EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62001CJ0087

Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2003.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Conseil des communes et régions d'Europe (CCRE).
Αίτηση αναιρέσεως - Απόφαση της Επιτροπής περί συμψηφισμού δύο απαιτήσεων που αφορούν διαφορετικές έννομες τάξεις - Συμψηφισμός κατά παράβαση των κανόνων εθνικού δικαίου που διέπουν τη μία εκ των απαιτήσεων - Παράνομος.
Υπόθεση C-87/01 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-07617

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2003:400

62001J0087

Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2003. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Conseil des communes et régions d'Europe (CCRE). - Αίτηση αναιρέσεως - Απόφαση της Επιτροπής περί συμψηφισμού δύο απαιτήσεων που αφορούν διαφορετικές έννομες τάξεις - Συμψηφισμός κατά παράβαση των κανόνων εθνικού δικαίου που διέπουν τη μία εκ των απαιτήσεων - Παράνομος. - Υπόθεση C-87/01 P.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-07617


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Επιτροπή - Αρμοδιότητες - Εκτέλεση του κοινοτικού προϋπολογισμού - Απόφαση περί συμψηφισμού απαιτήσεως της Επιτροπής και οφειλομένων κοινοτικών συνεισφορών - Πρότερη υποχρέωση να εξασφαλισθεί η χρησιμοποίηση των κοινοτικών κεφαλαίων για τους προβλεπόμενους σκοπούς και η πραγματοποίηση δράσεων δικαιολογουσών τη χορήγηση των εν λόγω κεφαλαίων παρά τον σκοπούμενο συμψηφισμό - Δεν υφίσταται

2. Κοινοτικό δίκαιο - Γενικές αρχές του δικαίου - Συμψηφισμός - Εξώδικος συμβιβασμός απαιτήσεων διεπομένων από δύο διαφορετικές έννομες τάξεις - Υποχρέωση τηρήσεως των απαιτήσεων των δύο οικείων εννόμων τάξεων - Απόφαση περί συμψηφισμού απαιτήσεως της Επιτροπής και οφειλομένων κοινοτικών συνεισφορών - Μη τήρηση των όρων της έννομης τάξεως που διέπει τη μία από τις οικείες απαιτήσεις - Παράνομη

Περίληψη


1. Ο συμψηφισμός, ως τρόπος καταβολής και μηχανισμός ταυτόχρονης αποσβέσεως δύο αμοιβαίων απαιτήσεων, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι πράγματι επιτρέπεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις από το κοινοτικό δίκαιο, δεν μπορεί να εξαρτάται από πρότερη υποχρέωση της Επιτροπής, στο πλαίσιο της εκτελέσεως του προϋπολογισμού της Κοινότητας, να εξασφαλίσει ότι, παρά τον σκοπούμενο συμψηφισμό, η χρησιμοποίηση των κοινοτικών κεφαλαίων για τους προβλεπομένους σκοπούς και η πραγματοποίηση των δράσεων που δικαιολόγησαν τη χορήγηση των εν λόγω ποσών εξακολουθούν να είναι διασφαλισμένες. Συνεπώς, μια απόφαση της Επιτροπής περί συμψηφισμού απαιτήσεως του οργάνου αυτού και οφειλομένων κοινοτικών συνεισφορών δεν μπορεί να ακυρωθεί λόγω της εκ μέρους της παραβάσεως της εν λόγω πρότερης υποχρεώσεως.

( βλ. σκέψεις 29, 33 )

2. Από την κοινοτική ρύθμιση μπορεί να γεννηθούν μεταξύ των αρχών και των επιχειρηματιών αμοιβαίες απαιτήσεις που προσφέρονται για συμψηφισμό. Ο εξώδικος συμψηφισμός απαιτήσεων που διέπονται από διαφορετικές έννομες τάξεις, στο μέτρο που επιφέρει την ταυτόχρονη απόσβεση δύο ενοχών, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον εφόσον πληροί τις απαιτήσεις των αμφοτέρων εν προκειμένω οικείων εννόμων τάξεων. Ειδικότερα, οιοσδήποτε συμψηφισμός αυτής της φύσεως προϋποθέτει, ως προς τις οικείες απαιτήσεις, την πλήρωση των οικείων προϋποθέσεων που θέτουν οι αντίστοιχες έννομες τάξεις. Συναφώς, το γεγονός ότι, στην παρούσα υπόθεση, η μία εκ των εννόμων τάξεων είναι η κοινοτική και η έτερη είναι η έννομη τάξη κράτους μέλους εξακολουθεί να μην ασκεί επιρροή. Ειδικότερα, η όμοια τάση των εν λόγω εννόμων τάξεων να διέπουν τον ενδεχόμενο συμψηφισμό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί βάσει σκέψεων περί υπεροχής του κοινοτικού δικαίου.

Συνεπώς, μια απόφαση της Επιτροπής περί συμψηφισμού απαιτήσεως του οργάνου αυτού και οφειλομένων κοινοτικών συνεισφορών, δεδομένου ότι εκδόθηκε ενώ οι κανόνες της έννομης τάξεως που διείπε μία εκ των οικείων απαιτήσεων απέκλειαν προδήλως την απόσβεσή της μέσω του πραγματοποιηθέντος συμψηφισμού, είναι ακυρωτέα ελλείψει νομικής βάσεως, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση της εν λόγω αποφάσεως από πλευράς των κανόνων που διέπουν την έτερη απαίτηση.

( βλ. σκέψεις 56, 61-62, 64 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-87/01 P,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους P. Oliver και H. Μ. H. Speyart, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αναιρεσείουσα

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 14 Δεκεμβρίου 2000 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τέταρτο τμήμα) στην υπόθεση T-105/99, CCRE κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, Τ-105/99, σ. ΙΙ-4099), με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,

όπου ο έτερος διάδικος είναι το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (ΕΣΟΤΑ), με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενο από τους F. Herbert και F. Renard, δικηγόρους, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, Πρόεδρο, Μ. Wathelet και R. Schintgen, προέδρους τμήματος, C. Gulmann, A. La Pergola (εισηγητή), P. Jann, Β. Σκουρή, N. Colneric, S. von Bahr, J. N. Cunha Rodrigues και A. Rosas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Léger

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 25ης Ιουνίου 2002,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Ιουλίου 2003,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, βάσει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Τ-105/99, ΕΣΟΤΑ κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-4099, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο δέχθηκε την προσφυγή της ενώσεως γαλλικού δικαίου Conseil des communes et régions d'Europe (Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στο εξής: ΕΣΟΤΑ) περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της περιεχομένης στο έγγραφο της 15ης Φεβρουαρίου 1999 (στο εξής: επίδικη απόφαση), με το οποίο η τελευταία αντιτάσσει στο ΕΣΟΤΑ τον συμψηφισμό των αμοιβαίων απαιτήσεών τους.

Ιστορικό της διαφοράς και αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

2 Το ιστορικό της διαφοράς παρατίθεται στις σκέψεις 1 έως 11 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

«1 Στις 11 Φεβρουαρίου 1994 και στις 25 Απριλίου 1995, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΕΣΟΤΑ), ένωση γαλλικού δικαίου περιλαμβάνουσα τις εθνικές ενώσεις των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης της Ευρώπης, η ένωση Agence pour les réseaux transméditerranéens (ARTM, οργανισμός για τα διαμεσογειακά δίκτυα) και η ένωση γαλλικού δικαίου Cités unies développement (CUD) συνήψαν τρεις συμβάσεις τεχνικής βοήθειας με την Επιτροπή.

2 Οι συμβάσεις αυτές αφορούσαν δύο προγράμματα περιφερειακής συνεργασίας εγκριθέντα βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) 1763/92 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1992, περί χρηματοδοτικής συνεργασίας όσον αφορά το σύνολο των τρίτων μεσογειακών χωρών (ΕΕ L 181, σ. 5), και καλούμενα MED-URBS και MED-URBS MIGRATION (στο εξής: συμβάσεις MED-URBS). Κατά το άρθρο 8 των εν λόγω συμβάσεων, αυτές διέπονται από το βελγικό δίκαιο, δεδομένου ότι στις συμβάσεις αυτές προβλέπεται επίσης ρήτρα παρέχουσα αρμοδιότητα στα πολιτικά δικαστήρια των Βρυξελλών στην περίπτωση αποτυχίας φιλικής διευθετήσεως διαφοράς ανακύψασας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

3 Αφού έλεγξε τους λογαριασμούς του ΕΣΟΤΑ, η Επιτροπή κατέληξε ότι το ποσό των 195 991 ECU έπρεπε να εισπραχθεί απ' αυτό, στο πλαίσιο των συμβάσεων MED-URBS. Ακολούθως, στις 30 Ιανουαρίου 1997, συνέταξε το λογιστικό σημείωμα 97002489Ν για το ποσό αυτό και ζήτησε από το ΕΣΟΤΑ την επιστροφή με έγγραφο της 7ης Φεβρουαρίου 1997.

4 Στο έγγραφο αυτό, το οποίο περιήλθε στο [ΕΣΟΤΑ] μόλις στις 23 Φεβρουαρίου 1997, η Επιτροπή ανέφερε, κατά τρόπο γενικό, τη μη τήρηση των συμβατικών ρητρών για να δικαιολογήσει το αίτημα περί επιστροφής.

5 Κατόπιν αιτήσεως του ΕΣΟΤΑ, η Επιτροπή διευκρίνισε, με έγγραφο της 25ης Ιουλίου 1997, ότι οι σχετικοί με τις συμβάσεις προϋπολογισμοί δεν είχαν τηρηθεί, δεδομένου ότι, χωρίς προηγουμένη γραπτή άδεια εκ μέρους της, πραγματοποιήθηκαν δαπάνες που υπερέβαιναν τα όρια των προϋπολογισμών.

6 Το [ΕΣΟΤΑ] αμφισβήτησε το βάσιμο της θέσεως που έλαβε η Επιτροπή με διάφορα έγγραφα καθώς και με την ευκαιρία πολλών συζητήσεων και αρνήθηκε να πληρώσει το απαιτηθέν ποσό.

7 Με συστημένη επιστολή της 19ης Νοεμβρίου 1998, η Επιτροπή κάλεσε το ΕΣΟΤΑ να εξοφλήσει το εν λόγω ποσό εντός των δεκαπέντε ημερών από της παραλαβής της εν λόγω επιστολής.

8 Με το από 3 Δεκεμβρίου 1998 έγγραφο οχλήσεως η Επιτροπή ζήτησε από το ΕΣΟΤΑ να προβεί στην επιστροφή του ποσού των 195 991 ECU και ανέφερε τη δυνατότητα εισπράξεως του ποσού αυτού "μέσω συμψηφισμού με τα [οφειλόμενα στο ΕΣΟΤΑ] ποσά λόγω κοινοτικής συνεισφοράς ή ακόμη μέσω οποιασδήποτε νομικής οδού, τόσο ως προς το κεφάλαιο όσο και ως προς τους τόκους".

9 Απαντώντας στο έγγραφο αυτό, με την από 18 Δεκεμβρίου 1998 επιστολή του, το ΕΣΟΤΑ αμφισβήτησε τον βέβαιο χαρακτήρα του φερομένου χρέους του και αρνήθηκε τον συμψηφισμό.

10 Με έγγραφο της 15ης Φεβρουαρίου 1999, η Επιτροπή γνωστοποίησε στο ΕΣΟΤΑ ότι "η συγκεκριμένη απαίτηση [εμφάνιζε] ασφαλώς τα χαρακτηριστικά της βεβαιότητας, της ρευστότητας και του απαιτητού καθιστώντας δυνατή την πραγματοποίηση συμψηφισμού". Επιπλέον, ενημέρωσε το [ΕΣΟΤΑ] για την απόφασή της (στο εξής: επίδικη απόφαση) να "προβεί στην είσπραξη του ποσού των 195 991,00 ευρώ διά συμψηφισμού με τα ποσά [...] οφειλόμενα λόγω κοινοτικών συνεισφορών" σχετικών με ορισμένες πράξεις (στο εξής: επίδικες πράξεις). Πρόσθεσε ακόμη: "Οι πληρωμές [...] πρέπει να θεωρούνται ότι ελήφθησαν από το ΕΣΟΤΑ με τις συναφείς υποχρεώσεις, ότι η πληρωμή συνιστά προκαταβολή, καταβολή έναντι, ή τελική πληρωμή."»

3 Στις 20 Απριλίου 1999 το ΕΣΟΤΑ προσέφυγε στο Τribunal de première instance de Bruxelles, σύμφωνα με την περιλαμβανόμενη στις συμβάσεις MED-URBS ρήτρα αρμοδιότητας, προκειμένου να αμφισβητήσει το βάσιμο της φερομένης απαιτήσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο των εν λόγω συμβάσεων και να αποδείξει, με τον τρόπο αυτό, ότι δεν συνέτρεχαν οι προβλεπόμενες από τον βελγικό νόμο προϋποθέσεις για να αποσβεσθούν οι συμβατικές ενοχές διά συμψηφισμού.

4 Στις 20 Απριλίου 1999 το ΕΣΟΤΑ άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως.

5 Προς στήριξη της προσφυγής του, προέβαλε τέσσερις λόγους που στηρίζονται στην έλλειψη νομικού ερείσματος της επίδικης αποφάσεως, στην παραβίαση της αρχή της ασφάλειας δικαίου, στην παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και στην παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 253 ΕΚ), αντιστοίχως.

6 Με τη σκέψη 23 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο κατ' αρχάς απέριψε την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι από το δικόγραφο της προσφυγής προέκυπτε σαφώς ότι η προσφυγή του ΕΣΟΤΑ αφορούσε την απόφαση της Επιτροπής, την περιλαμβανομένη στο έγγραφο της 15ης Φεβρουαρίου 1999, περί συμψηφισμού και όχι, όπως υποστήριζε η Επιτροπή, το χρεωστικό σημείωμα αριθ. 97002489Ν της 30ής Ιανουαρίου 1997 και ότι η εν λόγω προσφυγή είχε επομένως ακηθεί εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 173, πέμπτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ).

7 Επί της ουσίας, το Πρωτοδικείο, αποφαινόμενο επί του λόγου περί ελλείψεως νομικού ερείσματος, ακύρωσε την επίδικη απόφαση για τους ακόλουθους λόγους:

«54 Πρέπει να υπομνηστεί, αφενός, ότι η παρούσα προσφυγή έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, που περιλαμβάνεται στο από 15 Φεβρουαρίου 1999 έγγραφό της, να αντιτάξει στο [ΕΣΟΤΑ] συμψηφισμό των αμοιβαίων απαιτήσεών τους και, αφετέρου, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη ανέθεσαν στα πολιτικά δικαστήρια των Βρυξελλών την αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται των διαφορών που ανακύπτουν ως προς τις συμβάσεις MED-URBS. Επομένως, το Πρωτοδικείο οφείλει να εξετάσει μόνον τη νομιμότητα της προαναφερθείσας αποφάσεως ως προς τα αποτελέσματά της σχετικά με τη μη πραγματική καταβολή των επίδικων ποσών στο [ΕΣΟΤΑ].

55 Ακολούθως, διαπιστώνεται ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του, το κοινοτικό δίκαιο δεν περιέχει ρητούς κανόνες σχετικά με το δικαίωμα της Επιτροπής, υπό την ιδιότητά της του υπεύθυνου θεσμικού οργάνου για την εκτέλεση του κοινοτικού προϋπολογισμού σύμφωνα με το άρθρο 205 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 274 ΕΚ), να αντιτάξει συμψηφισμό κοινοτικών κεφαλαίων σε πιστωτικές οντότητες που είναι όμως επίσης οφειλέτες ποσών κοινοτικής προελεύσεως.

56 Πάντως, ο σχετικός με κοινοτικά κεφάλαια συμψηφισμός είναι ένας νομικός μηχανισμός, του οποίου την εφαρμογή το Δικαστήριο έκρινε σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο, με τις αποφάσεις [της 1ης Μαρτίου 1983, 250/79] DEKA [κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1982, σ. 421)], [της 15ης Οκτωβρίου 1985, 125-84] Continental Irish Meat [(Συλλογή 1986, σ. 3441)] και [της 19ης Μαϊου 1998, C-132/95] Jensen [και Korn-og Foderstofkompagniet (Συλλογή 1998, σ. Ι-2975)] [...].

57 Η νομολογία αυτή του Δικαστηρίου δεν περιέχει, εντούτοις, όλα τα στοιχεία που καθιστούν δυνατή την απόφαση επί της παρούσας υποθέσεως.

58 Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι θα ήταν προτιμότερο τα ανακύπτοντα από τον συμψηφισμό ζητήματα να ρυθμίζονται με γενικές διατάξεις του νομοθέτη και όχι με ατομικές αποφάσεις του κοινοτικού δικαστή στο πλαίσιο των διαφορών που του υποβάλλονται.

59 Ελλείψει ρητών κανόνων στον σχετικό τομέα και για να προσδιοριστεί αν η επίδικη απόφαση έχει νομικό έρεισμα, είναι αναγκαία η αναφορά στους εφαρμοστέους στην πράξη της Επιτροπής κανόνες κοινοτικού δικαίου και στην προπαρατεθείσα νομολογία. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει ειδικότερα να ληφθεί υπόψη η αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου, στην οποία αναφέρεται η νομολογία αυτή (προπαρατεθείσα απόφαση Jensen [και Korn-og Foderstofkompagniet], σκέψεις 54 και 67), και η αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως.

60 Η αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου συνεπάγεται ότι τα κεφάλαια της Κοινότητας πρέπει να διατίθενται και να χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τον προορισμό τους.

61 Συνεπώς, εν προκειμένω, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, πριν από την πραγματοποίηση του συμψηφισμού, να εξετάσει αν, παρά την τελευταία αυτή πράξη, η χρησιμοποίηση των εν λόγω κεφαλαίων για τους προβλεπομένους σκοπούς και η εκτέλεση των πράξεων που δικαιολόγησαν τη χορήγηση των επίδικων ποσών εξακολουθούσαν να είναι διασφαλισμένες.

62 Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι ο συμψηφισμός είναι τρόπος αποσβέσεως δύο αμοιβαίων ενοχών. Εν προκειμένω, με τον συμψηφισμό αποσβέννυται, κατά την Επιτροπή, η απαίτηση την οποία αυτή προβάλλει κατά του ΕΣΟΤΑ ως προς τις συμβάσεις MED-URBS καθώς και, τουλάχιστον μερικώς, εκείνη του ΕΣΟΤΑ έναντι του θεσμικού οργάνου λόγω κοινοτικών επιδοτήσεων που έπρεπε να του καταβληθούν στο πλαίσιο των επίδικων πράξεων. Επιπλέον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, με το έγγραφο της 15ης Φεβρουαρίου 1999, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι οι πραγματοποιούμενες μέσω του συμψηφισμού πληρωμές πρέπει να θεωρούνται "αναληφθείσες από το ΕΣΟΤΑ μαζί με τις συναφείς υποχρεώσεις". Με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή εξέφρασε την απαίτησή της να τηρήσει το [ΕΣΟΤΑ] την υποχρέωσή του εκτελέσεως των επίδικων πράξεων.

63 Εντούτοις, ελλείψει της πραγματικής καταβολής των προοριζομένων για την εκτέλεση της τελευταίας αυτής υποχρεώσεως ποσών, είναι προφανές ότι αυτά δεν θα χρησιμοποιηθούν σύμφωνα προς τον προορισμό τους και ότι με τον τρόπο αυτό οι επίδικες πράξεις κινδυνεύουν να μην εκτελεσθούν, πράγμα το οποίο είναι αντίθετο προς την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου και, ειδικότερα, προς την πρακτική αποτελεσματικότητα των αποφάσεων περί χορηγήσεως των επίδικων ποσών.

64 Η θέση της Επιτροπής προϋπέθετε ότι το ΕΣΟΤΑ εξακολουθούσε να έχει στη διάθεσή του τα χορηγηθέντα βάσει των συμβάσεων MED-URBS και απαιτηθέντα από αυτήν κεφάλαια και ότι, αφής ο συμψηφισμός πραγματοποιούνταν, το ΕΣΟΤΑ θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα κεφάλαια αυτά για την εκτέλεση των επίδικων πράξεων.

65 Όμως, προφανώς, αν το ΕΣΟΤΑ δεν είχε πλέον στη διάθεσή του τα προαναφερθέντα κεφάλαια, δεν μπορούσε πλέον να χρηματοδοτήσει την εκτέλεση των επίδικων πράξεων.

66 Έτσι, η επίδικη απόφαση είχε ως αποτέλεσμα τη μετάθεση του προβλήματος από την είσπραξη φερομένης απαιτήσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο της εκτελέσεως των συμβάσεων MED-URBS στην εκτέλεση των επίδικων πράξεων, που ανταποκρίνονται σε κοινοτικό συμφέρον, στο εξής απειλούμενο από τον συμψηφισμό.

67 Όμως, τα επίδικα ποσά δεν προορίζονταν για την πληρωμή των οφειλών του ΕΣΟΤΑ, αλλά για την εκτέλεση των πράξεων για τις οποίες τα ποσά αυτά είχαν διατεθεί. Πρέπει συναφώς να τονιστεί ότι στην παρούσα υπόθεση, αντίθετα προς εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Jensen [και Korn-og Foderstofkompagniet] (σκέψεις 38 και 59), στην οποία ο επίδικος κανονισμός απέβλεπε στην εξασφάλιση ορισμένου εισοδήματος στους γεωργούς, τα επίδικα ποσά δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την εκτέλεση των πράξεων για τις οποίες τα ποσά αυτά προορίζονταν.

68 Συναφώς, εκτιμάται ότι, παρά τις δηλώσεις του εκπροσώπου της κατά τη συνεδρίαση, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι πριν από την πραγματοποίηση του συμψηφισμού είχε, τουλάχιστον, εξετάσει τον κίνδυνο που συνεπαγόταν η μη πραγματική καταβολή των επίδικων ποσών στο [ΕΣΟΤΑ] για την εκτέλεση των αντίστοιχων πράξεων.

69 Όσον αφορά την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή οφείλει να εκτελεί τον κοινοτικό προϋπολογισμό δυνάμει του άρθρου 205 της Συνθήκης, η εφαρμογή της εν προκειμένω επιβεβαιώνει την προηγουμένη ανάλυση.

70 Πράγματι, όσον αφορά την είσπραξη του οφειλομένου χρέους του [ΕΣΟΤΑ] έναντι της Επιτροπής, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, δεδομένου ότι το ΕΣΟΤΑ δεν τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας, το εν λόγω θεσμικό όργανο μπορούσε να ζητήσει την πληρωμή του ενώπιον του αρμοδίου βελγικού δικαστηρίου.

71 Εξάλλου, για να εξασφαλίσει την καλή χρησιμοποίηση των επίδικων ποσών, σε περίπτωση που η Επιτροπή είχε αμφιβολίες ως προς τη διαχείριση των κοινοτικών κεφαλαίων από το ΕΣΟΤΑ, μπορούσε να σκεφθεί την αναστολή, προειδοποιητικώς, της καταβολής των ποσών αυτών στην εν λόγω ένωση όπως έπραξε για άλλα κεφάλαια που επίσης της οφείλονταν.

72 Με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή μπορούσε, αφενός, να έχει επιτύχει την είσπραξη του οφειλομένου χρέους σχετικά με τις συμβάσεις MED-URBS και, αφετέρου, να έχει βεβαιωθεί ότι τα επίδικα ποσά, σε περίπτωση καταβολής στο ΕΣΟΤΑ, θα χρησιμοποιούνταν πράγματι για την εκτέλεση των επίδικων πράξεων.

73 Τέλος, η αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως δεν πρέπει να περιορισθεί σε έναν καθαρά λογιστικό ορισμό, σύμφωνα με τον οποίο είναι ουσιώδης η απλή δυνατότητα να θεωρηθεί ένα χρέος τυπικά εξοφληθέν. Αντιθέτως, η ορθή ερμηνεία της αρχής αυτής πρέπει να περιλαμβάνει τη μέριμνα ως προς τις πρακτικές συνέπειες των πράξεων δημοσιονομικής διαχειρίσεως, έχοντας ως αναφορά, μεταξύ άλλων, την αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου.

74 Από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν είχε το δικαίωμα να εκδώσει την επίδικη απόφαση, χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι αυτή δεν συνεπαγόταν κίνδυνο ως προς τη χρησιμοποίηση των εν λόγω κεφαλαίων για τους σκοπούς για τους οποίους προορίζονταν και για την εκτέλεση των επίδικων πράξεων, ενώ θα μπορούσε να έχει ενεργήσει διαφορετικά χωρίς να διακυβεύσει την είσπραξη του φερομένου χρέους του [ΕΣΟΤΑ] έναντι αυτής και την ορθή χρησιμοποίηση των επίδικων ποσών».

Η αίτηση αναιρέσεως

8 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

- να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να συναγάγει όλες τις εντεύθεν έννομες συνέπειες,

- να καταδικάσει το ΕΣΟΤΑ στα δικαστικά έξοδα της κατ' αναίρεση δίκης.

9 Για να στηρίξει την αίτηση αναιρέσεως, προβάλλει τρεις λόγους αντλουμένους, αντιστοίχως, από την παραβίαση της κοινοτικής αρχής του συμψηφισμού των απαιτήσεων, την παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου και την παραβίαση των αρχών της χρηστής χρηματοοικονομικής διαχειρίσεως και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

10 Το ΕΣΟΤΑ ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη και, επικουρικώς, ως αβάσιμη στο σύνολό της και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. Επικουρικότερα, στην περίπτωση που η αίτηση αναιρέσεως γίνει δεκτή, ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς και να δεχθεί τα αιτήματα που το ΕΣΟΤΑ υπέβαλε πρωτοδίκως.

Επί του παραδεκτού

11 Το ΕΣΟΤΑ ισχυρίζεται ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να κριθεί εν μέρει απαράδεκτη. Φρονεί, πιο συγκεκριμένα, ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 51 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, ήτοι, εν προκειμένω, δεν αντλείται από παράβαση του κοινοτικού δικαίου. Πράγματι, το ΕΣΟΤΑ φρονεί ότι η αρχή του συμψηφισμού των απαιτήσεων, την παραβίαση της οποίας προβάλλει η Επιτροπή, δεν υπάρχει στο κοινοτικό δίκαιο.

12 Κατά το ΕΣΟΤΑ, το απαράδεκτο του πρώτου λόγου αναιρέσεως δύναται, εξάλλου, να επηρεάσει το πρώτο και το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, καθώς και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, καθόσον η Επιτροπή υπογράμμισε ότι αυτοί συνδέονται με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως.

13 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς ισχυρίζεται η Επιτροπή, η ύπαρξη ή η ανυπαρξία κοινοτικής αρχής επιτρέπουσας τον συμψηφισμό των απαιτήσεων αποτέλεσε ένα εκ των νομικών ζητημάτων περί του οποίου ήρισαν οι διάδικοι πρωτοδίκως και συνεχίζουν να ερίζουν στην κατ' αναίρεση δίκη και ως εκ τούτου το ζήτημα αυτό πρέπει να εξετασθεί, ενδεχομένως, μόνο στο πλαίσιο της κατ' ουσίαν έρευνας της αιτήσεως αναιρέσεως.

14 Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως κρίνεται παραδεκτή.

Επί του λόγου αναιρέσεως που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου

Επιχειρήματα των διαδίκων

15 Προκαταρκτικώς, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου (προπαρατεθείσες αποφάσεις DEKA κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Continental Irish Meat και Jensen και Korn- og Foderstofkomagniet) προκύπτει ότι ο συμψηφισμός, ως τρόπος καταβολής και μηχανισμός ταυτόχρονης αποσβέσεως δύο αμοιβαίων απαιτήσεων, μπορεί να λάβει χώρα βάσει αρχής του κοινοτικού δικαίου εμπνεομένης από αρχές κοινές σε όλα τα κράτη μέλη, έστω και ελλείψει ρητής διατάξεως.

16 Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, η Επιτροπή, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, τα τρία σκέλη του οποίου μπορούν να ενωθούν, ισχυρίζεται κατ' ουσίαν ότι το Πρωτοδικείο, κρίνοντας, με τη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου επέβαλε στην Επιτροπή, πριν από την πραγματοποίηση του συμψηφισμού, να εξετάσει αν, παρά την τελευταία αυτή πράξη, η χρησιμοποίηση των κοινοτικών κεφαλαίων για τους προβλεπομένους σκοπούς και η εκτέλεση των επιδίκων πράξεων που δικαιολόγησαν τη χορήγηση των εν λόγω ποσών εξακολουθούσαν να είναι διασφαλισμένες, υπέπεσε σε νομικό σφάλμα.

17 Έτσι, το Πρωτοδικείο εκτίμησε στην πραγματικότητα ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο συμψηφισμός έπρεπε να διακριθεί, ως προς τα αποτελέσματά του, από την πραγματική καταβολή. Πάντως, κατά την Επιτροπή, η διάκριση αυτή δεν έχει νομικό έρεισμα, διότι τόσο ο συμψηφισμός όσο και η πραγματική καταβολή συνεπάγονται την απόσβεση νομικής υποχρεώσεως. Ούτε, πολύ περισσότερο, στηρίζεται η εν λόγω διάκριση στο λογιστικό σχέδιο, διότι η πραγματική καταβολή και ο συμψηφισμός έχουν πανομοιότυπα αποτελέσματα επί του ισολογισμού καθώς και επί της φερεγγυότητας του δικαιούχου, δεδομένου ότι συνεπάγονται, στην πρώτη περίπτωση, την αύξηση του ενεργητικού και, στη δεύτερη περίπτωση, τη μείωση του παθητικού.

18 Η υποχρέωση για προηγούμενη επαλήθευση που διατυπώνει έτσι το Πρωτοδικείο, απαιτώντας από τον πιστωτή να δρα μόνο βάσει των οικονομικών δυνατοτήτων του οφειλέτη, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για συμψηφισμό ή άλλους τρόπους καταβολής, έρχεται σε αντίθεση εξάλλου προς τις προϋποθέσεις που εγγυώνται την αποτελεσματική ικανοποίηση των απαιτήσεων της Κοινότητας.

19 Η διατύπωση της υποχρεώσεως αυτής, εξάλλου, μάλλον δεν είναι λυσιτελής, δεδομένου ότι ένα χρηματικό ποσό, αφ ής καταβληθεί πραγματικά, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο άλλων τρόπων εισπράξεως εξίσου βλαπτικών για τις οικείες κοινοτικές πράξεις, όπως της κατασχέσεως.

20 Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 63 έως 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η αρχή που θέτει έτσι το Πρωτοδικείο στηρίζεται επί της λανθασμένης βάσεως ότι οι οικείες κοινοτικές δράσεις μπορούν να χρηματοδοτηθούν μόνο μέσω των κοινοτικών κεφαλαίων που τους προορίζονται, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του την αναλωτή φύση του χρήματος.

21 Τέλος, με τις ίδιες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο αλλοίωσε τα πραγματικά περιστατικά ή παρέλειψε να αιτιολογήσει τις παρατηρήσεις του. Δεν προκύπτει, συγκεκριμένα, για ποιους λόγους το ΕΣΟΤΑ δεν μπορούσε πλέον να διαθέσει τα κεφάλαια που εισπράχθηκαν βάσει των συμβάσεων MED-URBS ούτε γιατί δεν διέθετε επαρκή ποσά για να εκτελέσει τις επίδικες πράξεις, δεδομένου ότι, αντιθέτως, το Πρωτοδικείο επισήμανε, με τη σκέψη 70 της εν λόγω αποφάσεως, ότι το ΕΣΟΤΑ δεν ήταν αφερέγγυο.

22 Το ΕΣΟΤΑ φρονεί ότι, με τη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο ορθώς διέκρινε αυστηρώς μεταξύ εκτιμήσεως του συμψηφισμού στον οποίο προέβη η Επιτροπή, διεπομένης εν προκειμένω αποκλειστικά από το βελγικό δίκαιο και υποκειμένης στην αποκλειστική αρμοδιότητα των βελγικών δικαστηρίων, και μη πραγματικής καταβολής των επίδικων ποσών, αποτελούσας τη βλαπτική πράξη που δύναται να υποβληθεί στην κρίση του κοινοτικού δικαστή ως προς την επιρροή που ασκεί στους επιδιωκόμενους από την επίδικη κοινοτική ρύθμιση στόχους.

23 Η εν λόγω διάκριση συνάδει, πράγματι, πλήρως με τη νομολογία του Δικαστηρίου, από την οποία προκύπτει, αφενός, ότι το ζήτημα του συμψηφισμού δεν ρυθμίζεται από το κοινοτικό δίκαιο, αλλά υπόκειται στις εθνικές έννομες τάξεις και, αφετέρου, ότι η εθνική ρύθμιση που διέπει τον συμψηφισμό δεν μπορεί να πλήττει την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου (προπαρατεθείσα απόφαση Jensen και Korn- og Foderstofkompagniet, σκέψεις 37, 38, 41 και 54).

24 Η εν λόγω νομολογία νομιμοποιεί επομένως πλήρως την απαίτηση όπως η Επιτροπή προβαίνει προηγουμένως σε έλεγχο για να διασφαλίζει ότι ο σκοπούμενος συμψηφισμός δεν πλήττει την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου.

25 Αντιθέτως προς τα ποσά που ήσαν επίδικα στην προπαρατεθείσα υπόθεση Jensen και Korn- og Foderstofkompagniet, με τα οποία επιδιωκόταν ο γενικός στόχος της ανόδου των εισοδημάτων των αγροτών, τα ποσά που ισχυρίζεται ότι εξόφλησε η Επιτροπή διά συμψηφισμού στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως έπρεπε να διατεθούν από το ΕΣΟΤΑ για την πραγματοποίηση ειδικών κοινοτικών δράσεων, οπότε ο συμψηφισμός μπορούσε όντως να πλήξει την αποτελεσματικότητα των εν λόγω δράσεων.

26 Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι δεν επηρέασε τον ισολογισμό του μέρους έναντι του οποίου αντιτάσσεται, ο συμψηφισμός μπορούσε να του δημιουργήσει δυσχέρειες ταμειακής φύσεως και, ως εκ τούτου, να θέσει σε κίνδυνο τις οικείες κοινοτικές δράσεις.

27 Η επιταγή της αποτελεσματικότητας της εισπράξεως των απαιτήσεων της Κοινότητας, την οποία επικαλείται η Επιτροπή, δεν δύναται να δικαιολογήσει τη διακύβευση των κοινοτικών δράσεων που ανατέθηκαν στο ΕΣΟΤΑ, ιδίως όταν η φερόμενη εισπρακτέα απαίτηση, όπως εν προκειμένω, αμφισβητείται.

28 Τέλος, ως προς το επιχείρημα ότι το Πρωτοδικείο κακώς εκτίμησε ότι οι επίδικες κοινοτικές δράσεις διακυβεύονταν λόγω του συμψηφισμού δεδομένου ότι η αναμφισβήτητη φερεγγυότητα του ΕΣΟΤΑ του επέτρεπε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, το ΕΣΟΤΑ φρονεί ότι καταλήγει στο ότι ο δανειστής μπορεί να απαλλαγεί από τις συμβατικές του υποχρεώσεις με το πρόσχημα ότι ο οφειλέτης του διαθέτει επαρκή ποσά για να εκτελέσει αυτό για το οποίο θα έπρεπε να είχε αμειφθεί.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

29 Προκειμένου το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι ο εξώδικος συμψηφισμός, ακόμη και αν επιτρέπεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις από το κοινοτικό δίκαιο, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει και αντιθέτως προς ότι έκρινε το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 60 και 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να εξαρτάται από την πρότερη υποχρέωση της Επιτροπής να επιβεβαιώσει ότι, παρά τον σκοπούμενο συμψηφισμό, η χρησιμοποίηση των εν λόγω κεφαλαίων για τους προβλεπομένους σκοπούς και η πραγματοποίηση των δράσεων που δικαιολόγησαν τη χορήγηση των εν λόγω ποσών εξακολουθούν να είναι διασφαλισμένες.

30 Το Πρωτοδικείο, εκτιμώντας ότι η εν λόγω υποχρέωση απορρέει από την αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου, η οποία συνεπάγεται ότι τα κοινοτικά κεφάλαια πρέπει να διατίθενται και να χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τον προορισμό τους, υπέπεσε σε νομικό σφάλμα.

31 Συγκεκριμένα, η επίκληση της εν λόγω αρχής φαίνεται να έχει διπλό νομικό έρεισμα. Αφενός, τα ποσά που αφιερώνει η Κοινότητα σε κοινοτικές δράσεις, μετά την καταβολή τους σε τρίτον επιφορτισμένο με τις εν λόγω δράσεις, δεν αφομοιώνονται στην περιουσία του εν λόγω τρίτου, αλλά παραμένουν εξατομικευμένα και διατίθενται αποκλειστικώς για τις οικείες κοινοτικές δράσεις, πράγμα που εγγυάται την καλή εκτέλεσή τους. Αφετέρου, η διάθεση των ποσών αυτών με πραγματική καταβολή διακρίνεται από τη διάθεσή τους με άλλους πιθανούς τρόπους καταβολής, μεταξύ των οποίων, εφόσον επιτρέπεται, ο συμψηφισμός.

32 Πάντως, όπως ορθώς ισχυρίστηκε η Επιτροπή, τα νομικά αυτά ερείσματα είναι εσφαλμένα για διάφορους λόγους. Πρώτον, παραγνωρίζουν την αναλωτή φύση του χρήματος εντός της περιουσίας. Δεύτερον, δεν λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός, το οποίο υπενθυμίζει ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 91 των προτάσεών του, ότι η περιουσία αποτελεί εγγύηση για τους δανειστές, οπότε, αφής τα κοινοτικά ποσά καταβληθούν στον εταίρο της Κοινότητας, δεν μπορούν εκ των προτέρων να προστατευθούν από τυχόν μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως υπέρ των δανειστών του εν λόγω εταίρου. Τρίτον, δεν λαμβάνουν υπόψη τους το ότι ο τρόπος καταβολής δεν επηρεάζει την περιουσία του ενδιαφερόμενου.

33 Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να ακυρώσει την επίδικη απόφαση λόγω παραβάσεως από την Επιτροπής της υποχρεώσεώς της να εξασφαλίσει εκ των προτέρων ότι η χρησιμοποίηση των οικείων κεφαλαίων για τους προβλεπομένους σκοπούς και η πραγματοποίηση των δράσεων που δικαιολόγησαν τη χορήγηση των εν λόγω ποσών εξακολουθούν να είναι διασφαλισμένες σε περίπτωση συμψηφισμού. Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής είναι βάσιμος.

Επί του λόγου αναιρέσεως που αντλείται από την παραβίαση των αρχών της χρηστής χρηματοοικονομικής διαχειρίσεως και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης

34 Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο παρέβη εξάλλου τις αρχές της χρηστής χρηματοοικονομικής διαχειρίσεως και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

35 Το Πρωτοδικείο, κρίνοντας, με τη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή μπορούσε να ζητήσει την ικανοποίηση της απαιτήσεώς της ενώπιον του αρμοδίου βελγικού δικαστηρίου, δεν έλαβε υπόψη του τον λόγο υπάρξεως του συμψηφισμού, ο οποίος σκοπεί ακριβώς στην εξοικονόμηση εξόδων και διαδικασιών, τόσο στις σχέσεις μεταξύ διαδίκων και βάσει της χρηστής χρηματοοικονομικής διαχειρίσεως όσο και προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

36 Το Πρωτοδικείο, εκτιμώντας, με τις σκέψεις 70 έως 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή, όταν επιδιώκει την είσπραξη ποσών ενώπιον εθνικού δικαστηρίου κατά αντισυμβαλλομένου της, οφείλει πάντως να του καταβάλει τα ποσά που του οφείλει από άλλη αιτία, παρέβη επίσης τις επιταγές της αρχής της χρηστής χρηματοοικονομικής διαχειρίσεως.

37 Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο κατέληξε στην παραβίαση της αρχής της χρηστής χρηματοοικονομικής διαχειρίσεως μόνον καθόσον, κατά τη γνώμη του, η ορθή ερμηνεία της εν λόγω αρχής περιλαμβάνει τη μέριμνα της οικείας αρχής ως προς τις πρακτικές συνέπειες των πράξεων δημοσιονομικής διαχειρίσεως, έχοντας ως σημείο αναφοράς, μεταξύ άλλων, την αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου. Βάσει, ιδίως, της διαπιστώσεως αυτής, το Πρωτοδικείο κατέληξε, με τη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν είχε το δικαίωμα να λάβει την επίδικη απόφαση, χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι αυτή δεν συνεπαγόταν κίνδυνο για τη χρησιμοποίηση των κοινοτικών κεφαλαίων προς τους σκοπούς για τους οποίους προορίζονταν και για την εκτέλεση των δράσεων.

38 Πάντως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 29 έως 33 της παρούσας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο, διατυπώνοντας την εν λόγω απαίτηση περί προηγουμένης επαληθεύσεως, υπέπεσε σε νομικό σφάλμα.

39 Δεδομένου ότι η ακύρωση της επίδικης αποφάσεως από το Πρωτοδικείο στηρίζεται εξ ολοκλήρου στο ότι η Επιτροπή παρανόμως παρέλειψε να προβεί στην εν λόγω προηγούμενη επαλήθευση, και ότι η επαλήθευση αυτή ουδόλως απαιτείται από το κοινοτικό δίκαιο, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι, ως εκ τούτου, αναιρετέα, χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω εξέταση των επιχειρημάτων της Επιτροπής που αντλούνται από τη φερόμενη παραβίαση των αρχών της χρηστής χρηματοοικονομικής διαχειρίσεως και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

40 Επιβάλλεται εντούτοις η παρατήρηση ότι, όπως ορθώς ισχυρίζεται η Επιτροπή, αν γινόταν δεκτή η επιταγή περί προηγουμένης επαληθεύσεως την οποία έχει θέσει το Πρωτοδικείο, η λογική συνέπεια θα ήταν ότι η επιταγή αυτή δεν θα έπρεπε να ισχύει μόνο στις περιπτώσεις καταβολής διά συμψηφισμού, αλλά, γενικότερα, πριν από κάθε καταβολή κοινοτικών κεφαλαίων καθ' οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και πριν από κάθε απόπειρα εισπράξεως κατά του επιφορτισμένου με την πραγματοποίηση κοινοτικών δράσεων. Όμως, οι συνέπειες αυτές, όπως επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 94 των προτάσεών του, δύσκολα συμφιλιώνονται με την αρχή της χρηστής χρηματοοικονομικής διαχειρίσεως.

Επί του λόγου αναιρέσεως που αντλείται από το ότι αγνοήθηκε η έννοια του συμψηφισμού

41 Δεδομένου ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, περιττεύει η εξέταση του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από το ότι αγνοήθηκε η έννοια του συμψηφισμού των απαιτήσεων.

Η προσφυγή του ΕΣΟΤΑ

42 Κατά το άρθρο 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, εφόσον η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση, επιβάλλεται η έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας σχετικά με την προσφυγή περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως που άσκησε το ΕΣΟΤΑ πρωτοδίκως.

43 Προκαταρκτικά, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, για να ολοκληρωθεί η περιγραφή του πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η διαφορά, το tribunal de première instance de Bruxelles, αποφαινόμενο επί της αναφερομένης στη σκέψη 3 της παρούσας αποφάσεως προσφυγής, με απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2001, έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε καμία απαίτηση κατά του ΕΣΟΤΑ βάσει των συμβάσεων MED-URBS. Η Επιτροπή άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Cour d'appel de Bruxelles.

44 Επίσης, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι, όπως προκύπτει ιδίως από τις εξηγήσεις των διαδίκων, το βελγικό δίκαιο γνωρίζει τρεις μορφές συμψηφισμού, τον συμβατικό, τον δικαστικό και τον εκ του νόμου. Ο εκ του νόμου συμψηφισμός, ο οποίος παρέχεται απευθείας από τον νόμο, προϋποθέτει ιδίως ότι οι δύο απαιτήσεις είναι βέβαιες.

Επί του παραδεκτού της προσφυγής

45 Όπως ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 23 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η προσφυγή που άσκησε το ΕΣΟΤΑ πρέπει να κριθεί παραδεκτή καθόσον προκύπτει σαφώς από το δικόγραφο ότι η εν λόγω προσφυγή αφορά την απόφαση της Επιτροπής, που περιέχεται στο από 15 Φεβρουαρίου 1999 έγγραφο, να προβεί σε συμψηφισμό, οπότε η προσφυγή ορθώς ασκήθηκε εντός της προθεσμίας του άρθρου 173, πέμπτο εδάφιο, της Συνθήκης.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

46 Το ΕΣΟΤΑ, με το δικόγραφο της προσφυγής, προβάλλει έναν πρώτο λόγο ακυρώσεως που αντλείται από το ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη παρά την έλλειψη γενικού ή ειδικού νομικού ερείσματος επιτρέποντος τον επίδικο συμψηφισμό. Αφενός, δεν υπάρχει, ιδίως λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου, καμία γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου επί της οποίας να μπορεί να στηριχθεί η Επιτροπή για να συμψηφίσει απαίτηση που έχει έναντι ενός οργανισμού προς χρέη που έχει από άλλη αιτία έναντι του ιδίου οργανισμού. Αφετέρου, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή να συμψηφίζει χρέη απορρέοντα από υποχρεώσεις ρυθμιστικής φύσεως με συμβατική απαίτηση διεπόμενη από το δίκαιο κράτους μέλους, εν προκειμένω, το βελγικό δίκαιο.

47 Συναφώς, το ΕΣΟΤΑ ισχυρίζεται επίσης, με το υπόμνημά του απαντήσεως ενώπιον το Πρωτοδικείου, ότι ο εν λόγω συμψηφισμός, ειδικότερα, δεν μπορεί να χωρήσει από μόνη την πρωτοβουλία της Επιτροπής και υπό τους όρους που αυτή θα κρίνει κατάλληλους, κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού και του εφαρμοστέου δικαίου.

48 Εμμένοντας επί του ότι οι επίδικες απαιτήσεις διέπονται εν προκειμένω από δύο διαφορετικές έννομες τάξεις, το ΕΣΟΤΑ φρονεί, ιδίως, ότι, έστω και αν στην παρούσα υπόθεση θεωρηθεί πιθανή η εξόφληση διά συμψηφισμού, ο συμψηφισμός πρέπει αναγκαστικά να υπαχθεί στη βελγική έννομη τάξη, δεδομένου ότι η κοινοτική έννομη τάξη δεν περιλαμβάνει αντίστοιχους κανόνες. Συναφώς, το ΕΣΟΤΑ διευκρίνισε, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, ότι συμψηφισμός δύο απαιτήσεων που διέπονται από διαφορετικές έννομες τάξεις χωρεί μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αμφοτέρων εννόμων τάξεων.

49 Όμως, στην παρούσα υπόθεση, δεν συντρέχει μία εκ των προϋποθέσεων που προβλέπει το βελγικό δίκαιο προκειμένου να είναι δυνατός ο μη δικαστικός ή ο μη συμβατικός συμψηφισμός. Συγκεκριμένα, η απαίτηση της Επιτροπής από τις συμβάσεις MED-URBS δεν έχει την απαιτούμενη από το βελγικό δίκαιο βεβαιότητα, δεδομένου ότι η εν λόγω απαίτηση αποτελεί αντικείμενο σοβαρής διαμάχης μεταξύ των διαδίκων, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία μεταξύ Επιτροπής και ΕΣΟΤΑ και την προσφυγή ενώπιον του tribunal de première instance de Bruxelles.

50 Συναφώς, κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου συζήτηση, το ΕΣΟΤΑ ισχυρίστηκε ότι το γεγονός ότι το tribunal de première instance de Bruxelles αποφάνθηκε, με την από 16 Νοεμβρίου 2001 απόφασή του, ότι η Επιτροπή δεν είχε καμία απαίτηση έναντι του ΕΣΟΤΑ βάσει των συμβάσεων MED-URBS, επιβεβαιώνει ότι η προϋπόθεση σχετικά με τη βεβαιότητα των απαιτήσεων που προβλέπουν οι διατάξεις του βελγικού δικαίου περί συμψηφισμού δεν πληρούνταν.

51 Η Επιτροπή φρονεί, αντιθέτως, ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου και, ειδικότερα, από τις προαναφερθείσες αποφάσεις DEKA κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Continental Irish Meat, καθώς και Jensen και Korn- og Foderstofkompagniet προκύπτει ότι το δικαίωμα προτάσεως συμψηφισμού αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, της οποίας μόνον τις προϋποθέσεις ασκήσεως πρέπει να διευκρινίσει το Δικαστήριο, εμπνεόμενο από τις λύσεις που υπάρχουν στις έννομες τάξεις των κρατών μελών.

52 Συναφώς, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι από την εν λόγω συγκριτική εξέταση μπορεί να συναχθεί ότι ο συμψηφισμός πρέπει να γίνει δεκτός βάσει της προαναφερθείσας γενικής αρχής εφόσον οι δύο απαιτήσεις είναι αμφότερες αναλωτές, ρευστές και απαιτητές, πράγμα που συντρέχει στην παρούσα υπόθεση, διότι οι οικείες απαιτήσεις αφορούσαν ομοειδή πράγματα, εν προκειμένω χρηματικά ποσά, το ύψος τους ήταν καθορισμένο και ήταν απαιτητές, διότι ήταν ληξιπρόθεσμες κατά τη στιγμή του συμψηφισμού.

53 Κατά τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, εξάλλου, η Επιτροπή επισήμανε ότι, όπως και το ΕΣΟΤΑ, θεωρούσε ότι ο συμψηφισμός δύο απαιτήσεων που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο, η μία, και το δίκαιο κράτους μέλους, η άλλη, έπρεπε να πληροί τις προϋποθέσεις που θέτουν αμφότερες οι έννομες τάξεις.

54 Ως προς τους κανόνες του βελγικού δικαίου περί συμψηφισμού, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι αποκλείουν τον εκ του νόμου συμψηφισμό όταν η απαίτηση αποτελεί αντικείμενο σοβαρής διχογνωμίας.

55 Εντούτοις, πρεσβεύει ότι οι απαιτήσεις εκ των συμβάσεων MED-URBS δεν αποτελούν αντικείμενο σοβαρής διχογνωμίας. Ως προς την απόφαση του tribunal de première instance de Bruxelles της 16ης Νοεμβρίου 2001, η οποία, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, εφεσιβλήθηκε, η Επιτροπή φρονεί ότι, δεδομένου ότι εκδόθηκε μετά την επίδικη απόφαση, δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορούσε, όταν έλαβε χώρα ο συμψηφισμός, να εκτιμήσει ότι η απαίτησή της δεν αμφισβητούνταν σοβαρά και ότι διέθετε τον βέβαιο χαρακτήρα που απαιτεί το βελγικό δίκαιο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

56 Επιβάλλεται, κατ' αρχάς, η υπόμνηση ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι από την κοινοτική ρύθμιση μπορεί να γεννηθούν μεταξύ των αρχών και των επιχειρηματιών αμοιβαίες απαιτήσεις που προσφέρονται για συμψηφισμό, διευκρινίζοντας ότι, στην περίπτωση αφερέγγυου επιχειρηματία, ο συμψηφισμός μπορεί, πράγματι, να αποτελεί τον μοναδικό πρόσφορο τρόπο που διαθέτουν οι αρχές για να επιτύχουν την απόδοση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών (προαναφερθείσα απόφαση DEKA κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψεις 13 και 14).

57 Με τη σκέψη 20 της προαναφερθείσας αποφάσεως DEKA κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, το Δικαστήριο διαπίστωσε έτσι ότι απαίτηση αποζημιώσεως που είχε επιχειρηματίας έναντι της Κοινότητας κατόπιν αποφάσεως του Δικαστηρίου αποσβέστηκε διά συμψηφισμού με απαίτηση περί αποδόσεως επιστροφών κατά την εξαγωγή και αχρεωστήτων καταβληθέντων χρηματικών αντισταθμιστικών ποσών στον εν λόγω επιχειρηματία, την οποία είχαν εκχωρήσει στην Κοινότητα οι γερμανικές αρχές.

58 Εν προκειμένω, αρκεί πάντως η διαπίστωση ότι, ανεξαρτήτως των πιθανών επιταγών του κοινοτικού δικαίου στο ζήτημα αυτό, συμψηφισμός τέτοιος, όπως αυτός της επίδικης αποφάσεως, αποκλειόταν σε κάθε περίπτωση, λαμβανομένου υπόψη του ότι οι διατάξεις του βελγικού δικαίου που διείπαν τη μία εκ των οικείων απαιτήσεων προδήλως απαγόρευαν τον σκοπούμενο συμψηφισμό, γεγονός που αρκεί να δικαιολογήσει την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως.

59 Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η υπενθύμιση ότι, όπως δέχονται οι διάδικοι, ο συμψηφισμός επιφέρει την ταυτόχρονη απόσβεση δύο αμοιβαίων ενοχών μεταξύ δύο προσώπων.

60 Εν προκειμένω, οι οικείες απαιτήσεις διέπονται, όπως δέχονται οι διάδικοι, η μία από το βελγικό δίκαιο, βάσει των συμβάσεων MED-URBS, και οι άλλες από το κοινοτικό δίκαιο.

61 Πάντως, καθόσον επιφέρει την ταυτόχρονη απόσβεση δύο ενοχών, ο εξώδικος συμψηφισμός απαιτήσεων που διέπονται από διαφορετικές έννομες τάξεις μπορεί να λάβει χώρα μόνο εφόσον πληροί τις απαιτήσεις των αμφοτέρων εν προκειμένω οικείων εννόμων τάξεων. Ειδικότερα, οιοσδήποτε συμψηφισμός αυτής της φύσεως προϋποθέτει, ως προς τις οικείες απαιτήσεις, την πλήρωση των οικείων προϋποθέσεων που θέτουν οι αντίστοιχες έννομες τάξεις.

62 Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το γεγονός ότι, στην παρούσα υπόθεση, η μία εκ των εννόμων τάξεων είναι η κοινοτική και η έτερη είναι η έννομη τάξη κράτους μέλους δεν ασκεί συναφώς επιρροή. Ειδικότερα, η όμοια τάση των εν λόγω εννόμων τάξεων να διέπουν τον πιθανό συμψηφισμό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί βάσει σκέψεων περί υπεροχής του κοινοτικού δικαίου. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η υπογράμμιση ότι το γεγονός ότι οι συμβάσεις MED-URBS διέπονται από το βελγικό δίκαιο αποτελεί συνέπεια της ελεύθερης επιλογής των μερών, επιλογής που εκφράζεται με το σεβασμό των συνθηκών που επιτρέπουν σε κοινοτικό όργανο να υπαγάγει τις συμβατικές του σχέσεις στο δίκαιο κράτους μέλους.

63 Όπως δικαίως ισχυρίζεται το ΕΣΟΤΑ, μία εκ των προϋποθέσεων του βελγικού δικαίου για μη δικαστικό ή μη συμβατικό συμψηφισμό, ήτοι η βεβαιότητα των οικείων απαιτήσεων, προδήλως δεν πληρούται. Συγκεκριμένα, όπως είχε επισημάνει το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 6 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από τη δικογραφία προκύπτει ότι το ΕΣΟΤΑ, με ποικίλα έγγραφα και κατά τη διάρκεια συζητήσεων με τις υπηρεσίες της Επιτροπής, αμφισβήτησε την ύπαρξη της απαιτήσεως που η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι έχει βάσει των συμβάσεων MED-URBS. Επιπλέον, επιβάλλεται η προσθήκη συναφώς ότι, ανεξαρτήτως της εκβάσεως της εφέσεως που άσκησε η Επιτροπή κατά της αποφάσεως του tribunal de première instance de Bruxelles της 16ης Νοεμβρίου 2001, το γεγονός ότι το εν λόγω δικαστήριο, που είναι αρμόδιο δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιείχαν οι συμβάσεις MED-URBS, απεφάνθη, με την απόφαση αυτή, ότι η Επιτροπή δεν είχε καμία απαίτηση βάσει των ως άνω συμβάσεων επιβεβαιώνει ότι οι αντιδράσεις του ΕΣΟΤΑ στις αξιώσεις της Επιτροπής ήταν τουλάχιστον σοβαρές.

64 Συνεπώς, η επίδικη απόφαση, δεδομένου ότι εκδόθηκε ενώ οι κανόνες της έννομης τάξεως που διείπε μία εκ των οικείων απαιτήσεων απέκλειαν προδήλως την απόσβεσή της με τον γενόμενο συμψηφισμό, είναι ακυρωτέα ελλείψει νομικής βάσεως, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι κανόνες, εν προκειμένω κοινοτικοί, που διέπουν την έτερη απαίτηση.

Επί του δευτέρου, του τρίτου και του τετάρτου λόγου ακυρώσεως

65 Δεδομένου ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως του ΕΣΟΤΑ ευδοκίμησε και ότι, ως εκ τούτου, η επίδικη απόφαση είναι ακυρωτέα, δεν χρειάζεται να εξετασθούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει το ΕΣΟΤΑ.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

66 Κατά το άρθρο 122, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των εξόδων. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού, που έχει εφαρμογή στην κατ' αναίρεση διαδικασία βάσει του άρθρου 118, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

67 Εν προκειμένω, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, καίτοι η αναίρεση της Επιτροπής κρίνεται βάσιμη και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναιρείται, η παρούσα απόφαση κάνει δεκτή την προσφυγή του ΕΣΟΤΑ και ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής. Επομένως, η Επιτροπή καταδικάζεται να φέρει τα δικαστικά έξοδα του ΕΣΟΤΑ πρωτοδίκως και στην κατ' αναίρεση δίκη, σύμφωνα με την παρούσα απόφαση.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Τ-105/99, ΕΣΟΤΑ κατά Επιτροπής.

2) Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής που περιέχεται στο από 15 Φεβρουαρίου 1999 έγγραφό της, με την οποία αντιτάχθηκε στο ΕΣΟΤΑ ο συμψηφισμός των αμοιβαίων απαιτήσεών τους.

3) Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και αυτά του ΕΣΟΤΑ, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' αναίρεση.

Επάνω