Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61996CJ0253

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 4ης Δεκεμβρίου 1997.
    Helmut Kampelmann κ.λπ. κατά Landschaftsverband Westfalen-Lippe (C-253/96 έως C-256/96), Stadtwerke Witten GmbH κατά Andreas Schade (C-257/96) και Klaus Haseley κατά Stadtwerke Altena GmbH (C-258/96).
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Landesarbeitsgericht Hamm - Γερμανία.
    Ενημέρωση του εργαζομένου - Οδηγία 91/533/ΕΟΚ - Άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γ'.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-253/96, C-254/96, C-255/96, C-256/96, C-257/96 και C-258/96.

    Συλλογή της Νομολογίας 1997 I-06907

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1997:585

    61996J0253

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 4ης Δεκεμβρίου 1997. - Helmut Kampelmann κ.λπ. κατά Landschaftsverband Westfalen-Lippe (C-253/96 έως C-256/96), Stadtwerke Witten GmbH κατά Andreas Schade (C-257/96) και Klaus Haseley κατά Stadtwerke Altena GmbH (C-258/96). - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Landesarbeitsgericht Hamm - Allemagne. - Ενημέρωση του εργαζομένου - Οδηγία 91/533/ΕΟΚ - Άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γ'. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-253/96, C-254/96, C-255/96, C-256/96, C-257/96 και C-258/96.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-06907


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1 Κοινωνική πολιτική - Προσέγγιση των νομοθεσιών - Υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας - Οδηγία 91/533 - Έγγραφο περιέχον πληροφορίες ως προς τους ουσιώδεις όρους της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας - Τεκμήριο αληθείας - Απόδειξη του αντιθέτου - Επιτρέπεται

    (Οδηγία 91/533 του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 1 και 2, στοιχ. γγ)

    2 Κοινωνική πολιτική - Προσέγγιση των νομοθεσιών - Υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας - Οδηγία 91/533 - Άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ - Άμεσο αποτέλεσμα - Δυνατότητα να κρατών μελών να επιλέγουν μεταξύ δύο κατηγοριών πληροφοριών προς κοινοποίηση στον εργαζόμενο - Στοιχείο που δεν έχει σημασία ως προς το άμεσο αποτέλεσμα της συγκεκριμένης διατάξεως

    (Οδηγία 91/533 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 2, στοιχ. γγ)

    3 Κοινωνική πολιτική - Προσέγγιση των νομοθεσιών - Υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας - Οδηγία 91/533 - Ανακοίνωση «του συνοπτικού χαρακτηρισμού ή περιγραφής της εργασίας» - Ανακοίνωση περιοριζόμενη στην απλή ονομασία της δραστηριότητας του εργαζομένου - Δεν επιτρέπεται

    (Οδηγία 91/533 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 2, στοιχ. γγ, σημ. ii)

    4 Κοινωνική πολιτική - Προσέγγιση των νομοθεσιών - Υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας - Οδηγία 91/533 - Σύμβαση ή σχέση εργασίας υφιστάμενη κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας που μεταφέρουν τις διατάξεις της οδηγίας - Απαλλαγή του εργοδότη από την υποχρέωση να ανακοινώσει στον εργαζόμενο τα στοιχεία της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας που του έχουν ήδη ανακοινωθεί - Επιτρέπεται

    (Οδηγία 91/533 του Συμβουλίου, άρθρο 9 § 2)

    Περίληψη


    5 Η ανακοίνωση που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/533, σχετικά με την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας, κατά το μέτρο που ενημερώνει τον εργαζόμενο ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας και, ειδικότερα, ως προς τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, ενέχει αξία τεκμηρίου παρεμφερούς με εκείνο που θα αποτελούσε, στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξης, παρόμοιο έγγραφο καταρτιζόμενο από τον εργοδότη και κοινοποιούμενο στον εργαζόμενο. Πάντως, ο εργοδότης μπορεί να προσκομίσει οποιαδήποτε περί του αντιθέτου απόδειξη, αποδεικνύοντας είτε ότι τα περιεχόμενα στην εν λόγω ανακοίνωση στοιχεία είναι εσφαλμένα είτε ότι έχουν εκ των πραγμάτων διαψευστεί.

    6 Οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται απευθείας το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της οδηγίας 91/533 ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων έναντι του Δημοσίου ή οποιουδήποτε οργανισμού ή διοικητικής μονάδας υποκείμενης στον έλεγχο του κράτους που διαθέτει εξουσίες υπέρμετρες σε σχέση με εκείνες που απορρέουν από τους εφαρμοστέους στις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις κανόνες, είτε στην περίπτωση που το κράτος παρέλειψε να μεταφέρει εντός των ταχθεισών προθεσμιών την οδηγία στην εθνική νομοθεσία είτε όταν προέβη σε εσφαλμένη μεταφορά.

    Πράγματι, το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, απαριθμεί κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ορισμένα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως που ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον εργαζόμενο, όπως «η ονομασία, ο βαθμός, η φύση ή η κατηγορία της απασχόλησης του εργαζομένου» ή «ο συνοπτικός χαρακτηρισμός ή περιγραφή της εργασίας». Εξάλλου, το ότι η διάταξη αυτή παρέχει στο κράτος τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ δύο ειδών ενημερώσεως του εργαζομένου δεν αποκλείει τη δυνατότητα καθορισμού με επαρκή ακρίβεια, βάσει και μόνον των διατάξεων της οδηγίας, του περιεχομένου των παρεχομένων στους ιδιώτες δικαιωμάτων, η έκταση των οποίων, και για τις δύο εναλλακτικές περιπτώσεις, δεν αφήνει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στο οικείο κράτος μέλος.

    7 Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, σημείο ii, της οδηγίας 91/533 που προβλέπει ότι ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον μισθωτό εργαζόμενο τον συνοπτικό χαρακτηρισμό ή περιγραφή της εργασίας δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος, που μεταφέρει στην εσωτερική του νομοθεσία αυτή τη διάταξη, να παράσχει σε εργοδότη τη δυνατότητα να αναφέρει απλώς, σε όλες τις περιπτώσεις, την ονομασία της δραστηριότητάς του.

    8 Το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/533 έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει τη δυνατότητα των κρατών μελών να απαλλάσσουν τον εργοδότη από την υποχρέωση γραπτής ενημερώσεως του εργαζομένου ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας, έστω κι αν ο εργαζόμενος το έχει ζητήσει, στην περίπτωση που έγγραφο ή σύμβαση εργασίας που έχει καταρτιστεί πριν τεθούν σε ισχύ τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας περιέχει αυτά τα στοιχεία.

    Διάδικοι


    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-253/96 έως C-258/96,

    που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις του Landesarbeitsgericht Hamm (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Helmut Kampelmann κ.λπ.

    και

    Landschaftsverband Westfalen-Lippe (C-253/96 έως C-256/96),

    και μεταξύ

    Stadtwerke Witten GmbH

    και

    Andreas Schade (C-257/96),

    και μεταξύ

    Klaus Haseley

    και

    Stadtwerke Altena GmbH (C-258/96),

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Οκτωβρίου 1991, σχετικά με την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας (ΕΕ L 288, σ. 32),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους M. Wathelet (εισηγητή), πρόεδρο του πρώτου τμήματος, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, J. C. Moitinho de Almeida, D. A. O. Edward, P. Jann και L. Sevσn, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

    γραμματέας: H. A. Rόhl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    - ο Schmidt, ενάγων στην κύρια δίκη στις υποθέσεις C-253/96 έως C-256/96, εκπροσωπούμενος από τον H. Geil, δικηγόρο Bielefeld,

    - η Landschaftsverband Westfalen-Lippe, εκπροσωπούμενη από τον K. Hahn, δικηγόρο Κολωνίας,

    - η Stadtwerke Witten GmbH και η Stadtwerke Altena GmbH, εκπροσωπούμενες από τον A. de Vivie, σύμβουλο στον Kommunaler Arbeitgeberverband Nordrhein-Westfalen (συνδικαλιστικό φορέα της εργοδοσίας σε δημοτικό επίπεδο),

    - οι Schade και Haseley, εκπροσωπούμενοι από τον D. Krause, γραμματέα του συνδικάτου ΦTV,

    - η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον E. Rφder, Ministerialrat στο ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας,

    - η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την L. Nicoll, του Treasury Solicitor's Department, επικουρούμενη από την S. Moore, barrister,

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Μ. Πατακιά, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενη από τον G. M. Berrisch, δικηγόρο Αμβούργου και Βρυξελλών,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Tilsch, ενάγοντα της κύριας δίκης στις υποθέσεις C-253/96 έως C-256/96, εκπροσωπουμένου από τον R. Blφmke, δικηγόρο Witten, της Landschaftsverband Westfalen-Lippe, εκπροσωπούμενης από τον K. Hahn, της Stadtwerke Witten GmbH και της Stadtwerke Altena GmbH, εκπροσωπουμένων από τον A. de Vivie, των Schade και Haseley, εκπροσωπουμένων από τον D. Krause, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον G. M. Berrisch, κατά τη συνεδρίαση της 1ης Ιουλίου 1997,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Οκτωβρίου 1997,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Mε διατάξεις της 9ης Ιουλίου 1996, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 23 Ιουλίου 1996, το Landesarbeitsgericht Hamm υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, σειρά προδικαστικών ερωτημάτων ως προς την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Οκτωβρίου 1991, σχετικά με την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας (ΕΕ L 288, σ. 32, στο εξής: οδηγία).

    2 Τα ερωτήματα αυτά υποβλήθηκαν στο πλαίσιο σειράς διαφορών μεταξύ των Kampelmann, Tilsch, Klingelhφfer και Schmidt, αφενός, και της Landschaftsverband Westfalen-Lippe (στο εξής: Landschaftsverband), αφετέρου, στις υποθέσεις C-253/96 έως C-256/96, της Stadtwerke Witten GmbH (στο εξής: Stadtwerke Witten), αφενός, και του Schade, αφετέρου, στην υπόθεση C-257/96, και του Haseley, αφενός, και της Stadtwerke Altena GmbH (στο εξής: Stadtwerke Altena), αφετέρου, στην υπόθεση C-258/96, αναφορικά με την άρνηση του εργοδότη τους να τους προαγάγει στον αμέσως ανώτερο βαθμό, με το αιτιολογικό ότι δεν απέδειξαν ότι έχουν την απαιτούμενη αρχαιότητα στην άσκηση καθηκόντων αντιστοιχούντων στο ανάλογο επίπεδο και στα ανάλογα προσόντα, παρά τα περί του αντιθέτου έγγραφα στοιχεία που τους είχε κοινοποιήσει ο εργοδότης τους αρκετά έτη πριν.

    Η οδηγία

    3 Σύμφωνα με τη δεύτερη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία αποσκοπεί «στην καλύτερη προστασία των εργαζομένων απέναντι σε μια πιθανή ελλιπή γνώση των δικαιωμάτων τους και στην ύπαρξη μεγαλύτερης διαφάνειας στην αγορά εργασίας».

    4 Προς τούτο, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει ότι ο εργοδότης οφείλει να γνωστοποιεί στον μισθωτό εργαζόμενο, στον οποίο εφαρμόζεται η οδηγία, τα ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας. Στην παράγραφο 2 απαριθμούνται τα στοιχεία τα οποία πρέπει να περιλαμβάνει η εν λόγω ενημέρωση. Αυτά είναι:

    «γ) i) η ονομασία, ο βαθμός, η φύση ή η κατηγορία της απασχόλησης του εργαζόμενου,

    ή

    ii) ο συνοπτικός χαρακτηρισμός ή περιγραφή της εργασίας·

    (...)

    η) το αρχικό βασικό ποσό, τα άλλα συστατικά στοιχεία καθώς και η περιοδικότητα καταβολής της αμοιβής που δικαιούται ο εργαζόμενος·

    (...).»

    5 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, «η ενημέρωση για τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στοιχεία σττ, ζζ, ηη και θθ, μπορεί, ενδεχομένως, να γίνεται και με παραπομπή στις νομοθετικές, κανονιστικές, διοικητικές ή καταστατικές διατάξεις ή στις συλλογικές συμβάσεις που ρυθμίζουν τα οικεία θέματα».

    6 Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1,

    «Η ενημέρωση για τα στοιχεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, μπορεί να γίνεται με παράδοση στον εργαζόμενο, δύο μήνες το αργότερο μετά από την έναρξη της εργασίας του:

    α) γραπτής σύμβασης εργασίας

    ή/και

    β) επιστολής πρόσληψης

    ή/και

    γ) ενός ή περισσοτέρων άλλων εγγράφων, εφόσον ένα από αυτά τα έγγραφα περιλαμβάνει τουλάχιστον όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχεία αα, ββ, γγ, δδ, ηη και θθ.»

    7 Το άρθρο 6 ορίζει ότι:

    «Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές που αφορούν:

    - τη μορφή της σύνθεσης ή της σχέσης εργασίας,

    - το καθεστώς των αποδεικτικών στοιχείων της ύπαρξης και του περιεχομένου της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας,

    - τους διαδικαστικούς κανόνες που είναι εν προκειμένω εφαρμόσιμοι.»

    8 Τέλος, από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας προκύπτει ότι τα κράτη μέλη όφειλαν να θεσπίσουν τις αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς την οδηγία διατάξεις μέχρι τις 30 Ιουνίου 1993 το αργότερο. Το άρθρο 9, παράγραφος 2, προσθέτει:

    «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι, για σύμβαση ή σχέση εργασίας που υφίσταται κατά την έναρξη ισχύος των διατάξεων αυτών, ο εργοδότης παραδίδει στον εργαζόμενο κατόπιν αιτήσεώς του και εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή της σχετικής αιτήσεως το ή τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 3, συμπληρωμένα ενδεχομένως κατ' εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1.»

    Η γερμανική νομοθεσία

    9 Η οδηγία μεταφέρθηκε στη γερμανική νομοθεσία με τον Nachweisgesetz της 20ής Ιουλίου 1995 (νόμο περί ενημερώσεως για τους ουσιώδεις όρους που διέπουν μια σύμβαση εργασίας, BGBl. Ι, σ. 946, στο εξής: νόμος μεταφοράς ή νόμος ή νόμος της 20ής Ιουλίου 1995).

    10 Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 5, του νόμου, που μεταφέρει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της οδηγίας, το ενημερωτικό έγγραφο οφείλει να μνημονεύει «την ονομασία ή τη γενική περιγραφή της δραστηριότητας που οφείλει να ασκεί ο εργαζόμενος».

    11 Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 4 του γερμανικού νόμου, που μεταφέρει το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας, «Αν η σχέση εργασίας υφίστατο ήδη κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, το κατά το άρθρο 2 έγγραφο πρέπει να επιδοθεί στον εργαζόμενο κατόπιν αιτήσεώς του, εντός προθεσμίας δύο μηνών». Πάντως, κατά την ίδια διάταξη, «ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση αυτή στην περίπτωση που προγενέστερο έγγραφο ή σύμβαση εργασίας περιλαμβάνουν τα απαιτούμενα στοιχεία».

    Οι υποθέσεις C-253/96 έως C-256/96

    12 Οι Kampelmann, Tilsch, Klingelhφfer και Schmidt είναι τεχνικοί απασχολούμενοι στη Landschaftsverband, επιφορτισμένοι κυρίως με την κατασκευή και συντήρηση οδών στην περιοχή της Westfalen-Lippe και τη διαχείριση σειράς υπηρεσιών οδοποιίας του εν λόγω ομοσπόνδου κράτους.

    13 ςΟλοι είχαν ενημερωθεί γραπτώς από τον εργοδότη τους για τον βαθμό και το επίπεδο δραστηριότητας όπου είχαν καταταγεί. Μετά από πολλά έτη, το 1991 και το 1992, οι ενδιαφερόμενοι ζήτησαν προαγωγή στον αμέσως ανώτερο βαθμό, αλλά προσέκρουσαν στην άρνηση της Landschaftsverband, η οποία επικαλέστηκε ως αιτιολογία ότι η αξιολόγηση της δραστηριότητας που τους είχε κοινοποιηθεί ήταν εσφαλμένη και ότι οι δραστηριότητές τους αντιστοιχούσαν πράγματι, κατά τον εργοδότη, σε χαμηλότερο επίπεδο δραστηριότητας, το οποίο δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη για την κατάταξη σε ανώτερο βαθμό κατά τις εφαρμοστέες συλλογικές συμβάσεις.

    14 Κατόπιν αυτού, οι Kampelmann, Tilsch, Klingelhφfer και Schmidt προσέφυγαν στο αρμόδιο Arbeitsgericht ζητώντας να αναγνωριστεί η κατάταξή τους στον ανώτερο βαθμό.

    15 Οι αιτήσεις τους απορρίφθηκαν με το σκεπτικό ότι δεν απέδειξαν ότι είχαν πράγματι την απαιτούμενη αρχαιότητα στον ανάλογο βαθμό και επίπεδο δραστηριότητας, ώστε να μπορούν να ζητήσουν την κατ' εκλογή προαγωγή. Συγκεκριμένα, η κατάταξη στην οποία είχε προηγούμενως προβεί η Landschaftsverband κρίθηκε ως στερούμενη σημασίας.

    16 Κατόπιν αυτού οι ενδιαφερόμενοι άσκησαν έφεση ενώπιον του Landesarbeitsgericht Hamm.

    Οι υποθέσεις C-257/96 και C-258/86

    17 Οι Schade και Haseley απασχολούνται, αντιστοίχως, στη Stadtwerke Witten και στη Stadtwerke Altena, δημόσιες επιχειρήσεις παρέχουσες υπηρεσίες διανομής ενέργειας στις αντίστοιχες πόλεις.

    18 Ο Haseley το 1987 και ο Schade το 1991 ενημερώθηκαν με επιστολή του εργοδότη τους ότι προήχθησαν στον ανώτερο βαθμό του μισθολογίου. Ωστόσο, το 1992, οι εργοδότες τους αρνήθηκαν να λάβουν υπόψη την ανακοινωθείσα με την εν λόγω επιστολή κατάταξη προκειμένου να προαγάγουν τους ενδιαφερομένους κατ' εκλογή, με το αιτιολογικό ότι τα καθήκοντά τους δεν είχαν εκτιμηθεί ορθώς και ότι δεν δικαιολογούσαν κατάταξη στον ανώτερο βαθμό.

    19 Οι εργαζόμενοι άσκησαν, κατόπιν αυτού, αγωγή ενώπιον του αρμόδιου Arbeitsgericht, ζητώντας κατάταξη στον ανώτερο βαθμό.

    20 Η αίτηση του Schade έγινε δεκτή, καθώς το Arbeitsgericht έκρινε ότι η δραστηριότητα που είχε ασκήσει προϋπέθετε όχι μόνο βαθιά και εκτεταμένη γνώση της αντίστοιχης ειδικότητας, αλλά και αυτονομία δράσεως, πράγμα που σήμαινε ότι πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για προαγωγή στον ανώτερο βαθμό.

    21 Αντιθέτως, η αίτηση του Haseley απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι ο ενδιαφερόμενος δεν απέδειξε ότι τα καθήκοντα που εκτελούσε ανταποκρίνονταν στα σχετικά κριτήρια δραστηριότητας του συγκεκριμένου βαθμού.

    22 Και στις δύο υποθέσεις ασκήθηκε έφεση ενώπιον του Landesarbeitsgericht Hamm.

    Τα προδικαστικά ερωτήματα

    23 Αναφορικά με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας, το Landesarbeitsgericht Hamm διερωτάται αν το κοινοτικό δίκαιο αντιστρέφει το βάρος αποδείξεως, ώστε να εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει, στις κύριες δίκες, ότι η γραπτώς κοινοποιηθείσα προηγουμένως κατάταξη ήταν εσφαλμένη. Ελλείψει αυτής της αποδείξεως, ο εργαζόμενος δεν υπέχει πλέον την υποχρέωση, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, να αποδείξει ότι τα καθήκοντά του ανταποκρίνονται πράγματι στον βαθμό και το επίπεδο δραστηριότητας που είχαν αρχικώς κοινοποιηθεί, αλλά οφείλει απλώς να αποδείξει ότι συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις για την κατάταξη στον ανώτερο βαθμό, ιδίως ο ελάχιστος χρόνος αρχαιότητας.

    24 Ενόψει των ανωτέρω,το Landesarbeitsgericht Hamm αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο, στις υποθέσεις C-253/96 έως C-256/96, τα ακόλουθα ερωτήματα:

    «1) Αποσκοπούν οι διατάξεις του άρθρου 2 της "οδηγίας σχετικά με την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας" (οδηγία 91/533/EOK, ΕΕ L 288, σ. 32), λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που τάσσεται στο προοίμιο της οδηγίας, "καλύτερη προστασία των εργαζομένων απέναντι σε μια πιθανή ελλιπή γνώση των δικαιωμάτων τους και στην ύπαρξη μεγαλύτερης διαφάνειας στην αγορά εργασίας", στη βελτίωση, προς όφελος του εργαζομένου, της κατανομής του βάρους της αποδείξεως, υπό την έννοια ότι με τον κατάλογο των κατ' ελάχιστον στοιχείων του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ επιδιώκεται να διασφαλιστεί ότι ως προς αυτά τα στοιχεία ο εργαζόμενος δεν χρειάζεται να προσκομίσει αποδείξεις όταν πρόκειται περί προβολής αξιώσεων στηριζομένων στη σύμβαση εργασίας στο πλαίσιο δίκης ενώπιον δικαστηρίων εργατικών διαφορών;

    2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: εφαρμόζονται απευθείας οι διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, σημείο ii, της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ έναντι του Δημοσίου, ενεργούντος ως ιδιωτικού δικαίου εργοδότης, από 1ης Ιουλίου 1993, δεδομένου

    - ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν είχε μεταφέρει (πλήρως) στην εσωτερική έννομη τάξη την οδηγία μέχρι τις 30 Ιουνίου 1993, τελευταία ημέρα της προθεσμίας για τη μεταφορά της στην εσωτερική έννομη τάξη,

    - ότι οι ανωτέρω διατάξεις της οδηγίας δεν περιέχουν αιρέσεις και, επομένως, μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς να απαιτείται άλλη πράξη μεταφοράς,

    - ότι η οδηγία παρέχει στους εργαζομένους δικαιώματα έναντι του ενεργούντος ως εργοδότης Δημοσίου;

    3) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα: λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που πρέπει να γνωστοποιεί ο εργοδότης ως προς "τη φύση ή την κατηγορία της απασχόλησης του εργαζομένου", σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, σημείο ii, της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ, συνεπάγεται η αξία της συγκεκριμένης απασχόλησης ότι ο εργαζόμενος, στην περίπτωση που η κατάταξή του σε μισθολογικό κλιμάκιο προβλεπόμενο από τη συλλογική σύμβαση προϋποθέτει αναγκαστικώς να παρουσιάζει η δραστηριότητά του τα χαρακτηριστικά συγκεκριμένης κατηγορίας ενός μισθολογικού κλιμακίου, μπορεί να συναγάγει από την κοινοποιούμενη σ' αυτόν κατάταξή του σε συγκεκριμένο μισθολογικό κλιμάκιο και κατηγορία αν μετέχει σε σύστημα προαγωγής μετά τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου δοκιμασίας ή προαγωγής σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο;

    4) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα: η κοινοποίηση των στοιχείων κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, σημείο ii, της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ δεσμεύει σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο εργοδότης να μην μπορεί να θίξει την προκύπτουσα από την ανακοίνωση αξία της θέσεως απασχόλησης, εκτός αν ο ίδιος αποδείξει το εσφαλμένο της κατατάξεως ή, έστω, αν αποδείξει - για παράδειγμα προβαίνοντας σε αξιολόγηση της θέσεως εργασίας - ότι τον κατέταξε εσφαλμένως ή ότι η αξία της θέσεως απασχολήσεως μειώθηκε με την παρόδο του χρόνου ή με την τροποποίηση της συλλογικής συμβάσεως;

    5) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα: μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο η μεταφορά στη γερμανική έννομη τάξη της ρυθμίσεως του άρθρου 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ, μέσω του νόμου της 20ής Ιουλίου 1995 (BGBl. Ι, σ. 946), κατά τον οποίο ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση να εγχειρίσει στον εργαζόμενο αποδεικτική ανακοίνωση, στο πλαίσιο ήδη υφιστάμενης σχέσεως εργασίας, "εφόσον προγενέστερο έγγραφο ή έγγραφη σύμβαση εργασίας περιέχει τα απαιτούμενα στοιχεία" (άρθρο 4, παράγραφος 2, του νόμου), με συνέπεια να θεωρούνται ότι ικανοποιούν τις απαιτήσεις της οδηγίας, η οποία έχει ήδη μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη ή, ελλείψει μεταφοράς, ισχύει απευθείας, οι προγενέστερες αυτές αποδεικτικού χαρακτήρα ανακοινώσεις, οι ανακοινώσεις δε αυτές να είναι έγκυρες με συνέπεια ότι ο εργοδότης, σε περίπτωση αντιφάσεως με μια νέα ανακοίνωση αποδεικτικού χαρακτήρα - στην προκειμένη περίπτωση: ανακοίνωση περί μισθολογικής κατατάξεως που κατατέθηκε στο πλαίσιο εκδικάσεως διαφοράς -, υποχρεούται να αποδείξει την ορθότητα του περιεχομένου της νεότερης ανακοίνωσης;»

    25 Στις υποθέσεις C-257/96 και C-258/96, το Landesarbeitsgericht Hamm υπέβαλε επίσης στο Δικαστήριο πέντε ερωτήματα από τα οποία τα τρία πρώτα είναι πανομοιότυπα με τα τρία πρώτα από τα παρατεθέντα ανωτέρω ερωτήματα.

    26 Αντιθέτως, το τέταρτο ερώτημα στις υποθέσεις αυτές είναι διατυπωμένο ως εξής:

    «Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα: συνεπάγεται η κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, σημείο ii, της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ ανακοίνωση, που ενημερώνει τον εργαζόμενο ότι κατετάγη σε ορισμένο κλιμάκιο ενός μισθολογίου που περιλαμβάνει διάφορες κατηγορίες, που απαιτούν όλες πλήρεις και πολύπλευρες ειδικές γνώσεις και διακρίνονται μόνον από τον βαθμό αυτονομίας δράσεως, ότι ο εργαζόμενος μπορεί να επικαλεστεί την προκύπτουσα από την ανακοίνωση του εργοδότη κατάταξή του, ώστε να μη χρειάζεται πλέον να αποδείξει τις πλήρεις και πολύπλευρες ειδικές γνώσεις, αλλά μόνον τον βαθμό αυτονομίας δράσεως που απαιτείται για την αιτούμενη κατάταξη σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο, ενώ η κατάταξή του στο μισθολογικό κλιμάκιο που του ανακοίνωσε ο εργοδότης προϋποθέτει την ύπαρξη πλήρων και πολύπλευρων ειδικών γνώσεων;»

    27 Το πέμπτο ερώτημα στην υπόθεση C-258/96 είναι πανομοιότυπο με το πέμπτο ερώτημα που παρατέθηκε ανωτέρω, ενώ, στην υπόθεση C-257/96, είναι διατυπωμένο κατά τρόπο ελαφρώς διαφορετικό απ' ό,τι στις άλλες υποθέσεις:

    «Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα: μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο η μεταφορά στη γερμανική έννομη τάξη της ρυθμίσεως του άρθρου 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ, μέσω του νόμου της 20ής Ιουλίου 1995 (BGBl. Ι, σ. 946), κατά τον οποίο ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση να εγχειρίσει στον εργαζόμενο αποδεικτική ανακοίνωση, στο πλαίσιο ήδη υφιστάμενης σχέσεως εργασίας, "εφόσον προγενέστερο έγγραφο ή έγγραφη σύμβαση εργασίας περιέχει τα απαιτούμενα στοιχεία" (άρθρο 4, παράγραφος 2, του αποδεικτικού νόμου), με συνέπεια να θεωρούνται ότι ικανοποιούν τις απαιτήσεις της οδηγίας, η οποία έχει ήδη μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη ή, ελλείψει μεταφοράς, ισχύει απευθείας, οι προγενέστερες αυτές αποδεικτικού χαρακτήρα ανακοινώσεις, οι ανακοινώσεις δε αυτές να είναι έγκυρες με συνέπεια ότι ο εργοδότης, σε περίπτωση αντιφάσεως με νέα ανακοίνωση αποδεικτικού χαρακτήρα - στην προκειμένη περίπτωση: ανακοίνωση περί του χρόνου ενάρξεως της περιόδου δοκιμασίας -, υποχρεούται να αποδείξει την ορθότητα του περιεχομένου της νεότερης ανακοίνωσης;»

    28 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, πλην της υποθέσεως C-257/96, οι λοιπές υποθέσεις ανέκυψαν από την άρνηση του εργοδότη, πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας και παρά την έγγραφη ενημέρωση σχετικά με τον βαθμό και το επίπεδο δραστηριότητας που τους είχε γίνει πολλά έτη πριν, να προαγάγει τους συγκεκριμένους εργαζομένους. Ομοίως, πλην των υποθέσεων C-254/96 και C-257/96, οι αγωγές ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ασκήθηκαν επίσης πριν από τη λήξη αυτής της προθεσμίας. Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει, λαμβάνοντας υπόψη το εθνικό δίκαιο, αν οι διαφορές της κύριας δίκης μπορούν ή πρέπει να επιλυθούν με εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας.

    Επί του πρώτου και του τετάρτου ερωτήματος

    29 Με το πρώτο και το τέταρτο ερώτημά του, που επιβάλλεται να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η κοινοποίηση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας, στο μέτρο που ενημερώνει τον εργαζόμενο για τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας και, ειδικότερα, για τα στοιχεία στα οποία αναφέρεται το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, δεσμεύει τον εργοδότη όσο αυτός δεν αποδεικνύει τον εσφαλμένο χαρακτήρα τους.

    30 Πρέπει κατ' αρχάς να υπομνηστεί ότι από το άρθρο 6 της οδηγίας προκύπτει ότι οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας περί του βάρους αποδείξεως δεν επηρεάζονται από την οδηγία.

    31 Πάντως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, προς επίτευξη του σκοπού που προσδιορίζεται στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, το άρθρο 2, παράγραφος 1, αυτής επιβάλλει στον εργοδότη την υποχρέωση να γνωστοποιεί στον μισθωτό εργαζόμενο τα ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας που απαριθμούνται στην παράγραφο 2.

    32 Ο σκοπός αυτός, όμως, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν ο εργαζόμενος δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει, ως αποδεικτικό μέσο, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ιδίως σε περίπτωση διαφοράς ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας, τα στοιχεία που περιέχονται στην ανακοίνωση του άρθρου 2, παράγραφος 1.

    33 Συνεπώς, στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να εφαρμόζουν και να ερμηνεύουν τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας περί του βάρους αποδείξεως υπό το πρίσμα των σκοπών της οδηγίας, αποδίδοντας στην ανακοίνωση του άρθρου 2, παράγραφος 1, αποδεικτική ισχύ που την καθιστά στοιχείο δυνάμενο να αποδείξει το αληθές των ουσιωδών στοιχείων της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας προσδίδοντάς της, κατά συνέπεια, την αξία τεκμηρίου παρεμφερούς με αυτό που θα αποτελούσε, στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξης, ένα παρόμοιο έγγραφο καταρτιζόμενο από τον εργοδότη και κοινοποιούμενο στον εργαζόμενο.

    34 Ελλείψει συστήματος αποδείξεων προβλεπομένου από την ίδια την οδηγία, πρέπει να προστεθεί ότι η απόδειξη των ουσιωδών στοιχείων της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας δεν μπορεί να εξαρτάται μόνον από την ανακοίνωση στην οποία προβαίνει ο εργοδότης δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας. Συνεπώς, ο εργοδότης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσκομίσει οποιαδήποτε περί του αντιθέτου απόδειξη, αποδεικνύοντας είτε ότι τα περιεχόμενα στην ανακοίνωση στοιχεία είναι εσφαλμένα είτε ότι έχουν εκ των πραγμάτων διαψευστεί.

    35 Συνεπώς, στο πρώτο και στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ανακοίνωση που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας, κατά το μέτρο που ενημερώνει τον εργαζόμενο ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας και, ειδικότερα, ως προς τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, ενέχει αξία τεκμηρίου παρεμφερούς με εκείνο που θα αποτελούσε, στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξης, παρόμοιο έγγραφο καταρτιζόμενο από τον εργοδότη και κοινοποιούμενο στον εργαζόμενο. Πάντως, ο εργοδότης μπορεί να προσκομίσει οποιαδήποτε περί του αντιθέτου απόδειξη, αποδεικνύοντας είτε ότι τα περιεχόμενα στην εν λόγω ανακοίνωση στοιχεία είναι εσφαλμένα είτε ότι έχουν εκ των πραγμάτων διαψευστεί.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    36 Από το δεύτερο ερώτημα προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο ενδιαφέρεται κυρίως να πληροφορηθεί αν οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται απευθείας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της οδηγίας.

    37 Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, διάταξη οδηγίας παράγει άμεσο αποτέλεσμα όταν, από απόψεως περιεχομένου, είναι απαλλαγμένη αιρέσεων και επαρκώς ακριβής (απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1982, 8/81, Becker, Συλλογή 1982, σ. 53).

    38 Στην παρούσα υπόθεση διαπιστώνεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της οδηγίας απαριθμεί κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ορισμένα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως που ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον εργαζόμενο, όπως «η ονομασία, ο βαθμός, η φύση ή η κατηγορία της απασχόλησης του εργαζόμενου» ή «ο συνοπτικός χαρακτηρισμός ή περιγραφή της εργασίας».

    39 Το ότι η διάταξη αυτή παρέχει στο κράτος τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ δύο ειδών ενημερώσεως του εργαζομένου δεν αποκλείει τη δυνατότητα καθορισμού με επαρκή ακρίβεια, βάσει και μόνον των διατάξεων της οδηγίας, του περιεχομένου των παρεχομένων στους ιδιώτες δικαιωμάτων, η έκταση των οποίων, και για τις δύο εναλλακτικές περιπτώσεις, δεν αφήνει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στο οικείο κράτος μέλος (βλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991, C-6/90 και C-9/90, Francovich κ.λπ., Συλλογή 1991, σ. Ι-5357, σκέψη 17).

    40 Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις είναι απαλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς ακριβείς ώστε να μπορούν οι ιδιώτες να τις επικαλούνται απευθείας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, είτε στην περίπτωση που το οικείο κράτος παρέλειψε να μεταφέρει στην εσωτερική νομοθεσία την οδηγία εντός των ταχθεισών προθεσμιών είτε όταν η μεταφορά δεν έγινε ορθώς.

    41 Στη συγκεκριμένη περίπτωση διαπιστώνεται ότι η οδηγία μεταφέρθηκε στη γερμανική έννομη τάξη με τον νόμο της 20ής Ιουλίου 1995. Από της εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία οι ιδιώτες μπορούσαν, κατά συνέπεια, να επικαλούνται απευθείας τις συγκεκριμένες διατάξεις της οδηγίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων προκειμένου να εξασφαλίσουν, ως ελάχιστη εγγύηση, τα δικαιώματα που κατά την οδηγία συνδέονται με το ένα ή το άλλο είδος της παρεχόμενης στον εργαζόμενο ενημερώσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της οδηγίας.

    42 Για τον μετά τη μεταφορά της οδηγίας χρόνο, οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται τις συγκεκριμένες διατάξεις της μόνον εφόσον τα εθνικά μέτρα μεταφοράς δεν είναι, από πλευράς οδηγίας, ορθά ή επαρκή.

    43 Συναφώς, η Landschaftsverband, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υπογραμμίζουν ότι ο Γερμανός νομοθέτης επέλεξε τη δυνατότητα του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, σημείο ii, της οδηγίας, επιβάλλοντας στον εργοδότη την υποχρέωση να γνωστοποιεί γραπτώς «την ονομασία ή τη γενική περιγραφή της δραστηριότητας που οφείλει να ασκεί ο εργαζόμενος».

    44 Πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τη δεύτερη εναλλακτική επιλογή που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της οδηγίας, ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον μισθωτό εργαζόμενο τον συνοπτικό χαρακτηρισμό ή περιγραφή της εργασίας. ςΟμως, η απλή ονομασία μιας δραστηριότητας δεν μπορεί να αντιστοιχεί, σε όλες τις περιπτώσεις, στον χαρακτηρισμό ή την περιγραφή, έστω συνοπτική, της εργασίας που επιτελεί ο εργαζόμενος.

    45 Συνεπώς, οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται απευθείας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, σημείο ii, της οδηγίας, ακόμα και μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου μεταφοράς.

    46 Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, μια οδηγία δεν μπορεί αφ' εαυτής να δημιουργήσει υποχρεώσεις σ' έναν ιδιώτη και, συνεπώς, δεν είναι δυνατή η επίκληση αυτών καθεαυτών των διατάξεών της κατ' αυτού (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994, C-91/92, Faccini Dori, Συλλογή 1994, σ. Ι-3325, σκέψη 20). Αντιθέτως, οι διατάξεις της μπορούν να προβληθούν έναντι οργανισμών ή φορέων που υπόκεινται στην εποπτεία ή στον έλεγχο του κράτους ή που έχουν εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με εκείνες που απορρέουν από τους εφαρμοστέους στις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις κανόνες, όπως είναι τα όργανα τοπικής αυτοδιοικήσεως ή οι οργανισμοί στους οποίους, ασχέτως της νομικής τους μορφής, έχει ανατεθεί, δυνάμει πράξεως της δημοσίας αρχής, η παροχή, υπό τον έλεγχο της εν λόγω δημοσίας αρχής, μιας υπηρεσίας δημοσίου συμφέροντος (βλ. αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 1989, 103/88, Fratelli Costanzo, Συλλογή 1989, σ. 1839, σκέψη 31, και της 12ης Ιουλίου 1990, C-188/89, Foster κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. Ι-3313, σκέψη 19).

    47 ηΕχοντας υπόψη τα ανωτέρω, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται απευθείας το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της οδηγίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων έναντι του Δημοσίου ή οποιουδήποτε οργανισμού ή φορέα που υπόκειται στην εποπτεία ή στον έλεγχο του κράτους ή που έχει εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με εκείνες που απορρέουν από τους εφαρμοστέους στις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις κανόνες, είτε στην περίπτωση που το κράτος παρέλειψε να μεταφέρει εντός των ταχθεισών προθεσμιών την οδηγία στην εθνική νομοθεσία είτε όταν προέβη σε εσφαλμένη μεταφορά. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, σημείο ii, της οδηγίας δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος, στο πλαίσιο της μεταφοράς αυτής της διατάξεως, να παράσχει σε εργοδότη τη δυνατότητα να περιορίζει, σε όλες τις περιπτώσεις, τα στοιχεία που πρέπει να κοινοποιεί στον εργαζόμενο στην απλή ονομασία της δραστηριότητάς του.

    Επί του τρίτου ερωτήματος

    48 Με το τρίτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τους όρους «φύση» ή «κατηγορία της απασχόλησης» του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, σημείο i, της οδηγίας.

    49 Εφόσον ο Γερμανός νομοθέτης, όπως προκύπτει από τη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, επέλεξε την κατηγορία στοιχείων του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, σημείο ii, της οδηγίας, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο από τα υποβληθέντα ερωτήματα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 1981, 126/80, Salonia, Συλλογή 1981, σ. 1563, σκέψη 6, και της 26ης Σεπτεμβρίου 1985, 166/84, Thomasdόnger, Συλλογή 1985, σ. 3001, σκέψη 11).

    Επί του πέμπτου ερωτήματος

    50 Το πέμπτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου συνίσταται κατ' ουσίαν στο αν το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας έχει την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαλλάσσουν τον εργοδότη από την υποχρέωση γραπτής ενημερώσεως του εργαζομένου επί των ουσιωδών όρων της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας, έστω κι αν ο εργαζόμενος το ζητήσει, στην περίπτωση που ένα έγγραφο ή μια σύμβαση καταρτισθέντα προ της ενάρξεως ισχύος των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας περιέχουν ήδη αυτά τα στοιχεία.

    51 Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας, τα κράτη μέλη οφείλουν να λάβουν τα μέτρα που απαιτούνται ώστε, για σύμβαση ή σχέση εργασίας που υφίσταται κατά την έναρξη ισχύος των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας, ο εργοδότης να παραδίδει στον εργαζόμενο, κατόπιν αιτήσεώς του, τα έγγραφα που περιέχουν τα στοιχεία που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας.

    52 Διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, όπως το άρθρο 4 του γερμανικού νόμου της 20ής Ιουλίου 1995, το οποίο απαλλάσσει τον εργοδότη, σε περίπτωση προϋπάρχοντος εγγράφου ή συμβάσεως περιέχοντος τα ουσιώδη στοιχεία που προβλέπει η οδηγία, από την υποχρέωση ενημερώσεως του εργαζομένου, έστω κι αν αυτός το έχει ζητήσει, συμβιβάζεται με το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας. Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας, θα ήταν άσκοπο να επιβληθεί στον εργοδότη η υποχρέωση να γνωστοποιήσει εκ νέου, μετά την έναρξη ισχύος των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας, τα ουσιώδη στοιχεία προϋφιστάμενης σχέσεως ή συμβάσεως εργασίας, όταν τα στοιχεία αυτά, τα οποία παρέμειναν αμετάβλητα, έχουν ήδη γνωστοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο εργαζόμενο.

    53 Συνεπώς, στο πέμπτο από τα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει τη δυνατότητα των κρατών μελών να απαλλάσσουν τον εργοδότη από την υποχρέωση γραπτής ενημερώσεως του εργαζομένου ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας, έστω κι αν ο εργαζόμενος το έχει ζητήσει, στην περίπτωση που έγγραφο ή σύμβαση εργασίας που έχει καταρτιστεί πριν τεθούν σε ισχύ τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας περιέχει αυτά τα στοιχεία.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    54 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (πέμπτο τμήμα)

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διατάξεις της 9ης Ιουλίου 1996 το Landesarbeitsgericht Hamm, αποφαίνεται:

    1) Η ανακοίνωση που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Οκτωβρίου 1991, σχετικά με την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας, κατά το μέτρο που ενημερώνει τον εργαζόμενο ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας και, ειδικότερα, ως προς τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, ενέχει αξία τεκμηρίου παρεμφερούς με εκείνο που θα αποτελούσε, στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξης, παρόμοιο έγγραφο καταρτιζόμενο από τον εργοδότη και κοινοποιούμενο στον εργαζόμενο. Πάντως, ο εργοδότης μπορεί να προσκομίσει οποιαδήποτε περί του αντιθέτου απόδειξη, αποδεικνύοντας είτε ότι τα περιεχόμενα στην εν λόγω ανακοίνωση στοιχεία είναι εσφαλμένα είτε ότι έχουν εκ των πραγμάτων διαψευστεί.

    2) Οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται απευθείας το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, της οδηγίας 91/533 ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων έναντι του Δημοσίου ή οποιουδήποτε οργανισμού ή φορέα που υπόκειται στην εποπτεία ή στον έλεγχο του κράτους ή που έχει εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με εκείνες που απορρέουν από τους εφαρμοστέους στις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις κανόνες, είτε στην περίπτωση που το κράτος παρέλειψε να μεταφέρει εντός των ταχθεισών προθεσμιών την οδηγία στην εθνική νομοθεσία είτε όταν προέβη σε εσφαλμένη μεταφορά. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, σημείο ii, της οδηγίας 91/533 δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος, στο πλαίσιο της μεταφοράς αυτής της διατάξεως, να παράσχει σε εργοδότη τη δυνατότητα να περιορίζει, σε όλες τις περιπτώσεις, τα στοιχεία που πρέπει να κοινοποιεί στον εργαζόμενο στην απλή ονομασία της δραστηριότητάς του.

    3) Το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/533 έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει τη δυνατότητα των κρατών μελών να απαλλάσσουν τον εργοδότη από την υποχρέωση γραπτής ενημερώσεως του εργαζομένου ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας, έστω κι αν ο εργαζόμενος το έχει ζητήσει, στην περίπτωση που έγγραφο ή σύμβαση εργασίας που έχει καταρτιστεί πριν τεθούν σε ισχύ τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας περιέχει αυτά τα στοιχεία.

    Επάνω