EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62000CJ0031

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 22ας Ιανουαρίου 2002.
Conseil national de l'ordre des architectes κατά Nicolas Dreessen.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour de cassation - Βέλγιο.
Προδικαστική - Άρθρα 10 ΕΚ και 43 ΕΚ - Εθνική νομοθεσία που εξαρτά την πρόσβαση στο επάγγελμα του αρχιτέκτονα από την κτήση διπλώματος ή από επαγγελματικά προσόντα - Κοινοτικός υπήκοος κάτοχος διπλώματος το οποίο δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των απαριθμούμενων στην οδηγία 85/384/ΕΟΚ - Υποχρέωση του κράτους μέλους υποδοχής, εντός του οποίου υποβάλλεται αίτηση ασκήσεως του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα στο έδαφός του, να προβεί σε σύγκριση των πιστοποιούμενων με το δίπλωμα ικανοτήτων και της κτηθείσας πείρας έναντι των προσόντων που απαιτεί η εθνική νομοθεσία.
Υπόθεση C-31/00.

Συλλογή της Νομολογίας 2002 I-00663

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2002:35

62000J0031

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 22ας Ιανουαρίου 2002. - Conseil national de l'ordre des architectes κατά Nicolas Dreessen. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour de cassation - Βέλγιο. - Προδικαστική - Άρθρα 10 ΕΚ και 43 ΕΚ - Εθνική νομοθεσία που εξαρτά την πρόσβαση στο επάγγελμα του αρχιτέκτονα από την κτήση διπλώματος ή από επαγγελματικά προσόντα - Κοινοτικός υπήκοος κάτοχος διπλώματος το οποίο δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των απαριθμούμενων στην οδηγία 85/384/ΕΟΚ - Υποχρέωση του κράτους μέλους υποδοχής, εντός του οποίου υποβάλλεται αίτηση ασκήσεως του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα στο έδαφός του, να προβεί σε σύγκριση των πιστοποιούμενων με το δίπλωμα ικανοτήτων και της κτηθείσας πείρας έναντι των προσόντων που απαιτεί η εθνική νομοθεσία. - Υπόθεση C-31/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-00663


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Ελευθερία εγκαταστάσεως - εριορισμοί προκύπτοντες από κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους περί εγκαταστάσεως σχετικά με την άσκηση ορισμένων δραστηριοτήτων - Ύπαρξη οδηγίας στον σχετικό τομέα περί της αναγνωρίσεως των διπλωμάτων - Η εφαρμογή της δεν έχει ως αποτέλεσμα την αυτόματη αναγνώριση των τίτλων του ενδιαφερομένου - Υποχρέωση του κράτους μέλους να εξετάζει την αντιστοιχία μεταξύ των διπλωμάτων, γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από το εθνικό δίκαιο και εκείνων που έχει ο ενδιαφερόμενος

(Άρθρα 43 ΕΚ και 47 ΕΚ)

Περίληψη


$$Το άρθρο 43 ΕΚ έχει την έννοια ότι, όταν κοινοτικός υπήκοος υποβάλλει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους αίτηση για τη χορήγηση αδείας ασκήσεως επαγγέλματος στο οποίο η πρόσβαση εξαρτάται, κατά την εθνική νομοθεσία, από την κατοχή διπλώματος ή από επαγγελματική κατάρτιση ή, ακόμη, από περιόδους πρακτικής ασκήσεως, οι αρχές αυτές οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων, καθώς και την πρόσφορη πείρα του ενδιαφερομένου, προβαίνοντας σε συγκριτική εξέταση μεταξύ, αφενός, των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με αυτά τα διπλώματα και αυτή την πείρα και, αφετέρου, των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από την εθνική νομοθεσία, ακόμα και όταν έχει μεν εκδοθεί οδηγία περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως των διπλωμάτων για το οικείο επάγγελμα αλλά η εφαρμογή της δεν οδηγεί σε αυτόματη αναγνώριση του τίτλου ή των τίτλων του αιτούντος.

Δεν έχει σημασία επ' αυτού το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος, μολονότι κατέχει δίπλωμα σε τομέα στον οποίο έχει εκδοθεί μια τέτοια οδηγία, αδυνατεί να επικαλεστεί τον προβλεπόμενο από την εν λόγω οδηγία μηχανισμό αυτόματης αναγνωρίσεως διότι απέκτησε το δίπλωμά του σε τρίτη χώρα ή διότι, για άλλους λόγους, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του μηχανισμού αυτού.

( βλ. σκέψεις 28, 31 και διατακτ. )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-31/00,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation (Βέλγιο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Conseil national de l'ordre des architectes

και

Nicolas Dreessen,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 10 ΕΚ και 43 ΕΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, D. A. O. Edward (εισηγητή), A. La Pergola και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Léger

γραμματέας: H. A. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- το Conseil national de l'ordre des architectes, εκπροσωπούμενο από τους P. Henry, F. Μοïses και V. Bertrand, avocats,

- ο N. Dreessen, εκπροσωπούμενος από τους L. Misson και P. Mbaya Kapita, avocats,

- η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον U. Leanza, επικουρούμενο από τη F. Quadri, avvocato dello Stato,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον B. Mongin,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Conseil national de l'ordre des architectes, εκπροσωπουμένου από τον V. Bertrand, του Ν. Dreessen, εκπροσωπουμένου από τον P. Mbaya Kapita, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον S. Pailler, της Ιταλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από την F. Quadri, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον B. Mongin, κατά τη συνεδρίαση της 8ης Μαρτίου 2001,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Μα_ου 2001,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2000, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Φεβρουαρίου 2000, το βελγικό Cour de cassation υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 EK, ένα προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 10 ΕΚ και 43 ΕΚ.

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Nicolas Dreessen και του Conseil national de l'ordre des architectes (εθνικού συμβουλίου του συλλόγου αρχιτεκτόνων, στο εξής: Conseil national), σχετικά με την εγγραφή του στον σύλλογο αρχιτεκτόνων της εριφέρειας της Λιέγης.

Το νομικό πλαίσιο

3 Η οδηγία 85/384/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1985, για την αμοιβαία αναγνώριση των πτυχίων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων στον τομέα της αρχιτεκτονικής και τη θέσπιση μέτρων για τη διευκόλυνση της πραγματικής άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (ΕΕ L 223, σ. 15), προβλέπει την αυτόματη αναγνώριση ορισμένων τίτλων στο πλαίσιο δύο διαφορετικών καθεστώτων.

4 Αφενός, με τα άρθρα 2 έως 9 της οδηγίας 85/384, που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο ΙΙ, τιτλοφορούμενο «τυχία, πιστοποιητικά και άλλοι τίτλοι που παρέχουν δικαίωμα άσκησης δραστηριότητας στον τομέα της αρχιτεκτονικής με τον επαγγελματικό τίτλο του αρχιτέκτονα», θεσπίζεται ένα γενικό καθεστώς αμοιβαίας αναγνωρίσεως όλων των τίτλων στον τομέα της αρχιτεκτονικής που πληρούν τους προβλεπόμενους όρους. Έτσι, το άρθρο 2 ορίζει ότι «κάθε κράτος μέλος αναγνωρίζει τα πτυχία, πιστοποιητικά και άλλους τίτλους που αποκτώνται μετά από εκπαίδευση η οποία πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 3 και 4 και χορηγούνται στους υπηκόους κρατών μελών από τα άλλα κράτη μέλη».

5 Αφετέρου, τα άρθρα 10 έως 15 της οδηγίας 85/384, που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ, τιτλοφορούμενο «τυχία, πιστοποιητικά και άλλοι τίτλοι που επιτρέπουν την άσκηση δραστηριότητας στον τομέα της αρχιτεκτονικής με βάση κεκτημένα δικαιώματα ή υφιστάμενες εθνικές διατάξεις», θεσπίζουν ένα μεταβατικό καθεστώς αμοιβαίας αναγνωρίσεως ορισμένων τίτλων που απαριθμούνται περιοριστικά. Κατά το άρθρο 10, «[κ]άθε κράτος μέλος αναγνωρίζει τα πτυχία, τα πιστοποιητικά και τους άλλους τίτλους, που περιέχονται στο άρθρο 11, και που χορηγούνται από τα άλλα κράτη μέλη στους υπηκόους των κρατών μελών, οι οποίοι έχουν ήδη αυτά τα προσόντα κατά την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας οδηγίας, ή έχουν αρχίσει σπουδές που οδηγούν σ' αυτά τα πτυχία, πιστοποιητικά ή άλλους τίτλους, το αργότερο κατά το τρίτο ακαδημαϊκό έτος μετά την κοινοποίηση αυτή, ακόμα και αν τα προσόντα αυτά δεν ανταποκρίνονται στις ελάχιστες απαιτήσεις των πτυχίων, που αναφέρονται στο κεφάλαιο ΙΙ». Το έτος στο οποίο αναφέρεται η διάταξη αυτή είναι το ακαδημαϊκό έτος 1987/1988.

6 Μεταξύ των πτυχίων, πιστοποιητικών και άλλων γερμανικών τίτλων που μπορούν να τύχουν της βάσει του δευτέρου καθεστώτος αναγνωρίσεως περιλαμβάνονται, κατά το άρθρο 11, στοιχείο α_, τέταρτη περίπτωση, της οδηγίας 85/384, τα πιστοποιητικά που έχουν χορηγήσει πριν από την 1η Ιανουαρίου 1973 οι σχολές «Ingenieurschulen», τμήμα αρχιτεκτονικής («Architektur»), και συνοδεύονται από βεβαίωση των αρμοδίων αρχών ότι ο ενδιαφερόμενος έχει επιτύχει σε εξετάσεις βάσει τίτλων, σύμφωνα με το άρθρο 13 της ως άνω οδηγίας.

H διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

7 Ο N. Dreessen, Βέλγος υπήκοος, είναι κάτοχος πτυχίου πολιτικού μηχανικού που του χορηγήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1966 από τη Staatliche Ingenieurschule für Bauwesen Aachen (Ανωτάτη Κρατική Σχολή ολιτικών Μηχανικών του Άαχεν), τμήμα «Allgemeiner Hochbau» (γενικών κατασκευών), αφού παρακολούθησε σχετικά μαθήματα στον τομέα των οικοδομικών κατασκευών («Ingenieururkunde, Fachrichtung Hochbau»). Εργάστηκε στο Βέλγιο για 25 έτη ως μισθωτός σε διάφορα αρχιτεκτονικά γραφεία της Λιέγης.

8 Κατόπιν της πτωχεύσεως της εταιρίας στην οποία εργαζόταν, ο N. Dreessen ζήτησε, στις 12 Δεκεμβρίου 1991, από το Conseil de l'ordre des architectes de la province de Liège (συμβούλιο του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων της εριφέρειας της Λιέγης, στο εξής: Conseil provincial) να τον εγγράψει στα μητρώα του συλλόγου αυτού, προκειμένου να ασκήσει τη δραστηριότητα του αρχιτέκτονα ως ανεξάρτητος επαγγελματίας. Με απόφαση της 29ης Απριλίου 1993, το Conseil provincial αρνήθηκε να προβεί στην εν λόγω εγγραφή, με την αιτιολογία ότι το πτυχίο του δεν αντιστοιχούσε σε δίπλωμα χορηγηθέν από τμήμα αρχιτεκτονικής υπό την έννοια του άρθρου 11, στοιχείο α_, τέταρτη περίπτωση, της οδηγίας 85/384 και, επομένως, δεν καλυπτόταν από το άρθρο αυτό.

9 Κατόπιν ασκήσεως εφέσεως εκ μέρους του N. Dreessen ενώπιον του Conseil d'appel d'expression française de l'ordre des architectes (γαλλόφωνου δευτεροβάθμιου συμβουλίου του συλλόγου αρχιτεκτόνων, στο εξής: Conseil d'appel), αυτό υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα ενώπιον του Δικαστηρίου με απόφασή του της 17ης Νοεμβρίου 1993.

10 Με απόφαση της 9ης Αυγούστου 1994, Dreessen, C-447/93 (Συλλογή 1994, σ. Ι-4087), το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα πτυχίο που χορηγήθηκε το 1966 από το τμήμα «Allgemeiner Hochbau» της «Staatliche Ingenieurschule für Bauwesen Aachen» δεν μπορεί να εξομοιωθεί προς τα πιστοποιητικά που αναφέρονται στο άρθρο 11, στοιχείο α_, τέταρτη περίπτωση, της οδηγίας 85/384.

11 Βάσει της αποφάσεως αυτής το Conseil d'appel απέρριψε την έφεση του N. Dreessen. Η αίτηση αναιρέσεως που άσκησε ο τελευταίος απορρίφθηκε με απόφαση του Cour de cassation της 25ης Νοεμβρίου 1995.

12 Στις 25 Οκτωβρίου 1997 ο N. Dreessen υπέβαλε στο Conseil povincial νέα αίτηση εγγραφής, διατεινόμενος κυρίως ότι το πτυχίο του δεν περιλαμβανόταν στον πίνακα περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 11, στοιχείο α_, της οδηγίας 85/384 λόγω σφάλματος των γερμανικών αρχών, καθώς και ότι έπρεπε να γίνει συγκριτική εξέταση της παρασχεθείσας εκπαιδεύσεως, σύμφωνα με την απόφαση της 7ης Μα_ου 1991, C-340/89, Βλασσοπούλου (Συλλογή 1991, σ. Ι-2357).

13 Η νέα αυτή αίτηση απορρίφθηκε από το Conseil provincial με απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1998, με την αιτιολογία ότι το Conseil provincial δεν είχε την υποχρέωση να λάβει υπόψη τις γνώσεις και τα προσόντα του N. Dreessen, ούτε να τις εκτιμήσει, και ότι, αφού η αίτηση είχε ήδη υποβληθεί και απορριφθεί, ήταν απαράδεκτη λόγω του δεδικασμένου. Αναθεωρώντας την απόφαση αυτή το Conseil d'appel διέταξε στις 16 Ιουνίου 1999 την εγγραφή του N. Dreessen στο μητρώο του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων της εριφέρειας της Λιέγης, διαπιστώνοντας ότι είχε τα προσόντα και τις γνώσεις που απαιτούσε η βελγική νομοθεσία.

14 Το Conseil national άσκησε αναίρεση ισχυριζόμενο ότι, όταν μια οδηγία εκδίδεται βάσει του άρθρου 47, παράγραφος 1, ΕΚ, σχετικά με τον προσδιορισμό των όρων αμοιβαίας αναγνωρίσεως των απαιτούμενων διπλωμάτων για την πρόσβαση σε κάποιο επάγγελμα, οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους στις οποίες υποβάλλεται αίτημα χορηγήσεως αδείας προς άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος πρέπει να περιορίζονται στην εξακρίβωση της πληρώσεως των προβλεπόμενων από την οδηγία όρων, όταν όμως δεν πληρούνται οι όροι αυτοί δεν μπορούν να προβαίνουν σε σύγκριση των προσόντων και γνώσεων του αιτούντος με εκείνες τις οποίες απαιτούν οι εθνικές διατάξεις που διέπουν την πρόσβαση στο επάγγελμα - όπως εσφαλμένα έπραξε το Conseil d'appel βασιζόμενο στο άρθρο 43 ΕΚ.

15 Αμφιβάλοντας ως προς την ορθή ερμηνεία του εφαρμοστέου εν προκειμένω κοινοτικού δικαίου, το Cour de cassation αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν τα άρθρα 5 [της Συνθήκης ΕΚ (νυν, άρθρο 10 ΕΚ)] και 52 της Συνθήκης [ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 43)] την έννοια ότι το κράτος μέλος, σε αρμόδια αρχή του οποίου ένας κοινοτικός υπήκοος, κάτοχος διπλώματος κτηθέντος εντός άλλου κράτους μέλους, υποβάλλει αίτημα παροχής αδείας ασκήσεως επαγγέλματος, την πρόσβαση στο οποίο η εθνική νομοθεσία εξαρτά από την κτήση διπλώματος ή επαγγελματικών προσόντων, υποχρεούται να λάβει υπόψη το προβαλλόμενο από τον αιτούντα δίπλωμα και να προβεί σε συγκριτική εξέταση μεταξύ των ικανοτήτων και των προσόντων που πιστοποιούνται με το δίπλωμα αυτό και των ικανοτήτων και των προσόντων που απαιτούν οι εθνικοί κανόνες, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία υφίσταται, όσον αφορά το εξεταζόμενο επάγγελμα, οδηγία εκδοθείσα από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 57, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης [ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 47, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ)], όταν η οδηγία αυτή προβλέπει, όσον αφορά τις περιόδους σπουδών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου, περιοριστική απαρίθμηση των διπλωμάτων ή πιστοποιητικών που χορηγούν τα διάφορα κράτη μέλη, βάσει των οποίων πρέπει να επιτρέπεται η άσκηση του σχετικού επαγγέλματος εντός των άλλων κρατών μελών, όταν ο αιτών εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω μεταβατικού συστήματος και όταν το δίπλωμα που αυτός επικαλείται δεν περιλαμβάνεται στην προαναφερθείσα περιοριστική απαρίθμηση;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

αρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

16 Το Conseil national και η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να είναι αρνητική. Διατείνονται ότι, δεδομένου ότι το πτυχίο του N. Dreessen δεν καλύπτεται από το άρθρο 11 της οδηγίας 85/384, αυτός δεν δικαιούται να ζητήσει την αναγνώρισή του εντός άλλου κράτους μέλους χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθεί σύγκριση μεταξύ των ικανοτήτων και των προσόντων που πιστοποιεί το πτυχίο αυτό και των ικανοτήτων και των προσόντων που απαιτούν οι εθνικές διατάξεις.

17 ροθέτουν ότι η υποχρέωση πραγματοποιήσεως μιας τέτοιας συγκρίσεως, περί της οποίας γίνεται λόγος στην προαναφερθείσα απόφαση Βλασσοπούλου, περιορίζεται αυστηρά στα επαγγέλματα για τα οποία δεν έχει εκδοθεί καμία οδηγία σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση διπλωμάτων. Το Conseil national προχωρεί ακόμα περισσότερο, υποστηρίζοντας ότι, όταν υφίσταται τέτοια οδηγία, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι εθνικές αρχές πρέπει να περιορίζονται στην εξακρίβωση της πληρώσεως των όρων που θέτει η οδηγία αυτή.

18 Ο N. Dreessen θεωρεί ότι το άρθρο 47 ΕΚ έχει απλώς ως σκοπό τον συντονισμό της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των προσόντων που απαιτούνται για την άσκηση ορισμένων επαγγελμάτων, δεν υποκαθιστά όμως το θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, το οποίο εκφράζεται με το άρθρο 43 ΕΚ για όλα τα επαγγέλματα, ανεξαρτήτως της φύσεώς τους.

19 Η Επιτροπή φρονεί επίσης ότι, ναι μεν η οδηγία 85/384 προβλέπει πίνακα με εξαντλητική απαρίθμηση των πτυχίων στον τομέα της αρχιτεκτονικής τα οποία αναγνωρίζονται αυτομάτως, δεν εμποδίζει όμως την εφαρμογή της απορρέουσας από την προαναφερθείσα απόφαση Βλασσοπούλου νομολογίας όσον αφορά τα πτυχία που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

20 Από την προαναφερθείσα απόφαση Dreessen προκύπτει ότι το πτυχίο αρχιτεκτονικής του N. Dreessen δεν πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να μπορεί να εξομοιωθεί προς τα πιστοποιητικά που αναφέρονται στο άρθρο 11, στοιχείο α_, τέταρτη περίπτωση, της οδηγίας 85/384 και ότι, κατά συνέπεια, το εν λόγω πτυχίο δεν μπορεί να τύχει της αυτόματης αναγνωρίσεως των πτυχίων αρχιτεκτονικής την οποία προβλέπει το άρθρο 10 της οδηγίας αυτής.

21 ρέπει εντούτοις να υπογραμμιστεί ότι, βάσει του περιεχομένου της αιτήσεως προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που οδήγησε στην προαναφερθείσα απόφαση Dreesen, η οποία αφορούσε αποκλειστικά την ερμηνεία του άρθρου 11 της οδηγίας 85/384, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε με την απόφαση αυτή επί του ζητήματος της ενδεχόμενης αναγνωρίσεως των προσόντων του N. Dreessen με βάση την εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 43 ΕΚ την οποία παρέσχε με την προαναφερθείσα απόφαση Βλασσοπούλου.

22 Αντιθέτως, στην παρούσα υπόθεση η αίτηση προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά ακριβώς το ζήτημα αυτό.

23 Επομένως, με την παρούσα αίτηση προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δεν ερωτάται αν οι εθνικές αρχές στην υπόθεση της κύριας δίκης υποχρεούνται να αναγνωρίσουν το πτυχίο του N. Dreessen ως ισότιμο προς τους τίτλους στον τομέα της αρχιτεκτονικής περί των οποίων γίνεται λόγος στην οδηγία 85/384, αλλά αν οι αρχές αυτές οφείλουν να ελέγξουν αν τα προσόντα και η επαγελματική πείρα τού N. Dreessen αντιστοιχούν πλήρως ή εν μέρει προς τις απαιτήσεις και τους όρους που τίθενται για την πρόσβαση στο επάγγελμα του αρχιτέκτονα στο Βέλγιο, ώστε να αναγνωριστεί ενδεχομένως υπέρ αυτού το δικαίωμα ασκήσεως του εν λόγω επαγγέλματος στη χώρα αυτή.

24 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι αρχές κράτους μέλους, όταν επιλαμβάνονται αιτήσεως που υποβάλλει κοινοτικός υπήκοος για τη χορήγηση αδείας ασκήσεως επαγγέλματος στο οποίο η πρόσβαση εξαρτάται, κατά την εθνική νομοθεσία, από την κατοχή διπλώματος ή την επαγγελματική κατάρτιση, ή ακόμη από περιόδους πρακτικής ασκήσεως, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων, καθώς και την πρόσφορη πείρα του ενδιαφερομένου, προβαίνοντας σε συγκριτική εξέταση μεταξύ, αφενός, των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με αυτά τα διπλώματα και αυτή την πείρα και, αφετέρου, των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από την εθνική νομοθεσία (βλ. ιδίως τις αποφάσεις Βλασσοπούλου, προαναφερθείσα, σκέψεις 16, 19 και 20, της 9ης Φεβρουαρίου 1994, C-319/92, Haim, Συλλογή 1994, σ. Ι-425, σκέψεις 27 και 28, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2000, C-238/98, Hocsman, Συλλογή 2000, σ. Ι-6623, σκέψη 23).

25 Το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι η νομολογία αυτή δεν είναι παρά η νομολογιακή έκφραση μιας αρχής συμφυούς προς τις θεμελιώδεις ελευθερίες της Συνθήκης και ότι η αρχή αυτή δεν μπορεί να απολέσει μέρος της νομικής της αξίας λόγω της εκδόσεως οδηγιών σχετικών με την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων (προαναφερθείσα απόφαση Hocsman, σκέψεις 24 και 31).

26 ράγματι, από το άρθρο 47, παράγραφος 1, ΕΚ προκύπτει ότι οι οδηγίες αυτές αποσκοπούν στη διευκόλυνση της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των πτυχίων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων, θεσπίζοντας κοινούς κανόνες και κοινά κριτήρια, που καταλήγουν, στο μέτρο του δυνατού, στην αυτόματη αναγνώριση των εν λόγω πτυχίων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων. Αντιθέτως, δεν αποσκοπούν αλλά και δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τη διευκόλυνση της αναγνωρίσεως τέτοιων πτυχίων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων σε περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από τις οδηγίες αυτές.

27 Επομένως, τα κράτη μέλη πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά την αμοιβαία αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, όπως αυτές απορρέουν από την εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία των άρθρων 43 ΕΚ και 47 ΕΚ (βλ. ιδίως τις προαναφερθείσες αποφάσεις Βλασσοπούλου, Haim και Hocsman), όταν εξετάζουν κάθε αίτηση χορηγήσεως αδείας ασκήσεως επαγγέλματος στο οποίο η πρόσβαση εξαρτάται, κατά την εθνική νομοθεσία, από την κατοχή διπλώματος ή την επαγγελματική κατάρτιση, ή ακόμη από περιόδους πρακτικής ασκήσεως, εφόσον το δίπλωμα που κατέχει ο κοινοτικός υπήκοος δεν αποτελεί το αντικείμενο αυτόματης αναγνωρίσεως δυνάμει οδηγίας σχετικής με την αυτόματη αναγνώριση των διπλωμάτων, ακόμα και όταν έχει εκδοθεί μια τέτοια οδηγία στον οικείο επαγγελματικό τομέα.

28 Δεν έχει σημασία επ' αυτού το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος, μολονότι κατέχει δίπλωμα σε τομέα στον οποίο έχει εκδοθεί οδηγία περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως των διπλωμάτων, αδυνατεί να επικαλεστεί τον προβλεπόμενο από την εν λόγω οδηγία μηχανισμό αυτόματης αναγνωρίσεως διότι απέκτησε το δίπλωμά του σε τρίτη χώρα (όπως στην προαναφερθείσα υπόθεση Hocsman) ή διότι, για άλλους λόγους, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του μηχανισμού αυτού (όπως στην προαναφερθείσα υπόθεση Dreessen αλλά και στην παρούσα).

29 Η σημασία της τηρήσεως των αρχών που συνάγονται από την προαναφερθείσα απόφαση Βλασσοπούλου και από τη νομολογία που ακολούθησε, όταν πρόκειται για καταστάσεις που δεν καλύπτονται από οδηγία περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως των διπλωμάτων, υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι υπάρχει το ενδεχόμενο να μην περιλαμβάνεται λόγω σφάλματος το επίμαχο κάθε φορά δίπλωμα μεταξύ των καλυπτομένων από την ως άνω οδηγία. Συναφώς, χωρίς να πρέπει να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του σημείου αυτού, η Επιτροπή εκθέτει ότι εκ παραδρομής δεν περιελήφθη στον πίνακα του άρθρου 11 της οδηγίας 85/384 το είδος του πτυχίου του N. Dreessen.

30 Ενόψει των ανωτέρω σκέψεων, δεν είναι αναγκαία η ερμηνεία του άρθρου 10 ΕΚ, καθόσον μόνη η ερμηνεία του άρθρου 43 ΕΚ αρκεί για να δοθεί λυσιτελής απάντηση στο αιτούν δικαστήριο.

31 Στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 43 ΕΚ έχει την έννοια ότι, όταν κοινοτικός υπήκοος υποβάλλει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους αίτηση για τη χορήγηση αδείας ασκήσεως επαγγέλματος στο οποίο η πρόσβαση εξαρτάται, κατά την εθνική νομοθεσία, από την κατοχή διπλώματος ή από επαγγελματική κατάρτιση ή, ακόμη, από περιόδους πρακτικής ασκήσεως, οι αρχές αυτές οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων, καθώς και την πρόσφορη πείρα του ενδιαφερομένου, προβαίνοντας σε συγκριτική εξέταση μεταξύ, αφενός, των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με αυτά τα διπλώματα και αυτή την πείρα και, αφετέρου, των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από την εθνική νομοθεσία, ακόμα και όταν έχει μεν εκδοθεί οδηγία περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως των διπλωμάτων για το οικείο επάγγελμα αλλά η εφαρμογή της δεν οδηγεί σε αυτόματη αναγνώριση του τίτλου ή των τίτλων του αιτούντος.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

32 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γαλλική και η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2000 το Cour de cassation, αποφαίνεται:

Το άρθρο 43 ΕΚ έχει την έννοια ότι, όταν κοινοτικός υπήκοος υποβάλλει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους αίτηση για τη χορήγηση αδείας ασκήσεως επαγγέλματος στο οποίο η πρόσβαση εξαρτάται, κατά την εθνική νομοθεσία, από την κατοχή διπλώματος ή από επαγγελματική κατάρτιση ή, ακόμη, από περιόδους πρακτικής ασκήσεως, οι αρχές αυτές οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων, καθώς και την πρόσφορη πείρα του ενδιαφερομένου, προβαίνοντας σε συγκριτική εξέταση μεταξύ, αφενός, των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με αυτά τα διπλώματα και αυτή την πείρα και, αφετέρου, των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από την εθνική νομοθεσία, ακόμα και όταν έχει μεν εκδοθεί οδηγία περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως των διπλωμάτων για το οικείο επάγγελμα αλλά η εφαρμογή της δεν οδηγεί σε αυτόματη αναγνώριση του τίτλου ή των τίτλων του αιτούντος.

Επάνω