Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62002CJ0350

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 24ης Ιουνίου 2004.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών.
    Παράβαση κράτους μέλους - Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των τηλεπικοινωνιών - Άρθρα 6 και 9 της οδηγίας 97/66/ΕΚ - Αναγκαιότητα σαφούς εξακριβώσεως των αιτιάσεων στην αιτιολογημένη γνώμη.
    Υπόθεση C-350/02.

    Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-06213

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2004:389

    Arrêt de la Cour

    Υπόθεση C-350/02

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    κατά

    Βασιλείου των Κάτω Χωρών

    «Παράβαση κράτους μέλους – Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των τηλεπικοινωνιών – Άρθρα 6 και 9 της οδηγίας 97/66/ΕΚ – Αναγκαιότητα σαφούς εξακριβώσεως των αιτιάσεων στην αιτιολογημένη γνώμη»

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.        Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Διαδικασία πριν από την άσκηση της προσφυγής – Οριοθέτηση του αντικειμένου της διαφοράς – Αιτιολογημένη γνώμη – Λεπτομερής ανακοίνωση αιτιάσεων – Αιτίαση που προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής χωρίς να επαναληφθεί στην αιτιολογημένη γνώμη, μολονότι είχε ανακοινωθεί με το έγγραφο οχλήσεως – Απαράδεκτη

    (Άρθρο 226 ΕΚ)

    2.        Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Εξέταση του βασίμου από το Δικαστήριο – Κατάσταση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη  – Κατάσταση κατά την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας

    (Άρθρο  226 ΕΚ)

    1.        Στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως, ναι μεν το έγγραφο οχλήσεως, το οποίο συνίσταται σε μια πρώτη λιτή σύνοψη της προσαπτόμενης παραβάσεως, μπορεί να είναι χρήσιμο για την κατανόηση της αιτιολογημένης γνώμης, η Επιτροπή οφείλει ωστόσο να προσδιορίζει με ακρίβεια, στην αιτιολογημένη γνώμη, τις αιτιάσεις που προέβαλε ήδη κατά τρόπο σφαιρικότερο στο έγγραφο οχλήσεως και που προσάπτει κατά του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, αφού λάβει γνώση των παρατηρήσεων που ενδεχομένως έχει υποβάλει αυτό το κράτος μέλος, βάσει του άρθρου 226, πρώτο εδάφιο, ΕΚ. Μια τέτοια απαίτηση αποδεικνύεται απαραίτητη για να οριοθετηθεί σαφώς το αντικείμενο της διαφοράς πριν την ενδεχόμενη κίνηση της δικαστικής διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 226, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και για να διασφαλιστεί ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει ακριβή γνώση των αιτιάσεων που δέχθηκε η Επιτροπή κατ’ αυτού και να μπορεί, έτσι, να θέσει τέρμα στις προσαπτόμενες παραβάσεις ή να προβάλει τα αμυντικά του επιχειρήματα προτού η Επιτροπή προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου.

    Επομένως, η προβολή, στην προσφυγή της Επιτροπής, αιτιάσεως που ανακοινώνεται με το έγγραφο οχλήσεως αλλά δεν επαναλαμβάνεται στην αιτιολογημένη γνώμη πρέπει να θεωρηθεί παράτυπη.

    (βλ. σκέψεις 21, 28)

    2.        Στο πλαίσιο προσφυγής βάσει του άρθρου 226 ΕΚ, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται με βάση την κατάσταση όπως αυτή εμφανίζεται μετά το πέρας της προθεσμίας που τάσσεται με την αιτιολογημένη γνώμη.

    (βλ. σκέψη 31)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
    της 24ης Ιουνίου 2004(1)

    Παράβαση κράτους μέλους – Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των τηλεπικοινωνιών – Άρθρα 6 και 9 της οδηγίας 97/66/ΕΚ – Αναγκαιότητα σαφούς εξακριβώσεως των αιτιάσεων στην αιτιολογημένη γνώμη

    Στην υπόθεση C-350/02,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους M. Shotter και W. Wils, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Βασιλείου των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενου από την S. Terstal,

    καθού,

    που έχει ως αντικείμενο προσφυγή με την οποία ζητείται να αναγνωρισθεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μη θεσπίζοντας τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των άρθρων 6 και 9 της οδηγίας 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, περί επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασίας της ιδιωτικής ζωής στον τηλεπικοινωνιακό τομέα (ΕΕ 1998, L 24, σ. 1), ή, τουλάχιστον, μη ανακοινώνοντας τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ,



    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),,



    συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, A. La Pergola και S. von Bahr,  R. Silva de Lapuerta και K. Lenaerts (εισηγητή), δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: J. Kokott
    γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    αφού άκουσε τους διαδίκους που αγόρευσαν κατά τη συνεδρίαση της 13ης Νοεμβρίου 2003, κατά την οποία η Επιτροπή εκπροσωπήθηκε από τον W. Wils, επικουρούμενο από τον P. Gérard, πραγματογνώμονα, και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών από την C. Wissels, επικουρούμενη από τον R. J. I. Dielemans, πραγματογνώμονα,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Ιανουαρίου 2004,

    εκδίδει την ακόλουθη



    Απόφαση



    1
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Οκτωβρίου 2002, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, με την οποία ζητεί να αναγνωρισθεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μη θεσπίζοντας τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των άρθρων 6 και 9 της οδηγίας 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, περί επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασίας της ιδιωτικής ζωής στον τηλεπικοινωνιακό τομέα (ΕΕ 1998, L 24, σ. 1), ή, τουλάχιστον, μη ανακοινώνοντας τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ.


    Το νομικό πλαίσιο

    Οι κοινοτικές διατάξεις

    2
    Κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, η οδηγία 97/66, που ίσχυε κατά τον χρόνο των περιστατικών, αφορούσε «την εναρμόνιση των διατάξεων των κρατών μελών οι οποίες απαιτούνται προκειμένου να διασφαλίζεται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, ιδίως δε το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τηλεπικοινωνιακό τομέα, καθώς και στην ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και των τηλεπικοινωνιακών εξοπλισμών και υπηρεσιών στην Κοινότητα».

    3
    Το άρθρο 6 της οδηγίας 97/66 όριζε:

    «1.    Τα δεδομένα κίνησης που αφορούν συνδρομητές και χρήστες, τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία για την πραγματοποίηση κλήσεων και αποθηκεύονται από το φορέα παροχής τηλεπικοινωνιακού δικτύου ή/και διαθέσιμης στο κοινό τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας πρέπει να απαλείφονται ή να καθίστανται ανώνυμα κατά τη λήξη της κλήσης, με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2, 3 και 4.

    2.      Για τη χρέωση των συνδρομητών και την πληρωμή των διασυνδέσεων, επιτρέπεται να υποβάλλονται σε επεξεργασία τα δεδομένα που αναφέρονται στο παράρτημα. Η επεξεργασία αυτή επιτρέπεται μόνο έως το τέλος της περιόδου εντός της οποίας μπορεί να αμφισβητηθεί νομίμως ο λογαριασμός ή να επιδιωχθεί η πληρωμή.

    3.      Για την εμπορική προώθηση των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών του, ο φορέας παροχής διαθέσιμης στο κοινό τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας μπορεί να επεξεργασθεί τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 2, εφόσον ο συνδρομητής δώσει τη συγκατάθεσή του.

    4.       Η επεξεργασία των δεδομένων κίνησης και χρέωσης πρέπει να περιορίζεται στα πρόσωπα τα οποία ενεργούν υπό την εποπτεία των φορέων παροχής των δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων ή/και των διαθέσιμων στο κοινό τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών τα οποία ασχολούνται με τη διαχείριση των χρεώσεων ή της κίνησης, τις απαντήσεις σε ερωτήσεις πελατών, την ανίχνευση της απάτης και την εμπορική προώθηση των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών του φορέα 7 αυτή η επεξεργασία πρέπει να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο για την εξυπηρέτηση των σκοπών αυτών.

    5.      Οι παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 ισχύουν με την επιφύλαξη της δυνατότητας των αρμοδίων αρχών να ενημερώνονται για τα δεδομένα τα σχετικά με τη χρέωση ή την κίνηση σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, με σκοπό την επίλυση διαφορών, ιδίως σχετικά με τη διασύνδεση ή τη χρέωση.»

    4
    Το άρθρο 9 της οδηγίας 97/66 είχε ως εξής:

    «Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι υπάρχουν διαφανείς διαδικασίες που διέπουν τον τρόπο με τον οποίο ο φορέας παροχής δημόσιου τηλεπικοινωνιακού δικτύου ή/και διαθέσιμης στο κοινό τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας μπορεί να εξουδετερώνει τη δυνατότητα της μη αναγραφής της καλούσας γραμμής:

    α)
    για περιορισμένο χρονικό διάστημα, τη αιτήσει συνδρομητή που ζητεί τον εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων. στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο τα δεδομένα που περιέχουν την αναγνώριση της ταυτότητας του καλούντος συνδρομητή αποθηκεύονται και είναι διαθέσιμα από το φορέα παροχής δημόσιου τηλεπικοινωνιακού δικτύου ή/και διαθέσιμης στο κοινό τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας·

    β)
    επί τη βάσει της ανά γραμμή απάλειψης για οργανισμούς που ασχολούνται με τις κλήσεις άμεσης επέμβασης και είναι αναγνωρισμένα από τα κράτη μέλη, όπως οι διωκτικές αρχές, οι υπηρεσίες πρώτων βοηθειών και οι πυροσβεστικές υπηρεσίες, ώστε να δίδεται απάντηση στις κλήσεις αυτές.»

    5
    Το παράρτημα της οδηγίας 97/66 διελάμβανε:

    «Για τον σκοπό που αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, μπορεί να γίνεται επεξεργασία των ακόλουθων δεδομένων:

    Δεδομένα που περιλαμβάνουν:

    τον αριθμό ή την ταυτότητα της συσκευής του συνδρομητή,

    τη διεύθυνση του συνδρομητή και τον τύπο της συσκευής,

    τον συνολικό αριθμό των προς χρέωση μονάδων για τη λογιστική περίοδο,

    τον αριθμό του καλούμενου συνδρομητή,

    τον τύπο, το χρόνο έναρξης και τη διάρκεια των κλήσεων που πραγματοποιήθηκαν ή/και τον όγκο των διαβιβασθέντων δεδομένων,

    την ημερομηνία της κλήσης/υπηρεσίας,

    διάφορες άλλες πληροφορίες όσον αφορά την πληρωμή, όπως προκαταβολές, πληρωμές με δόσεις, αποσύνδεση και υπομνηστικές επιστολές.»

    6
    Το άρθρο 15, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 97/66 όριζε ότι τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες διατάξεις για να συμμορφωθούν με την οδηγία αυτή το αργότερο στις 24 Οκτωβρίου 1998. Η παράγραφος 4 του ίδιου αυτού άρθρου όριζε ότι τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα κείμενα των διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την εν λόγω οδηγία.

    Οι εθνικές διατάξεις

    7
    Ο Wet houdende regels inzake de telecommunicatie (νόμος για τον τηλεπικοινωνιακό τομέα, στο εξής: Telecommunicatiewet), που δημοσιεύθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1998 (Staatsblad 1998, σ. 610), περιλαμβάνει τον τίτλο 11 που έχει ως σκοπό τη μεταφορά της οδηγίας 97/66 στο εσωτερικό δίκαιο.

    8
    Το άρθρο 11.5 του Telecommunicatiewet, το οποίο αφορά τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 6 της οδηγίας 97/66, έχει ως εξής:

    «1.    Για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής, ο φορέας παροχής τηλεπικοινωνιακού δικτύου και ο φορέας παροχής δημόσιας υπηρεσίας τηλεπικοινωνιών ενεργούν κατά τρόπο ώστε, κατά τη λήξη της επικοινωνίας, τα επεξεργασμένα στοιχεία σχετικά με την κίνηση που αφορούν τους συνδρομητές και τους χρήστες, που θα καθοριστούν με γενικό διοικητικό μέτρο, να απαλείφονται ή να καθίστανται ανώνυμα.

    2.      Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα στοιχεία σχετικά με την κίνηση μπορούν να τύχουν επεξεργασίας αποκλειστικά εφόσον και στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο:

    a.
    για τη χρέωση του συνδρομητή ή εκείνου που κατά νόμο δεσμεύθηκε έναντι του φορέα παροχής να εξοφλήσει αυτόν τον λογαριασμό ή για τις πληρωμές των διασυνδέσεων ή για ειδική πρόσβαση·

    b.
    για να καταστεί δυνατό στον φορέα της παροχής να πραγματοποιήσει μελέτες αγοράς ή να προωθήσει εμπορικώς τις δικές του υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών, εφόσον ο συνδρομητής δώσει τη συγκατάθεσή του·

    c.
    για την εξέταση των διαφορών ή την επίλυσή τους, κατά την έννοια του άρθρου 12.1 ή για τον καθορισμό των κανόνων κατά την έννοια του άρθρου 6.3·

    d.
    για τη διαχείριση της κινήσεως·

    e.
    για την παροχή πληροφοριών στους πελάτες εφόσον αυτές αφορούν τα δεδομένα τα σχετικά με την κίνηση που αφορούν τους ίδιους τους πελάτες·

    f.
    για την ανίχνευση της απάτης,

    ή ακόμη

    g.
    αν τούτο επιτρέπεται κατά νόμον ή βάσει του νόμου.

    3.      Οι εκτελεστικές διατάξεις του παρόντος άρθρου θα θεσπιστούν με γενικό διοικητικό μέτρο. Οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να αφορούν τα στοιχεία τα οποία μπορούν να τύχουν κοινής επεξεργασίας με τα στοιχεία σχετικά με την κίνηση, τον σκοπό για τον οποίο γίνεται η επεξεργασία, την επιτρεπόμενη διάρκεια της επεξεργασίας καθώς και τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με την επεξεργασία των σχετικών δεδομένων.»


    Η πριν από την άσκηση της προσφυγής διαδικασία

    9
    Με έγγραφο της 7ης Ιανουαρίου 1999, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών κοινοποίησε στην Επιτροπή το κείμενο του Telecommunicatiewet, αναφέροντας ότι τούτο πρέπει να θεωρηθεί ως περιλαμβάνον τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 97/66.

    10
    Σύμφωνα με το άρθρο 226 ΕΚ, η Επιτροπή, φρονώντας ότι ο Telecommunicatiewet δεν μετέφερε ορθά στο εσωτερικό δίκαιο τα άρθρα 6, 9, 11 και 12 της οδηγίας 97/66, ζήτησε από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, με έγγραφο οχλήσεως της 6ης Νοεμβρίου 2000, να της υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

    11
    Με έγγραφο της 8ης Ιανουαρίου 2001, η Ολλανδική Κυβέρνηση απάντησε σ’ αυτό το έγγραφο οχλήσεως, επικαλούμενη μεταξύ άλλων το γεγονός ότι καταρτίζονταν νομοθετικά μέτρα προς πλήρη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αυτή υπέχει από την οδηγία 97/66.

    12
    Στις 18 Ιουλίου 2001, η Επιτροπή απηύθυνε στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών αιτιολογημένη γνώμη με την οποία προέβαλε ότι, κατόπιν εξετάσεως των εν λόγω εθνικών διατάξεων και των υπό κατάρτιση νομοθετικών μέτρων, θεωρούσε ότι αυτό το κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα άρθρα 6 και 9 της οδηγίας 97/66. Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών κλήθηκε να συμμορφωθεί προς αυτή την αιτιολογημένη γνώμη εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεώς της.

    13
    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών απάντησε στην αιτιολογημένη γνώμη με έγγραφο της 29ης Οκτωβρίου 2001. Επειδή η Επιτροπή δεν ικανοποιήθηκε από την απάντηση αυτή, αποφάσισε να ασκήσει την παρούσα προσφυγή.


    Επί της προσφυγής

    Επί του παραδεκτού της προσφυγής

    14
    Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή διατύπωσε τέσσερις αιτιάσεις κατά της ολλανδικής νομοθεσίας περί μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Τρεις απ’ αυτές αφορούν το άρθρο 6 της οδηγίας 97/66 και η τέταρτη το άρθρο 9 αυτής.

    15
    Μια από τις αιτιάσεις σχετικά με το άρθρο 6 της οδηγίας 97/66 αντλείται από τη μη ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 6, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας αυτής με το άρθρο 11.5, παράγραφος 2, του Telecommunicatiewet. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η διάταξη του ολλανδικού δικαίου δεν είναι σύμφωνη προς την οδηγία 97/66, καθόσον προβλέπει περισσότερες εξαιρέσεις από την αρχή που διακηρύσσει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας από ό,τι επιτρέπει η ίδια αυτή οδηγία.

    16
    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών αντιτάσσει ότι στην αιτιολογημένη γνώμη δεν γινόταν μνεία της αιτιάσεως αυτής και, κατά συνέπεια, αυτή είναι απαράδεκτη.

    17
    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή προέβαλε ότι η ανάγνωση της αιτιολογημένης γνώμης πρέπει να γίνει σε συνδυασμό προς το έγγραφο οχλήσεως, το οποίο μνημόνευε ρητά την αιτίαση αυτή.

    18
    Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, σε προσφυγή λόγω παραβάσεως, ο σκοπός της πριν από την άσκηση της προσφυγής διαδικασίας έγκειται στο να προσφερθεί στο οικείο κράτος μέλος η δυνατότητα, αφενός μεν να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο και, αφετέρου, να προβάλει λυσιτελώς του αμυντικούς του ισχυρισμούς κατά των αιτιάσεων που διατυπώνει η Επιτροπή (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 293/85, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1988, σ. 305, σκέψη 13· της 20ής Μαρτίου 1997, C-96/95, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1997, σ. I-1653, σκέψη 22, και της 15ης Ιανουαρίου 2002, C-439/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2002, σ. I-305, σκέψη 10).

    19
    Το νομότυπο της διαδικασίας αυτής συνιστά ουσιώδη εγγύηση που η Συνθήκη θέλησε όχι μόνο για την προστασία των δικαιωμάτων του εν λόγω κράτους μέλους αλλά και για να εξασφαλισθεί ότι η δίκη που ενδεχομένως θα κινηθεί θα έχει ως αντικείμενο μια διαφορά που έχει καθορισθεί με σαφήνεια (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2001, C-1/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. I-9989, σκέψη 53, και της 20ής Ιουνίου 2002, C-287/00, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2002, σ. I-5811, σκέψη 17).

    20
    Επομένως, το αντικείμενο της προσφυγής που ασκείται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 226 ΕΚ καθορίζεται από την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία που προβλέπει η διάταξη αυτή. Η αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής και η προσφυγή πρέπει να στηρίζονται στους ίδιους λόγους και στους ίδιους ισχυρισμούς· επομένως, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει αιτίαση που δεν έχει διατυπωθεί στην αιτιολογημένη γνώμη (απόφαση της 11ης Μαΐου 1989, 76/86, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1989, σ. 1021, σκέψη 8), η οποία πρέπει να περιλαμβάνει συνεκτική και λεπτομερή παράθεση των λόγων που έπεισαν την Επιτροπή ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος παρέβη μία από τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 15ης Ιανουαρίου 2002, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 12 και της 20ής Ιουνίου 2002, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 19).

    21
    Επιβάλλεται επίσης να υπογραμμισθεί ότι, ναι μεν το έγγραφο οχλήσεως, το οποίο συνίσταται σε μια πρώτη λιτή σύνοψη της προσαπτόμενης παραβάσεως, μπορεί να είναι χρήσιμο για την κατανόηση της αιτιολογημένης γνώμης, η Επιτροπή οφείλει ωστόσο να προσδιορίζει με ακρίβεια, στην αιτιολογημένη γνώμη, τις αιτιάσεις που προέβαλε ήδη κατά τρόπο σφαιρικότερο στο έγγραφο οχλήσεως και που προσάπτει κατά του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, αφού λάβει γνώση των παρατηρήσεων που ενδεχομένως έχει υποβάλει αυτό το κράτος μέλος, βάσει του άρθρου 226, πρώτο εδάφιο, ΕΚ. Μια τέτοια απαίτηση αποδεικνύεται απαραίτητη για να οριοθετηθεί σαφώς το αντικείμενο της διαφοράς πριν από την ενδεχόμενη κίνηση της δικαστικής διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 226, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και για να διασφαλιστεί ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει ακριβή γνώση των αιτιάσεων που δέχθηκε η Επιτροπή κατ’ αυτού και να μπορεί, έτσι, να θέσει τέρμα στις προσαπτόμενες παραβάσεις ή να προβάλει τα αμυντικά του επιχειρήματα προτού η Επιτροπή προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου.

    22
    Στην προκειμένη περίπτωση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με το έγγραφο οχλήσεως της 6ης Νοεμβρίου 2000, η Επιτροπή διατύπωσε τρεις ειδικές αιτιάσεις που αφορούν τη μεταφορά στο ολλανδικό δίκαιο του άρθρου 6 της οδηγίας 97/66. Η πρώτη αιτίαση είναι σχετική με τη μεταφορά του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/66 με το άρθρο 11.5, παράγραφος 1, του Telecommunicatiewet. Η δεύτερη αιτίαση αφορά τη μη συμφωνία του άρθρου 11.5, παράγραφος 2, του Telecommunicatiewet προς το άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας 97/66 και συνίσταται στο ότι η ολλανδική διάταξη περιλαμβάνει περισσότερες παρεκκλίσεις από όσες γίνονται δεκτές με αυτές τις παραγράφους του άρθρου 6. Η τρίτη αιτίαση αντλείται από την έλλειψη κοινοποιήσεως των εκτελεστικών διατάξεων που μνημονεύει το άρθρο 11.5, παράγραφος 3, του Telecommunicatiewet.

    23
    Με την από 8 Ιανουαρίου 2001 απάντησή της στο έγγραφο οχλήσεως, η Ολλανδική Κυβέρνηση δέχθηκε το βάσιμο των αιτιάσεων σχετικά με τη μεταφορά του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/66, καθώς και την έλλειψη κοινοποιήσεως των εκτελεστικών διατάξεων που αναφέρει το άρθρο 11.5, παράγραφος 3, του Telecommunicatiewet, ενώ υπογράμμισε ότι τελούσαν υπό επεξεργασία νομοθετικά μέτρα προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι παραβάσεις αυτές. Αντιθέτως, η εν λόγω κυβέρνηση αμφισβήτησε ότι το άρθρο 11.5, παράγραφος 2, του Telecommunicatiewet περιλαμβάνει περισσότερες εξαιρέσεις από όσες επιτρέπει το άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας αυτής.

    24
    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν επανέλαβε, στην από 18 Ιουλίου 2001 αιτιολογημένη γνώμη της, την αιτίαση που αντλείται από τη μη ορθή μεταφορά του άρθρου 6, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας 97/66 με το άρθρο 11.5, παράγραφος 2, του Telecommunicatiewet. Εξάλλου, αυτή η αιτιολογημένη γνώμη δεν περιέχει καμιά εκτίμηση σχετικά με τις αντιρρήσεις που οι ολλανδικές αρχές διατύπωσαν, ως προς την αιτίαση αυτή, με την απάντησή τους στο έγγραφο οχλήσεως.

    25
    Με την αιτιολογημένη αυτή γνώμη, η Επιτροπή στηρίζεται αποκλειστικά στον ατελή χαρακτήρα της μεταφοράς του άρθρου 6 της οδηγίας 97/66 λόγω του ότι τα νομοθετικά μέτρα για τα οποία γίνεται λόγος στην απάντηση της Ολλανδικής Κυβερνήσεως στο έγγραφο οχλήσεως δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή. Κατ’ αντίθεση προς το έγγραφο οχλήσεως, η αιτιολογημένη γνώμη δεν περιλαμβάνει καμιά ένδειξη που να αφήνει να νοηθεί ότι το άρθρο 11.5, παράγραφος 2, του Telecommunicatiewet δεν είναι σύμφωνο προς τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας. Μολονότι η αιτιολογημένη αυτή γνώμη αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, καθώς και στις εκτελεστικές διατάξεις για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 11.5, παράγραφος 3, του Telecommunicatiewet, αντιθέτως, δεν κάνει καμιά νύξη ούτε στις παραγράφους 2 έως 5 του ίδιου άρθρου 6 ούτε στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου 11.5.

    26
    Με την αιτιολογημένη γνώμη της, η Επιτροπή, συνεπώς, άφησε σαφώς να νοηθεί ότι, κατ’ αντίθεση προς τις δύο άλλες αιτιάσεις που αφορούσαν το άρθρο 6 της οδηγίας 97/66 και μνημονεύονταν στο έγγραφο οχλήσεως, η αιτίαση η οποία αντλήθηκε από τη μη ορθή μεταφορά των παραγράφων 2 έως 5 της διατάξεως αυτής με το άρθρο 11.5, παράγραφος 2, του Telecommunicatiewet είχε εγκαταλειφθεί, όπως και οι αιτιάσεις σχετικά με τη μεταφορά των άρθρων 11 και 12 της οδηγίας αυτής. Έτσι, με την από 29 Οκτωβρίου 2001 απάντησή τους σ’ αυτή την αιτιολογημένη γνώμη, οι ολλανδικές αρχές περιορίσθηκαν να αναφερθούν στην πρόοδο των νομοθετικών εργασιών για τις οποίες έγινε λόγος στο από 8 Ιανουαρίου 2001 έγγραφό τους, χωρίς να λάβουν θέση επί της εν λόγω αιτιάσεως.

    27
    Η γενική παραπομπή στο έγγραφο οχλήσεως, που έγινε με την αιτιολογημένη γνώμη, όσον αφορά το άρθρο 6 της οδηγίας 97/66, δεν μπορεί, στην αλληλουχία αυτή, να θεωρηθεί ως επαρκής ένδειξη επιτρέπουσα στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών να αντιληφθεί ότι η Επιτροπή εμμένει στην κατ’ αυτού αιτίαση που αντλείται από τη μη ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 6, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας αυτής.

    28
    Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η προβολή, με την προσφυγή της Επιτροπής, της αιτιάσεως που αντλείται από τη μη ορθή μεταφορά του άρθρου 6, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας 97/66 με το άρθρο 11.5, παράγραφος 2, του Telecommunicatiewet πρέπει να θεωρηθεί παράτυπη καθόσον, αφενός, συνιστά διεύρυνση του αντικειμένου της διαφοράς σε σχέση με την έκταση αυτού, όπως διευκρινίστηκε με την αιτιολογημένη γνώμη και, αφετέρου, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, ελλείψει μνείας της αιτιάσεως αυτής στην εν λόγω γνώμη, στερήθηκε της δυνατότητας να θέσει τέρμα στην παράβαση που του είχε προσαφθεί, ή να παράσχει εξηγήσεις επί του σημείου αυτού, προτού η Επιτροπή προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου.

    29
    Επομένως, η προσφυγή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από την μη ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο, με το άρθρο 11.5, παράγραφος 2, του Telecommunicatiewet του άρθρου 6, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας 97/66.

    Επί της ουσίας

    30
    Οι τρεις άλλες αιτιάσεις που διατυπώνονται με την προσφυγή αντλούνται, οι δύο πρώτες, από την ατελή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 6 της οδηγίας 97/66 και, η τρίτη, από την ατελή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 9 της οδηγίας αυτής.

    31
    Προτού εξετασθούν οι αιτιάσεις αυτές, επιβάλλεται να υπομνησθεί, προκαταρκτικώς, ότι, όπως επανειλημμένως έκρινε το Δικαστήριο, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται με βάση την κατάσταση όπως αυτή εμφανίζεται μετά το πέρας της προθεσμίας που τάσσεται με την αιτιολογημένη γνώμη (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Μαΐου 2000, C-384/97, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2000, σ. I‑3823, σκέψη 35, και της 10ης Μαΐου 2001, C-152/98, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 2001, σ. I‑3463, σκέψη 21).

    32
    Κατά συνέπεια, τα στοιχεία που επικαλείται το Βασίλειο των Κάτω Χωρών με τα υπομνήματά του και που αφορούν, αφενός, την κατάργηση της οδηγίας 97/66 με το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201, σ. 37), με ισχύ από 31ης Οκτωβρίου 2003 και, αφετέρου, την ύπαρξη σχεδίου νόμου που έχει ως σκοπό να μεταφέρει στο ολλανδικό δίκαιο την τελευταία αυτή οδηγία δεν μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμηση για τις υποχρεώσεις του Βασιλείου των Κάτω Χωρών όπως αυτές εμφανίζονταν κατά τη λήξη της προθεσμίας των δύο μηνών που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη.

    Επί των αιτιάσεων σχετικά με την ατελή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 6 της οδηγίας 97/66

    33
    Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η διάταξη του άρθρου 11.5, παράγραφος 1, του Telecommunicatiewet παρεκκλίνει από τη γενική αρχή που διατυπώνει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/66. Υπογραμμίζει ότι, προκειμένου η εν λόγω εθνική διάταξη να είναι σύμφωνη προς την οδηγία αυτή, το προβλεπόμενο γενικό διοικητικό μέτρο θα πρέπει να περιλαμβάνει εξαντλητικό πίνακα των στοιχείων. Παρατηρώντας ότι κανένα μέτρο που να περιλαμβάνει έναν τέτοιο πίνακα δεν της κοινοποιήθηκε, η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 6 της οδηγίας 97/66 δεν μεταφέρθηκε πλήρως στο εσωτερικό δίκαιο.

    34
    Δεδομένου ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι όλες οι αναγκαίες διατάξεις για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/66 δεν θεσπίστηκαν, η προβαλλόμενη από την Επιτροπή αιτίαση πρέπει να θεωρηθεί βάσιμη.

    35
    Δεύτερον, η Επιτροπή προβάλλει ότι, ενώ το άρθρο 11.5, παράγραφος 3, του Telecommunicatiewet παραπέμπει στις εκτελεστικές διατάξεις, καμιά απ’ αυτές δεν της κοινοποιήθηκε. Θεωρεί, κατά συνέπεια, ότι το άρθρο 6 της οδηγίας 97/66 δεν μεταφέρθηκε πλήρως στο εσωτερικό δίκαιο.

    36
    Οι ολλανδικές αρχές αντιτάσσουν ότι, εφόσον οι εν λόγω εκτελεστικές διατάξεις δεν θεσπίστηκαν, δεν μπορούσαν να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή.

    37
    Πάντως, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί ότι, λαμβάνοντας υπόψη τη διατύπωση, που ίσχυε τότε, του άρθρου 11.5 του Telecommunicatiewet, η θέσπιση των εκτελεστικών διατάξεων που αναφέρει η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού ήταν αναγκαία για να συναχθεί η πλήρης μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 6 της οδηγίας 97/66.

    38
    Δεδομένου ότι, αφενός, η Ολλανδική Κυβέρνηση δέχθηκε ότι, κατά την ημέρα λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι εν λόγω εκτελεστικές διατάξεις δεν είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή και, αφετέρου, η έλλειψη θεσπίσεως των διατάξεων αυτών κατά την ημερομηνία αυτή δεν μπορεί ευλόγως να προβληθεί για να δικαιολογηθεί αυτή η παράλειψη, επιβάλλεται να συναχθεί ότι η προβαλλόμενη από την Επιτροπή αιτίαση είναι βάσιμη.

    39
    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή βασίμως θεώρησε ότι το άρθρο 6 της οδηγίας 97/66 δεν μεταφέρθηκε πλήρως στο ολλανδικό δίκαιο, επειδή, αφενός, το άρθρο 11.5, παράγραφος 1, του Telecommunicatiewet παραπέμπει σε κατάλογο δεδομένων που πρέπει να καθοριστούν με γενικό διοικητικό μέτρο το οποίο δεν της κοινοποιήθηκε και, αφετέρου, οι εκτελεστικές διατάξεις που μνημονεύονται στην παράγραφο 3 αυτού του άρθρου 11.5 δεν της κοινοποιήθηκαν.

    Επί της αιτιάσεως που στηρίζεται στην ατελή μεταφορά του άρθρου 9 της οδηγίας 97/66

    40
    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το άρθρο 9, στοιχείο α΄, της οδηγίας 97/66 δεν μεταφέρθηκε στο ολλανδικό δίκαιο, οπότε επιβάλλεται να συναχθεί η ατελής μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου αυτού.

    41
    Δεδομένου ότι τα μέτρα μεταφοράς στην ολλανδική έννομη τάξη του άρθρου 9, στοιχείο α΄, της οδηγίας 97/66 όντως ελλείπουν, όπως εξάλλου δέχθηκε η Ολλανδική Κυβέρνηση, επιβάλλεται να κριθεί ότι η αιτίαση της Επιτροπής, που αντλείται από την ελλιπή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 9, είναι βάσιμη.

    42
    Επιβάλλεται επομένως να αναγνωρισθεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μεταφέροντας ελλιπώς στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 6 της οδηγίας 97/66 καθόσον, αφενός, το άρθρο 11.5, παράγραφος 1, του Telecommunicatiewet παραπέμπει σε γενικό διοικητικό μέτρο το οποίο δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή και, αφετέρου, οι εκτελεστικές διατάξεις που μνημονεύει το άρθρο 11.5, παράγραφος 3, του Telecommunicatiewet δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή, και μεταφέροντας ελλιπώς στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.


    Επί των δικαστικών εξόδων

    43
    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Επειδή το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ηττήθηκε ως προς τις τρεις από τις τέσσερις αιτιάσεις που προέβαλε η Επιτροπή, επιβάλλεται, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής, να καταδικασθεί να φέρει τα τρία τέταρτα των εξόδων της Επιτροπής. Αφού το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν υπέβαλε αίτημα ως προς τα δικαστικά έξοδα, οι διάδικοι θα φέρουν τα έξοδά τους κατά τα λοιπά.

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

    αποφασίζει:

    1)
    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μεταφέροντας ελλιπώς στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 6 της οδηγίας 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, περί επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασίας της ιδιωτικής ζωής στον τηλεπικοινωνιακό τομέα, καθόσον, αφενός, το άρθρο 11.5, παράγραφος 1, του Wet houdende regels inzake de telecommunicatie (Telecommunicatiewet) παραπέμπει σε γενικό διοικητικό μέτρο το οποίο δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και, αφετέρου, οι εκτελεστικές διατάξεις που μνημονεύει το άρθρο 11.5, παράγραφος 3, του Telecommunicatiewet δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή, και μεταφέροντας ελλιπώς στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

    2)
    Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

    3)
    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών φέρει, εκτός των δικών του εξόδων, τα τρία τέταρτα των εξόδων της Επιτροπής.

    4)
    Η Επιτροπή φέρει τα έξοδά της κατά τα λοιπά.

    Jann

    La Pergola

    von Bahr

    Silva de Lapuerta

    Lenaerts

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Ιουνίου 2004.

    Ο Γραμματέας

    Ο Πρόεδρος του πρώτου τμήματος

    R. Grass

    P. Jann


    1
    Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Επάνω