Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex
Έγγραφο 62002CC0442
Opinion of Mr Advocate General Tizzano delivered on 25 March 2004. # CaixaBank France v Ministère de l'Économie, des Finances et de l'Industrie. # Reference for a preliminary ruling: Conseil d'État - France. # Freedom of establishment - Credit institutions - National legislation prohibiting the payment of remuneration on sight accounts. # Case C-442/02.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tizzano της 25ης Μαρτίου 2004.
CaixaBank France κατά Ministère de l'Économie, des Finances et de l'Industrie.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Conseil d'État - Γαλλία.
Ελευθερία εγκαταστάσεως - Πιστωτικά ιδρύματα - Εθνική νομοθεσία που απαγορεύει τους τοκοφόρους λογαριασμούς καταθέσεων όψε.
Υπόθεση C-442/02.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tizzano της 25ης Μαρτίου 2004.
CaixaBank France κατά Ministère de l'Économie, des Finances et de l'Industrie.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Conseil d'État - Γαλλία.
Ελευθερία εγκαταστάσεως - Πιστωτικά ιδρύματα - Εθνική νομοθεσία που απαγορεύει τους τοκοφόρους λογαριασμούς καταθέσεων όψε.
Υπόθεση C-442/02.
Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-08961
Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2004:187
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ANTONIO TIZZANO
της 25ης Μαρτίου 2004 (1)
Υπόθεση C-442/02
CaixaBank France
κατά
Ministère de l’Economie, des Finances et de l’Industrie
[αίτηση του Conseil d’État (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Ελευθερία εγκαταστάσεως – Πιστωτικά ιδρύματα – Εθνική νομοθεσία που απαγορεύει τους τοκοφόρους λογαριασμούς όψεως – Ενδεχόμενο ασυμβίβαστο προς το κοινοτικό δίκαιο»
1. Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο επιλαμβάνεται του ζητήματος αν οι εθνικοί κανόνες κράτους μέλους οι οποίοι απαγορεύουν τους τοκοφόρους λογαριασμούς όψεως σε ευρώ συνιστούν περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως αντίθετο προς το άρθρο 43 ΕΚ όταν εφαρμόζονται σε θυγατρική εταιρία συσταθείσα εκ μέρους νομικού προσώπου άλλου κράτους μέλους.
I – Νομικό πλαίσιο
Το κοινοτικό δίκαιο
2. Η παρούσα υπόθεση αφορά ουσιαστικά τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελευθερίας εγκαταστάσεως, ειδικότερα το άρθρο 43 ΕΚ.
3. Πρέπει να γίνει επίσης μνεία της οδηγίας 2000/12/ΕΚ (2), η οποία, χωρίς να έχει άμεσα σημασία για την απάντηση στα ερωτήματα που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο, μνημονεύθηκε επανειλημμένα κατά τη διάρκεια των συζητήσεων ενώπιον του Δικαστηρίου.
4. Επομένως, υπενθυμίζω καταρχάς ότι η οδηγία κωδικοποίησε εκ νέου συνολικά τα συστήματα περί ελευθερίας εγκαταστάσεως και περί ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών στον τομέα των τραπεζικών πιστώσεων τα οποία είχαν προβλεφθεί από διάφορες προηγούμενες οδηγίες βάσει των άρθρων 43 επ. ΕΚ.
5. Η οδηγία ορίζει μεταξύ άλλων ότι μόνο τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει έγκριση από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους μπορούν να ασκούν επαγγελματικά δραστηριότητα αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό (άρθρα 1, 3 και 4). Προβλέπεται επίσης ότι τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα, που έχουν νομική προσωπικότητα και πληρούν μια σειρά εναρμονισμένων προϋποθέσεων (3), μπορούν να ασκούν επιτρεπόμενες πιστωτικές δραστηριότητες όχι μόνο εντός του κράτους μέλους που χορήγησε τη σχετική έγκριση και στο οποίο τα ως άνω ιδρύματα έχουν την έδρα τους αλλά και εντός οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, μέσω υποκαταστήματος στερούμενου νομικής προσωπικότητας ή με την παροχή υπηρεσιών, με βάση σύστημα αμοιβαίας αναγνωρίσεως των σχετικών εγκρίσεων (άρθρο 18).
Το εθνικό δίκαιο
6. Το άρθρο L.312-3 του code monétaire et financier (Partie Législative) (στο εξής: code monétaire) διέπει το ζήτημα της χορηγήσεως τόκων σε λογαριασμούς όψεως ή σε λογαριασμούς προθεσμίας κάτω των πέντε ετών και ορίζει τα ακόλουθα:
«Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη, απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα το οποίο δέχεται κεφάλαια από το κοινό σε λογαριασμούς όψεως ή διάρκειας μικρότερης των πέντε ετών να καταβάλλει, με οποιονδήποτε τρόπο, επί των κεφαλαίων αυτών τόκους με επιτόκιο μεγαλύτερο από εκείνο που προσδιορίζεται με κανονιστική απόφαση [της επιτροπής κεφαλαιαγοράς ή] (4) του υπουργού οικονομίας.» (5)
7. Η κανονιστική απόφαση 86-13 της επιτροπής κεφαλαιαγοράς (6) απαγόρευσε τη χορήγηση τόκων σε λογαριασμούς όψεως (7).
8. Η ως άνω απαγόρευση ισχύει για τους λογαριασμούς όψεως σε ευρώ τους οποίους διατηρούν κάτοικοι Γαλλίας.
II – Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία
9. Κατά τη διάρκεια του έτους 2002 η Société CaixaBank France (στο εξής: CaixaBank France), γαλλική θυγατρική της ισπανικής εταιρίας Caixa Holding, πληροφόρησε την επιτροπή κεφαλαιαγοράς σχετικά με την πρόθεσή της να εισαγάγει στην αγορά έναν έντοκο λογαριασμό όψεως με επιτόκιο 2 % από ποσό κεφαλαίου 1 500 ευρώ.
10. Με απόφαση της 16ης Απριλίου 2002, η επιτροπή κεφαλαιαγοράς απαγόρευσε στην CaixaBank France να συνάπτει με κατοίκους Γαλλίας νέες συμβάσεις αφορώσες έντοκους λογαριασμούς όψεως και την υποχρέωσε να καταγγείλει τις σχετικές ρήτρες των ήδη συναφθεισών συμβάσεων οι οποίες προέβλεπαν τη χορήγηση τόκων.
11. Η εταιρία αυτή προσέβαλε την ως άνω απόφαση ενώπιον του Conseil d’État, ισχυριζόμενη ότι η απαγόρευση χορηγήσεως τόκων σε λογαριασμούς όψεως κατοίκων ημεδαπής αντιβαίνει προς τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελευθερίας εγκαταστάσεως.
12. Αναγνωρίζοντας τη σημασία του ζητήματος, το Conseil d’État αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1. Συνιστά εμπόδιο στην ελευθερία εγκαταστάσεως η επιβαλλόμενη από κράτος μέλος απαγόρευση στα νομίμως εγκατεστημένα στην ημεδαπή τραπεζικά ιδρύματα να χορηγούν τόκο στις καταθέσεις όψεως και σε άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια, λαμβανομένου υπόψη τού ότι η οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, δεν περιέχει συναφή ρύθμιση;
2. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, ποια είναι η φύση των λόγων γενικού συμφέροντος των οποίων θα μπορούσε να γίνει επίκληση για να δικαιολογηθεί ένα τέτοιο εμπόδιο;»
13. Η CaixaBank France, η BNP Paribas και άλλες γαλλικές τράπεζες, παρεμβαίνουσες στην κύρια δίκη, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή κατέθεσαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου.
III – Νομική ανάλυση
Επί του πρώτου ερωτήματος
14. Οι απόψεις των διαδίκων επί του ερωτήματος αυτού μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως.
15. Η CaixaBank και η Επιτροπή ισχυρίζονται κατ’ ουσίαν ότι η εφαρμογή του επίμαχου μέτρου αποτελεί εμπόδιο στην ουσιαστική και επικερδή άσκηση των πιστωτικών δραστηριοτήτων, εμπόδιο που απαγορεύεται από το άρθρο 43 ΕΚ, όπως αυτό ερμηνεύεται από την κοινοτική νομολογία, ιδίως με τις αποφάσεις Kraus (8), Gebhard (9) και Pfeiffer (10), λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων τα οποία θα εξετάσω, κατά περίπτωση, κατωτέρω.
16. Η Επιτροπή θεωρεί επιπλέον ότι πρέπει να εκτιμηθεί η συμφωνία της γαλλικής ρυθμίσεως προς τη Συνθήκη και όσον αφορά την ενδεχόμενη εφαρμογή της στα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα εντός άλλου κράτους μέλους. Και από την άποψη αυτή η επίμαχη ρύθμιση είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο, καθόσον συνιστά προσβολή του εναρμονισμένου συστήματος το οποίο προβλέπει η οδηγία 2000/12 σχετικά με τα υποκαταστήματα.
17. Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση και τις παρεμβαίνουσες γαλλικές τράπεζες, αντιθέτως, το άρθρο 43 EΚ, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο (11), επιβάλλει κατ’ ουσίαν στο κράτος εγκαταστάσεως να επιφυλάσσει υπέρ των υπηκόων των άλλων κρατών μελών την ίδια μεταχείριση με τους ημεδαπούς όσον αφορά τις προϋποθέσεις προσβάσεως και ασκήσεως μη μισθωτών δραστηριοτήτων, απαγορεύοντας κάθε δυσμενή διάκριση, είτε άμεση είτε απλώς έμμεση ή και συγκαλυμμένη, στηριζόμενη στην ιθαγένεια των κοινοτικών υπηκόων.
18. Εν πάση περιπτώσει, εθνικά μέτρα που εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις δεν μπορούν να συνιστούν περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως παρά μόνον όταν αφορούν την πρόσβαση σε επαγγελματική δραστηριότητα και όχι όταν περιορίζονται στη ρύθμιση των προϋποθέσεων ασκήσεως της οικείας δραστηριότητας, όπως συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση (12).
19. Τα περιοριστικά αποτελέσματα μέτρου όπως αυτό το οποίο μας απασχολεί είναι, εν πάση περιπτώσει, υπερβολικά τυχαία και έμμεσα για να μπορεί να θεωρηθεί το μέτρο αυτό ως αντίθετος προς τη Συνθήκη περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως.
20. Κατόπιν των παρατηρήσεων αυτών θα προχωρήσω στην ανάλυση της παρούσας υποθέσεως
α) Βασική αρχή
21. Πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι το Conseil d’État ερωτά το Δικαστήριο αν η Συνθήκη εμποδίζει την εφαρμογή του επίδικου μέτρου σε γαλλική θυγατρική μιας τράπεζας που είναι ήδη εγκατεστημένη εντός άλλου κράτους μέλους. Επομένως, η υπόθεση αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία μέσω της συστάσεως θυγατρικής ως εταιρίας με αυτοτελή νομική προσωπικότητα.
22. Συνεπώς, η απάντηση του Δικαστηρίου πρέπει να περιοριστεί στην περίπτωση αυτή. Σε αντίθεση με την Επιτροπή (βλ. ανωτέρω, σημείο 16), δεν πιστεύω ότι είναι δυνατό να επεκταθεί το αντικείμενο του ερωτήματος στις περιπτώσεις εφαρμογής του επίμαχου μέτρου σε τράπεζα που επιθυμεί να ασκήσει στη Γαλλία πιστωτική δραστηριότητα μέσω υποκαταστήματος. Πράγματι, η υπόθεση αυτή, επιπλέον του ότι δεν αποτελεί το αντικείμενο του ερωτήματος που υποβάλλει το εθνικό δικαστήριο, δεν έχει σημασία για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου αυτού.
β) Επί της εννοίας του περιορισμού της ελευθερίας εγκαταστάσεως
23. Κατόπιν της ανωτέρω διευκρινίσεως θα ασχοληθώ με την ουσία του ερωτήματος, παρατηρώντας, εκ προοιμίου, ότι, έστω και αν το επίμαχο μέτρο δεν έχει ως αντικείμενο το σύστημα της προσβάσεως στις πιστωτικές δραστηριότητες, το μέτρο αυτό περιλαμβάνει όμως κατά πάσα πιθανότητα –και οι παρατηρήσεις των διαδίκων επιβεβαιώνουν μέχρις ένα βαθμό την άποψη αυτή– ένα σημαντικό αποτέλεσμα επί των οικονομικών προϋποθέσεων ασκήσεως των δραστηριοτήτων αυτών. Πράγματι, το εν λόγω μέτρο αποκλείει τη δυνατότητα να παράγει τόκους ένα τόσο σημαντικό τραπεζικό προϊόν όπως είναι οι καταθέσεις όψεως, καθιστώντας δυσχερέστερο τον ανταγωνισμό μεταξύ τραπεζών όσον αφορά το εν λόγω είδος προϊόντος, αφενός, παρέχοντας όμως τη δυνατότητα διατηρήσεως της δωρεάν παροχής βασικών τραπεζικών υπηρεσιών, οι οποίες διαφορετικά θα ήταν ενδεχομένως ελλειμματικές, αφετέρου.
24. Εντούτοις, οι διάδικοι έχουν κατ’ ουσίαν διαφορετικές απόψεις όσον αφορά τη δυνατότητα χαρακτηρισμού τού εν λόγω περιορισμού της ελευθερίας εγκαταστάσεως βάσει των αποτελεσμάτων του, όταν το επίμαχο μέτρο εφαρμόζεται σε θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος το οποίο είναι ήδη εγκατεστημένο εντός άλλου κράτους μέλους.
25. Πράγματι, η CaixaBank France και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι η έννοια της ελεύθερης κυκλοφορίας εντός της εσωτερικής αγοράς έχει αποτελέσει το αντικείμενο ευρείας ερμηνείας στη νομολογία του Δικαστηρίου, τουλάχιστον στις υποθέσεις Kraus και Gebhard. Επομένως, κατά την ερμηνεία αυτή, απαγορεύεται κάθε εθνικό μέτρο, ακόμα και εφαρμοζόμενο χωρίς διακρίσεις με βάση την ιθαγένεια, το οποίο είναι ικανό να παρεμποδίσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την εκ μέρους κοινοτικών υπηκόων άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που εγγυάται η Συνθήκη (13).
26. Ένα παρόμοιο αποτρεπτικό αποτέλεσμα θα παράγεται, κατ’ ουσίαν, κάθε φορά που ένα συγκεκριμένο εθνικό μέτρο μειώνει τα περιθώρια κέρδους μιας οικονομικής δραστηριότητας, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό λιγότερο επικερδή την άσκησή του, ακόμα και όσον αφορά το σχετικό καθεστώς εγκαταστάσεως.
27. Ακόμα και ελλείψει εναρμονίσεως σε κοινοτικό επίπεδο των προϋποθέσεων ασκήσεως μιας συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας, συνεχίζει η CaixaBank France, το κράτος μέλος που επιθυμεί να εισαγάγει ή να διατηρήσει μια δεδομένη ρύθμιση για μια τέτοια δραστηριότητα παρεμποδίζει εκ του γεγονότος και μόνον αυτού την ελευθερία εγκαταστάσεως προσώπων προερχομένων από άλλο κράτος μέλος το οποίο διατηρεί σε ισχύ μια λιγότερο περιοριστική σχετική ρύθμιση.
28. Οι γαλλικές τράπεζες εξέφρασαν αμφιβολίες όσον αφορά την πραγματική σημασία των μνημονευομένων αποφάσεων του Δικαστηρίου: εξεταζόμενες σε συνδυασμό με τα περιστατικά που συνθέτουν το ιστορικό τους, οι εν λόγω αποφάσεις περιορίζονται στην ουσία στο να κηρύξουν παράνομα μέτρα εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις τα οποία επηρεάζουν άμεσα την πρόσβαση σε μια ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα.
29. Προσωπικά, παρατηρώ ότι η νομολογία του Δικαστηρίου περί ελευθερίας εγκαταστάσεως και, γενικότερα, περί ελεύθερης κυκλοφορίας, εντός της εσωτερικής αγοράς, προσώπων που ασκούν οικονομική δραστηριότητα δεν στερείται ασαφείας και, επομένως, δίδει λαβή, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, σε διάφορες ή και σε αντίθετες ερμηνείες. Προκειμένου να προσδιοριστεί η ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο άρθρο 43 ΕΚ πρέπει, επομένως, να εξετάσω την εν λόγω νομολογία, χωρίς να παραλείψω όμως μια σύντομη ανάλυση του γράμματος της Συνθήκης.
30. Το άρθρο 43 EΚ περιλαμβάνει, όπως είναι γνωστό σε όλους, δύο εδάφια. Στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνεται η απαγόρευση «των περιορισμών της ελευθερίας εγκαταστάσεως», απαγόρευση που εντάσσεται «στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων».
31. Στο δεύτερο εδάφιο, το οποίο περιγράφει το πλαίσιο εντός του οποίου η ως άνω απαγόρευση αναπτύσσει τα αποτελέσματά της, διευκρινίζει ότι η ελευθερία εγκαταστάσεως «περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και τη σύσταση και τη διαχείριση επιχειρήσεων […] σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους […]».
32. Όμως, η παραδοσιακή κοινοτική νομολογία είχε την τάση να δέχεται ότι η αρχή που επιβάλλει την ίση μεταχείριση ημεδαπών και αλλοδαπών αποτελεί την ίδια την ουσία της ελευθερίας εγκαταστάσεως (14), εξομοιώνοντας, κατ’ ουσίαν, την απαγόρευση των περιορισμών υπό την έννοια του πρώτου εδαφίου του άρθρου 43 ΕΚ προς την απαγόρευση διακρίσεων (άμεσων ή έμμεσων) όσον αφορά τους όρους προσβάσεως και ασκήσεως οικονομικών δραστηριοτήτων υπό την έννοια του δευτέρου εδαφίου.
33. Εντούτοις, από την απόφαση στην υπόθεση Kraus και μετά, η οποία είχε ως αντικείμενο ένα γερμανικό μέτρο που επέβαλε ορισμένες διατυπώσεις για την αναγνώριση της νομικής αξίας ενός αλλοδαπού διπλώματος, το Δικαστήριο εφαρμόζει, καθώς φαίνεται, ένα αυστηρότερο κριτήριο σε σχέση με εκείνο της επιφυλάξεως στους αλλοδαπούς της ίδιας μεταχειρίσεως με τους ημεδαπούς, αναγνωρίζοντας, επί της ουσίας, ότι ακόμα και μη εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις μέτρα μπορούν να αποτελούν περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως.
34. Πράγματι, από την ανάλυση του Δικαστηρίου στην απόφαση αυτή προκύπτει η σημασία –ακόμα και πέραν μιας ενδεχόμενης δυσμενούς διακρίσεως– του αποτελέσματος εθνικού μέτρου το οποίο συνίσταται στην αποθάρρυνση της εκ μέρους των κοινοτικών υπηκόων ασκήσεως της ελευθερίας εγκαταστάσεως.
35. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο δεν θεωρεί αναγκαίο να έχει το οικείο εθνικό μέτρο άμεσα αποτελέσματα επί της προσβάσεως σε οικονομική δραστηριότητα για να μπορεί να χαρακτηριστεί ως περιορισμός αντίθετος προς τη Συνθήκη. Πράγματι, το επίμαχο μέτρο συνιστούσε εμπόδιο υπό την έννοια του άρθρου 52 της Συνθήκης (νυν άρθρου 43 ΕΚ) απλώς και μόνο λόγω των ενδεχόμενων αρνητικών συνεπειών του επί του οικονομικού συμφέροντος προς άσκηση ορισμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων (15).
36. Σημειώνω εντούτοις ότι η απόφαση στην υπόθεση Kraus δίδει λαβή και για μια διαφορετική ερμηνεία, δεδομένου ότι η υιοθέτηση ενός τέτοιου κριτηρίου, ασφαλώς πολύ αυστηρού, θα μπορούσε να είχε υπαγορευτεί στην πραγματικότητα από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως και όχι από την επιλογή μιας γενικού χαρακτήρα ερμηνευτικής αρχής.
37. Επομένως, αν ακολουθηθεί η διαφορετική αυτή ερμηνευτική οδός, η άποψη που δέχτηκε το Δικαστήριο στην υπόθεση Kraus αποτελεί φυσική αντίδραση έναντι του χαρακτήρα της γερμανικής ρυθμίσεως, η οποία έθετε σε δυσμενέστερη θέση τα άτομα που έχουν αποκτήσει πανεπιστημιακό δίπλωμα στο εξωτερικό, επιβάλλοντας, για την αναγνώριση της νομικής αξίας του σχετικού τίτλου, διατυπώσεις μη απαιτούμενες για τα διπλώματα που αποκτώνται στη Γερμανία.
38. Η ίδια παρατήρηση μπορεί να λεχθεί για την απόφαση Gebhard, που ακολούθησε, και για τις πλέον πρόσφατες αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στις υποθέσεις Mac Quen (16) και Payroll (17), που είχαν ως αντικείμενο την εκτίμηση της συμφωνίας προς τη Συνθήκη εθνικών μέτρων περιοριζόντων απευθείας την πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα με τρόπο εισάγοντα δυνητικώς δυσμενείς διακρίσεις.
39. Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι, με την ευκαιρία αυτή, το Δικαστήριο ερμήνευσε τον περιορισμό αυτό ευρύτερα, χαρακτηρίζοντας ως τέτοιο περιορισμό όλα τα «εθνικά μέτρα που ενδέχεται να παρακωλύσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζονται με τη Συνθήκη» (18).
40. Η ίδια διατύπωση χρησιμοποιήθηκε στην απόφαση Pfeiffer του 1999 (19). Σε αντίθεση με τις άλλες υποθέσεις, η εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου επεκτείνει τη συλλογιστική του και σε ακραίες περιπτώσεις, χαρακτηρίζοντας ως περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως ένα εθνικό μέτρο του οποίου τα αποτελέσματα επί της κυκλοφορίας των ατόμων ήταν, κατόπιν προσεκτικής εξετάσεως, κάθε άλλο παρά άμεσα και ευθέα.
41. Πράγματι, με την ευκαιρία αυτή το Δικαστήριο κλήθηκε να εκτιμήσει τη συμφωνία προς τη Συνθήκη του αυστριακού συστήματος περί προστασίας της εμπορικής επωνυμίας κατά των κινδύνων συγχύσεως. Ειδικότερα, η υπόθεση αφορούσε τη σχετική με μια θυγατρική γερμανικής επιχειρήσεως απαγόρευση να χρησιμοποιεί μιαν ορισμένη εμπορική επωνυμία η οποία εχρησιμοποιείτο ήδη στη Γερμανία από τη μητρική εταιρία, αλλά η οποία συνέπιπτε στην ουσία με την επωνυμία μιας ανταγωνίστριας αυστριακής επιχειρήσεως.
42. Όμως, το εν λόγω μέτρο δεν αφορούσε την πρόσβαση σε οικονομική δραστηριότητα, δηλαδή τη δραστηριότητα εμπορικής διανομής ειδών διατροφής, η οποία εξακολουθούσε να είναι δυνατή, αυτή καθαυτή, για οποιονδήποτε αλλοδαπό ή ημεδαπό επιχειρηματία. Ακόμα, το μέτρο αυτό δεν μπορούσε να εισαγάγει άμεση ή έμμεση διάκριση σε βάρος προσώπου που επιθυμούσε να κάνει χρήση της ελευθερίας εγκαταστάσεως, επιφυλάσσοντάς του λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση έναντι των ήδη εγκατεστημένων στο σχετικό κράτος προσώπων.
43. Παρ’ όλα αυτά, το Δικαστήριο θεώρησε την αυστριακή ρύθμιση ως περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως –έστω και αν δέχθηκε, στη συνέχεια, ότι ο περιορισμός αυτός εδικαιολογείτο από την ανάγκη προστασίας της βιομηχανικής ιδιοκτησίας– καθόσον υποχρέωνε τη γερμανική επιχείρηση και την αυστριακή θυγατρική της να «διαμορφώσουν διαφορετικά την παρουσίαση των αγαθών που εκμεταλλεύονται, ανάλογα με τον τόπο εγκαταστάσεως» (20).
44. Λαμβανομένου υπόψη ενός τέτοιου προηγούμενου, επομένως, μπορεί να υποστηριχθεί, όπως πράγματι υποστηρίζει στην ουσία η CaixaBank France, ότι κάθε εθνικό μέτρο που μειώνει τα περιθώρια κέρδους μιας συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας και καθιστά με τον τρόπο αυτό λιγότερο ελκυστική, έστω και εμμέσως, την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως αποτελεί περιορισμό της ελευθερίας αυτής.
45. Μπορούμε όμως να επεκτείνουμε ακόμη περισσότερο τη συλλογιστική αυτή: αν θεωρηθεί ότι καταρχήν απαγορεύεται κάθε εθνικό μέτρο ικανό να καταστήσει λιγότερο ενδιαφέρουσα –υπό την έννοια που προανέφερα– την άσκηση της ελεύθερης κυκλοφορίας, μπορεί να υποστηριχθεί ότι, ελλείψει εναρμονίσεως των εθνικών νομοθεσιών που ισχύουν σχετικά με την άσκηση μιας δεδομένης οικονομικής δραστηριότητας, το κράτος που εφαρμόζει το αυστηρότερο σύστημα παρεμβάλλει αυτομάτως ένα εμπόδιο στην ελευθερία εγκαταστάσεως των προσώπων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.
46. Επομένως, εξ αυτού μπορεί να συναχθεί, στην υπόθεση που μας απασχολεί, ότι το επίμαχο γαλλικό μέτρο, καθόσον υποχρεώνει τον όμιλο CaixaBank να υιοθετήσει διαφορετικές εμπορικές στρατηγικές όσον αφορά τη γαλλική θυγατρική του, αφενός, και τις θυγατρικές ή τα υποκαταστήματα σε άλλα κράτη μέλη, αφετέρου, αποτελεί για τον λόγο αυτό περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως αντίθετο προς το άρθρο 43 EΚ.
47. Εντούτοις, σε πολυάριθμες άλλες αποφάσεις το Δικαστήριο δεν εφαρμόζει ένα τόσο αυστηρό κριτήριο, αλλά περιορίζεται να χαρακτηρίσει ως απαγορευόμενους περιορισμούς της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων τα εθνικά μέτρα τα οποία παρεμποδίζουν απευθείας την πρόσβαση σε δεδομένη οικονομική δραστηριότητα ή είναι φύσεως που συνεπάγεται ουσιαστικά την εισαγωγή δυσμενών διακρίσεων, καθόσον αυτά δεν εξασφαλίζουν την ισότητα, de facto ή de jure, των προϋποθέσεων προσβάσεως σε οικονομική δραστηριότητα ή των προϋποθέσεων ασκήσεως της δραστηριότητας αυτής.
48. Επ’ αυτού, μπορούν να μνημονευθούν οι αποφάσεις Alpine Investments (21) του 1995, Perfili (22) του 1996, Futura Participations (23) του 1997 και Metallgesellschaft (24) του 2001.
49. Στην απόφαση Alpine Investments, ειδικότερα, το Δικαστήριο τόνισε το κριτήριο του άμεσου εμποδίου στην πρόσβαση.
50. Στην υπόθεση αυτή το ανακύπτον ζήτημα αφορούσε εθνική ρύθμιση η οποία απαγόρευε στους εγκατεστημένους στις Κάτω Χώρες επιχειρηματίες του χρηματοοικονομικού τομέα να έρχονται τηλεφωνικά σε επαφή με ενδεχόμενους πελάτες, ιδίως με τη λεγόμενη πρακτική τού «cold calling» (25), στην εθνική επικράτεια όπως επίσης και στο έδαφος των άλλων κρατών μελών.
51. Κατά το Δικαστήριο, η απαγόρευση αυτή, μολονότι εφαρμοζόταν αδιακρίτως, ωστόσο μπορούσε «να αποτελεί περιορισμό της ελεύθερης παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών», καθόσον «στερ[ούσε] τους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες της δυνατότητας χρησιμοποιήσεως μιας ταχείας και άμεσης διαφημιστικής τεχνικής και μιας μεθόδου προσεγγίσεως ενδεχόμενων πελατών που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη» (26).
52. Απαντώντας σε αντίρρηση στηριζόμενη στη δυνατότητα εφαρμογής κατ’ αναλογία της αρχής της περιβόητης αποφάσεως Keck και Mithouard (στην οποία θα επανέλθω λεπτομερέστερα στα σημεία 70 επ.), το Δικαστήριο υπογράμμισε επιπλέον ότι «μια απαγόρευση όπως η υπό κρίση προέρχεται από το κράτος μέλος εγκαταστάσεως του παρέχοντος υπηρεσίες και αφορά όχι μόνον τις προσφορές στις οποίες αυτός προβαίνει σε αποδέκτες εγκατεστημένους στο έδαφος του εν λόγω κράτους ή μεταβαίνοντες εκεί για να τους παρασχεθούν οι υπηρεσίες, αλλά και τις προσφορές που απευθύνονται σε αποδέκτες ευρισκόμενους στο έδαφος άλλων κρατών μελών». Για τον λόγο αυτό, κατά το Δικαστήριο, η εν λόγω απάγόρευση «[εκώλυε] απευθείας την πρόσβαση στην αγορά των υπηρεσιών στα άλλα κράτη μέλη» και, επομένως, «μπορ[ούσε] να περιορίζει το ενδοκοινοτικό εμπόριο υπηρεσιών» (27).
53. Επομένως, όπως φαίνεται, το Δικαστήριο κατέστησε σαφές με την τελευταία αυτή διευκρίνιση ότι, προκειμένου να χαρακτηριστεί ως περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών, ένα αδιακρίτως εφαρμοζόμενο εθνικό μέτρο πρέπει να επηρεάζει απευθείας την πρόσβαση στην αγορά των υπηρεσιών εντός των άλλων κρατών μελών. Αντιθέτως, δεν αρκεί «άλλα κράτη μέλη [να] εφαρμόζουν λιγότερο αυστηρούς κανόνες σε όσους παρέχουν παρόμοιες υπηρεσίες και είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους» (28).
54. Παρόμοιες ενδείξεις προς αυτές που απορρέουν από την απόφαση Alpine Investments συνάγονται, κατά την άποψή μου, και από τις αποφάσεις Bosman (29) του 1995, Semeraro Casa (30) του 1996, SETTG (31) του 1997, Zenatti (32) του 1999 και Graf (33) του 2000.
55. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμη η μελέτη της τελευταίας αυτής αποφάσεως, την οποία εξέδωσε η ολομέλεια του Δικαστηρίου. Στην υπόθεση αυτή το ανακύπτον ζήτημα αφορούσε τη συμφωνία προς τη Συνθήκη ορισμένων εθνικών διατάξεων δυνάμενων να επηρεάσουν την επιλογή ενός εργαζομένου να εγκαταλείψει μια θέση εργασίας και να αποδεχθεί μια άλλη, ενδεχομένως εντός άλλου κράτους μέλους, καθόσον οι εν λόγω διατάξεις απέκλειαν το δικαίωμα του εργαζομένου να λάβει αποζημίωση απολύσεως στις περιπτώσεις αυτές, πράγμα το οποίο περιόριζε το οικονομικό ενδιαφέρον της αλλαγής εργασίας.
56. Το Δικαστήριο απέρριψε την άποψη κατά την οποία το ως άνω μέτρο αποτελούσε εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων εντός της εσωτερικής αγοράς. Αντιθέτως, υπενθύμισε την προηγούμενη απόφαση Alpine Investments, δεχόμενο ότι «διατάξεις, έστω και αδιακρίτως εφαρμοζόμενες, οι οποίες εμποδίζουν ή αποθαρρύνουν υπήκοο κράτους μέλους [...] να ασκήσει το δικαίωμά του για ελεύθερη κυκλοφορία», καταρχήν δεν συνιστούν εμπόδια στην άσκηση της ελευθερίας αυτής, απαγορευόμενα από τη Συνθήκη, παρά μόνον αν «αποτελούν άμεση προϋπόθεση της προσβάσεως των εργαζομένων στην αγορά εργασίας» (34). Αντιθέτως, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο όταν το περιοριστικό αποτέλεσμα εξαρτάται από μια «λίαν αμφίβολη και έμμεση περίσταση» (35).
57. Κατόπιν τούτου, μπορώ τώρα να συναγάγω τα συμπεράσματα από την ανάλυση που ανέπτυξα μέχρι τώρα αρχίζοντας με την επανάληψη της προηγούμενης παρατηρήσεώς μου, ότι δηλαδή η μνημονευθείσα νομολογία δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι εκφράζει μιαν ενιαία ιδέα και ότι, κατά συνέπεια, και κατά μείζονα λόγο στην υπό κρίση υπόθεση, δίδει λαβή για διαφορετικές ερμηνείες.
58. Αναζητώντας τη λύση στο ζήτημα αυτό παρατηρώ, καταρχάς, ότι είναι κατά τη γνώμη μου δύσκολο να χαρακτηρισθούν ως αντίθετες προς τη Συνθήκη περιορισμοί εθνικές διατάξεις οι οποίες διέπουν την άσκηση μια οικονομικής δραστηριότητας χωρίς να επηρεάζουν άμεσα την πρόσβαση σ’ αυτήν και χωρίς να εισάγουν την παραμικρή διάκριση de facto ή de jure μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών επιχειρηματιών, με μόνη αιτιολογία ότι περιορίζουν το οικονομικό ενδιαφέρον ασκήσεως της εν λόγω δραστηριότητας.
59. Μια τέτοια ερμηνεία, η οποία όμως έχω την εντύπωση ότι μπορεί να συναχθεί, σε κάποιο βαθμό, από την προαναφερθείσα απόφαση Pfeiffer, θα ερχόταν τελικά σε αντίθεση με το σύστημα αρμοδιοτήτων που απορρέει από τη Συνθήκη.
60. Πράγματι, οι διατάξεις στον τομέα της εγκαταστάσεως δεν χορήγησαν στην Κοινότητα, όπως γνωρίζουμε, μια γενική αρμοδιότητα ρυθμίσεως των μη μισθωτών οικονομικών δραστηριοτήτων. Αντιθέτως, άφησαν άθικτες τις σχετικές αρμοδιότητες των κρατών, περιοριζόμενες στην απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων και της παρεμβολής εμποδίων στο δικαίωμα της εγκαταστάσεως, καθώς και στην αναγνώριση συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων υπέρ της Κοινότητας για την εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών (άρθρο 57, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης, νυν άρθρο 47, παράγραφοι 1 και 2, EΚ).
61. Ελλείψει μιας τέτοιας εναρμονίσεως, επομένως, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να παραμένουν καταρχήν αρμόδια για τη ρύθμιση της ασκήσεως οικονομικών δραστηριοτήτων με μέτρα μη εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις.
62. Δεύτερον, οι επιχειρηματίες –ημεδαποί ή αλλοδαποί– θα είχαν δυνάμει της ως άνω ερμηνείας τη δυνατότητα να επικαλούνται καταχρηστικά το άρθρο 43 ΕΚ προκειμένου να εμποδίσουν κάθε εθνικό μέτρο το οποίο, απλώς και μόνον επειδή θα διέπει τον τρόπο ασκήσεως μιας οικονομικής δραστηριότητας, θα ενδέχεται να περιορίσει, σε τελική ανάλυση, τα περιθώρια κέρδους και, εξ αυτού, το συμφέρον προς άσκηση της εν λόγω οικονομικής δραστηριότητας.
63. Τούτο ισοδυναμεί, ωστόσο, με χρησιμοποίηση της Συνθήκης προς επίτευξη ενός ξένου προς αυτήν σκοπού: όχι της εγκαθιδρύσεως μιας εσωτερικής αγοράς, στην οποία οι προβλεπόμενοι όροι είναι αυτοί μιας ενιαίας αγοράς και εντός της οποίας οι επιχειρηματίες μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα, αλλά εκείνου της εγκαθιδρύσεως μιας αγοράς χωρίς κανόνες, ή ακόμα μιας αγοράς στην οποία απαγορεύονται καταρχήν οι κανόνες, εκτός όταν είναι απαραίτητοι και σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας προς ικανοποίηση επιτακτικών αναγκών γενικού συμφέροντος.
64. Επομένως, πιστεύω ότι αυτή δεν είναι η οδός που πρέπει να ακολουθηθεί.
65. Κατά τη γνώμη μου, αντιθέτως, πιο σκόπιμο είναι να αξιοποιηθούν οι διάφορες ερμηνευτικές ενδείξεις που απορρέουν από την κοινοτική νομολογία, κατά τις οποίες τα εθνικά μέτρα, ακόμα και όταν είναι ικανά in abstracto να επηρεάσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, δεν μπορούν «να παρεμποδίσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των ελευθεριών που εγγυάται η Συνθήκη», οπότε δεν αποτελούν περιορισμούς των ελευθεριών αυτών παρά μόνον όταν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.
66. Ειδικότερα, θεωρώ ότι, όταν τηρείται η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων –και, επομένως, όταν υφίσταται μια ισότητα προϋποθέσεων de jure και de facto όσον αφορά την πρόσβαση σε μια οικονομική δραστηριότητα και στην άσκησή της–, ένα εθνικό μέτρο δεν μπορεί να θεωρείται ως περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων παρά μόνον αν επηρεάζει άμεσα την πρόσβαση στην αγορά, λόγω του σκοπού ή των αποτελεσμάτων του.
67. Η μνημονευθείσα ως τώρα κοινοτική νομολογία (36), περιλαμβάνει, σε μεγάλο βαθμό, άμεσα ή έμμεσα, ενδείξεις προς την κατεύθυνση αυτή, ενδείξεις οι οποίες απορρέουν ειδικότερα από τις αποφάσεις Alpine Investments και Graf (37), με τις οποίες το Δικαστήριο, έστω και αν είχε επιληφθεί της ερμηνείας διατάξεων στον τομέα της κυκλοφορίας των εργαζομένων και της παροχής των υπηρεσιών, διατύπωσε ωστόσο μια αρχή ισχύουσα και στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων στο σύνολό της, περιλαμβανομένης της ελευθερίας εγκαταστάσεως.
68. Η εν λόγω ερμηνευτική μέθοδος που περιγράφεται ανωτέρω παρέχει επιπλέον, κατά τη γνώμη μου, τη δυνατότητα συμβιβασμού του σκοπού της συνενώσεως των διαφόρων εθνικών αγορών σε μία και μόνη κοινή αγορά, διατηρουμένης μιας γενικής αρμοδιότητας των κρατών μελών προς ρύθμιση των οικονομικών δραστηριοτήτων.
69. Πιστεύω ότι το κριτήριο εκτιμήσεως που προτείνω, όπως υπογράμμισαν η Γαλλική Κυβέρνηση και οι παρεμβαίνουσες τράπεζες, παρέχει τη δυνατότητα να λαμβάνεται υπόψη, στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, η σημαντική εξέλιξη της νομολογίας τα τελευταία δέκα χρόνια στον τομέα της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.
70. Πράγματι, υπενθυμίζω ότι με την απόφαση Keck του 1993 (38) και με τη μεταγενέστερη νομολογία, που κατέστη πάγια, το Δικαστήριο δέχεται ότι η εφαρμογή σε προϊόντα προελεύσεως άλλων κρατών μελών εθνικών διατάξεων που απαγορεύουν ορισμένους τρόπους πωλήσεως δεν συνιστά εμπόδιο στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών υπό την έννοια του άρθρου 28 ΕΚ, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται σε όλους τους επιχειρηματίες που ασκούν τις δραστηριότητές του στην εθνική επικράτεια και επηρεάζουν με τον ίδιο τρόπο, νομικώς και πραγματικώς, την εμπορία των εγχωρίων προϊόντων και των προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών (39).
71. Ο λόγος είναι, συνεχίζει το Δικαστήριο, ότι, από τη στιγμή που πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, η εφαρμογή ρυθμίσεων του είδους αυτού «δεν είναι ικανή να παρεμποδίσει την πρόσβαση [των προϊόντων άλλων κρατών μελών] στην αγορά ούτε να τη δυσχεράνει [περισσότερο σε σχέση με] την πρόσβαση στην αγορά των εγχωρίων προϊόντων» (40).
72. Συνεπώς, η ratio της νομολογίας Keck έγκειται στο διπλό κριτήριο της προσβάσεως στην αγορά και της εισαγωγής δυσμενών διακρίσεων: συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων κάθε εθνικό μέτρο το οποίο εμποδίζει την πρόσβαση στην αγορά προϊόντων προελεύσεως άλλου κράτους μέλους ή παρεμποδίζει τα προϊόντα αυτά περισσότερο σε σχέση με τα εγχώρια προϊόντα (41).
73. Συνοπτικά, μετά από προσεκτικότερη εξέταση, λαμβάνοντας ως αφετηρία την απόφαση Keck, διαπιστώνουμε στη νομολογία περί των εμπορευμάτων την ύπαρξη ενός κριτηρίου της ίδιας φύσεως με αυτό που ίσχυσε στη συνέχεια στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων στις αποφάσεις Alpine Investments (42) και Graf (43).
74. Εξάλλου, το κριτήριο αυτό –το οποίο επιβεβαιώθηκε, όπως είδαμε, στις περισσότερες από τις αποφάσεις που εκδόθηκαν τα τελευταία δέκα έτη στον τομέα της κυκλοφορίας των προσώπων (44)– ουδόλως αντιβαίνει προς τη μεθοδολογία που ακολούθησε το Δικαστήριο στις αποφάσεις Kraus και Gebhard.
75. Πράγματι, το ως άνω κριτήριο απλώς διευκρινίζει το περιεχόμενο της έννοιας του περιορισμού στο πλαίσιο των ως άνω αποφάσεων, χωρίς ωστόσο να θίγει το πνεύμα του. Η διευκρίνιση την οποία εξέθεσα ανωτέρω (σημείο 66) αποσκοπεί αποκλειστικά στην αποφυγή του ενδεχομένου να αντλούνται από μια υπερβολικά ασαφή διατύπωση της έννοιας αυτής εξεζητημένες ερμηνείες της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, οι οποίες θα οδηγούσαν στο να χαρακτηρίζονται ως απαγορευμένοι περιορισμοί ακόμα και μέτρα των οποίων τα αποτελέσματα επί της ασκήσεως της ελευθερίας αυτής είναι καθαρά υποθετικά και, εν πάση περιπτώσει, εντελώς τυχαία και έμμεσα.
76. Επομένως, πιστεύω ότι μπορώ να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι, από γενικής απόψεως, όσον αφορά την ελευθερία εγκαταστάσεως, οι εθνικές διατάξεις κράτους μέλους που διέπουν την άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων συνιστούν περιορισμούς αντίθετους προς τη Συνθήκη όταν είναι φύσεως τέτοιας ώστε να προβλέπουν για τον ασκούντα την ελευθερία αυτή επιχειρηματία πραγματικούς ή νομικούς όρους ασκήσεώς της οι οποίοι είναι δυσμενέστεροι σε σχέση με τους ισχύοντες για τον εγκατεστημένο εντός του εν λόγω κράτους επιχειρηματία ή, εν πάση περιπτώσει, όταν επηρεάζουν άμεσα την πρόσβασή του στην αγορά, λόγω του σκοπού ή των αποτελεσμάτων τους.
γ) Χαρακτηρισμός του επίμαχου μέτρου
77. Ας εξετάσουμε τώρα ειδικότερα το γαλλικό μέτρο το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως, δηλαδή την εφαρμογή της απαγορεύσεως τοκοφόρων λογαριασμών όψεως σε θυγατρική αλλοδαπού πιστωτικού ιδρύματος, όπως είναι η CaixaBank France.
78. Με βάση το κριτήριο που εξέθεσα ανωτέρω σε γενικές γραμμές, η εκτίμηση της νομιμότητας του μέτρου αυτού θα πρέπει να ακολουθήσει την ακόλουθη λογική πορεία. Καταρχάς, πρέπει να εξετασθεί αν το εν λόγω μέτρο εισάγει δυσμενείς νομικές διακρίσεις ή αν έχει ως αντικείμενο να ρυθμίσει την πρόσβαση στη δραστηριότητα παροχής τραπεζικών πιστώσεων. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, θα πρέπει να εξακριβωθεί αν οι εν λόγω θυγατρικές βρίσκονται, λόγω της εφαρμογής του μέτρου αυτού, σε δυσμενέστερη de facto κατάσταση σε σχέση με τους παραδοσιακά εγκατεστημένους και ασκούντες τις δραστηριότητές τους στη γαλλική αγορά ανταγωνιστές. Τέλος, θα πρέπει να εξετασθεί αν το επίμαχο μέτρο συνιστά, λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων του, άμεσο εμπόδιο στην πρόσβαση στην τραπεζική αγορά.
79. Παρατηρώ καταρχάς ότι ασφαλώς αποκλείεται το επίμαχο μέτρο να συνιστά δυσμενή νομική διάκριση –και πιστεύω ότι οι διάδικοι συμφωνούν κατ’ ουσίαν επ’ αυτού–, καθόσον, από καθαρά τυπική άποψη, δεν θέτει τους αλλοδαπούς σε δυσμενέστερη θέση έναντι των ημεδαπών όσον αφορά τους όρους ασκήσεως της πιστωτικής δραστηριότητας.
80. Επί του δευτέρου σημείου, μπορεί να αποκλειστεί με την ίδια ευκολία το ενδεχόμενο να έχει ως αντικείμενο το επίμαχο μέτρο τη ρύθμιση της προσβάσεως στην πιστωτική δραστηριότητα.
81. Πράγματι, γνωρίζουμε καλά ότι η πρόσβαση στην πιστωτική δραστηριότητα εξαρτάται από τη χορήγηση αδείας εκ μέρους των αρμόδιων εθνικών αρχών σύμφωνα με την οδηγία 2000/12 (45). Οι προϋποθέσεις χορηγήσεως της αδείας αυτής καθορίζονται από τα κράτη μέλη κατ’ εφαρμογή εναρμονισμένων κριτηρίων τα οποία προβλέπει η ίδια αυτή οδηγία και τα οποία αφορούν την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης νομικής μορφής, ένα ορισμένο εταιρικό κεφάλαιο, ορισμένες ιδιότητες των μετόχων με σημαντική συμμετοχή κ.λπ. (βλ. ανωτέρω, σημείο 5, και υποσημείωση 3).
82. Όμως, η ρύθμιση περί τοκοφόρων λογαριασμών όψεως δεν επηρεάζει κανέναν από τους όρους αυτούς, δεδομένου ότι η ρύθμιση αυτή διέπει μόνον ένα συγκεκριμένο τρόπο ασκήσεως της πιστωτικής δραστηριότητας εκ μέρους πιστωτικού ιδρύματος που έχει τη σχετική άδεια.
83. Κατόπιν τούτου, απομένει να εξετασθούν τα δύο ζητήματα που προανέφερα στο σημείο 77, δηλαδή το αν το εν λόγω μέτρο είναι ικανό να θέσει τις γαλλικές θυγατρικές αλλοδαπών τραπεζών σε δυσμενέστερη de facto θέση έναντι των ήδη εγκατεστημένων στη Γαλλία πιστωτικών ιδρυμάτων, οπότε, για τον λόγο αυτό, εισάγει ουσιαστικά δυσμενείς διακρίσεις, ή αν μπορεί να αποτελεί άμεση προϋπόθεση της προσβάσεως στην πιστωτική αγορά, λόγω των αποτελεσμάτων του.
84. Κατά την άποψή μου, το συμπέρασμα μιας τέτοιας εξετάσεως εξαρτάται από τα αποτελέσματα που μπορεί να έχει το σχετικό μέτρο συγκεκριμένα στη γαλλική πιστωτική αγορά. Επομένως, πρόκειται για μια πραγματική εκτίμηση, η οποία πρέπει να αφεθεί καταρχήν στην κρίση του εθνικού δικαστηρίου (46).
85. Το ως άνω δικαστήριο θα εξετάσει προς τούτο αν πράγματι, όπως διατείνονται στην ουσία η CaixaBank France και η Επιτροπή, το επίμαχο εθνικό μέτρο παρεμποδίζει τις θυγατρικές αλλοδαπών τραπεζών να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά, όσον αφορά την αποδοχή κεφαλαίων από το κοινό, τις παραδοσιακά εγκατεστημένες στη γαλλική επικράτεια τράπεζες που διαθέτουν εκτεταμένο δίκτυο υποκαταστημάτων, ή αν υφίστανται άλλοι τρόποι ανταγωνισμού στην ως άνω αγορά, όπως διατείνονται η Γαλλική Κυβέρνηση και οι γαλλικές τράπεζες.
86. Θα πρέπει ιδίως να εξακριβώσει αν η γαλλική πιστωτική αγορά παρέχει εύκολα τη δυνατότητα άλλων τρόπων τοκοφόρων καταθέσεων ώστε να είναι δυνατός ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών όσον αφορά την αποδοχή καταθέσεων από το κοινό.
87. Πράγματι, σε αντίθετη περίπτωση, αν δεν μπορεί αν προμηθευθεί κεφάλαια μέσω της αποδοχής καταθέσεων, η θυγατρική μιας αλλοδαπής τράπεζας θα είναι υποχρεωμένη να καταφύγει στη διατραπεζική αγορά προς χρηματοδότηση των πιστωτικών δραστηριοτήτων της. Στην περίπτωση αυτή, θα υποχρεωθεί να φέρει υψηλότερο κόστος έναντι των παραδοσιακά εγκατεστημένων στη Γαλλία τραπεζών που διαθέτουν μια μόνιμη πηγή εσόδων λόγω της θέσεώς τους στην αγορά της αποδοχής καταθέσεων από το κοινό λόγω της εκτάσεως του δικτύου υποκαταστημάτων τους.
88. Επιβάλλεται λοιπόν το συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο θέτει τις θυγατρικές αλλοδαπών τραπεζών σε δυσμενέστερη πραγματική κατάσταση σε σχέση με τις γαλλικές τράπεζες και, επομένως, αποτελεί περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως αντίθετο προς τη Συνθήκη.
89. Στην περίπτωση αυτή, δεδομένης της απαγορεύσεως προσφοράς στην αγορά τοκοφόρων λογαριασμών όψεως, οι ως άνω τράπεζες στερούνται επιπλέον από το μόνο αποτελεσματικό μέσο για την προσέλκυση πελατείας στη γαλλική αγορά. Από αυτό προκύπτει, ότι, λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων του, το επίμαχο μέτρο είναι επίσης ικανό να παρεμποδίσει απευθείας την πρόσβαση στη γαλλική αγορά των θυγατρικών των αλλοδαπών τραπεζών, πράγμα το οποίο αποτελεί, και από την άποψη αυτή επίσης, περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως υπό την έννοια του άρθρου 43 ΕΚ (47).
δ) Τελικές παρατηρήσεις
90. Επομένως, καταλήγω προτείνοντας στο Δικαστήριο να δώσει στο πρώτο ερώτημα που υποβάλλει το Conseil d’Etat την απάντηση ότι εθνικές διατάξεις κράτους μέλους που διέπουν την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας αποτελούν περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως απαγορευόμενο καταρχήν από το άρθρο 43 ΕΚ όταν είναι ικανές να θέσουν έναν επιχειρηματία που ασκεί την ελευθερία αυτή σε δυσμενέστερη νομική ή πραγματική θέση έναντι των επιχειρηματιών που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος αυτό ή, εν πάση περιπτώσει, όταν, λόγω του αντικειμένου ή των αποτελεσμάτων τους, επηρεάζουν άμεσα την πρόσβασή του στην αγορά.
91. Ένα εθνικό μέτρο όπως η απαγόρευση των τοκοφόρων λογαριασμών όψεως σε ευρώ αποτελεί περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως απαγορευόμενο από το άρθρο 43 ΕΚ όταν η εφαρμογή του στερεί τις θυγατρικές των αλλοδαπών τραπεζών από τη δυνατότητα να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά, όσον αφορά την αποδοχή καταθέσεων από το κοινό, τις παραδοσιακά εγκατεστημένες στην ημεδαπή τράπεζες που διαθέτουν εκτεταμένο δίκτυο υποκαταστημάτων.
92. Η εκτίμηση αυτή εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο θα εξακριβώσει ιδίως αν η γαλλική πιστωτική αγορά παρέχει εύκολα τη δυνατότητα άλλων ειδών καταθέσεων για τα οποία είναι ελεύθερη η χορήγηση τόκων και τα οποία είναι ικανά να οδηγήσουν σε αποτελεσματικό ανταγωνισμό μεταξύ των τραπεζών στην αγορά αυτή.
Επί του δευτέρου ερωτήματος
93. Με το δεύτερο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν υφίστανται λόγοι γενικού συμφέροντος ικανοί να δικαιολογήσουν περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως όπως αυτός ο οποίος απορρέει ενδεχομένως από την εφαρμογή του επίμαχου εθνικού μέτρου.
94. Παρατηρώ, άνευ άλλου, ότι, λαμβανομένης υπόψη της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ του κοινοτικού δικαστή και των εθνικών δικαστηρίων, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται –αν θεωρεί ότι το επίμαχο εθνικό μέτρο πρέπει να θεωρηθεί ως περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως υπό την έννοια του άρθρου 43 ΕΚ– και όχι στο Δικαστήριο το έργο να εκτιμήσει αν η ως άνω απαγόρευση δικαιολογείται ή όχι (48).
95. Όπως είναι γνωστό, ωστόσο, το Δικαστήριο, όταν αποφαίνεται επί αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικού ερωτήματος, μπορεί να παρέχει ενδεχομένως διευκρινίσεις και να εκθέτει τα ερμηνευτικά κριτήρια που μπορούν να καθοδηγήσουν το εθνικό δικαστήριο στην υπόθεση της υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί (49).
96. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί στο εθνικό δικαστήριο ότι, κατά πάγια νομολογία, εθνικά μέτρα που αποτελούν περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων αλλά εφαρμόζονται σε κάθε άτομο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα στο έδαφος του κράτους μέλους εγκαταστάσεως μπορούν να δικαιολογούνται αν αντιστοιχούν σε επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, υπό την προϋπόθεση ότι είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ότι δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου ορίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού (50).
97. Όμως, η Γαλλική Κυβέρνηση και οι γαλλικές τράπεζες που άσκησαν παρέμβαση ισχυρίστηκαν στην ουσία ότι το επίμαχο μέτρο δικαιολογείται από μια επιτακτική ανάγκη προστασίας των καταναλωτών και, επιπλέον, αποτελούν την έκφραση σημαντικών επιλογών οικονομικής πολιτικής της Γαλλικής Κυβερνήσεως.
98. Όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών, ειδικότερα, η κατάργηση της εν λόγω απαγορεύσεως θα οδηγούσε σε ουσιαστική αύξηση του κόστους διαχειρίσεως των τρεχόντων λογαριασμών. Κατά συνέπεια, οι τράπεζες θα ήταν υποχρεωμένες να ζητήσουν από τον καταναλωτή την καταβολή του αντιτίμου των τραπεζικών υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται σήμερα δωρεάν, όπως είναι η έκδοση επιταγών και η ανάληψη μετρητών από τις αυτόματες ταμειοληπτικές μηχανές.
99. Στη συνέχεια, όπως προανέφερα, η απαγόρευση των τοκοφόρων λογαριασμών όψεως αποτελεί την έκφραση επιλογής μιας οικονομικής πολιτικής, η οποία αποσκοπεί στην ενθάρρυνση της μεσοπρόθεσμης και της μακροπρόθεσμης αποταμιεύσεως, με σκοπό ιδίως τον περιορισμό του πληθωρισμού.
100. Κατά την CaixaBank France και την Επιτροπή, οι ανάγκες αυτές δεν είναι ικανές να δικαιολογήσουν το επίμαχο μέτρο. Το μέτρο αυτό, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας.
101. Επ’ αυτού παρατηρώ ότι τόσο η υποστήριξη της αποταμιεύσεως όσο και η προστασία των καταναλωτών αποτελούν σκοπούς που αξίζει να προστατεύονται, ενώ θεωρώ ότι το επίμαχο μέτρο είναι πρόσφορο για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών. Πιστεύω ωστόσο ότι το μέσο που επέλεξε ο Γάλλος νομοθέτης υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη των ως άνω σκοπών, τούτο για τους λόγους τους οποίους παραθέτω κατωτέρω.
102. Όσον αφορά την ενθάρρυνση της μακροπρόθεσμης αποταμιεύσεως, θεωρώ πως είναι ελάχιστα πιθανό να αποτελεί απλώς η απαγόρευση της χορηγήσεως τόκων σε βραχυπρόθεσμους λογαριασμούς το μοναδικό δυνατό μέσο. Μέτρα τα οποία συνίστανται στην πρόβλεψη ενός ανωτάτου ορίου του επιτοκίου των λογαριασμών όψεως ή στην πρόβλεψη κινήτρων για μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επενδύσεις αποτελούν, καθώς φαίνεται, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, εναλλακτικές λύσεις εξίσου πρόσφορες για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών.
103. Στη συνέχεια, όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών, κλίνω περισσότερο να δεχθώ το επιχείρημα που προβάλλει η CaixaBank France, ότι δηλαδή η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών με διατήρηση της δωρεάν παροχής βασικών τραπεζικών υπηρεσιών μπορεί να ικανοποιηθεί με λιγότερο δεσμευτικά πρόσφορα μέσα.
104. Πράγματι, και ο ίδιος πιστεύω ότι θα ήταν επαρκής προς τούτο η πρόβλεψη της υποχρεώσεως των τραπεζικών ιδρυμάτων να παρέχουν στους καταναλωτές που το επιθυμούν τη δυνατότητα ενός μη τοκοφόρου λογαριασμού όψεως, με παράλληλη όμως δυνατότητα δωρεάν παροχής βασικών τραπεζικών υπηρεσιών, επιτρέποντας ταυτόχρονα στα ιδρύματα αυτά να παρέχουν επίσης τη δυνατότητα τοκοφόρων λογαριασμών όψεως περιλαμβανόντων, ενδεχομένως, τη χρέωση του πελάτη για την παροχή βασικών τραπεζικών υπηρεσιών.
105. Κατόπιν τούτου υπενθυμίζω στο σημείο αυτό ότι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί οριστικά επί του ζητήματος αυτού, καθόσον εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου να εξετάσει αν πληρούνται στην εκκρεμή ενώπιόν του υπόθεση οι προϋποθέσεις που θέτει η κοινοτική νομοθεσία (και οι οποίες υπενθυμίζονται ανωτέρω, στο σημείο 96).
106. Δεν αποκλείεται με την ευκαιρία αυτή να ανακύψουν περιστάσεις ή να προβληθούν επιχειρήματα που δικαιολογούν ένα μέτρο όπως αυτό που αποτελεί το αντικείμενο της εκκρεμούς ενώπιόν του υποθέσεως. Εντούτοις, στο παρόν στάδιο εξελίξεως των πραγμάτων, θεωρώ ότι το επίμαχο μέτρο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από επιτακτικές ανάγκες γενικού συμφέροντος όπως είναι η προστασία των καταναλωτών και η προώθηση της αποταμιεύσεως, διότι υπερβαίνει το όριο του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών αυτών.
107. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο δεύτερο ερώτημα που υπέβαλε το Conseil d’État την απάντηση ότι, όταν μέτρα όπως το επίμαχο αποτελούν περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως υπό την έννοια του άρθρου 43 ΕΚ, πρέπει να θεωρείται –με βάση τα στοιχεία που εκτέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου– ότι ο περιορισμός αυτός δεν δικαιολογείται από τις επιτακτικές ανάγκες γενικού συμφέροντος των οποίων γίνεται επίκληση εν προκειμένω, ήτοι από την προστασία των καταναλωτών και την υποστήριξη της αποταμιεύσεως.
IV – Πρόταση
108. Για τους λόγους που ανέπτυξα ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στα ερωτήματα που υπέβαλε το Conseil d’État:
«1) Εθνικές διατάξεις κράτους μέλους που διέπουν την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας αποτελούν περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως απαγορευόμενο καταρχήν από το άρθρο 43 ΕΚ όταν είναι ικανές να θέσουν έναν επιχειρηματία που ασκεί την ελευθερία αυτή σε δυσμενέστερη νομική ή πραγματική θέση έναντι των επιχειρηματιών που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος αυτό ή, εν πάση περιπτώσει, όταν, λόγω του αντικειμένου ή των αποτελεσμάτων τους, επηρεάζουν άμεσα την πρόσβασή του στην αγορά.
Ένα εθνικό μέτρο όπως η απαγόρευση των τοκοφόρων λογαριασμών όψεως σε ευρώ αποτελεί περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως απαγορευόμενο από το άρθρο 43 ΕΚ όταν η εφαρμογή του στερεί τις θυγατρικές των αλλοδαπών τραπεζών από τη δυνατότητα να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά, όσον αφορά την αποδοχή καταθέσεων από το κοινό, τις παραδοσιακά εγκατεστημένες στην ημεδαπή τράπεζες που διαθέτουν εκτεταμένο δίκτυο υποκαταστημάτων.
Η εκτίμηση αυτή εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο θα εξακριβώσει ιδίως αν η γαλλική πιστωτική αγορά παρέχει εύκολα τη δυνατότητα άλλων ειδών καταθέσεων για τα οποία είναι ελεύθερη η χορήγηση τόκων και τα οποία είναι ικανά να οδηγήσουν σε αποτελεσματικό ανταγωνισμό μεταξύ των τραπεζών στην αγορά αυτή.
2) Όταν μέτρα όπως το επίμαχο αποτελούν περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως υπό την έννοια του άρθρου 43 ΕΚ, πρέπει να θεωρείται –με βάση τα στοιχεία που εκτέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου– ότι ο περιορισμός αυτός δεν δικαιολογείται από τις επιτακτικές ανάγκες γενικού συμφέροντος των οποίων γίνεται επίκληση εν προκειμένω, ήτοι από την προστασία των καταναλωτών και την υποστήριξη της αποταμιεύσεως.»
1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.
2 – Οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (στο εξής: οδηγία 2000/12 ή οδηγία) (ΕΕ L 126, σ. 1).
3 – Ιδίως όσον αφορά: το αρχικό κεφάλαιο, άρθρο 5· τις απαιτήσεις σε επίπεδο υπευθύνων της διοικήσεως και τον τόπο της έδρας της εταιρίας, άρθρο 6· την ιδιότητα των μετόχων και των εταίρων που έχουν ειδική συμμετοχή στην εταιρία, άρθρο 7· το πρόγραμμα δραστηριοτήτων, άρθρο 8.
4 – Ο νόμος 2003-706 της 1ης Αυγούστου 2003, άρθρο 46 ΙΙΙ 2 (που δημοσιεύθηκε στο Journal Officiel της 2ας Αυγούστου 2003), απάλειψε, στο άρθρο L.312-3, τις λέξεις που περιλαμβάνονται μεταξύ αγκυλών· το άρθρο 47 του ίδιου νόμου ορίζει ωστόσο ότι οι κανονιστικές αποφάσεις της επιτροπής κεφαλαιαγοράς εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή. Επομένως, δεν επήλθε ουσιαστική τροποποίηση του εφαρμοστέου νομικού πλαισίου όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, όπως ρητά επιβεβαίωσε η Γαλλική Κυβέρνηση απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου.
5 – Η υποσημείωση αυτή αφορά μόνο το ιταλικό κείμενο των παρουσών προτάσεων.
6 – Βλ. την υποσημείωση 4.
7 – Η κανονιστική απόφαση 92-13 της επιτροπής κεφαλαιαγοράς επεξέτεινε στη συνέχεια την εν λόγω απαγόρευση στη δραστηριότητα αποδοχής κεφαλαίων την οποία ασκούν στη Γαλλία μέσω θυγατρικών τράπεζες που εδρεύουν εντός άλλου κράτους μέλους.
8 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1993, C-19/92, Kraus (Συλλογή 1993, σ. I-1663).
9 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Νοεμβρίου 1995, C-55/94, Gebhard (Συλλογή 1995, σ. I-4165).
10 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαΐου 1999, C-255/97, Pfeiffer (Συλλογή 1999, σ. I-2835).
11 – Βλ. τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 1985, 197/84, Steinhauser (Συλλογή 1985, σ. 1819), της 10ης Μαρτίου 1993, C-111/91, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 1993, σ. I-817), και της 30ής Μαρτίου 1993, C-168/91, Kωνσταντινίδης (Συλλογή 1993, σ. I-1191).
12 – Οι τράπεζες στηρίζονται στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C‑415/93, Bosman κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I-4921), και Graf, προαναφερθείσα, όσον αφορά τους εργαζομένους, και στις αποφάσεις της 10ης Μαΐου 1995, C-384/93, Alpine Investments (Συλλογή 1995, σ. I-1141), και της 13ης Μαΐου 2003, C-98/01, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 2003, σ. Ι-4641), και C-463/00, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2003,σ. I-4581 – σχετικά με τις λεγόμενες Golden Shares), στον τομέα της κυκλοφορίας των υπηρεσιών και των κεφαλαίων, αντιστοίχως.
13 – Βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Kraus, σκέψη 32, και την προαναφερθείσα απόφαση Gebhard, σκέψη 37.
14 – Βλ. επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 1977, 71-76, Thieffry (Συλλογή τόμος 1977, σ. 229, σκέψη 19), και Steinhauser, προαναφερθείσα, σκέψη 14.
15 – Βλ. ιδίως τις σκέψεις 21 και 22, τα οποία και παραθέτω: «21. [Ο] κάτοχος πτυχίου όπως αυτό το οποίο αφορά η κυρία υπόθεση ενδέχεται να βρεθεί σε προνομιακή θέση κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, καθόσον η κατοχή του εν λόγω διπλώματος μπορεί να του εξασφαλίσει υψηλότερη αμοιβή ή ταχύτερη προαγωγή ή ακόμη να καταστήσει δυνατή γι' αυτόν, στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, την πρόσβαση σε ορισμένες ειδικές θέσεις που επιφυλάσσονται μόνο σε πρόσωπα με ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου προσόντα. 22. Επίσης, η εγκατάσταση του ενδιαφερομένου ως ανεξαρτήτου εργαζομένου και, σε κάθε περίπτωση, η άσκηση αντίστοιχης επαγγελματικής δραστηριότητας διευκολύνονται σημαντικά από τη δυνατότητα επιδείξεως πανεπιστημιακών τίτλων αποκτηθέντων στο εξωτερικό οι οποίοι συμπληρώνουν τα εθνικά πτυχία τα οποία αποτελούν προϋπόθεση προσβάσεως στο επάγγελμα» (η υπογράμμιση δική μου).
16 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 2001, C-108/96, Mac Quen κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I-837).
17 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Οκτωβρίου 2002, C-79/01, Payroll (Συλλογή 2002, σ. I‑8923).
18 – Απόφαση Gebhard, προαναφερθείσα, σκέψη 37 (η υπογράμμιση δική μου).
19 – Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 10.
20 – Απόφαση Pfeiffer, προαναφερθείσα, σκέψη 20.
21 – Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 12.
22 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 1996, C- 177/94, Perfili (Συλλογή 1996, σ. I-161).
23 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 1997, C-250/95, Futura Participations και Singer (Συλλογή 1997, σ. I-2471).
24 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Μαρτίου 2001, C-397/98 και C-410/98, Metallgesellschaft κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I-1727).
25 – Πρόκειται για τη χρησιμοποίηση του τηλεφώνου προκειμένου να προσφερθούν υπηρεσίες σε δυνητικούς πελάτες χωρίς όμως ο καλών να έχει λάβει από αυτούς προηγουμένως σχετική έγκριση για την κλήση.
26 – Απόφαση Alpine Investments, προαναφερθείσα, σκέψη 28.
27 – Σκέψη 38· η υπογράμμιση δική μου.
28 – Όπ.π. σκέψη 27. Ομοίως, βλ. τις παλαιότερες αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 1978, 1/78, Kenny (Συλλογή τόμος 1978, σ. 461, σκέψη 18)· της 3ης Ιουλίου 1979, 185/78 έως 204/78, Van Dam (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 143, σκέψη 10)· της 7ης Μαΐου 1992, C-251/90 και C-252/90, Procurator Fiscal κατά Wood και Cowie (Συλλογή 1992, σ. I-2873, σκέψη 19)· της 14ης Ιουλίου 1994, C-379/92, Peralta (Συλλογή 1994, σ. I-3453, σκέψη 48), και Perfili, προαναφερθείσα, σκέψη 17.
29 – Όπ.π., υποσημείωση 12.
30 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Ιουνίου 1996, C-418/93, C-419/93, C-420/93, C-421/93, C-460/93, C-461/93, C-462/93, C-464/93, C-9/94, C-10/94, C-11/94, C-14/94, C-15/94, C‑23/94, C-24/94 και C-332/94, Semeraro Casa Uno κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I-2975).
31 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 1997, C-398/95, SETTG (Συλλογή 1997, σ. I-3091).
32 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Οκτωβρίου 1999, C-67/98, Zenatti (Συλλογή 1999, σ. I-7289).
33 – Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 12.
34 – Προαναφερθείσα απόφαση Graf, σκέψη 23. Η υπογράμμιση δική μου. Σε αντίθεση με το ιταλικό κείμενο [αλλά και με το ελληνικό], στο γαλλικό κείμενο αλλά και στις λοιπές γλωσσικές αποδόσεις δεν υπάρχει το επίρρημα «άμεσα» [ή το επίθετο «άμεση»]. Πράγματι, το γαλλικό κείμενο έχει ως εξής: «[…] pour être aptes à constituer de telles entraves, il faut qu'elles conditionnent l'accès des travailleurs au marché du travail». Il convient de rappeler qu'en appliquant ce critère en l'espèce, la Cour a notamment souligné «qu'une réglementation, telle celle en cause au principal, n'[était] pas de nature à empêcher ou à dissuader le travailleur de mettre fin à son contrat de travail pour exercer une activité salariée auprès d'un autre employeur, car le droit à l'indemnité de congédiement ne dépend[ait] pas du choix du travailleur de rester ou non chez son employeur actuel, mais d'un événement futur et hypothétique, à savoir la rupture ultérieure de son contrat sans qu'il ait pris lui-même l'initiative de cette rupture ou que celle-ci lui soit imputable».
35 – Ίδια απόφαση, σκέψη 25. Εν προκειμένω, κατά το Δικαστήριο, η απώλεια του δικαιώματος λήψεως αποζημιώσεως λόγω απολύσεως αποτελούσε «μια λίαν αμφίβολη και έμμεση περίσταση [για] να είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι μια ρύθμιση, η οποία δεν αναγνωρίζει στη λύση της συμβάσεως εργασίας από τον ίδιο τον εργαζόμενο την ίδια συνέπεια με τη λύση της συμβάσεως για την οποία δεν έλαβε ο ίδιος την πρωτοβουλία ή δεν μπορεί να του καταλογιστεί, είναι ικανή να παρεμποδίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων».
36 – Σημεία 48 επ.
37 – Σημεία 55 επ.
38 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 1993, C-267/91 και C-268/91, Keck και Mithouard (Συλλογή 1993, σ. I-6097).
39 – Απόφαση Keck και Mithouard, προαναφερθείσα, σκέψη 16.
40 – Απόφαση Keck και Mithouard , προαναφερθείσα, σκέψη 17 (η υπογράμμιση δική μου).
41 – Βλ., μεταξύ άλλων, επ’ αυτού, επιπλέον της προαναφερθείσας αποφάσεως Keck, σκέψη 17, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1993, C-292/92, Hünermund κ.λπ. (Συλλογή 1993, σ. I-6787, σκέψη 21), της 2ας Ιουνίου 1994, C‑401/92 και C-402/92, Boermans (Συλλογή 1994, σ. I-2199, σκέψη 12), της 9ης Φεβρουαρίου 1995, C-412/93, Leclerc-Siplec (Συλλογή 1995, σ. I-179, σκέψη 21), της 29ης Ιουνίου 1995, C-391/92, Επιτροπή κατά Ελλάδος (Συλλογή 1995, σ. I‑1621, σκέψη 13), της 13ης Ιανουαρίου 2000, C-254/98, TK-Heimdienst (Συλλογή 2000, σ. I-151, σκέψη 26), της 8ης Μαρτίου 2001, C-405/98, Gourmet International Products (Συλλογή 2001, I-1795, σκέψη 18). Ομοίως, βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Fennelly στην υπόθεση C-190//98, Graf, προαναφερθείσα, σημείο 19. Βλ., τέλος, την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2003, Deutscher Apothekenverband (Συλλογή 2003, σ. Ι‑14887, σκέψεις 67 επ.).
42 – Βλ. ανωτέρω, σημεία 49 επ.
43 – Βλ. ανωτέρω, σημεία 55 επ.
44 – Βλ. ανωτέρω, σημεία 44 επ. Βλ. επιπλέον, σχετικά με μια μεθοδολογία παράλληλη προς αυτή που εκτίθεται ανωτέρω, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Νοεμβρίου 2002, C-208/00, Überseering (Συλλογή 2002, σ. I 9919, σκέψεις 78 επ.· πρόσβαση παντελώς απαγορευόμενη), της 21ης Νοεμβρίου 2002, C-436/00, X και Y (Συλλογή 2002, σ. I-10829, σκέψεις 36 και 67: έμμεση δυσμενής διάκριση), και της 6ης Νοεμβρίου 2003, C-243/01, Gambelli κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. Ι-13031, σκέψη 48: έμμεση δυσμενής διάκριση).
45 – Βλ. ανωτέρω, σημείο 5.
46 – Βλ. μεταξύ άλλων τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 1999, C-107/98, Teckal (Συλλογή 1999, σ. I-8121, σκέψεις 29 και 31), της 22ας Ιουνίου 2000, C-318/98, Fornasar κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. I-4785, σκέψη 32), και της 16ης Οκτωβρίου 2003, C-421/01, Traunfellner (Συλλογή 2003, σ. Ι-11941, σκέψη 21).
47 – Στην ανωτέρω περιγραφόμενη περίπτωση, η απαγόρευση των τοκοφόρων τρεχόντων λογαριασμών έχει κατά κάποιον τρόπο παρόμοιο αποτέλεσμα με εκείνο της απαγορεύσεως του «cold calling», που αποτελούσε το αντικείμενο της υποθέσεως Alpine Investments (βλ. ανωτέρω, σημεία 50 επ.). Στην περίπτωση αυτή, όπως είδαμε, η σχετική απαγόρευση θεωρήθηκε ότι «ενδέχεται να αποτελεί περιορισμό της ελεύθερης παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών», καθόσον «στερ[ούσε] τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες της δυνατότητας χρησιμοποιήσεως μιας ταχείας και άμεσης διαφημιστικής τεχνικής και μιας μεθόδου προσεγγίσεως ενδεχόμενων πελατών που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη» (σκέψη 28).
48 – Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2000, C-424/97, Haim (Συλλογή 2000, σ. I-5123, σκέψη 58), και Payroll, προαναφερθείσα (σκέψη 29).
49 – Όπ.π.
50 – Αποφάσεις του Δικαστηρίου Kraus, προαναφερθείσα, σκέψη 32· Gebhard, προαναφερθείσα, σκέψη 37· της 9ης Μαρτίου 1999, C-212/97, Centros (Συλλογή 1999, σ. I-1459, σκέψη 34)· Pfeiffer, προαναφερθείσα, σκέψη 19· Haim, προαναφερθείσα, σκέψη 5, και Payroll, προαναφερθείσα, σκέψη 28.