Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61996CJ0020

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Νοεμβρίου 1997.
    Kelvin Albert Snares κατά Adjudication Officer.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Social Security Commissioner - Ηνωμένο Βασίλειο.
    Κοινωνική ασφάλιση - Ειδικές παροχές μη στηριζόμενες στην καταβολή εισφορών - Άρθρο 4, παράγραφος 2α, και άρθρο 10α του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 - Επίδομα επιβιώσεως αναπήρων - Επίδομα μη εξαγώγιμο.
    Υπόθεση C-20/96.

    Συλλογή της Νομολογίας 1997 I-06057

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1997:518

    61996J0020

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Νοεμβρίου 1997. - Kelvin Albert Snares κατά Adjudication Officer. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Social Security Commissioner - Ηνωμένο Βασίλειο. - Κοινωνική ασφάλιση - Ειδικές παροχές μη στηριζόμενες στην καταβολή εισφορών - Άρθρο 4, παράγραφος 2α, και άρθρο 10α του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 - Επίδομα επιβιώσεως αναπήρων - Επίδομα μη εξαγώγιμο. - Υπόθεση C-20/96.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-06057


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1 Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - Ειδικές παροχές μη στηριζόμενες στην καταβολή εισφορών - Σύστημα συντονισμού προβλεπόμενο από το άρθρο 10α του κανονισμού 1408/71 - Πεδίο εφαρμογής - Παροχή αναπήρων μη στηριζόμενη στην καταβολή εισφορών και ανεξάρτητη από τους πόρους του δικαιούχου - Παροχή μνημονευόμενη στο παράρτημα ΙΙα του κανονισμού 1408/71 - Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής

    (Κανονισμοί του Συμβουλίου 1408/71, άρθρο 4 § 2α, άρθρο 10α και παράρτημα ΙΙα, τμήμα ΙΕ, σττ, και 1247/92)

    2 Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - Ειδικές παροχές μη στηριζόμενες στην καταβολή εισφορών - Σύστημα συντονισμού προβλεπόμενο από το άρθρο 10α του κανονισμού 1408/71 - Ξορήγηση των παροχών σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους κατοικίας - Παράβαση του άρθρου 51 της Συνθήκης λόγω μη εφαρμογής της αρχής της άρσεως των ρητρών κατοικίας - Δεν υφίσταται

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 51· κανονισμοί του Συμβουλίου 1408/71, άρθρα 10 και 10α, και 1247/92)

    Περίληψη


    3 Το άρθρο 10α του κανονισμού 1408/71, όπως αυτός τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 2001/83, και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1247/92, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙα, έχει την έννοια ότι μια παροχή αναπήρων μη στηριζόμενη στην καταβολή εισφορών και ανεξάρτητη των πόρων του δικαιούχου, μνημονευόμενη στο παράρτημα ΙΙα, όπως το disability living allowance του Ηνωμένου Βασιλείου, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του και, ως εκ τούτου, συνιστά ειδική μη στηριζόμενη στην καταβολή εισφορών παροχή υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2α, του ιδίου κανονισμού και, επομένως, η κατάσταση ενός ατόμου το οποίο, μετά την 1η Ιουνίου 1992, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 1247/92, πληροί τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της παροχής αυτής, διέπεται αποκλειστικά από το σύστημα συντονισμού που θεσπίζει το εν λόγω άρθρο 10α.

    4 Ο κανονισμός 1247/92, που τροποποίησε τον κανονισμό 1408/71 προσθέτοντας το άρθρο 10α, δεν αντίκειται στο άρθρο 51 της Συνθήκης στο μέτρο που αποκλείει, ως προς τις μη στηριζόμενες στην καταβολή εισφορών παροχές τις οποίες αφορά, την εφαρμογή της αρχής της άρσεως των ρητρών κατοικίας, την οποία θεσπίζει το άρθρο 10 του κανονισμού 1408/71. Πράγματι, οι κανόνες συντονισμού των ειδικών παροχών που δεν στηρίζονται στην καταβολή εισφορών, τους οποίους θεσπίζει το άρθρο 10α, αποβλέπουν ακριβώς στην προστασία των συμφερόντων των διακινουμένων εργαζομένων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 51 της Συνθήκης, το δε άρθρο αυτό δεν απαγορεύει στον κοινοτικό νομοθέτη να επιβάλλει περιορισμούς στα πλεονεκτήματα που αναγνωρίζει υπέρ των εργαζομένων.

    Δεν ασκεί επιρροή από πλευράς κύρους του συστήματος που θεσπίζει το άρθρο 10α το γεγονός ότι ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας εμφανίζοντος τα χαρακτηριστικά μη στηριζομένης στην καταβολή εισφορών παροχής, αφού μετέφερε την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, δεν πληροί τις προϋποθέσεις από τις οποίες το κράτος της νέας κατοικίας του εξαρτά τη χορήγηση του επιδόματος αναπηρίας, ή λαμβάνει στο κράτος αυτό επίδομα χαμηλότερο από εκείνο που ελάμβανε έως τότε στο άλλο κράτος μέλος, δεδομένου ότι, ελλείψει εναρμονίσεως στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, τα κράτη μέλη παραμένουν αρμόδια να καθορίζουν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγηση των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, ακόμη και αν τις καθιστούν αυστηρότερες, υπό τον όρον ότι οι θεσπιζόμενες προϋποθέσεις δεν συνεπάγονται καμία πρόδηλη ή συγκεκαλυμμένη διάκριση μεταξύ των κοινοτικών εργαζομένων.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-20/96,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Social Security Commissioner (Ηνωμένο Βασίλειο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Kelvin Albert Snares

    και

    Adjudication Officer,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία και το κύρος των άρθρων 4, παράγραφος 2α, και 10α του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως αυτός τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 6), και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1247/92 του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992 (ΕΕ L 136, σ. 1),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, C. Gulmann, H. Ragnemalm και M. Wathelet, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida (εισηγητή), P. J. G. Kapteyn, J. L. Murray, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet, G. Hirsch, P. Jann και L. Sevσn, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Lιger

    γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    - ο Κ. Α. Snares, εκπροσωπούμενος από την H. Mauntfield, barrister, κατ' εντολήν του D. Thomas, του Child Poverty Action Group,

    - η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την L. Nicoll, του Treasury Solicitor's Department, και τον N. Paines, barrister,

    - η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον E. Rφder, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, και τον B. Kloke, Oberregierungsrat του ιδίου υπουργείου,

    - η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. J. Navarro Gonzαlez, γενικό διευθυντή της διευθύνσεως συντονισμού κοινοτικών νομικών και θεσμικών θεμάτων, και την G. Calvo Dνaz, abogado del Estado, της Νομικής Υπηρεσίας του Κράτους,

    - η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. de Salins, υποδιευθύντρια της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και την A. de Bourgoing, chargι de mission της ιδίας διευθύνσεως,

    - η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον W. Okresek, Ministerialrat στο Bundeskanzleramt-Verfassungsdienst,

    - το Συμβούλιο της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τον M. Bishop και την A. Lo Monaco, νομικούς συμβούλους,

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον C. Docksey και τη Μ. Πατακιά, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του K. A. Snares, εκπροσωπηθέντος από την H. Mountfield, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπηθέντος από την L. Nicoll και τον N. Paines, της Ισπανικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπηθείσας από την P. Plaza Garcia, abogado del Estado στη Νομική Υπηρεσία του Κράτους, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπηθείσας από τις C. de Salins και A. de Bourgoing, του Συμβουλίου, εκπροσωπηθέντος από τον M. Bishop και την A. Lo Monaco, και της Επιτροπής, εκπροσωπηθείσας από τον C. Doclsey, κατά τη συνεδρίαση της 18ης Μαρτίου 1997,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Μαου 1997,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με διάταξη της 17ης Ιανουαρίου 1996, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Ιανουαρίου 1996, o Social Security Commissioner υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία και το κύρος των άρθρων 4, παράγραφος 2α, και 10α του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως αυτός τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 6, στο εξής: κανονισμός 1408/71), και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1247/92 του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992 (ΕΕ L 136, σ. 1).

    2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του K. A. Snares, Βρετανού υπηκόου, και του Adjudication Officer, σχετικά με τη χορήγηση του disability living allowance (επιδόματος επιβιώσεως αναπήρων, στο εξής: DLA), το οποίο προβλέπεται από τη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου.

    Η εθνική νομοθεσία

    3 Πριν από την 1η Απριλίου 1992, το βρετανικό δίκαιο προέβλεπε δύο παροχές αναπηρίας: το attendance allowance (επίδομα συμπαραστάσεως, στο εξής: ΑΑ) και το mobility allowance (επίδομα κινητικότητας, στο εξής: MA). Αμφότερα αποτελούσαν παροχές μη εξαρτώμενες από την καταβολή εισφορών και από τους πόρους του ενδιαφερομένου.

    4 Την 1η Απριλίου 1992, με τον Disability Living Allowance and Disability Working Allowance Act 1991 (νόμος του 1991 περί επιδόματος επιβιώσεως αναπήρων και επιδόματος εργασίας αναπήρων) καθιερώθηκε το DLA.

    5 Το νέο αυτό επίδομα αποτελεί επίσης παροχή μη στηριζόμενη στην καταβολή εισφορών, δεν προϋποθέτει καμία ανικανότητα προς εργασία και η χορήγησή του δεν εξαρτάται από καμία προϋπόθεση όσον αφορά τους πόρους του ενδιαφερομένου. Το επίδομα αυτό συντίθεται από δύο στοιχεία: ένα στοιχείο «αυτονομίας», που προορίζεται για άτομα χρήζοντα περιθάλψεως και αντιστοιχεί στο παλαιό επίδομα ΑΑ, και ένα στοιχείο «κινητικότητας», το οποίο προορίζεται για άτομα με μειωμένη ικανότητα μετακινήσεως και αντιστοιχεί στο παλαιό επίδομα MA. Το στοιχείο «αυτονομίας» καταβάλλεται με τρεις διαφορετικούς συντελεστές, αναλόγως της φύσεως της αναπηρίας του ατόμου και του βαθμού της βοήθειας που χρειάζεται ο ενδιαφερόμενος, ενώ το στοιχείο «κινητικότητας» καταβάλλεται με δύο διαφορετικούς συντελεστές, αναλόγως της φύσεως και της εκτάσεως της ανικανότητας του ενδιαφερομένου να βαδίζει. Οι δύο πρώτοι συντελεστές του στοιχείου «αυτονομίας» αντιστοιχούν στους συντελεστές που εφαρμόζονταν για την καταβολή του επιδόματος ΑΑ, ο δε πρώτος συντελεστής του στοιχείου «κινητικότητας» αντιστοιχεί στον συντελεστή βάσει του οποίου καταβαλλόταν το επίδομα MA.

    6 Έτσι, από την 1η Απριλίου 1992 και εντεύθεν, τα επιδόματα ΑΑ, όσον αφορά τους κάτω των 65 ετών δικαιούχους, και τα επιδόματα MA που είχαν ήδη χορηγηθεί μετατράπηκαν στο στοιχείο «αυτονομίας» και στο στοιχείο «κινητικότητας» του DLA. Από την ίδια αυτή ημερομηνία, δεν μπορούσαν να χορηγηθούν νέα επιδόματα AA ή MA, πλην του επιδόματος ΑΑ όσον αφορά τα άνω των 65 ετών άτομα.

    7 Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, το DLA καταβαλλόταν βάσει, αφενός, των άρθρων 71 έως 76 του Social Security Contributions and Benefits Act 1992 (νόμος του 1992 περί των εισφορών και των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως) και, αφετέρου, του Social Security (Disability Living Allowance) Regulations 1991 [κανονισμός κοινωνικής ασφαλίσεως (επίδομα επιβιώσεως αναπήρων) του 1991, στο εξής: κανονισμός περί DLA].

    8 Δυνάμει του άρθρου 71, παράγραφος 6, του Social Security Contributions and Benefits Act 1992,

    «Δεν δικαιούνται επίδομα επιβιώσεως αναπήρων όσοι δεν πληρούν τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις κατοικίας και παρουσίας στη Μεγάλη Βρετανία.»

    9 Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού περί DLA ορίζει τα εξής:

    «1) Με την επιφύλαξη των κατωτέρω διατάξεων του παρόντος άρθρου, οι απαιτούμενες προϋποθέσεις από πλευράς εφαρμογής του άρθρου 71, παράγραφος 6, του Social Security Contributions and Benefits Act του 1992 όσον αφορά την κατοικία και την παρουσία στη Μεγάλη Βρετανία για οποιοδήποτε άτομο και για οποιαδήποτε ημερομηνία είναι οι εξής:

    Ο ενδιαφερόμενος πρέπει

    α) κατά την κρίσιμη ημερομηνία

    i) να έχει τη συνήθη διαμονή του στη Μεγάλη Βρετανία· και

    ii) να βρίσκεται στη Μεγάλη Βρετανία· και

    iii) να έχει παραμείνει στη Μεγάλη Βρετανία επί περίοδο 26 εβδομάδων, ή επί μικρότερες περιόδους το σύνολο των οποίων είναι 26 εβδομάδες, στο διάστημα των 52 εβδομάδων που προηγήθηκαν της ημερομηνίας αυτής· και

    (...)

    2) Για την εφαρμογή των σημείων i, ii και iii της παραγράφου 1, τα άτομα που απουσιάζουν από τη Μεγάλη Βρετανία σε ορισμένη ημερομηνία λογίζονται, παρά ταύτα, ευρισκόμενα στη Μεγάλη Βρετανία, αν η απουσία τους οφείλεται στο ότι κατά την ημερομηνία αυτή

    (...)

    δ) η απουσία τους από τη Μεγάλη Βρετανία είναι - και όταν άρχισε ήταν - προσωρινή και δεν έχει διαρκέσει επί συνεχή περίοδο υπερβαίνουσα τις 26 εβδομάδες· ή

    ε) απουσιάζουν από τη Μεγάλη Βρετανία προσωρινώς και για τον ειδικό σκοπό της υποβολής τους σε θεραπευτική αγωγή της ανικανότητας ή της αναπηρίας τους, η οποία άρχισε προτού εγκαταλείψουν τη Μεγάλη Βρετανία, πιστοποιείται δε από τον αρμόδιο υφυπουργό ότι συμβιβάζεται με το καθεστώς που απορρέει από τον ανωτέρω Αct και ότι, εφόσον το άτομα αυτά πληρούν την προϋπόθεση της παρούσας διατάξεως, θεωρούνται παρόντα στη Μεγάλη Βρετανία».

    Η κοινοτική νομοθεσία

    10 Πριν από την 1η Ιουνίου 1992, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 1247/92, το άρθρο 4 του κανονισμού 1408/71 είχε ως εξής:

    «1. Ο παρών κανονισμός ισχύει για όλες τις νομοθεσίες που αφορούν τους ακόλουθους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως:

    (...)

    β) παροχές αναπηρίας, περιλαμβανομένων εκείνων που προορίζονται για τη διατήρηση ή βελτίωση της ικανότητας βιοπορισμού·

    (...)

    2. Ο παρών κανονισμός ισχύει για τα γενικά και ειδικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, με ή χωρίς συνεισφορά (...).

    (...)

    4. Ο παρών κανονισμός δεν ισχύει για την κοινωνική και ιατρική πρόνοια (...)».

    11 Το άρθρο 5 του κανονισμού 1408/71 προσέθεσε τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη αναφέρουν, σε δηλώσεις που κοινοποιούνται και δημοσιεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 97, τις νομοθεσίες και τα συστήματα που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2 (...).»

    12 Τέλος, το άρθρο 10 του κανονισμού 1408/71 προέβλεπε τα εξής:

    «1. Εκτός αν ο παρών κανονισμός προβλέπει άλλως, οι εις χρήμα παροχές αναπηρίας, γήρατος ή επιζώντων, οι συντάξεις εργατικών ατυχημάτων ή επαγγελματικής ασθένειας και τα επιδόματα θανάτου που αποκτώνται δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών δεν δύνανται να υποστούν καμία μείωση, τροποποίηση, αναστολή, κατάργηση, κατάσχεση επειδή ο δικαιούχος κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο όπου ευρίσκεται ο [οφειλέτης φορέας] (...).»

    13 Ο κανονισμός 1247/92, ο οποίος εκδόθηκε βάσει των άρθρων 51 και 235 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσέθεσε στο άρθρο 4 του κανονισμού 1408/71 την εξής παράγραφο 2α:

    «2α. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις ειδικές παροχές χωρίς συνεισφορά οι οποίες εμπίπτουν σε νομοθεσία ή καθεστώς εκτός αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή που εξαιρούνται δυνάμει της παραγράφου 4, όταν οι παροχές αυτές προορίζονται:

    α) είτε για να καλύψουν συμπληρωματικά, αναπληρωματικά ή επικουρικά την επέλευση οιουδήποτε κινδύνου που εμπίπτει στους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης που αναφέρονται στα στοιχεία αα έως ηη της παραγράφου 1·

    β) είτε μόνον για να εξασφαλίσουν την ειδική προστασία των μειονεκτούντων ατόμων.»

    14 Παράλληλα, τροποποιήθηκε το άρθρο 5 του κανονισμού 1408/71, ούτως ώστε η δήλωση στην οποία προβαίνουν τα κράτη κατ' εφαρμογήν του άρθρου αυτού να αφορά και «τις ειδικές παροχές χωρίς συνεισφορά που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2α». Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει προβεί σε δήλωση όσον αφορά τις παροχές αυτές.

    15 Εξάλλου, με τον κανονισμό 1247/92 προστέθηκε το εξής άρθρο 10α:

    «1. Παρά τις διατάξεις του άρθρου 10 και του τίτλου ΙΙΙ, τα άτομα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός λαμβάνουν τις ειδικές εις χρήμα παροχές χωρίς συνεισφορά της παραγράφου 2α του άρθρου 4 αποκλειστικά στο έδαφος και σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους όπου κατοικούν, εφόσον αυτές περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙα. Οι παροχές αυτές βαρύνουν τον φορέα του τόπου κατοικίας από τον οποίο και καταβάλλονται.

    2. Ο φορέας κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου εξαρτά το δικαίωμα των παροχών της παραγράφου 1 από τη συμπλήρωση περιόδων απασχόλησης, μη μισθωτής επαγγελματικής δραστηριότητας ή διαμονής, λαμβάνει υπόψη, εφόσον απαιτείται, τις περιόδους απασχόλησης, μη μισθωτής επαγγελματικής δραστηριότητας ή διαμονής στο έδαφος οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, σαν να επρόκειτο για περιόδους που έχουν πραγματοποιηθεί στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους.

    3. Όταν η νομοθεσία κράτους μέλους εξαρτά το δικαίωμα παροχής προβλεπόμενης στην παράγραφο 1, αλλά χορηγούμενης συμπληρωματικά, από τη λήψη παροχής που εμπίπτει σε ένα από τα στοιχεία αα έως ηη της παραγράφου 1 του άρθρου 4, ενώ δεν οφείλεται τέτοια παροχή δυνάμει της νομοθεσίας αυτής, οποιαδήποτε αντίστοιχη παροχή δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους θεωρείται, για τη χορήγηση της συμπληρωματικής παροχής, ως παροχή καταβαλλόμενη δυνάμει της νομοθεσίας του πρώτου κράτους μέλους.

    4. Όταν η νομοθεσία κράτους μέλους εξαρτά τη χορήγηση παροχών προβλεπόμενων στην παράγραφο 1, οι οποίες προορίζονται για μειονεκτούντα άτομα ή αναπήρους, από τον όρο ότι η ανικανότητα ή αναπηρία πρέπει να διαγνωσθεί για πρώτη φορά στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους, ο όρος αυτός θεωρείται ότι πληρούται όταν η διάγνωση αυτή γίνεται για πρώτη φορά στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.»

    16 Το DLA περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙα, τμήμα ΙΕ (Ηνωμένο Βασίλειο), στοιχείο σττ, του κανονισμού 1408/71.

    Η διαφορά της κύριας δίκης

    17 Ο K. A. Snares εργάστηκε επί 25 έτη ως μισθωτός στο Ηνωμένο Βασίλειο και κατέβαλε, υπό την ιδιότητά του αυτή, εισφορές στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους αυτού. Τον Απρίλιο του 1993, σε ηλικία 39 ετών, υπέστη σοβαρό ατύχημα, το οποίο μείωσε την κινητικότητά του. Ζήτησε τότε να του χορηγηθεί το DLA, με αίτηση που θεωρήθηκε ως υποβληθείσα την 1η Σεπτεμβρίου 1993.

    18 Ο Adjudication Officer χορήγησε, από 1ης Σεπτεμβρίου 1993, στον K. A. Snares το επίδομα DLA, εφαρμόζοντας, βάσει της εκτιμήσεως του βαθμού εξαρτήσεως και κινητικότητάς του, τον μεσαίο συντελεστή του στοιχείου «αυτονομίας» και τον υψηλότερο συντελεστή του στοιχείου «κινητικότητας» του επιδόματος.

    19 Εξάλλου, στον K. A. Snares χορηγήθηκαν, εντός του ιδίου κράτους, παροχές λόγω αναπηρίας (οι οποίες στη συνέχεια μετατράπηκαν σε παροχές ανικανότητας προς εργασία). Δεν αμφισβητείται ότι οι παροχές αυτές στηρίζονται στην καταβολή εισφορών και εμπίπτουν, ως τοιαύτες, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10 του κανονισμού 1408/71.

    20 Τον Νοέμβριο του 1993, ο K. A. Snares αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Τενερίφη όπου κατοικούν οι εγγύτεροι συγγενείς του, και κυρίως η μητέρα του, ούτως ώστε να μπορεί η τελευταία να τον περιποιείται. Ο K. A. Snares δήλωσε στις βρετανικές υπηρεσίες ότι η απουσία του δεν θα ήταν προσωρινή και ότι θα πωλούσε την κατοικία που διέθετε στο Ηνωμένο Βασίλειο.

    21 Στις 6 Ιανουαρίου 1994, ο Adjudication Officer αποφάσισε ότι ο K. A. Snares δεν εδικαιούτο πλέον το DLA από τις 13 Νοεμβρίου 1993, ημερομηνία της αναχωρήσεώς του· η απόφαση αυτή, κατόπιν επανεξετάσεως, επικυρώθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1994.

    22 Στις 21 Ιουλίου 1994, το Salisbury Social Security Appeal Tribunal απέρριψε την προσφυγή που άσκησε ο K. A. Snares κατά των αποφάσεων αυτών και αποφάσισε ότι ο ενδιαφερόμενος δεν εδικαιούτο κανένα στοιχείο του DLA ενόσω διέμενε στην Τενερίφη. Στο σκεπτικό της αποφάσεώς του, το Salisbury Social Security Appeal Tribunal ανέφερε ότι η τροποποίηση του κανονισμού 1408/71, την οποία είχε επιφέρει ο κανονισμός 1247/92 από 1ης Ιουνίου 1992, είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που επέτρεπαν στους ενδιαφερομένους να εισπράττουν το DLΑ έστω και κατοικώντας ή διαμένοντας συνήθως στην αλλοδαπή, οπότε, από την ημερομηνία αυτή, εφαρμοζόταν πλήρως η βρετανική νομοθεσία, η οποία προέβλεπε αυτήν την προϋπόθεση κατοικίας. Συνεπώς, εφόσον το δικαίωμα του K. A. Snares επί του επιδίκου επιδόματος γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1993, και επομένως μετά την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 1247/92, ο K. A. Snares, μετά την αναχώρησή του από το Ηνωμένο Βασίλειο, δεν εδικαιούτο πλέον DLA ούτε δυνάμει της βρετανικής νομοθεσίας ούτε κατ' εφαρμογήν του κοινοτικού δικαίου.

    23 Ο πρόεδρος του Salisbury Social Security Appeal Tribunal επέτρεψε στον K. A. Snares να ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Social Security Commissioner.

    24 Κατά το τελευταίο αυτό δικαστήριο, δεν αμφισβητείται ότι, στις 13 Νοεμβρίου 1993, ο K. A. Snares έπαυσε να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο a, σημεία i και ii, του κανονισμού περί DLA. Συγκεκριμένα, από την ημερομηνία αυτή και εφεξής, ο K. A. Snares απουσίαζε πλέον από τη Μεγάλη Βρετανία και έγινε δεκτό ότι δεν είχε πλέον εκεί τη συνήθη διαμονή του· επιπλέον, ο K. A. Snares δεν ενέπιπτε σε καμία από τις περιπτώσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του ιδίου νομοθετήματος, στις οποίες ένα άτομο λογίζεται ευρισκόμενο στη Μεγάλη Βρετανία. Τέλος, από της αναχωρήσεώς του, η απουσία του δεν μπορούσε να θεωρηθεί προσωρινή.

    25 Όσον αφορά το ζήτημα αν πρέπει, παρά ταύτα, να καταβάλλεται στον K. A. Snares το DLA κατ' εφαρμογήν του κανονισμού 1408/71, το αιτούν δικαστήριο, αφού διαπίστωσε διάσταση απόψεων των διαδίκων της κύριας δίκης, ανέστειλε τη διαδικασία για να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

    «1) Έχουν οι διατάξεις των άρθρων 4, παράγραφος 2α, και 10α, που προστέθηκαν στον κανονισμό (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, με ισχύ από 1ης Ιουνίου 1992, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1247/92 του Συμβουλίου, ως συνέπεια ότι δεν εμπίπτει πλέον στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 παροχή η οποία, πριν από την 1η Ιουνίου 1992, θα είχε αναγνωριστεί, στην περίπτωση ατόμου το οποίο, λόγω προηγουμένης επαγγελματικής απασχολήσεως, υπαγόταν ή είχε στο παρελθόν υπαχθεί στη νομοθεσία του αρμοδίου κράτους μέλους, ως εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, οπότε ένα άτομο το οποίο, μετά την 1η Ιουνίου 1992, αποκτά δικαίωμα επί τέτοιας παροχής κατά τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους δεν μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 προκειμένου να αμφισβητήσει την κατάργηση του δικαιώματός του όταν αυτή στηρίζεται αποκλειστικώς και μόνο στον λόγο ότι το άτομο αυτό κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους;

    2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, παρέμεινε το Συμβούλιο, εκδίδοντας τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1247/92, εντός των ορίων των εξουσιών που του απονέμονται από τη Συνθήκη της Ρώμης και, ειδικότερα, από τα άρθρα 51 και 235 της Συνθήκης αυτής;»

    26 Με διάταξη της 24ης Μαου 1996, παρασχέθηκε στον K. A. Snares το ευεργέτημα πενίας.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    27 Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ' ουσίαν, αν το άρθρο 10α του κανονισμού 1408/71, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1247/92, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙα, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται στο DLA, οπότε η κατάσταση ενός ατόμου όπως ο εφεσείων της κύριας δίκης, το οποίο, μετά την 1η Ιουνίου 1992, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 1247/92, πληροί τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της παροχής αυτής, διέπεται αποκλειστικά από το σύστημα συντονισμού που καθιερώνει το εν λόγω άρθρο 10α.

    28 Πρέπει να παρατηρηθεί εκ προοιμίου ότι άτομα όπως ο K. A. Snares εμπίπτουν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 στο μέτρο που έχουν υπαχθεί, ως μισθωτοί εργαζόμενοι, στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του Ηνωμένου Βασιλείου.

    29 Δυνάμει του άρθρου 10α του κανονισμού 1408/71, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1247/92, τα άτομα στα οποία έχει εφαρμογή ο κανονισμός αυτός λαμβάνουν τις ειδικές σε χρήμα και μη στηριζόμενες στην καταβολή εισφορών παροχές, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2α του κανονισμού, σύμφωνα με τους κανόνες συντονισμού που θεσπίζει το εν λόγω άρθρο, υπό την προϋπόθεση ότι οι παροχές αυτές μνημονεύονται στο παράρτημα ΙΙα. Την προϋπόθεση αυτή πληροί το DLA, το οποίο μνημονεύεται στο σημείο σττ του τμήματος ΙΕ (Ηνωμένο Βασίλειο) του εν λόγω παραρτήματος.

    30 Όμως, το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης μνημονεύει μια ρύθμιση, όπως αυτή που αφορά το DLA, στο παράρτημα ΙΙα του κανονισμού 1408/71 πρέπει να θεωρηθεί ως σημαίνον ότι οι παροχές που χορηγούνται βάσει της ρυθμίσεως αυτής συνιστούν ειδικές μη στηριζόμενες στην καταβολή εισφορών παροχές, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10α του εν λόγω κανονισμού 1408/71 (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 1964, 24/64, Dingemans, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1227).

    31 Εξάλλου, από το γράμμα του άρθρου 10α προκύπτει ότι η διάταξη αυτή προϋποθέτει ότι οι παροχές τις οποίες αφορά εμπίπτουν και στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 2α, του κανονισμού 1408/71, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1247/92.

    32 Υπό τις συνθήκες αυτές, μια παροχή όπως το DLA, λόγω του ότι περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙα, πρέπει να θεωρείται ως διεπόμενη αποκλειστικώς από τους κανόνες συντονισμού που θεσπίζει το άρθρο 10α και, ως εκ τούτου, ως ανήκουσα στις ειδικές μη στηριζόμενες στην καταβολή εισφορών παροχές υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2α.

    33 Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από την τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1247/92, από τις οποίες προκύπτει ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να προβλέψει ένα ειδικό σύστημα συντονισμού το οποίο να λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ορισμένων παροχών που άπτονται συγχρόνως της κοινωνικής πρόνοιας και της κοινωνικής ασφαλίσεως και οι οποίες, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, θεωρούνταν ως παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως όσον αφορά του εργαζόμενους που υπάγονταν ήδη στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους της νομοθεσίας του οποίου γίνεται επίκληση (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Ιουνίου 1991, C-356/89, Newton, Συλλογή 1991, σ. Ι-3017). Όπως δε κατέδειξε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 59 έως 63 των προτάσεών του, παροχές όπως το DLA αποτελούν όντως τέτοιες παροχές.

    34 Επιπλέον, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τον K. A. Snares, το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν προέβη σε καμία ειδική δήλωση βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1247/92, το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη αναφέρουν τις ειδικές μη στηριζόμενες στην καταβολή εισφορών παροχές που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2α, δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό του DLA ως ειδικής μη στηριζόμενης στην καταβολή εισφορών παροχής υπό την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως.

    35 Πράγματι, κατά πάγια νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 1981, 70/80, Vigier, Συλλογή 1981, σ. 229, σκέψη 15· της 11ης Ιουνίου 1991, C-251/89, Αθανασόπουλος κ.λπ., Συλλογή 1991, σ. Ι-2797, σκέψη 28, και της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C-88/95, C-102/95 και C-103/95, Martνnez Losada κ.λπ., Συλλογή 1997, σκέψη 21), το γεγονός ότι μια ρύθμιση δεν μνημονεύθηκε στη δήλωση στην οποία προέβη ένα κράτος μέλος δεν είναι, ως προς το ζήτημα αυτό, καθοριστικής σημασίας και, επομένως, δεν αποδεικνύει, από μόνο του, ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως.

    36 Τέλος, δεν αμφισβητείται ότι άτομα όπως ο K. A. Snares, των οποίων η αναπηρία λόγω της οποίας καταβάλλεται το DLA επήλθε μετά την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 1247/92, με τον οποίο προστέθηκαν τα άρθρα 4, παράγραφος 2α, και 10α στον κανονισμό 1408/71, εμπίπτουν αποκλειστικά στις τελευταίες αυτές διατάξεις και δεν μπορούν να επικαλεστούν τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 2 του κανονισμού 1247/92, σύμφωνα με το οποίο ο κανονισμός αυτός δεν επηρεάζει τη διατήρηση των δικαιωμάτων των ατόμων τα οποία, πριν από την έναρξη της ισχύος του εν λόγω κανονισμού, ελάμβαναν ήδη την παροχή (παράγραφος 1) ή πληρούσαν τις προϋποθέσεις λήψεώς της (παράγραφος 2).

    37 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 10α του κανονισμού 1408/71, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1247/92, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙα, έχει την έννοια ότι το DLA εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του και, ως εκ τούτου, συνιστά ειδική μη στηριζόμενη στην καταβολή εισφορών παροχή υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2α, του ιδίου κανονισμού και, επομένως, η κατάσταση ενός ατόμου όπως ο εφεσείων της κύριας δίκης, το οποίο, μετά την 1η Ιουνίου 1992, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 1247/92, πληροί τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της παροχής αυτής, διέπεται αποκλειστικά από το σύστημα συντονισμού που θεσπίζει το εν λόγω άρθρο 10α.

    Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

    38 Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς το κύρος του κανονισμού 1247/92 από πλευράς των άρθρων 51 και 235 της Συνθήκης ΕΟΚ, ήδη Συνθήκης ΕΚ, καθόσον με τον κανονισμό αυτόν αποκλείεται, όσον αφορά το DLA, η εφαρμογή της αρχής της άρσεως των ρητρών κατοικίας, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 10 του κανονισμού 1408/71.

    39 Συναφώς, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, η αρχή της άρσεως των ρητρών κατοικίας εφαρμόζεται «Εκτός αν ο παρών κανονισμός προβλέπει άλλως». Έτσι, με το άρθρο 69 του κανονισμού 1408/71, ο κοινοτικός νομοθέτης περιόρισε, μεταξύ άλλων, στα τρία έτη το εξαγώγιμο των παροχών ανεργίας. Με την απόφαση της 19ης Ιουνίου 1980 41/79, 121/79 και 796/97, Testa κ.λπ. (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 316, σκέψη 14), το Δικαστήριο έκρινε ότι ο περιορισμός αυτός δεν αντέβαινε στο άρθρο 51 της Συνθήκης.

    40 Είναι αληθές ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 28 και 33 της παρούσας αποφάσεως, ένα άτομο ευρισκόμενο στην κατάσταση του K. A. Snares θα μπορούσε, αν δεν υπήρχε το ειδικό σύστημα συντονισμού που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 1247/92, να επικαλεστεί την αρχή του εξαγωγίμου των παροχών αναπηρίας, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, ούτως ώστε να συνεχίσει να εισπράττει το DLA.

    41 Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, προκειμένου περί ειδικών μη στηριζομένων στην καταβολή εισφορών παροχών του είδους των επιδίκων στην κύρια δίκη, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει ότι η αρχή του εξαγωγίμου των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως ισχύει εφόσον ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έχει θεσπίσει παρεκκλίνουσες από την αρχή αυτή διατάξεις (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1977, 87/76, Bozzone, Συλλογή τόμος 1977, σ. 191· της 5ης Μαου 1983, 139/82, Piscitello, Συλλογή 1983, σ. 1427, σκέψη 16· της 24ης Φεβρουαρίου 1987, 379/85, 380/85, 381/85 και 93/86, Giletti κ.λπ., Συλλογή 1987, σ. 955, σκέψη 16, και της 12ης Ιουλίου 1990, C-236/88, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1990, σ. Ι-3163, σκέψη 16).

    42 Δεύτερον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί ότι η χορήγηση παροχών συνδεομένων στενά με το κοινωνικό περιβάλλον μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση της κατοικίας εντός του κράτους του αρμοδίου για τη χορήγησή τους φορέα (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 313/86, Lenoir, Συλλογή 1988, σ. 5391, σκέψη 16).

    43 Όπως εξήγησε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 85 έως 88 των προτάσεών του, παροχές όπως το DLA εμπίπτουν στην κατηγορία των παροχών εκείνων των οποίων οι κανόνες χορηγήσεως συνδέονται στενά με ένα ιδιαίτερο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο.

    44 Όσον αφορά το γεγονός ότι τα άτομα που βρίσκονται στην κατάσταση του K. A. Snares δεν πληρούν, ενδεχομένως, τις προϋποθέσεις από τις οποίες το κράτος της νέας κατοικίας τους εξαρτά τη χορήγηση επιδόματος αναπηρίας, ή λαμβάνουν στο κράτος αυτό επίδομα χαμηλότερο από εκείνο που ελάμβαναν έως τότε στο άλλο κράτος μέλος, δεν είναι ικανό να καταστήσει ανίσχυρο το σύστημα που καθιερώνει το άρθρο 10α του κανονισμού 1408/71.

    45 Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, την προμνησθείσα απόφαση Martνnez Losada κ.λπ., σκέψη 43), ελλείψει εναρμονίσεως στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, τα κράτη μέλη παραμένουν αρμόδια να καθορίζουν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγηση των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, ακόμη και αν τις καθιστούν αυστηρότερες, υπό τον όρον ότι οι θεσπιζόμενες προϋποθέσεις δεν συνεπάγονται καμία πρόδηλη ή συγκεκαλυμμένη διάκριση μεταξύ των κοινοτικών εργαζομένων.

    46 Επιπλέον, το σύστημα που καθιερώνει το άρθρο 10α του κανονισμού 1408/71 περιέχει κανόνες συντονισμού οι οποίοι, όπως προκύπτει από την έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1247/92, αποβλέπουν ακριβώς στην προστασία των συμφερόντων των διακινουμένων εργαζομένων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 51 της Συνθήκης.

    47 Έτσι, το κράτος κατοικίας υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του, εφόσον απαιτείται, τις περιόδους απασχολήσεως, μη μισθωτής δραστηριότητας ή διαμονής που έχουν συμπληρωθεί σε άλλα κράτη μέλη (παράγραφος 2), να θεωρεί τις παροχές που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας άλλων κρατών μελών ως καταβαλλόμενες δυνάμει της εφαρμοστέας νομοθεσίας, όσον αφορά το δικαίωμα επί συμπληρωματικών παροχών (παράγραφος 3), και να λαμβάνει υπόψη την πρώτη διάγνωση της αναπηρίας ή μειωμένης ικανότητας, η οποία έγινε στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, ως διάγνωση η οποία έγινε για πρώτη φορά εντός του κράτους κατοικίας (παράγραφος 4).

    48 Εξάλλου, το δικαίωμα επί της παροχής δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση να έχει προηγουμένως ο αιτών υπαχθεί στη νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους εντός του οποίου ζητεί τη χορήγηση του επιδόματος, ενώ αυτό ίσχυε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 1247/92 (βλ., μεταξύ άλλων, προμνησθείσα απόφαση Newton).

    49 Βάσει των σκέψεων αυτών, πρέπει να συναχθεί ότι το σύστημα συντονισμού που καθιερώνει ο κανονισμός 1247/92, καθόσον εφαρμόζεται στο DLA, δεν αντιβαίνει ούτε στο άρθρο 51 της Συνθήκης ούτε, εξάλλου, στο άρθρο 235 της Συνθήκης, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή διάταξη απλώς επέτρεψε, κατά την έκδοση του εν λόγω κανονισμού, την επέκταση του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως τον οποίο προβλέπει και στους μη μισθωτούς εργαζομένους και στα μέλη των οικογενειών τους, ενώ η Συνθήκη δεν είχε προβλέψει ειδικές εξουσίες ενέργειας προς τον σκοπό αυτόν.

    50 Είναι, εξάλλου, αληθές ότι σε άτομα ευρισκόμενα στην κατάσταση του K. A. Snares μπορεί να μην επιτραπεί η διαμονή εντός άλλου κράτους μέλους - στην περίπτωση της κύριας δίκης στην Ισπανία - αν, αντίθετα προς τις απαιτήσεις του άρθρου 1 της οδηγίας 90/365/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των μισθωτών και μη μισθωτών εργαζομένων που έχουν παύσει την επαγγελματική τους δραστηριότητα (ΕΕ L 180, σ. 28), δεν λαμβάνουν σύνταξη αναπηρίας, πρόωρη σύνταξη ή σύνταξη γήρατος, ή πρόσοδο για εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική νόσο, επαρκούς ύψους ώστε να μην επιβαρύνουν, κατά το διάστημα της διαμονής τους, το σύστημα κοινωνικής προνοίας του εν λόγω κράτους.

    51 Πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί ότι, αν, όπως διαπιστώθηκε στην παρούσα απόφαση, ο κοινοτικός νομοθέτης έχει αποφασίσει, χωρίς να παραβεί το άρθρο 51 της Συνθήκης, ότι ορισμένες ειδικές μη στηριζόμενες στην καταβολή εισφορών παροχές, όπως το DLA, πρέπει να χορηγούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους κατοικίας και να το επιβαρύνουν, το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση με την αιτιολογία ότι η εφαρμογή του κανόνα αυτού θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των πόρων του ενδιαφερομένου. Πράγματι, μια τέτοια κατάσταση θα οφειλόταν, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως, στις υφιστάμενες διαφορές μεταξύ των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, εφόσον δεν έχει επιτευχθεί η εναρμόνισή τους.

    52 Συνεπώς, στο δεύτερο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι από την εξέταση του κανονισμού 1247/92, στο μέτρο που ο κανονισμός αυτός αποκλείει, όσον αφορά το DLA, την εφαρμογή της αρχής της άρσεως των ρητρών κατοικίας, την οποία θεσπίζει το άρθρο 10 του κανονισμού 1408/71, δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να θίξουν το κύρος του.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    53 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Ισπανική Κυβέρνηση, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και το Συμβούλιο της Ευρωπαϋκής Ενώσεως και η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 17ης Ιανουαρίου 1996 ο Social Security Commissioner, αποφαίνεται:

    1) Tο άρθρο 10α του κανονισμού (EOK) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως αυτός τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1247/92 του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙα, έχει την έννοια ότι το disability living allowance εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του και, ως εκ τούτου, συνιστά ειδική μη στηριζόμενη στην καταβολή εισφορών παροχή υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2α, του ιδίου κανονισμού και, επομένως, η κατάσταση ενός ατόμου όπως ο εφεσείων της κύριας δίκης, το οποίο, μετά την 1η Ιουνίου 1992, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 1247/92, πληροί τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της παροχής αυτής, διέπεται αποκλειστικά από το σύστημα συντονισμού που θεσπίζει το εν λόγω άρθρο 10α.

    2) Από την εξέταση του κανονισμού 1247/92, στο μέτρο που ο κανονισμός αυτός αποκλείει, όσον αφορά το disability living allowance, την εφαρμογή της αρχής της άρσεως των ρητρών κατοικίας, την οποία θεσπίζει το άρθρο 10 του κανονισμού 1408/71, δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να θίξουν το κύρος του.

    Επάνω