Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61996CC0210

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo της 12ης Μαρτίου 1998.
    Gut Springenheide GmbH και Rudolf Tusky κατά Oberkreisdirektor des Kreises Steinfurt - Amt für Lebensmittelüberwachung.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesverwaltungsgericht - Γερμανία.
    Προδιαγραφές εμπορίας των αυγών - Ενδείξεις αποβλέπουσες στην προώθηση των πωλήσεων και δημιουργούσες κίνδυνο παραπλανήσεως των αγοραστών - Αντιπροσωπευτικός καταναλωτής.
    Υπόθεση C-210/96.

    Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-04657

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1998:102

    61996C0210

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo της 12ης Μαρτίου 1998. - Gut Springenheide GmbH και Rudolf Tusky κατά Oberkreisdirektor des Kreises Steinfurt - Amt für Lebensmittelüberwachung. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesverwaltungsgericht - Γερμανία. - Προδιαγραφές εμπορίας των αυγών - Ενδείξεις αποβλέπουσες στην προώθηση των πωλήσεων και δημιουργούσες κίνδυνο παραπλανήσεως των αγοραστών - Αντιπροσωπευτικός καταναλωτής. - Υπόθεση C-210/96.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-04657


    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


    1 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2771/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα των αυγών (1), προβλέπει τον καθορισμό προδιαγραφών εμπορίας που μπορούν να αφορούν, μεταξύ άλλων, την κατάταξη κατά κατηγορία ποιότητας και βάρους, τη συσκευασία, την εναποθήκευση, τη μεταφορά, την παρουσίαση και τη σήμανση των προϋόντων του τομέα των αυγών.

    2 Βάσει του κανονισμού αυτού, το Συμβούλιο εξέδωσε, στις 26 Ιουνίου 1990, τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1907/90, σχετικά με ορισμένες προδιαγραφές εμπορίας για τα αυγά (2). Ο κανονισμός αυτός καθορίζει, στο άρθρο του 10, τις ενδείξεις που μπορούν να φέρουν οι συσκευασίες των αυγών που διατίθενται στο εμπόριο. Η διάταξη αυτή έχει ως εξής:

    «1. Οι μεγάλες συσκευασίες και οι μικρές συσκευασίες, ακόμη και όταν περιέχονται εντός μεγάλων συσκευασιών, φέρουν σε μία από τις εξωτερικές τους όψεις με ευκρινή και ευανάγνωστα γράμματα:

    α) το όνομα ή την εταιρική επωνυμία και τη διεύθυνση της επιχείρησης η οποία συσκεύασε ή μερίμνησε για τη συσκευασία των αυγών· το όνομα, η εταιρική επωνυμία ή το εμπορικό σήμα που χρησιμοποιείται συλλογικά από πολλές επιχειρήσεις, μπορεί να υπάρχει επί της συσκευασίας, εφόσον δεν περιλαμβάνει καμία αναφορά ασυμβίβαστη προς τον παρόντα κανονισμό όσον αφορά την ποιότητα ή τη φρεσκάδα των αυγών ή τον τύπο εκτροφής που εφαρμόστηκε για την παραγωγή τους ή την καταγωγή των αυγών·

    (...)

    2. Ωστόσο, τόσο οι μεγάλες όσο και οι μικρές συσκευασίες μπορούν να φέρουν στις εσωτερικές ή εξωτερικές όψεις τις εξής συμπληρωματικές ενδείξεις:

    α) (...)

    ε) ενδείξεις που αποβλέπουν στην προώθηση των πωλήσεων, υπό τον όρο ότι οι ενδείξεις αυτές και ο τρόπος με τον οποίο αναφέρονται, δεν δημιουργούν κίνδυνο παραπλάνησης του αγοραστή.

    3. Οι συμπληρωματικές ημερομηνίες και οι ενδείξεις σχετικά με τη μέθοδο εκτροφής και την προέλευση των αυγών μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται βάσει της διαδικασίας του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2771/75. Οι εν λόγω κανόνες καθορίζουν κυρίως, όσον αφορά τον τύπο εκτροφής, την ορολογία που χρησιμοποιείται στις εν λόγω ενδείξεις και, όσον αφορά την προέλευση των αυγών, τα σχετικά κριτήρια.»

    3 Το άρθρο 14 του κανονισμού 1907/90 διευκρινίζει ότι οι συσκευασίες δεν μπορούν να φέρουν άλλες ενδείξεις εκτός από εκείνες που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό.

    4 Οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού αυτού θεσπίστηκαν από την Επιτροπή με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1274/91, της 15ης Μαου 1991 (3), του οποίου το άρθρο 18 απαριθμεί τις ενδείξεις που αφορούν τον τρόπο εκτροφής και για τις οποίες κάνει λόγο το άρθρο 10, παράγραφος 3, του προπαρατεθέντος κανονισμού 1907/90.

    5 Η εταιρία Gut Springenheide GmbH, αναιρεσείουσα της κύριας δίκης (στο εξής: Gut Springenheide), εμπορεύεται αυγά σε συσκευασία που φέρει την ένδειξη «6-Korn - 10 frische Eier» (6-δημητριακά - 10 φρέσκα αυγά) μαζί με ένα διαφημιστικό σημείωμα που τοποθετείται μέσα σε κάθε κουτί αυγών.

    Το διαφημιστικό σημείωμα έχει ως εξής:

    «Τα "αυγά-6-δημητριακά" προέρχονται από όρνιθες που τρέφονται με έξι διαφορετικά είδη φυσικών δημητριακών. Ένα από τα φυσικά συστατικά της τροφής αυτής αποτελεί και το φυτικό λεύκωμα - το αποτέλεσμα είναι η απόλαυση ενός υγιεινότατου αυγού. Καθένα από τα έξι διαφορετικά δημητριακά (...) περιέχει ιδίως σημαντικές βιταμίνες, μεταλλικά άλατα και ιχνοστοιχεία. Η διατροφή των ορνίθων αποβλέπει στην καλύτερη αξιοποίησή τους. Τα "αυγά-6-δημητριακά" διακρίνονται για τη θαυμάσια γεύση τους και τη φυσική ποιότητά τους.»

    6 Η υπηρεσία ελέγχου τροφίμων, αφού διατύπωσε επανειλημμένα στη Gut Springenheide τις αντιρρήσεις της όσον αφορά την ένδειξη «αυγά-6-δημητριακά» και το διαφημιστικό σημείωμα, κάλεσε την εταιρία αυτή, μέσω του διαχειριστή της R. Tusky, να καταργήσει την επίμαχη ένδειξη και το σημείωμα. Εν συνεχεία, στις 5 Σεπτεμβρίου 1990, επιβλήθηκε πρόστιμο στον R. Tusky.

    7 Κατόπιν αυτού, η Gut Springenheide και ο διαχειριστής της άσκησαν ενώπιον του Verwaltungsgericht προσφυγή, ζητώντας να αναγνωριστεί ότι η επίμαχη ένδειξη και το σημείωμα δεν συνιστούσαν παράβαση της ισχύουσας νομοθεσίας. Μετά την απόρριψη της προσφυγής τους και της εν συνεχεία ασκηθείσας εφέσεώς τους, άσκησαν ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht αναίρεση κατά της εφετειακής αποφάσεως.

    8 Το Bundesverwaltungsgericht έκρινε ότι η λύση της διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο εε, του προπαρατεθέντος κανονισμού 1907/90. Αποφάσισε συνεπώς να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1) Προκειμένου να κριθεί, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο εε, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1907/90, αν οι ενδείξεις που αποβλέπουν στην προώθηση των πωλήσεων δημιουργούν κίνδυνο παραπλανήσεως του αγοραστή, πρέπει να εξακριβώνονται οι προσδοκίες που έχει πράγματι ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής ή πρέπει να θεωρηθεί ότι η ανωτέρω ρύθμιση στηρίζεται σε μια αντικειμενική έννοια του αγοραστή, η οποία επιδέχεται νομική μόνο ερμηνεία;

    2) Σε περίπτωση που το κριτήριο αποτελούν οι προσδοκίες που έχει πράγματι ο καταναλωτής, ανακύπτουν τα ακόλουθα ερωτήματα:

    α) Πρέπει το κριτήριο να είναι η αντίληψη του ενημερωμένου μέσου καταναλωτή ή του περιστασιακού και ανενημέρωτου καταναλωτή;

    β) Μπορεί να προσδιοριστεί το ποσοστό των καταναλωτών που απαιτείται για να θεωρηθεί ότι οι προσδοκίες των καταναλωτών αυτών αποτελούν το αποφασιστικό κριτήριο;

    3) Σε περίπτωση κατά την οποία το κριτήριο συνίσταται σε μια αντικειμενική έννοια του αγοραστή, η οποία επιδέχεται νομική μόνο ερμηνεία, πώς πρέπει να οριστεί η έννοια αυτή;»

    Προκαταρκτικές σκέψεις

    9 Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα, τούτο δε για δύο λόγους.

    10 Η Γαλλική Κυβέρνηση ζητεί κατ' αρχάς από το Δικαστήριο να εξετάσει αν έχει αρμοδιότητα. Εκθέτει, συγκεκριμένα, ορθώς, ότι τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κυρίας δίκης τοποθετούνται πριν από την 1η Οκτωβρίου 1990, που αποτελεί την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 1907/90, σύμφωνα με το άρθρο του 24.

    11 Ωστόσο, από τη δικογραφία προκύπτει ότι με την αναίρεση που ασκήθηκε ενώπιον του αιτούντος δικατηρίου δεν ζητείται ευθέως η ακύρωση των μέτρων που έλαβαν οι εθνικές αρχές, αλλά η αναγνώριση ότι οι ενέργειες της αναιρεσείουσας της κύριας δίκης είναι σύμφωνες προς την ισχύουσα νομοθεσία. Είναι αναμφισβήτητο ότι τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν από το αιτούν δικαστήριο αφορούν πράγματι την ισχύουσα κατά τον χρόνο της ασκήσεως της αναιρέσεως νομοθεσία. Θεωρώ επομένως ότι δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα παραδεκτού του προδικαστικού ερωτήματος.

    12 Πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί ότι ο κανονισμός 1907/90 τροποποιήθηκε το 1993 (4) και το 1994 (5). Από τις δύο αυτές τροποποιήσεις, μόνον η πρώτη ενδιαφέρει εν προκειμένω, δεδομένου ότι η άλλη δεν αφορούσε το άρθρο 10. Κατόπιν της τροποποιήσεως αυτής, το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο αα, έχει ως εξής:

    «α) το όνομα ή την εταιρική επωνυμία και τη διεύθυνση της επιχείρησης που έχει συσκευάσει τα αυγά ή μερίμνησε για τη συσκευασία των αυγών· το όνομα, η εταιρική επωνυμία ή το εμπορικό σήμα που χρησιμοποιεί η εν λόγω επιχείρηση, το οποίο δύναται να είναι εμπορικό σήμα χρησιμοποιούμενο συλλογικά από πολλές επιχειρήσεις, δύναται να αναγράφεται εφόσον η εν λόγω ένδειξη ή το σύμβολο αυτό δεν περιλαμβάνει καμία αναφορά ασυμβίβαστη προς τον παρόντα κανονισμό όσον αφορά την ποιότητα ή τη φρεσκάδα των αυγών, τον τύπο εκτροφής που εφαρμόστηκε για την παραγωγή τους ή την καταγωγή των αυγών.»

    Το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο εε, έχει τώρα ως εξής:

    «ε) ενδείξεις ή σύμβολα που αποβλέπουν στην προώθηση των πωλήσεων αυγών ή άλλων προϋόντων, εφόσον οι ενδείξεις αυτές ή σύμβολα και ο τρόπος με τον οποίο αναφέρονται δεν δημιουργούν κίνδυνο παραπλάνησης του αγοραστή.»

    Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές ουδόλως επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο τίθενται τα ερωτήματα του Bundesverwaltungsgericht.

    13 Η Γαλλική Κυβέρνηση προβάλλει έναν δεύτερο λόγο για τον οποίο φρονεί ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα.

    14 Ισχυρίζεται ότι η ένδειξη «αυγά-6-δημητριακά» απαγορεύεται, εν πάση περιπτώσει, από τα άρθρα 10, παράγραφος 1, στοιχείο αα, και παράγραφος 3, και 14 του κανονισμού 1907/90. Επομένως, δεν τίθεται καν το ζήτημα της ερμηνείας της εννοίας «παραπλάνηση του αγοραστή» του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο εε.

    15 Η συλλογιστική της Γαλλικής Κυβερνήσεως είναι η ακόλουθη: η επίμαχη ένδειξη αφορά τον τρόπο εκτροφής, καθόσον σκοπεί να επισύρει την προσοχή των αγοραστών στη διατροφή των ωοτόκων ορνίθων, που συνιστά ένα από τα χαρακτηριστικά του τρόπου εκτροφής των ζώων. Η Γαλλική Κυβέρνηση δέχεται ότι ο κανονισμός 1907/90 δεν ορίζει ο ίδιος την έννοια του τρόπου εκτροφής, αλλά φρονεί ότι μπορεί να αναφερθεί στον κανονισμό (ΕΟΚ) 1538/91 της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 1991, για τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων ενόψει της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1906/90 του Συμβουλίου, σχετικά με ορισμένους κανόνες εμπορίας για το κρέας πουλερικών (6), από τον οποίο προκύπτει ότι οι ενδείξεις που αφορούν τη διατροφή συγκαταλέγονται μεταξύ εκείνων που συνδέονται με τον τρόπο εκτροφής των πουλερικών.

    16 Ο κανονισμός όμως 1907/90, στο προπαρατεθέν άρθρο του 10, παράγραφος 3, ορίζει ότι οι ενδείξεις σχετικά με τη μέθοδο εκτροφής μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται βάσει της διαδικασίας του άρθρου 17 του κανονισμού 2771/75. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή εξέδωσε τον προπαρατεθέντα κανονισμό (ΕΟΚ) 1274/91.

    17 Το άρθρο του 18 απαριθμεί, περιοριστικά, τις ενδείξεις σχετικά με τον τρόπο εκτροφής τις οποίες μπορούν να φέρουν οι συσκευασίες στις οποίες διατίθενται τα αυγά στο εμπόριο. Δεδομένου ότι η ένδειξη «6-δημητριακά» δεν περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων που παραθέτει ο κανονισμός, η χρήση της είναι συνεπώς, κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, παράνομη. Επομένως, δεν είναι πλέον ούτε αναγκαίο να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα που υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht.

    18 Η Γαλλική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι, αν η επίμαχη ένδειξη αποτελεί εμπορικό σήμα, υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο αα, που ορίζει ότι: «(...) το όνομα, η εταιρική επωνυμία ή το εμπορικό σήμα που χρησιμοποιείται από την επιχείρηση αυτή (...) μπορεί να υπάρχει επί της συσκευασίας, εφόσον δεν περιλαμβάνει καμία αναφορά ασυμβίβαστη προς τον παρόντα κανονισμό όσον αφορά την ποιότητα ή τη φρεσκάδα των αυγών ή τον τύπο εκτροφής που εφαρμόστηκε για την παραγωγή τους ή την καταγωγή των αυγών» και συνεπώς ισχύουν επίσης οι προεκτεθείσες σκέψεις.

    19 Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται πράγματι να προκύπτει από τη δικογραφία ότι η επίμαχη ένδειξη αποτελεί και εμπορικό σήμα. Ωστόσο, τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου δεν αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο αα, που αποτελεί τη διάταξη του κανονισμού που αφορά τα εμπορικά σήματα. Αυτό ωστόσο μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι, όπως υπογραμμίζει ορθότατα η Γαλλική Κυβέρνηση, το αν η ένδειξη «6-δημητριακά» χρησιμοποιείται ή όχι ως εμπορικό σήμα εν προκειμένω δεν επηρεάζει το εφαρμοστέο στην ένδειξη αυτή νομικό καθεστώς: η εν λόγω ένδειξη πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να είναι συμβατή προς τον κανονισμό και, ειδικότερα, προς τις λοιπές διατάξεις του άρθρου του 10.

    20 Είναι αναμφισβήτητο ότι η ένδειξη «6-δημητριακά» δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των ενδείξεων που αφορούν τον τρόπο εκτροφής και γίνονται δεκτές από την κανονιστική ρύθμιση. Πρέπει ωστόσο για τον λόγο αυτό να συναχθεί κατ' ανάγκη το συμπέρασμα ότι η χρησιμοποίησή της είναι αθέμιτη;

    21 Το σύστημα του κανονισμού 1907/90 στηρίζεται σε μια διάκριση μεταξύ τριών κατηγοριών ενδείξεων, τις οποίες μπορούν να φέρουν οι συσκευασίες στις οποίες διατίθενται τα αυγά στο εμπόριο.

    22 Το άρθρο του 10, παράγραφος 1, απαριθμεί τις ενδείξεις των οποίων η χρήση είναι υποχρεωτική. Η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου διέπει ορισμένες ενδείξεις των οποίων η χρήση είναι προαιρετική. Πρόκειται για τις συμπληρωματικές ημερομηνίες, καθώς και για τις ενδείξεις που αφορούν τον τρόπο εκτροφής και την καταγωγή των αυγών. Οι ενδείξεις που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 3 δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν παρά μόνον τηρουμένων των αυστηρών προϋποθέσεων που προβλέπονται στον προπαρατεθέντα κανονισμό 1274/91 της Επιτροπής. Τέλος, το άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/90 απαριθμεί ορισμένες ενδείξεις των οποίων επιτρέπεται η χρήση - μεταξύ δε αυτών αναφέρει τις «ενδείξεις που αποβλέπουν στην προώθηση των πωλήσεων, υπό τον όρον ότι οι ενδείξεις αυτές και ο τρόπος με τον οποίο αναφέρονται, δεν δημιουργούν κίνδυνο παραπλάνησης του αγοραστή» - και οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως.

    23 Οι διατάξεις αυτές συμπληρώνονται με το άρθρο 14 του κανονισμού 1907/90, το οποίο ορίζει ότι «Οι συσκευασίες δεν φέρουν άλλες ενδείξεις εκτός από τις ενδείξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό».

    24 Το ερώτημα που απορρέει από την επιχειρηματολογία της Γαλλικής Κυβερνήσεως είναι αν ορισμένες ενδείξεις που δεν πληρούν τις αυστηρές προϋποθέσεις που απορρέουν από το άρθρο 10, παράγραφος 3, και από τον προπαρατεθέντα κανονισμό εφαρμογής του, μπορούν παρ' όλ' αυτά να θεωρηθούν ότι «προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό» υπό την έννοια του άρθρου 14, καθόσον εμπίπτουν στην κατηγορία των «ενδείξεων που αποβλέπουν στην προώθηση των πωλήσεων», η οποία διέπεται από το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο εε.

    25 Θεωρώ ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να είναι καταφατική. Συγκεκριμένα, ένας από τους σκοπούς της ρυθμίσεως είναι να διασφαλιστεί ότι ο καταναλωτής ενημερώνεται όσο το δυνατόν πληρέστερα, προκειμένου να είναι σε θέση να κάνει τις επιλογές του υπό τις βέλτιστες προϋποθέσεις. Επί πλέον, η εν λόγω ρύθμιση, επιτρέποντας τη χρησιμοποίηση ενδείξεων που αποβλέπουν στην προώθηση των πωλήσεων, παρέχει ρητώς στους παραγωγούς τη δυνατότητα να διαφοροποιούν, στα μάτια του καταναλωτή, τα προϋόντα τους σε σχέση με εκείνα των ανταγωνιστών τους. Κατ' αυτό τον τρόπο, οι παραγωγοί παρακινούνται να παρουσιάζουν μια πιο διαφοροποιημένη προσφορά στους καταναλωτές.

    26 Εξάλλου, αυτό είναι και το πνεύμα της δεκάτης τρίτης αιτιολογικής σκέψεως του κανονισμού 1907/90, καθόσον διευκρινίζει ότι

    «θα πρέπει να επιτρέπεται στους εμπόρους "φρέσκων αυγών" να επισημαίνουν τα αυγά με άλλες πληροφορίες για διαφημιστικούς σκοπούς».

    27 Βεβαίως, στην περίπτωση αυτή πρόκειται για αυγά και όχι για συσκευασία, αλλά δεν βλέπω για ποιο λόγο η ίδια παρατήρηση δεν θα πρέπει να ισχύει και για τη συσκευασία.

    28 Επομένως, οι «ενδείξεις που αποβλέπουν στην προώθηση των πωλήσεων» πρέπει να μπορούν να εξατομικεύουν τα αυγά του παραγωγού ο οποίος τις χρησιμοποιεί. Επί πλέον, πρέπει να τεκμαίρεται ότι οι ενδείξεις αυτές είναι νόμιμες, εκτός αν η κανονιστική ρύθμιση τις απαγορεύει ρητώς ή δημιουργούν κίνδυνο παραπλάνησης του αγοραστή.

    29 Ο προπαρατεθείς κανονισμός 1274/91 όμως, που διέπει τις ενδείξεις που αφορούν τον τρόπο εκτροφής, ουδόλως αναφέρει τον τρόπο διατροφής. Συγκεκριμένα, αναφέρεται μόνο μια φορά στον τρόπο εκτροφής, στο άρθρο του 18. Το εν λόγω άρθρο απαριθμεί τους νόμιμους τρόπους περιγραφής του ενδιαιτήματος των ωοτόκων ορνίθων και δεν κάνει καθόλου λόγο για τη διατροφή των πουλερικών.

    30 Πρέπει να συναχθεί από αυτό ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε εμμέσως να απαγορεύσει κάθε αναφορά στον τρόπο διατροφής; Λαμβανομένων υπόψη των αρχών που προεκτέθηκαν, φρονώ, απεναντίας, ότι θέλησε να ρυθμίσει, με τις διατάξεις αυτές, μόνον τις ενδείξεις που αφορούν το περιβάλλον στο οποίο εκτρέφονται τα πουλερικά. Αντιθέτως, η σιωπή του νομοθέτη όσον αφορά τον τρόπο διατροφής συνεπάγεται ότι οι παραγωγοί είναι ελεύθεροι να πληροφορούν συναφώς τους καταναλωτές, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο εε.

    31 Το κύριο επιχείρημα που προβάλλεται κατά της απόψεως αυτής είναι εκείνο που η Γαλλική Κυβέρνηση αντλεί από τον προπαρατεθέντα κανονισμό 1538/91. Είναι αληθές ότι ο κανονισμός αυτός, στο άρθρο του 10 που αφορά τους τρόπους εκτροφής, περιλαμβάνει ενδείξεις σχετικές με τον τρόπο διατροφής. Ωστόσο, αυτό δεν μου φαίνεται καθοριστικό.

    32 Συγκεκριμένα, οι ορισμοί του κανονισμού αυτού προκύπτουν από την ανάγκη να οριστούν προδιαγραφές ισχύουσες για την εμπορία των πουλερικών, η οποία συνιστά οικονομική δραστηριότητα διαφορετική από την εμπορία των αυγών. Εξάλλου, ο κανονισμός 1538/91 προβλέπει, όσον αφορά το ενδιαίτημα των πουλερικών, διαφορετικές ενδείξεις από εκείνες που προβλέπονται για το ίδιο θέμα στο άρθρο 18 του προπαρατεθέντος κανονισμού 1274/91. Είναι συνεπώς σαφές ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωρίς επιφυλάξεις οι διατάξεις του κανονισμού 1538/91 για να ερμηνευθεί ο κανονισμός 1274/91.

    33 Αυτό συμβαίνει ειδικότερα όσον αφορά τον τρόπο διατροφής των ζώων. Συγκεκριμένα, ο τρόπος διατροφής παίζει σημαντικό ρόλο στο πώς οι αγοραστές αντιλαμβάνονται το κρέας των πουλερικών και, όπως τόνισε η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, υφίστανται επαρκώς σαφή και αναμφισβήτητα στοιχεία σχετικά με την επίπτωση που η διατροφή των ζώων έχει στα χαρακτηριστικά του κρέατος. Στο πλαίσιο αυτό, ήταν αναπόφευκτο να θελήσει ο νομοθέτης να ρυθμίσει τη χρήση των ενδείξεων που αφορούν τον τρόπο διατροφής των ζώων, προκειμένου να διασφαλιστεί η βέλτιστη πληροφόρηση και προστασία του καταναλωτή σ' ένα σημαντικό γι' αυτόν τομέα.

    34 Αυτό προκύπτει εξάλλου από την έβδομη αιτιολογική σκέψη του προπαρατεθέντος κανονισμού 1538/91, η οποία έχει ως εξής:

    «[εκτιμώντας] ότι, μεταξύ των ενδείξεων οι οποίες είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται προαιρετικά στη σήμανση, περιλαμβάνονται αυτές που αφορούν τη μέθοδο ψύξης και τις ειδικές μεθόδους εκτροφής· ότι η εφαρμογή αυτών των ειδικών μεθόδων εκτροφής, για την προστασία των καταναλωτών, χρειάζεται να υπόκειται στην τήρηση αυστηρά ορισμένων κριτηρίων, όσον αφορά, αφενός, τις κτηνοτροφικές συνθήκες και τα ποσοτικά κατώφλια για τη διατύπωση ορισμένων κριτηρίων όπως η ηλικία κατά τη σφαγή ή η διάρκεια της περιόδου πάχυνσης και, αφετέρου, το περιεχόμενο ορισμένων συστατικών ζωοτροφών».

    35 Αντιθέτως, ο νομοθέτης αντιλαμβανόταν κατά τρόπο διαφορετικό το πλαίσιο εμπορίας των αυγών. Ο νομοθέτης έκρινε ότι το στοιχείο του τρόπου εκτροφής που απασχολούσε περισσότερο τους καταναλωτές, των οποίων την προστασία ήθελε πρωτίστως να διαφυλάξει, ήταν η διαδρομή. Επικεντρώθηκε συνεπώς στην ανάγκη ρυθμίσεως των ενδείξεων που την αφορούν και στις οποίες μπορούσε να υποθέσει ότι οι καταναλωτές προσέδιδαν ιδιαίτερη σημασία.

    36 Η δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη του προπαρατεθέντος κανονισμού 1274/91 της Επιτροπής, του μόνου που αφορά τους τρόπους εκτροφής, είναι ιδιαίτερα σαφής στο σημείο αυτό:

    «[εκτιμώντας] ότι, από την άποψη της συνηθισμένης εμπορικής πρακτικής, δεν φαίνεται αναγκαίο να προβλεφθούν ειδικές ενδείξεις για τα αυγά των ωοτόκων ορνίθων που εκτρέφονται σε συστοιχίες κλωβών· ότι, ωστόσο, πρέπει να προβλεφθεί περιορισμένος αριθμός ενδείξεων για τα αυγά που προέρχονται από όρνιθες οι οποίες δεν εκτρέφονται σε συστοιχίες κλωβών, ούτως ώστε να αποφεύγονται συγχίσεις μεταξύ των καταναλωτών όσον αφορά τα κυριότερα συστήματα παραγωγής στα οποία η εκτροφή δεν πραγματοποιείται σε συστοιχίες κλωβών».

    37 Προκύπτει συνεπώς ότι η αφορώσα τους τρόπους εκτροφής διάταξη του κανονισμού 1274/91 απλώς δεν έκρινε αναγκαία τη ρύθμιση των ενδείξεων που αφορούν τον τρόπο διατροφής, αντίθετα προς τα ισχύοντα στην περίπτωση του κρέατος.

    38 Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να συναχθεί από τη σιωπή του νομοθέτη η βούληση απαγορεύσεως κάθε αναφοράς στον τρόπο διατροφής ενώ, για το κρέας, που ο κίνδυνος παραπλανήσεως του καταναλωτή θεωρήθηκε μεγαλύτερος, μια τέτοια αναφορά ήταν δυνατή, έστω και υπό αυστηρώς καθορισμένες προϋποθέσεις.

    39 Καταλήγω, επομένως, ότι η ένδειξη «6-δημητριακά», μολονότι υπαινίσσεται πράγματι τον τρόπο διατροφής των πουλερικών, δεν είναι κατ' ανάγκη παράνομη, κατ' εφαρμογή του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 1907/90, αλλά μπορεί αντιθέτως να τύχει της εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου 2, στοιχείο εε, του άρθρου αυτού.

    40 Πρέπει επομένως να εξεταστούν τα ερωτήματα που υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht.

    41 Τα τρία ερωτήματα που μας υποβλήθηκαν μπορούν να συνοψιστούν ως εξής. Το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν η έννοια του δυναμένου να παραπλανηθεί αγοραστή, υπό την έννοια του προπαρατεθέντος κανονισμού 1907/90, παραπέμπει στην πραγματική προσδοκία των αγοραστών, οι οποίοι συνεπώς θεωρούνται κατά τρόπο συγκεκριμένο, ή, αντιθέτως, σε μια αντικειμενική και αφηρημένη έννοια του αγοραστή η οποία επιδέχεται νομική μόνο ερμηνεία.

    42 Στην πρώτη περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν, για να καθοριστεί το περιεχόμενο αυτής της πραγματικής προσδοκίας, πρέπει να γίνει αναφορά στην αντίληψη του μέσου ενημερωμένου καταναλωτή ή σ' εκείνη του περιστασιακού και ανενημέρωτου καταναλωτή και αν μπορεί να καθοριστεί το ποσοστό των καταναλωτών που απαιτείται για να θεωρηθεί ότι οι προσδοκίες των καταναλωτών αυτών αποτελούν το αποφασιστικό κριτήριο.

    43 Στη δεύτερη περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο ζητεί τη νομική ερμηνεία της αντικειμενικής έννοιας του αγοραστή.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    44 Πρέπει κατ' αρχάς να δοθούν στο αιτούν δικαστήριο διευκρινίσεις όσον αφορά την έννοια του δυναμένου να παραπλανηθεί αγοραστή υπό την έννοια του κανονισμού 1907/90.

    45 Το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο εε, του προπαρατεθέντος κανονισμού 1907/90 χρησιμοποιεί βεβαίως τη λέξη «αγοραστής» και όχι «καταναλωτής», η οποία ωστόσο είναι εκείνη που χρησιμοποιούν οι αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού. Θα θεωρήσω κατά συνέπεια εναλλάξιμες τις δύο λέξεις και θα αναφερθώ επομένως στη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά την έννοια του καταναλωτή.

    46 Οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης υπενθυμίζουν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 129 A της Συνθήκης ΕΚ, ο καταναλωτής πρέπει να έχει επαρκή ενημέρωση. Η έννοια του καταναλωτή δεν είναι συνεπώς αμιγώς νομική. Στηρίζεται επίσης στις πραγματικές προσδοκίες των αγοραστών, εξυπακουομένου ότι πρόκειται για τον μέσο ενημερωμένο αγοραστή.

    47 Η Γαλλική Κυβέρνηση φρονεί ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμά αν κάποιες ενδείξεις μπορούν να παραπλανήσουν τους αγοραστές και να καθορίζει, προς τούτο, σύμφωνα με τις μεθόδους που κρίνει κατάλληλες (για παράδειγμα, αλλά όχι κατ' ανάγκη, τη χρησιμοποίηση δημοσκοπήσεως), τον καταναλωτή που αποτελεί το σημείο αναφοράς. Για παράδειγμα, στη Γαλλία το εθνικό δικαστήριο εκτιμά τον παραπλανητικό χαρακτήρα μιας ενδείξεως σε σχέση με τον «μέσο καταναλωτή».

    48 Η Αυστριακή Κυβέρνηση φρονεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο εε, παραπέμπουν σε μια αντικειμενική έννοια του αγοραστή, η οποία επιδέχεται αμιγώς νομική ερμηνεία. Συγκεκριμένα, κατά την κυβέρνηση αυτή, η έκφραση «δημιουργούν κίνδυνο παραπλάνησης του αγοραστή», που περιέχεται στη διάταξη αυτή, θέτει νομικό και όχι πραγματικό ζήτημα.

    49 Κατά τη Σουηδική Κυβέρνηση, εν προκειμένω, οι επίδικες ενδείξεις αφορούν ένα προϋόν τρέχουσας καταναλώσεως και η ομάδα στόχος στην οποία απευθύνονται αποτελεί συνεπώς το άθροισμα των καταναλωτών στο σύνολό τους. Στη Σουηδία, ο παραπλανητικός χαρακτήρας των ενδείξεων αυτών θα εκτιμάτο συνεπώς λαμβανομένου υπόψη του τεκμαιρομένου νοήματος βάσει του οποίου οι καταναλωτές εν γένει θα μπορούσαν να τις κατανοήσουν, χωρίς να χρειάζεται να γίνει δημοσκόπηση των καταναλωτών προκειμένου να καθοριστούν οι πραγματικές προσδοκίες τους. Η Σουηδική Κυβέρνηση φρονεί ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί διαφορετικά η επίμαχη διάταξη στη διαφορά της κύριας δίκης.

    50 Κατά την Επιτροπή, η εκτίμηση του αν οι ενδείξεις που σκοπούν την προώθηση των πωλήσεων αυγών δημιουργούν κίνδυνο παραπλάνησης του αγοραστή πρέπει να στηρίζεται στα κριτήρια που περιέχει ο κανονισμός, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με άλλες διατάξεις περί απαγορεύσεως της παραπλανητικής διαφημίσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι απολύτως αναγκαίος ο καθορισμός, μέσω δημοσκοπήσεως ή πραγματογνωμοσύνης, του πώς αντιλαμβάνεται πραγματικά ο αγοραστής την επίδικη διαφημιστική ένδειξη. Ωστόσο, αν το εθνικό δικαστήριο συνεχίζει να έχει αμφιβολίες ως προς το αν μια ένδειξη είναι ή όχι παραπλανητική για τον αγοραστή, μπορεί να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή να ζητήσει τη διενέργεια δημοσκοπήσεως των καταναλωτών.

    51 Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστήριξε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι είναι σημαντικό να καθοριστεί αν η επίμαχη προδιαγραφή απευθύνεται σε μια πολύ συγκεκριμένη ομάδα ατόμων ή πρόκειται για την προστασία του συνόλου της Κοινότητας από τον κίνδυνο παραπλανήσεως.

    52 Μόνον όταν, αφενός, ο νομικός κανόνας απευθύνεται σε όλους τους καταναλωτές και αποβλέπει στην προστασία τους από τον κίνδυνο παραπλανήσεως και, αφετέρου, η έκφραση που πρέπει να εκτιμηθεί απευθύνεται, και αυτή, σε όλους τους καταναλωτές, το νομικό ζήτημα πρωτεύει του πραγματικού ζητήματος. Οι δικαστές μπορούν να γνωρίζουν αν η έκφραση δημιουργεί τον κίνδυνο παραπλανήσεως, δεδομένου ότι ανήκουν στην ομάδα των ατόμων τα οποία η έκφραση αυτή αφορά. Πρέπει όμως να αποστούν από τη γενική κατανόηση του συνόλου των καταναλωτών και να στηριχθούν σε ένα αντικειμενικό κριτήριο. Πρέπει να προβούν σε νομική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και, στο πλαίσιο αυτό, να εξετάσουν επίσης ποιος είναι ο σκοπός της επίμαχης διατάξεως και η θέση της στην οικονομία του κοινοτικού δικαίου.

    53 Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, είναι αναγκαία η διεξαγωγή αποδείξεων μόνον αν η έκφραση που πρέπει να εκτιμηθεί απευθύνεται σε μια πολύ συγκεκριμένη ομάδα ατόμων, όπως για παράδειγμα σε εμπειρογνώμονες, ή σε άτομα που μπορούν εύκολα να παραπλανηθούν, για παράδειγμα σε παιδιά. Σε περίπτωση όπως η προκείμενη, οι τεθέντες κανόνες απευθύνονται σε όλους τους καταναλωτές αυγών. Ακόμη και η έκφραση την οποία πρέπει να εκτιμήσει το αιτούν δικαστήριο απευθύνεται σε όλους τους καταναλωτές. Συνεπώς, δεν είναι πράγματι αναγκαία η διεξαγωγή αποδείξεων.

    54 Προτείνω στο Δικαστήριο να δεχθεί μια λύση που βρίσκεται λίγο πιο κοντά σ' εκείνη που προτείνει η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, η οποία μπορεί να αναλυθεί σε δύο στοιχεία:

    - εφόσον πρόκειται για διαφημιστικές ενδείξεις που απευθύνονται σε όλους τους καταναλωτές (όπως είναι οι επίμαχες στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης), το εθνικό δικαστήριο μπορεί να αναφέρεται σε μια αντικειμενική έννοια του καταναλωτή·

    - ωστόσο, το κοινοτικό δίκαιο δεν του απαγορεύει να διενεργήσει έρευνα όσον αφορά τις πραγματικές προσδοκίες του καταναλωτή, αν εξακολουθεί να έχει αμφιβολίες σε σχέση με τον βαθμό πλάνης που η επίμαχη ένδειξη μπορεί να δημιουργήσει στον καταναλωτή.

    55 Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει αρκετά σαφώς, κατ' αρχάς, ότι το Δικαστήριο αναφέρεται πάντα σε μια αφηρημένη, νομική, έννοια του καταναλωτή. Πρόκειται για τον μέσο καταναλωτή, που έχει «φυσιολογική ενημέρωση», σύμφωνα με την έκφραση που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο στη σκέψη 24 της αποφάσεως Mars (7).

    56 Θεωρώ ότι ο ορισμός αυτός είναι πανομοιότυπος, κατ' ουσίαν, με εκείνον που δίδει το Bundesverwaltungsgericht, στη σελίδα 2 της προδικαστικής παραπομπής, όσον αφορά τον «ενημερωμένο μέσο καταναλωτή, ο οποίος παρατηρεί με προσοχή τις πληροφορίες που υπάρχουν επί του διατιθέμενου στο εμπόριο προϋόντος και, επομένως, το σύνολο των ενδείξεων των προϋόντων» εν αντιθέσει προς τον καταναλωτή «που λαμβάνει απλώς γνώση των πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τα προϋόντα και των διαφημιστικών μηνυμάτων επιφανειακά και άκριτα χωρίς να εξετάζει περαιτέρω το περιεχόμενο των στοιχείων αυτών».

    57 Μπορεί ακόμη να παρατεθεί, στο ίδιο πνεύμα, η απόφαση Langguth (8), που αφορούσε τη χρησιμοποίηση, σε εμπορικό σήμα, ενδείξεων για τις οποίες υπήρχε σχετική ρύθμιση.

    58 Το ότι στο κοινοτικό δίκαιο η έννοια του καταναλωτή ορίζεται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο απορρέει όχι μόνον από την προπαρατεθείσα νομολογία, που αφορά το άρθρο 30 της Συνθήκης, αλλά και από τις αποφάσεις που αφορούν ειδικότερα διατάξεις που εφαρμόζονταν κατά το παρελθόν στην εμπορία των αυγών (9) και οι οποίες ήσαν πανομοιότυπες με τις επίμαχες εν προκειμένω.

    59 Συνεπώς το Δικαστήριο, καθόσον θεώρησε γενικώς ως καταναλωτές το σύνολο των «μέσων καταναλωτών με φυσιολογική ενημέρωση», αναφέρθηκε αναγκαστικά στους καταναλωτές αυτούς υπό αφηρημένη έννοια.

    60 Ωστόσο, το Δικαστήριο, στην απόφασή του X (ή Nissan) (10), συνδύασε την αφηρημένη έννοια του καταναλωτή με τη διευκρίνιση που παρέσχε στο εθνικό δικαστήριο ότι είχε παρ' όλ' αυτά δικαίωμα να κρίνει τη διαφορά λαμβάνοντας υπόψη τη συγκεκριμένη αντίδραση σημαντικού αριθμού αγοραστών προς ορισμένη διαφήμιση.

    61 Στο διατακτικό της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο είπε συγκεκριμένα ότι η οδηγία 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου (11), σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση, δεν απαγόρευε να εμφανίζονται μέσω διαφημίσεως οχήματα πωλούμενα εντός άλλου κράτους μέλους:

    - ως καινουργή, παρά το ότι είχαν ταξινομηθεί για τις ανάγκες της εισαγωγής, χωρίς ωστόσο να έχουν ποτέ τεθεί σε κυκλοφορία·

    - ως φθηνότερα, μολονότι δεν αναφερόταν στη διαφήμιση ότι ήσαν εξοπλισμένα με μικρότερο αριθμό εξαρτημάτων σε σχέση με τα αυτοκίνητα εντός του κράτους μέλους εισαγωγής.

    62 Κατ' αυτόν τον τρόπο, το Δικαστήριο έκρινε ότι κατ' αρχήν μια τέτοια διαφήμιση δεν δημιουργούσε κίνδυνο παραπλανήσεως και δεν μπορούσε να επηρεάσει τη συμπεριφορά του καταναλωτή, θεωρουμένου αφηρημένα.

    63 Στο σκεπτικό όμως της ίδιας αποφάσεως (12), το Δικαστήριο είπε ότι εναπέκειτο πάντως στο εθνικό δικαστήριο να ελέγξει (13), ενόψει των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, αν, λαμβάνοντας υπόψη τους καταναλωτές προς τους οποίους απευθυνόταν, η διαφήμιση εκείνη μπορούσε να έχει παραπλανητικό χαρακτήρα στον βαθμό που, αφενός μεν, αποσκοπούσε στο να αποκρύψει ότι τα διακηρυσσόμενα ως καινουργή αυτοκίνητα είχαν ταξινομηθεί πριν από την εισαγωγή, αφετέρου δε, το γεγονός αυτό θα ήταν ικανό να αποτρέψει σημαντικό αριθμό καταναλωτών από την απόφασή τους να προβούν στην αγορά.

    64 Όσον αφορά, δεύτερον, τη διαφήμιση σχετικά με τη χαμηλότερη τιμή των αυτοκινήτων, το Δικαστήριο είπε στη σκέψη 16 ότι «η διαφήμιση αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως παραπλανητική μόνο στην περίπτωση που θα αποδεικνυόταν (14) ότι η απόφαση προς αγορά εκ μέρους σημαντικού αριθμού καταναλωτών στους οποίους απευθύνεται η διαφήμιση λαμβάνεται εν αγνοία του ότι η μειωμένη τιμή των οχημάτων συνδυάζεται με μικρότερο εξοπλισμό έναντι των πωλουμένων από τον παράλληλο εισαγωγέα αυτοκινήτων».

    65 Το Δικαστήριο δεν διευκρίνισε τον τρόπο κατά τον οποίο το εθνικό δικαστήριο έπρεπε να «ελέγξει» ή να «αποδείξει» ότι οι περί αγοράς αποφάσεις των καταναλωτών είχαν επηρεαστεί ή μπορούσαν να επηρεαστούν από τις διαφημίσεις αυτές.

    66 Σύμφωνα με το παρατεθέν κείμενο, θα μπορούσε κάλλιστα να πρόκειται είτε για διαπίστωση στην οποία θα κατέληγε το Δικαστήριο μετά από απλή ακρόαση των διαδίκων και, ενδεχομένως, ενός πραγματογνώμονα είτε για συμπέρασμα στο οποίο θα κατέληγε κατόπιν δημοσκοπήσεως των καταναλωτών.

    67 Εν πάση περιπτώσει όμως η απόφαση αυτή συνεπάγεται ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν υποχρεώνει το εθνικό δικαστήριο να διευκρινίζει τις πραγματικές προσδοκίες των καταναλωτών, εφόσον καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μια δεδομένη διαφήμιση, λόγω του τρόπου κατά τον οποίο έχει διατυπωθεί και της προβλέψιμης αντιδράσεως του μέσου καταναλωτή, «που έχει φυσιολογική ενημέρωση», δημιουργεί ή δεν δημιουργεί κίνδυνο παραπλανήσεως του αγοραστή.

    68 Αντιθέτως, το κοινοτικό δίκαιο δεν εμποδίζει το εθνικό δικαστήριο να προσφύγει σε δημοσκοπήσεις, όταν θεωρεί ότι η διαφήμιση δεν είναι καταφανώς παραπλανητική και μπορεί να χωρεί αμφιβολία όσον αφορά την επιρροή της στον καταναλωτή που έχει «φυσιολογική ενημέρωση».

    69 Έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει την αναζήτηση των πραγματικών προσδοκιών των παρακινουμένων αγοραστών, προτείνω συνεπώς στο Δικαστήριο να δώσει στο πρώτο ερώτημα την απάντηση ότι, για να εκτιμηθεί αν μια ένδειξη που αφορά την προώθηση των πωλήσεων δημιουργεί κίνδυνο παραπλανήσεως του αγοραστή, πρέπει να γίνει αναφορά σε μια αντικειμενική έννοια του αγοραστή, η οποία επιδέχεται νομική μόνον ερμηνεία. Το εθνικό δικαστήριο δικαιούται ωστόσο να παραγγείλει τη διενέργεια ερευνών ή δημοσκοπήσεων όσον αφορά την προσδοκία των καταναλωτών, αν το κρίνει αναγκαίο.

    70 Με το τρίτο ερώτημά του, το Bundesverwaltungsgericht ερωτά πώς πρέπει να οριστεί η αντικειμενική έννοια του αγοραστή.

    71 Πρέπει συνεπώς να περάσω αμέσως στην εξέταση του ερωτήματος αυτού.

    Επί του τρίτου ερωτήματος

    72 Το Bundesverwaltungsgericht θεωρεί ότι, αν πρέπει να γίνει δεκτή μια αντικειμενική έννοια του αγοραστή, αυτή πρέπει να συναχθεί από την γραμματική και τελολογική ερμηνεία μιας προϋποθέσεως εφαρμογής ενός κοινοτικού κανόνα, στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να σταθμιστούν οι αξίες τις οποίες ο κανόνας προστατεύει.

    73 Κατόπιν των ήδη προεκτεθέντων, θεωρώ ότι το τρίτο ερώτημα μπορεί να αναδιατυπωθεί ως εξής.

    74 Αν ως καταναλωτής που πρέπει να προστατευθεί νοείται ο μέσος αγοραστής, «που έχει φυσιολογική ενημέρωση», σε ποια κριτήρια μπορεί να στηριχθεί ένα δικαστήριο για να αποφασίσει ότι ο καταναλωτής αυτός μπορεί να παραπλανηθεί από συγκεκριμένο διαφημιστικό μήνυμα;

    75 Το αν ακόμη και ο καταναλωτής με τη φυσιολογική ενημέρωση κινδυνεύει να παραπλανηθεί εξαρτάται προφανώς και πρωτίστως από το κείμενο του συγκεκριμένου διαφημιστικού μηνύματος. Φρονώ, όπως και η Επιτροπή, ότι ο εθνικός δικαστής πρέπει να καθορίσει πρωτίστως τη σημασία του διαφημιστικού μηνύματος κατά τα γλωσσικά ειωθότα και αν το μήνυμα με τη σημασία αυτή συμφωνεί προς την πραγματικότητα.

    76 Εν συνεχεία, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να προβεί σε αξιολόγηση της απηχήσεως που το διαφημιστικό μήνυμα μπορεί να έχει στον φυσιολογικά ενημερωμένο καταναλωτή.

    77 Κατά την αναιρεσείουσα της κυρίας δίκης, η ένδειξη «10 αυγά - 6-δημητριακά», καθώς και οι ενδείξεις που περιέχονται στο επεξηγηματικό σημείωμα που τοποθετείται μέσα στα κουτιά των αυγών, αποτελούν ακριβή πληροφοριακά στοιχεία τα οποία δεν δημιουργούν, εξ ορισμού, κίνδυνο παραπλανήσεως του αγοραστή, όποια και αν είναι τα συμπεράσματα που αυτός μπορεί να συναγάγει.

    78 Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Έχω συγκεκριμένα την άποψη ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ

    - των αντικειμενικά ορθών ενδείξεων,

    - των αντικειμενικά εσφαλμένων ενδείξεων,

    - των αντικειμενικά ορθών ενδείξεων, οι οποίες όμως μπορούν να παραπλανήσουν τον καταναλωτή, διότι δεν αντανακλούν πλήρως την πραγματικότητα.

    79 Όσον αφορά τις αντικειμενικά ορθές ενδείξεις, το Δικαστήριο θεωρεί, όπως υπενθύμισε η Επιτροπή, ότι οι ενδείξεις που είναι σύμφωνες προς την πραγματικότητα δεν δημιουργούν, κατ' αρχήν, κίνδυνο παραπλανήσεως του καταναλωτή (15).

    80 Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι, ενίοτε, ακόμη και ακριβείς ενδείξεις για την προώθηση των προϋόντων ενδέχεται να δημιουργούν κίνδυνο παραπλάνησης του καταναλωτή. Αυτό μπορεί ιδίως να συμβαίνει όταν οι ενδείξεις αυτές συνεπάγονται κίνδυνο συγχύσεως με τις ενδείξεις που προβλέπονται στον κανονισμό 1907/90 (16).

    81 Ένα άλλο κριτήριο που πρέπει να γίνει δεκτό είναι εκείνο που αφορά τον ελέγξιμο ή όχι χαρακτήρα των επίμαχων ενδείξεων. Η σημασία του στοιχείου αυτού προκύπτει ιδίως από τη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά την αναγραφή επί των αυγών της ημερομηνίας ωοτοκίας. Για παράδειγμα, με την προπαρατεθείσα απόφαση Paris, το Δικαστήριο τόνισε το πόσο σημαντικό είναι τα πληροφοριακά στοιχεία που παρέχονται στον καταναλωτή να είναι ακριβή. Εν προκειμένω, θα πρέπει κατά συνέπεια να βεβαιωθεί ότι οι αρχές είναι σε θέση να ελέγξουν, ενδεχομένως, στοιχεία όπως τα επίμαχα, που αφορούν τη διατροφή των πουλερικών που γέννησαν τα αυγά.

    82 Περαιτέρω, μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στην κατηγορία των ορθών πληροφοριακών στοιχείων που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν οι ενδείξεις που ελκύουν την προσοχή αλλά δεν είναι λυσιτελείς. Αν για παράδειγμα ένας παραγωγός αναγράψει στις συσκευασίες του την ένδειξη «κοτόπουλο που εκτράφηκε στον καθαρό αέρα του βουνού» ή «κοτόπουλο που εκτράφηκε στον ήλιο της Νότιας Γαλλίας», το πληροφοριακό αυτό στοιχείο θα μπορούσε να είναι ακριβές, αλλά χωρίς καμία σχέση με την ποιότητα των αυγών. Το στοιχείο αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει τον περιστασιακό καταναλωτή, αλλά ο ενημερωμένος καταναλωτής απλώς θα χαμογελούσε.

    83 Όσον αφορά τις αντικειμενικά ανακριβείς ενδείξεις, είναι κατ' αρχήν παραπλανητικές και απαγορευόμενες, εφόσον, όπως τονίζει η Επιτροπή, το αποτέλεσμα της παραπλανήσεως δεν αναιρείται από ιδιαίτερες περιστάσεις.

    84 Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών να αποφασίσει αν η περιγραφή των αυγών της Gut Springenheide, που περιέχει το επεξηγηματικό σημείωμα που τοποθετείται μέσα στη συσκευασία, είναι αντικειμενικά ανακριβής, καθόσον τα αυγά αυτά δεν είναι διαφορετικά από τα συνήθη.

    85 Υπενθυμίζω, στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή καθώς επίσης και τη διαφήμισή τους (17), το οποίο έχει ως εξής:

    «1. Η επισήμανση και οι τρόποι σύμφωνα με τους οποίους πραγματοποιείται δεν πρέπει:

    α) να είναι φύσεως τέτοιας, ώστε να οδηγεί σε πλάνη τον αγοραστή ιδίως:

    i) (...)

    ii) με την απόδοση στο τρόφιμο αποτελεσμάτων ή ιδιοτήτων που δεν έχει,

    iii) με τον υπαινιγμό ότι το τρόφιμο έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ενώ στην πραγματικότητα όλα τα παρόμοια τρόφιμα έχουν αυτά τα ίδια χαρακτηριστικά.»

    86 Απομένει, τέλος, η κατηγορία των αντικειμενικά ορθών ενδείξεων, οι οποίες όμως δεν αντανακλούν όλη την πραγματικότητα. Εδώ εντοπίζονται τα πλέον δυσχερή προβλήματα.

    87 Αν η παράλειψη ενός τμήματος των πληροφοριακών στοιχείων έχει σαν αποτέλεσμα να προσλαμβάνεται το τμήμα των στοιχείων που παρέχεται κατά τρόπο τελείως διαφορετικό, το συμπέρασμα που προκύπτει υποχρεωτικά είναι ότι ο καταναλωτής παραπλανάται.

    88 Η ένδειξη «6-δημητριακά» θα μπορούσε να εμπίπτει στην κατηγορία αυτή, αν αποδεικνυόταν οριστικά ότι τα έξι δημητριακά δεν υπεισέρχονται στη σύνθεση της τροφής των ορνίθων της Gut Springenheide παρά μόνο μέχρι ποσοστού 60 %, ενώ δίνει την εντύπωση ότι οι όρνιθες τρέφονται αποκλειστικά με τα έξι αυτά δημητριακά.

    89 Η γνώμη του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, την οποία παραθέτει το Bundesverwaltungsgericht, είναι ότι η ένδειξη αυτή ακολουθεί τη «μόδα των δημητριακών» και δημιουργεί την εντύπωση ότι τα αυγά έχουν κάτι το ιδιαίτερο, ενώ το δικαστήριο αυτό έχει την πεποίθηση ότι τα αυγά αυτά δεν πλεονεκτούν έναντι των άλλων αυγών (σελίδα 5 της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως).

    90 Απομένει συνεπώς να καθοριστεί αν, λαμβανομένης υπόψη της επιρροής που ασκεί στους Γερμανούς καταναλωτές η «μόδα των δημητριακών», θα μπορούσε ακόμη και ο καταναλωτής με τη φυσιολογική ενημέρωση να καταστεί θύμα της εντυπώσεως αυτής και να οδηγηθεί, για τον λόγο αυτό, να αγοράσει τα εν λόγω αυγά.

    91 Το Bundesverwaltungsgericht θα μπορέσει να λύσει μόνο του το ζήτημα αυτό, αν πειστεί ότι αυτό πράγματι συμβαίνει. Στην αντίθετη περίπτωση, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει την προσφυγή σε δημοσκόπηση επί αντιπροσωπευτικού δείγματος των καταναλωτών ή στη γνώμη κάποιου πραγματογνώμονα.

    92 Προτείνω συνεπώς να δοθεί στο τρίτο ερώτημα η απάντηση ότι η αντικειμενική έννοια του αγοραστή που πρέπει να γίνει δεκτή συμπίπτει με εκείνη του μέσου καταναλωτή που έχει φυσιολογική ενημέρωση. Για να εκτιμηθεί αν μια ένδειξη που αποβλέπει στην προώθηση των πωλήσεων, υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο εε, του προπαρατεθέντος κανονισμού 1907/90, δημιουργεί κίνδυνο παραπλανήσεως του αγοραστή, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γράμμα και ο σκοπός του κανονισμού, το αληθές της ενδείξεως, η απουσία διφορούμενων, καθώς και το αν οι αρχές έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν τα πληροφοριακά στοιχεία που περιέχει.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    93 Το ερώτημα αυτό υποβλήθηκε στο Δικαστήριο για την περίπτωση κατά την οποία από την απάντηση στο πρώτο ερώτημα θα προέκυπτε η ανάγκη συγκεκριμένου καθορισμού των πραγματικών προσδοκιών των καταναλωτών.

    94 Σύμφωνα με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα ανωτέρω, το εθνικό δικαστήριο δεν έχει την υποχρέωση να προβεί σε μια τέτοια έρευνα, αλλά το κοινοτικό δίκαιο δεν του απαγορεύει να το πράξει στις περιπτώσεις που κρίνει ότι αυτό ενδείκνυται, οπότε θεωρώ ότι είναι χρήσιμο να δοθεί μια απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος, υπό αα

    95 Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ' αρχάς, αν σημασία έχει η αντίληψη του μέσου ενημερωμένου καταναλωτή ή εκείνη του περιστασιακού ανενημέρωτου καταναλωτή.

    96 Προτείνω στο Δικαστήριο να δεχθεί ότι, ακόμη και στην περίπτωση την οποία αφορά το δεύτερο ερώτημα, σημασία έχει η γνώμη του μέσου ενημερωμένου καταναλωτή.

    97 Ο περιστασιακός και ανενημέρωτος καταναλωτής δεν αφιερώνει, πράγματι, αρκετή προσοχή στις ενδείξεις που φέρει ένα προϋόν, αλλά αυτό που μπορεί να τον επηρεάσει είναι μάλλον το χρώμα της συσκευασίας, το σχέδιο που υπάρχει πάνω σ' αυτήν ή μηνύματα τόσο υπερβολικά που δεν είναι καν αναγκαίο να απαγορευθούν, όπως «Το αυγό που θα σας δώσει ενέργεια για όλη την ημέρα».

    98 Είδαμε ανωτέρω ότι η νομολογία του Δικαστηρίου προσφεύγει παγίως σε μια ερμηνεία της εννοίας του καταναλωτή που αντιστοιχεί σε άτομο με τη συνήθη ενημέρωση, ικανό να καταγράψει, με κάποιο βαθμό προσοχής, τα πληροφοριακά στοιχεία που εμφαίνονται στα προϋόντα που προσφέρονται για πώληση.

    99 Ορθώς ο γενικός εισαγγελέας Tesauro υπενθύμισε, με τις προτάσεις του επί της προπαρατεθείσας υποθέσεως X (ή Nissan), ότι «vigilantibus, non dormientibus iura succurrunt» (18).

    100 Είναι εξάλλου σαφές ότι οι διάφοροι προπαρατεθέντες κανονισμοί προϋποθέτουν επίσης έναν καταναλωτή που είναι κατά το σύνηθες μέτρο προσεκτικός, καθόσον είναι ικανός να επισημάνει τις ενίοτε λεπτές διακρίσεις μεταξύ διαφόρων ενδείξεων όπως «περιορισμένης βοσκής» και «ελεύθερης βοσκής» (19).

    Επί του δευτέρου ερωτήματος, υπό ββ

    101 Αυτό το υποερώτημα έχει την ακόλουθη διατύπωση:

    «Μπορεί να προσδιοριστεί το ποσοστό των καταναλωτών που απαιτείται για να θεωρηθεί ότι οι προσδοκίες των καταναλωτών αυτών αποτελούν το αποφασιστικό κριτήριο;»

    102 Η νομολογία του Δικαστηρίου δεν έχει παρά μία ένδειξη επί του σημείου αυτού. Πρόκειται για την προπαρατεθείσα απόφαση X (ή Nissan), όπου το Δικαστήριο χρησιμοποίησε την έκφραση «σημαντικός αριθμός καταναλωτών». Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν διευκρίνισε ούτε στην απόφαση αυτή ούτε σε άλλες αποφάσεις ποιο είναι το όριο πέραν του οποίου ο αριθμός των παραπλανηθέντων καταναλωτών καθίσταται σημαντικός.

    103 Έχω συνεπώς, όπως και η Επιτροπή, την άποψη ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει να καθορίζει βάσει των περιστάσεων της κάθε επί μέρους περιπτώσεως αν ένα ποσοστό παραπλανηθέντων καταναλωτών είναι σημαντικό.

    104 Δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε, ο καταναλωτής πρέπει να θεωρείται a priori ως προικισμένος με διακριτική ικανότητα, το αναζητούμενο ποσοστό πρέπει να καθορίζεται αρκετά υψηλά.

    105 Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια υπερβολικά απαισιόδοξη άποψη για τις ικανότητες του καταναλωτή, συνεπαγόμενη επομένως τον καθορισμό πολύ χαμηλού ποσοστού, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να νοθεύσει την εξισορρόπηση που θέλησε η νομολογία του Δικαστηρίου μεταξύ των απαιτήσεων της προστασίας των καταναλωτών και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Η ελεύθερη κυκλοφορία μπορεί, πράγματι, να θιγεί όταν πρόκειται για εισαγόμενα εμπορεύματα.

    106 Η Επιτροπή αναφέρει περαιτέρω ότι «τα γερμανικά δικαστήρια, στο πλαίσιο μιας νομολογίας που καθιερώθηκε προ πολλών δεκαετιών, ιδίως στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, ανέπτυξαν την αρχή σύμφωνα με την οποία ακόμα και ένα ποσοστό 10 έως 15 % παραπλανηθέντων καταναλωτών - ανάλογα με την εκάστοτε περίπτωση - πρέπει να θεωρηθεί ασήμαντο. Βεβαίως, πρέπει να εφαρμοστούν αυστηρότερα κριτήρια στα διαφημιστικά μηνύματα που αφορούν τα τρόφιμα και σχετίζονται με την υγεία και να θεωρηθεί ότι ακόμη και ένα ποσοστό μικρότερο του 10 % παραπλανηθέντων καταναλωτών δεν μπορεί να είναι ασήμαντο».

    107 Η κατευθυντήρια γραμμή που ανέπτυξε κατά τα ανωτέρω η γερμανική νομολογία μου φαίνεται ότι είναι απολύτως η προσήκουσα. Δεδομένου ότι οι επίμαχες στη διαφορά της κύριας δίκης ενδείξεις δεν μπορούν να ενθαρρύνουν τον καταναλωτή να αγοράσει ένα επικίνδυνο για την υγεία προϋόν, θα μπορούσε να υποδειχθεί το ποσοστό του 15 %, στον βαθμό που το Bundesverwaltungsgericht θα έκρινε αναγκαίο να αναζητήσει την πραγματική προσδοκία των καταναλωτών.

    108 Δεδομένου ότι συμφωνώ απολύτως με τις απόψεις που ανέπτυξε η Επιτροπή όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, υπό αα και ββ, προτείνω επίσης στο Δικαστήριο να υιοθετήσει τις απαντήσεις που προτείνει η Επιτροπή.

    109 Απομένει να διατυπώσω μια τελική παρατήρηση όσον αφορά τον ρόλο του εθνικού δικαστηρίου. Η Επιτροπή διερωτάται, πράγματι, διά μακρών ως προς το αν εναπόκειται, εν προκειμένω, στο Δικαστήριο ή στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει αν η επίδικη ένδειξη δημιουργεί ή όχι κίνδυνο παραπλανήσεως του αγοραστή. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σε ορισμένο αριθμό περιπτώσεων, το Δικαστήριο επέλυσε το ζήτημα αυτό (20). Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι περιπτώσεις αυτές ήσαν κάπως διαφορετικές από την υπό κρίση περίπτωση.

    110 Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις εκείνες επρόκειτο για την εκτίμηση της νομιμότητας, από την άποψη του κοινοτικού δικαίου, εθνικών μέτρων που περιόριζαν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορεύματων και υποτίθεται ότι δικαιολογούνταν από επιτακτικούς λόγους υπό την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Αντιθέτως, εν προκειμένω, το πρόβλημα που τίθεται είναι διαφορετικό: το Δικαστήριο καλείται να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο τα αναγκαία στοιχεία ερμηνείας για να του δώσει τη δυνατότητα να εφαρμόσει μια πράξη παραγώγου δικαίου στα πραγματικά περιστατικά που έχουν υποβληθεί στη κρίση του.

    111 Δεν βλέπω συνεπώς κανένα λόγο διαφοροποιήσεως στη συγκεκριμένη περίπτωση από τη γραμμή που παγίως ακολουθεί το Δικαστήριο με τη νομολογία του σχετικά με τον προπαρατεθέντα κανονισμό 1907/90, ήτοι με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Gutshof-Ei και Gold-Ei Erzeugerverbund, καθώς και με την προπαρατεθείσα απόφαση Paris, που αφορούσε παρόμοια προηγούμενη ρύθμιση. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το Δικαστήριο περιορίστηκε να διευκρινίσει τα κριτήρια που παρείχαν τη δυνατότητα στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει αν οι επίδικες ενδείξεις ήσαν ή όχι παραπλανητικές.

    Πρόταση

    112 Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει τις ακόλουθες απαντήσεις στο Bundesverwaltungsgericht.

    Πρώτο ερώτημα

    «Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1907/90 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με ορισμένες προδιαγραφές εμπορίας για τα αυγά, ειδικότερα δε το άρθρο του 10, παράγραφος 2, στοιχείο εε, έχει την έννοια ότι, για να εκτιμηθεί αν μια ένδειξη αποβλέπουσα στην προώθηση των πωλήσεων δημιουργεί κίνδυνο παραπλανήσεως του αγοραστή πρέπει να γίνει αναφορά σε μια αντικειμενική έννοια του αγοραστή, η οποία επιδέχεται νομική μόνο ερμηνεία. Το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει ωστόσο το να διενεργεί το εθνικό δικαστήριο έρευνες ή δημοσκοπήσεις σχετικά με την πραγματική προσδοκία των καταναλωτών, αν το κρίνει αναγκαίο.»

    Τρίτο ερώτημα

    «Η αντικειμενική έννοια του αγοραστή που πρέπει να γίνει δεκτή είναι η έννοια του μέσου καταναλωτή που έχει τη συνήθη ενημέρωση. Για να εκτιμηθεί αν μια ένδειξη αποβλέπουσα στην προώθηση των πωλήσεων δημιουργεί κίνδυνο παραπλανήσεως του αγοραστή, υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο εε, του προπαρατεθέντος κανονισμού 1907/90, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γράμμα και ο σκοπός του κανονισμού, το αληθές της ενδείξεως, η απουσία διφορούμενων, καθώς και το αν οι αρχές έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν τα πληροφοριακά στοιχεία που περιέχει.»

    Δεύτερο ερώτημα

    «α) Για να εκτιμηθεί αν μια ένδειξη αποβλέπουσα στην προώθηση των πωλήσεων δημιουργεί κίνδυνο παραπλανήσεως, το αποφασιστικό κριτήριο αποτελεί η αντίληψη του μέσου ενημερωμένου καταναλωτή.

    β) Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, που κρίνει το ζήτημα αν η ένδειξη δημιουργεί κίνδυνο παραπλανήσεως, να καθορίζει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως και της αρχής σύμφωνα με την οποία η προστασία του κοινοτικού δικαίου αφορά τον μέσο ενημερωμένο καταναλωτή, τι ποσοστό πρέπει να αντιπροσωπεύει μια ομάδα παραπλανηθέντων από διαφημιστικό μήνυμα καταναλωτών ώστε να παύει να θεωρείται ασήμαντη, οπότε δικαιολογείται η απαγόρευση της ενδείξεως αυτής.»

    (1) - ΕΕ ειδ. έκδ. 03/014, σ. 46.

    (2) - ΕΕ L 173, σ. 5.

    (3) - ΕΕ L 121, σ. 11.

    (4) - Κανονισμός (ΕΟΚ) 2617/93 του Συμβουλίου, της 21ης Σεπτεμβρίου 1993 (ΕΕ L 240, σ. 1).

    (5) - Κανονισμός (ΕΚ) 3117/94 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1994 (ΕΕ L 330, σ. 4).

    (6) - ΕΕ L 143, σ. 11.

    (7) - Απόφαση της 6ης Ιουλίου 1995, C-470/93 (Συλλογή 1995, σ. I-1923).

    (8) - Απόφαση της 29ης Ιουνίου 1995, C-456/93 (Συλλογή 1995, σ. I-1737).

    (9) - Αποφάσεις της 15ης Ιανουαρίου 1991, C-372/89, Gold-Ei Erzeugerverbund (Συλλογή 1991, σ. I-43)· της 25ης Φεβρουαρίου 1992, C-203/90, Gutshof-Ei (Συλλογή 1992, σ. I-1003), και της 13ης Δεκεμβρίου 1989, C-204/88, Paris (Συλλογή 1989, σ. 4361, σκέψη 11).

    (10) - Απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 1992, C-373/90 (Συλλογή 1992, σ. I-131).

    (11) - Οδηγία της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση (ΕΕ L 250, σ. 17).

    (12) - Σκέψεις 15 και 16.

    (13) - Η υπογράμμιση δική μου.

    (14) - Η υπογράμμιση δική μου.

    (15) - Αποφάσεις της 7ης Μαρτίου 1990, C-362/88, GB INNO/BM (Συλλογή 1990, σ. I-667, σκέψη 17)· X (ή Nissan), όπ.π., σκέψη 17· βλ. επίσης τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lιger, στην προπαρατεθείσα υπόθεση Mars, σημείο 51, που παραπέμπει στις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις X (ή Nissan) και της 18ης Μαου 1993, C-126/91, Yves Rocher (Συλλογή 1993, σ. I-2361).

    (16) - Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Gutshof-Ei, σκέψεις 17 έως 19.

    (17) - ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 33.

    (18) - Συλλογή 1992, σ. I-145.

    (19) - Παράρτημα 2 του προπαρατεθέντος κανονισμού 1274/91.

    (20) - Βλ. αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1990, C-238/89, Pall (Συλλογή 1990, σ. I-4827)· Yves Rocher και X (Nissan), όπ.π., και της 2ας Φεβρουαρίου 1994, C-315/92, Verband Sozialer Wettbewerb (Συλλογή 1994, σ. I-317).

    Επάνω