Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62002CJ0373

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 28ης Απριλίου 2004.
    Sakir Öztürk κατά Pensionsversicherungsanstalt der Arbeiter.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberster Gerichtshof - Αυστρία.
    Άρθρο 9 της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας - Άρθρο 3 της αποφάσεως 3/80 - Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως - Άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού (EOK) 1408/71 - Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - Σύνταξη γήρατος - Πρόωρη συνταξιοδότηση σε περίπτωση ανεργίας - Προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία ο εργαζόμενος πρέπει να έχει λάβει παροχές ανεργίας στο οικείο κράτος μέλος.
    Υπόθεση C-373/02.

    Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-03605

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2004:232

    Υπόθεση C-373/02

    Sakir Öztürk

    κατά

    Pensionsversicherungsanstalt der Arbeiter

    [αίτηση του Oberster Gerichtshof (Αυστρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Άρθρο 9 της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας – Άρθρο 3 της αποφάσεως 3/80 – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 – Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων – Σύνταξη γήρατος – Πρόωρη συνταξιοδότηση σε περίπτωση ανεργίας – Προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία ο εργαζόμενος πρέπει να έχει λάβει παροχές ανεργίας στο οικείο κράτος μέλος»

    Περίληψη της αποφάσεως

    Διεθνείς συμφωνίες – Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας – Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων – Πρόωρη σύνταξη γήρατος λόγω ανεργίας – Εθνική νομοθεσία η οποία εξαρτά τη θεμελίωση του σχετικού δικαιώματος από τη λήψη, κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου πριν από την υποβολή της αιτήσεως, παροχών που καταβάλλονται από τον εθνικό φορέα ασφαλίσεως κατά της ανεργίας – Δεν επιτρέπεται

    (Απόφαση 3/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, άρθρο 3 § 1)

    Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, περί της εφαρμογής των καθεστώτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών στους Τούρκους εργαζομένους και στα μέλη των οικογενειών τους, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή νομοθεσίας κράτους μέλους η οποία εξαρτά τη θεμελίωση του δικαιώματος λήψεως πρόωρης συντάξεως γήρατος λόγω ανεργίας από την προϋπόθεση να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος, κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση συντάξεως, παροχές ανεργίας μόνον από το εν λόγω κράτος μέλος.

    (βλ. σκέψη 68 και διατακτ.)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζoνoς συνθέσεως)

    της 28ης Απριλίου 2004 (*)

    «Άρθρο 9 της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας – Άρθρο 3 της αποφάσεως 3/80 – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού (EOK) 1408/71 – Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων – Σύνταξη γήρατος – Πρόωρη συνταξιοδότηση σε περίπτωση ανεργίας – Προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία ο εργαζόμενος πρέπει να έχει λάβει παροχές ανεργίας στο οικείο κράτος μέλος»

    Στην υπόθεση C-373/02,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Oberster Gerichtshof (Αυστρία) προς το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Sakir Öztürk

    και

    Pensionsversicherungsanstalt der Arbeiter,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 9 της Συμφωνίας Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, η οποία υπεγράφη στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα από τη Δημοκρατία της Τουρκίας, αφενός, καθώς και από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και από την Κοινότητα, αφετέρου, και η οποία συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48), και του άρθρου 45, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζoνoς συνθέσεως),

    συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, C. Gulmann και J. N. Cunha Rodrigues, προέδρους τμημάτων, και από τους J.-P. Puissochet, R. Schintgen (εισηγητή), F. Macken, N. Colneric, S. von Bahr και K. Lenaerts, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

    γραμματέας: R. Grass

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    –        ο S. Öztürk, εκπροσωπούμενος από τον P. Guhl, Rechtsanwalt,

    –        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον E. Riedl,

    –        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον W.-D. Plessing,

    –        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την H. Michard και τον W. Bogensberger,

    έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Φεβρουαρίου 2004,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Με διάταξη της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Οκτωβρίου 2002, το Oberster Gerichtshof υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 9 της Συμφωνίας Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, η οποία υπεγράφη στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα από τη Δημοκρατία της Τουρκίας, αφενός, καθώς και από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και από την Κοινότητα, αφετέρου, και η οποία συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48, στο εξής: Συμφωνία Συνδέσεως), και του άρθρου 45, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1408/71).

    2        Τα ως άνω ερωτήματα ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του S. Öztürk και του Pensionsversicherungsanstalt der Arbeiter (αυστριακού ασφαλιστικού φορέα των εργαζομένων στον τομέα των συντάξεων, στο εξής: φορέας συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως) σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να χορηγήσει στον S. Öztürk πρόωρη σύνταξη γήρατος λόγω ανεργίας.

     Το νομικό πλαίσιο

     Η σύνδεση ΕΟΚ-Τουρκίας

    3        Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Συμφωνίας Συνδέσεως, η εν λόγω συμφωνία έχει ως αντικείμενο την προαγωγή της συνεχούς και ισόρροπης ενισχύσεως των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Προς τούτο, η συμφωνία περιλαμβάνει μια προπαρασκευαστική φάση, επιτρέπουσα στη Δημοκρατία της Τουρκίας να ενισχύσει την οικονομία της με τη βοήθεια της Κοινότητας (άρθρο 3), μια μεταβατική φάση, αποβλέπουσα στη βαθμιαία σύσταση τελωνειακής ενώσεως και στην προσέγγιση των οικονομικών πολιτικών (άρθρο 4), καθώς και μια οριστική φάση, η οποία βασίζεται στην τελωνειακή ένωση και συνεπάγεται την ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών (άρθρο 5). Η τελευταία φάση ολοκληρώθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1995 [βλ. απόφαση 1/95 του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΚ-Τουρκίας, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την εφαρμογή της οριστικής φάσης της τελωνειακής ένωσης (ΕΕ 1996, L 35, σ 1)].

    4        Σύμφωνα με το άρθρο 9 της Συμφωνίας Συνδέσεως, που ενσωματώθηκε στον τίτλο ΙΙ της εν λόγω συμφωνίας, με επικεφαλίδα «Εφαρμογή της μεταβατικής φάσης»:

    «Τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν ότι, στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας και υπό την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων οι οποίες θα ηδύναντο να θεσπισθούν σύμφωνα με το άρθρο 8, κάθε διάκριση που βασίζεται στην ιθαγένεια απαγορεύεται, σύμφωνα με την αρχή η οποία εκτίθεται στο άρθρο 7 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Κοινότητας.»

    5        Το άρθρο 12 της Συμφωνίας Συνδέσεως προβλέπει τα εξής:

    «Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να εμπνέονται από τα άρθρα 48, 49 και 50 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Κοινότητας για τη σταδιακή πραγματοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων μεταξύ τους.»

    6        Το πρόσθετο πρωτόκολλο, το οποίο υπεγράφη στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις Βρυξέλλες και το οποίο συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/002, σ. 149, στο εξής: πρωτόκολλο), θεσπίζει, κατά το άρθρο 1, τους όρους, τον τρόπο και τον ρυθμό εφαρμογής της μεταβατικής φάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4 της Συμφωνίας Συνδέσεως. Κατά το άρθρο 62, το πρωτόκολλο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ως άνω συμφωνίας.

    7        Το πρωτόκολλο αυτό περιλαμβάνει τον τίτλο ΙΙ, με επικεφαλίδα «Διακίνηση προσώπων και υπηρεσιών», του οποίου το κεφάλαιο Ι αφιερώνεται στους «Εργαζομένους».

    8        Το πρωτόκολλο ορίζει, στο άρθρο 36, τις προθεσμίες σταδιακής πραγματοποιήσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων μεταξύ των κρατών μελών της Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Τουρκίας, σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 12 της Συμφωνίας Συνδέσεως, και ορίζει ότι το Συμβούλιο Συνδέσεως θα αποφασίσει περί των αναγκαίων προς τούτο διαδικασιών.

    9        Το άρθρο 39, παράγραφοι 1 και 2, του πρωτοκόλλου έχει ως εξής:

    «1.      Προ του τέλους του πρώτου έτους μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος πρωτοκόλλου, το Συμβούλιο Συνδέσεως θεσπίζει διατάξεις στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως για τους τουρκικής ιθαγένειας εργαζομένους που διακινούνται στο εσωτερικό της Κοινότητος και τις οικογένειές τους, που κατοικούν εντός της Κοινότητος.

    2.      Οι διατάξεις αυτές πρέπει να επιτρέπουν στους εργαζομένους τουρκικής ιθαγένειας, κατά τρόπο που θα οριστεί, τον συνυπολογισμό των περιόδων ασφαλίσεως ή απασχολήσεως που συνεπληρώθησαν στα διάφορα κράτη μέλη, όσον αφορά τις συντάξεις γήρατος, θανάτου και αναπηρίας, καθώς και την υγειονομική περίθαλψη του εργαζομένου και της οικογένειάς του, που κατοικεί στο εσωτερικό της Κοινότητας. Οι διατάξεις αυτές θα δύνανται να θεμελιώσουν υποχρέωση για τα κράτη μέλη της Κοινότητας, να λαμβάνουν υπόψη τον χρόνο εργασίας στην Τουρκία.»

    10      Βάσει του εν λόγω άρθρου 39 του πρωτοκόλλου, το Συμβούλιο Συνδέσεως εξέδωσε, στις 19 Σεπτεμβρίου 1980, την απόφαση 3/80, περί της εφαρμογής των καθεστώτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στους Τούρκους εργαζομένους και στα μέλη των οικογενειών τους (ΕΕ 1983, C 110, σ. 60, στο εξής: απόφαση 3/80»).

    11      Η ως άνω απόφαση αποβλέπει στον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι Τούρκοι εργαζόμενοι οι οποίοι απασχολούνται ή είχαν απασχοληθεί εντός ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της Κοινότητας, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους και οι επιζώντες, απολαύουν παροχών στους παραδοσιακούς κλάδους της κοινωνικής ασφαλίσεως.

    12      Προς τούτο, οι διατάξεις της αποφάσεως 3/80 παραπέμπουν, κατά τα ουσιώδη, σε ορισμένες διατάξεις του κανονισμού 1408/71 και, σπανιότερα, του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 138).

    13      Το άρθρο 2 της αποφάσεως 3/80, που τιτλοφορείται «Προσωπικό πεδίο εφαρμογής», προβλέπει τα εξής:

    «Η παρούσα απόφαση ισχύει:

    –        για τους εργαζόμενους που υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη και είναι Τούρκοι υπήκοοι,

    –        για τα μέλη των οικογενειών των εργαζομένων αυτών, που κατοικούν στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη,

    –        για τους επιζώντες των εργαζομένων αυτών.»

    14      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80, που τιτλοφορείται «Ισότητα μεταχειρίσεως» και που επαναλαμβάνει τη διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, προβλέπει τα εξής:

    «Τα πρόσωπα που κατοικούν στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη και για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις της παρούσας αποφάσεως, υπόκεινται στις υποχρεώσεις και απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του, υπό την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων της παρούσας αποφάσεως.»

    15      Το άρθρο 4 της αποφάσεως 3/80, που τιτλοφορείται «Πεδίο εφαρμογής καθ’ ύλην», προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

    «Η παρούσα απόφαση ισχύει για όλες τις νομοθεσίες που αφορούν τους ακόλουθους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως:

    […]

    β)      παροχές αναπηρίας, περιλαμβανομένων εκείνων που προορίζονται για τη διατήρηση ή βελτίωση της ικανότητας βιοπορισμού·

    γ)      παροχές γήρατος·

    […]

    ζ)      παροχές ανεργίας·

    […]»

    16      Ο τίτλος III της αποφάσεως 3/80, με επικεφαλίδα «Ειδικές διατάξεις για τις διάφορες κατηγορίες παροχών», περιλαμβάνει διατάξεις συντονισμού, εμπνευσθείσες από τον κανονισμό 1408/71, που αφορούν, μεταξύ άλλων, τις παροχές αναπηρίας, γήρατος και θανάτου (συντάξεις).

    17      Σύμφωνα με το άρθρο 32 της αποφάσεως 3/80:

    «Η Τουρκία και η Κοινότητα λαμβάνουν, καθεμία καθ’ ότι την αφορά, τα μέτρα που συνεπάγεται η εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας αποφάσεως.»

    18      Στις 8 Φεβρουαρίου 1983, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υπέβαλε πρόταση κανονισμού (ΕΟΚ) του Συμβουλίου περί της εφαρμογής στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα της αποφάσεως 3/80 (ΕΕ C 110, σ. 1), κατά την οποία η απόφαση αυτή «εφαρμόζεται εντός της Κοινότητας» (άρθρο 1) και η οποία θεσπίζει τους «συμπληρωματικούς κανόνες εφαρμογής» της εν λόγω αποφάσεως.

    19      Μέχρι σήμερα το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δεν υιοθέτησε την ως άνω πρόταση κανονισμού.

     Ο κανονισμός 1408/71

    20      Το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 προβλέπει τα εξής:

    «Εάν η νομοθεσία κράτους μέλους εξαρτά την απόκτηση, τη διατήρηση, ή την ανάκτηση του δικαιώματος παροχών, δυνάμει συστήματος που δεν είναι ειδικό σύστημα κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3, από την πραγματοποίηση περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας, ο αρμόδιος φορέας αυτού του κράτους μέλους λαμβάνει υπόψη, κατά το μέτρο που απαιτείται, τις περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία κάθε άλλου κράτους μέλους, στα πλαίσια είτε γενικού είτε ειδικού συστήματος, που εφαρμόζεται σε μισθωτούς ή μη μισθωτούς. Προς τον σκοπό αυτό, ο εν λόγω φορέας λαμβάνει υπόψη τις ως άνω περιόδους, σαν να πρόκειται για περιόδους που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει.»

     H αυστριακή νομοθεσία

    21      Το άρθρο 253a του Allgemeines Sozialversicherungsgesetz (γενικού νόμου περί κοινωνικής ασφαλίσεως), όπως ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2000 (στο εξής: ASVG), εγγυάται τη χορήγηση, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, πρόωρης συντάξεως γήρατος, ιδίως σε περίπτωση μακροχρόνιας ανεργίας. Η παράγραφος 1 της ως άνω διατάξεως έχει ως εξής:

    «Αξίωση για πρόωρη σύνταξη γήρατος λόγω ανεργίας έχουν οι μεν άνδρες ασφαλισμένοι μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού έτους της ηλικίας τους, οι δε γυναίκες μετά τη συμπλήρωση του πεντηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας τους, εφόσον

    1.      ο(η) ασφαλισμένος(-η) δικαιολογεί ότι έχει λάβει παροχές ανεργίας κατά τη διάρκεια του χρόνου αναμονής·

    2.      ο(η) ασφαλισμένος(-η) έχει συμπληρώσει, κατά την κρίσιμη ημερομηνία, τουλάχιστον 180 μήνες εισφορών υποχρεωτικής ασφαλίσεως γήρατος·

    3.      ο(η) ασφαλισμένος(-η) πληροί, κατά την κρίσιμη ημερομηνία (άρθρο 223, παράγραφος 2), την προϋπόθεση του άρθρου 253b, παράγραφος 1, σημείο 4, και έχει λάβει εντός των τελευταίων δεκαπέντε μηνών πριν από την κρίσιμη ημερομηνία (άρθρο 223, παράγραφος 2), τουλάχιστον επί 52 εβδομάδες, χρηματική παροχή από τον φορέα ασφαλίσεως ανεργίας […]»

    22      Όταν ο δικαιούχος συμπληρώσει την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως που προβλέπει το άρθρο 253 του ASVG (τα 65 έτη για τους άνδρες και τα 60 έτη για τις γυναίκες), η σύνταξη καταβάλλεται, σύμφωνα με το άρθρο 253a, παράγραφος 5, του ιδίου νόμου, ως σύνταξη γήρατος.

     Η αυστρογερμανική συμφωνία περί κοινωνικής ασφαλίσεως

    23      Η συμφωνία μεταξύ της Δημοκρατίας της Αυστρίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως (BGBl. ΙΙI, 1998/138, στο εξής: διμερής συμφωνία), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Οκτωβρίου 1998, εφαρμόζεται, δυνάμει του άρθρου της 2, παράγραφος 1, «επί της νομοθεσίας που εμπίπτει στο πεδίο καθ’ ύλην εφαρμογής» του κανονισμού 1408/71, «πλην των διατάξεων περί ασφαλίσεως ανεργίας».

    24      Το άρθρο 3 της διμερούς συμφωνίας προβλέπει τα εξής:

    «(1)      Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται επί όσων εμπίπτουν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού [1408/71].

    (2)      Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται επίσης επί όσων δεν εμπίπτουν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού [1408/71] και

    a)       υπάγονται ή έχουν υπαχθεί στη νομοθεσία ενός ή και των δύο συμβαλλομένων κρατών, ή

    b)      είναι μέλη της οικογένειας ή επιζώντες των προσώπων που μνημονεύονται στην υπό στοιχείο a διάταξη.»

    25      Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, της διμερούς συμφωνίας προβλέπει τα εξής:

    «(1)      Ο κανονισμός [1408/71], ο εκτελεστικός κανονισμός και οι συμβάσεις περί εκτελέσεως του ως άνω κανονισμού εφαρμόζονται, κατ’ αναλογίαν, επί των προσώπων που μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στις σχέσεις μεταξύ των δύο συμβαλλομένων κρατών, εφόσον η παρούσα συμφωνία δεν προβλέπει άλλως.

    (2)      Τα άρθρα 3 και 10 του κανονισμού [1408/71] εφαρμόζονται επί των προσώπων που μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, μόνον εάν πρόκειται για υπηκόους των συμβαλλομένων κρατών, για πρόσφυγες και απάτριδες, καθώς και για μέλη της οικογένειας και επιζώντες των ως άνω προσώπων.»

     Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    26      Ο S. Öztürk, τουρκικής ιθαγένειας, γεννήθηκε το 1939 και κατοικεί σήμερα στη Γερμανία. Ο S. Öztürk εργάστηκε κατά τα έτη 1966 έως 1970 στην Αυστρία και ακολούθως στη Γερμανία. Από τις 20 Ιουλίου 1998 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1999, υπήρξε άνεργος στο τελευταίο κράτος μέλος και εισέπραξε από το Arbeitsamt Bremen [υπηρεσία απασχολήσεως της Βρέμης (Γερμανία)] επίδομα ανεργίας.

    27      Την 1η Ιανουαρίου 2000, ο S. Öztürk είχε αποκτήσει 377 μήνες εισφορών στον φορέα υποχρεωτικής ασφαλίσεως συντάξεως γήρατος (εκ των οποίων 323 στη Γερμανία και 54 στην Αυστρία).

    28      Από την 1η Ιανουαρίου 2000, χορηγήθηκε στον S. Öztürk πρόωρη σύνταξη γήρατος βάσει του γερμανικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.

    29      Αντιθέτως, με απόφαση της 10ης Απριλίου 2000, ο αυστριακός φορέας συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως αρνήθηκε να χορηγήσει στον S. Öztürk πρόωρη σύνταξη γήρατος λόγω ανεργίας, δυνάμει του άρθρου 253a του ASVG, με την αιτιολογία ότι ο ενδιαφερόμενος, κατά τους τελευταίους δεκαπέντε μήνες πριν από την κρίσιμη ημερομηνία, ήτοι την 1η Ιανουαρίου 2000, δεν είχε λάβει επίδομα ανεργίας στην Αυστρία και ότι, επιπλέον, δεν μπορούσε να επικαλεστεί την ύπαρξη πραγματικών περιστατικών που εξομοιώνονται με την είσπραξη μιας τέτοιας παροχής.

    30      Η προσφυγή που άσκησε ο S. Öztürk κατά της ως άνω αποφάσεως απερρίφθη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με το σκεπτικό ότι, κατ’ ουσίαν, το άρθρο 253a του ASVG δικαιολογείται από την κατάσταση της αγοράς εργασίας στην Αυστρία, οπότε το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει χρηματική παροχή από τον φορέα ασφαλίσεως ανεργίας στη Γερμανία δεν μπορεί να εξομοιωθεί με το δικαίωμα για τη λήψη παροχής που καταβάλλεται από τον αυστριακό φορέα ασφαλίσεως ανεργίας. Ούτε η διμερής συμφωνία ούτε ο κανονισμός 1408/71 επιτρέπουν να συναχθεί διαφορετικό συμπέρασμα.

    31      Η πρωτοβάθμια απόφαση επιβεβαιώθηκε κατ’ έφεση. Τότε, ο S. Öztürk άσκησε αναίρεση ενώπιον του Oberster Gerichtshof.

    32      Το Oberster Gerichtshof διερωτάται αν ο μη συνυπολογισμός των περιόδων, κατά τις οποίες ο αναιρεσείων της κύριας δίκης έλαβε χρηματική παροχή ανεργίας σε άλλο κράτος μέλος, για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος δυνάμει του άρθρου 253a του ASVG συνιστά έμμεση διάκριση εις βάρος του αναιρεσείοντος της κύριας δίκης, που αντιβαίνει στο άρθρο 9 της Συμφωνίας Συνδέσεως. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στην απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑277/94, Taflan-Met κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I-4085, σκέψη 38), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι τα άρθρα 12 και 13 της αποφάσεως 3/80, τα οποία περιλαμβάνουν κανόνες συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως, δεν έχουν έχουν άμεσο αποτέλεσμα ελλείψει θεσπίσεως μέτρων εφαρμογής από το Συμβούλιο, καθώς και στην απόφαση της 4ης Μαΐου 1999, C‑262/96, Sürül, (Συλλογή 1999, σ. I-2685, σκέψη 64), στην οποία, ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι η έλλειψη μέτρων εφαρμογής δεν είναι αντιτάξιμη στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80 (βλ. επίσης, υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2000, C‑102/98 και C‑211/98, Kocak και Örs, Συλλογή 2000, σ. I‑1287, σκέψεις 35 και 36).

    33      Εν προκειμένω, το Oberster Gerichtshof λαμβάνει ως σημείο αφετηρίας την αρχή ότι ο S. Öztürk δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς την προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80 απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, καθόσον η εν λόγω διάταξη αναφέρεται μόνον στην κατάσταση ενός Τούρκου υπηκόου εντός του κράτους μέλους κατοικίας. Ωστόσο, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς την προβλεπόμενη στο άρθρο 9 της Συμφωνίας Συνδέσεως γενική απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγενείας.

    34      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στην απόφαση της 9ης Ιουλίου 1975, 20/75, D’Amico (Συλλογή τόμος 1975, σ. 287), στην οποία, επί πραγματικών περιστατικών παρεμφερών με εκείνα της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε την ύπαρξη μιας τέτοιας έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως και έκρινε ότι το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που απαιτεί, για τη θεμελίωση δικαιώματος πρόωρης συνταξιοδοτήσεως, να έχει περιέλθει ο ενδιαφερόμενος σε κατάσταση ανεργίας επί ορισμένο χρονικό διάστημα και να βρίσκεται στη διάθεση της υπηρεσίας απασχολήσεως του οικείου κράτους μέλους. Ωστόσο, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται αν η ως άνω απόφαση εξακολουθεί να είναι λυσιτελής, λαμβανομένης υπόψη, ιδίως, της εξελίξεως της νομολογίας του Δικαστηρίου στον τομέα της εξομοιώσεως πραγματικών καταστάσεων, βάσει της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

    35      Εάν το Δικαστήριο θεωρήσει ότι το άρθρο 9 της Συμφωνίας Συνδέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό ως πρόσφορο έρεισμα των ισχυρισμών του S. Öztürk, απομένει ακόμη να εξεταστεί, κατά το αιτούν δικαστήριο, αν ο τελευταίος μπορεί να επικαλεστεί, προς τούτο, τις διατάξεις της διμερούς συμφωνίας και του κανονισμού 1408/71. Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με το παραδεκτό των προδικαστικών παραπομπών (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1990, C‑297/88 και C‑197/89, Dzodzi, Συλλογή 1990, σ. I-3763, σκέψεις 16 έως 18· της 8ης Νοεμβρίου 1990, C‑231/89, Gmurzynska-Bscher, Συλλογή 1990, σ. I‑4003, σκέψεις 18 έως 26, και της 17ης Ιουλίου 1997, C‑130/95, Giloy, Συλλογή 1997, σ. I‑4291, σκέψεις 20 έως 29), το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της ερμηνείας του άρθρου 45, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 για τις ανάγκες της επιλύσεως της διαφοράς της κύριας δίκης.

    36      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Έχει η Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας (ιδίως το άρθρο 9 της Συμφωνίας [Συνδέσεως]) την έννοια ότι αποκλείει τη ρύθμιση κράτους μέλους κατά την οποία τίθεται, μεταξύ άλλων, ως προϋπόθεση για την πρόωρη συνταξιοδότηση σε περίπτωση ανεργίας να έχει λάβει ο εργαζόμενος, κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου πριν από την κρίσιμη ημερομηνία, παροχή ανεργίας από το εν λόγω κράτος μέλος;

             Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

    2)      Έχει το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού […] 1408/71 […] την έννοια ότι αποκλείει τη ρύθμιση κράτους μέλους κατά την οποία τίθεται, μεταξύ άλλων, ως προϋπόθεση για την πρόωρη συνταξιοδότηση σε περίπτωση ανεργίας να έχει λάβει ο εργαζόμενος, κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου πριν από την κρίσιμη ημερομηνία, παροχή ανεργίας από το εν λόγω κράτος μέλος;»

     Επί του πρώτου ερωτήματος

    37      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 9 της Συμφωνίας Συνδέσεως ή το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται στην εφαρμογή νομοθεσίας κράτους μέλους που εξαρτά τη θεμελίωση δικαιώματος λήψεως πρόωρης συντάξεως γήρατος λόγω ανεργίας από την προϋπόθεση να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος, κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση συντάξεως, παροχές ανεργίας μόνον από το εν λόγω κράτος μέλος.

     Παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

    38      Ο S. Öztürk προβάλλει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Δημοκρατία της Αυστρίας έχουν σχεδόν πανομοιότυπες νομοθεσίες, οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα στον ευρισκόμενο σε κατάσταση ανεργίας εργαζόμενο που έχει ορισμένη ηλικία και δεν έχει σοβαρές πιθανότητες επανεντάξεως στην αγορά εργασίας να λάβει πρόωρη σύνταξη. Έτσι, ο S. Öztürk τονίζει ότι λαμβάνει στη Γερμανία, όπου εργάσθηκε για τελευταία φορά, σύνταξη γήρατος τέτοιας φύσεως, το ποσό της οποίας υπολογίστηκε βάσει των περιόδων ασφαλίσεως που συμπλήρωσε στο εν λόγω κράτος μέλος. Εάν, όπως ζητεί ο S. Öztürk, του χορηγούνταν τέτοια σύνταξη και στην Αυστρία, το ποσό της δεύτερης αυτής παροχής θα υπολογιζόταν βάσει των περιόδων ασφαλίσεως που συμπλήρωσε στο τελευταίο κράτος μέλος.

    39      O S. Öztürk φρονεί ότι είναι θύμα έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως, που απαγορεύεται από τη Συμφωνία Συνδέσεως, λόγω του ότι η επαγγελματική σταδιοδρομία του συμπληρώθηκε σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, εάν είχε συμπληρώσει το σύνολο της σταδιοδρομίας του, έως την ημερομηνία ενάρξεως της περιόδου ανεργίας, αποκλειστικώς σε ένα από τα δύο κράτη μέλη, θα είχε λάβει, δυνάμει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, πρόωρη σύνταξη για ποσό που θα αντιστοιχούσε στο σύνολο της σταδιοδρομίας του.

    40      Η Αυστριακή Κυβέρνηση εκτιμά ότι πρέπει να γίνει παραπομπή μάλλον στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80, παρά στο άρθρο 9 της Συμφωνίας Συνδέσεως, κατά το μέτρο που η πρώτη από τις δύο αυτές διατάξεις περιέχει κανόνα περί απαγορεύσεως των διακρίσεων στον ειδικό τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Kocak και Örs, σκέψη 36).

    41      Η εν λόγω κυβέρνηση δεν συμμερίζεται την ερμηνεία που προέκρινε το αιτούν δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80 εφαρμόζεται μόνον στο έδαφος του κράτους κατοικίας του ενδιαφερομένου Τούρκου υπηκόου. Κατά την ως άνω κυβέρνηση, το περιεχόμενο της εν λόγω διατάξεως είναι πανομοιότυπο με εκείνο της διατάξεως του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71. Πάντως, για την εφαρμογή της τελευταίας διατάξεως, ελάχιστη σημασία έχει το αν το κράτος μέλος στο οποίο κατοικεί ο ενδιαφερόμενος ταυτίζεται ή όχι με το κράτος μέλος υπό τη νομοθεσία του οποίου γίνεται επίκληση του κανόνα περί απαγορεύσεως των διακρίσεων (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑124/99, Borawitz, Συλλογή 2000, σ. I‑7293, σκέψεις 23 έως 35).

    42      Κατά την Αυστριακή Κυβέρνηση, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80 δεν απαγορεύει την άρνηση συνυπολογισμού, για τη θεμελίωση δικαιώματος πρόωρης συνταξιοδοτήσεως, των περιόδων καταβολής επιδομάτων ανεργίας σε άλλο κράτος μέλος. Η αντίθετη άποψη θα κατέληγε στο να θεωρούνται όλα τα μέτρα συντονισμού των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως είναι ο κανόνας συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως, ως μέτρα τα οποία αποσκοπούν στην καταπολέμηση των συγκεκαλυμμένων δυσμενών διακρίσεων. Πάντως, μια τέτοια ευρεία αντίληψη της έννοιας της έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφασή του Taflan-Met κ.λπ., η οποία αφορά ακριβώς την άρνηση συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν σε άλλο κράτος μέλος. Επομένως, κατά την ως άνω κυβέρνηση, δεν υφίσταται έμμεση δυσμενής διάκριση στην υπόθεση της κύριας δίκης.

    43      Η άποψη αυτή ενισχύεται από την προαναφερθείσα απόφαση D’Amico, η οποία αφορούσε μια παρόμοια κατάσταση με εκείνη που είναι επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης και στην οποία το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αποκλειστικώς υπό το πρίσμα του καθεστώτος συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 45 του κανονισμού 1408/71.

    44      Η Γερμανική Κυβέρνηση προβάλλει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία δεν συνιστά δυσμενή διάκριση που αντιβαίνει στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80. Συγκεκριμένα, η εν λόγω νομοθεσία εφαρμόζεται ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του αιτούντος και επιδιώκει τον θεμιτό σκοπό της καταπολεμήσεως της ανεργίας, προς όφελος προσώπων τα οποία έχουν μικρές πιθανότητες να επανενταχθούν στην εθνική αγορά εργασίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι αναγκαίο να επεκταθεί το ευεργέτημα της εν λόγω νομοθεσίας σε πρόσωπα τα οποία κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, εκτός από τη Δημοκρατία της Αυστρίας, και τα οποία δεν έχουν σχέση με την αυστριακή ασφάλιση ανεργίας και με την αυστριακή αγορά εργασίας. Εξάλλου, το κοινοτικό δίκαιο έχει δεχθεί τον εδαφικό χαρακτήρα των παροχών ανεργίας.

    45      Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, η προαναφερθείσα απόφαση D’Amico ενισχύει την ως άνω ανάλυση και εξακολουθεί σήμερα να είναι λυσιτελής, παρά τις εν τω μεταξύ επελθούσες εξελίξεις στο πλαίσιο της υλοποιήσεως της εσωτερικής αγοράς, δεδομένου ότι ούτε όταν εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, το 1975, υφίστατο ενιαία ευρωπαϊκή αγορά εργασίας ούτε σήμερα υφίσταται τέτοια αγορά εργασίας.

    46      Κατά την Επιτροπή, πρέπει να γίνει παραπομπή στο άρθρο 9 της Συμφωνίας Συνδέσεως, το οποίο είναι αμέσως εφαρμοστέο. Όσον αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80, η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται μόνον στο κράτος μέλος υποδοχής του ενδιαφερομένου Τούρκου υπηκόου.

    47      Η Επιτροπή προβάλλει ότι το άρθρο 9 της Συμφωνίας Συνδέσεως αντιτίθεται στην άρνηση του αρμόδιου φορέα κράτους μέλους να συνυπολογίσει, για τη θεμελίωση δικαιώματος λήψεως πρόωρης συντάξεως γήρατος, τις περιόδους κατά τη διάρκεια των οποίων Τούρκος υπήκοος έλαβε επιδόματα ανεργίας σε άλλο κράτος μέλος, ωσάν να επρόκειτο για επιδόματα που καταβάλλονται βάσει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους.

    48      Συναφώς, η Επιτροπή επικαλείται την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου, που είναι μεταγενέστερη της προαναφερθείσας αποφάσεως D’Amico, σχετικά με τα ζητήματα εξομοιώσεως των πραγματικών περιστατικών, τα οποία επισυνέβησαν σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη, για τη θεμελίωση δικαιώματος λήψεως παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, τούτο δε με γνώμονα την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

     Απάντηση του Δικαστηρίου

    49      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 9 της Συμφωνίας Συνδέσεως απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας, υπό την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων οι οποίες θα ηδύναντο να θεσπισθούν από το Συμβούλιο Συνδέσεως. Τούτο σημαίνει ότι, όπως και το άρθρο 12 ΕΚ στις σχέσεις του με τις ειδικές διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ ή του παραγώγου δικαίου, το ως άνω άρθρο 9 δεν εφαρμόζεται αυτοτελώς εάν το Συμβούλιο Συνδέσεως έχει θεσπίσει ειδικό κανόνα περί απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως είναι ο κανόνας του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80 στον ειδικό τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Kocak και Örs, σκέψη 36).

    50      Κατά συνέπεια, στην παρούσα υπόθεση, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, αν είναι δυνατό να γίνει επίκληση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως που διατυπώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80 σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, στο πλαίσιο της οποίας ο ενδιαφερόμενος Τούρκος υπήκοος κατοικεί σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο κατά του οποίου γίνεται επίκληση του εν λόγω κανόνα.

    51      Συναφώς, όπως ορθώς επισήμαναν η Αυστριακή Κυβέρνηση και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 28 των προτάσεών του, δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από τη διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80, που έχει διαμορφωθεί κατά το πρότυπο εκείνης του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, ούτε από το αντικείμενο της πρώτης από τις δύο αυτές διατάξεις ότι η εν λόγω διάταξη επιβάλλει μόνον στο κράτος μέλος κατοικίας την υποχρέωση να εξασφαλίζει προς όφελος των Τούρκων υπηκόων, κατά την εφαρμογή της εθνικής του νομοθεσίας, την ισότητα στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως ανεξαρτήτως ιθαγενείας. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται και στα άλλα κράτη μέλη εντός των οποίων ένας Τούρκος υπήκοος έχει αποκτήσει δικαιώματα στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως ή έχει συμπληρώσει περιόδους ασφαλίσεως, κατοικίας ή απασχολήσεως.

    52      Η ως άνω ερμηνεία ενισχύεται από το άρθρο 2 της αποφάσεως 3/80, το οποίο ορίζει ότι στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω αποφάσεως εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, οι εργαζόμενοι «που υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη».

    53      Επομένως, εν προκειμένω, ο S. Öztürk δικαιούται να επικαλεστεί το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80 κατά των αυστριακών αρχών, λαμβανομένων υπόψη των περιόδων ασφαλίσεως που συμπλήρωσε στην Αυστρία, πριν από την εγκατάστασή του στη Γερμανία, για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, παρά το γεγονός ότι κατοικεί σήμερα στο τελευταίο κράτος μέλος.

    54      Όσον αφορά, δεύτερον, τη σημασία της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, που διατυπώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ο κανόνας της ίσης μεταχειρίσεως απαγορεύει όχι μόνον τις εμφανείς δυσμενείς διακρίσεις που στηρίζονται στην ιθαγένεια, αλλά και όλες τις συγκεκαλυμμένες μορφές δυσμενούς διακρίσεως οι οποίες, με την εφαρμογή άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγουν στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (προπαρατεθείσα απόφαση Kocak και Örs, σκέψη 39).

    55      Βεβαίως, μια νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη εφαρμόζεται ανεξαρτήτως της ιθαγενείας των οικείων εργαζομένων.

    56      Αντιθέτως, η προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία πρέπει να έχει ληφθεί παροχή ανεργίας από τον αυστριακό φορέα ασφαλίσεως ανεργίας κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου πριν από τον κρίσιμη ημερομηνία, από την οποία προϋπόθεση εξαρτά η ίδια αυτή νομοθεσία τη θεμελίωση του δικαιώματος λήψεως πρόωρης συντάξεως γήρατος, μπορεί να εκπληρώνεται πιο εύκολα από τους ημεδαπούς εργαζομένους παρά από τους Τούρκους διακινουμένους εργαζομένους που έχουν εργασθεί στην Αυστρία.

    57      Συναφώς, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν η επίμαχη διάταξη του εθνικού δικαίου θίγει στην πράξη ένα πολύ σημαντικότερο ποσοστό τέτοιων διακινουμένων εργαζομένων. Αρκεί η επισήμανση ότι η διάταξη αυτή είναι ικανή να παραγάγει ένα τέτοιο αποτέλεσμα (βλ., κατ’ αναλογίαν, την απόφαση της 23ης Μαΐου 1996, C‑237/94, O’Flynn, Συλλογή 1996, σ. I-2617, σκέψη 21).

    58      Επομένως, μια νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη στοιχειοθετεί άνιση μεταχείριση, έστω και αν η εν λόγω μεταχείριση δεν στηρίζεται ευθέως στην ιθαγένεια.

    59      Ωστόσο, προτού αποφανθεί το Δικαστήριο επί της ενδεχόμενης δικαιολογήσεως της εν λόγω άνισης μεταχειρίσεως, πρέπει να εξεταστεί, τρίτον, το ζήτημα αν η εφαρμογή και μόνον της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80, αρκεί για την εξάλειψη των μειονεκτημάτων, εις βάρος των Τούρκων υπηκόων, τα οποία απορρέουν από μια νομοθεσία όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, λαμβανομένων υπόψη των κριθέντων στη σκέψη 38 της προαναφερθείσας αποφάσεως Taflan-Met κ.λπ., σύμφωνα με την οποία, καθόσον το Συμβούλιο δεν θεσπίζει τα συμπληρωματικά μέτρα, όπως είναι αυτά που εξαγγέλλει ο κανονισμός 574/72, τα οποία είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της εν λόγω αποφάσεως, οι διατάξεις της αποφάσεως αυτής δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα στο έδαφος των κρατών μελών και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει επίκληση των εν λόγω διατάξεων ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (βλ., επίσης υπ’ αυτήν την έννοια, την προπαρατεθείσα απόφαση Sürül, σκέψη 54).

    60      Τούτο ισχύει για τον κανόνα του συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως στους διαφόρους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως που μνημονεύονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80. Αντιθέτως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως καθιερώνει, στον τομέα εφαρμογής της αποφάσεως αυτής, μια συγκεκριμένη και ανεπιφύλακτη αρχή η οποία μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά ώστε να εφαρμοστεί από τον εθνικό δικαστή (προπαρατεθείσα απόφαση Sürül, σκέψεις 62 έως 74).

    61      Κατά την Αυστριακή Κυβέρνηση, ο συνυπολογισμός, για τη θεμελίωση δικαιώματος λήψεως πρόωρης συντάξεως γήρατος υπέρ ενός Τούρκου εργαζομένου, των περιόδων καταβολής των παροχών ανεργίας σε άλλο κράτος μέλος καθιστά αναγκαία την προσφυγή σε τεχνικούς κανόνες συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως που περιέχονται στην απόφαση 3/80, κανόνες στους οποίους ακριβώς, κατά την προαναφερθείσα απόφαση Taflan-Met κ.λπ., δεν αναγνωρίσθηκε άμεσο αποτέλεσμα και των οποίων, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει επίκληση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

    62      Ωστόσο, η ως άνω ερμηνεία δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

    63      Συγκεκριμένα, όπως επεσήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 71 και 72 των προτάσεών του, η υπόθεση της κύριας δίκης δεν αφορά ένα ζήτημα συνυπολογισμού των περιόδων εισφορών στον φορέα ασφαλίσεως γήρατος, από τη συμπλήρωση των οποίων εξαρτάται η θεμελίωση δικαιώματος λήψεως αυστριακής συντάξεως ή ο υπολογισμός του ποσού της εν λόγω συντάξεως.

    64      Αντιθέτως, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά μόνον το ζήτημα του συνυπολογισμού μιας ελάχιστης περιόδου αναφοράς κατά τη διάρκεια της οποίας ο οικείος εργαζόμενος πρέπει να έχει λάβει παροχές ανεργίας ώστε να μπορέσει, ενδεχομένως, να ζητήσει τη λήψη πρόωρης συντάξεως γήρατος λόγω ανεργίας.

    65      Πάντως, μια τέτοια περίοδος δεν μπορεί, αυτή καθ’ εαυτήν, να θεωρηθεί ως περίοδος ασφαλίσεως που καλύπτεται από τους τεχνικούς κανόνες συνυπολογισμού των περιόδων οι οποίες συμπληρώθηκαν σε διάφορα κράτη μέλη για τη θεμελίωση, τη διατήρηση ή την ανάκτηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, εφόσον η ως άνω προϋπόθεση αποσκοπεί στο να αποδειχθεί ότι ο ενδιαφερόμενος όντως υπήρξε αιτών εργασία κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου και προσέκρουσε σε δυσχέρειες για την επανένταξή του στην αγορά εργασίας, πρόκειται για προϋπόθεση η οποία διαφέρει από εκείνη που αφορά την εκκαθάριση, αυτήν καθ’ εαυτήν, των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και της οποίας η εφαρμογή υπόκειται πλήρως στην τήρηση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων που διατυπώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80 (βλ., κατ’ αναλογία, διάταξη της 12ης Φεβρουαρίου 2003, C‑23/02, Alami, Συλλογή 2003, σ. I‑1399, σκέψη 38).

    66      Τέλος, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν η διαπιστωθείσα στις σκέψεις 56 έως 58 της παρούσας αποφάσεως διαφορετική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικώς, όπως υποστηρίζει η Γερμανική Κυβέρνηση, από έναν θεμιτό σκοπό κοινωνικής πολιτικής, κατά το μέτρο που η πρόωρη σύνταξη γήρατος λόγω ανεργίας θα έπρεπε να θεωρηθεί ως μέτρο κοινωνικής προστασίας υπέρ των ανέργων, με γνώμονα την κατάσταση της απασχολήσεως στο οικείο κράτος μέλος. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν συντρέχει λόγος να λαμβάνονται υπόψη οι περίοδοι ανεργίας που συμπληρώθηκαν σε άλλο κράτος μέλος.

    67      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι είναι αληθές ότι μια παροχή όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης χορηγείται σε εργαζόμενο του οποίου η επανένταξη στην ενεργό απασχόληση είναι δυσχερής και αποτελεί βεβαίως μέτρο που εμπίπτει στην εθνική πολιτική απασχολήσεως, η εν λόγω παροχή δεν συνιστά, ωστόσο, παροχή ανεργίας, αλλά σύνταξη γήρατος. Βεβαίως, το δικαίωμα λήψεως της εν λόγω συντάξεως αναγνωρίζεται προτού ο ενδιαφερόμενος συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδοτήσεως, εφόσον αυτός ευρίσκεται σε κατάσταση μακροχρόνιας ανεργίας. Ωστόσο, το ποσό της εν λόγω παροχής υπολογίζεται βάσει των περιόδων εισφορών του ασφαλισμένου στο σύστημα ασφαλίσεως γήρατος του οικείου κράτους μέλους.

    68      Κατόπιν των ανωτέρω παρατηρήσεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή νομοθεσίας κράτους μέλους η οποία εξαρτά τη θεμελίωση του δικαιώματος λήψεως πρόωρης συντάξεως γήρατος λόγω ανεργίας από την προϋπόθεση να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος, κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση συντάξεως, παροχές ανεργίας μόνον από το εν λόγω κράτος μέλος.

     Επί του δευτέρου ερωτήματος

    69      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως επί του πρώτου ερωτήματος, παρέλκει η απάντηση επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    70      Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Αυστριακή και η Γερμανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002 το Oberster Gerichtshof, αποφαίνεται:

    Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, περί της εφαρμογής των καθεστώτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στους Τούρκους εργαζομένους και στα μέλη των οικογενειών τους, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει την εφαρμογή νομοθεσίας κράτους μέλους η οποία εξαρτά τη θεμελίωση του δικαιώματος λήψεως πρόωρης συντάξεως γήρατος λόγω ανεργίας από την προϋπόθεση να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος, κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση συντάξεως, παροχές ανεργίας μόνον από το εν λόγω κράτος μέλος.

    Σκουρής

    Jann

    Timmermans

    Gulmann

    Cunha Rodrigues

    Puissochet

    Schintgen

    Macken

    Colneric

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Απριλίου 2004.

    Ο Γραμματέας

     

          Ο Πρόεδρος

    R. Grass

     

          Β. Σκουρής


    * Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Επάνω