που η διαδικασία έρευνας διήρκεσε πλέον των ένδεκα μηνών. Επιπροσθέτως, υποστήριξε ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η διαδικασία έρευνας μπορεί να μην καταλήξει σε αποτέλεσμα εντός της προθεσμίας των ένδεκα μηνών, καθόσον η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών μπορεί να απαιτήσει περισσότερο χρόνο. Εξάλλου, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 217 και 221 του κώδικα, χορηγείται πάντοτε μια συνολική προθεσμία τριών ετών για την είσπραξη δασμών, όταν ελλείπουν στα απαιτούμενα στοιχεία για τον υπολογισμό και τη βεβαίωση των δασμών.

    36     Στην αιτιολογημένη γνώμη της 19ης Ιουλίου 2000, η Επιτροπή υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας έρχονται σε αντίθεση με τη σαφή διάταξη του άρθρου 379 του κανονισμού εφαρμογής. Εξάλλου, από το περιεχόμενο και τον σκοπό αυτής της διατάξεως προκύπτει ότι επιβάλλεται η εφαρμογή μιας ταχείας διαδικασίας ώστε να διαπιστώνονται άνευ καθυστερήσεων οι παρατυπίες.

    37     Με ανακοίνωση της 14ης Σεπτεμβρίου 2000, διαβιβασθείσα με επιστολή της αυτής ημερομηνίας, η Γερμανική Κυβέρνηση ενημέρωσε την Επιτροπή ότι εμμένει στην άποψή της. Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή αποφάσισε να προχωρήσει στην άσκηση της παρούσας προσφυγής.

     Επί της προσφυγής

    38     Με την προσφυγή της, η Επιτροπή ζητεί κυρίως να αναγνωριστεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη, αντιστοίχως, τα άρθρα 379, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1994, 49, παράγραφος 2, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1214/92, ο οποίος ίσχυσε κατά το έτος 1993, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του κανονισμού 1552/89, επειδή δεν απέδωσε εγκαίρως ιδίους πόρους σε περιπτώσεις εκπρόθεσμης εξοφλήσεως πράξεων εξωτερικής κοινοτικής διαμετακομίσεως, κατά τα έτη 1993 έως 1996.

    39     Δεύτερον, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να υποχρεώσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να «καταβάλει στον κοινοτικό προϋπολογισμό τους τόκους που οφείλονται σε περίπτωση καθυστερημένης βεβαιώσεως», κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 του κανονισμού 1552/89, για την περίοδο μέχρι 31 Μαΐου 2000, και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 του κανονισμού 1150/2000, για τη μεταγενέστερη της 31ης Μαΐου 2000 περίοδο.

     Επί του παραδεκτού

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    40     Η Γερμανική Κυβέρνηση διατυπώνει αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της προσφυγής, συνολικώς εξεταζόμενης. Σκοπός της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως είναι η παύση υφισταμένων παραβάσεων. Η ύπαρξη παραβάσεως εκτιμάται αποκλειστικώς με κριτήριο αν κατά τον χρόνο εκπνοής της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας το κράτος μέλος βρίσκεται σε κατάσταση αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο. Η Επιτροπή, όμως, δεν ισχυρίζεται ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη το κοινοτικό δίκαιο κατά την ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη του Σεπτεμβρίου 2000. Δεν αμφισβητείται ότι πολύ πριν από την ημερομηνία αυτή η Γερμανική Κυβέρνηση, επ’ ευκαιρία των παρατηρήσεων που διατύπωσαν οι επιθεωρητές της Επιτροπής, ζήτησε από όλα τα τελωνεία να τηρούν με ακόμη μεγαλύτερη αυστηρότητα τις προθεσμίες που προβλέπει το άρθρο 379 του κανονισμού εφαρμογής, χωρίς πάντως να αποστεί της απόψεως ότι οι προθεσμίες αυτές, αντιθέτως προς την υποστηριζόμενη από την Επιτροπή άποψη, δεν είναι δεσμευτικές.

    41     Αντιθέτως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή. Πράγματι, η παράβαση διαρκεί διότι οι τόκοι λόγω της εκπρόθεσμης αποδόσεως δεν καταβλήθηκαν στον κοινοτικό προϋπολογισμό, ώστε, κατά την άποψή της, να πρόκειται σαφώς για συνεχιζόμενη παράβαση.

    42     Η Γερμανική Κυβέρνηση αμφισβητεί, επίσης, το παραδεκτό της προσφυγής καθόσον με το δεύτερο αίτημά της η Επιτροπή ζητεί να υποχρεωθεί η καθής να καταβάλει στον κοινοτικό προϋπολογισμό τους αναλογούντες λόγω της εκπρόθεσμης αποδόσεως των δασμών τόκους. Όπως προκύπτει από το άρθρο 228, παράγραφος 1, ΕΚ, στο πλαίσιο διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως το Δικαστήριο περιορίζεται απλώς στη διαπίστωση της παραβάσεως, ενώ απόκειται στα εθνικά όργανα να συναγάγουν τις συνέπειες αυτής της διαπιστώσεως, και, βεβαίως, να παύσουν πάραυτα την παράβαση. Συνεπώς, το δεύτερο αίτημα της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, διότι, ουσιαστικώς συνιστά αίτηση καταβολής προβαλλομένων ως οφειλομένων τόκων.

    43     Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι το άρθρο 11 του κανονισμού 1552/89 επιβάλλει συγκεκριμένη και άνευ αιρέσεων υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας. Το Δικαστήριο έχει ήδη αναφερθεί σε μια τέτοια υποχρέωση σε άλλες προσφυγές λόγω παραβάσεως (απόφαση της 20ής Μαρτίου 1986, 303/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1986, σ. 1171, σκέψη 19). Επιπροσθέτως, το άρθρο 228 της Συνθήκης ΕΚ δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να διατυπώσει επιταγές προς την κατεύθυνση της άρσεως διαπιστωθείσας παραβάσεως. Τέλος, δεν υφίσταται εξουσία εκτιμήσεως του κράτους μέλους ως προς τον τρόπο άρσεως της παραβάσεως, δεδομένου ότι η καταβολή των συγκεκριμένων τόκων υπερημερίας συνιστά τη μοναδική δυνατότητα εκτελέσεως μιας διαπιστώνουσας παράβαση αποφάσεως.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    44     Όσον αφορά τον πρώτο από τους προβαλλομένους λόγους απαραδέκτου, τον αντλούμενο από το γεγονός ότι κατά την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας οι γερμανικές αρχές τηρούσαν τις προβλεπόμενες από το άρθρο 379 του κανονισμού εφαρμογής προθεσμίες, επιβάλλεται να τονιστεί ότι, ακόμη και αν αυτό αληθεύει, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αρνείται να καταβάλει τους τόκους υπερημερίας που ζητεί η Επιτροπή για την περίοδο που αφορά η παρούσα προσφυγή, δηλαδή για τα έτη 1993 έως 1996, κατά τα οποία η υπέρβαση αυτή των προθεσμιών έχει διαπιστωθεί και έχει αναγνωριστεί από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

    45     Όπως, όμως, προκύπτει από πάγια νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Μαΐου 1991, C‑96/89, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 1991, σ. I‑2461, σκέψη 38), υφίσταται άρρηκτη σχέση μεταξύ της υποχρεώσεως βεβαιώσεως των ιδίων πόρων της Κοινότητας, της υποχρεώσεως εμπρόθεσμης πιστωτικής εγγραφής στον λογαριασμό της Επιτροπής και, τέλος, της υποχρεώσεως καταβολής τόκων υπερημερίας.

    46     Συνεπώς, αν ήταν βάσιμη η αιτίαση της Επιτροπής η σχετική με την εκπρόθεσμη βεβαίωση της τελωνειακής οφειλής και της πιστωτικής εγγραφής των αντιστοίχων ιδίων πόρων στον λογαριασμό της Επιτροπής, εντούτοις δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι δεν είχαν αρθεί όλες οι συνέπειες της παραβάσεως κατά την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, ιδίως η καταβολή τόκων υπερημερίας δυνάμει του κανονισμού 1552/89. Επομένως, εξακολουθεί να υπάρχει συμφέρον για την, ενδεχόμενη, διαπίστωση της προβαλλομένης παραβάσεως.

    47     Συνεπώς, ο πρώτος λόγος απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

    48     Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο απαραδέκτου, ο οποίος στρέφεται μόνον κατά του δεύτερου κεφαλαίου των αιτημάτων, επισημαίνεται ότι στο τμήμα αυτό του δικογράφου της προσφυγής η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να υποχρεώσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας «να καταβάλει στον κοινοτικό προϋπολογισμό τους τόκους που οφείλονται σε περίπτωση εκπρόθεσμης λογιστικής εγγραφής», κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 του κανονισμού 1552/89, για την περίοδο έως 31 Μαΐου 2000, και δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 1150/2000, για τη μεταγενέστερη της 31ης Μαΐου 2000 περίοδο.

    49     Δεν αμφισβητείται ότι η ασκηθείσα βάσει του άρθρου 226 ΕΚ προσφυγή σκοπεί στην αναγνώριση της εκ μέρους κράτους μέλους αθέτηση των κοινοτικών του υποχρεώσεων. Η αναγνώριση μιας τέτοιας παραβάσεως υποχρεώνει, κατά το ίδιο το γράμμα του άρθρου 228 ΕΚ, το συγκεκριμένο κράτος μέλος να λάβει τα μέτρα που απαιτούνται για την εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Αντιθέτως, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποχρεώσει το κράτος αυτό να λάβει συγκεκριμένα μέτρα.

    50     Επομένως, το Δικαστήριο δεν μπορεί, στο πλαίσιο εκδικάσεως προσφυγής λόγω παραβάσεως, να αποφανθεί επί αιτιάσεων οι οποίες συναρτώνται με αίτημα με το οποίο, όπως εν προκειμένω, διώκεται να υποχρεωθεί κράτος μέλος να καταβάλει τόκους υπερημερίας.

    51     Συνεπώς, υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το αίτημα της παρούσας προσφυγής που έχει ως αντικείμενο την καταβολή τόκων υπερημερίας δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 1552/89, πρέπει να κριθεί απαράδεκτο, κατά συνέπεια δε, η αιτίαση που προβλήθηκε προς στήριξη αυτού του σκέλους των αιτημάτων, η οποία αφορά παράβαση του εν λόγω άρθρου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

    52     Επομένως, η εξέταση της παρούσας προσφυγής θα περιοριστεί στην εκτίμηση της αιτιάσεως της αντλούμενης από την καθυστέρηση με την οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, κατά τα έτη 1993 έως 1996, απέδωσε ιδίους πόρους, κατά παράβαση του άρθρου 49 του κανονισμού 1214/92 ή του άρθρου 379 του κανονισμού 2454/93, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1552/89.

     Επί της ουσίας

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    53     Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα των άρθρων 379 του κανονισμού εφαρμογής και 49 του κανονισμού 1214/92, καθώς και από τον σκοπό που επιδιώκει ο κοινοτικός νομοθέτης, οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν στις τελωνειακές αρχές την υποχρέωση να προβαίνουν στην εκ των υστέρων είσπραξη τελωνειακών οφειλών το ταχύτερο δυνατόν, το βραδύτερο δε κατά την εκπνοή της προθεσμίας των δεκατεσσάρων μηνών, όταν οι εν λόγω αρχές γνωρίζουν τον οφειλέτη και το ποσό των δασμών που πρέπει να του γνωστοποιήσουν (άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1552/89).

    54     Σκοπός του άρθρου 379 του κανονισμού εφαρμογής είναι να παροτρύνει τις τελωνειακές αρχές να ενεργούν το ταχύτερο δυνατόν προς αποφυγή των αρνητικών για τον κοινοτικό προϋπολογισμό συνεπειών. Ο κίνδυνος να μην καταστεί δυνατή η διαπίστωση της τελωνειακής οφειλής αυξάνει με τον χρόνο (μη δυνάμενος να ανευρεθεί ή πτωχεύσας οφειλέτης). Επομένως, η προθεσμία των δεκατεσσάρων μηνών, η οποία κατ’ εξαίρεση μόνον εφαρμόζεται, συνιστά την απώτατη προθεσμία, η μη τήρηση της οποίας έχει ως αποτέλεσμα την εκπρόθεσμη απόδοση ιδίων πόρων εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους.

    55     Η μη τήρηση των προβλεπομένων από το άρθρο 379 του κανονισμού εφαρμογής προθεσμιών θίγει τα συμφέροντα της Κοινότητας, κατά προέκταση δε, τα συμφέροντα των άλλων κρατών μελών, τα οποία, σε περίπτωση εκπρόθεσμης εγγραφής των ιδίων πόρων στον λογαριασμό της Επιτροπής, υποχρεούνται να καλύψουν τις ενδεχόμενες ανάγκες χρηματοδοτήσεως του κοινοτικού προϋπολογισμού.

    56     Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι ούτε το άρθρο 379 του κανονισμού εφαρμογής ούτε το άρθρο 49 του κανονισμού 1214/92 τάσσουν στις αρμόδιες αρχές μια απώτατη προθεσμία ή μια αποκλειστική προθεσμία.

    57     Ήδη, από το γράμμα και μόνον του άρθρου 379, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής προκύπτει ότι δεν πρόκειται για αποκλειστική προθεσμία. Εξάλλου, η διάταξη αυτή δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της Κοινότητας για ταχεία είσπραξη των δασμών, την οποία ρυθμίζουν αποκλειστικώς τα άρθρα 217 επ. του κώδικα. Οι κανόνες των άρθρων 378 επ. του κανονισμού εφαρμογής, νομική βάση των οποίων αποτελεί το άρθρο 215 ΕΚ, ρυθμίζουν ένα προκαταρκτικό της εισπράξεως ζήτημα, συγκεκριμένα, τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών η οποία δυνατόν να καθυστερήσει εξαιτίας ορισμένων περιστάσεων.

    58     Η Γερμανική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι, αν η έρευνα καθυστερήσει, οι γερμανικές τελωνειακές αρχές δεν είναι σε θέση να τηρήσουν την προθεσμία των ένδεκα μηνών, τις περισσότερες φορές για λόγους που δεν οφείλονται στις ίδιες, αλλά ανάγονται στις τελωνειακές αρχές άλλων κρατών μελών.

    59     Η παράγραφος 2 του άρθρου 379 του κανονισμού εφαρμογής, όπως και η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου, δεν επιβάλλουν στις τελωνειακές αρχές απώτατη προθεσμία. Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα αυτής της διατάξεως, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν απαιτεί να έχουν προβεί οι τελωνειακές αρχές στην είσπραξη δασμών και συναφών επιβαρύνσεων κατά την εκπνοή ή πριν από την εκπνοή της προθεσμίας των τριών μηνών.

    60     Αν προσκομιστούν αποδεικτικά στοιχεία λίγο πριν από την εκπνοή της προθεσμίας των τριών μηνών, οι τελωνειακές αρχές υποχρεούνται να ελέγξουν την αποδεικτική τους αξία. Επιπροσθέτως, ο δηλών μπορεί να προσκομίσει εναλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία, κατά την έννοια του άρθρου 380 του κανονισμού εφαρμογής. Μόνο μετά την ολοκλήρωση των ερευνών τους οι τελωνειακές αρχές έχουν τη δυνατότητα να διαπιστώσουν, ενδεχομένως, την ύπαρξη τελωνειακής οφειλής και να προσδιορίσουν το ύψος της, καθώς και την ταυτότητα του οφειλέτη. Τέτοιου είδους έλεγχοι μπορούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να είναι μακροχρόνιοι.

    61     Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα έναντι της Κοινότητας να προβαίνουν στην είσπραξη και στην απόδοση των ιδίων πόρων, όταν έναντι των υποχρέων τελωνειακής οφειλής μπορούν να προβούν στην είσπραξη και μετά την προθεσμία των δεκατεσσάρων μηνών. Μόνη επιτακτική για τις τελωνειακές αρχές προθεσμία είναι η προθεσμία των τριών ετών που προβλέπει το άρθρο 221, παράγραφος 3, του κώδικα.

    62     Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει, επίσης, ότι ακόμα και αν θεωρηθούν επιτακτικές αμφότερες οι προθεσμίες, δεν θα ήταν δυνατή η πρόσθεσή τους, καθόσον έχουν διαφορετικούς αποδέκτες. Πράγματι, σκοπός του άρθρου 379, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής είναι να παρακινήσει τις αρχές των κρατών μελών να ολοκληρώνουν το δυνατόν ταχύτερον τη διαδικασία έρευνας και να έχουν ταχεία μεταξύ τους συνεργασία, ενώ σκοπός της παραγράφου 2 είναι να παρακινήσει τον κύριο υπόχρεο να συνεργασθεί ενεργώς προς αποσαφήνιση της καταστάσεώς του, διότι άλλως θα υποχρεωθεί να καταβάλει τους δασμούς στο κράτος μέλος του τελωνείου αναχωρήσεως. Κατά τους κανόνες της λογικής, όμως, μπορούν να προστεθούν εκείνες μόνον οι προθεσμίες που απευθύνονται στον ίδιο αποδέκτη.

    63     Επιπροσθέτως, στις προθεσμίες που τάσσει το άρθρο 379, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού εφαρμογής πρέπει αναγκαστικώς να προστεθεί η προθεσμία εντός της οποίας οι τελωνειακές αρχές οφείλουν να διεξαγάγουν τις έρευνες και τους ελέγχους τους σχετικούς με τα κατά το άρθρο 380 του ιδίου κανονισμού αποδεικτικά στοιχεία.

    64     Τέλος, οι διατάξεις περί βεβαιώσεως του ποσού της τελωνειακής οφειλής και ανακοινώσεώς του αποτελούν αντικείμενο των άρθρων 217 έως 221 του κώδικα. Όσο ελλείπουν τα απαραίτητα στοιχεία για τον υπολογισμό και τη βεβαίωση των επιβαρύνσεων, ο κοινοτικός νομοθέτης παραχωρεί προθεσμία τριών ετών για την είσπραξη των δασμών.

    65     Κατά τη Βελγική Κυβέρνηση, παρεμβαίνουσα υπέρ των αιτημάτων της καθής κυβερνήσεως, η εκπνοή των δεκατεσσάρων μηνών δεν συνιστά απώτατη ή αποκλειστική προθεσμία, αλλά προθεσμία τάξεως από της οποίας άρχεται η διαδικασία διαπιστώσεως της τελωνειακής οφειλής εκ μέρους του κράτους μέλους.

    66     Κατά την ίδια ως άνω κυβέρνηση, η διαπίστωση της τελωνειακής οφειλής συνεπάγεται ότι, κατά τα άρθρα 220 επ. του κώδικα, το κράτος μέλος έχει στη διάθεσή του επαρκή χρονικά περιθώρια. Κατά την εκπνοή των δεκατεσσάρων μηνών, το τελωνείο αναχωρήσεως δεν έχει στη διάθεσή του όλα τα αναγκαία στοιχεία για τον υπολογισμό της σχετικής τελωνειακής οφειλής.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    67     Επιβάλλεται εκ προοιμίου να τονιστεί ότι η Γερμανική Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί τα διαπιστωθέντα από την Επιτροπή πραγματικά περιστατικά σχετικά με τις τελωνειακές οφειλές που γεννήθηκαν λόγω παρατυπιών που διαπράχθηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος εξωτερικής κοινοτικής διαμετακομίσεως, οφειλές οι οποίες, κατά την περίοδο στην οποία αναφέρεται η παρούσα προσφυγή, δηλαδή κατά τα έτη 1993 έως 1996, δεν απετέλεσαν αντικείμενο διαδικασίας εισπράξεως εκ μέρους των γερμανικών τελωνειακών αρχών εντός της προθεσμίας των δύο ημερών που προβλέπει το άρθρο 218 του κώδικα μετά την εκπνοή της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 379, παράγραφος 2, τρίτη περίοδος, του κανονισμού εφαρμογής και οι αντίστοιχες διατάξεις που είχαν προηγουμένως ισχύσει. Εντούτοις, αντιθέτως προς την άποψη της Επιτροπής, η εν λόγω κυβέρνηση υποστηρίζει ότι κινώντας τη διαδικασία εισπράξεως πολλούς μήνες μετά την εκπνοή της ως άνω τρίμηνης προθεσμίας, δεν παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό τελωνειακό δίκαιο.

    68     Επιβάλλεται, σχετικώς, να τονιστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 379, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής, σε περίπτωση μη προσκομίσεως στο τελωνείο προορισμού μιας αποστολής, χωρίς να έχει προσδιοριστεί ο τόπος της παραβάσεως ή της παρατυπίας, το τελωνείο αναχωρήσεως αποστέλλει σχετική ανακοίνωση στον κύριο υπόχρεο το συντομότερο δυνατόν και, πάντως, πριν από την εκπνοή του ενδέκατου μήνα μετά την ημερομηνία καταχωρίσεως της δηλώσεως κοινοτικής διαμετακομίσεως.

    69     Καίτοι στην απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2002, C-112/01, SPKR (Συλλογή 2002, σ. I‑10655, σκέψη 40), το Δικαστήριο έκρινε ότι η μη τήρηση της προθεσμίας των ένδεκα μηνών δεν εμποδίζει, αφ’ εαυτής, την καταβολή της τελωνειακής οφειλής από τον κύριο υπόχρεο, εντούτοις υπογράμμισε, επίσης, στη σκέψη 34 της ιδίας αποφάσεως, ότι η προθεσμία αυτή αφορά τις διοικητικές αρχές και αποσκοπεί στη διασφάλιση της συνεπούς και ενιαίας εφαρμογής, εκ μέρους αυτών των αρχών, των διατάξεων περί εισπράξεως της τελωνειακής οφειλής, προς ταχεία απόδοση των ιδίων πόρων της Κοινότητας. Συνεπώς, η συμμόρφωση προς την προθεσμία των ένδεκα μηνών, χωρίς να επηρεάζει το απαιτητό της τελωνειακής οφειλής, είναι, εντούτοις, δεσμευτική για τα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της υποχρεώσεώς τους να αποδίδουν τους ιδίους πόρους των Κοινοτήτων.

    70     Εξάλλου, κατά το άρθρο 379, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής, η ανακοίνωση που προβλέπει η πρώτη παράγραφος πρέπει, ιδίως, να προσδιορίζει την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να προσκομίζεται στο τελωνείο αναχωρήσεως η απόδειξη περί της κανονικότητας της πράξεως διαμετακομίσεως ή ο τόπος όπου πράγματι διαπράχθηκε η παράβαση κατά τρόπο που να ικανοποιεί τις τελωνειακές αρχές. Η προθεσμία αυτή είναι τρίμηνη και αρχίζει από την ημερομηνία αποστολής της ανακοινώσεως που προβλέπει η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου. Κατά την εκπνοή αυτής της προθεσμίας, εφόσον δεν έχει προσκομιστεί η ανωτέρω απόδειξη, το αρμόδιο κράτος μέλος «προβαίνει στην είσπραξη» των αντιστοίχων δασμών και άλλων επιβαρύνσεων.

    71     Στις σκέψεις 24 και 25 της αποφάσεως της 20ής Ιανουαρίου 2005, C‑300/03, Honeywell Aerospace (Συλλογή 2005, σ. Ι-689), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα των άρθρων 378, παράγραφος 1, και 379, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής, η ανακοίνωση από το γραφείο αναχωρήσεως προς τον κύριο υπόχρεο της προθεσμίας εντός της οποίας δύνανται να προσκομιστούν τα αιτηθέντα αποδεικτικά στοιχεία έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα και πρέπει να προηγείται της εισπράξεως της τελωνειακής οφειλής. Η προθεσμία αυτή αποσκοπεί στην προστασία των συμφερόντων του κύριου υπόχρεου, παρέχοντάς του προθεσμία τριών μηνών για να αποδείξει, ενδεχομένως, την κανονικότητα της διαμετακομίσεως ή τον τόπο όπου πράγματι διεπράχθη η παρατυπία. Συνεπώς, το κράτος μέλος από το οποίο εξαρτάται το τελωνείο αναχωρήσεως μπορεί να προβεί στην είσπραξη εισαγωγικών δασμών μόνον εφόσον γνωστοποιήσει στον κύριο υπόχρεο ότι διαθέτει προθεσμία τριών μηνών προκειμένου να προσκομίσει τις αιτηθείσες αποδείξεις και εφόσον δεν προσκομιστούν εντός της προθεσμίας αυτής τέτοιες αποδείξεις.

    72     Εκ των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι στην περίπτωση κατά την οποία, όπως στην παρούσα προσφυγή, οι επίμαχες αποστολές δεν προσκομίστηκαν στο τελωνείο προορισμού και δεν έχει αποδειχθεί ο τόπος της παραβάσεως ή της παρατυπίας, το τελωνείο αναχωρήσεως οφείλει, προκειμένου να χωρήσει η ταχεία απόδοση των ιδίων πόρων της Κοινότητας, να αποστείλει ανακοίνωση στον κύριο υπόχρεο το ταχύτερο δυνατόν, το βραδύτερο δε πριν από την εκπνοή του ενδέκατου μήνα από της ημερομηνίας καταχωρίσεως της δηλώσεως κοινοτικής διαμετακομίσεως. Με την ανακοίνωση αυτή πρέπει να γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο ότι διαθέτει προθεσμία τριών μηνών προκειμένου να προσκομίσει στο τελωνείο αναχωρήσεως, κατά τρόπο που να ικανοποιεί τις τελωνειακές αρχές, την απόδειξη περί της κανονικότητας της πράξεως διαμετακομίσεως ή περί του τόπου στον οποίο πράγματι διεπράχθη η παράβαση. Κατά την εκπνοή αυτής της προθεσμίας, εφόσον δεν έχει προσκομιστεί η απόδειξη, το αρμόδιο κράτος μέλος «προβαίνει στην είσπραξη» της τελωνειακής οφειλής.

    73     Στο πλαίσιο αυτό το άρθρο 217, παράγραφος 1, του κώδικα ορίζει ότι κάθε ποσό εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που προκύπτει από τελωνειακή οφειλή πρέπει να «υπολογίζεται» από τις τελωνειακές αρχές ευθύς μόλις περιέλθουν σ’ αυτές «τα απαραίτητα στοιχεία» και να «εγγράφεται από τις εν λόγω αρχές στα λογιστικά βιβλία».

    74      Κατά το άρθρο 218, παράγραφος 3, του κώδικα, «η βεβαίωση του ποσού των αντίστοιχων δασμών» πρέπει να γίνει σε διάστημα δύο ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία η τελωνειακή αρχή «είναι σε θέση να υπολογίσει το εν λόγω ποσό των δασμών και  να ορίσει τον οφειλέτη». Το άρθρο 219 του κώδικα παρέχει τη δυνατότητα παρατάσεως αυτής της προθεσμίας μέχρι τις δεκατέσσερις ημέρες, κατ’ ανώτατο όριο, είτε για λόγους διοικητικής οργανώσεως των κρατών μελών είτε λόγω ειδικών περιστάσεων που κωλύουν τις τελωνειακές αρχές να τηρήσουν τις εν λόγω προθεσμίες. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 221, παράγραφος 1, του κώδικα, το ποσό των δασμών πρέπει «να γνωστοποιείται στον οφειλέτη μόλις βεβαιωθεί».

    75     Στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής η Επιτροπή προσάπτει, ουσιαστικώς, στις γερμανικές τελωνειακές αρχές ότι δεν κίνησαν εντός της προθεσμίας των δύο ημερών από της εκπνοής της προθεσμίας των τριών μηνών που προβλέπει το άρθρο 379, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής, τη διαδικασία εισπράξεως της τελωνειακής οφειλής. Ειδικότερα, προσάπτει στις εν λόγω αρχές ότι δεν προέβησαν στη βεβαίωση του ποσού των αντιστοίχων δασμών σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 3, του κώδικα ούτε στην ανακοίνωση του ποσού στον οφειλέτη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 221, παράγραφος 1, του ιδίου κώδικα, ενέργειες προς τις οποίες συνάπτεται η διαπίστωση των ιδίων πόρων κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1552/89.

    76     Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, τα κράτη μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να προβαίνουν στην είσπραξη της τελωνειακής οφειλής ευθύς μετά την εκπνοή της προθεσμίας των τριών μηνών η οποία άρχεται από της εκπνοής της προθεσμίας των ένδεκα μηνών που προβλέπει το άρθρο 379, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής.

    77     Η άποψη αυτή δεν ευσταθεί.

    78     Όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 379, παράγραφος 2, τρίτη περίοδος, του κανονισμού εφαρμογής προκύπτει ότι τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να κινήσουν τη διαδικασία εισπράξεως με την εκπνοή της προθεσμίας των τριών μηνών που τάσσει η ως άνω διάταξη. Η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται, επίσης, για λόγους διασφαλίσεως της συνεπούς και ενιαίας εφαρμογής, εκ μέρους των αρμοδίων αρχών, των διατάξεων περί εισπράξεως της τελωνειακής οφειλής, προς διασφάλιση της αποτελεσματικής και ταχείας αποδόσεως των ιδίων πόρων της Κοινότητας.

    79     Η ερμηνεία αυτή, εξάλλου, δεν είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 221, παράγραφος 3, του κώδικα, το οποίο επιτρέπει την ανακοίνωση του ποσού των καταβλητέων δασμών εντός περιόδου τριών ετών από της γεννήσεως της τελωνειακής οφειλής. Πράγματι, σκοπός της διατάξεως αυτής είναι η κατοχύρωση της ασφαλείας δικαίου, καθόσον τάσσει απώτατη προθεσμία για την κοινοποίηση στον οφειλέτη του ποσού της τελωνειακής οφειλής. Η ρύθμιση αυτή δεν θίγει, εξάλλου, τις υποχρεώσεις που υπέχουν έναντι της Κοινότητας οι τελωνειακές αρχές, από τις διατάξεις του κώδικα και του κανονισμού εφαρμογής, προς διασφάλιση της συνεπούς και ενιαίας εφαρμογής των διατάξεων περί εισπράξεως της τελωνειακής οφειλής, ώστε να διασφαλίζεται η ταχεία και αποτελεσματική απόδοση των ιδίων πόρων της Κοινότητας.

    80     Κατά τα άρθρα 217, παράγραφος 1, 218, παράγραφος 3, και 219 του κώδικα, η βεβαίωση του ποσού που αντιστοιχεί σε τελωνειακές οφειλές όπως αυτές στις οποίες αναφέρεται η παρούσα προσφυγή, πρέπει να αποσταλεί εντός προθεσμίας δύο ημερών, δυναμένης να παραταθεί, χωρίς όμως να υπερβεί συνολικώς τις δεκατέσσερις ημέρες. Επιπροσθέτως, η ανακοίνωση στον οφειλέτη του ποσού που αντιστοιχεί στις οφειλές αυτές πρέπει να αποσταλεί, κατά το άρθρο 221, παράγραφος 1, του κώδικα, ευθύς μετά τη βεβαίωση. Η προθεσμία αυτή αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία οι τελωνειακές αρχές έχουν τα αναγκαία στοιχεία και, επομένως, είναι σε θέση να υπολογίσουν το ποσό των δασμών και να προσδιορίσουν τον οφειλέτη. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Γερμανική Κυβέρνηση, η προϋπόθεση αυτή πληρούται, ακριβώς, το αργότερο, κατά την εκπνοή της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 379, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής.

    81     Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τη διαπίστωση τελωνειακής οφειλής, επιβάλλεται να τονιστεί ότι στην περίπτωση κατά την οποία, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, οι αποστολές που υπήχθησαν στο καθεστώς της εξωτερικής τελωνειακής διαμετακομίσεως δεν προσκομίστηκαν στο τελωνείο προορισμού εντός της προθεσμίας που έταξε το γραφείο αναχωρήσεως, η τελωνειακή οφειλή τεκμαίρεται γεννηθείσα και ο κύριος υπόχρεος θεωρείται οφειλέτης. Σε μια τέτοια περίπτωση, εφόσον δεν μπορεί να αποδειχθεί ο τόπος διαπράξεως της παραβάσεως ή της παρατυπίας, το τελωνείο αναχωρήσεως οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 379, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής, να αποστείλει σχετική ανακοίνωση στον κύριο υπόχρεο, πριν από την εκπνοή της προθεσμίας των ένδεκα μηνών από της ημερομηνίας καταχωρίσεως της δηλώσεως κοινοτικής διαμετακομίσεως.

    82     Δυνάμει του άρθρου 379, παράγραφος 2, πρώτη και δεύτερη περίοδος, στην ανακοίνωση αυτή πρέπει να προσδιορίζεται η τρίμηνη προθεσμία που έχει στη διάθεσή του ο ενδιαφερόμενος προκειμένου να αποδείξει την κανονικότητα της πράξεως διαμετακομίσεως. Όπως τονίστηκε στη σκέψη 71 της παρούσας αποφάσεως, οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές μπορούν να προβούν στην είσπραξη της οφειλής μόνον εφόσον έχουν γνωστοποιήσει στον κύριο υπόχρεο ότι έχει στη διάθεσή του προθεσμία τριών μηνών προκειμένου να αποδείξει την κανονικότητα της πράξεως διαμετακομίσεως και εφόσον, εντός της προθεσμίας αυτής, δεν προσκομιστεί μια τέτοια απόδειξη.

    83     Όπως υπογράμμισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 50 των προτάσεών της, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων περί της κανονικότητας της πράξεως, όπως αυτά που κατά τρόπο μη εξαντλητικό απαριθμούνται στο άρθρο 380 του κανονισμού εφαρμογής, ακόμα και στην περίπτωση που τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία προσκομιστούν την τελευταία ημέρα της τρίμηνης, κατά τα ανωτέρω, προθεσμίας, δικαιολογεί παρέκκλιση από τις διατάξεις των άρθρων 218 και 219 του κώδικα όσον αφορά τη βεβαίωση των ποσών των δασμών και την ανακοίνωσή τους στον οφειλέτη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 221, παράγραφος 1, του κώδικα.

    84     Όσον αφορά, ακολούθως, τον προσδιορισμό του οφειλέτη της τελωνειακής οφειλής, επιβάλλεται να τονιστεί ότι, κατά το άρθρο 379, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού εφαρμογής, κατά την εκπνοή της ως άνω τρίμηνης προθεσμίας, ο κύριος υπόχρεος θεωρείται ως οφειλέτης της τελωνειακής οφειλής, ανεξαρτήτως της δυνατότητας αναζητήσεως άλλων υπευθύνων. Επομένως, το βραδύτερο κατά την εκπνοή της ως άνω τρίμηνης προθεσμίας, οι τελωνειακές αρχές είναι προδήλως σε θέση να προσδιορίσουν τον κύριο υπεύθυνο ως οφειλέτη της τελωνειακής οφειλής.

    85     Όσον αφορά, εξάλλου, τον προσδιορισμό του ποσού των δασμών, επιβάλλεται να τονιστεί ότι, όπως διευκρίνισε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 57 έως 62 των προτάσεών της, ακόμη και αν δεν μπορεί να ζητηθεί από το τελωνείο αναχωρήσεως να υπολογίζει συστηματικώς το ποσό των δασμών που αντιστοιχεί στην τελωνειακή οφειλή λόγω εισαγωγής, για κάθε πράξη διαμετακομίσεως, ευθύς μετά την κατάθεση της δηλώσεως διαμετακομίσεως, μετά την οποία το εν λόγω τελωνείο έχει, κατ’ αρχήν, στη διάθεσή του τα απαιτούμενα στοιχεία προκειμένου να προβεί σ’ αυτόν τον υπολογισμό, εν πάση περιπτώσει, τίποτα δεν αποκλείει την πραγματοποίηση αυτού του υπολογισμού ευθύς μετά τη γνωστοποίηση στον κύριο υπεύθυνο ότι έχει στη διάθεσή του προθεσμία τριών μηνών προκειμένου να αποδείξει την κανονικότητα της πράξεως, δηλαδή το βραδύτερο κατά την εκπνοή της προθεσμίας των ένδεκα μηνών που προβλέπει το άρθρο 379, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής.

    86     Τέλος, όσον αφορά τον προσδιορισμό των τελωνειακών αρχών που είναι αρμόδιες να προβούν στην είσπραξη της τελωνειακής οφειλής, το άρθρο 378, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού εφαρμογής θεσπίζει τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ του κράτους μέλους στο οποίο ανήκει το τελωνείο αναχωρήσεως. Εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 379, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, μπορεί να προσκομιστεί η απόδειξη, εκ μέρους του κύριου υπόχρεου, ότι η παράβαση διαπράχθηκε σε άλλο κράτος. Όπως ορθώς υπογράμμισε η Επιτροπή, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η αξιολόγηση των προς τούτο υποβαλλομένων εγγράφων, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αυτά υποβάλλονται την τελευταία ημέρα της τρίμηνης προθεσμίας, δεν μπορεί να γίνει τηρουμένης της προθεσμίας των δύο ημερών από της εκπνοής της τρίμηνης προθεσμίας αυξημένης, σε περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες, κατά δώδεκα πρόσθετες ημέρες, δηλαδή τηρουμένης μιας απώτατης προθεσμίας δεκατεσσάρων ημερών.

    87     Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Γερμανικής Κυβερνήσεως ότι η τρίμηνη προθεσμία έχει απλώς ενδεικτικό χαρακτήρα και ότι δεν απαιτείται οπωσδήποτε να κινηθεί η διαδικασία εισπράξεως κατά την εκπνοή αυτής της προθεσμίας, με το αιτιολογικό ότι, κατά την εκπνοή αυτής της προθεσμίας, οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές αδυνατούν αντικειμενικώς να κινήσουν άμεσα τη διαδικασία εισπράξεως της τελωνειακής οφειλής.

    88     Τέλος, η ανακοίνωση του ποσού της οφειλής στον κύριο υπόχρεο, ευθύς μετά την εκπνοή της τρίμηνης προθεσμίας, δεν συνεπάγεται δυσανάλογη επιβάρυνσή του. Πράγματι, αν εκ των υστέρων αποδειχθεί ότι η πράξη κοινοτικής διαμετακομίσεως διεξήχθη κανονικώς και εντός των προθεσμιών που είχαν ταχθεί ή ότι ολοκληρώθηκε εκπρόθεσμα χωρίς άλλη παρατυπία, ο κύριος υπόχρεος μπορεί να ζητήσει την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών, η οποία, μετά τη θέσπιση του κώδικα, ρητώς προβλέπεται στο άρθρο 236, παράγραφος 1, αυτού, εφόσον αποδειχθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 204, παράγραφος 1, του κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 859 του κανονισμού εφαρμογής, η παράβαση δεν είχε πραγματικές συνέπειες για την ορθή λειτουργία του σχετικού τελωνειακού συστήματος.

    89     Η καθυστερημένη ανακοίνωση, κατά παράβαση των άρθρων 221, παράγραφος 1, και 218, παράγραφος 3, του κώδικα, του αντιστοίχου ποσού δασμών, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω σκέψεις, συνεπάγεται αναγκαστικώς την εκπρόθεσμη διαπίστωση των δικαιωμάτων των Κοινοτήτων επί των ιδίων πόρων, κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 1552/89. Πράγματι, κατά την τελευταία αυτή διάταξη, το σχετικό δικαίωμα διαπιστώνεται «όταν» το οφειλόμενο ποσό ανακοινωθεί στον οφειλέτη από τις αρμόδιες αρχές, ανακοίνωση η οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί μόλις ο οφειλέτης γίνει γνωστός και το ποσό της απαίτησης μπορεί να υπολογιστεί από τις αρμόδιες διοικητικές αρχές, τηρουμένων όλων των εφαρμοστέων εν προκειμένω κοινοτικών διατάξεων, συγκεκριμένα του κώδικα και του κανονισμού εφαρμογής.

    90     Επομένως, η πρώτη αιτίαση πρέπει να θεωρηθεί βάσιμη, τόσο βάσει των διατάξεων του κώδικα και του κανονισμού εφαρμογής όσο και βάσει των διατάξεων, κατ’ ουσίαν ταυτοσήμων, που είχαν προηγουμένως ισχύσει κατά τη διάρκεια της περιόδου που αφορά η παρούσα προσφυγή.

    91     Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προκύπτει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, αποδίδοντας με μεγάλη καθυστέρηση τους ιδίους πόρους της στην Κοινότητα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει, αντιστοίχως, από το άρθρο 49 του κανονισμού 1214/92 και από το άρθρο 379 του κανονισμού εφαρμογής, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1552/89.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    92     Δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, αυτή δε ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Κατά την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου, το Βασίλειο του Βελγίου φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

    1)      Αποδίδοντας με μεγάλη καθυστέρηση τους ιδίους πόρους της στην Κοινότητα, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει, αντιστοίχως, από το άρθρο 49 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1214/92 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 1992, για τις διατάξεις εφαρμογής και τα μέτρα απλούστευσης του καθεστώτος κοινοτικής διαμετακόμισης, και από το άρθρο 379 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1552/89 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1989, για την εφαρμογή της απόφασης 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων.

    2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

    3)      Καταδικάζει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

    4)      Το Βασίλειο του Βελγίου φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Επάνω