EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61999CO0208

Διάταξη του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 27ης Νοεμβρίου 2001.
Πορτογαλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
ΕΓΤΠΕ, τμήμα Προσανατολισμού - Απόφαση της Επιτροπής περί καταργήσεως χρηματοδοτικών συνδρομών χορηγηθεισών δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 4256/88 - Προσφυγή περί μερικής ακυρώσεως κατά του ορισμού, κράτους μέλους ως αποδέκτη - Προδήλως απαράδεκτη.
Υπόθεση C-208/99.

Συλλογή της Νομολογίας 2001 I-09183

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2001:638

61999O0208

Διάταξη του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 27ης Νοεμβρίου 2001. - Πορτογαλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - ΕΓΤΠΕ, τμήμα Προσανατολισμού - Απόφαση της Επιτροπής περί καταργήσεως χρηματοδοτικών συνδρομών χορηγηθεισών δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 4256/88 - Προσφυγή περί μερικής ακυρώσεως κατά του ορισμού, κράτους μέλους ως αποδέκτη - Προδήλως απαράδεκτη. - Υπόθεση C-208/99.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-09183


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


ροσφυγή ακυρώσεως - ράξεις δεκτικές προσφυγής - ράξεις παράγουσες έννομα αποτελέσματα - Ορισμός ενός κράτους μέλους, παραλλήλως προς τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, ως αποδέκτη αποφάσεων περί καταργήσεως χρηματοδοτικών συνδρομών του ΕΓΤΕ - ροσφυγή που ασκεί το κράτος αυτό κατά του ορισμού - Απαράδεκτη

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 192 (νυν άρθρο 256 ΕΚ)· άρθρο 230 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 4253/88, άρθρα 23 και 24, και 2082/93]

Περίληψη


$$ρέπει εν προκειμένω να κριθεί προδήλως απαράδεκτη η προφυγή ακυρώσεως την οποία ασκεί κράτος μέλος κατά του ορισμού του, παραλλήλως προς τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, ως αποδέκτη αποφάσεων της Επιτροπής περί καταργήσεως χρηματοδοτικών συνδρομών που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ.

Συγκεκριμένα, για να είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά πράξεως της Επιτροπής, η πράξη αυτή πρέπει να σκοπεί στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, έστω και αν, στην περίπτωση κατά την οποία την εν λόγω προσφυγή ασκεί κράτος μέλος, τα αποτελέσματα αυτά δεν χρειάζεται να αφορούν το ίδιο το προσφεύγον κράτος. Συναφώς, είναι προφανές ότι ο ορισμός του κράτους αυτού με τις εν λόγω αποφάσεις δεν παράγει καμία αυτοτελή έννομη συνέπεια.

ράγματι, αφενός, οι υποχρεώσεις που υπέχει το κράτος αυτό όσον αφορά την ενδεχόμενη αναγκαστική εκτέλεση των επιμάχων αποφάσεων και την περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου απορρέουν άμεσα από το άρθρο 192 της Συνθήκης (νυν άρθρο 256 ΕΚ) και δεν εξαρτώνται από τον ορισμό του κράτους αυτού ως αποδέκτη των αποφάσεων αυτών. Αφετέρου, οι εν λόγω αποφάσεις δεν αφορούν το ζήτημα ενδεχόμενης ευθύνης ή ενδεχομένων υποχρεώσεων του κράτους αυτού βάσει των άρθρων 23 και 24 του κανονισμού 4253/88, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού 2052/88 όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφισταμένων χρηματοδοτικών οργάνων, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2082/93, τα οποία περιέχουν κανόνες που αφορούν τον δημοσιονομικό έλεγχο καθώς και τη μείωση, την αναστολή και την κατάργηση των συνδρομών.

( βλ. σκέψεις 24-28 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-208/99,

ορτογαλική Δημοκρατία, εκπροσωπουμένη από τους L. Fernandes, Â. Cortesãο de Seiça Neves και από την P. Fragãο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από την A. Μ. Alves Vieira και P. Oliver, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο τη μερική ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής C (1999) 543, C (1999) 544 και C (1999) 545, της 4ης Μαρτίου 1999, που καταργούν τις συνδρομές που χορηγήθηκαν στις επιχειρήσεις Belgravia Lda, Floreurop - Produtos Florestais Lda και Ordinal - Gestãο de Investimentos Lda, αντιστοίχως, δυνάμει του τμήματος ροσανατολισμού του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου ροσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από την F. Macken, πρόεδρο τμήματος, την N. Colneric, τους C. Gulmann, J.-P. Puissochet (εισηγητή) και Β. Σκουρή, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano

γραμματέας: R. Grass

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Ιουνίου 1999, η ορτογαλική Δημοκρατία ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, τη μερική ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής C (1999) 543, C (1999) 544 και C (1999) 545, της 4ης Μαρτίου 1999, περί καταργήσεων των συνδρομών που χορηγήθηκαν στις επιχειρήσεις Belgravia Lda, Floreurop - Produtos Florestais Lda και Ordinal - Gestãο de Investimentos Lda, αντιστοίχως, δυνάμει του τμήματος ροσανατολισμού του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου ροσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) (στο εξής: από κοινού, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις)

2 Με την προσφυγή της, η ορτογαλική Δημοκρατία ζητεί την ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων στο μέτρο που την ορίζουν, παράλληλα με τις οικείες επιχειρήσεις, ως αποδέκτρια των εν λόγω αποφάσεων.

Το νομικό πλαίσιο

Το κοινοτικό δίκαιο

3 Το άρθρο 192 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 256 ΕΚ) ορίζει τα εξής:

«Οι αποφάσεις του Συμβουλίου ή της Επιτροπής που επιβάλλουν χρηματική υποχρέωση εις βάρος προσώπων, εκτός των κρατών, είναι τίτλοι εκτελεστοί.

Η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας που ισχύει στο κράτος, στην επικράτεια του οποίου γίνεται. Ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται, μετά έλεγχο της γνησιότητας μόνο του τίτλου, από την εθνική αρχή που ορίζει η κυβέρνηση του κράτους μέλους για τον σκοπό αυτόν και την οποία γνωστοποιεί στην Επιτροπή και στο Δικαστήριο.

Ο ενδιαφερόμενος, κατόπιν αιτήσεως του οποίου ετηρήθησαν οι διατυπώσεις αυτές, δύναται να επισπεύσει την αναγκαστική εκτέλεση κατά το εσωτερικό δίκαιο, απευθυνόμενος απευθείας στην αρμόδια αρχή.

Η αναγκαστική εκτέλεση αναστέλλεται μόνο με απόφαση του Δικαστηρίου. Ο έλεγχος όμως της κανονικότητας των εκτελεστικών μέτρων ανήκει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων.»

4 Οι αποστολές και οι μορφές της παρεμβάσεως του ΕΓΤΕ ορίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2052/88 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για την αποστολή των διαρθρωτικών ταμείων, την αποτελεσματικότητά τους και τον συντονισμό των παρεμβάσεών τους μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των άλλων υφισταμένων χρηματοδοτικών οργάνων (ΕΕ L 185, σ. 9), και με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 4256/88 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, για διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού 2052/88 σχετικά με το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο ροσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ), τμήμα ροσανατολισμού (ΕΕ L 374, σ. 25). Οι κανονισμοί αυτοί τροποποιήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2081/93 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1993 (ΕΕ L 193, σ. 5), και με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2085/93 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1993 (ΕΕ L 193, σ. 44), αντιστοίχως. Οι παρεμβάσεις του τμήματος ροσανατολισμού του ΕΓΤΕ σκοπούν, κυρίως, στην ενίσχυση και αναδιοργάνωση των γεωργικών δομών, καθώς και στην εξασφάλιση της ανασυγκροτήσεως της γεωργικής παραγωγής και στην προώθηση της αναπτύξεως συμπληρωματικών δραστηριοτήτων για τους αγρότες.

5 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού 2052/88 όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφισταμένων χρηματοδοτικών οργάνων (ΕΕ L 374, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2082/93 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1993 (ΕΕ L 193, σ. 20, στο εξής: κανονισμός 4253/88), περιέχει στα άρθρα 23 και 24, τα οποία περιλαμβάνονται στον τίτλο VI σχετικά με τις χρηματοδοτικές διατάξεις, κανόνες που αφορούν τον δημοσιονομικό έλεγχο καθώς και τη μείωση, την αναστολή και την κατάργηση των συνδρομών.

Το εθνικό δίκαιο

6 Ο πορτογαλικός νόμος 104/88, της 31ης Αυγούστου 1988 (Diário da República, 1η σειρά, αριθ. 201, της 31ης Αυγούστου 1988), εκδόθηκε για την εφαρμογή του 192 της Συνθήκης. Ο νόμος αυτός ορίζει τα εξής:

«Άρθρο 1

Στην αρμοδιότητα του Υπουργείου των Εξωτερικών ανήκει ο έλεγχος της γνησιότητας των εγγράφων που προορίζονται για την εκτέλεση στην ορτογαλία αποφάσεων οι οποίες αποτελούν εκτελεστό τίτλο και λαμβάνονται κατ' εφαρμογήν των συνθηκών περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της συμβάσεως περί ορισμένων κοινών οργάνων των κοινοτήτων αυτών και οι οποίες, σύμφωνα με τις συνθήκες, δικαιολογούν αναγκαστική εκτέλεση.

Άρθρο 2

1. Τα έγγραφα των οποίων ελέγχθηκε και αποδείχθηκε η γνησιότητα, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, διαβιβάζονται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στο Tribunal da Relaçãο της περιφέρειας στην οποία έχει την κατοικία του ο εναγόμενος και η περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου ανήκει στην αρμοδιότητα του προέδρου του εν λόγω Δικαστηρίου.

[...]

Άρθρο 3

Οι πράξεις εκτελέσεως διέπονται από τις εφαρμοστέες διατάξεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας και κατά τόπον αρμόδιο για τη διενέργεια των πράξεων αυτών είναι το πρωτοδικείο που ορίζουν οι εν λόγω διατάξεις.»

Το ιστορικό της διαφοράς

7 Με την από 21 Ιουνίου 1993 απόφασή της C (93) 1606, η Επιτροπή χορήγησε συνδρομή δυνάμει του 8 του κανονισμού 4256/88 στην επιχείρηση Ordinal - Gestãο de Investimentos Lda, μεγίστου ύψους 710 160 ECU, ενόψει της επιδοτήσεως ενός «πειραματικού σχεδίου επιδείξεως για την αξιοποίηση τριών μεσογειακών φυτών (μάραθο, βάλσαμο και μαϊνδανός) διά της εξαγωγής αιθερίων ελαίων προοριζομένων για τη βιομηχανία τροφίμων».

8 Με την από 26 Νοεμβρίου 1993 απόφασή της C (93) 3403, η Επιτροπή χορήγησε συνδρομή της ιδίας φύσεως στην επιχείρηση Belgravia Lda, μεγίστου ύψους 972 342 ECU, ενόψει της επιδοτήσεως ενός «σχεδίου επιδείξεως για την εισαγωγή της καλλιέργειας της κράμβης».

9 Με την από 13 Σεπτεμβρίου 1996 απόφασή της C (96) 2211, η Επιτροπή χορήγησε συνδρομή της ιδίας φύσεως στην εταιρία Floreurop - Produtos Florestais Lda, μεγίστου ύψους 748 468 ECU, ενόψει της επιδοτήσεως ενός «σχεδίου επιδείξεως για την επιτάχυνση της διαφοροποιήσεως των καλλιεργειών στη Νήσο Μαδέρα διά της εισαγωγής παραγωγών που προορίζονται για τη φαρμακοβιομηχανία (tea tree oil)».

10 Επ' ευκαιρία επιτοπίων ελέγχων οι οποίοι διενεργήθηκαν από τις 26 Μα_ου έως 5 Ιουνίου 1997 στις τρεις επιχειρήσεις που έλαβαν τις εν λόγω συνδρομές και οι οποίοι κατέληξαν σε προπαρασκευαστική συνεδρίαση με την πορτογαλική γενική επιθεώρηση οικονομικών, οι υπηρεσίες της Επιτροπής εντόπισαν πολλές παρατυπίες.

11 Κατόπιν των ελέγχων αυτών, η Επιτροπή απέστειλε σε εκάστη των τριών οικείων επιχειρήσεων έγγραφο το οποίο συνοδευόταν από σχέδιο αποφάσεως καταργήσεως της χορηγηθείσας συνδρομής και ζήτησε τη διατύπωση παρατηρήσεων. Οι πορτογαλικές αρχές έλαβαν αντίγραφο των εγγράφων αυτών καθώς και σημείωμα στο οποίο γινόταν μνεία της δυνατότητας των εν λόγω αρχών να διατυπώσουν παρατηρήσεις.

12 Καμία από τις οικείες επιχειρήσεις δεν διατύπωσε παρατηρήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

13 Οι πορτογαλικές αρχές, επειδή θεώρησαν ότι κανένα πραγματικό ή νομικό στοιχείο δεν μπορούσε να θεμελιώσει την ευθύνη τους ή υποχρεώσεις εις βάρος τους, δεν έκριναν ούτε αναγκαίο ούτε σκόπιμο να διατυπώσουν παρατηρήσεις. άντως, κατόπιν των ελέγχων των υπηρεσιών της Επιτροπής, διενήργησαν οι ίδιες διαφόρους ελέγχους, ιδίως φορολογικής φύσεως, σε σχέση με τις οικείες επιχειρήσεις.

14 Στις 4 Μαρτίου 1999, βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, η Επιτροπή εξέδωσε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, με τις οποίες κατάργησε τις συνδρομές που είχαν χορηγηθεί προηγουμένως στις τρεις οικείες επιχειρήσεις και ζήτησε την επιστροφή των ήδη καταβληθέντων ποσών. Συγκεκριμένα, ζητήθηκε από τις Belgravia Lda και Ordinal - Gestãο de Investimentos Lda, καθώς και, ενδεχομένως, από τα πρόσωπα που ευθύνονται νομικά για τις οφειλές τους, να επιστρέψουν 680 640 ευρώ και 710 160 ευρώ αντιστοίχως. Δεδομένου ότι δεν είχε πραγματοποιηθεί καμία πληρωμή υπέρ της Floreurop - Produtos Florestais Lda, δεν της ζητήθηκε καμία επιστροφή.

15 Εκτός των οικείων επιχειρήσεων, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ορίζουν την ορτογαλική Δημοκρατία ως αποδέκτρια. Επ' ευκαιρία της κοινοποιήσεως των αποφάσεων αυτών στις πορτογαλικές αρχές, η Επιτροπή ζήτησε από τον ορτογάλο Υπουργό Εξωτερικών, με χωριστό υπόμνημα, την περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου και την αποστολή στην Επιτροπή των αντιτύπων που έφεραν τον εκτελεστήριο τύπο.

Η προσφυγή

16 Με την υπό κρίση προσφυγή, η ορτογαλική Δημοκρατία ζητεί τη μερική ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων, στο μέτρο που την ορίζουν ως αποδέκτρια.

17 Η ορτογαλική Κυβέρνηση προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής. Ισχυρίζεται, αφενός, ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής όσον αφορά τον εν λόγω ορισμό της ως αποδέκτριας, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 253 ΕΚ). Διατείνεται, αφετέρου, ότι συντρέχει παράβαση των άρθρων 23, παράγραφος 1, εδάφιο τρίτο, και 24 του κανονισμού 4253/88, στο μέτρο που ο ορισμός της ως αποδέκτριας αντιφάσκει με την έλλειψη οποιασδήποτε ευθύνης της ορτογαλικής Δημοκρατίας όσον αφορά την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν στα πλαίσια των οικείων συνδρομών, λαμβανομένου κυρίως υπόψη του γεγονότος ότι η πρωτοβουλία και ο έλεγχος των επιδοτήσεων αυτών ανήκουν αποκλειστικά στην Επιτροπή. Η ορτογαλική Κυβέρνηση προσθέτει ότι η υποχρέωση περιαφής του εκτελεστηρίου τύπου στις προσβαλλόμενες αποφάσεις την οποία υπέχει η ορτογαλική Δημοκρατία από το άρθρο 192 της Συνθήκης είναι εντελώς ανεξάρτητη από το γεγονός ότι οι αποφάσεις αυτές την ορίζουν ως αποδέκτρια.

18 Η ορτογαλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, επιπλέον, ότι η ορτογαλική Δημοκρατία δεν υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ και της ιδιότητάς της του προνομιούχου διαδίκου, να αποδείξει ότι έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως και ότι, εν προκειμένω, προσβάλλει πράξεις οι οποίες την όρισαν ρητώς ως αποδέκτρια.

Επί του παραδεκτού της προσφυγής

19 Χωρίς να προβάλλει ρητώς ένσταση κατ' εφαρμογήν του άρθρου 91 του Κανονισμού Διαδικασίας και χωρίς να αμφισβητεί την ιδιότητα της ορτογαλικής Δημοκρατίας ως προνομιούχου διαδίκου, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι έχει έννομο συμφέρον ή δικονομικό συμφέρον και ζητεί, κατά κύριο λόγο, να κριθεί απαράδεκτη η προσφυγή. Κατά την Επιτροπή, για να μπορεί η ορτογαλική Δημοκρατία να ζητήσει παραδεκτώς την ακύρωση του ορισμού της ως αποδέκτριας των προσβαλλομένων αποφάσεων, θα πρέπει οι αποφάσεις αυτές να παράγουν έννομες συνέπειες ως προς την ίδια.

20 Αυτό όμως δεν συμβαίνει όπως εκθέτει η Επιτροπή στην επί της ουσίας επιχειρηματολογία της. Η Επιτροπή εκφράζει συναφώς τη συμφωνία της με την ορτογαλική Κυβέρνηση ως προς το γεγονός ότι για τις επίμαχες επιδοτήσεις και τον έλεγχό τους ευθύνεται αποκλειστικά η Επιτροπή, χωρίς να είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του κράτους μέλους. Δεδομένου ότι η ορτογαλική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι τα άρθρα 23 και 24 του κανονισμού 4253/88 δεν της επιβάλλουν εν προκειμένω καμία υποχρέωση, έπεται ότι δεν υφίσταται κανένα δικονομικό συμφέρον για την άσκηση προσφυγής. Το γεγονός ότι η ορτογαλική Δημοκρατία ορίστηκε ως αποδέκτρια οφείλεται σε πρακτικούς λόγους, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης περιαφής του εκτελεστηρίου τύπου στις προσβαλλόμενες αποφάσεις και ενημερώσεως των πορτογαλικών αρχών για τη συνέχεια που θα δινόταν στην υπόθεση την οποία είχαν ήδη παρακολουθήσει υπό την ιδιότητα του «θεατή». Κατά συνέπεια, ο ορισμός της ορτογαλικής Δημοκρατίας ως αποδέκτριας ουδόλως αντιφάσκει με τα άρθρα 23 και 24 του κανονισμού 4253/88.

21 Σύμφωνα με το άρθρο 92, παράγραφος 1, του Kανονισμού Διαδικασίας, όταν το Δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής ή όταν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη, μπορεί, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα και χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

22 Είναι αληθές ότι το άρθρο 230 ΕΚ κάνει σαφή διάκριση μεταξύ του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής των κοινοτικών οργάνων και των κρατών μελών, αφενός, και των φυσικών και νομικών προσώπων, αφετέρου. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού δίνει, μεταξύ άλλων, σε κάθε κράτος μέλος το δικαίωμα να αμφισβητήσει, με προσφυγή ακυρώσεως, τη νομιμότητα των αποφάσεων της Επιτροπής, η άσκηση δε του δικαιώματος αυτού δεν εξαρτάται από τη δικαιολόγηση εννόμου συμφέροντος (βλ., μεταξύ άλλων, υπό την έννοια αυτή, την απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1988, 131/86, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 905, σκέψη 6).

23 Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δεν χρειάζεται να αποδείξουν ότι η πράξη της Επιτροπής την οποία προσβάλλουν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι αυτών για να είναι παραδεκτή η προσφυγή τους.

24 άντως, για να είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά πράξεως της Επιτροπής, η πράξη αυτή πρέπει να σκοπεί στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 114/86, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 5289, σκέψη 12· της 20ής Μαρτίου 1997, C-57/95, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι-1627, σκέψη 7, και της 6ης Απριλίου 2000, C-443/97, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-2415, σκέψεις 27 και 28), έστω και αν, στην περίπτωση κατά την οποία την εν λόγω προσφυγή ασκεί κράτος μέλος, τα αποτελέσματα αυτά δεν χρειάζεται να αφορούν το ίδιο το προσφεύγον κράτος.

25 Εν προκειμένω, η ορτογαλική Δημοκρατία ζήτησε την ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων μόνον κατά το μέρος που την ορίζουν αποδέκτρια. Είναι όμως προφανές ότι ο ορισμός αυτός δεν παράγει καμία αυτοτελή έννομη συνέπεια.

26 ράγματι, κατ' αρχάς, οι υποχρεώσεις που υπέχει η ορτογαλική Δημοκρατία όσον αφορά την ενδεχόμενη αναγκαστική εκτέλεση των προσβαλλομένων αποφάσεων και την περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου απορρέουν άμεσα από το άρθρο 192 της Συνθήκης και δεν εξαρτώνται από τον ορισμό της ορτογαλικής Δημοκρατίας ως αποδέκτριας των αποφάσεων αυτών. Τονίζεται συναφώς ότι πολλές αποφάσεις της Επιτροπής που συνεπάγονται την επιβολή χρηματικής υποχρεώσεως σε βάρος προσώπων εκτός των κρατών μελών, όπως οι αποφάσεις που επιβάλλουν πρόστιμα βάσει των κανόνων περί ανταγωνισμού, δεν ορίζουν ως αποδέκτη το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένα τα πρόσωπα αυτά. Τονίζεται επίσης ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή ζήτησε εν πάση περιπτώσει από τις πορτογαλικές αρχές, με χωριστό σημείωμα, την περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου και ότι οι αρχές αυτές μπορούσαν κάλλιστα να ενημερωθούν για τις εξελίξεις της υποθέσεως χωρίς η ορτογαλική Δημοκρατία να ορίζεται ρητώς ως αποδέκτρια των προσβαλλομένων αποφάσεων.

27 Άλλωστε, χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί το ζήτημα ενδεχόμενης ευθύνης ή ενδεχομένων υποχρεώσεων της ορτογαλικής Δημοκρατίας βάσει των άρθρων 23 και 24 του κανονισμού 4253/88 στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν αφορούν το ζήτημα αυτό και ότι, αν η Επιτροπή είχε την πρόθεση να διαπιστώσει την ύπαρξη παρόμοιας ευθύνης ή παρομοίων υποχρεώσεων, θα όφειλε να το πράξει με άλλες αποφάσεις που θα όριζαν την ορτογαλική Δημοκρατία ως αποδέκτρια.

28 Επομένως, ο ορισμός, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, της ορτογαλικής Δημοκρατίας ως αποδέκτριας είναι περιττός και δεν παράγει καμία αυτοτελή έννομη συνέπεια. Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να κριθεί προδήλως απαραδέκτη.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

29 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα η ορτογαλική Δημοκρατία, η οποία και ηττήθηκε. άντως, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

30 Εν προκειμένω, η ορτογαλική Δημοκρατία παρακινήθηκε στην άσκηση της παρούσας προσφυγής λόγω του περιττού ορισμού της ως αποδέκτριας των προσβαλλομένων αποφάσεων, γεγονός το οποίο την παραπλάνησε ως προς τη σημασία του εν λόγω ορισμού. Επομένως, κρίνεται ότι κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

διατάσσει:

1) Απορρίπτει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη.

2) Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Επάνω