Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61997CC0244

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Fennelly της 17ης Σεπτεμβρίου 1998.
Rijksdienst voor Pensioenen κατά Gerdina Lustig.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hof van cassatie - Βέλγιο.
Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 - Παροχές γήρατος - Άρθρα 45 και 49 - Υπολογισμός των παροχών όταν ο ενδιαφερόμενος δεν πληροί συγχρόνως τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από όλες τις νομοθεσίες υπό τις οποίες συμπληρώθηκαν οι περίοδοι ασφαλίσεως ή κατοικίας.
Υπόθεση C-244/97.

Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-08701

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1998:419

61997C0244

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Fennelly της 17ης Σεπτεμβρίου 1998. - Rijksdienst voor Pensioenen κατά Gerdina Lustig. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hof van cassatie - Βέλγιο. - Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 - Παροχές γήρατος - Άρθρα 45 και 49 - Υπολογισμός των παροχών όταν ο ενδιαφερόμενος δεν πληροί συγχρόνως τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από όλες τις νομοθεσίες υπό τις οποίες συμπληρώθηκαν οι περίοδοι ασφαλίσεως ή κατοικίας. - Υπόθεση C-244/97.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-08701


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1 Η παρούσα υπόθεση κοινωνικής ασφαλίσεως θέτει δύο ιδιαίτερα ζητήματα. Πρώτον, αφορά τις συνέπειες που οι περίοδοι απασχολήσεως που συμπληρώθηκαν σε ένα κράτος μέλος έχουν επί του δικαιώματος του συνταξιούχου να λάβει εγγυημένη κατώτατη σύνταξη σε άλλο κράτος μέλος, το οποίο δικαίωμα η νομοθεσία του άλλου κράτους μέλους εξαρτά από την προϋπόθεση να έχει διανυθεί «πλήρης σταδιοδρομία» στο κράτος αυτό. Δεύτερον, θέτει ζήτημα ερμηνείας μιας διορθωτικής τροποποιήσεως, με περιορισμένη αναδρομική ισχύ, των κοινοτικών κανόνων κοινωνικής ασφαλίσεως.

Ι - Το πραγματικό και νομικό πλαίσιο της κύριας δίκης

2 Σύμφωνα με τη βελγική νομοθεσία, οι συντάξεις γήρατος χορηγούνται κατά κανόνα βάσει των αποδοχών που ο εξελθών στη σύνταξη ελάμβανε όταν εργαζόταν. Ωστόσο, για να αποφευχθεί η χορήγηση χαμηλότατων συντάξεων στους εξελθόντες στη σύνταξη που εργάστηκαν με χαμηλούς μισθούς, η βελγική νομοθεσία προβλέπει ένα εγγυημένο από το δημόσιο κατώτατο ποσοστό της συντάξεως γήρατος των μισθωτών που εξέρχονται στη σύνταξη μετά πλήρη σταδιοδρομία (1). Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, η πλήρης σταδιοδρομία ανερχόταν, για τις γυναίκες, σε 40 χρόνια απασχολήσεως στο Βέλγιο. Τα πρόσωπα που έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον τα δύο τρίτα της πλήρους σταδιοδρομίας στο Βέλγιο δικαιούνται να λάβουν το αντίστοιχο κλάσμα του ποσοστού της κατώτατης συντάξεως γήρατος, ίσο με το κλάσμα που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της συντάξεως στο πλαίσιο του συνήθους συνταξιοδοτικού συστήματος των μισθωτών (2).

3 Η Gerdima Lustig (στο εξής: προσφεύγουσα) γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1929. Εργάστηκε στις Κάτω Ξώρες από το 1946 μέχρι το 1968 και στο Βέλγιο από το 1970 μέχρι το 1988. Αν οι εν λόγω περίοδοι απασχολήσεως είχαν συμπληρωθεί μόνο στο Βέλγιο, θα συνιστούσαν πλήρη σταδιοδρομία για την εφαρμογή των νόμων του 1980 και 1981. Όταν η προσφεύγουσα έγινε 60 ετών, το Rijksdienst voor Pensioenen (ο εθνικός συνταξιοδοτικός φορέας, στο εξής: καθού) της χορήγησε, από την 1η Φεβρουαρίου 1989, βελγική σύνταξη γήρατος 106 834 βελγικών φράγκων (BFR), στο πλαίσιο του συνήθους συστήματος των μισθωτών, βασισμένη στα 19 έτη απασχολήσεώς της στο Βέλγιο. Το ποσό που χορηγήθηκε ήταν τα 19/40 του ποσού που θα εχορηγείτο σ' αυτήν στο πλαίσιο του συνήθους συνταξιοδοτικού συστήματος με βάση 40 έτη ανάλογης απασχολήσεως στο Βέλγιο και δεν ελήφθη υπόψη το εγγυημένο κατώτατο ποσοστό της συντάξεως γήρατος.

4 Η προσφεύγουσα, πριν γίνει 65 ετών, δεν είχε δικαίωμα να λάβει σύνταξη γήρατος στο πλαίσιο του ολλανδικού συστήματος. Από την 1η Ιανουαρίου 1994, λαμβάνει ολλανδική σύνταξη γήρατος ανάλογη με την περίοδο της εκεί απασχολήσεώς της. Από την ίδια ημερομηνία, το καθού εφαρμόζει τις σχετικές με τον συνυπολογισμό των περιόδων ασφαλίσεως διατάξεις του κεφαλαίου 3 του τίτλου ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (3). Έτσι, λαμβάνει υπόψη τις περιόδους απασχολήσεως της προσφεύγουσας στις Κάτω Ξώρες, οι οποίες της έδωσαν τη δυνατότητα να εκπληρώσει την προϋπόθεση πλήρους σταδιοδρομίας και να λάβει, έστω και μόνο για το μέλλον, βελγική σύνταξη που ανακαθορίστηκε σε 142 046 BFR, ποσό που αντιστοιχεί στα 19/40 του εγγυημένου από το δημόσιο κατώτατου ποσού της συντάξεως γήρατος.

5 Η προσφεύγουσα ζήτησε από το καθού να της καταβάλει, για την περίοδο από το 1989 μέχρι το 1994, σύνταξη όπου λαμβάνεται υπόψη η περίοδος απασχολήσεώς της στις Κάτω Ξώρες, έτσι ώστε να φθάσει η προσφεύγουσα το όριο για τη χορήγηση συντάξεως με το εγγυημένο κατώτατο ποσοστό. Πρωτοδίκως, ενώπιον του Arbeidsrechtbank te Antwerpen, και στον δεύτερο βαθμό, ενώπιον του Arbeidshof te Antwerpen, δικαιώθηκε, αλλά με διαφορετική αιτιολογία. Το καθού υπέβαλε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Hof van Cassatie van Belgiλ (στο εξής: εθνικό δικαστήριο). Το καθού ισχυρίστηκε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ότι, κατά την εν λόγω περίοδο, η προσφεύγουσα είχε δικαίωμα να λάβει μόνον την προβλεπόμενη από τη βελγική νομοθεσία σύνταξη, η οποία βασιζόταν στα 19 έτη απασχολήσεώς της στο Βέλγιο, χωρίς να μπορεί να γίνει επίκληση των διατάξεων του κανονισμού 1408/71. Ειδικότερα, προέβαλε, σύμφωνα με το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, του κανονισμού αυτού, ότι βάσει του κοινοτικού δικαίου δεν είχε υποχρέωση να λάβει υπόψη τις περιόδους ασφαλίσεως στο πλαίσιο του ολλανδικού συστήματος προκειμένου να υπολογίσει το ποσό της βελγικής συντάξεως γήρατος για τις περιόδους αυτές, καθόσον η προσφεύγουσα δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις (περιλαμβανομένης της σχετικής με την ηλικία) για τη χορήγηση ολλανδικής συντάξεως.

6 Το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε το ακόλουθο ερώτημα στο Δικαστήριο για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 177 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϋκής Κοινότητας (στο εξής: Συνθήκη):

«Πρέπει το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, σε συνδυασμό με το άρθρο 45 του κανονισμού αυτού, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στις αρμόδιες εθνικές αρχές, αν ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις μιας μόνο νομοθεσίας για την καταβολή έστω και μειωμένης συντάξεως γήρατος χωρίς να χρειάζεται να επικαλεστεί τις περιόδους ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν υπό άλλη νομοθεσία της οποίας δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την απόκτηση δικαιώματος λήψεως συντάξεως γήρατος, να λάβουν παρά ταύτα υπόψη τις περιόδους που συμπληρώθηκαν υπό την άλλη αυτή νομοθεσία, όταν έτσι μπορεί να χορηγηθεί υψηλότερη σύνταξη γήρατος μέχρις ότου πληρωθούν και οι αναγκαίες προϋποθέσεις της άλλης αυτής νομοθεσίας;»

ΙΙ - Οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου

7 Το άρθρο 45 του κανονισμού 1408/71 διατυπώνει την αρχή του συνυπολογισμού, για την απόκτηση δικαιώματος συντάξεως γήρατος, των περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας που συμπληρώθηκαν σε διαφορετικά κράτη μέλη. Όταν αποφασίζει αν θα χορηγήσει σύνταξη γήρατος, η αρμόδια εθνική αρχή λαμβάνει υπόψη τις περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας σε άλλα κράτη μέλη ως εάν είχαν συμπληρωθεί υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει. Το άρθρο 46 του κανονισμού 1408/71 εκθέτει τη μέθοδο με την οποία υπολογίζεται το ποσό της συντάξεως γήρατος, ακόμη και στις περιπτώσεις που ο εξελθών στη σύνταξη έχει συνταξιοδοτικά δικαιώματα μόνο βάσει της εθνικής νομοθεσίας χωρίς να μπορεί να γίνει επίκληση των περιλαμβανομένων στο άρθρο 45 διατάξεων περί συνυπολογισμού. Η αρμόδια αρχή υπολογίζει πρώτα το «αυτοτελές ποσό» - το ποσό που πρέπει να καταβληθεί στον συνταξιούχο μόνο βάσει της εθνικής νομοθεσίας (4). Στη συνέχεια, υπολογίζει το «πραγματικό» ή «αναλογικά επιμερισμένο ποσό». Το αναλογικά επιμερισμένο ή πραγματικό ποσό προκύπτει από το «θεωρητικό ποσό» της συντάξεως το οποίο θα εχορηγείτο αν όλες οι περίοδοι ασφαλίσεως ή κατοικίας του συνταξιούχου είχαν συμπληρωθεί στο σχετικό κράτος μέλος: το πραγματικό ποσό της παροχής είναι τόσες φορές μικρότερο από το θεωρητικό ποσό της παροχής όσες φορές η περίοδος ασφαλίσεως ή κατοικίας που πράγματι συμπληρώθηκε στο σχετικό κράτος μέλος είναι μικρότερη από τη συνολική περίοδο ασφαλίσεως ή κατοικίας (5). Τέλος, η αρμόδια αρχή συγκρίνει το αυτοτελές ποσό με το πραγματικό ποσό και χορηγεί το υψηλότερο (6).

8 Το άρθρο 49 του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 2001/83 (7), έχει ως εξής:

«1. Αν ο ενδιαφερόμενος δεν συγκεντρώνει σε δεδομένη στιγμή τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την πληρωμή των παροχών από όλες τις νομοθεσίες των κρατών μελών, στις οποίες είχε υπαχθεί, αφού ληφθούν υπόψη - εφόσον είναι αναγκαίο - οι διατάξεις του άρθρου 45, αλλά πληροί μόνον τις προϋποθέσεις μιας ή περισσοτέρων από αυτές, έχουν εφαρμογή οι ακόλουθες διατάξεις:

α) καθένας από τους αρμόδιους φορείς, κατά τη νομοθεσία του οποίου πληρούνται οι προϋποθέσεις, υπολογίζει το ποσό της οφειλόμενης παροχής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 46·

β) ωστόσο:

i) αν ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις δύο τουλάχιστον νομοθεσιών, χωρίς να παρίσταται ανάγκη προσφυγής σε περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό νομοθεσίες οι προϋποθέσεις των οποίων δεν πληρούνται, οι περίοδοι αυτές δεν λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 46, παράγραφος 2,

ii) αν ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις μιας μόνης νομοθεσίας, χωρίς να παρίσταται ανάγκη προσφυγής σε περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό νομοθεσίες οι προϋποθέσεις των οποίων δεν πληρούνται, το ποσό της οφειλόμενης παροχής υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της μόνης νομοθεσίας της οποίας πληρούνται οι προϋποθέσεις, και αφού ληφθούν υπόψη μόνον οι περίοδοι που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία αυτή.

2. Η παροχή ή οι παροχές που έχουν χορηγηθεί, στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, βάσει μιας ή περισσοτέρων από τις ενδιαφερόμενες νομοθεσίες, υπόκεινται αυτεπαγγέλτως σε νέο υπολογισμό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 46, αφ' ης στιγμής πληρωθούν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από μία ή περισσότερες από τις υπόλοιπες νομοθεσίες, στις οποίες είχε υπαχθεί ο ενδιαφερόμενος, αφού ληφθούν υπόψη ενδεχομένως οι διατάξεις του άρθρου 45.»

Η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1248/92 (8), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 1992, αλλά η τροποποίηση αυτή δεν έχει σχέση με την παρούσα υπόθεση (9). Τροποποιήθηκε περαιτέρω με τον κανονισμό 3096/95 (10), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ επίσης την 1η Ιουνίου 1992. Η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του τελευταίου κανονισμού έχει ως εξής:

«εκτιμώντας ότι το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, επιτρέπει να εκκαθαρίζεται μια παροχή, συνυπολογιζομένων μόνο των περιόδων που συμπληρώθηκαν υπό τις νομοθεσίες δυνάμει των οποίων ανοίχθηκαν δικαιώματα, άπαξ και οι περίοδοι αυτές επαρκούν προς υπολογισμό των παροχών βάσει των νομοθεσιών των οποίων οι προϋποθέσεις έχουν πληρωθεί· ότι, ωστόσο, ο συνυπολογισμός των περιόδων που συμπληρώθηκαν υπό το καθεστώς νομοθεσιών, των οποίων οι προϋποθέσεις ανοίγματος δικαιωμάτων δεν πληρούνται, μπορεί ενίοτε να δίνει, δυνάμει των νομοθεσιών των οποίων οι προϋποθέσεις πληρούνται, υψηλότερες παροχές · ότι σκόπιμο θα ήταν, συνεπώς, να συμπληρωθεί το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ σημεία i και ii, για να συνοπολογισθούν και οι περίοδοι αυτές, άπαξ και δίνουν στον ενδιαφερόμενο παροχές υψηλότερες».

Το άρθρο 49, παράγραφος 1, όπως τροποποιήθηκε, έχει ως εξής, κατά το μέρος που αφορά την παρούσα υπόθεση:

«Eάν ο ενδιαφερόμενος δεν συγκεντρώνει, σε δεδομένη στιγμή, αφού ληφθεί, ενδεχομένως, υπόψη το άρθρο 45 ή/και το άρθρο 40, παράγραφος 3, τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την πληρωμή των παροχών από όλες τις νομοθεσίες των κρατών μελών στις οποίες είχε υπαχθεί, αλλά πληροί μόνον τις προϋποθέσεις μιας ή περισσοτέρων από αυτές, ισχύουν τα ακόλουθα:

α) καθένας από τους αρμόδιους φορείς, κατά τη νομοθεσία του οποίου πληρούνται οι προϋποθέσεις, υπολογίζει το ποσό της οφειλόμενης παροχής σύμφωνα με το άρθρο 46·

β) ωστόσο:

i) αν ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις δύο τουλάχιστον νομοθεσιών, χωρίς να παρίσταται ανάγκη προσφυγής σε περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό νομοθεσίες των οποίων οι προϋποθέσεις δεν πληρούνται, οι εν λόγω περίοδοι δεν λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 46, παράγραφος 2, εκτός εάν ο συνυπολογισμός των εν λόγω περιόδων επιτρέπει τον καθορισμό υψηλότερου ποσού παροχών,

ii) εάν ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις μιας και μόνον νομοθεσίας, χωρίς να χρειασθεί να συνυπολογισθούν οι περίοδοι ασφαλίσεως ή διαμονής που πραγματοποιήθηκαν υπό νομοθεσίες των οποίων οι προϋποθέσεις δεν πληρούνται, το ποσό της οφειλόμενης παροχής υπολογίζεται, κατ' εφαρμογή του άρθρου 46, παράγραφος 1, στοιχείο αα, σημείο i, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας της οποίας πληρούνται οι προϋποθέσεις και λαμβανομένων υπόψη μόνον των περιόδων που πραγματοποιήθηκαν υπό την εν λόγω νομοθεσία, εκτός εάν ο συνυπολογισμός των περιόδων που πραγματοποιήθηκαν υπό άλλες νομοθεσίες των οποίων δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις επιτρέπει τον καθορισμό υψηλότερου ποσού παροχών, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 1, στοιχείο αα, σημείο ii.»

ΙΙΙ - Παρατηρήσεις

9 Γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις υποβλήθηκαν από το καθού και την Επιτροπή. Επί πλέον, το Βασίλειο του Βελγίου κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας υπέβαλε προφορικές παρατηρήσεις.

10 Όλοι οι υποβαλόντες παρατηρήσεις ισχυρίζονται ότι η εγγυημένη από το δημόσιο κατώτατη σύνταξη γήρατος δεν συνιστά χωριστή παροχή, της οποίας οι προϋποθέσεις χορηγήσεως θα διέπονταν από το άρθρο 45 του κανονισμού 1408/71, και ότι, αντιθέτως, το κριτήριο της πλήρους σταδιοδρομίας στο Βέλγιο αποτελεί ένα πρόσθετο μέσο για τον υπολογισμό του ποσού της βελγικής συντάξεως γήρατος, ο οποίος διέπεται μεταξύ άλλων από τα άρθρα 46 και 49 του κανονισμού αυτού. Η προσφεύγουσα δεν χρειάζεται να επικαλεστεί το άρθρο 45 του κανονισμού 1408/71 για να της χορηγηθεί σύνταξη βάσει της βελγικής νομοθεσίας, μολονότι όντως λαμβάνει σύνταξη χαμηλότερη από το αντίστοιχο κλάσμα της εγγυημένης από το δημόσιο κατώτατης συντάξεως γήρατος.

11 Το καθού, το Βέλγιο και το Ηνωμένο Βασίλειο προτείνουν να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο. Ακόμη και αν ο εξελθών στη σύνταξη μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 45 του κανονισμού 1408/71 προκειμένου να πληρωθούν οι προϋποθέσεις ασφαλίσεως ή κατοικίας για τη χορήγηση συντάξεως, το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, του κανονισμού αυτού ορίζει ρητώς ότι, όταν το πρόσωπο αυτό δεν πληροί συγχρόνως τις προϋποθέσεις - όπως, εν προκειμένω, τη σχετική με την ηλικία - που τάσσουν για τη χορήγηση συντάξεως όλα τα συστήματα στα οποία είχε υπαχθεί, το ποσό της συντάξεως υπολογίζεται μόνο με αναφορά στη νομοθεσία της οποίας πληρούνται οι προϋποθέσεις, λαμβανομένων υπόψη μόνον των περιόδων που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία αυτή, δηλαδή, στην παρούσα υπόθεση, των περιόδων απασχολήσεως που συμπληρώθηκαν στο Βέλγιο. Αυτό είναι, ελέχθη, το σαφές γράμμα του άρθρου 49· το να δοθεί στη διάταξη αυτή η διαφορετική ερμηνεία που προτείνει η Επιτροπή θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Συνεπώς, η τροποποίηση που επέφερε ο κανονισμός 3096/95 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι έχει τον χαρακτήρα απλής διευκρινίσεως, ο δε κοινοτικός νομοθέτης δεν είχε τέτοια πρόθεση· επί πλέον, αν η Επιτροπή είχε δίκιο, η τροποποίηση θα ήταν περιττή. Το Ηνωμένο Βασίλειο δίνει επίσης ιδιαίτερη έμφαση στην απόφαση McLachlan, με την οποία, κατά την άποψή του, το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 49 υπό την έννοια ότι απαγορεύει σε κράτος μέλος να λάβει υπόψη, για τον υπολογισμό του ποσού συντάξεως γήρατος, τις περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που συμπληρώθηκαν σε άλλα κράτη μέλη των οποίων δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της συντάξεως αυτής (11).

12 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αρχή «του συνυπολογισμού όλων των περιόδων που λαμβάνονται υπόψη από τις διάφορες εθνικές νομοθεσίες, για την κτήση και τη διατήρηση του δικαιώματος προς λήψη παροχής όπως και για τον υπολογισμό του ύψους αυτών», που διατυπώθηκε στο άρθρο 51 της Συνθήκης και τέθηκε σε εφαρμογή με τα άρθρα 45 και 46 του κανονισμού 1408/71, αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία έχει σκοπό να εξασφαλίσει ότι οι διακινούμενοι εργαζόμενοι δεν θα χάσουν, κατόπιν της ασκήσεως του δικαιώματός τους προς ελεύθερη κυκλοφορία, τα πλεονεκτήματα κοινωνικής ασφαλίσεως που τους εγγυώνται οι νομοθεσίες των κρατών μελών και υπό το πρίσμα της οποίας πρέπει να ερμηνεύονται όλες οι διατάξεις του κανονισμού αυτού (12). Το άρθρο 46 του κανονισμού 1408/71 διατυπώνει μια δεύτερη θεμελιώδη αρχή, την αρχή ότι η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου δεν πρέπει να οδηγεί σε λιγότερο ευνοϋκό αποτέλεσμα από εκείνο που θα είχε η εφαρμογή μόνον του εθνικού δικαίου (13) - εξ ου η σύγκριση του αυτοτελούς ποσού με το πραγματικό ή αναλογικά επιμερισμένο ποσό των παροχών. Το άρθρο 49, ως παρέκκλιση από το άρθρο 46, δεν μπορεί παρά να έχει ως σκοπό τη βελτίωση του αποτελέσματος που έχει ο υπολογισμός σύμφωνα με τη δεύτερη διάταξη, ειδικά για τον λόγο ότι ο εξελθών στη σύνταξη θα λαμβάνει μόνο μερική σύνταξη έως ότου πληρωθούν οι προϋποθέσεις των άλλων συστημάτων στα οποία υπαγόταν. Ο συνυπολογισμός πρέπει να γίνεται κάθε φορά που οδηγεί σε αποτέλεσμα ανάλογο με εκείνο που θα εξασφαλιζόταν για τον εργαζόμενο αν είχε εργαστεί μόνο σε ένα κράτος μέλος. Συνεπώς, το άρθρο 49 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει τον υπολογισμό της παροχής σύμφωνα με το άρθρο 46 όταν τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα τη χορήγηση στον εξελθόντα στη σύνταξη παροχής υψηλότερου ποσού. Επομένως, η γενομένη με τον σκοπό αυτόν τροποποίηση του άρθρου 49 από τον κανονισμό 3096/95 πρέπει να ερμηνευθεί απλώς ως διευκρίνιση του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής δήλωσε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι η τροποποίηση προτάθηκε και εγκρίθηκε με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιουνίου 1992 ως απάντηση σε ό,τι θεωρήθηκε ως εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 49 εκ μέρους τουλάχιστον ενός κράτους μέλους από τότε που με τον κανονισμό 1248/92 έγιναν εκτεταμένες μεταβολές στο κεφάλαιο 3 του τίτλου ΙΙΙ του κανονισμού 1408/71.

IV - Ανάλυση

13 Πρώτ' απ' όλα θα πω ότι συμφωνώ με τους υποβαλόντες παρατηρήσεις ότι το εγγυημένο κατώτατο ποσοστό της συντάξεως γήρατος δεν αποτελεί χωριστή παροχή, η χορήγηση της οποίας θα διεπόταν από το άρθρο 45 και το ποσό της οποίας θα καθοριζόταν, στην παρούσα υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71. Είναι φανερό ότι οι νόμοι του 1980 και 1981 απλώς εισήγαγαν πρόσθετο κανόνα υπολογισμού, δημιουργώντας ένα ευνοϋκό ποσοστό για ορισμένους συνταξιούχους που ελάμβαναν χαμηλότατες συντάξεις γήρατος, το δικαίωμα λήψεως των οποίων καθοριζόταν προηγουμένως με διάφορους κανόνες. Όμως, για τον καθορισμό του αν η αρχή του συνυπολογισμού πρέπει να εφαρμοστεί κατά τον υπολογισμό του ποσού της παροχής που πρέπει να καταβληθεί στην προσφεύγουσα, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η παρούσα υπόθεση αφορά κανόνα ο οποίος διέπει την υπαγωγή σε χωριστή κατηγορία συνταξιούχων, οι οποίοι επωφελούνται της εφαρμογής του εγγυημένου κατώτατου ποσοστού. Συνεπώς, η περίπτωση της προσφεύγουσας έχει κοινά σημεία με την περίπτωση του προσώπου που θα αποκλειόταν εξ υπαρχής από την κατηγορία των δικαιούχων παροχών γήρατος αν δεν λαμβάνονταν υπόψη οι περίοδοι ασφαλίσεως ή κατοικίας του σε άλλα κράτη μέλη. Το άρθρο 45 του κανονισμού 1408/71 παρέχει στον ευρισκόμενο στην εν λόγω κατάσταση τη δυνατότητα να εκπληρώσει τις ελάχιστες προϋποθέσεις που τάσσει ένα εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως για την απόκτηση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, ενώ οι περιεχόμενοι στο άρθρο 46 κανόνες συνυπολογισμού και αναλογικού επιμερισμού εξασφαλίζουν παρά ταύτα ότι θα λάβει από το σχετικό κράτος μέλος σύνταξη ανάλογη μόνο με τις περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας του στη χώρα αυτή. Από την άλλη πλευρά, μερικοί από τους υποβαλόντες παρατηρήσεις διατείνονται ότι σε μια υπόθεση όπως η παρούσα, όπου ο εξελθών στη σύνταξη συνταξιοδοτείται από το κράτος μέλος Α αλλά αποκλείεται εξ υπαρχής από την κατηγορία των δικαιούχων του εγγυημένου ειδικού ποσοστού των κατώτατων παροχών γήρατος αν δεν ληφθούν υπόψη οι περίοδοι ασφαλίσεως ή κατοικίας του σε άλλα κράτη μέλη, το άρθρο 49 του κανονισμού 1408/71 απαγορεύει την εφαρμογή των διατάξεων συνυπολογισμού που περιέχονται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, στοιχείο αα, και την καταβολή, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο ββ, εγγυημένης κατώτατης συντάξεως ανάλογης με το μέρος της συνολικής σταδιοδρομίας του συνταξιούχου το οποίο συμπληρώθηκε στο κράτος μέλος Α.

14 Για να μην υπάρξουν αμφιβολίες, θα πω επίσης, στο στάδιο αυτό, ότι δεν νομίζω ότι το άρθρο 50 του κανονισμού 1408/71 ασκεί επιρροή (14). Το άρθρο 50 προβλέπει την καταβολή συμπληρώματος ίσου με το ποσό κατά το οποίο το σύνολο των καταβλητέων παροχών βάσει του κεφαλαίου 3 του τίτλου ΙΙΙ υπολείπεται του ποσού της ελαχίστης παροχής που εντός του κράτους μέλους κατοικίας του συνταξιούχου είναι καταβλητέα για περίοδο ασφαλίσεως ή κατοικίας ίση με όλες τις περιόδους ασφαλίσεως που ελήφθησαν υπόψη για την καταβολή παροχής σύμφωνα με τα προηγούμενα άρθρα του κεφαλαίου αυτού. Στην παρούσα υπόθεση το ζήτημα είναι να καθοριστεί κατά ποιο τρόπο θα υπολογιστούν οι παροχές που πρέπει να καταβληθούν στην προσφεύγουσα βάσει του κεφαλαίου 3 του τίτλου ΙΙΙ. Αν γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της Επιτροπής σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 49, δεν θα χρειαστεί να εφαρμοστεί το άρθρο 50, καθότι η προσφεύγουσα θα λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 46, την κατώτατη βελγική παροχή για τις περιόδους που λαμβάνονται υπόψη για την καταβολή της παροχής (15). Από την άλλη πλευρά, αν οι διατάξεις του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, του κανονισμού 1408/71 εφαρμοστούν ανεπιφύλακτα, οι περίοδοι ασφαλίσεως ή κατοικίας της προσφεύγουσας στις Κάτω Ξώρες ουδαμώς θα ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό της καταβλητέας σ' αυτήν βελγικής συντάξεως πριν από το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας της. Στην περίπτωση αυτή, η εφαρμογή του άρθρου 50 δεν θα της εξασφαλίσει κανένα πρόσθετο πλεονέκτημα, καθόσον η χορηγούμενη στην προσφεύγουσα σύνταξη θα αντιστοιχεί στην ελάχιστη καταβλητέα παροχή για τη σχετική περίοδο ασφαλίσεως στο Βέλγιο, δηλαδή στη συνήθη παροχή η οποία βασίζεται αποκλειστικώς στους μισθούς του μη συμπληρώσαντος τουλάχιστον τα δύο τρίτα της πλήρους σταδιοδρομίας στο Βέλγιο.

15 Πριν προχωρήσω στην ανάλυση του πώς, γενικά, το άρθρο 49 του κανονισμού 1408/71 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 51 της Συνθήκης, επιθυμώ να προσδιορίσω το ακριβές περιεχόμενο της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση McLachlan (16). Η υπόθεση εκείνη αφορούσε πρόσωπο που κατοικούσε στη Γαλλία και είχε συμπληρώσει 120 τρίμηνα ασφαλίσεως στη Γαλλία και 53 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η κατά νόμον ηλικία συνταξιοδοτήσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο, πριν από την οποία δεν καταβάλλεται σύνταξη γήρατος, είναι 65 έτη. Η γαλλική νομοθεσία ορίζει ότι η ανώτατη περίοδος ασφαλίσεως που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συντάξεως γήρατος είναι 150 τρίμηνα ασφαλίσεως· για μικρότερες περιόδους ασφαλίσεως, η σύνταξη ισούται με τα αντίστοιχα εκατοστά πεντηκοστά της πλήρους συντάξεως, η οποία υπολογίζεται βάσει του ετήσιου βασικού μισθού του δικαιούχου. Όσοι είναι άνω των 60 ετών και έχουν άνω των 150 τριμήνων ασφαλίσεως δεν μπορούν να λάβουν στη Γαλλία παροχές ανεργίας, αλλ' αντ' αυτών λαμβάνουν σύνταξη γήρατος. Ο αιτών στην υπόθεση εκείνη απολύθηκε σε ηλικία 61 ετών και έλαβε σύνταξη γήρατος, οι δε περίοδοι ασφαλίσεώς του τόσο στη Γαλλία όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο ελήφθησαν υπόψη για τον αποκλεισμό της καταβολής παροχών ανεργίας. Όμως, το ποσό της συντάξεώς του υπολογίστηκε αποκλειστικώς βάσει των 120 τριμήνων ασφαλίσεώς του στη Γαλλία.

16 Ο αιτών στην υπόθεση McLachlan δεν ζητούσε απλώς και μόνον την εφαρμογή των περιεχομένων στο άρθρο 46 του κανονισμού 1408/71 κανόνων συνυπολογισμού και αναλογικού επιμερισμού, καθόσον η καταβλητέα βάσει του εθνικού δικαίου παροχή ήταν σαφώς υψηλότερη, ή σίγουρα όχι χαμηλότερη, του αναλογικά επιμερισμένου ποσού (17). Αντιθέτως, φαίνεται ότι ζήτησε από τις γαλλικές αρχές την άμεση καταβολή πλήρους γαλλικής συντάξεως, αντίστοιχης με 150 τρίμηνα ασφαλίσεως, για τον λόγο ότι το ποσό αυτό θα του εχορηγείτο αν είχε διανύσει ολόκληρη τη σταδιοδρομία του στη Γαλλία (18). Ακριβώς στο πλαίσιο αυτό το Δικαστήριο εξέφερε την κρίση, την οποία επικαλέστηκε ειδικά το Ηνωμένο Βασίλειο, ότι «[το άρθρο 49] δεν επιτρέπει να λαμβάνει υπόψη η (...) εθνική νομοθεσία [της οποίας πληρούνται οι προϋποθέσεις], για τον υπολογισμό του ύψους της συντάξεως, τις περιόδους που έχουν διανυθεί υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους» (19). Το Δικαστήριο συνέχισε λέγοντας ότι το αποτέλεσμα αυτό είναι «σύμφωνο με το σύστημα του κανονισμού 1408/71, ο οποίος επιτρέπει τη συνύπαρξη διαφορετικών συστημάτων, στο πλαίσιο των οποίων γεννώνται διαφορετικές απαιτήσεις έναντι των διαφόρων φορέων έναντι των οποίων ο δικαιούχος έχει άμεσα δικαιώματα» (20). Είπε ότι, συνεπώς, ο H. McLachlan είχε δικαιώματα έναντι των αρμοδίων φορέων του Ηνωμένου Βασιλείου για τις περιόδους ασφαλίσεως που συμπλήρωσε στο κράτος αυτό και έναντι των γαλλικών φορέων για τις περιόδους που συμπλήρωσε στη Γαλλία (21). Κατόπιν αυτού, «κάθε κράτος καταβάλλει τις παροχές που αναλογούν στις περιόδους που έχουν διανυθεί υπό το κράτος της νομοθεσίας του» (22).

17 Από τις κρίσεις αυτές είναι σαφές ότι το Δικαστήριο αναγνώρισε την ύπαρξη εγγενών ορίων στην εφαρμογή της αρχής ότι οι διακινούμενοι εργαζόμενοι δεν πρέπει να στερούνται των πλεονεκτημάτων που θα μπορούσαν να αξιώσουν βάσει της νομοθεσίας ενός μόνο κράτους μέλους αν είχαν εργαστεί εκεί κατά τη διάρκεια ολόκληρης της σταδιοδρομίας τους. Τα όρια αυτά επιβάλλει η ίδια η ύπαρξη διαφορετικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως που λειτουργούν υπό διαφορετικές προϋποθέσεις, περιλαμβανομένων των σχετικών με την κατώτατη ηλικία για τη χορήγηση ορισμένων παροχών. Τα όρια αυτά αναγνωρίζονται και από το καθεστώς που καθιέρωσε ο κανονισμός 1408/71: κατά συνέπεια, η εφαρμογή της αρχής του συνυπολογισμού για τον καθορισμό τόσο της υπάρξεως δικαιώματος λήψεως ορισμένων παροχών όσο και του ποσού των παροχών αυτών στο πλαίσιο διαφορετικών εθνικών συστημάτων μετριάζεται αναγκαστικά από την αρχή του καταμερισμού, μεταξύ των εθνικών συστημάτων, της ευθύνης καταβολής των παροχών, σύμφωνα με οποιεσδήποτε πρόσθετες εθνικές προϋποθέσεις, όπως οι σχετικές με την ηλικία.

18 Στην υπόθεση McLachlan έγινε προσπάθεια αποσυνδέσεως των αρχών του συνυπολογισμού και του αναλογικού επιμερισμού. Η παρούσα υπόθεση είναι εντελώς διαφορετική. Η προσφεύγουσα ζητεί απλώς και μόνον την εφαρμογή των περιεχομένων στο άρθρο 46 του κανονισμού 1408/71 κανόνων συνυπολογισμού και αναλογικού επιμερισμού. Παρ' όλον ότι δικαιούται να λάβει βελγική σύνταξη γήρατος για τα 19 έτη απασχολήσεώς της στη χώρα αυτή, δεν πληροί, για την κρίσιμη περίοδο, τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή του συγκεκριμένου κατώτατου ποσοστού της συντάξεως - που και αυτή είναι καταβλητέα μόνο για τα 19 αυτά έτη - εκτός αν ληφθεί υπόψη και η περίοδος απασχολήσεώς της στις Κάτω Ξώρες. Συναφώς, αξίζει να παρατεθεί πάλι ένα χωρίο της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση McLachlan:

«Το άρθρο 49 δεν απαγορεύει πάντως να λαμβάνονται υπόψη, κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους του οποίου πληρούνται οι προϋποθέσεις, οι περίοδοι ασφαλίσεως που έχουν διανυθεί υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους για την κτήση του δικαιώματος επί της συντάξεως γήρατος και για τον καθορισμό του ποσοστού της εν λόγω συντάξεως. Εξάλλλου, το άρθρο αυτό δεν θα μπορούσε να απαγορεύει τον συνυπολογισμό αυτό, αφού, κατά πάγια νομολογία, ο κανονισμός 1408/71 δεν μπορεί να ερμηνεύεται κατά τρόπο που θα είχε ως αποτέλεσμα να στερούνται οι διακινούμενοι εργαζόμενοι τα οφέλη που θα μπορούσαν να αξιώσουν βάσει της νομοθεσίας ενός και μόνο κράτους μέλους» (23).

19 Στο χωρίο αυτό, το Δικαστήριο διακρίνει μεταξύ του ποσοστού μιας συντάξεως και του τελικού ποσού της. Σε ένα σύστημα συνυπολογισμού και αναλογικού επιμερισμού, όπως το σύστημα που καθιερώθηκε με το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, το ποσοστό της συντάξεως καθορίζεται μέσω υπολογισμού του θεωρητικού ποσού· η διαδικασία συνυπολογισμού εξασφαλίζει ότι, όταν ισχύουν διάφορα ποσοστά ή κλιμάκια παροχής γήρατος, εξαρτώμενα από τη συνολική διάρκεια της σταδιοδρομίας του συνταξιούχου στη σχετική χώρα, ολόκληρη η σταδιοδρομία του στην Κοινότητα λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου ποσοστού. Το τελικό ποσό της καταβλητέας συντάξεως (εφόσον το αυτοτελές ποσό δεν είναι υψηλότερο) είναι το πραγματικό ή αναλογικά επιμερισμένο ποσό, η δε σύνταξη καταβάλλεται με το ποσοστό που ήδη προσδιορίστηκε μόνο βάσει της αναλογίας της σταδιοδρομίας του συνταξιούχου που όντως διανύθηκε στο σχετικό κράτος μέλος, ακόμη και αν αυτή καθαυτή η εν λόγω περίοδος θα δημιουργούσε κατά το εθνικό δίκαιο δικαίωμα μόνο για τη λήψη συντάξεως με χαμηλότερο ποσοστό.

20 Στην παρούσα υπόθεση τίθεται το ζήτημα αν, ελλείψει εθνικών κανόνων όπως εκείνοι στους οποίους αναφέρεται το χωρίο που παρέθεσα αμέσως πιο πάνω, το κοινοτικό δίκαιο απαιτεί, παρά το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, του κανονισμού 1408/71, την εφαρμογή της αρχής του συνυπολογισμού κατά τον καθορισμό του ποσοστού της συντάξεως στο κράτος μέλος του οποίου πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση παροχής γήρατος. Κατά την άποψή μου, το κοινοτικό δίκαιο και βέβαια το απαιτεί, καθότι ανέκαθεν γινόταν δεκτό ότι έχει εφαρμογή και η αρχή του αναλογικού επιμερισμού, δηλαδή ότι πρέπει να τηρούνται πλήρως οι κανόνες υπολογισμού που περιέχονται στο άρθρο 46, παράγραφος 2. Το συμπέρασμα αυτό απορρέει προ πάντων από τις διατάξεις του άρθρου 51 της Συνθήκης, το οποίο καθιερώνει την αρχή του συνυπολογισμού ως τον κανόνα που πρέπει να τηρεί η κοινοτική ρύθμιση περί κοινωνικής ασφαλίσεως των διακινουμένων εργαζομένων, υπό το πρίσμα του οποίου πρέπει να ερμηνεύεται ο κανονισμός 1408/71 (24). Περαιτέρω, αν το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, εφαρμοστεί ανεπιφύλακτα, θα έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει έναν εργαζόμενο όπως την προσφεύγουσα των παροχών με υψηλότερο ποσοστό που θα της χορηγούνταν αν είχε διανύσει ολόκληρη τη σταδιοδρομία της στο Βέλγιο. Μάλιστα δε, θα οδηγήσει στο αποτέλεσμα αυτό κατά τρόπο μη έχοντα σχέση με τη συνεχιζόμενη ύπαρξη διαφορετικών συστημάτων, στο πλαίσιο των οποίων γεννώνται απαιτήσεις κατά διαφορετικών φορέων έναντι των οποίων οι δικαιούχοι έχουν άμεσα δικαιώματα. Δεν αμφισβητείται ότι στην προσφεύγουσα οφείλεται σύνταξη για τη σταδιοδρομία της στις Κάτω Ξώρες μόνον αφότου συμπλήρωσε το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας της. Στις περιπτώσεις που πρέπει να συμπληρωθεί μια ελάχιστη περίοδος κατοικίας ή ασφαλίσεως για να ληφθεί στο πλαίσιο του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως παροχή με υψηλότερο ποσοστό, η αρχή του συνυπολογισμού εφαρμόζεται συνήθως για τον υπολογισμό του ποσού της παροχής ακριβώς για να εξασφαλιστεί ότι η σταδιοδρομία που διανύθηκε εντός πλειόνων του ενός κρατών μελών δεν θα έχει ως αποτέλεσμα να καταβληθεί παροχή με χαμηλότερο ποσοστό από εκείνο που θα ίσχυε για το πρόσωπο με το ίδιο επάγγελμα που παρέμεινε στη σχετική χώρα (25). Η εφαρμογή της κατά τον υπολογισμό της συντάξεως που οφείλει το κράτος μέλος Α, του οποίου οι προϋποθέσεις πληρούνται κατά τα λοιπά, ουδαμώς δημιουργεί πρόσθετα δικαιώματα κατά των φορέων άλλου κράτους μέλους, ανεξάρτητα από το αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του κράτους αυτού για τη χορήγηση συντάξεως.

21 Η ανεπιφύλακτη εφαρμογή του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, του κανονισμού 1408/71 θα μπορούσε επίσης να έχει παράλογες συνέπειες. Αν το Βέλγιο απαιτούσε και για τη χορήγηση βασικής συντάξεως τη συμπλήρωση στη χώρα αυτή κατωτάτου ορίου ίσου προς τα δύο τρίτα της πλήρους σταδιοδρομίας, η προσφεύγουσα θα επωφελείτο από τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 45 και 46 για να λάβει σύνταξη με το εγγυημένο κατώτατο ποσοστό για τα 19 χρόνια απασχολήσεώς της εκεί. Η μεγαλύτερη ηλικία για την καταβολή πρόσθετης ολλανδικής συντάξεως, για την οποία επίσης ισχύουν, αν παραστεί ανάγκη, ο συνυπολογισμός και ο αναλογικός επιμερισμός, δεν θα ασκούσε επιρροή στην περίπτωση αυτή, όπως, κατά την άποψή μου, δεν ασκεί επιρροή στην παρούσα υπόθεση.

22 Περαιτέρω, πίσω από τους κοινοτικούς κανόνες περί συνυπολογισμού και αναλογικού επιμερισμού βρίσκεται η αρχή της αυτονομίας των κρατών μελών κατά τον καθορισμό διαφορετικών ουσιαστικών προϋποθέσεων, περιλαμβανομένων των σχετικών με την ηλικία, για τη χορήγηση παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως. Η αυτόνομη επιλογή ενός κράτους μέλους να επιτρέπει τη χορήγηση πλήρους συντάξεως στην ηλικία των 60 ετών αξίζει, στο πλαίσιο των κοινοτικών κανόνων περί προστασίας των διακινουμένων εργαζομένων, του ιδίου σεβασμού με την επιλογή του κράτους μέλους το οποίο προβλέπει τούτο μόνο για την ηλικία των 65 ετών. Με την εφαρμογή, σε περιπτώσεις όπως της παρούσας υποθέσεως, των κανόνων συνυπολογισμού και αναλογικού επιμερισμού η εν λόγω αυτονομία γίνεται, στο πλαίσιο αυτό, περισσότερο σεβαστή απ' όσο θα γινόταν με την ανεπιφύλακτη ερμηνεία του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, του κανονισμού 1408/71, κατά την οποία η χορήγηση από το Βέλγιο, στην ηλικία που επιλέγει το Βέλγιο, παροχής, στηριζομένης στην αρχή του συνυπολογισμού και του αναλογικού επιμερισμού και έχουσας ποσοστό αντίστοιχο με τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του συνταξιούχου στην Κοινότητα, θα εξηρτάτο από την εκπλήρωση και των διαφόρων ουσιαστικών προϋποθέσεων που τάσσει οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος στο οποίο εργάστηκε ο ενδιαφερόμενος. Με άλλα λόγια, η εφαρμογή των τελευταίων κανόνων θα είχε ως αποτέλεσμα να επιβληθεί στο βελγικό σύστημα η κατά το ολλανδικό σύστημα ηλικία συνταξιοδοτήσεως.

23 Το συμπέρασμα αυτό σχετικά με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, του κανονισμού 1408/71 υπό το πρίσμα του άρθρου 46 και, τελικά, του άρθρου 51 της Συνθήκης δεν αναιρείται, κατά την άποψή μου, ούτε από την αναδρομική ισχύ του κανονισμού 3096/95 από συγκεκριμένη ημερομηνία, δηλαδή την 1η Ιουνίου 1992, ούτε από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού. Βέβαια, υποστηρίχθηκε με κάποια πειστικότητα ότι και τα δύο αυτά στοιχεία δίνουν την εντύπωση ότι η τροποποίηση του άρθρου 49 αποτελεί στην ουσία καινοτομία. Όσον αφορά το ζήτημα της αναδρομικής ισχύος, η Επιτροπή εξήγησε ότι η τροποποίηση προτάθηκε για να αντιμετωπιστεί μια παρερμηνεία σχετικά με τα αποτελέσματα του άρθρου 49, η οποία εντοπίστηκε τουλάχιστον σε ένα κράτος μέλος και συνέπεσε χρονικά με τη γενομένη από τον κανονισμό 1248/92 γενική μεταρρύθμιση του κεφαλαίου 3 του τίτλου ΙΙΙ. Τα πραγματικά αυτά περιστατικά δεν αμφισβητήθηκαν. Πράγματι, αν το Συμβούλιο θεωρούσε ότι η τροποποίηση έχει τον χαρακτήρα απλής διευκρινίσεως, λογικό ήταν να προσδώσει στην τροποποίηση αναδρομική ισχύ καθ' όλη τη διάρκεια της φανερής παρερμηνείας της προϋπάρχουσας διατάξεως, για να διορθώσει τις αποφάσεις των εθνικών αρχών κοινωνικής ασφαλίσεως που άλλως θα προστατεύονταν, παραδείγματος χάριν, λόγω της παρελεύσεως των προθεσμιών προσβολής τους ή λόγω του δεδικασμένου. Τούτο δεν είναι ασυμβίβαστο με την άποψη ότι με την τροποποίηση απλώς δόθηκε η ορθή ερμηνεία του προϋπάρχοντος κειμένου, οπότε στην ουσία η τροποποίηση είναι περισσότερο φαινομενική και λιγότερο πραγματική.

24 Από το γράμμα της πέμπτης αιτιολογικής σκέψεως του κανονισμού 3096/95 δεν εμφαίνεται σαφώς ότι το Συμβούλιο θεωρούσε την τροποποίηση ως καινοτομία. Εκθέτοντας ότι «θα ήταν σκόπιμο» να συμπληρωθεί το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημεία i και ii, το Συμβούλιο δεν διευκρίνισε αν είχε κατά νου ουσιαστική ή απλώς τυπική τροποποίηση της διατάξεως αυτής. Στην απόφαση Reichling, το Δικαστήριο είπε ότι η δική του ερμηνεία μιας διατάξεως «ενισχύεται» από τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της, αντίθετα με το a contrario επιχείρημα του οργανισμού κοινωνικής ασφαλίσεως (26). Έκρινε ότι το γεγονός ότι οι αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού δεν εξηγούν την τροποποίηση αποτελεί απόδειξη ότι η τροποποίηση έχει τον χαρακτήρα διευκρινίσεως· όμως, η εξήγηση που παρατίθεται στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3096/95 δεν αντικρούει την άποψη ότι και η γενομένη με το νομοθέτημα αυτό τροποποίηση του άρθρου 49 του κανονισμού 1408/71 χρησίμευε απλώς για τη διευκρίνιση του ισχύοντος δικαίου.

25 Εν πάση περιπτώσει, η προταθείσα από εμένα πιο πάνω ερμηνεία του άρθρου 49 όπως είχε πριν από την τροποποίησή του στηρίζεται σε ανάγνωση της διατάξεως αυτής υπό το πρίσμα του άρθρου 51 της Συνθήκης, καθώς και της οικονομίας και των σκοπών του κανονισμού 1408/71. Αν το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτή ήταν εξ υπαρχής η ορθή ερμηνεία της διατάξεως αυτής, το Συμβούλιο δεν μπορούσε να τη θίξει, πολλά χρόνια μετά τη θέσπιση της αρχικής διατάξεως, απλώς και μόνο με το να εκδώσει νομοθέτημα σαφώς με το ίδιο αποτέλεσμα, νομίζοντος εσφαλμένως ότι δημιουργεί νέο δικαίωμα.

V - Συμπέρασμα

26 Ενόψει των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο ερώτημα που υπέβαλε το Hof van Cassatie van Belgiλ την εξής απάντηση:

«Το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, σημείο ii, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, της 14ης Ιουλιου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, αν ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις μιας μόνο νομοθεσίας για την καταβολή έστω και μειωμένης συντάξεως γήρατος χωρίς να χρειάζεται να γίνει επίκληση των περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας που συμπληρώθηκαν υπό άλλη νομοθεσία της οποίας δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις, η αρμόδια εθνική αρχή έχει παρά ταύτα την υποχρέωση να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τους κανόνες συνυπολογισμού και αναλογικού επιμερισμού του άρθρου 46, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, τις περιόδους που συμπληρώθηκαν υπό την τελευταία νομοθεσία όταν έτσι καθίσταται δυνατό να χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο παροχή γήρατος υψηλότερου ποσού μέχρις ότου πληρωθούν οι προϋποθέσεις της νομοθεσίας αυτής.»

(1) - Άρθρο 152 του νόμου της 8ης Αυγούστου 1980 (Belgisch Staatsblad της 15ης Αυγούστου 1980).

(2) - Άρθρο 33 του νόμου της 10ης Φεβρουαρίου 1981 (Belgisch Staatsblad της 14ης Φεβρουαρίου 1981).

(3) - ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73. Η παρούσα υπόθεση αφορά τον κανονισμό 1408/71 όπως διαμορφώθηκε μετά την έκδοση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 6), που τον τροποποίησε και τον ενημέρωσε, και όπως τροποποιήθηκε περαιτέρω με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1248/92 του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992 (ΕΕ L 136, σ. 7), και με τον κανονισμό (ΕΚ) 3096/95 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995 (ΕΕ L 335, σ. 10).

(4) - Άρθρο 46, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71.

(5) - Άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71.

(6) - Πρώην άρθρο 46, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1408/71· άρθρο 46, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1248/92.

(7) - Όπ.π.

(8) - Όπ.π. Το ενημερωμένο με όλες τις μέχρι τότε τροποποιήσεις αγγλικό κείμενο του κανονισμού 1408/71, το οποίο δημοσιεύθηκε στην ΕΕ 1992, C 325, σ. 1, και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις τροποποιήσεις που εισήγαγε ο κανονισμός 1248/92, είναι εσφαλμένο κατά το μέρος που δεν περιέχει τη γενομένη με το άρθρο 49, παράγραφος 1, πρώτη φράση, αναφορά στο άρθρο 45.

(9) - Η τροποποίηση παρενέβαλε στο άρθρο 49, παράγραφος 1, μια αναφορά στο άρθρο 40, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71 και προσέθεσε στο τέλος ένα εδάφιο σχετικά με την άσκηση του δικαιώματος αναβολής της εκκαθαρίσεως των παροχών σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 2. Αντίστοιχη προσθήκη έγινε στο κείμενο του άρθρου 49, παράγραφος 2.

(10) - Όπ.π.

(11) - Απόφαση της 7ης Ιουλίου 1994, C-146/93 (Συλλογή 1994, σ. Ι-3229, σκέψεις 28 και 29).

(12) - Αποφάσεις της 9ης Αυγούστου 1994, C-406/93, Reichling (Συλλογή 1994, σ. Ι-4061, σκέψεις 21 και 24)· της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-165/91, Van Munster (Συλλογή 1994, σ. Ι-4661, σκέψη 27)· της 26ης Οκτωβρίου 1995, C-481/93, Moscato (Συλλογή 1995, σ. Ι-3525, σκέψεις 27 και 28), και της 26ης Οκτωβρίου 1995, C-482/93, Klaus (Συλλογή 1995, σ. Ι-3551, σκέψη 21).

(13) - Αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 1975, 24/75, Petroni (Συλλογή τόμος 1975, σ. 347, σκέψη 16), και της 11ης Ιουνίου 1992, C-90/91 και C-91/91, Di Crescenzo και Casagrande (Συλλογή 1992, σ. Ι-3851, σκέψεις 14 και 34)· όσον αφορά το άρθρο 49 του κανονισμού 1408/71, βλ. την προαναφερθείσα απόφαση McLachlan, σκέψη 31.

(14) - Η διάταξη αυτή είναι επίμαχη στην υπόθεση C-132/96, Stinco και Panfilo, επί της οποίας η απόφαση αναμένεται να εκδοθεί στις 24 Σεπτεμβρίου 1998.

(15) - Μέχρις ότου πληρωθούν οι προϋποθέσεις της ολλανδικής νομοθεσίας, μόνον περίοδοι που συμπληρώθηκαν στο Βέλγιο θα ληφθούν υπόψη για την καταβολή παροχής, παρ' όλον ότι η σταδιοδρομία της προσφεύγουσας στις Κάτω Ξώρες θα μπορεί να χρησιμεύσει για τη συμπλήρωση του κατώτατου ορίου των δύο τρίτων της πλήρους σταδιοδρομίας στο Βέλγιο προκειμένου να εφαρμοστεί το βελγικό σύστημα της εγγυημένης κατώτατης συντάξεως.

(16) - Όπ.π. Στη συνέχεια, το εθνικό δίκαιο περιγράφεται όπως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως McLachlan.

(17) - Το αυτοτελές ποσό αντιστοιχούσε σε 120 τρίμηνα ασφαλίσεως. Το θεωρητικό ποσό αντιστοιχούσε σε 150 τρίμηνα και το αναλογικά επιμερισμένο ποσό βασιζόταν σε 150 τρίμηνα πολλαπλασιασμένα επί 120/173, δηλαδή σε 104,05 τρίμηνα. Υπό τις συνθήκες αυτές, έπρεπε να χορηγηθεί το αυτοτελές ποσό, ανεξαρτήτως του αν είχε εφαρμογή το άρθρο 46, και ιδίως η παράγραφος 3 όπως έχει τώρα, ή το άρθρο 49 του κανονισμού 1408/71. Ωστόσο, ο γενικός εισαγγελέας C. O. Lenz εκθέτει στο σημείο 4 των προτάσεών του στην υπόθεση McLachlan ότι ο αιτών έλαβε σύνταξη ίση περίπου με τα δύο τρίτα της πλήρους συντάξεως, την οποία θα δικαιούνταν αν είχε συμπληρώσει 150 τρίμηνα υπό το γαλλικό σύστημα, πράγμα που δείχνει ότι ο αιτών μπορούσε μόνο να έχει λάβει από τις γαλλικές αρχές το αναλογικά επιμερισμένο ποσό· ο γενικός εισαγγελέας το δέχεται σιωπηρώς στο σημείο 21 των προτάσεών του.

(18) - Η ακριβής φύση της αιτήσεως στην υπόθεση McLachlan δεν είναι απολύτως σαφής, εν μέρει διότι ο αιτών ισχυρίστηκε, για τον ίδιο λόγο, ότι αυτή αύτη η χορήγηση συντάξεως αντί παροχής ανεργίας ήταν παράνομη και ότι το ποσό της χορηγηθείσας συντάξεως ήταν πολύ χαμηλό· όμως, βλ. το ερώτημα που υπέβαλε το Cour de cassation, σκέψη 18 της αποφάσεως, και επί πλέον τις σκέψεις 12, 21, 23, 24 και 36 της αποφάσεως και το σημείο 11 των προτάσεων.

(19) - Όπ.π., σκέψη 29. Το Δικαστήριο θέλησε κατά πάσα πιθανότητα να πει ότι το άρθρο 49 δεν απαιτεί τέτοιο αποτέλεσμα, καθόσον καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν περιορίζει την ελευθερία κράτους μέλους να θεσπίσει καθαρά εθνικούς κανόνες που απονέμουν με δικά του έξοδα στους συνταξιούχους συντάξεις ύψους που αναλογεί στις περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που συμπλήρωσαν σε άλλο κράτος μέλος· βλ. επίσης την παρατιθεμένη κατωτέρω σκέψη 31 της αποφάσεως.

(20) - Αυτόθι, ίδια φράση. Το Δικαστήριο παρέπεμψε στην απόφαση της 6ης Μαρτίου 1979, 100/78, Rossi (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 451, σκέψη 13).

(21) - Αυτόθι, σκέψη 30.

(22) - Αυτόθι, σκέψη 37.

(23) - Αυτόθι, σκέψη 31 (η υπογράμμιση δική μου). Το Δικαστήριο παρέπεμψε στην απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1991, C-302/90, Faux (Συλλογή 1991, σ. Ι-4875, σκέψη 28).

(24) - Βλ., ειδικότερα, την προαναφερθείσα απόφαση Klaus, σκέψη 21.

(25) - Βλ., ειδικότερα, την προαναφερθείσα απόφαση Reichling, σκέψεις 23 και 24.

(26) - Αυτόθι, σκέψη 29.

Επάνω