Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62002CC0019

    Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 1ης Απριλίου 2004.
    Viktor Hlozek κατά Roche Austria Gesellschaft mbH.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberster Gerichtshof - Αυστρία.
    Κοινωνική πολιτική - Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Ισότητα της αμοιβής - Αμοιβή - Έννοια - Επίδομα αναμονής ("Überbrückungsgeld") που προβλέπεται σε συμφωνία επιχειρήσεως - Πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας που καταρτίσθηκε λόγω μετατροπής της επιχειρήσεως - Παροχή χορηγούμενη σε εργαζόμενους που συμπλήρωσαν ορισμένη ηλικία κατά τον χρόνο της καταγγελίας της σχέσεως εργασίας - Χορήγηση της παροχής σε διαφορετικές ηλικίες ανάλογα με το φύλο των εργαζόμενων των οποίων καταγγέλλεται η σχέση εργασίας - Συνεκτίμηση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως που καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο, η οποία διαφέρει ανάλογα με το φύλο.
    Υπόθεση C-19/02.

    Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-11491

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2004:204

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    JULIANE KOKOTT

    της 1ης Απριλίου 2004 (1)

    Υπόθεση C-19/02

    Viktor Hlozek

    κατά

    Roche Austria GmbH

    [αίτηση του Oberster Gerichtshof (Αυστρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Ισότητα της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών – Επίδομα αναμονής – Πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας – Διαφορετικό όριο ηλικίας για άνδρες και γυναίκες – Κίνδυνος διαρκούς ανεργίας»






    I –    Eισαγωγή

    1.        Η παρούσα υπόθεση αφορά κυρίως το ζήτημα αν, σε περίπτωση καταβολής επιδόματος αναμονής, το οποίο χορηγείται στους εργαζομένους βάσει προγράμματος κοινωνικής μέριμνας για την άμβλυνση των συνεπειών του κλεισίματος εργοστασίου, είναι θεμιτός ο καθορισμός διαφορετικών ορίων ηλικίας μεταξύ ανδρών και γυναικών.

    2.        Συναφώς το αυστριακό Oberster Gerichtshof (στο εξής: αιτούν δικαστήριο) υποβάλλει, με την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, πλείονα ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 141 EΚ καθώς και της οδηγίας 75/117/EΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (2) (στο εξής: οδηγία 75/117), της οδηγίας 86/378/EΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1986, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης (3) (στο εξής: οδηγία 86/378) και της οδηγίας 76/207/EΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά  την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (4) (στο εξής: οδηγία 76/207).

    II – Νομικό πλαίσιο

    Α –      Το κοινοτικό δίκαιο

    3.        Το κοινοτικό νομικό πλαίσιο όσον αφορά την υπό κρίση περίπτωση συγκροτούν το άρθρο 141 EΚ, το άρθρο 1 της οδηγίας 75/117, η οδηγία 86/378 καθώς και η οδηγία 76/207.

    4.        Το άρθρο 141, παράγραφοι 1 και 2, EΚ ορίζει τα εξής:

    «Άρθρο 141

    1.      Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας.

    2.      Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως “αμοιβή” νοούνται οι συνήθεις βασικοί ή κατώτατοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη, που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας.

    Η ισότητα αμοιβής, χωρίς διακρίσεις φύλου, συνεπάγεται:

    α)      ότι η αμοιβή που παρέχεται για όμοια εργασία που αμείβεται κατ’ αποκοπήν καθορίζεται με βάση την ίδια μονάδα μετρήσεως,

    β)      ότι η αμοιβή που παρέχεται για εργασία που αμείβεται με βάση τη χρονική διάρκεια είναι η ίδια για όμοια θέση εργασίας.»

    5.        Το άρθρο 1 της οδηγίας 75/117 ορίζει τα εξής:

    «Η αρχή της ισότητος των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, που προβλέπεται στο άρθρο 119 της Συνθήκης και που καλείται στο εξής “αρχή της ισότητος των αμοιβών”, συνεπάγεται για την ίδια εργασία ή για εργασία στην οποία αποδίδεται ίση αξία, την κατάργηση για το σύνολο των στοιχείων και όρων αμοιβής κάθε διακρίσεως βασιζομένης στο φύλο.

    Ιδιαίτερα, όταν χρησιμοποιείται σύστημα επαγγελματικής κατατάξεως για τον καθορισμό των αμοιβών, το σύστημα αυτό πρέπει να βασίζεται σε κοινά κριτήρια για τους εργαζομένους άνδρες και γυναίκες και να επιβάλλεται κατά τρόπο που να αποκλείει τις διακρίσεις που βασίζονται στο φύλο.»

    6.        Η οδηγία  86/378 (5) περιέχει ιδίως τις ακόλουθες διατάξεις:

    «Άρθρο 2

    1.      Ως επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης θεωρούνται τα συστήματα που δεν διέπονται από την οδηγία 79/7/ΕΟΚ και που έχουν ως αντικείμενο τη χορήγηση στους εργαζόμενους, μισθωτούς ή ελεύθερους επαγγελματίες, στα πλαίσια μιας επιχείρησης ή ομάδας επιχειρήσεων, ενός οικονομικού κλάδου ή επαγγελματικού ή διεπαγγελματικού τομέα, παροχών που θα προορίζονται να συμπληρώνουν ή να υποκαθιστούν τις παροχές των εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, είτε η υπαγωγή στα συστήματα αυτά είναι υποχρεωτική είτε προαιρετική.

    […]

    3.      Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τον εργοδότη να χορηγήσει συμπληρωματικό ποσό σύνταξης σε άτομα τα οποία έχουν ήδη συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης όσον αφορά τη χορήγηση σύνταξης δυνάμει επαγγελματικού συστήματος αλλά τα οποία δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει την ηλικία της συνταξιοδότησης για τη χορήγηση νόμιμης σύνταξης, με σκοπό την εξίσωση ή την προσέγγιση του ποσού των συνολικών παροχών που καταβάλλεται στα άτομα αυτά με το ποσό που καταβάλλεται σε ετερόφυλα άτομα που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση τα οποία έχουν ήδη συμπληρώσει την ηλικία της νόμιμης σύνταξης, έως ότου οι δικαιούχοι του συμπληρωματικού ποσού συμπληρώσουν την ηλικία της νόμιμης σύνταξης.

    […]

    Άρθρο 4

    Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται:

    α)      στα επαγγελματικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία κατά των ακόλουθων κινδύνων:

    […]

    –      γήρας, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης πρόωρων συνταξιοδοτήσεων,

    […]

    –      ανεργία·

    β)      στα επαγγελματικά συστήματα που προβλέπουν άλλες κοινωνικές παροχές, σε είδος ή σε χρήμα, και ιδίως παροχές επιζώντων και οικογενειακές παροχές, εφόσον οι παροχές αυτές προορίζονται για μισθωτούς και επομένως αποτελούν οφέλη που παρέχονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο λόγω της απασχόλησης αυτού του τελευταίου.

    Άρθρο 5

    1.      Υπό τις συνθήκες που καθορίζονται στις ακόλουθες διατάξεις, η αρχή της ίσης μεταχείρισης συνεπάγεται την εξάλειψη κάθε διάκρισης που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την ύπαρξη γάμου ή την εν γένει οικογενειακή κατάσταση, και ιδιαίτερα όσον αφορά:

    –      το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων και τους όρους υπαγωγής στα συστήματα αυτά,

    –      την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό των εισφορών,

    –      τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευομένου προσώπου, και τις προϋποθέσεις διάρκειας και διατήρησης του δικαιώματος παροχών.

    […]

    Άρθρο 6

    1.      Μεταξύ των διατάξεων που αντιβαίνουν προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης πρέπει να περιληφθούν οι διατάξεις που βασίζονται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, ιδίως σε συσχετισμό με την ύπαρξη γάμου ή την εν γένει οικογενειακή κατάσταση, προκειμένου:

    […]

    γ)      να διαμορφώσουν διαφορετικούς κανόνες σχετικά με την ηλικία εισόδου στο σύστημα ή με ελάχιστη διάρκεια της απασχόλησης ή της υπαγωγής στο σύστημα, για τη λήψη παροχών από το σύστημα αυτό·

    […]

    ε)      να καθορίσουν διαφορετικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση παροχών ή να τις περιορίσουν μόνο στους εργαζόμενους του ενός ή του άλλου φύλου·

    […]»

    7.        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, όριζε τα εξής:

    «Η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως, συνεπάγεται την εξασφάλιση σε άνδρες και γυναίκες των αυτών όρων, χωρίς διάκριση βασιζόμενη στο φύλο.»

    8.        Εν τω μεταξύ, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 αντικαταστάθηκε με το τροποποιηθέν άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της ίδιας οδηγίας (6), το οποίο περιέχει ίδια από πλευράς περιεχομένου αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τους όρους απολύσεως:

    «Η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης σημαίνει ότι δεν υφίσταται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, περιλαμβανομένων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όσον αφορά:

    […]

    γ)      τις συνθήκες απασχόλησης και εργασίας, περιλαμβανομένων των απολύσεων, καθώς και θέματα αμοιβής σύμφωνα με την οδηγία 75/117/ΕΟΚ.»

    9.        Παράλληλα προς τις προαναφερθείσες διατάξεις πρέπει να γίνει περαιτέρω μνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 79/7/EΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (7) (στο εξής: οδηγία 79/7):

    «Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της:

    α)      τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για την χορήγηση συντάξεων γήρατος και συντάξεων εν γένει και τις συνέπειες που είναι δυνατόν να προκύψουν για άλλες παροχές.»

    Β –      Το εθνικό δίκαιο

    10.      Aπό το εθνικό δίκαιο της Αυστρίας σημασία έχουν οι νομοθετικές διατάξεις για το πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας, για την προστασία από την καταγγελία καθώς και για τη σύνταξη γήρατος.

    1.      Πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας

    11.      Σύμφωνα με το άρθρο 97, παράγραφος 1, εδάφιο 4, του αυστριακού Arbeitsverfassungsgesetz (ομοσπονδιακού νόμου για τις εργασιακές σχέσεις και τον κανονισμό της επιχειρήσεως περί εργασιακών σχέσεων, στο εξής: ArbVG), το συμβούλιο εργαζομένων, το αιρετό όργανο των εργαζομένων στην επιχείρηση, μπορεί, στην περίπτωση της μετατροπής μιας επιχειρήσεως, να καταστήσει υποχρεωτική την κατάρτιση συμφωνίας με τον επιχειρηματία. Περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής, που καλείται πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας, μπορούν να είναι όλες οι ρυθμίσεις που αντισταθμίζουν τις αρνητικές συνέπειες των τροποποιήσεων εντός της επιχειρήσεως, όπως π.χ. αυξημένη αποζημίωση σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως λόγω μειώσεως του προσωπικού της επιχειρήσεως ή επικουρικές παροχές για εργαζομένους των οποίων έχει καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας, αλλά και τα καλούμενα «επιδόματα αναμονής». Ο νόμος δεν προβλέπει συγκεκριμένο περιεχόμενο του προγράμματος κοινωνικής μέριμνας. Σύμφωνα με το άρθρο 31 του ArbVG, μια συμφωνία εντός της επιχειρήσεως είναι άμεσα δεσμευτική εντός του πεδίου εφαρμογής της· ως εκ τούτου έχει κανονιστική ισχύ για τους εργαζομένους.

    2.      Προστασία από την καταγγελία

    12.      Κατά το αυστριακό δίκαιο, σε περίπτωση καταγγελίας, ο εργοδότης υπέχει υποχρέωση κοινωνικής μέριμνας. Συναφώς ο εργοδότης πρέπει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει υπόψη την ηλικία του εργαζομένου και τη δυσκολία ανευρέσεως νέας θέσεως εργασίας. Πρωτίστως πρέπει να προστατεύονται οι εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας.

    13.      Σύμφωνα με το άρθρο 105, παράγραφος 3, σημείο 2, του ArbVG, μια καταγγελία μπορεί να προσβληθεί λόγω παραβάσεως των διατάξεων της κοινωνικής ασφαλίσεως από το συμβούλιο των εργαζομένων ως αιρετό όργανο των εργαζομένων. Εντούτοις, εάν το συμβούλιο των εργαζομένων συναινεί ρητώς σε μία καταγγελία, τότε αυτή δεν μπορεί πλέον να προσβληθεί λόγω παραβάσεως των διατάξεων της κοινωνικής ασφαλίσεως. Με τη σύναψη προγράμματος κοινωνικής μέριμνας, το οποίο αμβλύνει τις συνέπειες των καταγγελιών πρωτίστως για εργαζομένους μεγαλύτερης ηλικίας, μπορούν να αποφευχθούν τουλάχιστον οι προσβολές των καταγγελιών.

    3.      Νόμιμη σύνταξη

    14.      Η νόμιμη σύνταξη στην Αυστρία ρυθμίζεται ως εξής: Aξίωση για σύνταξη γήρατος («Alterspension») έχουν σύμφωνα με το άρθρο 253 του Allgemeines Sozialversicherungsgesetz (γενικού νόμου περί κοινωνικών ασφαλίσεων, στο εξής: ASVG) οι άνδρες με τη συμπλήρωση του 65ου και οι γυναίκες με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους (η καλούμενη κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως).

    15.      Mε τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους οι άνδρες είχαν, κατά τη μέχρι τούδε σημαντική για τη διαφορά της κύριας δίκης νομική κατάσταση, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αξίωση για πρόωση σύνταξη γήρατος (στο εξής: πρόωρη συνταξιοδότηση), και μάλιστα σε περίπτωση ανεργίας (άρθρο 253a ASVG), κατόπιν μακράς διαρκείας κοινωνικής ασφαλίσεως (άρθρο 253b ASVG) ή σε περίπτωση διεκδικήσεως της καλουμένης κλιμακουμένης συντάξεως (άρθρο 253c ASVG)· οι γυναίκες αποκτούσαν την ίδια αξίωση μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας τους. Εν τω μεταξύ προβλέφθηκαν υψηλότερα όρια ηλικίας για την προσωρινή συνταξιοδότηση, δηλαδή 61,5 έτη για τους άνδρες και 56,5 έτη για τις γυναίκες.

    III – Το ιστορικό της διαφοράς

    16.      Ο ενάγων της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: ενάγων) εργαζόταν από την 1η Ιανουαρίου 1982 στην εναγομένη της κύριας δίκης (στο εξής: εναγομένη) και στη δικαιοπάροχο της εναγομένης ως διευθυντής εργοστασίου. Το εργοστάσιο αυτό έκλεισε και πολλές συμβάσεις εργασίας καταγγέλθηκαν. Η σχέση εργασίας του ενάγοντος έληξε στις 30 Ιουνίου 1999 με καταγγελία εκ μέρους της εναγομένης.

    1.      Πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας

    17.      Για να αμβλύνει τις συνέπειες του κλεισίματος του εργοστασίου και των εντεύθεν καταγγελιών των συμβάσεων, η εναγομένη και το συμβούλιο εργαζομένων κατάρτισαν στις 26 Φεβρουαρίου 1998 ένα πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας, στο πεδίο εφαρμογής του οποίου εμπίπτει και ο ενάγων. Σύμφωνα με το πρόγραμμα αυτό, η εργοδότρια παρέχει στους εργαζομένους συγκεκριμένες χρηματικές παροχές. Παράλληλα με την ήδη οφειλόμενη εκ του νόμου αποζημίωση («gesetzliche Abfertigung») καταβάλλεται, αφενός, αποζημίωση που χαρακτηρίζεται ως «οικειοθελής αποζημίωση» και, αφετέρου, επίδομα αναμονής. Το είδος αποζημιώσεως για το οποίο έχει εκάστοτε αξίωση ο ιδιώτης εξαρτάται ιδίως από την ηλικία του.

    18.      Έτσι, εργαζόμενες οι οποίες δεν έχουν συμπληρώσει ακόμη το 50ό έτος της ηλικίας τους και εργαζόμενοι οι οποίοι είναι κάτω των 55 ετών λαμβάνουν, κατά το πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας, μόνον την οικειοθελή αποζημίωση, επομένως, μια εφάπαξ χρηματική παροχή, το ύψος της οποίας εξαρτάται από τη διάρκεια της απασχολήσεώς τους στο εργοστάσιο.

    19.      Σε περίπτωση υπερβάσεως των προαναφερθέντων ορίων ηλικίας, οι ενδιαφερόμενοι λαμβάνουν, αντιθέτως, συνδυασμό οικειοθελούς αποζημιώσεως και επιδόματος αναμονής, μηνιαία πληρωμή η οποία καταβάλλεται ως είδος μισθού, συνήθως μέχρι την προσωρινή συνταξιοδότηση. Το επίδομα αναμονής αποτελεί για τον εν λόγω κύκλο προσώπων το επίκεντρο των αξιώσεών τους από το πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας. Πράγματι, η οικειοθελής αποζημίωσή τους είναι, κατά τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, σαφώς μικρότερη απ’ ό,τι για πρόσωπα τα οποία είναι κάτω των προαναφερθέντων ορίων ηλικίας: ανέρχεται το πολύ σε τρεις μηνιαίους μισθούς, ενώ το επίδομα αναμονής καταβάλλεται μέχρι πέντε έτη, δεκατέσσερις φορές το έτος και σε ύψος 75 % του τελευταίου ακαθάριστου μηνιαίου μισθού (8).

    20.      Ειδικότερα, το έρεισμα για τις προαναφερθείσες παροχές αποτελούν ιδίως οι ακόλουθες διατάξεις του προγράμματος κοινωνικής μέριμνας:

    «7.      Οικειοθελής αποζημίωση

    7.1.      Πεδίο εφαρμογής

    Aξίωση για οικειοθελή αποζημίωση έχουν οι εργαζόμενοι οι οποίοι κατά τη λήξη της σχέσεως εργασίας δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους (άνδρες) ή το 50ό έτος της ηλικίας τους (γυναίκες).

    [...]

    8.       Επίδομα αναμονής

    8.1.  Πεδίο εφαρμογής

    Aξίωση για λήψη επιδόματος αναμονής έχουν οι εργαζόμενοι οι οποίοι κατά τον χρόνο λήξεως της σχέσεως εργασίας έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους (άνδρες) ή το 50ό έτος της ηλικίας τους (γυναίκες) και δεν έχουν ακόμη αξίωση συνταξιοδοτήσεως βάσει του ASVG.

    8.2.  Το επίδομα αναμονής αρχίζει να καταβάλλεται τον μήνα που ακολουθεί τη λήξη της σχέσεως εργασίας και έως της γενέσεως αξιώσεως συνταξιοδοτήσεως βάσει του ASVG, το αργότερο όμως πέντε έτη μετά τη λήξη της σχέσεως εργασίας.

    8.3.  Το ύψος του επιδόματος αναμονής ανέρχεται στο 75 % (ακαθάριστο) των τελευταίων μηνιαίων αποδοχών και καταβάλλεται δεκατέσσερις φορές ετησίως. Κατά το οικείο χρονικό διάστημα, ο εργαζόμενος δεν παρέχει εργασία.

    Επιπλέον, η BMA εγγυάται την παροχή οικειοθελούς αποζημιώσεως.

    Το ύψος αυτής ορίζεται αναλόγως της διάρκειας του χρονικού διαστήματος για το οποίο καταβάλλεται το επίδομα αναμονής:

    μέχρι 2 έτη: 1 μισθός

    2 έως 4 έτη: 2 μισθοί

    από 4 έτη: 3 μισθοί.

    Η οικειοθελής αποζημίωση καταβάλλεται παράλληλα με την εκ του νόμου αποζημίωση.»

    21.      Αν ένας εργαζόμενος του οποίου η σύμβαση εργασίας είχε καταγγελθεί πληρούσε τις προϋποθέσεις για την είσπραξη του επιδόματος αναμονής σύμφωνα με το σημείο 8 του προγράμματος κοινωνικής μέριμνας, η σχέση εργασίας του έληγε στην πράξη και συνήπτετο σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου για πέντε το πολύ έτη ή μέχρι της γενέσεως αξιώσεως για νόμιμη σύνταξη (σύνταξη βάσει του ASVG), κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ελάμβανε επίδομα αναμονής, δεν παρείχε πλέον εργασία και μπορούσε να ασκήσει άλλη επαγγελματική δραστηριότητα.

    2.      Στατιστική της αγοράς εργασίας

    22.      Κατά ετήσιο μέσο όρο προέκυψε στην Αυστρία, κατά ηλικία και φύλο, η ακόλουθη εικόνα όσον αφορά τους ανέργους (9):

    23.      Το 1998 το ποσοστό των ανέργων ανερχόταν στις ηλικίες 30 έως 39 ετών σε 7,6 % για τις γυναίκες και 6 % για τους άνδρες, στις ηλικίες 40 έως 49 ετών σε 6,3 % για τις γυναίκες και 6,4 % για τους άνδρες, στις ηλικίες 50 έως 54 ετών σε 11,2 % για τις γυναίκες και 8,7 % για τους άνδρες και στις ηλικίες 55 έως 59 ετών σε 8,9 % για τις γυναίκες και 12,7 % για τους άνδρες. Στην ηλικία των 60 και άνω σε 4,6 % για τις γυναίκες και 6,4 % για τους άνδρες.

    24.      Το 1999 το ποσοστό των ανέργων ανερχόταν στις ηλικίες 30 έως 39 ετών σε 6,9 % για τις γυναίκες και 5,6 % για τους άνδρες, στις ηλικίες 40 έως 49 ετών σε  5,9 % για τις γυναίκες και 5,8 % για τους άνδρες, στις ηλικίες 50 έως 54 ετών σε 11 % για τις γυναίκες και 8,1 % για τους άνδρες και στις ηλικίες 55 έως 59 ετών σε 9,9 % για τις γυναίκες και 13,6 % για τους άνδρες. Στην ηλικία των 60 ετών και άνω σε 4,9 % για τις γυναίκες και 7,2 % για τους άνδρες.

    25.      Το 2000 το ποσοστό των ανέργων ανερχόταν στις ηλικίες 30 έως 39 ετών σε 5,9 % για τις γυναίκες και 5 % για τους άνδρες, στις ηλικίες των 40 έως 44 ετών σε 5 % για τις γυναίκες και 5 % για τους άνδρες, στις ηλικίες 45 έως 49 ετών σε 5,2 % για τις γυναίκες και 5,5 % για τους άνδρες, στις ηλικίες 50 έως 54 ετών σε 9 % για τις γυναίκες και 6,9 % για άνδρες και στις ηλικίες 55 έως 59 ετών σε 9,5 % για τις γυναίκες και 12 % για τους άνδρες. Στην ηλικία των 60 ετών και άνω το ποσοστό ανερχόταν σε  5,1 % για τις γυναίκες και 8,4 % για τους άνδρες.

    3.      Η κατάσταση του ενάγοντος

    26.      Επειδή ο ενάγων κατά τον χρόνο της καταγγελίας στις 30 Ιουνίου 1999 δεν είχε συμπληρώσει ακόμη το 55ο έτος της ηλικίας του, δεν έλαβε παροχές βάσει του σημείου 8 του προγράμματος κοινωνικής μέριμνας, ιδίως όχι επίδομα αναμονής, αλλά μόνον τις συνολικά αισθητά μικρότερες παροχές κατά το σημείο 7 του προγράμματος κοινωνικής μέριμνας.

    27.      Στις 20 Oκτωβρίου 1999 ο ενάγων βρήκε άλλη θέση εργασίας με ανάλογη αμοιβή.

    IV – Η διαφορά της κύριας δίκης

    28.      Στην κύρια δίκη ο ενάγων ζητεί να κριθεί ότι έχει έναντι της εναγομένης αξίωση για την καταβολή επιδόματος αναμονής μέχρι την έναρξη της καταβολής της νόμιμης συντάξεώς του (σύνταξη βάσει του ASVG) υπό την έννοια του προγράμματος κοινωνικής μέριμνας. Επικουρικώς ζητεί να κριθεί ότι έχει έναντι της εναγομένης αξίωση για την καταβολή επιδόματος αναμονής υπό την έννοια του προγράμματος κοινωνικής μέριμνας για διάστημα μέχρι πέντε ετών μετά την απόλυσή του στις 30 Ιουνίου 1999. Επίσης επικουρικώς ζητεί να κριθεί ότι έχει έναντι της εναγομένης αξίωση για την καταβολή επιδόματος αναμονής υπό την έννοια του προγράμματος κοινωνικής μέριμνας για τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία δεν άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα.

    29.      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή και έκρινε ότι ο ενάγων έχει έναντι της εναγομένης αξίωση για τη χορήγηση του επιδόματος αναμονής μέχρι την έναρξη της καταβολής της νόμιμης συντάξεώς του, για διάστημα ωστόσο το πολύ πέντε ετών μετά την καταγγελία. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση αυτή. Κατά της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου η εναγομένη άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

    V –    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως και διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    30.      Mε διάταξη της 20ής Δεκεμβρίου 2001 το αιτούν δικαστήριο ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

    1)      α)     Πρέπει να δοθεί στα άρθρα 141 EΚ και 1 της οδηγίας 75/117/EΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42), η ερμηνεία ότι

                      στο πλαίσιο συστήματος, όπου ο εργοδότης, ο οποίος κατόπιν συγχωνεύσεως με άλλη εταιρία καταγγέλλει τις συμβάσεις εργασίας μεγάλης κατηγορίας εργαζομένων, οφείλει, λόγω της υποχρεώσεως κοινωνικής μέριμνας που υπέχει έναντι του συνόλου των εργαζομένων και προκειμένου να μειώσει τις συνέπειες των καταγγελιών –ιδίως τον σχετιζόμενο με την ηλικία κίνδυνο της ανεργίας– να καταρτίσει μαζί με το συμβούλιο εργαζομένων ένα δεσμευτικό πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας για τους εργαζομένους·

                      αντίκειται σε αυτά ένα πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας κατά το οποίο ανεξαρτήτως της διάρκειας απασχολήσεως, ήτοι χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος για την απόκτηση των σχετικών δικαιωμάτων και μόνον βάσει της ηλικίας –και του διαφορετικού για τους άνδρες και τις γυναίκες, αναλόγως της ηλικίας, κινδύνου διαρκούς ανεργίας– αντιστοιχεί σε κάθε εργαζόμενη που κατά τον χρόνο καταγγελίας της συμβάσεως έχει συμπληρώσει το 50ό έτος της ηλικίας και σε κάθε εργαζόμενο, ο οποίος κατά τον χρόνο της καταγγελίας της συμβάσεως έχει συμπληρώσει το 55o έτος της ηλικίας, «επίδομα αναμονής» ύψους 75 % των τελευταίων ακαθάριστων μηνιαίων αποδοχών για πέντε έτη, το πολύ, ωστόσο μέχρι της γενέσεως της εκ του νόμου αξιώσεως περί συνταξιοδοτήσεως;

             β)     Πρέπει ιδίως ο όρος «αμοιβή» του άρθρου 141 EΚ καθώς και του άρθρου 1 της οδηγίας να ερμηνευθεί ότι, σε περίπτωση παροχών που δεν συνδέονται με την παρασχεθείσα εργασία, αλλά μόνον με την ιδιότητα του εργαζομένου και με την υποχρέωση κοινωνικής μέριμνας που βαρύνει τον εργοδότη, περιλαμβάνει την κάλυψη του κινδύνου της διαρκούς ανεργίας, οπότε η αμοιβή πρέπει να θεωρείται ίση, όταν –γενικώς θεωρούμενη– καλύπτει ιδίας εκτάσεως κίνδυνο, ακόμη και αν αυτός ο κίνδυνος εμφανίζεται κατά κανόνα σε διαφορετική ηλικία για τους άνδρες απ’ ό,τι για τις γυναίκες;

             γ)     Ή μήπως ο ούτως νοούμενος διαφορετικός κίνδυνος μπορεί, εάν ο όρος «αμοιβή» σε αυτές τις διατάξεις περιλαμβάνει μόνον την παροχή σε μετρητά, να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών;

    2)      Πρέπει ο όρος «επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως» υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 86/378/EΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1986, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης (ΕΕ L 225, σ. 40, που τροποποιήθηκε με την οδηγία 96/97/EΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, ΕΕ L 46, σ. 20), να ερμηνευθεί ότι περιλαμβάνει και επίδομα αναμονής υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια;

    Πρέπει ο όρος «κίνδυνος γήρατος, συμπεριλαμβανομένης της περιπτώσεως πρόωρων συνταξιοδοτήσεων» του άρθρου 4 της οδηγίας, να νοηθεί ότι περιλαμβάνει και τέτοια «επιδόματα αναμονής»;

    Περιλαμβάνει ο όρος «σύστημα» του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας μόνον το ζήτημα της συνδρομής των προϋποθέσεων για τη χορήγηση του επιδόματος αναμονής ή γενικώς την ιδιότητα του εργαζομένου;

    3)      α)     Πρέπει η οδηγία 76/207/EΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70), να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το προπαρατεθέν «επίδομα αναμονής» συνιστά όρο απολύσεως κατά το άρθρο 5 αυτής της οδηγίας;

             β)     Πρέπει αυτή η οδηγία να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντίκειται σε αυτήν ένα πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας το οποίο προβλέπει, ανεξαρτήτως της διάρκειας απασχολήσεως, ήτοι χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος για την απόκτηση των σχετικών δικαιωμάτων και μόνο βάσει της ηλικίας –και του διαφορετικού για τους άνδρες και τις γυναίκες, αναλόγως της ηλικίας, γενικώς θεωρουμένου, κινδύνου διαρκούς ανεργίας–, τη χορήγηση σε κάθε εργαζομένη, που κατά τον χρόνο καταγγελίας των συμβάσεων έχει συμπληρώσει το 50ό έτος της ηλικίας και σε κάθε εργαζόμενο που κατά τον χρόνο καταγγελίας των συμβάσεων έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας, «επίδομα αναμονής» ύψους 75 % των τελευταίων ακαθάριστων μηνιαίων αποδοχών για πέντε έτη, το πολύ, ωστόσο μέχρι της γενέσεως της εκ του νόμου αξιώσεως συνταξιοδοτήσεως;

    31.      Ο ενάγων και η εναγομένη της κύριας δίκης, καθώς και η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή κατέθεσαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου.

    VI – Σύνοψη των παρατηρήσεων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

    1.      Ενάγων

    32.      Ο ενάγων είναι της γνώμης ότι το προβλεπόμενο στο πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας επίδομα αναμονής αποτελεί αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 141 EΚ. Δεν έχει σημασία, κατά τον ενάγοντα, το αν υφίσταται απαλλαγή από την υποχρέωση εργασίας, η οποία παρέχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να συνάψει άλλη σχέση εργασίας, διατηρώντας τις αξιώσεις από το πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας (10).

    33.      Η ρύθμιση που περιέχει το πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας για το επίδομα αναμονής δεν διαφέρει ανάλογα με τον πραγματικό κίνδυνο ανεργίας, αλλά μόνο, γενικά, ανάλογα με το φύλο. Eάν υπήρχε η πρόθεση ασφαλίσεως κατά του κινδύνου της ανεργίας, θα έπρεπε να έχουν διαμορφωθεί άλλες ομάδες κινδύνων εντός του προσωπικού, ανάλογα με τη δυσκολία ανευρέσεως άλλης θέσεως εργασίας. Ως παραδείγματα κριτηρίων διαφοροποιήσεως, ο ενάγων αναφέρει τα προσόντα και την επαγγελματική κινητικότητα. Δεν επιτρέπεται η άμεση διάκριση μεταξύ γυναικών και ανδρών κατά την πρόσβαση στο επίδομα αναμονής.

    2.      Εναγομένη

    34.      Αντιθέτως, η εναγομένη υποστηρίζει, επικαλούμενη την απόφαση Burton (11), την άποψη ότι στην παρούσα υπόθεση δεν βάλλεται το επίδομα αναμονής αφ’ εαυτού, αλλά μόνον οι προϋποθέσεις χορηγήσεώς του. Συναφώς δεν έχουν εφαρμογή ούτε το άρθρο 141 EΚ ούτε οι οδηγίες 75/117 και 86/378, αλλά η οδηγία 76/207.

    35.      Η απαγόρευση των διακρίσεων έχει εφαρμογή, κατά τις γενικές αρχές που διαμόρφωσε η νομολογία, μόνον όταν διαφορετικές διατάξεις εφαρμόζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά ή όταν οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά. Η εναγομένη προβαίνει συναφώς σε σύγκριση με την απόφαση Birds Eye Walls (12), από την οποία θεωρεί ότι συνάγεται ότι μια γυναίκα μετά το 60ό έτος της ηλικίας της δεν βρίσκεται στην ίδια θέση με άνδρα της ίδιας ηλικίας, εάν για τη γυναίκα των 60 ετών υφίσταται ήδη εκ του νόμου αξίωση για σύνταξη, ενώ ο άνδρας αποκτά την αξίωση αυτή μόλις στην ηλικία των 65 ετών. Για τους άνδρες εργαζομένους όπως και για τις γυναίκες εργαζόμενες καταβάλλεται το επίδομα αναμονής επί εξίσου μακρό διάστημα, και μάλιστα κάθε φορά στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο ανεργίας μακράς διαρκείας. Λόγω των διαφορετικών ορίων ηλικίας που προβλέπει ο νόμος για την πρόωρη συνταξιοδότηση, το αποκορύφωμα του κινδύνου αυτού για άνδρες και γυναίκες εμφανίζεται σε διαφορετική ηλικία.

    3.      Αυστριακή Κυβέρνηση

    36.      Κατά την άποψη της Αυστριακής Κυβερνήσεως, το προβλεπόμενο στο πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας επίδομα αναμονής δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 76/207 ούτε της οδηγίας 86/378, αλλά πρόκειται,  αντίθετα, για αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 141 EΚ. Aπό την απόφαση Birds Eye Walls (13) συνάγεται ότι και οι μεταβατικές παροχές που καταβάλλει ο εργοδότης μέχρι τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως εμπίπτουν στο άρθρο 141 EΚ. Γενικά, η Αυστριακή Κυβέρνηση θεωρεί την υπό κρίση περίπτωση παρεμφερή προς την υπόθεση Birds Eye Walls.

    37.      Η Αυστριακή Κυβέρνηση αρνείται την ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως, ελλείψει συγκρισιμότητας των πραγματικών καταστάσεων. Από τις διαφορετικές προϋποθέσεις ηλικίας που ισχύουν κατά το αυστριακό δίκαιο για την πρόωρη συνταξιοδότηση προκύπτει μια αντικειμενική διαφορά όσον αφορά την κατάσταση των  ανδρών και των γυναικών στη διαφορά της κύριας δίκης. Όπως δεικνύουν οι  προσκομισθείσες στατιστικές  του αιτούντος δικαστηρίου, ο κίνδυνος της ανεργίας αυξάνει όσο το εκάστοτε πρόσωπο πλησιάζει τη νόμιμη ηλικία πρόωρης συνταξιοδοτήσεως και, επομένως, κορυφούται ταχύτερα για τις γυναίκες απ’ ό,τι για τους άνδρες. Για να προστατευθούν οι άνδρες και οι γυναίκες αποτελεσματικά από τον κίνδυνο ανεργίας, χρειάζεται, κατά συνέπεια, διαφορετική ρύθμιση.

    4.      Επιτροπή

    38.      Η Επιτροπή διαπιστώνει, στηριζόμενη στη νομολογία του Δικαστηρίου (14), ότι το επίδομα αναμονής αποτελεί αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 141 EΚ. Η οδηγία 76/207 δεν εφαρμόζεται, κατά την Επιτροπή, σε μια πραγματική κατάσταση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης· οι διαπιστώσεις στην απόφαση Burton (15) που επικαλείται η εναγομένη αφορούσαν την εθελούσια αποχώρηση από την επιχείρηση και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην υπό κρίση υπόθεση.

    39.      Το γεγονός ότι ο ενάγων σύντομα μετά την απόλυσή του βρήκε νέα θέση εργασίας δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση. Ούτε τα στατιστικά στοιχεία που παρέθεσε το αιτούν δικαστήριο, κατά τα οποία στην ηλικιακή κατηγορία μεταξύ 50 και 54 ετών η ανεργία είναι υψηλότερη για τις γυναίκες απ’ ό,τι για τους άνδρες, αποτελούν λόγο για την άρνηση εξομοιώσεως της θέσεώς του προς τις γυναίκες της ηλικίας του. Eνδεχομένως, οι γυναίκες εκτίθενται, κατά τη στατιστική, νωρίτερα στον κίνδυνο της ανεργίας· οι άνδρες όμως είναι εκτεθειμένοι επί μακρότερον στον κίνδυνο αυτόν. Αν ληφθούν υπόψη οι στατιστικές, θα πρέπει στην αντίθετη περίπτωση να θίγονται ενδεχομένως και οι γυναίκες. Διαφορετικές στατιστικές σε διαφορετικά κράτη μέλη θα κατέληγαν σε διαφορετικά αποτελέσματα στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 141 EΚ, το οποίο εντούτοις δεν στηρίζεται σε διαφορές που υπόκεινται σε ειδικές, τοπικές και χρονικές μεταβολές.

    VII – Επί του πρώτου ερωτήματος

    40.      Mε το πρώτο ερώτημά του, το οποίο περιλαμβάνει τρία σκέλη, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να πληροφορηθεί αν, βάσει του άρθρου 141 EΚ και του άρθρου 1 της οδηγίας 75/117, είναι θεμιτός ο καθορισμός διαφορετικών ορίων ηλικίας για άνδρες και γυναίκες κατά την καταβολή του επιδόματος αναμονής, το οποίο χορηγείται στους εργαζομένους βάσει προγράμματος κοινωνικής μέριμνας μετά την απώλεια της θέσεως εργασίας τους προς άμβλυνση των συνεπειών ανεργίας μακράς διαρκείας.

    Α –      Δυνατότητα εφαρμογής της αρχής της ισότητας των αμοιβών σε προγράμματα κοινωνικής μέριμνας

    41.      Κατά παγία νομολογία, η απαγόρευση διακρίσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων σύμφωνα με το άρθρο 141 EΚ, το οποίο έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, δεν δεσμεύει μόνον τις δημόσιες αρχές, αλλά εκτείνεται και σε όλες  τις συλλογικές συμβάσεις που διέπουν τις μη μισθωτές δραστηριότητες και σε όλες τις συμβάσεις μεταξύ ιδιωτών (16). Το άρθρο 141 EΚ έχει, με άλλους λόγους, οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα και ισχύει και για το επίδικο στη διαφορά της κύριας δίκης πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας.

    42.      Η οδηγία 75/117 δεν έχει βεβαίως οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα. Εντούτοις, οι σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται σύμφωνα προς την οδηγία (17).

    Β –      Έννοια της αμοιβής

    1.      Eισαγωγικές παρατηρήσεις

    43.      Οι έννοιες της αμοιβής που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 141 EΚ και στο άρθρο 1 της οδηγίας 75/117 έχουν την ίδια σημασία. Το Δικαστήριο έχει κρίνει, κατά παγία νομολογία, ότι η οδηγία, η οποία σκοπεί ουσιαστικά στη διευκόλυνση της εφαρμογής της αρχής της ισότητας των αμοιβών που κατοχυρώνει το άρθρο 141 EΚ, ουδόλως θίγει το περιεχόμενο ή την εμβέλεια της αρχής αυτής, όπως ορίζεται με την εν λόγω διάταξη (18).

    44.      Όσον αφορά την αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 141 EΚ και του άρθρου 1 της οδηγίας 75/117, πρόκειται για αυτόνομη νομική έννοια του κοινοτικού δικαίου, την οποία το Δικαστήριο έχει προ πολλού ερμηνεύσει ευρέως. Ως αμοιβή υπό την έννοια αμφοτέρων των διατάξεων νοούνται οι συνήθεις βασικοί ή κατώτατοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη, που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο λόγω της σχέσεως εργασίας (άρθρο 141, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, EΚ).

    45.      Αν και κατά πόσον μια παροχή του εργοδότη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141 EΚ όπως αυτό περιγράφηκε εξαρτάται, όπως έχει επανειλημμένως κρίνει το Δικαστήριο, μόνον από το κριτήριο της απασχολήσεως που συνάγεται από την ίδια τη διάταξη αυτή (19). Κατά συνέπεια, στην παρούσα υπόθεση ανακύπτει το ερώτημα αν το επίδομα αναμονής καταβάλλεται λόγω της σχέσεως εργασίας (20).

    2.      Σχέση του επιδόματος αναμονής προς τη σχέση εργασίας

    46.      Αποζημιώσεις οι οποίες χορηγούνται σε εργαζόμενο κατά τη διακοπή της σχέσεως εργασίας συνιστούν, κατά παγία νομολογία, μορφή ετεροχρονισμένης αμοιβής, την οποία δικαιούται ο εργαζόμενος λόγω της σχέσεως εργασίας του, η οποία όμως του καταβάλλεται κατά τον χρόνο της διακοπής της σχέσεως εργασίας, προκειμένου να διευκολύνει την προσαρμογή στην κατάσταση που δημιουργεί η απώλεια της θέσεως εργασίας του και να του εξασφαλίσει μια πηγή εισοδήματος για τον χρόνο αναζητήσεως νέας εργασίας (21).

    47.      Το επίδικο στη διαφορά της κύριας δίκης επίδομα αναμονής συνιστά τέτοια παροχή αποζημιώσεως. Δεν πρόκειται για άμεσα ρυθμιζόμενη στον νόμο κοινωνική παροχή που δεν επιτρέπει συμβατικές συμφωνίες εντός της οικείας επιχειρήσεως (22). Πράγματι, το επίδομα αναμονής καταβάλλεται βάσει προγράμματος κοινωνικής μέριμνας, το οποίο καταρτίσθηκε εντός της επιχειρήσεως μεταξύ της εργοδότριας και του συμβουλίου της επιχειρήσεως, ως αιρετού οργάνου των εργαζομένων, και χρηματοδοτείται από πόρους της εργοδότριας. Επιπλέον, από καθαρά τυπικής απόψεως, το επίδομα αναμονής χορηγείται βάσει νέας συμβάσεως εργασίας με τον μέχρι τούδε εργαζόμενο. Το τελευταίο αποτελεί βεβαίως απλώς μια λεπτομέρεια εφαρμογής της πληρωμής του και πρέπει να προστατεύει τον ενδιαφερόμενο από την ανεργία. Παρ’ όλ’ αυτά, η εν λόγω συμβατική διαμόρφωση συνιστά πάντως μια περαιτέρω ένδειξη για το ότι πρόκειται για παροχή λόγω της σχέσεως εργασίας, όπως απαιτεί το άρθρο 141 EΚ.

    48.      Το γεγονός επίσης ότι οι οικείοι εργαζόμενοι κατά τη διάρκεια χορηγήσεως του εν λόγω επιδόματος αναμονής δεν υποχρεούνται έναντι της μέχρι τούδε εργοδότριάς τους σε κανενός είδους παροχή εργασίας (23) και παράλληλα μπορούν κάλλιστα να αναλάβουν άλλη επαγγελματική δραστηριότητα σε νέο εργοδότη δεν εμποδίζει, στην υπό κρίση υπόθεση, την κατάταξη του επιδόματος στην κατηγορία της αμοιβής. Σε αντιδιαστολή προς την υπόθεση Österreichischer Gewerkschaftsbund (24), δεν είναι δηλαδή για τον οικείο εργαζόμενο αδύνατον λόγω άλλων νομίμων υποχρεώσεων να παραμείνει ενεργός για τη μέχρι τούδε εργοδότριά του. Αντιθέτως, η αιτία για την αδυναμία παροχής υπηρεσιών ανάγεται αποκλειστικά στη σφαίρα της εργοδότριας, η οποία αποφάσισε να κλείσει την επιχείρηση και να παραιτηθεί από περαιτέρω παροχές των εργαζομένων. Επιπλέον, η αντίστοιχη ρύθμιση του προγράμματος κοινωνικής μέριμνας στηρίζεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, σε ρητή συμφωνία μεταξύ της εργοδότριας και του συμβουλίου των εργαζομένων, ως αιρετού οργάνου των εργαζομένων. Είναι και προς το συμφέρον του εργοδότη και της επιχειρήσεως συνολικά να αμβλυνθούν από κοινωνικής απόψεως με σύμβαση οι συνέπειες μετατροπής της επιχειρήσεως (εν προκειμένω: κλεισίματος εργοστασίου) για το προσωπικό, όχι μόνον για να αποφευχθούν προσβολές των καταγγελιών (25).

    49.      Άνευ σημασίας για τον χαρακτηρισμό του επιδόματος αναμονής ως αμοιβής είναι το ύψος του εν λόγω επιδόματος καθώς και το γεγονός ότι η χορήγησή του, σε αντιδιαστολή προς την περίπτωση της αποζημιώσεως («Abfertigung»), είναι συνήθως ανεξάρτητη από τη διάρκεια της απασχολήσεως στην επιχείρηση (26). Πράγματι, η έννοια της αμοιβής πρέπει, όπως ήδη εκτέθηκε (27), να ερμηνευθεί ευρέως και περιλαμβάνει, κατά το γράμμα του άρθρου 141, παράγραφος 2, EΚ, όλα τα οφέλη, τα οποία ο εργοδότης καταβάλλει στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας, άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος (28).

    50.      Η αρχή της ισότητας των αμοιβών αφορά όχι μόνον το καθαρό ύψος ενός οφέλους, στο μέτρο που προβλέπει την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών από απόψεως ποσού, αλλά και τις εκάστοτε λεπτομέρειες πληρωμής. Όπως δηλαδή διευκρινίζει, για παράδειγμα, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 75/117, η αρχή της ισότητας αμοιβών περιλαμβάνει όχι μόνον το σύνολο των στοιχείων της αμοιβής, αλλά και το σύνολο των όρων της αμοιβής. Και το Δικαστήριο, στην απόφαση Barber και εφεξής κατά παγία νομολογία, έχει αξιολογήσει διαφορετικά όρια ηλικίας για την καταβολή αμοιβών βάσει της αρχής της ισότητας των αμοιβών κατά το άρθρο 141 EΚ και το άρθρο 1 της οδηγίας 75/117 (29).

    3.      Συμπέρασμα

    51.      Για τους λόγους αυτούς, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141 EΚ και του άρθρου 1 της οδηγίας 75/117 εμπίπτουν το χορηγούμενο κατά το πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας επίδομα αναμονής καθώς και οι λεπτομέρειες της καταβολής του.

    Γ –      Άνιση μεταχείριση

    52.      Το πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας προβλέπει στο σημείο 8.1 διαφορετικά όρια ηλικίας για άνδρες και γυναίκες εργαζομένους: Oι γυναίκες αποκτούν αξίωση για επίδομα αναμονής εάν είναι τουλάχιστον 50 ετών, ενώ αντιθέτως οι άνδρες με τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας τους. Η ρύθμιση αυτή συνεπάγεται άνιση μεταχείριση λόγω φύλου.

    53.      Σε τελική ανάλυση πάντως, μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται τέτοια άνιση μεταχείριση μόνον όταν διαφορετικές διατάξεις εφαρμόζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά ή όταν η ίδια διάταξη εφαρμόζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά (30). Κατά συνέπεια, πρέπει να εξετασθεί αν η κατάσταση του ενάγοντος διαφέρει ουσιωδώς από την κατάσταση μιας συναδέλφου του της ίδιας ηλικίας ή αν είναι παρεμφερής προς αυτήν.

    1.      Δύο δυνατά επίπεδα συγκρίσεως: εξέταση κατ’ ιδίαν περιπτώσεων ή γενική σύγκριση κατά ομάδες ηλικίας

    54.      Η σύγκριση της καταστάσεως ανδρών και γυναικών εργαζομένων είναι νοητή σε δύο επίπεδα: καταρχάς η συγκεκριμένη κατάσταση του ενάγοντος μπορεί να αντιπαρατεθεί προς την κατάσταση εργαζομένης της ίδιας ηλικίας: ενώ μια εργαζομένη της οποίας καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας σε ηλικία 54 ετών έλαβε επίδομα αναμονής και το επίδομα αυτό πρέπει να καταβάλλεται περαιτέρω ακόμη και στην περίπτωση νέας αμειβόμενης απασχολήσεως, δεν χορηγήθηκε η παροχή αυτή στον ενάγοντα βάσει του προγράμματος κοινωνικής μέριμνας και αντ’ αυτού του παρασχέθηκε μόνον η αισθητά λιγότερο επικερδής οικειοθελής αποζημίωση (31).

    55.      Περαιτέρω, η σύγκριση μπορεί εντούτοις να πραγματοποιηθεί, όπως συνέβη στην παρούσα περίπτωση, και γενικά κατά ομάδες ηλικίας. Έτσι, το πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας θα πραγματοποιούσε τον σκοπό του, να αμβλύνει τις συνέπειες διαρκούς ανεργίας που συνδέεται με την ηλικία, με τη διαμόρφωση ομάδων ηλικίας εντός των εργαζομένων. Συναφώς έγινε αναγωγή στην κοινή πείρα, κατά την οποία ο κίνδυνος της διαρκούς ανεργίας κατά τα πέντε έτη πριν τη συμπλήρωση της ηλικίας πρόωρης συνταξιοδοτήσεως είναι ιδιαζόντως υψηλός. Αντιθέτως, δεν εξετάστηκε αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υφίστατο οπωσδήποτε κίνδυνος ανεργίας και αν οι ενδιαφερόμενοι μετά το κλείσιμο της επιχειρήσεως βρήκαν νέα θέση εργασίας ή αντιθέτως παρέμειναν άνεργοι επί μονίμου βάσεως.

    56.      Ενώ κατά την πρώτη σύγκριση συγκεκριμένων κατ’ ιδίαν περιπτώσεων επιβάλλεται η διαπίστωση άνευ ετέρου άνισης μεταχειρίσεως λόγω φύλου, αυτό είναι λιγότερο προφανές σε περίπτωση αφηρημένης συγκρίσεως κατά ομάδες ηλικίας. Καθοριστική σημασία στην τελευταία περίπτωση έχει το αν οι οικείοι εργαζόμενοι έπρεπε να καταταγούν σε γενικώς καθοριζόμενες ομάδες ηλικίας χωρίς εξέταση της εκάστοτε προσωπικής τους καταστάσεως και αν οι εν λόγω ομάδες διαμορφώθηκαν αντικειμενικά στο πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας. Οι επόμενες αναλύσεις είναι αφιερωμένες στο ζήτημα αυτό.

    2.      Επί των περιθωρίων των κοινωνικών εταίρων να διαμορφώσουν ομάδες περιπτώσεων

    57.      Κατά παγία νομολογία του  Δικαστηρίου, στα κράτη μέλη πρέπει να χορηγείται διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τις αποφάσεις σχετικά με την επιλογή των καταλλήλων μέτρων για την επίτευξη των στόχων κοινωνικής πολιτικής (32). Αυτό που ισχύει για τον νομοθέτη, ο οποίος διαθέτει δημοκρατική νομιμοποίηση, δεν μπορεί βεβαίως να εφαρμοστεί στην ίδια έκταση στους κοινωνικούς εταίρους. Κάποια διακριτική ευχέρεια θα πρέπει, εντούτοις, να χορηγηθεί και σ’ αυτούς σε περίπτωση συνάψεως συλλογικών συμβάσεων και συμφωνιών στα πλαίσια της επιχειρήσεως, στο μέτρο που αυτές –όπως περίπου το πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας στη διαφορά της κύριας δίκης– έχουν κανονιστικό χαρακτήρα.

    58.      Ειδικότερα, θα πρέπει το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν ο εργοδότης και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων κατά τη σύναψη εταιρικών συμφωνιών με κανονιστική ισχύ για την πλειονότητα  των περιπτώσεων να περιέχει τη δυνατότητα τυποποιήσεως των καταστάσεων βάσει γενικών κριτηρίων. Επομένως, δεν μπορεί κατ’ αρχήν να αμφισβητηθεί ότι τα μέρη προσανατολίζονται, κατά τη συγκεκριμένη διαμόρφωση κατ’ ιδίαν μέτρων στο πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας, σε αξίες που συνάγονται από την κοινή πείρα, οι οποίες καθιστούν πιθανή την πραγματοποίηση του επιδιωκομένου σκοπού, εν πάση περιπτώσει στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων.

    59.      Εν πάση περιπτώσει, το εν λόγω περιθώριο εκτιμήσεως δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καταστεί κενή περιεχομένου μια θεμελιώδης αρχή του κοινοτικού δικαίου όπως είναι η αρχή της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών (33). Επομένως, απλές γενικεύσεις που αφορούν την καταλληλότητα ορισμένου μέτρου για την άμβλυνση των συνεπειών της διαρκούς ανεργίας δεν αρκούν για να αποδείξουν ότι η διαμόρφωση του προγράμματος κοινωνικής μέριμνας είναι ξένη προς οποιαδήποτε διάκριση βασιζόμενη στο φύλο ούτε για να θεμελιώσουν λογικά την άποψη ότι τα όρια ηλικίας που θεσπίσθηκαν είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκομένου με το πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας σκοπού (34).

    60.      Τέλος, σημασία έχει αν οι ομάδες ηλικίας που καθορίστηκαν στο πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας ήσαν κατάλληλες για την επίτευξη του επιδιωκομένου με το πρόγραμμα αυτό σκοπού, καθώς και αν ήσαν αναγκαίες για την επίτευξή του. Συναφώς, πρέπει να εξετασθούν όλες οι περιστάσεις που ασκούν επιρροή, λαμβανομένου υπόψη του ζητήματος αν ο επιδιωκόμενος με το πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας σκοπός μπορεί να επιτευχθεί με άλλα μέσα (35).

    3.      Επί της καταλληλότητας και αναγκαιότητας των καθορισθεισών στο πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας ομάδων ηλικίας

    α)      Η έλλειψη καταλληλότητας των επιλεγέντων κριτηρίων ηλικίας

    61.      Καταρχάς πρέπει να ελεγχθεί αν ο γενικός καθορισμός διαφορετικών αναλόγως του φύλου ομάδων ηλικίας ήταν οπωσδήποτε κατάλληλος για την πραγματοποίηση του σκοπού του προγράμματος κοινωνικής μέριμνας, ιδίως να αμβλύνει τις συνέπειες της ανεργίας μακράς διαρκείας.

    62.      Aπό το άρθρο 141 EΚ και το άρθρο 1 της οδηγίας 75/117 προκύπτει ότι το φύλο δεν είναι, κατ’ αρχήν, κατάλληλο διακριτικό χαρακτηριστικό και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κριτήριο για τον καθορισμό ομάδων προσώπων. Μόνον κατ’ εξαίρεση το Δικαστήριο αρνείται, παρά την ευθεία στήριξη στο φύλο, την ύπαρξη άμεσης διακρίσεως, και μάλιστα όταν η κατάσταση των ανδρών και των γυναικών, θεωρούμενη αντικειμενικώς, διαφέρει. Τούτο ισχύει για παράδειγμα για την προστασία της μητρότητας και τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται στο πλαίσιο αυτό (36).

    63.      Στην υπό κρίση υπόθεση, η εναγομένη και η Αυστριακή Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι η αντικειμενική διαφορά μεταξύ των ανδρών και των γυναικών εργαζομένων έγκειται στο γεγονός ότι ο κίνδυνος της διαρκούς ανεργίας στην Αυστρία εκδηλώνεται σε διαφορετική ηλικία ανάλογα με το φύλο και φθάνει το υψηλότερο σημείο του στα πέντε έτη πριν από τη συμπλήρωση του νομίμου ορίου ηλικίας για την πρόωρη συνταξιοδότηση. Στηρίζονται συναφώς στη στατιστική περί ανέργων που παρατίθεται στη διάταξη περί παραπομπής (37). Κατά συνέπεια, πρέπει, στη συνέχεια, να εξετασθεί αν μια τέτοια αναγωγή σε στατιστικές επιτρέπεται γενικώς και αν από τα στατιστικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα υπόθεση μπορεί να συναχθεί ότι υφίσταται αντικειμενική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων.

    64.      Εντελώς γενικά, τα στοιχεία που παρέθεσε το αιτούν δικαστήριο καθιστούν εμφανείς τις δυσκολίες που μπορεί να ανακύψουν στην κατ’ ιδίαν περίπτωση από την παραπομπή σε στατιστικές. Όπως δηλαδή ευστόχως εκθέτει η Επιτροπή, μπορεί το αποτέλεσμα μιας στατιστικής παρατηρήσεως, ανάλογα με το κράτος μέλος, την περιφέρεια ή τον οικονομικό κλάδο, να παρουσιάζει μεγάλες διαφορές. Αν επιτραπεί η παραπομπή σε στατιστικές, τούτο θα έχει ως συνέπεια μεγάλη νομική αβεβαιότητα για τους κοινωνικούς εταίρους. Εργοδότες και εργαζόμενοι δεν μπορούν να εκτιμήσουν με επαρκή βεβαιότητα σε ποια αριθμητικά δεδομένα πρέπει να στηριχθούν κατά τη σύναψη των εταιρικών συμφωνιών.

    65.      Καθοριστική σημασία έχει εν τούτοις το γεγονός ότι η αναφορά σε στατιστικές και εμπειρικές αξίες δεν πρέπει να αντιστρατεύεται την έννοια και τον σκοπό της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Οι αμέσου αποτελέσματος απαγορεύσεις των διακρίσεων της Συνθήκης σκοπούν σε εναρμόνιση, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υφίστανται ακόμη μειονεκτήματα, των υφισταμένων σχέσεων, λαμβανομένης υπόψη της επιταγής περί ίσης μεταχειρίσεως. Επομένως, εφόσον η παραπομπή σε στατιστικές εξυπηρετεί τον σκοπό αυτόν, μπορεί να θεωρηθεί επιτρεπτή.

    66.      Για παράδειγμα μπορούν να προβληθούν στατιστικές ως απόδειξη για την ύπαρξη έμμεσης διακρίσεως που πραγματοποιήθηκε στο παρελθόν ή διαρκεί στο παρόν (38). Αντιθέτως, στην παρούσα υπόθεση ακολουθείται η αντίστροφη μέθοδος: υποστηρίζεται ότι οι κοινωνικοί εταίροι μπορούσαν, λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία της κοινής πείρας, να προβλέψουν για το μέλλον ότι οι σχέσεις που υφίσταντο κατά τον χρόνο εκείνο δεν θα άλλαζαν. Τούτο ενέχει τον κίνδυνο παγιώσεως των συνεπειών μιας προσωρινώς ανεκτής άνισης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδοτήσεως (39) και της επεκτάσεώς της σε άλλον τομέα, τον επιχειρησιακό, αντί αυτή, σύμφωνα με την έννοια και τον σκοπό της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, να διατηρείται για το μέλλον σε όσο το δυνατόν χαμηλότερα επίπεδα.

    67.      Ενόψει των σκιαγραφηθέντων κινδύνων, πρέπει να τεθούν λίαν υψηλές απαιτήσεις όσον αφορά την παραπομπή σε στατιστικές για τον σκοπό προγνώσεων που αφορούν το μέλλον.

    68.      Οι παρατεθείσες από το αιτούν δικαστήριο στατιστικές στερούνται εν πάση περιπτώσει αποδεικτικής ισχύος όσον αφορά ενδεχόμενες διαφορές μεταξύ της καταστάσεως ανδρών και γυναικών εργαζομένων.

    69.      Εκ πρώτης όψεως βεβαίως, τα επιλεγέντα στο πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας όρια ηλικίας φαίνονται, όσον αφορά το αποκορύφωμα του ποσοστού ανέργων, πράγματι να υποδηλώνουν διαφορά μεταξύ της καταστάσεως ανδρών και γυναικών εργαζομένων. Σύμφωνα με αυτά, το ποσοστό ανέργων για άνδρες και γυναίκες κορυφώνεται σε διαφορετικούς χρόνους, δηλαδή κατά κανόνα στα πέντε έτη πριν από τη συμπλήρωση του νομίμου ελαχίστου ορίου ηλικίας για την πρόωρη συνταξιοδότηση.

    70.      Εν πάση περιπτώσει, από τα στατιστικά δεδομένα που παρέθεσε το αιτούν δικαστήριο συνάγεται απλώς πόσοι άνδρες και πόσες γυναίκες σε μια ομάδα ηλικίας είναι κάθε φορά άνεργοι. Στους αριθμούς αυτούς περιλαμβάνονται πιθανώς και πρόσωπα τα οποία είναι ήδη από μακρού χρόνου άνεργοι και έχουν χάσει τη θέση τους εργασίας από πέντε και πλέον ετών πριν τη συμπλήρωση του ελαχίστου ορίου ηλικίας για τη νόμιμη πρόωρη συνταξιοδότηση.

    71.      Αντιθέτως, τα παρατεθέντα στατιστικά στοιχεία δεν παρέχουν καμία άμεση πληροφορία ως προς το ζήτημα τι πιθανότητες υπάρχουν να παραμείνει άνεργος ένας εργαζόμενος, εάν έχασε τη θέση του εργασίας στα πέντε έτη πριν από τη συμπλήρωση του νομίμου ελαχίστου ορίου ηλικίας για την πρόωρη συνταξιοδότηση. Από τους αριθμούς αυτούς δεν μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα αν ο κίνδυνος για τον άνδρα εργαζόμενο να μη βρει, σε περίπτωση απολύσεως, νέα θέση εργασίας λίγο πριν τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας είναι σημαντικά μικρότερος απ’ ό,τι μετά το χρονικό αυτό σημείο. Ομοίως δεν μπορεί να συναχθεί από τους αριθμούς αν ο κίνδυνος αυτός διαφέρει ουσιωδώς για άνδρες και γυναίκες της ίδιας ηλικίας.

    72.      Τα πραγματικά περιστατικά που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο δεν συνηγορούν, επομένως, υπέρ της καταλληλότητας των επιλεγεισών στο πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας ομάδων ηλικίας που διαφέρουν ανάλογα με το φύλο για την επίτευξη του επιδιωκομένου με το πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας σκοπού, δηλαδή την άμβλυνση των συνεπειών της διαρκούς ανεργίας.

    β)      Η κατά περίπτωση εξέταση ως εναλλακτική λύση για τον καθορισμό ηλικιακών ομάδων

    73.      Ως μια λιγότερο ριζική σε σχέση με τις επιταγές της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως εναλλακτική λύση για τον γενικό καθορισμό  ομάδων ηλικίας θα μπορούσε να θεωρηθεί η συγκεκριμένη εξέταση των εκάστοτε ατομικών περιπτώσεων. Όπως ευστόχως παρατηρεί ο ενάγων, ο κίνδυνος που διατρέχουν οι εργαζόμενοι να παραμείνουν άνεργοι θα μπορούσε να αξιολογείται εκάστοτε βάσει αντικειμενικών κριτηρίων. Θα μπορούσε επίσης να εξετάζεται τακτικά αν οι ενδιαφερόμενοι έμειναν πράγματι άνεργοι επί μονίμου βάσεως ή αν, αντιθέτως, βρήκαν εν τω μεταξύ νέα θέση εργασίας.

    74.      Βεβαίως δεν μπορεί να παραγνωριστεί, καταρχάς, ότι μια λεπτομερής αξιολόγηση των πιθανοτήτων ενός εκάστου απολυθέντος εργαζομένου, βάσει των προσόντων του ή της κινητικότητάς του, να βρει νέα θέση εργασίας, συνεπάγεται για τον εργοδότη μια διοικητική δαπάνη. Ενόψει του επικειμένου κλεισίματος του οικείου εργοστασίου, μια τέτοια δαπάνη θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί ενδεχομένως με μεγάλες δυσκολίες, όπως ακριβώς ο διαρκής έλεγχος του αν ο ενδιαφερόμενος στη συγκεκριμένη περίπτωση μετά το κλείσιμο του εργοστασίου βρήκε πράγματι νέα θέση εργασίας ή αν παρέμεινε άνεργος επί μονίμου βάσεως.

    75.      Από την άλλη πλευρά, δεν αμφισβητείται πάντως ότι η εναγομένη κατέβαλλε τακτικά στους οικείους εργαζομένους το επίδομα αναμονής κάθε μήνα για χρονικό διάστημα μέχρι πέντε έτη. Επομένως, το καταβάλλον όργανο έπρεπε ούτως ή άλλως να ασχολείται σε τακτά διαστήματα με κάθε ατομική περίπτωση. Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι είχε τη δυνατότητα, χωρίς μεγάλο πρόσθετο κόστος να απαιτεί τακτικά από τους δικαιούχους του επιδόματος αναμονής  αποδείξεις για την παρατεινόμενη ανεργία τους ή αντίγραφο του εκκαθαριστικού τους σημειώματος φορολογίας ως απόδειξη του εισοδήματός τους.

    76.      Η αντ’ αυτού περαιτέρω καταβολή του επιδόματος αναμονής χωρίς ατομικό έλεγχο, ακόμη και όταν οι ενδιαφερόμενοι είχαν ήδη βρει νέα θέση εργασίας, βαίνει πέραν αυτού που ήταν αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκομένου με το πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας σκοπού, δηλαδή την από κοινωνικής απόψεως άμβλυνση των συνεπειών της διαρκούς ανεργίας. Φυσικά εναπόκειται στην εργοδότρια να χορηγεί επίδομα αναμονής σε εργαζομένους των οποίων έχει καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας και ανεξάρτητα από πραγματική ανεργία. Η διαφοροποίηση βάσει του φύλου δεν ήταν εν τούτοις αναγκαία και, κατά συνέπεια, δεν ήταν θεμιτή.

    4.      Συμπέρασμα

    77.      Για την άμβλυνση των συνεπειών της διαρκούς ανεργίας, ο γενικός καθορισμός διαφορετικών ομάδων ηλικίας βάσει του φύλου δεν ήταν ούτε κατάλληλος ούτε αναγκαίος. Από τα πραγματικά περιστατικά που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι ο κίνδυνος για  τον άνδρα εργαζόμενο να μη βρει νέα θέση εργασίας πριν από τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας του ήταν ουσιωδώς μικρότερος απ’ ό,τι μετά το χρονικό αυτό σημείο, ούτε ότι ο κίνδυνος αυτός διαφέρει ουσιωδώς μεταξύ ανδρών και γυναικών της ιδίας ηλικίας. Επομένως, ο καθορισμός διαφορετικών ελαχίστων ορίων ηλικίας ενέχει άνιση μεταχείριση λόγω φύλου, η οποία δεν δικαιολογείται αντικειμενικά.

    78.      Θα ήταν σύμφωνη προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως η χορήγηση επιδόματος αναμονής στους εργαζομένους χωρίς διάκριση βάσει του φύλου.

    Δ –      Δικαιολογητικός λόγος

    79.      Πρέπει ακόμη να εξετασθεί αν η διαπιστωθείσα άνιση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων δικαιολογείται με επίκληση της διαφορετικής γι’ αυτούς  νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως στην Αυστρία.

    80.      Στην παρούσα υπόθεση, η εργοδότρια και το συμβούλιο των εργαζομένων προφανώς παρακινήθηκαν στον καθορισμό διαφορετικών ομάδων ηλικίας βάσει του φύλου από την ισχύουσα στην Αυστρία διαφορετική ηλικία συνταξιοδοτήσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών. Πράγματι, τα επιλεγέντα όρια ηλικίας είναι εκάστοτε κατά δέκα έτη χαμηλότερα από τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδοτήσεως και κατά πέντε έτη χαμηλότερα από τη νόμιμη ελάχιστη ηλικία για την πρόωρη συνταξιοδότηση σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε τον χρόνο των κρίσιμων περιστατικών (40).

    1.      Η νομολογία Barber

    81.      Τέτοιες διαφορές στη νόμιμη ηλικία συνταξιοδοτήσεως δεν μπορούν εντούτοις να δικαιολογήσουν άνιση μεταχείριση στον επαγγελματικό τομέα. Αντιθέτως, από την απόφαση αρχής Barber (41) και εφεξής αναγνωρίζεται στη νομολογία (42) ότι ο καθορισμός διαφορετικού ορίου ηλικίας βάσει του φύλου για τη χορήγηση ή τον υπολογισμό παροχών από την επιχείρηση συνιστά παράβαση του άρθρου 141 EΚ, έστω και αν η διαφορά αυτή είναι αντίστοιχη προς την εκάστοτε ηλικία συνταξιοδοτήσεως ανδρών και γυναικών που προβλέπει το εκ του νόμου εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα.

    2.      Η εξαιρετική διάταξη δεν έχει εφαρμογή στο κρατικό συνταξιοδοτικό σύστημα

    82.      Μόνο στα γενικά κρατικά συνταξιοδοτικά συστήματα μπορούν τα κράτη μέλη, κατά το παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 79/7, να διατηρήσουν προσωρινώς (43) σε ισχύ διαφορετική ηλικία συνταξιοδοτήσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών. Με τον τρόπο αυτόν πρέπει να καταστεί δυνατή για τα κράτη μέλη η προοδευτική μετάβαση σε απαλλαγμένα δυσμενών διακρίσεων νόμιμα συνταξιοδοτικά συστήματα, χωρίς να κλονιστεί η περίπλοκη οικονομική ισορροπία των συστημάτων αυτών (44). Εντούτοις, πρόκειται συναφώς για εξαιρετική διάταξη, η οποία, και λόγω της ουσιαστικής σημασίας της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (45). Μπορεί, κατά παγία νομολογία, να ληφθεί υπόψη για άλλα συστήματα παροχών μόνον εάν οι διακρίσεις είναι συναφώς αντικειμενικά αναγκαίες για να εμποδίσουν τη διατάραξη της οικονομικής ισορροπίας ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, ή για να εξασφαλίσουν τη συνοχή μεταξύ του συστήματος συνταξιοδοτήσεως και του συστήματος των άλλων παροχών (46).

    83.      Στην παρούσα περίπτωση, ο καθορισμός διαφορετικών ορίων ηλικίας στο πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας δεν ήταν αναγκαίος για τη διατήρηση της οικονομικής ισορροπίας ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Ούτε οι αναμφίβολα περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες της εργοδότριας  καθιστούσαν αναγκαία μια άνιση μεταχείριση. Αντιθέτως, η καταβολή του επιδόματος αναμονής –όπως συνέβη– μπορούσε να είναι χρονικά περιορισμένη και, επιπλέον, η καταβολή του επιδόματος αναμονής θα μπορούσε να εξαρτηθεί από την ύπαρξη πραγματικής ανεργίας.

    84.      Ομοίως δεν ήταν αναγκαία στο πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας η διαφοροποίηση βάσει του φύλου, για να δημιουργηθεί συνοχή μεταξύ του επιδόματος αναμονής και άλλων παροχών, όπως των παροχών της νόμιμης συντάξεως γήρατος. Πράγματι, αφενός, ο σκοπός του προγράμματος κοινωνικής μέριμνας, δηλαδή η άμβλυνση των συνεπειών της διαρκούς ανεργίας, δεν απαιτεί υποχρεωτικά την άμεση μετάβαση από το επίδομα αναμονής στη νόμιμη συνταξιοδότηση. Αντιθέτως, έπρεπε να αναμένεται από τους οικείους εργαζομένους να μεριμνήσουν οι ίδιοι για τον χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, στηριζόμενοι στις αποζημιώσεις που έλαβαν («Abfertigungen») και στο καταβληθέν επίδομα αναμονής. Ακόμη όμως και αν θεωρηθεί ευκταία η άμεση μετάβαση από το επίδομα αναμονής στη νόμιμη συνταξιοδότηση και, συνακολούθως, η μεγαλύτερη δυνατή συνοχή μεταξύ των παροχών της επιχειρήσεως και του εκ του νόμου συστήματος συνταξιοδοτήσεως, το πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας όπως διαμορφώθηκε βαίνει, εν πάση περιπτώσει, πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη μιας τέτοιας συνοχής: Δεν εξαρτούσε δηλαδή το επίδομα αναμονής από την πραγματική ανεργία, αλλά επέτρεπε και άλλη αμειβόμενη απασχόληση (47).

    3.      Αδυναμία εφαρμογής της αποφάσεως Birds Eye Walls

    85.      Με την απόφαση Birds Eye Walls το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες βρίσκονται, λόγω της διαφορετικής νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, σε αντικειμενικά διαφορετικές καταστάσεις. Επομένως, στην περίπτωση εκείνη η μεταβατική σύνταξη έπρεπε, ενόψει των υφισταμένων νομίμων αξιώσεων για σύνταξη, να μειωθεί ακόμη και αν αυτό είχε, στα πλαίσια συγκεκριμένης ομάδας ηλικίας, ως συνέπεια ότι μια γυναίκα ελάμβανε μικρότερη μεταβατική σύνταξη απ’ ό,τι ο άνδρας εργαζόμενος της ίδιας ηλικίας (48). Εν πάση περιπτώσει, ο διαφορετικός βάσει του φύλου υπολογισμός της μεταβατικής συντάξεως στην υπόθεση Birds Eye Walls σκοπούσε να εξασφαλίσει, για τους εργαζομένους και τις εργαζόμενες που απομακρύνθηκαν προσωρινώς από την επιχείρηση, από κοινού ένα παρεμφερές εισόδημα (49).

    86.      Δεν ελήφθησαν παρεμφερή προληπτικά μέτρα για το επίδικο στη διαφορά της κύριας δίκης πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας. Πράγματι, σε αντιδιαστολή προς την περίπτωση Birds Eye Walls (50), το επίδομα αναμονής δεν καταβλήθηκε στην παρούσα υπόθεση σε όλους τους εργαζομένους που απολύθηκαν, αλλά μόνο σε ένα μέρος αυτών. Στους δικαιούχους όμως καταβαλλόταν και περαιτέρω, όταν ο κίνδυνος της διαρκούς ανεργίας δεν επερχόταν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας μπορούσε, κατά συνέπεια, να έχει κατά περίπτωση οικονομικές συνέπειες που διέφεραν σημαντικά για τους εργαζομένους κατά περίπτωση.

    4.      Συμπέρασμα

    87.      Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι το πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας είναι προσανατολισμένο στη διαφορετική, βάσει του φύλου, νόμιμη ηλικία συνταξιοδοτήσεως δεν μπορεί, στην παρούσα περίπτωση, να ληφθεί υπόψη ως δικαιολογία για την άνιση μεταχείριση των φύλων.

    E –      Ενδιάμεσο αποτέλεσμα

    88.      Aπό τις προηγούμενες αναλύσεις συνάγονται τα εξής: επί πραγματικών περιστατικών όπως αυτά της διαφοράς της κύριας δίκης, αντιβαίνει προς το άρθρο 141 EΚ και το άρθρο 1 της οδηγίας 75/117 πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας το οποίο, με πρότυπο τη διαφορετική για άνδρες και γυναίκες νόμιμη ηλικία συνταξιοδοτήσεως, θεσπίζει διαφορετικά ελάχιστα όρια ηλικίας για τη χορήγηση επιδόματος αναμονής σε εργαζομένους και εργαζόμενες, που έχασαν τη θέση τους εργασίας λόγω κλεισίματος της επιχειρήσεως.

    89.      Στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί απάντηση υπό την έννοια αυτή.

    VIII – Επί του δευτέρου ερωτήματος

    90.      Mε το δεύτερο ερώτημά του, το οποίο αποτελείται και πάλι από τρία σκέλη, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να πληροφορηθεί κατ’ ουσίαν αν η οδηγία 86/378 έχει εφαρμογή επί επιδομάτων αναμονής, τα οποία καταβάλλονται σε εργαζομένους βάσει προγραμμάτων κοινωνικής μέριμνας μετά την απώλεια της θέσεώς τους εργασίας.

    91.      Το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 86/378 είναι λιγότερο ευρύ από αυτό του άρθρου 141 EΚ (51). Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο της 2, παράγραφος 1, η οδηγία αυτή καλύπτει μόνον επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως. Είναι αμφίβολο αν παροχές μπορούν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως συστήματα, όταν αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεως και καταβάλλονται εντός μιας επιχειρήσεως μόνον εφάπαξ (ad hoc) με συγκεκριμένη αφορμή, όπως μέσω προγράμματος κοινωνικής μέριμνας επ’ ευκαιρία κλεισίματος εργοστασίου (52).

    92.      Τελικώς μπορεί πάντως να παραμείνει ανοικτό το ζήτημα αν ένα πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας που περιέχει ρύθμιση σχετική με επίδομα αναμονής μπορεί να χαρακτηρισθεί ως επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Πράγματι, κατά παγία νομολογία, οι διατάξεις της οδηγίας 86/378 δεν περιορίζουν την εμβέλεια του άρθρου 141 EΚ, αλλά απλώς τη διευκρινίζουν. Επειδή ήδη βάσει του άρθρου 141 EΚ διαπιστώθηκε δυσμενής διάκριση βασιζόμενη στο φύλο, η οδηγία δεν ασκεί πλέον επιρροή συναφώς (53).

    93.      Aκόμη και στην αντίθετη περίπτωση, εάν δεν υφίσταται διάκριση λόγω φύλου διότι τα πραγματικά περιστατικά δεν είναι συγκρίσιμα, η οδηγία 86/378 δεν μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα από αυτό του άρθρου 141 EΚ. Πράγματι, η απαγόρευση των διακρίσεων που θεσπίζει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχεία γ΄ και ε΄, της οδηγίας αντιστοιχεί στην απαγόρευση που περιέχει το άρθρο 141 EΚ (54).

    94.      Βάσει των ανωτέρω, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

    IX – Επί του τρίτου ερωτήματος

    95.      Mε το τρίτο ερώτημά του το οποίο αποτελείται από δύο σκέλη, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί κατ’ ουσίαν να πληροφορηθεί αν επιδόματα αναμονής, τα οποία χορηγούνται στους εργαζομένους βάσει του προγράμματος κοινωνικής μέριμνας μετά την απώλεια της θέσεώς τους εργασίας, πρέπει να θεωρηθούν ως όρος απολύσεως υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 και επ’ αυτών μπορούν να ισχύσουν διαφορετικά όρια ηλικίας μεταξύ ανδρών και γυναικών.

    96.      Όπως προεκτέθηκε σχετικά με το πρώτο ερώτημα (55), το επίδομα αναμονής αποτελεί αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 141 EΚ και του άρθρου 1 της οδηγίας 75/117. Η συμπλήρωση διαφορετικών ορίων ηλικίας αποτελεί, κατά το πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας, όρο για την καταβολή του επιδόματος αναμονής και συνδέεται, επομένως, στενά με την ίδια την αμοιβή, οπότε δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για απλό όρο απασχολήσεως ή απολύσεως ο οποίος έχει οικονομικές μόνον συνέπειες (56). Στο σημείο αυτό διαφέρει η υπό κρίση περίπτωση από την υπόθεση Burton (57), στην οποία στηρίζεται η εναγομένη. Όπως ευστόχως παρατηρεί η Επιτροπή, στην υπόθεση Burton επρόκειτο για την οικειοθελή αποχώρηση από την επιχείρηση και τα –ρυθμιζόμενα κατά διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το φύλο– όρια ηλικίας. Σε όλους τους εργαζομένους που εγκατέλειψαν την επιχείρηση χορηγήθηκε αδιακρίτως αποζημίωση, κατά κάποιον τρόπο ως παρεμπίπτουσα οικονομική συνέπεια της απομακρύνσεώς τους από την εργασιακή σχέση. Στην παρούσα περίπτωση αντιθέτως, όλοι οι εργαζόμενοι έχασαν ακούσια τη θέση τους εργασίας. Αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι οι όροι απομακρύνσεως των εργαζομένων από την επιχείρηση, αλλά οι όροι χορηγήσεως του ίδιου του επιδόματος αναμονής, για το οποίο αναγνωρίστηκε αξίωση μόνο σε ορισμένους από αυτούς (58).

    97.      Τα πεδία εφαρμογής της οδηγίας 76/207, αφενός, και του άρθρου 141 EΚ και του άρθρου 1 της οδηγίας 75/117, αφετέρου, αποκλείονται αμοιβαίως (59). Το επίδομα αναμονής δεν μπορεί ταυτοχρόνως να εμπίπτει και στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 76/207. Πράγματι, όπως προκύπτει ιδίως από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 76/207, αυτή δεν αφορά την αμοιβή υπό την έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων (60). Τούτο επιρρωννύει και η εν τω μεταξύ νέα διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 76/207. Η διάταξη αυτή διακρίνει δηλαδή σαφώς μεταξύ των όρων απασχολήσεως και εργασίας συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως, αφενός, και της αμοιβής εργασίας, αφετέρου. Για την τελευταία παραπέμπει ρητώς στην οδηγία 75/117.

    98.      Στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί απάντηση βάσει των ανωτέρω.

    X –    Πρόταση

    99.      Βάσει των προηγουμένων σκέψεων προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που του υπέβαλε το αυστριακό Oberster Gerichtshof ως εξής:

    1)      Επί πραγματικών περιστατικών όπως αυτά της διαφοράς της κύριας δίκης αντιβαίνει προς το άρθρο 141 EΚ και το άρθρο 1 της οδηγίας 75/117/EΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας το οποίο με πρότυπο τη διαφορετική μεταξύ ανδρών και γυναικών νόμιμη ηλικία συνταξιοδοτήσεως θεσπίζει διαφορετικά ελάχιστα όρια ηλικίας για τη χορήγηση επιδόματος αναμονής σε εργαζομένους και εργαζόμενες, που έχασαν τη θέση εργασίας τους λόγω κλεισίματος της επιχειρήσεως.

    2)      Επιδόματα αναμονής τα οποία χορηγούνται στους εργαζομένους βάσει προγράμματος κοινωνικής μέριμνας κατόπιν απωλείας  της θέσεώς τους εργασίας δεν αποτελούν όρους απολύσεως υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/EΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά  την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας.


    1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


    2 – ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42.


    3  – ΕΕ L 225, σ. 40, που τροποποιήθηκε με την οδηγία 96/97/EΚ (ΕΕ 1977, L 46, σ. 20).


    4  – ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70.


    5  – Όπως ισχύει με την οδηγία 96/97 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3).


    6  – Το νέο κείμενο της οδηγίας 76/207 τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2002/73/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 76/207 (ΕΕ L 269, σ. 15), στις 5 Oκτωβρίου 2002. Εν πάση περιπτώσει, η προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο για τις τροποποιήσεις που έγιναν διαρκεί ακόμη μέχρι τις 5 Oκτωβρίου 2005.


    7 – ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160.


    8  – Σημείο 8.3 του προγράμματος κοινωνικής μέριμνας, που παρατίθεται στο σημείο 20 των προτάσεων αυτών.


    9  – Τα στοιχεία στηρίζονται σε στατιστική της Arbeitsmarktservice της Βιέννης, την οποία παραθέτει το αιτούν δικαστήριο με τη διάταξη περί παραπομπής.


    10  – Ο ενάγων παραπέμπει συναφώς στο σημείο 4 του προγράμματος κοινωνικής μέριμνας το οποίο περιέχει την ακόλουθη ρύθμιση: «[…] οι εργαζόμενοι μπορούν κατά τη διάρκεια της απαλλαγής από την εργασία να δημιουργήσουν άλλη εργασιακή σχέση διατηρώντας τις αξιώσεις από το εν λόγω πρόγραμμα κοινωνικής μέριμνας.»


    11  – Απόφαση της 16ης  Φεβρουαρίου 1982 στην υπόθεση 19/81, Burton (Συλλογή 1982, σ. 555).


    12  – Απόφαση της 9ης Noεμβρίου 1993 στην υπόθεση C-132/92, Birds Eye Walls (Συλλογή 1993, σ. I-5579).


    13  – Παρατεθείσα στην υποσημείωση 12.


    14  – Η Επιτροπή αναφέρεται ιδίως στις αποφάσεις της 17ης Μαΐου 1990 στην υπόθεση C-262/88, Barber (Συλλογή 1990, σ. I-1889), της 27ης Ιουνίου 1990 στην υπόθεση C-33/89, Kowalska (Συλλογή 1990, σ. I-2591), και της 9ης Φεβρουαρίου 1999 στην υπόθεση C-167/97, Seymour-Smith και Perez (Συλλογή 1999, σ. I-623), περαιτέρω στην απόφαση Birds Eye Walls (παρατεθείσα στην υποσημείωση 12).


    15  – Παρατεθείσα στην υποσημείωση 11.


    16  – Απόφαση της 8ης Aπριλίου 1976 στην υπόθεση 43/75, Defrenne IΙ (Συλλογή τόμος 1976, σ. 175, σκέψεις 38 και 39). Πρβλ. περαιτέρω, αντί πολλών, τις αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2002 στην υπόθεση C-320/00, Lawrence κ.λπ. (Συλλογή 2002, σ. I-7325, σκέψη 17), και της 13ης Ιανουαρίου 2004 στην υπόθεση C-256/01, Allonby (Συλλογή 2004, σ. Ι-873, σκέψη 45).


    17  – Παγία νομολογία, πρβλ. μόνον την απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994 στην υπόθεση C-91/92, Faccini Dori (Συλλογή 1994, σ. I-3325, σκέψεις 19 έως 26, και την παρατεθείσα εκεί νομολογία).


    18  – Απόφαση Barber (παρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 11), πρβλ. περαιτέρω τις αποφάσεις της 31ης Mαρτίου 1981 στην υπόθεση 96/80, Jenkins (Συλλογή 1981, σ. 911, σκέψη 22), της 15ης Δεκεμβρίου 1994 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-399/92, C-409/92, C-425/92, C-34/93, C-50/93 και C-78/93, Helmig κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I-5727, σκέψη 19), της  30ής Mαρτίου 2000 στην υπόθεση C-236/98, JämO (Συλλογή 2000, σ. I-2189, σκέψη 37), και της 26ης Ιουνίου 2001 στην υπόθεση C-381/99, Brunnhofer (Συλλογή 2001, σ. I-4961, σκέψη 29). Ομοίως η απόφαση Defrenne II (παρατεθείσα στην υποσημείωση 16, σκέψεις 53 έως 55) και η απόφαση της 11ης Mαρτίου 1981 στην υπόθεση 69/80, Worringham (Συλλογή 1981, σ. 767, σκέψη 21).


    19  – Αποφάσεις της 23ης Oκτωβρίου 2003 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-4/02 και C-5/02, Schönheit και Becker (Συλλογή 2003, σ. Ι-12575, σκέψη 56), της 25ης Mαΐου 2000 στην υπόθεση C-50/99, Podesta (Συλλογή 2000, σ. I-4039, σκέψη 26), και της 28ης Σεπτεμβρίου 1994 στην υπόθεση C-7/93, Beune (Συλλογή 1994, σ. I-4471, σκέψη 43).


    20  – Πρβλ. τη διατύπωση του άρθρου 141, παράγραφος 2, EΚ, περαιτέρω τις αποφάσεις Barber (παρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 12) και Seymour-Smith και Perez (παρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 23), καθώς και την απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1982 στην υπόθεση 12/81, Garland (Συλλογή 1982, σ. 359, σκέψη 5).


    21  – Πρβλ. τις παρατεθείσες στην υποσημείωση 14 αποφάσεις Barber (σκέψεις 12 έως 14), Seymour-Smith και Perez (σκέψη 25) και Kowalska (σκέψεις 9 έως 11), την απόφαση Birds Eye Walls (παρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψη 12), καθώς και την απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1993 στην υπόθεση C-173/91, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1993, σ. I-673, σκέψεις 15 έως 17).


    22  – Τα προαναφερθέντα κριτήρια οριοθετήσεως αντιστοιχούν σε παγία νομολογία. Πρβλ. τις αποφάσεις της 25ης Mαΐου 1971 στην υπόθεση 80/70, Defrenne I (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 815, σκέψεις 7 έως 12), της 13ης Mαΐου 1986 στην υπόθεση 170/84, Bilka (Συλλογή 1986, σ. 1607, σκέψεις 17 επ.), περαιτέρω τις αποφάσεις Barber (παρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 22) και Επιτροπή κατά Βελγίου (παρατεθείσα στην υποσημείωση 21, σκέψη 14).


    23  – Σημείο 8.3 του προγράμματος κοινωνικής μέριμνας.


    24  – Υπόθεση C-220/02· πρβλ. ιδίως τα σημεία 33 έως 45 των προτάσεών μου της 12ης Φεβρουαρίου 2004 (μη δημοσιευθείσες ακόμη στη Συλλογή).


    25  – Πρβλ. συναφώς το σημείο 13 των προτάσεων αυτών.


    26  – Σημείο 8.3 του προγράμματος κοινωνικής μέριμνας.


    27  – Σημεία 44 και 45 των προτάσεων αυτών.


    28  – Πρβλ. επιπλέον την απόφαση Garland (παρατεθείσα στην υπoσημείωση 20, σκέψη 9) και την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1999 στην υπόθεση C-218/98, Abdoulaye κ.λπ. (Συλλογή 1999, σ. I-5723, σκέψη 15) με παρεμφερείς θεωρήσεις.


    29  – Αποφάσεις Barber (παρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 32) και Podesta (παρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 46). Πρβλ. και την απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1994 στην υπόθεση C-408/92, Smith κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I-4435, σκέψη 11). Για την οριοθέτηση των πεδίων εφαρμογής του άρθρου 141 EΚ και της οδηγίας 75/117, αφενός, καθώς και της οδηγίας 76/207, αφετέρου, πρβλ. τα σημεία 95 επ. των προτάσεων αυτών.


    30  – Αποφάσεις Brunnhofer (παρατεθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψεις 28 και 39) και Birds Eye Walls (παρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψη 17). Πρβλ. και την απόφαση Abdoulaye (παρατεθείσα στην υποσημείωση 28, σκέψεις 16 και 17) καθώς και τις αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1996 στην υπόθεση C-342/93, Gillespie (Συλλογή 1996, σ. I-475, σκέψη 16) και της 13ης Δεκεμβρίου 2001 στην υπόθεση C-206/00, Mouflin (Συλλογή 2001, σ. I-10201, σκέψη 28).


    31  – Πρβλ. σημεία 17 επ. των προτάσεων αυτών.


    32  – Αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995 στην υπόθεση C-317/93, Nolte (Συλλογή 1995, σ. I-4625, σκέψη 33), και της 9ης Σεπτεμβρίου 1999 στην υπόθεση C-281/97, Krüger (Συλλογή 1999, σ. I-5127, σκέψη 28), πρβλ. περαιτέρω την απόφαση Seymour-Smith και Perez (παρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 74).


    33  – Απόφαση Seymour-Smith και Perez (παρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 75) και απόφαση της 20ής Mαρτίου 2003 στην υπόθεση C-187/00, Kutz-Bauer (Συλλογή 2003, σ. I-2741, σκέψη 57).


    34  – Αντίστοιχη θεώρηση περιέχουν και οι αποφάσεις Kutz-Bauer (παρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψη 58) και Seymour-Smith και Perez (παρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 76).


    35  – Πρβλ. συνολικά την απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003 στην υπόθεση C-77/02, Steinicke (Συλλογή 2003, σ. Ι-9027, σκέψεις 58 και 59), περαιτέρω τις αποφάσεις Kutz-Bauer (παρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψεις 51 και 52), Schönheit και Becker (παρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψεις 83 και 84) καθώς και Seymour-Smith και Perez (παρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 68).


    36  – Πρβλ. για παράδειγμα την απόφαση Abdoulaye (παρατεθείσα στην υποσημείωση 28, σκέψεις 17 έως 20).


    37  – Πρβλ. σημεία 22 επ. των προτάσεων αυτών.


    38  – Παγία νομολογία. Πρβλ. αντί πολλών τις αποφάσεις Allonby (παρατεθείσα στην υποσημείωση 16, σκέψεις 75 και 81) και Steinicke (παρατεθείσα στην υποσημείωση 35, σκέψεις 56 και 57).


    39  – Πρβλ. συναφώς το σημείο 82 των προτάσεων αυτών.


    40  – Πρβλ. σημείο 15 των προτάσεων αυτών.


    41  – Παρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 32.


    42  – Πρβλ. την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1993 στην υπόθεση C-110/91, Moroni (Συλλογή 1993, σ. I-6591, σκέψεις 10 και 20) και την απόφαση Smith κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 29, σκέψη 11).


    43  – Αποφάσεις της 30ής Mαρτίου 1993 στην υπόθεση C-328/91, Thomas (Συλλογή 1993, σ. I-1247, σκέψη 9), της 30ής Ιανουαρίου 1997 στην υπόθεση C-139/95, Balestra (Συλλογή 1997, σ. I-549, σκέψη 32), καθώς και της 23ης Mαΐου 2000 στις υποθέσεις C-104/98, Buchner κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. I-3625, σκέψη 23) και C-196/98, Hepple (Συλλογή 2000, σ. I-3701, σκέψη 23).


    44  – Απόφαση της 7ης Ιουλίου 1992 στην υπόθεση C-9/91, Equal Opportunities Commission (Συλλογή 1992, σ. I-4297, σκέψεις 14 και 15). Πρβλ. και την απόφαση Burton (παρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψεις 13 και 14).


    45  – Πρβλ. τις παρατεθείσες στην υποσημείωση 43 αποφάσεις Thomas (σκέψη 8) και Buchner (σκέψη 21), περαιτέρω τις αποφάσεις της 30ής Aπριλίου 1998 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-377/96 έως C-384/96, De Vriendt κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I-2105, σκέψη 25), και της 4ης Μαρτίου 2004, C-303/02, Haackert (Συλλογή 2004, σ. Ι-2195, σκέψη 26).


    46  – Πρβλ. τις παρατεθείσες στην υποσημείωση 43 αποφάσεις Thomas (σκέψεις 12 και 20), Balestra (σκέψεις 33 και 35), Buchner (σκέψεις 25 και 26) και Hepple (σκέψεις 25 και 26) και, περαιτέρω, την απόφαση Haackert (παρατεθείσα στην υποσημείωση 45, σκέψη 30).


    47  – Πρβλ. και το σημείο 76 των προτάσεων αυτών.


    48  – Απόφαση Birds Eye Walls (παρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψεις 20 και 24).


    49  – Απόφαση Birds Eye Walls (παρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψη 5). Υπό την έννοια αυτή αντελήφθη και κωδικοποίησε και ο κοινοτικός νομοθέτης τη νομολογία Birds Eye Walls: πρβλ. άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 86/378 όπως ισχύει με την οδηγία 96/97.


    50  – Απόφαση παρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψεις 2 έως 5.


    51  – Αντιθέτως, το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 86/378 είναι ευρύτερο από αυτό του άρθρου 141 EΚ, διότι η οδηγία καλύπτει όχι μόνον μισθωτούς αλλά και ανεξάρτητους επαγγελματίες.


    52  – Συναφώς διαφέρει το εν προκειμένω εξεταζόμενο ιστορικό από την υπόθεση Defreyn, στην οποία το Δικαστήριο υπήγαγε ρύθμιση συλλογικής συμβάσεως εργασίας στην οδηγία 86/378, η οποία παρείχε προστασία κατά του κινδύνου της ανεργίας, στο μέτρο που χορηγούσε στους οικείους εργαζομένους παροχές προς συμπλήρωση της προβλεπόμενης από τον νόμο στηρίξεως των ανέργων (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2000 στην υπόθεση C-166/99, Defreyn, Συλλογή 2000, σ. I-6155, σκέψεις 6 επ. και 29).


    53  – Αποφάσεις Moroni (παρατεθείσα στην υποσημείωση 42, σκέψεις 22 έως 24), Schönheit και Becker (παρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 65) και Allonby (παρατεθείσα στην υποσημείωση 16, σκέψη 78).


    54  – Για το άρθρο 141 EΚ πρβλ. τα σημεία 52 επ. και 81 των προτάσεων αυτών και την παρατεθείσα εκεί νομολογία.


    55  – Σημεία 43 έως 51 των προτάσεων αυτών.


    56  – Για το κριτήριο της στενής σχέσεως και των οικονομικών συνεπειών των όρων απασχολήσεως πρβλ. τις αποφάσεις Steinicke (παρατεθείσα στην υποσημείωση 35, σκέψη 51) και JämO (παρατεθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 59), περαιτέρω τις αποφάσεις της 19ης Mαρτίου 2002 στην υπόθεση C-476/99, Lommers (Συλλογή 2002, σ. I-2891, σκέψη 28), και της 15ης Ιουνίου 1978 στην υπόθεση 149/77, Defrenne III (Συλλογή τόμος 1978, σ. 419, σκέψη 21). Πρβλ. επίσης την απόφαση Seymour-Smith και Perez (παρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψεις 35 και 36).


    57  – Παρατεθείσα στην υποσημείωση 11.


    58  – Αν το ιστορικό της αποφάσεως Burton (παρατεθείσα στην υποσημείωση 11) θεωρηθεί –αντίθετα προς την υποστηριχθείσα εν προκειμένω άποψη– παρεμφερές προς αυτό της υπό κρίση περιπτώσεως, τότε θα πρέπει η απόφαση Burton, λαμβανομένης υπόψη της προπαρατεθείσας νέας νομολογίας (υποσημείωση 56), να θεωρηθεί ξεπερασμένη.


    59  – Έτσι, κατ’ αποτέλεσμα και οι αποφάσεις Steinicke (παρατεθείσα στην υποσημείωση 35, σκέψεις 48 έως 51), Krüger (παρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 17), Gillespie (παρατεθείσα στην υποσημείωση 30, σκέψη 24), Defreyn (παρατεθείσα στην υποσημείωση 52, σκέψη 35) και Seymour-Smith και Perez (παρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψεις 35 και 36).


    60  – Αποφάσεις Gillespie (παρατεθείσα στην υποσημείωση 30, σκέψη 24) και Krüger (παρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 14).

    Επάνω