Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61997CO0341

    Διάταξη του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 13ης Σεπτεμßρίου 2000.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών.
    Προσφυγή λόγω παραßάσεως - Παράλειψη κανονικής οχλήσεως - Προσφυγή απαράδεκτη.
    Υπόθεση C-341/97.

    Συλλογή της Νομολογίας 2000 I-06611

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2000:434

    61997O0341

    Διάταξη του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 13ης Σεπτεμßρίου 2000. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών. - Προσφυγή λόγω παραßάσεως - Παράλειψη κανονικής οχλήσεως - Προσφυγή απαράδεκτη. - Υπόθεση C-341/97.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-06611


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ροσφυγή λόγω παραβάσεως - Διαδικασία πριν από την άσκηση της προσφυγής - _Οχληση - Λεπτομερώς αιτιολογημένη γνώμη κατά την οδηγία 83/189 - αράλειψη κανονικής οχλήσεως - ροσφυγή απαράδεκτη

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 169 (νυν άρθρο 226 ΕΚ)· οδηγία 83/189 του Συμβουλίου, άρθρο 9 § 1]

    Περίληψη


    $$Από τον σκοπό της διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής λόγω παραβάσεως συνάγεται ότι το έγγραφο οχλήσεως αποσκοπεί, αφενός, στο να προσδιορίσει το αντικείμενο της διαφοράς και να παράσχει στο κράτος μέλος που καλείται να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του τα αναγκαία στοιχεία για την προετοιμασία της άμυνάς του και, αφετέρου, στο να του παράσχει τη δυνατότητα να συμμορφωθεί προτού επιληφθεί της υποθέσεως το Δικαστήριο. Εξάλλου, η έκδοση εγγράφου οχλήσεως προϋποθέτει ότι στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προσάπτεται προϋπάρχουσα παράβαση υποχρεώσεως την οποία υπέχει το κράτος αυτό.

    Όμως, κατά τον χρόνο της εκδόσεως της λεπτομερώς αιτιολογημένης γνώμης δυνάμει της οδηγίας 83/189, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών, το κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται η γνώμη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει διαπράξει παράβαση του κοινοτικού δικαίου, καθόσον η πράξη βρίσκεται μόνο στη φάση του σχεδίου. Η αντίθετη άποψη θα είχε ως συνέπεια να συνιστά η λεπτομερώς αιτιολογημένη γνώμη όχληση υπό αίρεση, η ύπαρξη της οποίας θα εξηρτάτο από τη συνέχεια την οποία επιφυλάσσει στη γνώμη αυτή το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Οι επιταγές της ασφάλειας δικαίου, οι οποίες είναι συμφυείς κάθε διαδικασίας που μπορεί να καταλήξει σε ένδικη διαφορά, δεν επιτρέπουν μια τέτοια αβεβαιότητα.

    Συνεπώς, εφόσον μια τέτοια λεπτομερώς αιτιολογημένη γνώμη δεν αποτελεί όχληση ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν, άρθρου 226 ΕΚ), πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προσφυγή λόγω παραβάσεως την οποία άσκησε η Επιτροπή.

    ( βλ. σκέψεις 17-21 )

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-341/97,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον H. van Vliet, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gómez de la Cruz, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    προσφεύγουσα,

    υποστηριζόμενη από τη

    Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την K. Rispal-Bellanger, υποδιευθύντρια στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την ρεσβεία της Γαλλίας, 8 B, boulevard Joseph ΙΙ,

    παρεμβαίνουσα,

    κατά

    Βασιλείου των Κάτω Χωρών, εκπροσωπουμένου από τον Μ. A. Fierstra, διευθυντή της υπηρεσίας ευρωπαϊκού δικαίου του Υπουργείου Εξωτερικών, Bezuidenhoutseweg, 67, Χάγη,

    καθού,

    που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, θεσπίζοντας, στις 16 Δεκεμβρίου 1992, τη Verordening voorkoming introductie van uitheemse toxische dinoflagellaten (κανονιστική ρύθμιση για την πρόληψη της εισαγωγής τοξικών εξωτικών δινομαστιγοφόρων), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους L. Sevón, πρόεδρο του πρώτου τμήματος, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, P. J. G. Kapteyn, P. Jann, H. Ragnemalm και Μ. Wathelet (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Γ. Κοσμάς

    γραμματέας: αρχικά, L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως, και, στη συνέχεια, R. Grass, Γραμματέας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 2ας Δεκεμβρίου 1999,

    έχοντας υπόψη τη διάταξη της 16ης Δεκεμβρίου 1999 περί επαναλήψεως των συζητήσεων, με την οποία διατάχθηκε η προσκόμιση νέων εγγράφων και κλήθηκαν οι διάδικοι να διατυπώσουν την άποψή τους επί του παραδεκτού της προσφυγής,

    λαμβάνοντας υπόψη τα προσκομισθέντα νέα έγγραφα και τις απόψεις των διαδίκων ως προς το παραδεκτό της προσφυγής,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Σεπτεμβρίου 1997, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ), προσφυγή με αίτημα να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, θεσπίζοντας, στις 16 Δεκεμβρίου 1992, τη Verordening voorkoming introductie van uitheemse toxische dinoflagellaten (κανονιστική ρύθμιση για την πρόληψη της εισαγωγής τοξικών εξωτικών δινομαστιγοφόρων, στο εξής: επίδικη κανονιστική ρύθμιση), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ).

    2 Με διάταξη του ροέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 1998, επιτράπηκε στη Γαλλική Δημοκρατία να παρέμβει υπέρ των αιτημάτων της Επιτροπής. Η Γαλλική Δημοκρατία δεν κατέθεσε, ωστόσο, προτάσεις.

    3 Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη στις 2 Δεκεμβρίου 1999, η Ολλανδική Κυβέρνηση αμφισβήτησε, για πρώτη φορά, το παραδεκτό της προσφυγής στο σύνολό της, για τον λόγο ότι δεν της είχε δοθεί η δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επί της επίδικης κανονιστικής ρυθμίσεως προτού της αποσταλεί, στις 20 Οκτωβρίου 1994, αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με την εν λόγω ρύθμιση, καθόσον οι μόνες οχλήσεις που είχε λάβει αφορούσαν αποκλειστικά προγενέστερες ρυθμίσεις.

    4 Με διάταξη της 16ης Δεκεμβρίου 1999, το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 60 του Κανονισμού Διαδικασίας και για να μπορέσει να αποφανθεί επί του παραδεκτού της προσφυγής λόγω παραβάσεως, αποφάσισε την επανάληψη της συζητήσεως και κάλεσε τους διαδίκους να προσκομίσουν ορισμένες επιστολές που είχαν ανταλλάξει καθώς και να καταθέσουν γραπτές παρατηρήσεις επί του προβαλλομένου απαραδέκτου της προσφυγής.

    Η διεξαγωγή της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας

    5 Από τη δικογραφία, όπως αυτή συμπληρώθηκε από τους διαδίκους κατόπιν της διατάξεως περί επαναλήψεως της συζητήσεως, προκύπτει ότι την 1η Αυγούστου 1991 η Επιτροπή απηύθυνε στην Ολλανδική Κυβέρνηση μια πρώτη όχληση σχετικά με το ασυμβίβαστο δύο ολλανδικών ρυθμίσεων, του Importregeling levende oesters 1988 (καθεστώτος εισαγωγής ζώντων στρειδιών για το 1988) και του Importregeling verse mosselen 1988 ΙΙ (καθεστώτος εισαγωγής νωπών μυδιών για το 1988 ΙΙ), με το κοινοτικό δίκαιο. Με την από 7 Νοεμβρίου 1991 απάντησή τους, οι ολλανδικές αρχές ανέφεραν ότι οι κανονιστικές αυτές ρυθμίσεις είχαν καταργηθεί και αντικατασταθεί από την Besluit behandeling tweekleppige weekdieren afkomstig uit vreemde wateren της 25ης Φεβρουαρίου 1991 (υπουργικής αποφάσεως περί της επεξεργασίας των διθύρων μαλακίων που προέρχονται από ξένα ύδατα, στο εξής: υπουργική απόφαση του 1991). Η Επιτροπή, στις 18 Μα_ου 1993, απηύθυνε νέα όχληση στην Ολλανδική Κυβέρνηση, με την οποία υποστήριζε ότι και η απόφαση αυτή αντέβαινε στο άρθρο 30 της Συνθήκης.

    6 Εν τω μεταξύ, οι ολλανδικές αρχές τροποποίησαν και πάλι τη σχετική ρύθμιση. Συγκεκριμένα, στις 16 Δεκεμβρίου 1992, η διεύθυνση του Produktschap voor Vis en Visprodukten (Produktschap για τους ιχθείς και τα προϊόντα αλιείας, στο εξής: Produktschap) εξέδωσε την επίδικη κανονιστική ρύθμιση, η οποία αποσκοπεί στην πρόληψη της εισαγωγής στα ολλανδικά ύδατα τοξικών εξωτικών δινομαστιγοφόρων. Αυτήν ακριβώς την κανονιστική ρύθμιση, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1993, αφορά η υπό κρίση προσφυγή λόγω παραβάσεως.

    7 Στο πλαίσιο της οδηγίας 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (ΕΕ L 109, σ. 8), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 88/182/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1988 (ΕΕ L 81, σ. 75, στο εξής: οδηγία 83/189), απεστάλη στην Επιτροπή, στις 6 Μα_ου 1992, το κείμενο της ευρισκομένης τότε στο στάδιο του σχεδίου επίδικης ρυθμίσεως.

    8 Η οδηγία 83/189 προβλέπει μια διαδικασία πληροφορήσεως η οποία επιβάλλει στα κράτη μέλη να ανακοινώνουν κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα στην Επιτροπή, η οποία γνωστοποιεί αμέσως το σχέδιο στα άλλα κράτη μέλη (άρθρο 8, παράγραφος 1). Μετά την ανακοίνωση του σχεδίου από το κράτος μέλος, η Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη μπορούν να του απευθύνουν συναφώς παρατηρήσεις τις οποίες αυτό οφείλει αργότερα να λάβει στο μέτρο του δυνατού υπόψη του, κατά την τελική διατύπωση του τεχνικού κανόνα (άρθρο 8, παράγραφος 2). Σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/189, το κράτος μέλος αναβάλλει, κατά έξι μήνες από την ημερομηνία της ανακοινώσεως, την έγκριση του σχεδίου τεχνικού κανόνα αν η Επιτροπή ή άλλο κράτος μέλος διατυπώσουν, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία αυτή, λεπτομερώς αιτιολογημένη γνώμη υποστηρίζουσα ότι το σχεδιαζόμενο μέτρο πρέπει να τροποποιηθεί για να εξαλειφθούν ή να περιοριστούν τα εμπόδια που θα μπορούσε ενδεχομένως να δημιουργήσει στην ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών.

    9 Με λεπτομερώς αιτιολογημένη γνώμη της 6ης Αυγούστου 1992, η Επιτροπή υποστήριξε, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/189, ότι η επίδικη κανονιστική ρύθμιση, που βρισκόταν ακόμα στο στάδιο του σχεδίου, δεν θα ήταν σύμφωνη με το άρθρο 30 της Συνθήκης αν εγκρινόταν χωρίς να ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις της. Με το έγγραφό της, η Επιτροπή επέστησε την προσοχή της Ολλανδικής Κυβερνήσεως στο ότι, στην περίπτωση που το εν λόγω σχέδιο τεχνικού κανόνα θα εγκρινόταν χωρίς να ληφθούν υπόψη οι αντιρρήσεις της, θα θεωρούσε τη λεπτομερώς αιτιολογημένη γνώμη ως όχληση υπό την έννοια του άρθρου 169 της Συνθήκης και θα εξομοίωνε την κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/189 απάντηση της Ολλανδικής Κυβερνήσεως προς τις παρατηρήσεις που προβλέπονται από την ως άνω διάταξη της Συνθήκης.

    10 Στις 17 Μα_ου 1993, το ολλανδικό Υπουργείο Γεωργίας απέστειλε στην Επιτροπή το οριστικό κείμενο της επίδικης ρυθμίσεως, το οποίο είχε εγκριθεί χωρίς την παραμικρή τροποποίηση σε σχέση προς το σχέδιο που είχε ανακοινωθεί στην Επιτροπή.

    11 Με επιστολή της 13ης Ιουλίου 1993, ο μόνιμος αντιπρόσωπος των Κάτω Χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αφενός, πληροφόρησε την Επιτροπή ότι, την 1η Ιανουαρίου 1993, ο Produktschap είχε ανακαλέσει την απόφαση του 1991 και υποστήριξε ότι η όχληση της 18ης Μα_ου 1993 είχε καταστεί, συνεπώς, άνευ αντικειμένου.

    12 Αφετέρου, όσον αφορά την επίδικη κανονιστική ρύθμιση, ο μόνιμος αντιπρόσωπος των Κάτω Χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση υποστήριξε ότι, στο πλαίσιο των κοινοποιήσεων που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με την οδηγία 83/189, κατόπιν της λεπτομερώς αιτιολογημένης γνώμης της Επιτροπής της 6ης Αυγούστου 1992, πραγματοποιήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1992 συνάντηση μεταξύ των ολλανδικών αρχών και εκπροσώπων της ΓΔ VI και της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής. Με την ευκαιρία αυτή, η Επιτροπή ανέφερε ότι, μετά από προσεκτικότερη εξέταση, δεν θεωρούσε τις διατάξεις της επίδικης κανονιστικής ρυθμίσεως δυσανάλογες από πλευράς του άρθρου 36 της Συνθήκης. Η Επιτροπή αναικοίνωσε ότι δεν έβλεπε πλέον εμπόδιο ώστε το σχέδιο κανονιστικής ρυθμίσεως, όπως της είχε ανακοινωθεί, να καταστεί πλήρως ισχύων κανονισμός.

    13 Στις 20 Οκτωβρίου 1994, η Επιτροπή απηύθυνε στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία διαπίστωνε ότι η επίδικη κανονιστική ρύθμιση είχε εγκριθεί χωρίς να έχουν ληφθεί υπόψη οι αντιρρήσεις που είχε διατυπώσει με τη λεπτομερώς αιτιολογημένη γνώμη της 6ης Αυγούστου 1992. Όσον αφορά τη συνάντηση της 24ης Νοεμβρίου 1992, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής δεν είχαν, εξ όσων γνώριζε, αναγνωρίσει το βάσιμο της επίδικης ρυθμίσεως από πλευράς των άρθρων 30 έως 36 της Συνθήκης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, καίτοι λυπόταν για την τυχόν παρεξήγηση εκ μέρους των ολλανδικών αρχών, ήταν υποχρεωμένη να εμμείνει στην άποψη που είχε διατυπώσει με την εν λόγω λεπτομερώς αιτιολογημένη γνώμη.

    Η θέση των διαδίκων επί του παραδεκτού της προσφυγής

    14 Οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το κατά πόσον η λεπτομερώς αιτιολογημένη γνώμη της 6ης Αυγούστου 1992, την οποία η Επιτροπή εξέδωσε δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/189, συνιστά κανονική όχληση υπό την έννοια του άρθρου 169 της Συνθήκης.

    15 Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, η λεπτομερώς αιτιολογημένη γνώμη κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/189 δεν μπορεί να χαρακτηριστεί όχληση ανταποκρινόμενη στις επιταγές του άρθρου 169 της Συνθήκης, καθόσον δεν αφορά παρά σχέδιο κανονιστικής ρυθμίσεως και δεν εκδίδεται ενόψει μιας καταστάσεως στο πλαίσιο της οποίας το κράτος μέλος έχει ήδη παραβεί μία από τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη.

    16 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι κανένα στοιχείο του άρθρου 169 δεν εμποδίζει να αποτελέσει όχληση η προβλεπόμενη στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/189 λεπτομερώς αιτιολογημένη γνώμη. Καμία διάταξη δεν προβλέπει συγκεκριμένο τύπο για την όχληση κατά το άρθρο 169 της Συνθήκης. Το τελευταίο αυτό άρθρο προβλέπει απλώς ότι στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του, πράγμα το οποίο και έγινε με το έγγραφο της 6ης Αυγούστου 1992. ράγματι, το έγγραφο αυτό καθόριζε το αντικείμενο της διαφοράς και επεσήμαινε στις ολλανδικές αρχές τα στοιχεία που τους ήταν απαραίτητα προκειμένου να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους και να προετοιμάσουν την άμυνά τους.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    17 Από τον σκοπό της διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής λόγω παραβάσεως συνάγεται ότι το έγγραφο οχλήσεως αποσκοπεί, αφενός, στο να προσδιορίσει το αντικείμενο της διαφοράς και να παράσχει στο κράτος μέλος που καλείται να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του τα αναγκαία στοιχεία για την προετοιμασία της άμυνάς του (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1996, C-289/94, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1996, σ. Ι-4405, σκέψη 15) και, αφετέρου, στο να του παράσχει τη δυνατότητα να συμμορφωθεί προτού επιληφθεί της υποθέσεως το Δικαστήριο (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1999, C-365/97, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1999, σ. Ι-7773, σκέψεις 23 και 24).

    18 Εξάλλου, η έκδοση εγγράφου οχλήσεως προϋποθέτει ότι στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προσάπτεται προϋπάρχουσα παράβαση υποχρεώσεως την οποία υπέχει το κράτος αυτό.

    19 Όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά τον χρόνο της εκδόσεως της λεπτομερώς αιτιολογημένης γνώμης δυνάμει της οδηγίας 83/189, το κράτος μέλος στο οποίο απευθυνόταν η γνώμη αυτή δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε διαπράξει παράβαση του κοινοτικού δικαίου, καθόσον η πράξη βρισκόταν μόνο στη φάση του σχεδίου.

    20 Η αντίθετη άποψη θα είχε ως συνέπεια να συνιστά η λεπτομερώς αιτιολογημένη γνώμη όχληση υπό αίρεση, η ύπαρξη της οποίας θα εξηρτάτο από τη συνέχεια την οποία επιφυλάσσει στη γνώμη αυτή το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Οι επιταγές της ασφάλειας δικαίου, οι οποίες είναι συμφυείς κάθε διαδικασίας που μπορεί να καταλήξει σε ένδικη διαφορά, δεν επιτρέπουν μια τέτοια αβεβαιότητα.

    21 Ενόψει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 92, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προσφυγή λόγω παραβάσεως την οποία άσκησε η Επιτροπή, λόγω ελλείψεως οχλήσεως ανταποκρινομένης στις απαιτήσεις του άρθρου 169.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    22 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ζήτησε να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, η δε Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει η Επιτροπή να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Η Γαλλική Δημοκρατία θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της κατ' εφαρμογήν του άρθρου 69, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

    διατάσσει:

    1) Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

    2) Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

    3) Η Γαλλική Δημοκρατία θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

    Επάνω