Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62002CJ0157

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 5ης Φεβρουαρίου 2004.
    Rieser Internationale Transporte GmbH κατά Autobahnen- und Schnellstraßen-Finanzierungs- AG (Asfinag).
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberster Gerichtshof - Αυστρία.
    Οδική μεταφορά εμπορευμάτων - Διόδια - Αυτοκινητόδρομος του Brenner - Απαγόρευση διακρίσεων - Δυσμενής διάκριση λόγω της ιθαγενείας του μεταφορέα ή της καταγωγής ή του προορισμού της μεταφοράς.
    Υπόθεση C-157/02.

    Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-01477

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2004:76

    Υπόθεση C-157/02

    Rieser Internationale Transporte GmbH

    κατά

    Autobahnen- und Schnellstraßen-Finanzierungs- AG (Asfinag)

    [αίτηση του Oberster Gerichtshof (Αυστρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Οδική μεταφορά εμπορευμάτων – Διόδια – Αυτοκινητόδρομος του Brenner – Απαγόρευση διακρίσεων – Δυσμενής διάκριση λόγω της ιθαγενείας του μεταφορέα ή της καταγωγής ή του προορισμού της μεταφοράς»

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.        Πράξεις των οργάνων – Οδηγίες – Άμεσο αποτέλεσμα – Δυνατότητα επικλήσεως μιας οδηγίας έναντι νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου ελεγχόμενου από το κράτος και επιφορτισμένου με την είσπραξη των διοδίων για δημόσια οδικά δίκτυα

    (Άρθρο 249, εδ. 3, ΕΚ)

    2.        Μεταφορές – Οδικές μεταφορές – Φορολογικές διατάξεις – Εναρμόνιση των νομοθεσιών – Οδηγίες 93/89 και 1999/62 – Διόδια και τέλη χρήσεως εισπραττόμενα λόγω της χρησιμοποιήσεως ορισμένων υποδομών – Άμεσο αποτέλεσμα της απαγορεύσεως διακρίσεων λόγω ιθαγενείας του μεταφορέα ή της προελεύσεως ή προορισμού της μεταφοράς – Δεν υφίσταται άμεσο αποτέλεσμα όσον αφορά την αρχή του συνδέσμου μεταξύ του τέλους διοδίου και του κόστους της υποδομής

    (Οδηγίες του Συμβουλίου 93/89, άρθρα 7, στοιχ. β΄ και η΄, 8 § 2, στοιχ. ε΄, και 9, και 1999/62, άρθρα 7 §§ 4 και 9)

    3.        Μεταφορές – Οδικές μεταφορές – Φορολογικές διατάξεις – Εναρμόνιση των νομοθεσιών – Οδηγίες 93/89 και 1999/62 – Διόδια και τέλη χρήσεως εισπραττόμενα λόγω της χρησιμοποιήσεως ορισμένων υποδομών – Απαγόρευση διακρίσεων λόγω της ιθαγενείας του μεταφορέα ή της προελεύσεως ή του προορισμού της μεταφοράς – Δυνατότητα εφαρμογής επί των ημεδαπών μεταφορέων

    (Οδηγίες του Συμβουλίου 93/89, άρθρο 7, στοιχ. β΄, και 1999/62, άρθρο 7 § 4)

    4.        Μεταφορές – Οδικές μεταφορές – Φορολογικές διατάξεις – Εναρμόνιση των νομοθεσιών – Οδηγία 93/89 – Φορολογικές επιβαρύνσεις επί ορισμένων οχημάτων χρησιμοποιουμένων για την οδική μεταφορά εμπορευμάτων και οδικές επιβαρύνσεις για τη χρησιμοποίηση ορισμένων υποδομών – Απόφαση του Δικαστηρίου ακυρώνουσα την εν λόγω οδηγία – Αποτέλεσμα

    (Άρθρο 231, εδ. 2, ΕΚ· οδηγίες του Συμβουλίου 93/89 και 1999/62)

    5.        Μεταφορές – Οδικές μεταφορές – Φορολογικές διατάξεις – Εναρμόνιση των νομοθεσιών – Οδηγία 1999/62 – Φορολόγηση φορτηγών λόγω χρησιμοποιήσεως ορισμένων υποδομών – Αποτελέσματα μιας οδηγίας πριν από την εκπνοή της προθεσμίας μεταφοράς της στην εσωτερική έννομη τάξη –Υποχρέωση των κρατών μελών να μη θεσπίζουν διατάξεις δυνάμενες να διακυβεύσουν το επιτασσόμενο από την οδηγία αποτέλεσμα – Άμεσο αποτέλεσμα – Δεν υφίσταται

    (Άρθρα 10, εδ. 2, ΕΚ και 249, εδ. 3, ΕΚ· οδηγία 1999/62 του Συμβουλίου)

    1.        Κατά τη σύναψη συμβάσεων με χρήστες μιας οδού, είναι δυνατό να προβληθούν κατά νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου οι δυνάμενες να έχουν άμεσο αποτέλεσμα διατάξεις μιας οδηγίας όταν το Δημόσιο έχει αναθέσει σ’ αυτό το νομικό πρόσωπο την αποστολή της εισπράξεως διοδίων για τη χρήση δημοσίων οδικών δικτύων και το ίδιο ελέγχει, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, αυτό το νομικό πρόσωπο.

    (βλ. σκέψη 29, διατακτ. 1)

    2.        Τα άρθρα 7, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/89, σχετικά με την εφαρμογή, εκ μέρους των κρατών μελών, των φόρων επί ορισμένων οχημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται για οδική μεταφορά εμπορευμάτων, καθώς και των διοδίων και τελών χρήσης που εισπράττονται για τη χρησιμοποίηση ορισμένων έργων υποδομής, και 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 1999/62, περί επιβολής τελών στα βαρέα φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούν ορισμένες υποδομές, που αποκλείουν οποιαδήποτε δυσμενή, άμεση ή έμμεση, διάκριση λόγω της ιθαγενείας του μεταφορέα ή της καταγωγής ή του προορισμού της μεταφοράς όσον αφορά την εφαρμογή των διοδίων και των τελών χρήσεως, μπορούν να προβάλλονται από ιδιώτες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά κρατικής αρχής σε περίπτωση μη μεταφοράς ή ατελούς μεταφοράς στο εσωτερικό των οδηγιών αυτών, καθόσον αφορά τον υπολογισμό τέλους διοδίων για τα οχήματα που έχουν μέγιστο επιτρεπόμενο μικτό βάρος τουλάχιστον ίσο ή ανώτερο των δώδεκα τόνων και χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων.

    Αντιθέτως, τα άρθρο 7, στοιχείο η΄, της οδηγίας 93/89 και 7, παράγραφος 9, της οδηγίας 1999/62, που προβλέπουν, αντιστοίχως, ότι το ποσό των διοδίων και τα μέσα σταθμικά διόδια συνδέονται με το κόστος κατασκευής, εκμετάλλευσης και ανάπτυξης του οικείου δικτύου υποδομών, δεν μπορούν να προβάλλονται από ιδιώτες κατά δημόσιας αρχής διότι επιβάλλουν στα κράτη μέλη μια γενική κατευθυντήρια γραμμή όσον αφορά τον υπολογισμό των τελών διοδίων, χωρίς όμως να προβλέπουν καμιά συγκεκριμένη μέθοδο υπολογισμού και αφήνουν στα κράτη μέλη λίαν ευρύ, εν προκειμένω, περιθώριο εκτιμήσεως.

    (βλ. σκέψεις 35-36, 38, 40-41, 44, διατακτ. 2)

    3.        Οι ημεδαποί μεταφορείς μπορούν να προβάλλουν, κατά του δικού τους κράτους, όπως ακριβώς και οι μεταφορείς από τα λοιπά κράτη μέλη, την απαγόρευση, αμέσων ή εμμέσων, διακρίσεων που έχει θεσπιστεί με τα άρθρα 7, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/89, σχετικά με την εφαρμογή εκ μέρους των κρατών μελών, των φόρων επί ορισμένων οχημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται για οδική μεταφορά εμπορευμάτων, καθώς και των διοδίων και τελών χρήσης που εισπράττονται για τη χρησιμοποίηση ορισμένων έργων υποδομής, και 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 1999/62, περί επιβολής τελών στα βαρέα φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούν ορισμένα έργα υποδομής. Πράγματι, για την αποφυγή, ακριβώς, οποιουδήποτε είδους στρεβλώσεως του ανταγωνισμού των επιχειρήσεων μεταφορών των κρατών μελών, οι διατάξεις αυτές απαγορεύουν, κατά την εφαρμογή τελών χρήσεως και διοδίων, εκτός από τις διακρίσεις που ερείδονται, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, στην ιθαγένεια των μεταφορέων και αυτές που συνδέονται με την καταγωγή ή τον προορισμό της μεταφοράς.

    (βλ. σκέψεις 51-52, 54, διατακτ. 3)

    4.        Μολονότι είναι αληθές ότι, σύμφωνα με το γράμμα της απόφασης της 5ης Ιουλίου 1995, C‑21/94, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, με την οποία ακυρώθηκε η οδηγία 93/89, σχετικά με την εφαρμογή, εκ μέρους των κρατών μελών, των φόρων επί ορισμένων οχημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται για οδική μεταφορά εμπορευμάτων, καθώς και των διοδίων και τελών χρήσης που εισπράττονται για τη χρησιμοποίηση ορισμένων έργων υποδομής, τα αποτελέσματα της οδηγίας αυτής διατηρούνται σε ισχύ μέχρι την έκδοση νέας σχετικής ρυθμίσεως, η εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα αποτελέσματα της οδηγίας 93/89 διατηρούνται μέχρι την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της οδηγίας 1999/62, περί επιβολής τελών στα βαρέα φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούν ορισμένα έργα υποδομής, η οποία και την αντικατέστησε, συγκεκριμένα, στις 20 Ιουλίου 1999. Πράγματι, στο πλαίσιο μιας προσφυγής ακυρώσεως, σκοπός της διατηρήσεως των αποτελεσμάτων μιας ακυρωθείσας νομικής πράξεως είναι να μην επιτραπεί η ύπαρξη νομικού κενού μέχρι την έκδοση νέας πράξεως αντικαθιστώσας την ακυρωθείσα. Ο σκοπός αυτός εξασφαλίζεται μόνον αν η ακυρωθείσα νομική πράξη εξακολουθήσει να διατηρεί τα αποτελέσματά της έως ότου η νέα πράξη αρχίσει να παράγει τα δικά της.

    (βλ. σκέψεις 59-61, διατακτ. 4)

    5.        Από τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια μιας καθοριζομένης από οδηγία προθεσμίας για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο, το κράτος μέλος αποδέκτης αυτής οφείλει να απέχει από τη θέσπιση διατάξεων δυναμένων να διακυβεύσουν σοβαρά την πραγματοποίηση του επιτασσομένου από την οδηγία αποτελέσματος. Εξίσου ακριβές είναι ότι, στο πλαίσιο διαδικασιών που έχουν κινηθεί από ιδιώτες οι οποίοι προβάλλουν το άμεσο αποτέλεσμα μιας οδηγίας, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να αρνούνται την εφαρμογή αντιθέτων προς την οδηγία αυτή προϋφισταμένων εθνικών κανόνων μόνο μετά την εκπνοή της προθεσμίας μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της τελευταίας. Πράγματι, εφόσον σκοπός της προθεσμίας αυτής είναι να παρασχεθεί στα κράτη μέλη ο αναγκαίος χρόνος για τη θέσπιση των μέτρων μεταφοράς, δεν μπορεί να προσαφθεί σ’ αυτά τα κράτη μέλη το γεγονός ότι δεν μετέφεραν την οδηγία στην έννομη τάξη τους πριν από την εκπνοή της προθεσμίας αυτής.

    Προκειμένου, ειδικότερα, για την οδηγία 1999/62, περί επιβολής τελών στα βαρέα φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούν ορισμένα έργα υποδομής, κατά την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας θέσεώς της σε ισχύ και αυτής της εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο, δηλαδή από τις 20 Ιουλίου 1999 μέχρι την 1η Ιουλίου 2000, ναι μεν τα κράτη μέλη όφειλαν να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων δυναμένων να διακυβεύσουν σοβαρώς το επιτασσόμενο από την εν λόγω οδηγία αποτέλεσμα, πλην όμως οι ιδιώτες δεν μπορούσαν να προβάλλουν την οδηγία αυτή κατά των κρατών μελών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων προκειμένου να επιτύχουν τη μη εφαρμογή προϋφιστάμενου εθνικού κανόνα αντίθετου προς την οδηγία αυτή.

    (βλ. σκέψεις 66-69, διατακτ. 5)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

    της 5ης Φεβρουαρίου 2004 (*)

    «Οδική μεταφορά εμπορευμάτων – Διόδια – Αυτοκινητόδρομος του Brenner – Απαγόρευση διακρίσεων – Δυσμενής διάκριση λόγω της ιθαγενείας του μεταφορέα ή της καταγωγής ή του προορισμού της μεταφοράς»

    Στην υπόθεση C-157/02,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Oberster Gerichtshof (Αυστρία) προς το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Rieser Internationale Transporte GmbH

    και

    Autobahnen- und Schnellstraßen-Finanzierungs-AG (Asfinag),

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των οδηγιών 93/89/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 1993, σχετικά με την εφαρμογή, εκ μέρους των κρατών μελών, των φόρων επί ορισμένων οχημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται για οδική μεταφορά εμπορευμάτων, καθώς και των διοδίων και τελών χρήσης που εισπράττονται για τη χρησιμοποίηση ορισμένων έργων υποδομής (EE L 279, σ. 32), και 1999/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 1999, περί επιβολής τελών στα βαρέα φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούν ορισμένα έργα υποδομής (EE L 187, σ. 42),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), J.-P. Puissochet, R. Schintgen και F. Macken, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: S. Alber

    γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    –        η Autobahnen- und Schnellstraßen-Finanzierungs-AG (Asfinag), εκπροσωπούμενη από τον P. Csoklich, Rechtsanwalt,

    –        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,

    –        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την C. Schmidt και τον W. Wils,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Rieser Internationale Transporte GmbH, εκπροσωπούμενης από τον R. Krist, Rechtsanwalt, της Autobahnen- und Schnellstraßen-Finanzierungs-AG (Asfinag), εκπροσωπούμενης από τους P. Csoklich και R. Bollenberger, Rechtsanwälte, της Αυστριακής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον H. Dossi, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την C. Schmidt, κατά τη συνεδρίαση της 5ης Ιουνίου 2003,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Με διάταξη της 22ας Μαρτίου 2002, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Απριλίου 2002, το Oberster Gerichtshof υπέβαλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των οδηγιών 93/89/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 1993, σχετικά με την εφαρμογή, εκ μέρους των κρατών μελών, των φόρων επί ορισμένων οχημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται για οδική μεταφορά εμπορευμάτων, καθώς και των διοδίων και τελών χρήσης που εισπράττονται για τη χρησιμοποίηση ορισμένων έργων υποδομής (EE L 279, σ. 32), και 1999/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 1999, περί επιβολής τελών στα βαρέα φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούν ορισμένα έργα υποδομής (EE L 187, σ. 42).

    2        Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς όπου μια αυστριακή επιχείρηση μεταφορών, η Rieser Internationale Transporte GmbH (στο εξής: Rieser), ζητεί από τον διαχειριστή οργανισμό του αυτοκινητοδρόμου του Brenner, την Autobahnen- und Schnellstraßen-Finanzierungs-AG (Asfinag), την επιστροφή του υπέρ το δέον καταβληθέντος ποσού των διοδίων για τη χρήση του αυτοκινητόδρομου αυτού.

     Το νομικό πλαίσιο

    3        Σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας 93/89, με τον όρο  «διόδια» νοείται, στο πλαίσιο της εν λόγω οδηγίας, το  «εισπραττόμενο χρηματικό ποσό για την πραγματοποιούμενη από όχημα διαδρομή μεταξύ δύο σημείων ενός των έργων υποδομής που αναφέρονται στο άρθρο 7, στοιχείο δ΄, το ύψος του οποίου καθορίζεται με βάση τη διανυόμενη απόσταση και την κατηγορία του οχήματος», ενώ με τον όρο  «όχημα» νοείται ένα  «όχημα με κινητήρα ή συνδυασμός συζευγμένων οχημάτων που προορίζονται αποκλειστικά για οδικές εμπορευματικές μεταφορές και έχουν μέγιστο επιτρεπόμενο μεικτό βάρος τουλάχιστον όσο προς 12 τόνους».

    4        Το άρθρο 7 της ίδιας οδηγίας προβλέπει:

    «Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν διόδια ή/και να εισαγάγουν τέλη χρήσης υπό τις εξής προϋποθέσεις:

    α)      ότι, για τη χρησιμοποίηση ενός και του αυτού τμήματος οδού δεν θα εισπράττονται συγχρόνως διόδια και τέλη χρήσης.

    Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν και διόδια σε δίκτυα όπου εισπράττονται τέλη χρήσης στην περίπτωση χρησιμοποίησης γεφυρών, σηράγγων καθώς και οδών που διασχίζουν ορεινούς αυχένες·

    β)      ότι αυτά τα διόδια και τέλη χρήσης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο ε΄, και του άρθρου 9, εφαρμόζονται χωρίς να γίνονται άμεσες ή έμμεσες διακρίσεις για λόγους εθνικότητας του μεταφορέα ή προέλευσης ή προορισμού της μεταφοράς·

    [...]

    δ)      ότι τα διόδια και τέλη χρήσης εισπράττονται για τη χρησιμοποίηση αυτοκινητοδρόμων ή άλλων οδών με περισσότερες από μια λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, όταν οι οδοί αυτές έχουν χαρακτηριστικά ανάλογα προς τα χαρακτηριστικά των αυτοκινητοδρόμων, καθώς και για τη χρησιμοποίηση γεφυρών, σηράγγων και οδών που διασχίζουν ορεινούς αυχένες.

    [...]

    η)      ότι το ύψος των διοδίων συναρτάται με το κόστος κατασκευής, εκμετάλλευσης και ανάπτυξης του συγκεκριμένου δικτύου υποδομής.»

    5        Σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 93/89, τα κράτη μέλη όφειλαν να έχουν θέσει σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ήσαν αναγκαίες για τη συμμόρφωσή τους προς την εν λόγω οδηγία πριν από την 1η Ιανουαρίου 1995. Σύμφωνα με την Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των ιδρυτικών Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 1994, C 241, σ. 21, και ΕΕ 1995, L 1, σ. 1), αυτή η προθεσμία της μεταφοράς ίσχυε και για τη Δημοκρατία της Αυστρίας.

    6        Με την απόφασή του της 5ης Ιουλίου 1995, C-21/94, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1995, σ. Ι-1827), το Δικαστήριο ακύρωσε την οδηγία 93/89 με το αιτιολογικό ότι η εν λόγω οδηγία είχε εκδοθεί χωρίς νομότυπη γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ενώ έκρινε ότι έπρεπε να διατηρηθούν τα αποτελέσματά της μέχρι την έκδοση από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως νέας οδηγίας.

    7        Στις 17 Ιουνίου 1999 το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν την οδηγία 1999/62, η οποία, όπως προκύπτει από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της, αντικατέστησε την ακυρωθείσα οδηγία 93/89.

    8        Το άρθρο 7, παράγραφοι 4 και 9, της οδηγίας 1999/62, που αντιστοιχεί στο άρθρο 7, στοιχεία β΄ και η΄, της οδηγίας 93/89, προβλέπει:

    «4.      Τα διόδια και τα τέλη χρήσης δεν επιτρέπεται να εισάγουν, άμεσα ή έμμεσα, διακρίσεις λόγω της ιθαγενείας του μεταφορέα ή της προέλευσης ή του προορισμού του οχήματος.

    [...]

    9.      Το σταθμισμένο μέσο ύψος των διοδίων σχετίζεται με το κόστος κατασκευής, λειτουργίας και ανάπτυξης του αντίστοιχου δικτύου έργων υποδομής.»

    9        Σύμφωνα με το άρθρο της 13, η εν λόγω οδηγία άρχισε να ισχύει από τις 20 Ιουλίου 1999.

    10      Σύμφωνα με το άρθρο 12 της ίδιας οδηγίας, τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν θέσει σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωσή τους προς την εν λόγω οδηγία μέχρι την 1η Ιουλίου 2000.

    11      Με την απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, C-205/98, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Συλλογή 2000, σ. Ι-7367), το Δικαστήριο έκρινε:

    «Η Δημοκρατία της Αυστρίας, αφενός, αυξάνοντας την 1η Ιουλίου 1995 και την 1η Φεβρουαρίου 1996 την τιμή των διοδίων της πλήρους διαδρομής του αυτοκινητοδρόμου του Brenner, διαμετακομιστικής οδού που διασχίζει την Αυστρία και χρησιμοποιείται κυρίως από οχήματα με μέγιστο επιτρεπόμενο μικτό βάρος τουλάχιστον ίσο προς 12 τόνους τα οποία προορίζονται για εμπορευματικές μεταφορές και τα οποία είναι καταχωρισμένα σε άλλα κράτη μέλη, εξαιρουμένων των μερικών διαδρομών του ιδίου αυτού αυτοκινητοδρόμου οι οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως από οχήματα με μέγιστο επιτρεπόμενο μικτό βάρος τουλάχιστον ίσο προς 12 τόνους τα οποία προορίζονται για τον ίδιο τύπο μεταφορών και τα οποία είναι καταχωρισμένα στην Αυστρία, και, αφετέρου, μη εφαρμόζοντας τα προαναφερθέντα διόδια αποκλειστικά και μόνο για την κάλυψη του κόστους κατασκευής, εκμετάλλευσης και ανάπτυξης του αυτοκινητοδρόμου του Brenner, παρέβη τις υποχρεώσεις της που υπέχει τόσο από το άρθρο 7, στοιχείο β΄, της οδηγίας [93/89] όσο και από το άρθρο 7, στοιχείο η΄, της ίδιας οδηγίας.»

     Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    12      Με σύμβαση επικαρπίας («Fruchtgenußvertrag») που συνήφθη τον Ιούνιο του 1997, ισχύουσας αναδρομικώς από την 1η Ιανουαρίου 1997, μεταξύ της Asfinag και του μοναδικού μετόχου της, του Αυστριακού Δημοσίου, η εν λόγω εταιρία ανέλαβε την ευθύνη της κατασκευής, σχεδιάσεως, εκμεταλλεύσεως, συντηρήσεως και χρηματοδοτήσεως των αυστριακών αυτοκινητοδρόμων και οδών ταχείας κυκλοφορίας, μεταξύ των οποίων ο αυτοκινητόδρομος του Brenner. Εξάλλου, επετράπη στην εν λόγω εταιρία, σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, να εισπράττει, ιδίω ονόματι και προς ίδιο λογαριασμό, διόδια και τέλη χρήσεως προκειμένου να καλύπτει τα έξοδά της.

    13      Η Rieser ασκεί τις δραστηριότητές της στον τομέα των διεθνών οδικών μεταφορών εμπορευμάτων με φορτηγά τουλάχιστον 12 τόνων τα οποία έχουν περισσότερους των τριών άξονες. Υπό την ιδιότητά της αυτή, η εν λόγω εταιρία χρησιμοποιεί τακτικώς τον αυτοκινητόδρομο με διόδια του Brenner. Η Rieser εκτιμά ότι τα ποσά που κατέβαλε ως διόδια στην Asfinag ήσαν λίαν υψηλά, ιδίως όσον αφορά το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 1997 μέχρι 31 Ιουλίου 2000. Επομένως, η Rieser ζήτησε, ενώπιον των αυστριακών δικαστηρίων, την επιστροφή μέρους των καταβληθέντων στην εταιρία αυτή διοδίων.

    14      Η Rieser επικαλέστηκε την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Αυστρίας. Ισχυρίστηκε ότι το άρθρο 7, στοιχεία β΄ και η΄, της οδηγίας 93/89 είναι αρκούντως ακριβές για να έχει άμεσο αποτέλεσμα. Δεδομένου ότι έχει εκπνεύσει η προθεσμία μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, είναι δυνατή η απευθείας επίκληση από αυτήν των διατάξεων αυτών. Τούτο ισχύει και για την Asfinag. Μολονότι υποκείμενο ιδιωτικού δικαίου, η τελευταία υπόκειται στον έλεγχο του κράτους.

    15      Η Asfinag υποστήριξε την αντίθετη γνώμη. Καθόσον αφορά το άρθρο 7, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/89, το οποίο απαγορεύει κάθε διάκριση, η Asfinag θεώρησε ότι οι Αυστριακοί μεταφορείς δεν μπορούν να επικαλεστούν τη διάταξη αυτή. Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά το διάστημα από 17 Ιουνίου 1999 έως 1η Ιουνίου 2000, δεν υφίσταται το προβαλλόμενο από τη Rieser δικαίωμα, εφόσον η οδηγία 93/89 είχε εφαρμογή μέχρι τις 17 Ιουνίου 1999 και εφόσον η ταχθείσα για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 1999/62 προθεσμία έληγε την 1η Ιουλίου 2000.

    16      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της Rieser για τον λόγο ότι το άρθρο 7, στοιχείο η΄, της οδηγίας 93/89 δεν είχε απευθείας εφαρμογή και η ενάγουσα δεν μπορούσε να επικαλεστεί το άρθρο 7, στοιχείο β΄, της οδηγίας αυτής.

    17      Το εφετείο έκρινε ότι η  «Rekurs» της Rieser ήταν μεν παραδεκτή, πλην όμως δεν υπήρχε περίπτωση επιστροφής των διοδίων που είχαν καταβληθεί κατά το διάστημα μεταξύ 17ης Ιουνίου 1999, ημερομηνίας εκδόσεως της οδηγίας 1999/62, και 1ης Ιουλίου 2000, ημερομηνίας εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της εν λόγω οδηγίας. Κατά το διάστημα αυτό, τα κράτη μέλη είχαν μόνον την υποχρέωση να μη θεσπίσουν διατάξεις δυνάμενες να διακυβεύσουν σοβαρώς τον επιδιωκόμενο με την οδηγίας 1999/62 στόχο. Δεν υφίσταται κανένα στοιχείο που να επιτρέπει να συναχθεί ότι η υποχρέωση αυτή δεν τηρήθηκε.

    18      Το Oberster Gerichtshof, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε, εν προκειμένω, αναίρεση, είχε αμφιβολίες ως προς το άμεσο αποτέλεσμα των επιμάχων διατάξεων των οδηγιών 93/89 και 1999/62. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε επίσης ότι έπρεπε να διασαφηνιστεί η σχέση μεταξύ, αφενός, της κηρυχθείσας ως άκυρης οδηγίας 93/89 και των παραχθέντων υπ’ αυτής αποτελεσμάτων και, αφετέρου, της οδηγίας 1999/62, η οποία την αντικατέστησε στις 17 Ιουνίου 1999, αλλά της οποίας η προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο έληξε την 1η Ιουλίου 2000.

    19      Επομένως, με διάταξη της 22ας Μαρτίου 2002, το Oberster Gerichtshof αποφάσισε να αναστείλει τη σχετική διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Υπέχει επίσης η εναγομένη, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την λειτουργική έννοια του κράτους, την υποχρέωση, κατά τη σύναψη συμβάσεων με χρήστες των οδών, να τηρεί τις απευθείας εφαρμοζόμενες (self-executing) διατάξεις της οδηγίας [93/89] και της οδηγίας [1999/62], με συνέπεια να μη δύναται να απαιτεί υψηλότερα τέλη διοδίων παρά μόνο στο πλαίσιο της τηρήσεως των διατάξεων αυτών;

    2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

    Πρέπει το άρθρο 7, στοιχεία β΄ και η΄, της οδηγίας [93/89], καθώς και το άρθρο 7, παράγραφοι 4 και 9, της οδηγίας [1999/62], σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, να εφαρμόζονται απευθείας, υπό την έννοια ότι μπορούν να εφαρμόζονται για τον υπολογισμό τέλους διοδίων συμφώνου προς την οδηγία όσον αφορά τα οχήματα με περισσότερους των τριών άξονες που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων για την πλήρη διαδρομή του αυστριακού αυτοκινητοδρόμου του Brenner, ακόμα και σε περίπτωση μη μεταφοράς ή ατελούς μεταφοράς στο αυστριακό δίκαιο των οδηγιών αυτών;

    3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα:

    α)      Με ποιο τρόπο και βάσει ποιων παραμέτρων πρέπει να υπολογίζεται το επιτρεπόμενο τέλος διοδίων για απλή διαδρομή καθ’ όλο το μήκος του αυτοκινητοδρόμου;

    β)      Μπορούν και οι Αυστριακοί μεταφορείς να επικαλεστούν το γεγονός ότι υφίστανται, μέσω της (εξαιρετικά υψηλής) τιμής για την πλήρη διαδρομή, δυσμενή διάκριση σε σχέση με τους χρήστες του αυτοκινητοδρόμου που χρησιμοποιούν απλώς τμήματα διαδρομής του εν λόγω αυτοκινητοδρόμου;

    4)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα:

    α)      Πρέπει η [προπαρατεθείσα] απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, με την οποία κρίθηκε ότι τα αποτελέσματα της ακυρωθείσας οδηγίας [93/89] ισχύουν έως ότου το Συμβούλιο εκδώσει νέα οδηγία, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα αποτελέσματα αυτά ισχύουν έως ότου τα κράτη μέλη μεταφέρουν στο εσωτερικό τους δίκαιο τις διατάξεις της νέας οδηγίας ή έως ότου εκπνεύσει η προθεσμία για τη μεταφορά αυτή;

    β)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, στοιχείο α΄: Υποχρεούνται τα κράτη μέλη κατά το διάστημα μεταξύ 17ης Ιουνίου 1999 και 1ης Ιουλίου 2000 να λαμβάνουν υπόψη τη νέα οδηγία, π.χ. υπό την έννοια ότι θα έπρεπε επιτακτικώς να αποδέχονται εκ των προτέρων τα αποτελέσματα;»

     Επί του πρώτου ερωτήματος

     Οι υποβληθείσες στο Δικαστήριο παρατηρήσεις

    20      Η Rieser και η Επιτροπή θεωρούν ότι είναι δυνατόν οι έχουσες άμεσο αποτέλεσμα διατάξεις μιας οδηγίας να προβληθούν κατά μιας οντότητας, όπως η Asfinag, λόγω των στενών δεσμών που αυτή η εταιρία έχει με το Δημόσιο όσον αφορά τη διαχείριση των αυστριακών αυτοκινητοδρόμων.

    21      Αντιθέτως, η Asfinag θεωρεί ότι δεν μπορούν να προβληθούν κατ’ αυτής οι διατάξεις οδηγίας, δεδομένου ότι αυτή έχει συσταθεί υπό τη μορφή μετοχικής εταιρίας ιδιωτικού δικαίου, ότι το διοικητικό της συμβούλιο δεν δεσμεύεται από εντολές των οργάνων του Αυστριακού Δημοσίου, ότι δεν επιτελεί κρατική αποστολή και ότι εισπράττει διόδια για ίδιο λογαριασμό.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    22      Πρέπει να υπομνηστεί η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 1982, 8/81, Becker, Συλλογή 1982, σ. 53, σκέψεις 23 έως 25, και της 12ης Ιουλίου 1990, C-188/89, Foster κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. I-3313, σκέψη 16), σύμφωνα με την οποία, όταν οι οι κοινοτικές αρχές έχουν, μέσω οδηγίας, υποχρεώσει τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν συγκεκριμένη συμπεριφορά, η πρακτική αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας πράξεως αποδυναμώνεται αν οι πολίτες εμποδίζονται να την επικαλούνται ενώπιον των δικαστηρίων, αυτά δε να την λαμβάνουν υπόψη ως στοιχείο του κοινοτικού δικαίου. Κατά συνέπεια, το κράτος μέλος που δεν έχει θεσπίσει, εμπροθέσμως, τα επιβαλλόμενα από μια οδηγία εκτελεστικά μέτρα δεν μπορεί να αντιτάξει στους ιδιώτες την εκ μέρους του μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αυτή συνεπάγεται. Έτσι, σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες προκύπτει ότι οι διατάξεις μιας οδηγίας είναι, από την άποψη του περιεχομένου τους, ανεπιφύλακτες και αρκούντως ακριβείς, οι διατάξεις αυτές είναι δυνατόν να προβάλλονται, ελλείψει μέτρων εφαρμογής θεσπισθέντων εμπροθέσμως, κατά πάσης μη σύμφωνης προς την οδηγία εθνικής διατάξεως ή ακόμη εφόσον οι εν λόγω διατάξεις δύνανται να προσδιορίζουν δικαιώματα τα οποία οι ιδιώτες είναι σε θέση να προβάλουν έναντι του κράτους.

    23      Το Δικαστήριο έχει ακόμα κρίνει (αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1986, 152/84, Marshall, Συλλογή 1986, σ. 723, σκέψη 49, και προπαρατεθείσα απόφαση Foster κ.λπ., σκέψη 17) ότι, όταν οι πολίτες δύνανται να προβάλουν μια οδηγία κατά του κράτους, μπορούν να το πράξουν ασχέτως του ζητήματος υπό ποια ιδιότητα το τελευταίο δρα, ως εργοδότης ή ως δημόσια αρχή. Τόσο στη μία όσο και στην άλλη περίπτωση, πρέπει να αποφεύγεται ώστε το κράτος να μπορεί να αντλεί πλεονέκτημα από την εκ μέρους του παραβίαση του κοινοτικού δικαίου.

    24      Μεταξύ των οντοτήτων κατά των οποίων μπορούν να προβληθούν οι διατάξεις μιας οδηγίας που είναι δυνατόν να έχουν άμεσα αποτελέσματα περιλαμβάνεται και ένας οργανισμός ο οποίος, ασχέτως της νομικής μορφής του, έχει επιφορτιστεί, δυνάμει πράξεως της δημόσιας αρχής, με την εκπλήρωση, υπό τον έλεγχο αυτής, υπηρεσίας δημοσίου συμφέροντος και ο οποίος διαθέτει, προς τούτο, εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με τους κανόνες που εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών (προπαρατεθείσα απόφαση Foster κ.λπ., σκέψη 20, και απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2000, C-343/98, Collino και Chiappero, Συλλογή 2000, σ. I-6659, σκέψη 23).

    25      Από τα περιεχόμενα στη διάταξη περί παραπομπής στοιχεία προκύπτει ότι το Αυστριακό Δημόσιο είναι ο μόνος μέτοχος της Asfinag. Έχει το δικαίωμα να ελέγχει το σύνολο των λαμβανομένων από την εταιρία αυτή και τις θυγατρικές της μέτρων και να ζητεί, ανά πάσα στιγμή, πληροφορίες σχετικά με τις αντίστοιχες δραστηριότητές τους. Το Αυστριακό Δημόσιο έχει το δικαίωμα να επιβάλλει στόχους όσον αφορά την οργάνωση της κυκλοφορίας, της ασφάλειας και της κατασκευής. Η Asfinag υποχρεούται να καταρτίζει, κάθε έτος, σχέδιο για τη συντήρηση των αυτοκινητοδρόμων και των οδών ταχείας κυκλοφορίας καθώς και να υποβάλλει στο Δημόσιο τον υπολογισμό του σχετικού κόστους. Εξάλλου, η εν λόγω εταιρία οφείλει να καταθέτει κάθε έτος, εντός των αναγκαίων για την κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού προθεσμιών, υπολογισμούς με πρόβλεψη του κόστους όσον αφορά τον σχεδιασμό, την κατασκευή, τη συντήρηση και τη διοίκηση των αυτοκινητοδρόμων και των εθνικών οδών ταχείας κυκλοφορίας.

    26      Εξάλλου, από τη διάταξη παραπομπής προκύπτει ότι η Asfinag δεν έχει το δικαίωμα να καθορίζει μόνη της το ύψος των διοδίων που μπορεί να εισπράττει. Το σχετικό ποσό καθορίζεται νομοθετικώς. Πράγματι, στα άρθρα 4 και 8 του νόμου που είναι γνωστός ως νόμος Asfinag (BGBl. 1982/591) προβλέπεται ότι το ύψος του σχετικού τέλους πρέπει να καθορίζεται από τον Bundesminister für Wirtschaftliche Angelegenheiten (Ομοσπονδιακό Υπουργό Οικονομίας) σε συμφωνία με τον Bundesminister für Finanzen (Ομοσπονδιακό Υπουργό Οικονομικών), βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, μεταξύ των οποίων ο τύπος του οχήματος.

    27      Από τα στοιχεία αυτά καταφαίνεται ότι η Asfinag είναι ένας οργανισμός στον οποίο έχει ανατεθεί, δυνάμει πράξεως της δημόσιας αρχής, η εκτέλεση, υπό τον έλεγχο αυτής, υπηρεσίας γενικού συμφέροντος (συγκεκριμένα η κατασκευή, ο σχεδιασμός, η εκμετάλλευση, η συντήρηση και η χρηματοδότηση των αυστριακών αυτοκινητοδρόμων και οδών ταχείας κυκλοφορίας καθώς και η είσπραξη διοδίων και τελών χρήσεως) και ο οποίος διαθέτει, για τον σκοπό αυτό, εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με τους ισχύοντες στις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις κανόνες.

    28      Σύμφωνα με την παρατεθείσα στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, ένας τέτοιος οργανισμός περιλαμβάνεται, ασχέτως της νομικής μορφής του, μεταξύ των οντοτήτων κατά των οποίων μπορούν να προβάλλονται οι δυνάμενες να έχουν άμεσο αποτέλεσμα διατάξεις μιας οδηγίας.

    29      Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι κατά τη σύναψη συμβάσεων με χρήστες της οδού, είναι δυνατό να προβληθούν κατά νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου οι δυνάμενες να έχουν άμεσο αποτέλεσμα διατάξεις μιας οδηγίας όταν το Δημόσιο έχει αναθέσει σ’ αυτό το νομικό πρόσωπο την αποστολή εισπράξεως διοδίων για τη χρήση δημοσίων οδικών δικτύων και ελέγχει το ίδιο, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, αυτό το νομικό πρόσωπο.

     Επί του δευτέρου ερωτήματος

     Οι υποβληθείσες στο Δικαστήριο παρατηρήσεις

    30      Η Rieser φρονεί ότι τα άρθρα 7, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/89 και 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 1999/62 είναι αρκούντως σαφή και ανεπιφύλακτα ώστε να έχουν άμεσο αποτέλεσμα και να παρέχουν στους ιδιώτες δικαίωμα να ζητήσουν την επιστροφή του υπέρ το δέον καταβληθέντος ποσού. Οι διατάξεις αυτές περιλαμβάνουν κριτήρια που επιτρέπουν να ελεγχθεί ο νόμιμος χαρακτήρας ενός θεσπισθέντος από την εθνική νομοθεσία συστήματος διοδίων. Τούτο προκύπτει από τις σκέψεις 102 έως 115 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Αυστρίας, όπου το Δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξη διακρίσεως σε βάρος των χρηστών λόγω της καταγωγής ή του προορισμού της μεταφοράς. Τα άρθρα 7, στοιχείο η΄, της οδηγίας 93/89 και 7, παράγραφος 9, της οδηγίας 1999/62 είναι επίσης αρκούντως ακριβή ώστε να παράγουν άμεσο αποτέλεσμα.

    31      Αντιθέτως, σύμφωνα με την Asfinag, τα άρθρα 7, στοιχεία β΄ και η΄, της οδηγίας 93/89 και 7, παράγραφοι 4 και 9, της οδηγίας 1999/62 δεν πληρούν, ελλείψει επαρκούς ακρίβειας ως προς το περιεχόμενό τους, τις προϋποθέσεις του άμεσου αποτελέσματος.

    32      Ομοίως, η Αυστριακή Κυβέρνηση είναι της γνώμης ότι το ευρύτατο περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει κάθε κράτος μέλος, όσον αφορά τον καθορισμό του τέλους διοδίων για τον ατομικό χρήστη μιας οδού, εμποδίζει την απευθείας εφαρμογή των άρθρων 7, στοιχείο η΄, της οδηγίας 93/89 και 7, παράγραφος 9, της οδηγίας 1999/62. Ενόψει του ασαφούς χαρακτήρα των διατάξεων αυτών, το τέλος διοδίων δεν μπορεί να κριθεί υπό το πρίσμα και μόνον της κοινοτικής αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Κατά συνέπεια, πρέπει να μη ληφθεί υπόψη το άμεσο αποτέλεσμα των άρθρων 7, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/89 και 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 1999/62.

    33      Εξάλλου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα άρθρα 7, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/89 και 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 1999/62 πρέπει να εφαρμοστούν για τον υπολογισμό τέλους διοδίου σύμφωνου προς τις οδηγίες, και τούτο ακόμη και σε περίπτωση μη μεταφοράς ή ατελούς μεταφοράς στο αυστριακό δίκαιο των οδηγιών αυτών. Αντιθέτως, τα άρθρα 7, στοιχείο η΄, της οδηγίας 93/89 και 7, παράγραφος 9, της οδηγίας 1999/62 δεν μπορούν να εφαρμοστούν για τον υπολογισμό συμφώνου προς τις οδηγίες τέλους διοδίου σε περίπτωση μη μεταφοράς ή ατελούς μεταφοράς στο αυστριακό δίκαιο των οδηγιών αυτών. Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να επιβάλει στη Δημοκρατία της Αυστρίας συγκεκριμένη μέθοδο υπολογισμού όσον αφορά τα τέλη διοδίων.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    34      Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες προκύπτει ότι οι διατάξεις μιας οδηγίας είναι, από άποψη περιεχομένου, ανεπιφύλακτες και αρκούντως ακριβείς, οι ιδιώτες δικαιούνται να τις προβάλλουν ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου κατά του Δημοσίου, είτε όταν το τελευταίο δεν έχει μεταφέρει στο εσωτερικό του δίκαιο, εντός των προθεσμιών, μια οδηγία είτε όταν έχει προβεί σε ατελή μεταφορά αυτής (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 1991, C-6/90 και C-9/90, Francovich κ.λπ., Συλλογή 1991, σ. Ι-5357, σκέψη 11, και της 11ης Ιουλίου 2002, C-62/00, Marks & Spencer, Συλλογή 2002, σ. Ι-6325, σκέψη 25).

    35      Το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 1999/62 αποκλείει, κατά την εφαρμογή διοδίων και τελών χρήσεως, οποιαδήποτε διάκριση, άμεση ή έμμεση, λόγω της ιθαγενείας του μεταφορέα ή της καταγωγής ή του προορισμού της μεταφοράς. Ο αποκλεισμός αυτός δεν εξαρτάται από καμιά προϋπόθεση και είναι διατυπωμένος κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισημία. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή είναι ανεπιφύλακτη και αρκούντως ακριβής ώστε να μπορεί να προβάλλεται από τους ιδιώτες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

    36      Το άρθρο 7, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/89 προβλέπει μεν, με όμοια διατύπωση, απαγόρευση διακρίσεων, πλην όμως συνοδεύει την απαγόρευση αυτή με τη φράση «με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο ε΄, και του άρθρου 9».

    37      Πάντως, το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 93/89 επιτρέπει στα κράτη μέλη να ορίζουν μειωμένα τέλη χρήσεως για τα οχήματα των οποίων η άδεια κυκλοφορίας έχει εκδοθεί σε ορισμένα κράτη μέλη με αδύναμη οικονομία στην περίπτωση όπου δύο ή περισσότερα κράτη μέλη θεσπίζουν κοινό σύστημα τελών χρήσεως, τα οποία να ισχύουν για το σύνολο της επικράτειάς τους. Εξάλλου, το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τη θέσπιση ειδικού καθεστώτος για τις παραμεθόριες περιοχές. Αυτές οι δύο εξαιρέσεις δεν επιτρέπουν στα κράτη μέλη τη μονομερή τροποποίηση του περιεχομένου της απαγορεύσεως των διακρίσεων του άρθρου 7, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας, εξαρτώντας την από κάποια προϋπόθεση ή περιορισμό. Επομένως, οι εν λόγω δύο εξαιρέσεις δεν θίγουν τον ανεπιφύλακτο χαρακτήρα των διατάξεων αυτών. Εξάλλου, δεν έχει υποστηριχθεί ότι η μια ή η άλλη από τις εξαιρέσεις αυτές έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης.

    38      Επομένως, το άρθρο 7, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/89 είναι ανεπιφύλακτο και αρκούντως ακριβές ώστε να μπορεί να προβάλλεται από τους ιδιώτες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

    39      Το επιχείρημα της Αυστριακής Κυβερνήσεως κατά το οποίο τα άρθρα 7, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/89 και 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 1999/62 δεν μπορούν να προβάλλονται ελλείψει μαθηματικώς βέβαιης μεθόδου υπολογισμού των διοδίων ή των τελών χρήσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, σύμφωνα με τη νομολογία, η διάκριση συνίσταται στην εφαρμογή διαφορετικών κανόνων σε παρόμοιες καταστάσεις ή στην εφαρμογή του ιδίου κανόνα σε διαφορετικές καταστάσεις (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Αυστρίας, σκέψη 70). Το κριτήριο αυτό αρκεί για να διαπιστωθεί αν η απαγόρευση των διακρίσεων που προβλέπεται στις εν λόγω διατάξεις έχει παραβιαστεί στην υπόθεση της κύριας δίκης διά της συγκρίσεως των διοδίων που εφαρμόζονται για τις διάφορες σχετικές διαδρομές (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Αυστρίας, σκέψεις 79 έως 88, 112 και 115).

    40      Αντιθέτως, το άρθρο 7, στοιχείο η΄, της οδηγίας 93/89 προβλέπει ότι το ύψος των διοδίων ορίζεται σε συνάρτηση με το κόστος κατασκευής, εκμετάλλευσης και ανάπτυξης του οικείου δικτύου υποδομής, χωρίς να διευκρινίζεται, πάντως, η φύση της συναρτήσεως αυτής. Εξάλλου, η διάταξη αυτή δεν προσδιορίζει ούτε τις τρεις περιπτώσεις του σχετικού κόστους, συγκεκριμένα την κατασκευή, εκμετάλλευση και ανάπτυξη, ούτε την έννοια του οικείου δικτύου υποδομής. Μολονότι η διάταξη αυτή επιβάλλει στα κράτη μέλη μια γενική κατευθυντήρια γραμμή για τον υπολογισμό των τελών διοδίων, δεν μνημονεύει καμιά συγκεκριμένη μέθοδο υπολογισμού, ενώ αφήνει στα κράτη μέλη ευρύτατο, εν προκειμένω, περιθώριο εκτιμήσεως.

    41      Επομένως, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανεπιφύλακτη ή αρκούντως ακριβής ώστε να μπορεί να προβάλλεται από τους ιδιώτες εναντίον κρατικής αρχής. Η ίδια εκτίμηση ισχύει, κατά μείζονα λόγο, όσον αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 9, της οδηγίας 1999/62, στο μέτρο που το κείμενο του άρθρου αυτού είναι όμοιο προς αυτό του άρθρου 7, στοιχείο η΄, της οδηγίας 93/89, με εξαίρεση το γεγονός ότι τούτο αφορά το  «σταθμισμένο μέσο ύψος των διοδίων» και όχι το  «ύψος των διοδίων». Αντικαθιστώντας την έννοια αυτή χωρίς ωστόσο να την προσδιορίζει, η διάταξη αυτή αποδεικνύεται ακόμη περισσότερο ασαφής απ’ ό,τι το εν λόγω άρθρο 7, στοιχείο η΄.

    42      Επομένως, ούτε το άρθρο 7, στοιχείο η΄, της οδηγίας 93/89 ούτε το άρθρο 7, παράγραφος 9, της οδηγίας 1999/62 μπορεί να προβληθεί από ιδιώτες κατά κρατικής αρχής σε περίπτωση μη μεταφοράς ή ατελούς μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των οδηγιών αυτών.

    43      Τέλος, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το δεύτερο ερώτημα αφορά τα οχήματα με περισσότερους των τριών άξονες που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων, ενώ οι δύο επίμαχες οδηγίες αφορούν οχήματα τα οποία προσδιορίζονται, στο άρθρο τους 2, ως  «όχημα με κινητήρα ή συνδυασμό αρθρωτών οχημάτων που προορίζονται αποκλειστικά για οδικές εμπορευματικές μεταφορές και έχουν μέγιστο επιτρεπόμενο μικτό βάρος τουλάχιστον ίσο προς 12 τόνους». Ως εκ τούτου, καίτοι οι διατάξεις των οδηγιών αυτών μπορούν να προβάλλονται από τους ιδιώτες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τούτο συμβαίνει μόνον όσον αφορά την κατηγορία των κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιοριζομένων οχημάτων.

    44      Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι μόνον τα άρθρα 7, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/89 και 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 1999/62 και όχι τα άρθρα 7, στοιχείο η΄, της οδηγίας 93/89 και 7, παράγραφος 9, της οδηγίας 1999/62 μπορούν να προβάλλονται από ιδιώτες κατά κρατικής αρχής, σε περίπτωση μη μεταφοράς ή ατελούς μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των οδηγιών αυτών, καθόσον αφορά τον υπολογισμό τέλους διοδίων για τα οχήματα που έχουν μέγιστο επιτρεπόμενο μικτό βάρος τουλάχιστον ίσο προς 12 τόνους και χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων καθ’ όλο το μήκος της διαδρομής του αυστριακού αυτοκινητοδρόμου του Brenner.

     Επί του τρίτου ερωτήματος, υπό στοιχείο α΄

    45      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να μάθει κατά ποιον τρόπο και με τη χρήση ποιων παραμέτρων πρέπει να υπολογίζεται το τέλος διοδίων όσον αφορά μια απλή διαδρομή καθ’ όλο το μήκος του δρόμου.

    46      Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο δεύτερο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα αυτό.

     Επί του τρίτου ερωτήματος, υπό στοιχείο β΄

     Οι υποβληθείσες στο Δικαστήριο παρατηρήσεις

    47      Η Rieser ισχυρίζεται ότι μπορεί, ως Αυστριακός μεταφορέας, να προβάλλει τις διατάξεις των άρθρων 7, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/89 και 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 1999/62, στο μέτρο που τέτοιες διατάξεις δεν έχουν ως μόνο αντικείμενο την προστασία των αλλοδαπών μεταφορέων. Πράγματι, οι διατάξεις αυτές προβλέπουν ότι τα διόδια και τα τέλη χρήσεως δεν μπορούν να συνεπάγονται, ούτε αμέσως ούτε εμμέσως, διαφορετική μεταχείριση λόγω της καταγωγής ή του προορισμού της μεταφοράς, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κράτος της έδρας του μεταφορέα.

    48      Υπό την ίδια έννοια, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εν λόγω διατάξεις σκοπούν στην προστασία του συνόλου του διαμετακομιστικού εμπορίου από δυσμενείς διακρίσεις, ανεξαρτήτως της ιθαγενείας των μεταφορέων. Κατά συνέπεια, οι Αυστριακοί μεταφορείς μπορούν να προβάλουν τις διατάξεις αυτές, όπως ακριβώς και οποιοσδήποτε άλλος μεταφορέας, προκειμένου να ισχυριστούν ότι υφίστανται, μέσω του (λίαν υψηλού) τιμολογίου όσον αφορά διαδρομή καθ’ όλο το μήκος του αυτοκινητόδρομου του Brenner, δυσμενή διάκριση σε σχέση με τους χρήστες της οδού που διανύουν τμήματα μόνον του συνολικού μήκους του εν λόγω αυτοκινητοδρόμου.

    49      Η Asfinag υποστηρίζει ότι οι Αυστριακοί μεταφορείς δεν μπορούν να προβάλλουν τα άρθρα 7, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/89 και 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 1999/62, διότι οι Αυστριακοί υπήκοοι δεν βρίσκονται σε μειονεκτική θέση λόγω της ιθαγενείας τους και οι εν λόγω οδηγίες αφορούν το κόστος υποδομής χωρίς να έχουν ως αντικείμενο τη ρύθμιση του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων μεταφορών εντός ενός και του αυτού κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, οι Αυστριακοί μεταφορείς δεν μπορούν να επικαλεστούν τυχόν δυσμενή διάκριση σε βάρος των χρηστών της πλήρους διαδρομής του αυτοκινητοδρόμου του Brenner σε σχέση με τους χρήστες τμημάτων της διαδρομής αυτής.

    50      Στο ίδιο πνεύμα, η Αυστριακή Κυβέρνηση διατείνεται ότι με τις οδηγίες 93/89 και 1999/62 επιδιώκεται ο στόχος της ρυθμίσεως του ανταγωνισμού μεταξύ των μεταφορέων των διαφόρων κρατών μελών, ενώ ουδεμία υφίσταται πρόθεση ρυθμίσεως του δικαιώματος των κατ’ ιδίαν χρηστών για τη χρήση κάποιου τμήματος διαδρομής έναντι ορισμένης τιμής. Στο μέτρο που δεν σκοπείται η ρύθμιση του ανταγωνισμού μεταξύ των μεταφορέων του ίδιου κράτους μέλους, ένας Αυστριακός μεταφορέας δεν μπορεί να προβάλλει τις διατάξεις των οδηγιών 93/89 και 1999/62 περί της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    51      Πρέπει να υπομνηστεί ότι, προς αποφυγή οποιασδήποτε στρεβλώσεως του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων μεταφορών των κρατών μελών, το άρθρο 7, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/89 απαγορεύει, κατά την εφαρμογή των τελών χρήσεως και των διοδίων, εκτός από διακρίσεις που στηρίζονται, αμέσως ή εμμέσως, στην ιθαγένεια των μεταφορέων, και διακρίσεις που συνδέονται με την καταγωγή ή τον προορισμό της μεταφοράς (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Αυστρίας, σκέψη 109).

    52      Η ίδια συλλογιστική ισχύει και για τις διατάξεις, κατ’ ουσίαν, όμοιες του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 1999/62.

    53      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι αυστριακές επιχειρήσεις μεταφορών, οι οποίες, στο πλαίσιο της διαμετακομιστικής μεταφοράς, χρησιμοποιούν ολόκληρο τον αυτοκινητόδρομο του Brenner και οι οποίες, όπως είναι επόμενο, βρίσκονται σε δυσμενή μοίρα σε σχέση με τους χρήστες ορισμένων τμημάτων της εν λόγω διαδρομής λόγω της καταγωγής ή του προορισμού της μεταφοράς, μπορούν επίσης να επικαλούνται την απαγόρευση διακρίσεων των άρθρων 7, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/89 και 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 1999/62.

    54      Επομένως, στο τρίτο ερώτημα, στοιχείο β΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι Αυστριακοί μεταφορείς δύνανται, όπως ακριβώς και οι μεταφορείς από τα λοιπά κράτη μέλη, να προβάλουν τα άρθρα 7, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/89 και 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 1999/62 προκειμένου να ισχυριστούν ότι υφίστανται, μέσω της (λίαν υψηλής) τιμής όσον αφορά ολόκληρη τη διαδρομή του αυστριακού αυτοκινητοδρόμου του Brenner, δυσμενή διάκριση σε σχέση με τους χρήστες του δρόμου που διανύουν μόνο τμήματα της συνολικής διαδρομής του εν λόγω αυτοκινητοδρόμου.

     Επί του τετάρτου ερωτήματος, υπό στοιχείο α΄

    55      Με την προπαρατεθείσα απόφασή του Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, το Δικαστήριο ακύρωσε την οδηγία 93/89 για τον λόγο ότι αυτή είχε εκδοθεί χωρίς να έχει ζητηθεί η νομότυπη γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Παρ’ όλ’ αυτά, το Δικαστήριο διατήρησε σε ισχύ τα αποτελέσματα της εν λόγω οδηγίας έως ότου το Συμβούλιο ψηφίσει νέα σχετική ρύθμιση (βλ. σημεία 31 και 32 του σκεπτικού καθώς και σημείο 2 του διατακτικού της εν λόγω αποφάσεως).

    56      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η απόφαση αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα αποτελέσματα της οδηγίας 93/89 διατηρούνται έως ότου τα κράτη μέλη μεταφέρουν στο εσωτερικό τους δίκαιο τις διατάξεις της νέας οδηγίας ή μέχρι την εκπνοή της προθεσμίας μεταφοράς.

     Οι υποβληθείσες στο Δικαστήριο παρατηρήσεις

    57      Η Asfinag και η Αυστριακή Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι η διατήρηση των αποτελεσμάτων της ακυρωθείσας οδηγίας 93/89, όπως έχει αποφασιστεί με την προπαρατεθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, ισχύει μέχρι την έκδοση της οδηγίας 1999/62, δηλαδή μέχρι τις 17 Ιουνίου 1999.

    58      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η οδηγία 1999/62 άρχισε να ισχύει στις 20 Ιουλίου 1999. Επομένως, ισχυρίζεται ότι η οδηγία 93/89 απώλεσε την αναγκαστική ισχύ της μετά την ημερομηνία εκείνη.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    59      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σύμφωνα με το γράμμα της προπαρατεθείσας αποφάσεως Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, τα αποτελέσματα της οδηγίας 93/89 διατηρούνται σε ισχύ μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της οδηγίας 1999/62, η οποία και την αντικατέστησε.

    60      Ωστόσο, σκοπός της διατηρήσεως σε ισχύ των αποτελεσμάτων μιας ακυρωθείσας νομικής πράξεως είναι να μην επιτρέπεται η δημιουργία νομικού κενού έως ότου μια νέα νομική πράξη έρθει να αντικαταστήσει την ακυρωθείσα. Ο σκοπός αυτός διασφαλίζεται μόνον αν η ακυρωθείσα νομική πράξη εξακολουθήσει να διατηρεί τα αποτελέσματά της έως ότου η νέα πράξη παραγάγει τα δικά της. Εφόσον η οδηγία 1999/62 παράγει αποτελέσματα μόνον από την ημερομηνία θέσεώς της σε ισχύ, η προπαρατεθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου έχει την έννοια ότι τα αποτελέσματα της οδηγίας 93/89 θα διατηρηθούν μέχρι την έναρξη ισχύος της οδηγίας 1999/62, δηλαδή, σύμφωνα με το άρθρο της 13, μέχρι τις 20 Ιουλίου 1999. Επομένως, η οδηγία 93/89 εξακολούθησε να παράγει αποτελέσματα μέχρι τα μεσάνυχτα της 19ης Ιουλίου 1999.

    61      Επομένως, στο τέταρτο ερώτημα, υπό στοιχείο α΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η προπαρατεθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα αποτελέσματα της οδηγίας 93/89 διατηρήθηκαν μέχρι τις 20 Ιουλίου 1999, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της οδηγίας 1999/62.

     Επί του τετάρτου ερωτήματος, υπό στοιχείο β΄

    62      Σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 1999/62, η προθεσμία μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο εξέπνευσε την 1η Ιουλίου 2000. Με το παρόν ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να μάθει αν είναι δυνατή η εκ μέρους της Rieser προβολή της οδηγίας 1999/62 ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων καθόσον αφορά το διάστημα από 20 Ιουλίου 1999, ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της οδηγίας αυτής, μέχρι την 1η Ιουλίου 2000, ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς.

     Οι υποβληθείσες στο Δικαστήριο παρατηρήσεις

    63      Η Asfinag ισχυρίζεται ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνταν, κατά το διάστημα μεταξύ 17ης Ιουνίου 1999 και 1ης Ιουλίου 2000, να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από την οδηγία 1999/62 υπό τη μορφή εκ των προτέρων αποδοχής των αποτελεσμάτων, χωρίς όμως την παραγωγή αμέσου αποτελέσματος.

    64      Η Αυστριακή Κυβέρνηση θεωρεί ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να αποδέχονται εκ των προτέρων τα αποτελέσματα μιας οδηγίας, στο μέτρο κατά το οποίο δεν δύνανται να λάβουν κανένα μέτρο με το οποίο θα διακυβευόταν σοβαρώς η πραγματοποίηση του στόχου της οδηγίας. Αντιθέτως, πρέπει να αποκλειστεί το άμεσο αποτέλεσμα μιας οδηγίας της οποίας η προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο δεν έχει εισέτι εκπνεύσει.

    65      Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, κατά το διάστημα μεταξύ 20ής Ιουλίου 1999 και 1ης Ιουλίου 2000, τα κράτη μέλη υποχρεούνταν να λαμβάνουν υπόψη την οδηγία 1999/62, υπό την έννοια ότι, κατά τη διάρκεια της προβλεπομένης απ’ αυτήν προθεσμίας μεταφοράς, όφειλαν να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων που θα μπορούσαν να διακυβεύσουν σοβαρώς τον επιτασσόμενο από την εν λόγω οδηγία στόχο.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    66      Όπως προκύπτει από τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ και της ίδιας της οδηγίας 1999/62, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που τάχθηκε από την οδηγία αυτή για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο, το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης αυτής οφείλει να απέχει από τη θέσπιση διατάξεων δυναμένων να διακυβεύσουν σοβαρά την πραγματοποίηση του επιτασσομένου από την οδηγία αυτή αποτελέσματος (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C-129/96, Inter-Environnement Wallonie, Συλλογή 1997, σ. Ι-7411, σκέψη 45).

    67      Εξίσου όμως αληθές είναι ότι, στο πλαίσιο ένδικων διαδικασιών που έχουν κινηθεί από ιδιώτες οι οποίοι προβάλλουν το άμεσο αποτέλεσμα μιας οδηγίας, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να μη λαμβάνουν υπόψη τους προϋφιστάμενους κανόνες εθνικού δικαίου που είναι αντίθετοι προς την οδηγία αυτή παρά μόνο μετά την εκπνοή της προθεσμίας μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο (βλ., υπό την έννοια αυτή, μολονότι στο πλαίσιο διοικητικής αποφάσεως μάλλον παρά οδηγίας, την απόφαση της 10ής Νοεμβρίου 1992, C-156/91, Hansa Fleisch Ernst Mundt, Συλλογή 1992, σ. Ι-5567, σκέψη 20).

    68      Πράγματι, εφόσον με την προθεσμία αυτή σκοπείται, ιδίως, να δοθεί στα κράτη μέλη ο αναγκαίος χρόνος για τη θέσπιση των μέτρων μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο, δεν μπορεί να προσαφθεί στα εν λόγω κράτη το ότι δεν μετέφεραν την οδηγία στην έννομη τάξη τους πριν από την εκπνοή της προθεσμίας αυτής (προπαρατεθείσα απόφαση Inter-Environnement Wallonie, σκέψη 43).

    69      Κατά συνέπεια, στο τέταρτο ερώτημα, στοιχείο β΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, κατά το διάστημα μεταξύ 20ής Ιουλίου 1999 και 1ης Ιουλίου 2000, τα κράτη μέλη όφειλαν να μη θεσπίσουν διατάξεις δυνάμενες να διακυβεύσουν σοβαρώς την πραγματοποίηση του επιτασσόμενου από την οδηγία 1999/62 αποτελέσματος και οι ιδιώτες δεν μπορούσαν να προβάλουν την οδηγία αυτή κατά των κρατών μελών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων προκειμένου να επιτύχουν τη μη εφαρμογή προϋφιστάμενου εθνικού κανόνα αντιθέτου προς την οδηγία αυτή.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    70      Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με διάταξη της 22ας Μαρτίου 2002 το Oberster Gerichtshof, αποφαίνεται:

    1)      Κατά τη σύναψη συμβάσεων με χρήστες της οδού, είναι δυνατό να προβληθούν κατά νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου οι δυνάμενες να έχουν άμεσο αποτέλεσμα διατάξεις μιας οδηγίας όταν το Δημόσιο έχει αναθέσει σ’ αυτό το νομικό πρόσωπο την αποστολή εισπράξεως διοδίων για τη χρήση δημοσίων οδικών δικτύων και ελέγχει το ίδιο, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, αυτό το νομικό πρόσωπο.

    2)      Μόνον τα άρθρα 7, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/89/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 1993, σχετικά με την εφαρμογή, εκ μέρους των κρατών μελών, των φόρων επί ορισμένων οχημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται για οδική μεταφορά εμπορευμάτων, καθώς και των διοδίων και τελών χρήσης που εισπράττονται για τη χρησιμοποίηση ορισμένων έργων υποδομής, και 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 1999/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 1999, περί επιβολής τελών στα βαρέα φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούν ορισμένα έργα υποδομής, και όχι τα άρθρα 7, στοιχείο η΄, της οδηγίας 93/89 και 7, παράγραφος 9, της οδηγίας 1999/62, μπορούν να προβάλλονται από ιδιώτες κατά κρατικής αρχής, σε περίπτωση μη μεταφοράς ή ατελούς μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των οδηγιών αυτών, καθόσον αφορά τον υπολογισμό τέλους διοδίων για τα οχήματα που έχουν μέγιστο επιτρεπόμενο μικτό βάρος τουλάχιστον ίσο προς 12 τόνους και χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων καθ’ όλο το μήκος της διαδρομής του αυστριακού αυτοκινητοδρόμου του Brenner.

    3)      Οι Αυστριακοί μεταφορείς δύνανται, όπως ακριβώς και οι μεταφορείς από τα λοιπά κράτη μέλη, να προβάλουν τα άρθρα 7, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/89 και 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 1999/62 προκειμένου να ισχυριστούν ότι υφίστανται, μέσω της (λίαν υψηλής) τιμής όσον αφορά ολόκληρη τη διαδρομή του αυστριακού αυτοκινητοδρόμου του Brenner, δυσμενή διάκριση σε σχέση με τους χρήστες του δρόμου που διανύουν μόνο τμήματα της διαδρομής του εν λόγω αυτοκινητοδρόμου.

    4)      Η απόφαση της 5ης Ιουλίου 1995, C-21/94, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα αποτελέσματα της οδηγίας 93/89 διατηρήθηκαν μέχρι τις 20 Ιουλίου 1999, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της οδηγίας 1999/62.

    5)      Κατά το διάστημα μεταξύ 20ής Ιουλίου 1999 και 1ης Ιουλίου 2000, τα κράτη μέλη όφειλαν να μη θεσπίσουν διατάξεις δυνάμενες να διακυβεύσουν σοβαρώς την πραγματοποίηση του επιτασσόμενου από την οδηγία 1999/62 αποτελέσματος και οι ιδιώτες δεν μπορούσαν να προβάλουν την οδηγία αυτή κατά των κρατών μελών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων προκειμένου να επιτύχουν τη μη εφαρμογή προϋφιστάμενου εθνικού κανόνα αντιθέτου προς την οδηγία αυτή.

    Σκουρής

    Cunha Rodrigues

    Puissochet

    Schintgen

     

          Macken

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Φεβρουαρίου 2004.

    Ο Γραμματέας

     

          Ο Πρόεδρος

    R. Grass

     

          Β. Σκουρής


    * Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Επάνω