Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex
Έγγραφο 62000CJ0290
Judgment of the Court (Fifth Chamber) of 18 April 2002. # Johann Franz Duchon v Pensionsversicherungsanstalt der Angestellten. # Reference for a preliminary ruling: Oberster Gerichtshof - Austria. # Social security for migrant workers - Article 48 and Article 51 of the EC Treaty (now, after amendment, Article 39 and Article 42 EC) - Article 9a and 94 of Regulation (EEC) No 1408/71 - Accident at work occurring in another Member State before the entry into force of the regulation in the worker's home State - Incapacity for work. # Case C-290/00.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 18ης Απριλίου 2002.
Johann Franz Duchon κατά Pensionsversicherungsanstalt der Angestellten.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberster Gerichtshof - Αυστρία.
Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - ΄Αρθρα 48 και 51 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 39 ΕΚ και 42 ΕΚ) - ΄Αρθρα 9α και 94 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 - Εργατικό ατύχημα που επήλθε σε άλλο κράτος μέλος πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού στο κράτος μέλος καταγωγής - Ανικανότητα προς εργασία.
Υπόθεση C-290/00.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 18ης Απριλίου 2002.
Johann Franz Duchon κατά Pensionsversicherungsanstalt der Angestellten.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberster Gerichtshof - Αυστρία.
Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - ΄Αρθρα 48 και 51 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 39 ΕΚ και 42 ΕΚ) - ΄Αρθρα 9α και 94 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 - Εργατικό ατύχημα που επήλθε σε άλλο κράτος μέλος πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού στο κράτος μέλος καταγωγής - Ανικανότητα προς εργασία.
Υπόθεση C-290/00.
Συλλογή της Νομολογίας 2002 I-03567
Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2002:234
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 18ης Απριλίου 2002. - Johann Franz Duchon κατά Pensionsversicherungsanstalt der Angestellten. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberster Gerichtshof - Αυστρία. - Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - ΄Αρθρα 48 και 51 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 39 ΕΚ και 42 ΕΚ) - ΄Αρθρα 9α και 94 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 - Εργατικό ατύχημα που επήλθε σε άλλο κράτος μέλος πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού στο κράτος μέλος καταγωγής - Ανικανότητα προς εργασία. - Υπόθεση C-290/00.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-03567
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
1. Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - Κοινοτική ρύθμιση - ροσωπικό πεδίο εφαρμογής - Υπήκοος κράτους μέλους ο οποίος ζητεί, κατόπιν εργατικού ατυχήματος που επήλθε σε άλλο κράτος μέλος πριν την προσχώρηση του αρμοδίου κράτους μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να του χορηγηθεί σύνταξη λόγω ανικανότητας προς εργασία - εριλαμβάνεται
(Κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρο 94, §§ 2 και 3)
2. Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - _Ιση μεταχείριση - ροϋποθέσεις για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω επαγγελματικής αναπηρίας που προέκυψε από εργατικό ατύχημα - Εθνική διάταξη μη προβλέπουσα εξαίρεση από την περίοδο αναμονής παρά μόνο σε περίπτωση υπαγωγής του θύματος, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, στο σύστημα του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους - Δεν επιτρέπεται
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 48 § 2 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39 § 2, ΕΚ)· κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρο 94 § 3]
3. Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - _Ιση μεταχείριση - Εθνική διάταξη καθορίζουσα περίοδο αναφοράς για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος - Δυνατότητα παρατάσεως της περιόδου αναφοράς - Αποκλεισμός από τη δυνατότητα αυτή όταν τα περιστατικά ή οι περιστάσεις που θεμελιώνουν το δικαίωμα, όπως η καταβολή παροχών αναπηρίας, συμβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος - Δεν επιτρέπεται - Ακυρότητα του άρθρου 9α του κανονισμού 1408/71
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 48 § 2 και 51 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 39 § 2, ΕΚ και 42 ΕΚ)· κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρο 9α]
1. Η κατάσταση ενός ατόμου, υπηκόου ενός κράτους μέλους, το οποίο, πριν την προσχώρηση του κράτους αυτού στην Ευρωπαϊκή _Ενωση, άσκησε μισθωτή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος όπου υπέστη εργατικό ατύχημα και το οποίο, μετά την προσχώρηση του κράτους καταγωγής του, ζητεί από τις αρχές του κράτους αυτού να του χορηγηθεί σύνταξη λόγω ανικανότητας προς εργασία ως συνέπεια του ατυχήματος αυτού εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97.
ράγματι, αφενός, προκύπτει από το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, ότι ένα κράτος μέλος δεν δικαιούται να αρνηθεί να λάβει υπόψη περιόδους ασφαλίσεως που διανύθηκαν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, προς θεμελίωση συντάξεως γήρατος, αποκλειστικά και μόνον επειδή δεν διανύθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού στη δική του περίπτωση. Αφετέρου, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ένα εργατικό ατύχημα που επήλθε στο έδαφος ενός κράτους μέλους, πριν την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1408/71 σε άλλο κράτος μέλος υπό τη νομοθεσία του οποίου ζητούνται παροχές λόγω ανικανότητας προς εργασία εξαιτίας του ατυχήματος αυτού, συνιστά «γεγονός» υπό την έννοια του άρθρου 94, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.
( βλ. σκέψεις 23, 25-26, διατακτ. 1 )
2. Το άρθρο 94, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97, σε συνδυασμό προς το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39, παράγραφος 2, ΕΚ), πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική διάταξη, η οποία προβλέπει παρέκκλιση από την απαίτηση για περίοδο αναμονής ως προϋπόθεση θεμελιώσεως του δικαιώματος συντάξεως λόγω ανικανότητας προς εργασία, όταν η ανικανότητα είναι συνέπεια εργατικού ατυχήματος - το οποίο επήλθε, εν προκειμένω, πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού στο οικείο κράτος μέλος - μόνον αν το θύμα, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ήταν υποχρεωτικά ή εκουσίως ασφαλισμένο υπό τη νομοθεσία του κράτους αυτού, αποκλειομένης της νομοθεσίας οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους.
( βλ. σκέψη 36, διατακτ. 2 )
3. Τα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 39, παράγραφος 2, ΕΚ και 42 ΕΚ) πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν εθνική διάταξη η οποία λαμβάνει υπόψη, για την παράταση της περιόδου αναφοράς κατά την οποία πρέπει να έχει διανυθεί η περίοδος αναμονής για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, μόνον τις περιόδους κατά τις οποίες ο ασφαλισμένος έλαβε παροχές αναπηρίας βάσει του εθνικού συστήματος ασφαλίσεως έναντι ατυχημάτων, χωρίς να προβλέπει τη δυνατότητα παρατάσεως της εν λόγω περιόδου όταν μια τέτοια παροχή χορηγήθηκε βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους. ράγματι, έστω και αν, τυπικώς, μια τέτοια νομοθεσία εφαρμόζεται χωρίς διάκριση ιθαγενείας επί όλων των εργαζομένων, οι οποίοι μπορούν έτσι, υπό τις προϋποθέσεις που η νομοθεσία αυτή προβλέπει, να τύχουν παρατάσεως της περιόδου αναφοράς, μια τέτοια νομοθεσία, στον βαθμό που δεν προβλέπει τη δυνατότητα παρατάσεως όταν πραγματικά περιστατικά, όπως η καταβολή παροχών λόγω ατυχήματος, που αντιστοιχούν με εκείνα που δικαιολογούν παράτασή της συμβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να θίξει κατά τρόπο πολύ πιο καίριο τους διακινούμενους εργαζομένους, διότι αυτοί είναι κυρίως οι οποίοι, ιδίως σε περίπτωση αναπηρίας, επιστρέφουν συνήθως στη χώρα καταγωγής τους.
Για τους ίδιους λόγους, πρέπει να κριθεί άκυρο το άρθρο 9α του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97, στον βαθμό που αποκλείει ρητά τη δυνατότητα συνυπολογισμού, για την παράταση της περιόδου αναφοράς βάσει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους, των περιόδων κατά τις οποίες χορηγήθηκαν παροχές λόγω εργατικού ατυχήματος βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους.
( βλ. σκέψεις 38-40, διατακτ. 3-4 )
Στην υπόθεση C-290/00,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Oberster Gerichtshof (Αυστρία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Johann Franz Duchon
και
Pensionsversicherungsanstalt der Angestellten,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 48 και 51 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 39 ΕΚ και 42 ΕΚ), καθώς και ως προς την ερμηνεία ή το κύρος των άρθρων 9α και 94 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, Μ. Wathelet (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs
γραμματέας: R. Grass
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
- ο J. F. Duchon, εκπροσωπούμενος από τους A. Hawel και E. Eypeltauer, Rechtsanwälte,
- η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη C. Pesendorfer,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον W. Bogensberger,
έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Νοεμβρίου 2001,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με διάταξη της 27ης Ιουνίου 2000, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Ιουλίου 2000, το Oberster Gerichtshof υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 48 και 51 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 39 ΕΚ και 42 ΕΚ), καθώς και ως προς την ερμηνεία ή το κύρος των άρθρων 9α και 94 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1408/71).
2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του J. F. Duchon, ο οποίος υπήρξε θύμα εργατικού ατυχήματος το 1968 ενώ εργαζόταν στη Γερμανία, και του Pensionsversicherungsanstalt der Angestellten (ιδρύματος ασφαλίσεως γήρατος των εργαζομένων) σχετικά με τη χορήγηση υπέρ του πρώτου, βάσει της αυστριακής νομοθεσίας, δικαιώματος συντάξεως λόγω ανικανότητας προς εργασία με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 1998.
Το νομικό πλαίσιο
Οι κοινοτικές διατάξεις
3 Ο κανονισμός 1408/71 κατέστη εφαρμοστέος στη Δημοκρατία της Αυστρίας από 1ης Ιανουαρίου 1994 διά της Συμφωνίας σχετικά με τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο της 2ας Μα_ου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3, στο εξής: Συμφωνία ΕΟΧ). Άρχισε να εφαρμόζεται από 1ης Ιανουαρίου 1995 στη Δημοκρατία της Αυστρίας ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκης Ενώσεως.
4 Το άρθρο 9α του κανονισμού 1408/71, με τίτλο «παράταση της περιόδου αναφοράς», ορίζει:
«Εάν η νομοθεσία κράτους μέλους εξαρτά την αναγνώριση του δικαιώματος παροχών από τη συμπλήρωση ελάχιστης περιόδου ασφάλισης κατά τη διάρκεια καθορισμένης περιόδου πριν από την επέλευση του ασφαλιζόμενου γεγονότος (περίοδος αναφοράς) και ορίζει ότι οι περίοδοι κατά τη διάρκεια των οποίων χορηγήθηκαν παροχές δυνάμει της νομοθεσίας αυτού του κράτους μέλους ή οι περίοδοι που αφιερώθηκαν στην εκπαίδευση παιδιών στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους παρατείνουν την εν λόγω περίοδο αναφοράς, οι περίοδοι κατά τη διάρκεια των οποίων χορηγήθηκαν, δυνάμει της νομοθεσίας ενός άλλου κράτους μέλους, συντάξεις αναπηρίας ή γήρατος ή παροχές λόγω ασθένειας, ανεργίας ή εργατικών ατυχημάτων (εξαιρέσει των συντάξεων) και οι περίοδοι που αφιερώθηκαν στην εκπαίδευση παιδιών στο έδαφος ενός άλλου κράτους μέλους παρατείνουν επίσης την εν λόγω περίοδο αναφοράς.»
5 Το άρθρο 61 του κανονισμού 1408/71 περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ιδιομορφίες ορισμένων εθνικών νομοθεσιών περί ασφαλίσεως κατά των εργατικών ατυχημάτων ή των επαγγελματικών ασθενειών. _Ετσι, οι παράγραφοι 5 και 6 του εν λόγω άρθρου 61 έχουν ως εξής:
«5. _Οταν η νομοθεσία κράτους μέλους προβλέπει ρητά ή σιωπηρά ότι τα εργατικά ατυχήματα ή οι επαγγελματικές νόσοι που συνέβησαν ή διαπιστώθηκαν προηγουμένως λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση του βαθμού ανικανότητας, την αναγνώριση του δικαιώματος σε παροχές ή τον υπολογισμό του ποσού των παροχών, ο αρμόδιος φορέας αυτού του κράτους λαμβάνει επίσης υπόψη τα εργατικά ατυχήματα ή τις επαγγελματικές νόσους που συνέβησαν ή διαπιστώθηκαν προηγουμένως υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους σαν να είχαν συμβεί ή διαπιστωθεί υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει.
6. _Οταν η νομοθεσία κράτους μέλους προβλέπει ρητά ή σιωπηρά ότι τα εργατικά ατυχήματα ή οι επαγγελματικές νόσοι που συνέβησαν ή διαπιστώθηκαν μεταγενέστερα λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση του βαθμού ανικανότητας, την αναγνώριση του δικαιώματος σε παροχές ή τον υπολογισμό του ποσού των παροχών, ο αρμόδιος φορέας αυτού του κράτους λαμβάνει επίσης υπόψη τα εργατικά ατυχήματα ή τις επαγγελματικές νόσους που συνέβησαν ή διαπιστώθηκαν μεταγενέστερα υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους σαν να είχαν συμβεί ή διαπιστωθεί υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει, υπό τον όρο:
1) ότι δεν έχει δοθεί αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα ή για την επαγγελματική νόσο που συνέβη ή διαπιστώθηκε προγενέστερα υπό τη νομοθεσία που ο οργανισμός αυτός εφαρμόζει,
και
2) ότι για το εργατικό ατύχημα ή την επαγγελματική νόσο που συνέβη ή διαπιστώθηκε μεταγενέστερα, και με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 5, δεν έχει δοθεί αποζημίωση σύμφωνα με τη νομοθεσία του άλλου κράτους μέλους υπό την οποία συνέβη ή διαπιστώθηκε.»
6 Υπό τον τίτλο «Μεταβατικές διατάξεις για τους μισθωτούς», το άρθρο 94, παράγραφοι 1 έως 3 του κανονισμού 1408/71 προβλέπει:
«1. Ο παρών κανονισμός δεν δημιουργεί κανένα δικαίωμα παροχών για περίοδο προγενέστερη της 1ης Οκτωβρίου 1972 ή της ημερομηνίας εφαρμογής του στο έδαφος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ή σε τμήμα του εδάφους αυτού του κράτους.
2. Κάθε περίοδος ασφαλίσεως, καθώς και, κατά παρίπτωση, κάθε περίοδος απασχολήσεως ή κατοικίας, η οποία πραγματοποιήθηκε υπό τη νομοθεσία κράτους μέλους προ της 1ης Οκτωβρίου 1972 ή προ της ημερομηνίας εφαρμογής του παρόντος κανονισμού στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού ή σε τμήμα του εδάφους αυτού του κράτους λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων που γεννώνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.
3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1, δικαίωμα γεννάται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ακόμη και αν αναφέρεται σε γεγονός προ της 1ης Οκτωβρίου 1972 ή της ημερομηνίας εφαρμογής του στο έδαφος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ή σε τμήμα του εδάφους αυτού του κράτους.»
Η εθνική νομοθεσία
7 Οι μισθωτοί εργαζόμενοι λαμβάνουν, βάσει της αυστριακής νομοθεσίας, σύνταξη λόγω ανικανότητας προς εργασία όταν, εκτός της ειδικής προϋποθέσεως της μειωμένης ικανότητας προς εργασία, πληρούν επίσης και τη γενική προϋπόθεση της περιόδου αναμονής (Wartezeit) [άρθρο 235, παράγραφος 1, του γενικού νόμου περί κοινωνικών ασφαλίσεων (Sozialversicherungsgesetz, στο εξής: ASVG)], που αντιστοιχεί σε ορισμένο αριθμό μηνών κατά τη διάρκεια των οποίων ο ενδιαφερόμενος εισέφερε στην ασφάλιση συντάξεως (Versicherungszeiten) για ορισμένη περίοδο (στο εξής: περίοδος αναφοράς) πριν την ημερομηνία από την οποία θεμελιώνεται το δικαίωμα συντάξεως (Stichtag).
8 ριν τη συμπλήρωση του 50ού έτους της ηλικίας, η περίοδος αναμονής ορίζεται σε 60 μήνες που πρέπει υποχρεωτικά να συμπληρωθούν κατά τη διάρκεια των 120 ημερολογιακών μηνών (περίοδος αναφοράς) που προηγούνται της ημερομηνίας της αιτήσεως της συνταξιοδοτήσεως, αν αυτή αντιστοιχεί στην πρώτη ημέρα του μηνός, ή στην πρώτη ημέρα του μηνός που έπεται της ημερομηνίας κατά την οποία υποβλήθηκε η αίτηση (άρθρα 223, παράγραφος 2, και 236, παράγραφοι 1, σημείο 1 στοιχείο a, και 2, σημείο 1, του ASVG).
9 Δυνάμει του άρθρου 235, παράγραφος 3, στοιχείο a, του ASVG, η απαιτούμενη περίοδος αναμονής καταργείται όταν το γεγονός που θεμελιώνει δικαίωμα παροχής είναι η συνέπεια εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου που επήλθε σε ασφαλισμένο υπαγόμενο στην υποχρεωτική ασφάλιση συντάξεων, βάσει του ASVG ή άλλου αυστριακού ομοσπονδιακού νόμου, ή σε αυτασφαλιζόμενο δυνάμει του άρθρου 19 του εν λόγω ASVG.
10 Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 236, παράγραφος 3, του ASVG, η περίοδος αναφοράς μπορεί να παραταθεί κατά τους «ουδέτερους μήνες». Κατά το άρθρο 234, παράγραφος 1, του ASVG:
«Θεωρούνται ουδέτερες οι ακόλουθες περίοδοι, οι οποίες δεν αποτελούν ασφαλιστικές περιόδους:
[...]
2. περίοδοι κατά τις οποίες ο ασφαλισμένος είχε αξίωση αναγνωρισμένη με απόφαση για
[...]
b) σύνταξη αναπηρίας από το προβλεπόμενο από τον νόμο σύστημα ασφαλίσεως ατυχημάτων λόγω μειώσεως της βιοποριστικής ικανότητας τουλάχιστον κατά 50 %,
[...]».
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
11 Ο J. F. Duchon, Αυστριακός υπήκοος, γεννηθείς στις 18 Ιανουαρίου 1949, υπέστη εργατικό ατύχημα, στις 8 Σεπτεμβρίου 1968, ενώ εργαζόταν ως μαθητευόμενος στη Γερμανία. Από της ημερομηνίας αυτής, λαμβάνει σύνταξη λόγω εργατικού ατυχήματος που του χορηγούν οι αρμόδιες γερμανικές αρχές και αντιστοιχεί σε ανικανότητα προς εργασία 50 %.
12 Η πρώτη αίτηση του J. F. Duchon με την οποία ζήτησε να λάβει την αυστριακή σύνταξη λόγω ανικανότητας προς εργασία από 1ης Ιανουαρίου 1994 απορρίφθηκε από το Pensionversicherungsanstalt der Angestellten. Στις 15 Απριλίου 1997, η προσφυγή που άσκησε ο ενδιαφερόμενος κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε επίσης από το Oberster Gerichtshof, επειδή ο ενάγων δεν είχε συμπληρώσει την περίοδο αναμονής των 60 μηνών κατά την περίοδο αναφοράς των 120 μηνών, δεν καλυπτόταν από τις παρεκκλίσεις που προβλέπουν τα άρθρα 235, παράγραφος 3, στοιχείο a, 236, παράγραφος 3, και 234, παράγραφος 1, σημείο 2, στοιχείο b, του ASVG και, στο μέτρο που τα περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν δικαίωμα συντάξεως αναπηρίας είχαν επέλθει πριν την 1η Ιανουαρίου 1994, δεν μπορούσε να επικαλεστεί ούτε το κοινοτικό δίκαιο περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.
13 Στις 22 Δεκεμβρίου 1997, ο J. F. Duchon υπέβαλε νέα αίτηση συντάξεως λόγω ανικανότητας προς εργασία αλλά, τη φορά αυτή, με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 1998. Με απόφαση της 11ης Αυγούστου 1998, η αίτηση αυτή απορρίφθηκε επίσης, για τον ίδιο λόγο όπως και προηγουμένως, δηλαδή ότι ο ενδιαφερόμενος δεν είχε συμπληρώσει την περίοδο αναμονής. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1999, το Landesgericht Linz (Αυστρία) απέρριψε το ένδικο μέσο που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής, λόγω ειδικότερα της ισχύος του δεδικασμένου που προσδίδεται στην απόφαση της 15ης Απριλίου 1997 του Oberster Gerichtshof με την οποία κρίθηκε, μεταξύ των ιδίων διαδίκων, το ζήτημα ως προς τη συνεκτίμηση των περιόδων ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν στη Γερμανία, μετά το ατύχημα που υπέστη ο J. F. Duchon σ' αυτό το κράτος μέλος. Το μόνο ζήτημα το οποίο μπορούσε ακόμη να εξεταστεί, κατά το δικαστήριο αυτό, ήταν κατά πόσον, λαμβάνοντας υπόψη τις περιόδους ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν στην Αυστρία, ο αιτών της κύριας δίκης πληρούσε, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις, την προϋπόθεση ως προς την περίοδο αναμονής. _Ομως, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνέτρεχε μια τέτοια περίπτωση στην υπόθεση της οποίας είχε επιληφθεί. Δεδομένου ότι η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε με την από 11 Φεβρουαρίου 2000 απόφαση του Oberlandesgericht Linz (Αυστρία), ο J. F. Duchon άσκησε τότε ενώπιον του Oberster Gerichtshof αναίρεση (Révision).
14 Το εθνικό δικαστήριο διερωτάται ως προς το βάσιμο της θέσεως κατά την οποία ο κανονισμός 1408/71 δεν έχει εφαρμογή σε γεγονότα τα οποία επήλθαν πριν την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας στη Συμφωνία ΕΟΧ, εν συνεχεία στην Ευρωπαϊκή _Ενωση, τούτο δε ενόψει του άρθρου 94 του εν λόγω κανονισμού.
15 ρώτον, αν αποδειχθεί ότι η ανικανότητα προς εργασία για την οποία ο J. F. Duchon ζητεί τη χορήγηση αυστριακής συντάξεως είναι συνέπεια του εργατικού ατυχήματος που επήλθε το 1968 στη Γερμανία, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται, για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 235, παράγραφος 3, στοιχείο a, του ASVG, αν το δυστύχημα αυτό συνιστά «γεγονός» κατά την έννοια του άρθρου 94, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71. ράγματι, αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ο κανονισμός αυτός έχει εφαρμογή για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος του αιτούντος της κύριας δίκης, μολονότι πρόκειται για γεγονός που επήλθε στο παρελθόν, νοουμένου ότι το ίδιο το δικαίωμα δεν μπορεί να αναπτύξει αποτέλεσμα παρά μόνον από της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος του εν λόγω κανονισμού έναντι της Δημοκρατίας της Αυστρίας, σύμφωνα με το άρθρο 94, παράγραφος 1, αυτού.
16 Δεύτερον, αν αποδειχθεί ότι η ανικανότητα προς εργασία του αιτούντος της κύριας δίκης δεν είναι η συνέπεια του εργατικού ατυχήματος του 1968, το εθνικό δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει να ληφθούν υπόψη οι περίοδοι καταβολής των συντάξεων λόγω εργατικού ατυχήματος, δυνάμει της γερμανικής νομοθεσίας, για την παράταση της περιόδου αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 236, παράγραφος 3, του ASVG.
17 Συναφώς, το εθνικό δικαστήριο διερωτάται επίσης ως προς τη συμβατότητα του άρθρου 9α του κανονισμού 1408/71 προς τα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης στο μέτρο που αυτό συνεπάγεται εξαίρεση, στον τομέα της εξομοιώσεως, ακριβώς όσον αφορά τις παροχές λόγω εργατικού ατυχήματος. Αναφέρεται, συναφώς, στην απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1991, C-349/87, αράσχη (Συλλογή 1991, σ. Ι-4501). Διαπιστώνει έτσι ότι, αν ο J. F. Duchon εργαζόταν πάντοτε στην Αυστρία και αν είχε υποστεί εκεί το εργατικό ατύχημα, η περίοδος αναφοράς θα είχε παραταθεί, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, για διάρκεια ίση προς εκείνην κατά την οποία καταβαλλόταν παροχή στον ενδιαφερόμενο. Το γεγονός ότι η περίοδος κατά την οποία η παροχή καταβαλλόταν στη Γερμανία δεν λαμβάνεται υπόψη καθιστά την κατάσταση των διακινούμενων εργαζομένων λιγότερο ευνοϊκή από εκείνην των μη διακινούμενων εργαζομένων. Η δυσμενής αυτή διάκριση δεν δικαιολογείται αντικειμενικά.
18 Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το Oberster Gerichtshof αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Εμπίπτει η περίπτωση ενός εργαζομένου, ο οποίος, ως υπήκοος κράτους που αποτελεί εφεξής κράτος μέλος, εργαζόταν, πριν από την προσχώρηση του εν λόγω κράτους μέλους, ως μη μισθωτός σε άλλο κράτος μέλος και υπέστη εκεί εργατικό ατύχημα, στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, που τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1249/92 του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992, όταν ο ενδιαφερόμενος υποβάλει μετά τον χρόνο προσχωρήσεως του κράτους μέλους αίτηση χορηγήσεως συντάξεως λόγω ανικανότητας προς εργασία και το εργατικό ατύχημα μπορεί να θεμελιώσει την αξίωση συντάξεως λόγω ανικανότητας προς εργασία;
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:
2) _Εχουν τα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρα 39, παράγραφος 2, ΕΚ και 42 ΕΚ) καθώς και ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 την έννοια ότι απαγορεύουν εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία, προκειμένου να μην εφαρμοστεί η διάταξη περί χρόνου θεμελιώσεως δικαιώματος παροχής απορρέουσας από το ασφαλιστικό γεγονός της μειωμένης ικανότητας προς εργασία, προϋποθέτει, εκτός από το ότι το ασφαλιστικό γεγονός πρέπει να αποτελεί τη συνέπεια εργατικού ατυχήματος, το ασφαλιστικό γεγονός να έχει επέλθει σε πρόσωπο υπαγόμενο στην υποχρεωτική ασφάλιση συντάξεων κατά τον (αυστριακό) Allgemeines Sozialversicherungsgesetz (γενικό νόμο κοινωνικής ασφαλίσεως, ASVG) ή άλλο (αυστριακό) ομοσπονδιακό νόμο ή σε πρόσωπο υπαγόμενο στην αυτασφάλιση κατά το άρθρο 19a του (αυστριακού) Allgemeines Sozialversicherungsgesetz και, κατά συνέπεια, δεν καλύπτει εργατικά ατυχήματα που συνέβησαν κατά την απασχόληση σε άλλα κράτη μέλη;
3) Έχουν τα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρα 39, παράγραφος 2, ΕΚ και 42 ΕΚ) την έννοια ότι αντίκεινται προς αυτά τόσο το άρθρο 9α του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 όσο και εθνική νομοθετική ρύθμιση που αποκλείει γενικώς την παράταση της περιόδου αναφοράς για την περίοδο λήψεως συντάξεως ή την περιορίζει στην περίπτωση αξιώσεως για σύνταξη από την προβλεπόμενη από τον νόμο ασφάλιση ατυχημάτων του οικείου κράτους μέλους;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
19 Με το πρώτο ερώτημά του, το εθνικό δικαστήριο ερωτά ουσιαστικά αν η κατάσταση ατόμου, υπηκόου κράτους μέλους, το οποίο, πριν την προσχώρηση του κράτους στην Ευρωπαϊκή _Ενωση, άσκησε μισθωτή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος όπου υπέστη εργατικό ατύχημα και το οποίο, μετά την προσχώρηση του κράτους καταγωγής του, ζητεί από τις αρχές του τελευταίου τη χορήγηση συντάξεως λόγω ανικανότητας προς εργασία ως συνέπεια του ατυχήματος αυτού εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71.
20 Ο J. F. Duchon, η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή θεωρούν ότι πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό.
21 Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ασφαλείας δικαίου δεν επιτρέπει την αναδρομική εφαρμογή ενός κανονισμού, τούτο δε ανεξάρτητα από τις ευνοϊκές ή δυσμενείς συνέπειες που η εν λόγω εφαρμογή μπορεί να έχει για τον ενδιαφερόμενο, εκτός και αν γίνεται επαρκώς σαφής μνεία, είτε στη διατύπωση είτε στους στόχους του, επιτρέπουσα τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι ο κανονισμός δεν ισχύει μόνο για το μέλλον (αποφάσεις της 29ης Ιανουαρίου 1985, 234/83, Gesamthochschule Duisburg, Συλλογή 1985, σ. 327, σκέψη 20, και της 7ης Φεβρουαρίου 2002, C-28/00, Kauer, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 20). Καίτοι η νέα νομοθεσία δεν ισχύει υπό την έννοια αυτή παρά μόνο για το μέλλον, έχει εφαρμογή, πλην παρεκκλίσεως, σύμφωνα με γενικώς αναγνωρισμένη αρχή, επί των μελλοντικών αποτελεσμάτων μιας καταστάσεως γεννηθείσας υπό το κράτος της παλαιάς νομοθεσίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 1978, 96/77, Bauche και Delquignies, Συλλογή τόμος 1978, σ. 165, σκέψη 48, της 25ης Οκτωβρίου 1978, 125/77, Koninklijke Scholten-Honig και De Bijenkorf, Συλλογή τόμος 1978, σ. 629, σκέψη 37, της 5ης Φεβρουαρίου 1981, 40/79, P. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 361, σκέψη 12, της 10ης Ιουλίου 1986, 270/84, Licata κατά Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2305, σκέψη 31, της 29ης Ιανουαρίου 2002, C-162/00, Pokrzeptowicz-Meyer, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 49 και 50, και Kauer, προπαρατεθείσα, σκέψη 20).
22 Το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, ορίζοντας ότι δεν δημιουργεί κανένα δικαίωμα για περίοδο προγενέστερη της εφαρμογής του στο έδαφος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, ευθυγραμμίζεται απολύτως με την μόλις προμνησθείσα αρχή της ασφαλείας δικαίου.
23 Υπό την αυτή έννοια, προκειμένου να καταστεί εφικτή η εφαρμογή του κανονισμού 1408/71 επί των μελλοντικών αποτελεσμάτων καταστάσεων γεννηθεισών υπό το κράτος της παλαιάς νομοθεσίας, αφενός, το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού προβλέπει την υποχρέωση συνυπολογισμού, για τους σκοπούς του προσδιορισμού των δικαιωμάτων λήψεως παροχών, οποιασδήποτε περιόδου ασφαλίσεως, απασχολήσεως ή διαμονής διανυθείσας υπό τη νομοθεσία οποιουδήποτε κράτους μέλους «προ της 1ης Οκτωβρίου 1972 ή προ της ημερομηνίας εφαρμογής του [...] κανονισμού στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού». Επομένως, όπως προκύπτει από την ως άνω διάταξη, ένα κράτος μέλος δεν δικαιούται να αρνηθεί να λάβει υπόψη περιόδους ασφαλίσεως που διανύθηκαν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, προς θεμελίωση συντάξεως γήρατος, αποκλειστικά και μόνον επειδή δεν διανύθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού στη δική του περίπτωση (βλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1991, C-227/89, Rönfeldt, Συλλογή 1991, σ. Ι-323, σκέψη 16, και Krauer, προπαρατεθείσα, σκέψη 22).
24 Αφετέρου, το άρθρο 94, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71 προβλέπει επίσης ότι λαμβάνεται υπόψη και κάθε γεγονός που αφορά το επίδικο δικαίωμα, έστω και αν επήλθε «προ της 1ης Οκτωβρίου 1972 ή της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού στο έδαφος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους».
25 Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ένα εργατικό ατύχημα που επήλθε στο έδαφος ενός κράτους μέλους, πριν την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1408/71 σε άλλο κράτος μέλος υπό τη νομοθεσία του οποίου ζητούνται παροχές λόγω ανικανότητας προς εργασία εξαιτίας του ατυχήματος αυτού, συνιστά «γεγονός» υπό την έννοια του άρθρου 94, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.
26 Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η κατάσταση ενός ατόμου, υπηκόου ενός κράτους μέλους, το οποίο, πριν την προσχώρηση του κράτους αυτού στην Ευρωπαϊκή _Ενωση, άσκησε μισθωτή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος, όπου υπέστη εργατικό ατύχημα και το οποίο, μετά την προσχώρηση του κράτους καταγωγής του, ζητεί από τις αρχές του κράτους αυτού να του χορηγηθεί σύνταξη λόγω ανικανότητας προς εργασία ως συνέπεια του ατυχήματος αυτού, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71.
Επί του δευτέρου ερωτήματος
27 Με το δεύτερο ερώτημά του, το εθνικό δικαστήριο ερωτά ουσιαστικά αν τα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης, καθώς και ο κανονισμός 1408/71, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν εθνική διάταξη, όπως εκείνη του άρθρου 235, παράγραφος 3, στοιχείο a, του ASVG, η οποία προβλέπει παρέκκλιση από την απαίτηση για περίοδο αναμονής ως προϋπόθεση θεμελιώσεως του δικαιώματος συντάξεως λόγω ανικανότητας προς εργασία, όταν η ανικανότητα είναι συνέπεια εργατικού ατυχήματος - το οποίο επήλθε, εν προκειμένω, πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού στο οικείο κράτος μέλος -, μόνον αν το θύμα, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ήταν υποχρεωτικά ή εκουσίως ασφαλισμένο υπό τη νομοθεσία του κράτους αυτού, αποκλειομένης της νομοθεσίας οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους.
28 Συναφώς, επιβάλλεται, πρώτον, να εκτιμηθεί η νομιμότητα μιας διατάξεως όπως αυτή του άρθρου 235, παράγραφος 3, στοιχείο a, του ASVG υπό το φως του κοινοτικού δικαίου όπως θα είχε εφαρμογή αν το εργατικό ατύχημα είχε επέλθει μετά την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή _Ενωση.
29 Επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως προβάλλουν η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή, ότι τέτοια διάταξη, μολονότι έχει εφαρμογή χωρίς να ληφθεί υπόψη η ιθαγένεια των ενδιαφερομένων εργαζομένων, είναι ικανή να θέσει σε μειονεκτική μοίρα, στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, τα άτομα τα οποία άσκησαν το δικαίωμά τους περί ελεύθερης κυκλοφορίας το οποίο διασφαλίζει η Συνθήκη, ενώ η δυνατότητα των ατόμων αυτών να πληρούν την απαίτηση υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση βάσει του ASVG είναι μικρότερη από εκείνην των εργαζομένων οι οποίοι παρέμειναν στην Αυστρία.
30 Επιπροσθέτως, η Αυστριακή Κυβέρνηση θεωρεί ότι απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 235, παράγραφος 3, στοιχείο a, του ASVG κατά τέτοιο τρόπο ώστε η υπαγωγή στην κοινωνική ασφάλιση βάσει επαγγελματικής δραστηριότητας που ασκήθηκε σε άλλο κράτος μέλος να εξομοιώνεται με υπαγωγή βάσει επαγγελματικής δραστηριότητας που ασκήθηκε στο εθνικό έδαφος.
31 Επί του τελευταίου αυτού σημείου, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι όντως απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εφαρμόσει ακέραιο το κοινοτικό δίκαιο και να προστατεύσει τα δικαιώματα που το κοινοτικό δίκαιο χορηγεί στους ιδιώτες, αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε διάταξη στο μέτρο που η εφαρμογή της, υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης υποθέσεως, θα οδηγούσε σε αποτέλεσμα αντίθετο προς το κοινοτικό δίκαιο (βλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, C-262/97, Engelbrecht, Συλλογή 2000, σ. Ι-7321, σκέψη 40).
32 Δεύτερον, σε περίπτωση κατά την οποία, όπως συμβαίνει με την υπόθεση της κυρίας δίκης, η εθνική κανονιστική ρύθμιση εφαρμόζεται στη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω ανικανότητας προς εργασία που οφείλεται σε εργατικό ατύχημα το οποίο επήλθε πριν την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 1408/71 στο κράτος μέλος όπου ζητείται η χορήγηση της συντάξεως, επιβάλλεται να παρατηρηθεί ότι, αφενός, η εκκαθάριση δικαιώματος συντάξεως γεννηθέντος μετά την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας στη Ευρωπαϊκή _Ενωση, ακόμη και με βάση γεγονός που επήλθε πριν την ημερομηνία αυτή, πρέπει να διενεργείται εκ μέρους των αυστριακών αρχών σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο και ειδικότερα σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προπαρατεθείσα απόφαση Kauer, σκέψη 45).
33 Αφετέρου, όσον αφορά ειδικότερα τη λήψη υπόψη του επιδίκου στην κύρια δίκη γεγονότος, δηλαδή του εργατικού ατυχήματος που επήλθε το 1968 στη Γερμανία, πρέπει να τύχει εφαρμογής η μεταβατική διάταξη του άρθρου 94, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71, η οποία προορίζεται, ως εκ της φύσεώς της, να διέπει καταστάσεις γεννηθείσες σε χρόνο για τον οποίο ο εν λόγω κανονισμός δεν ετύγχανε ακόμα εφαρμογής στο οικείο κράτος μέλος. Η διάταξη αυτή έχει ακριβώς ως σκοπό, όπως υπογραμμίστηκε ήδη στις σκέψεις 22 και 23 της παρούσας αποφάσεως, να καθιστά εφικτή την εφαρμογή του κανονισμού 1408/71 στα μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεων γεννηθεισών σε χρόνο κατά τον οποίο, εξ ορισμού, η ελευθερία κυκλοφορίας των προσώπων δεν διασφαλιζόταν ακόμη στις σχέσεις μεταξύ του εν λόγω κράτους μέλους και εκείνου στο έδαφος του οποίου επήλθαν οι ειδικές και ενδεχομένως ληπτέες υπόψη καταστάσεις.
34 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το ότι ο J. F. Duchon εργάστηκε στη Γερμανία πριν από την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας ΕΟΧ έναντι της Δημοκρατίας της Αυστρίας ή την προσχώρηση αυτού του κράτους μέλους στην Ευρωπαϊκή _Ενωση δεν είναι ικανό αφ' εαυτού να παρεμποδίσει την εφαρμογή του άρθρου 94, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71.
35 Η εφαρμογή της προϋποθέσεως που προβλέπει το άρθρο 235, παράγραφος 3, στοιχείο a, του ASVG σε εργατικό ατύχημα που επήλθε πριν την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 στο κράτος μέλος όπου ζητείται η χορήγηση συντάξεως λόγω ανικανότητας προς εργασία εμπεριέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει στην αναίρεση του πλεονεκτήματος του άρθρου 94, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού οσάκις η ίδια η εθνική νομοθεσία δεν προβλέπει τον συνυπολογισμό της υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους, ελλείψει ακριβώς κοινοτικού κανόνα που θα μπορούσε να διασφαλίσει τον συνυπολογισμό της περιόδου που προηγήθηκε της προαναφερθείσας ημερομηνίας.
36 Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 94, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71, σε συνδυασμό προς το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική διάταξη, όπως εκείνη του άρθρου 235, παράγραφος 3, στοιχείο a, του ASVG, η οποία προβλέπει παρέκκλιση από την απαίτηση για περίοδο αναμονής ως προϋπόθεση θεμελιώσεως του δικαιώματος συντάξεως λόγω ανικανότητας προς εργασία, όταν η ανικανότητα είναι συνέπεια εργατικού ατυχήματος - το οποίο επήλθε, εν προκειμένω, πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού στο οικείο κράτος μέλος -, μόνον αν το θύμα, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ήταν υποχρεωτικά ή εκουσίως ασφαλισμένο υπό τη νομοθεσία του κράτους αυτού, αποκλειομένης της νομοθεσίας οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους.
Επί του τρίτου ερωτήματος
37 Με το τρίτο ερώτημά του, το εθνικό δικαστήριο ερωτά ουσιαστικά αν τα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν διάταξη όπως εκείνη του άρθρου 234, παράγραφος 1, σημείο 2, στοιχείο b, του ASVG, σε συνδυασμό προς το άρθρο 236, παράγραφος 3, του ίδιου αυτού νόμου, η οποία λαμβάνει υπόψη, για την παράταση της περιόδου αναφοράς κατά την οποία πρέπει να έχει διανυθεί η περίοδος αναμονής για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, μόνον τις περιόδους κατά τις οποίες ο ασφαλισμένος έλαβε παροχές αναπηρίας βάσει του εθνικού συστήματος ασφαλίσεως έναντι ατυχημάτων, χωρίς να προβλέπει τη δυνατότητα παρατάσεως της εν λόγω περιόδου όταν μια τέτοια παροχή χορηγήθηκε βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους. Το εθνικό δικαστήριο διερωτάται επίσης ως προς τη συμβατότητα του άρθρου 9α του κανονισμού 1408/71 προς τα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης στον βαθμό που αποκλείουν ρητά τη δυνατότητα συνυπολογισμού, για την παράταση της περιόδου αναφοράς βάσει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους, των περιόδων κατά τις οποίες χορηγήθηκαν παροχές λόγω εργατικού ατυχήματος βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους.
38 Συναφώς, όπως παρατηρούν η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ήδη ότι, έστω και αν, τυπικώς, μια νομοθεσία όπως η επίδικη στην κύρια δίκη εφαρμόζεται χωρίς διάκριση ιθαγενείας επί όλων των εργαζομένων, οι οποίοι μπορούν έτσι, υπό τις προϋποθέσεις που η νομοθεσία αυτή προβλέπει, να τύχουν παρατάσεως της περιόδου αναφοράς, μια τέτοια νομοθεσία, στον βαθμό που δεν προβλέπει τη δυνατότητα παρατάσεως όταν πραγματικά περιστατικά, όπως η καταβολή παροχών λόγω ατυχήματος, που αντιστοιχούν με εκείνα που δικαιολογούν παράτασή της συμβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να θίξει κατά τρόπο πολύ πιο καίριο τους διακινούμενους εργαζομένους, διότι αυτοί είναι κυρίως οι οποίοι, ιδίως σε περίπτωση αναπηρίας, επιστρέφουν συνήθως στη χώρα καταγωγής τους (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προπαρατεθείσα απόφαση αράσχη, σκέψη 24).
39 Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, τα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης εμποδίζουν εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την παράταση της περιόδου αναφοράς, χωρίς ωστόσο να προβλέπει τη δυνατότητα παρατάσεως όταν τα πραγματικά περιστατικά που αντιστοιχούν σε εκείνα βάσει των οποίων καθίσταται δυνατή η παράταση λαμβάνουν χώρα σε άλλο κράτος μέλος (προπαρατεθείσα απόφαση αράσχη, σκέψη 27).
40 Για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλεται να κριθεί άκυρο το άρθρο 9α του κανονισμού 1408/71 στον βαθμό που αποκλείει ρητά τη δυνατότητα συνυπολογισμού, για την παράταση της περιόδου αναφοράς βάσει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους, των περιόδων κατά τις οποίες χορηγήθηκαν παροχές λόγω εργατικού ατυχήματος βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους.
41 Ωστόσο, η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης δεν ασκούν επιρροή για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, στον βαθμό που το εργατικό ατύχημα για το οποίο γίνεται λόγος στη διαφορά της κύριας δίκης επήλθε πριν την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας ΕΟΧ έναντι της Δημοκρατίας της Αυστρίας, οι διατάξεις της Συνθήκης δεν έχουν εφαρμογή ratione temporis στην εν λόγω διαφορά.
42 Η ίδια κυβέρνηση προσθέτει ότι οι μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 94 του κανονισμού 1408/71 δεν περιλαμβάνουν ακριβώς κανέναν κανόνα εξομοιώσεως, παρόμοιο με εκείνον του άρθρου 9α, που να διασφαλίζει την παράταση της περιόδου αναφοράς.
43 Συναφώς, επιβάλλεται να παρατηρηθεί ότι η υπόθεση της κύριας δίκης δεν αφορά τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος για περίοδο προγενέστερη της ενάρξεως ισχύος της Συμφωνίας ΕΟΧ έναντι της Δημοκρατίας της Αυστρίας, αλλά αφορά τη θεμελίωση ενός τέτοιου δικαιώματος με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 1998.
44 _Οπως έκρινε ήδη το Δικαστήριο με την απόφασή του της 30ής Νοεμβρίου 2000, C-195/98, Österreichischer Gewerkschaftsbund (Συλλογή 2000, σ. Ι-10495, σκέψη 55), η πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και περί των προσαρμογών των ιδρυτικών Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ 1994, C 241, σ. 1, και ΕΕ 1995, L 1, σ. 1) δεν περιέχει καμία μεταβατική διάταξη σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 48 της Συνθήκης. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού πρέπει να θεωρηθούν ότι εφαρμόζονταν αμέσως και ήσαν δεσμευτικές έναντι της Δημοκρατίας της Αυστρίας από την ημερομηνία προσχωρήσεώς της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή από την 1η Ιανουαρίου 1995. Έκτοτε τις διατάξεις αυτές μπορούν να επικαλούνται οι διακινούμενοι εργαζόμενοι που είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών και εφαρμόζονται στα παρόντα και μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεων που επήλθαν πριν την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή _Ενωση.
45 Αυτή η γενική διαπίστωση δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το άρθρο 94 του κανονισμού 1408/71 δεν προβλέπει ρητά τη δυνατότητα συνυπολογισμού, για τη θεμελίωση του δικαιώματος παροχής δυνάμει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους, των περιόδων που διανύθηκαν σε άλλο κράτος μέλος πριν την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του κανονισμού αυτού στο έδαφος του πρώτου κράτους και κατά τη διάρκεια των οποίων ορισμένες παροχές, όπως, εν προκειμένω, παροχές λόγω εργατικού ατυχήματος, χορηγήθηκαν στον ασφαλισμένο.
46 Ενόψει των προεκτεθέντων, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι:
- τα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης ΕΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν διάταξη όπως εκείνη του άρθρου 234, παράγραφος 1, σημείο 2, στοιχείο b, του ASVG, σε συνδυασμό προς το άρθρο 236, παράγραφος 3, του ίδιου αυτού νόμου, η οποία λαμβάνει υπόψη, για την παράταση της περιόδου αναφοράς κατά την οποία πρέπει να έχει διανυθεί η περίοδος αναμονής για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, μόνον τις περιόδους κατά τις οποίες ο ασφαλισμένος έλαβε παροχές αναπηρίας βάσει του εθνικού συστήματος ασφαλίσεως έναντι ατυχημάτων, χωρίς να προβλέπει τη δυνατότητα παρατάσεως της εν λόγω περιόδου όταν μια τέτοια παροχή χορηγήθηκε βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους.
- Το άρθρο 9α του κανονισμού 1408/71, το οποίο δεν συμβιβάζεται προς τα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης ΕΚ στον βαθμό που αποκλείει ρητά τη δυνατότητα συνυπολογισμού, για την παράταση της περιόδου αναφοράς βάσει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους, των περιόδων κατά τις οποίες χορηγήθηκαν παροχές λόγω εργατικού ατυχήματος βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους, κρίνεται άκυρο.
Επί των δικαστικών εξόδων
47 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 27ης Ιουνίου 2000 το Oberster Gerichtshof, αποφαίνεται:
1) Η κατάσταση ενός ατόμου, υπηκόου ενός κράτους μέλους το οποίο, πριν την προσχώρηση του κράτους αυτού στην Ευρωπαϊκή _Ενωση, άσκησε μισθωτή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος όπου υπέστη εργατικό ατύχημα και το οποίο, μετά την προσχώρηση του κράτους καταγωγής του, ζητεί από τις αρχές του κράτους αυτού να του χορηγηθεί σύνταξη λόγω ανικανότητας προς εργασία ως συνέπεια του ατυχήματος αυτού εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996.
2) Το άρθρο 94, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97, σε συνδυασμό προς το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39, παράγραφος 2, ΕΚ), πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική διάταξη, όπως εκείνη του άρθρου 235, παράγραφος 3, στοιχείο a, του Allgemeines Sozialversicherungsgesetz, η οποία προβλέπει παρέκκλιση από την απαίτηση για περίοδο αναμονής ως προϋπόθεση θεμελιώσεως του δικαιώματος συντάξεως λόγω ανικανότητας προς εργασία, όταν η ανικανότητα είναι συνέπεια εργατικού ατυχήματος - το οποίο επήλθε, εν προκειμένω, πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού στο οικείο κράτος μέλος - μόνον αν το θύμα, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ήταν υποχρεωτικά ή εκουσίως ασφαλισμένο υπό τη νομοθεσία του κράτους αυτού, αποκλειομένης της νομοθεσίας οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους.
3) Τα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 39, παράγραφος 2, ΕΚ και 42 ΕΚ) πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν διάταξη όπως εκείνη του άρθρου 234, παράγραφος 1, σημείο 2, στοιχείο b, του Allgemeines Sozialversicherungsgesetz, σε συνδυασμό προς το άρθρο 236, παράγραφος 3, του ίδιου αυτού νόμου, η οποία λαμβάνει υπόψη, για την παράταση της περιόδου αναφοράς κατά την οποία πρέπει να έχει διανυθεί η περίοδος αναμονής για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, μόνον τις περιόδους κατά τις οποίες ο ασφαλισμένος έλαβε παροχές αναπηρίας βάσει του εθνικού συστήματος ασφαλίσεως έναντι ατυχημάτων, χωρίς να προβλέπει τη δυνατότητα παρατάσεως της εν λόγω περιόδου όταν μια τέτοια παροχή χορηγήθηκε βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους.
4) Το άρθρο 9α του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/95, το οποίο δεν συμβιβάζεται προς τα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης EK στον βαθμό που αποκλείει ρητά τη δυνατότητα συνυπολογισμού, για την παράταση της περιόδου αναφοράς βάσει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους, των περιόδων κατά τις οποίες χορηγήθηκαν παροχές λόγω εργατικού ατυχήματος βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους, κρίνεται άκυρο.