Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61995CJ0246

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 23ης Ιανουαρίου 1997.
    Myrianne Coen κατά Βελγικού Δημοσίου.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Conseil d'Etat - Βέλγιο.
    Έκτακτος υπάλληλος - Διαδικασία προσλήψεως - Πρόσκληση προς υποβολή υποψηφιοτήτων απευθυνόμενη στα κράτη μέλη - Προσφυγή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.
    Υπόθεση C-246/95.

    Συλλογή της Νομολογίας 1997 I-00403

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1997:33

    61995J0246

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 23ης Ιανουαρίου 1997. - Myrianne Coen κατά Βελγικού Δημοσίου. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Conseil d'Etat - Βέλγιο. - Έκτακτος υπάλληλος - Διαδικασία προσλήψεως - Πρόσκληση προς υποβολή υποψηφιοτήτων απευθυνόμενη στα κράτη μέλη - Προσφυγή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. - Υπόθεση C-246/95.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-00403


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    Υπάλληλοι - Προσφυγή - Προθεσμίες - Ξαρακτήρας δημοσίας τάξεως - Επανέναρξη κατόπιν της εκδόσεως αποφάσεως δικαστηρίου κράτους μέλους - Αποκλείεται

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 179· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

    Περίληψη


    Οι προθεσμίες για την υποβολή ενστάσεως και για την άσκηση προσφυγής, οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως (ΚΥΚ), είναι δημοσίας τάξεως και οι διάδικοι και ο δικαστής δεν μπορούν να τις μεταβάλλουν κατά την κρίση τους, δεδομένου ότι έχουν θεσπιστεί για να εξασφαλίσουν τη σαφήνεια και τη βεβαιότητα των εννόμων καταστάσεων.

    Κατά συνέπεια, το άρθρο 179 της Συνθήκης και τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ έχουν την έννοια ότι οι προβλεπόμενες από τις εν λόγω διατάξεις προθεσμίες για την υποβολή ενστάσεως και για την άσκηση προσφυγής κατ' αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής ενός από τα κοινοτικά όργανα δεν είναι δυνατόν να αρχίσουν να τρέχουν εκ νέου λόγω του ότι εκδόθηκε απόφαση δικαστηρίου κράτους μέλους από την οποία προκύπτει ότι μια πράξη του κράτους αυτού δεν είναι σύννομη, έστω και αν η πράξη αυτή επηρέασε την απόφαση του κοινοτικού οργάνου που πρόκειται να προσβληθεί.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-246/95,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Conseil d'Ιtat του Βελγίου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Myrianne Coen

    και

    Βελγικού Δημοσίου,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 179 της Συνθήκης ΕΚ και του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, G. Hirsch και R. Schintgen (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Ν. Fennelly

    γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    - η Μ. Coen, εκπροσωπούμενη από τους H. Mackelbert και J.-N. Louis, δικηγόρους Βρυξελλών,

    - το Βελγικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον J. Devadder, διευθυντή διοικητικών υπηρεσιών του Υπουργείου Εξωτερικών, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας με τις Αναπτυσσόμενες Ξώρες,

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους G. Valsesia, κύριο νομικό σύμβουλο, και J. Currall, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Μ. Coen, εκπροσωπούμενης από τον J.-N. Louis, του Βελγικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από την R. Foucart, γενική διευθύντρια της Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας με τις Αναπτυσσόμενες Ξώρες, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον J. Currall, κατά τη συνεδρίαση της 15ης Φεβρουαρίου 1996,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Μαρτίου 1996,

    έχοντας υπόψη τη διάταξη περί επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1996,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Δεκεμβρίου 1996,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με απόφαση της 14ης Ιουνίου 1995, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Ιουλίου 1995, το Conseil d'Ιtat του Βελγίου υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 173 της Συνθήκης αυτής καθώς και του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) και του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων.

    2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Μ. Coen, υπαλλήλου του βελγικού Υπουργείου Εξωτερικών, και του Βελγικού Δημοσίου σχετικά με τη νομιμότητα ορισμένων πράξεων στις οποίες προέβη το Βελγικό Δημόσιο στο πλαίσιο μιας διαδικασίας προσλήψεως εκτάκτων υπαλλήλων από την Επιτροπή.

    3 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι τον Σεπτέμβριο 1993 η Επιτροπή προκήρυξε μια διαδικασία για την κατάρτιση, κατόπιν επιλογής των καταλληλότερων υποψηφίων, εφεδρικού πίνακα προσλήψεως εκτάκτων υπαλλήλων της κατηγορίας Α, και συγκεκριμένα για τις εξωτερικές σχέσεις. Σχετικές ανακοινώσεις δημοσιεύθηκαν στον βελγικό Τύπο, και συγκεκριμένα στο φύλλο της 18ης Σεπτεμβρίου 1993 της εφημερίδας «Le Soir».

    4 Τον Οκτώβριο 1993 η Επιτροπή κάλεσε παράλληλα τις μόνιμες αντιπροσωπείες των κρατών μελών στις Ευρωπαϋκές Κοινότητες να της υποβάλουν ονόματα υποψηφίων που θα ήσαν κατάλληλοι να διοριστούν ως έκτακτοι υπάλληλοι στη νέα Γενική Διεύθυνση Ι-Α, αρμόδια για την κοινή εξωτερική πολιτική και ασφάλεια. Η Επιτροπή κατέστησε σαφές ότι θα προτιμούνταν οι κατέχοντες θέση πρώτου γραμματέα πρεσβείας ή οι προσφάτως διορισθέντες σύμβουλοι και ότι οι υποψήφιοι που θα επιλέγονταν θα θεωρούνταν έκτακτοι υπάλληλοι.

    5 Στις 11 Νοεμβρίου 1993 η Μ. Coen, υπάλληλος πέμπτης τάξεως της διπλωματικής υπηρεσίας του βελγικού Υπουργείου Εξωτερικών, υπέβαλε υποψηφιότητα στο πλαίσιο της διαδικασίας επιλογής που είχε προκηρύξει η Επιτροπή.

    6 Παράλληλα το Συμβούλιο Διευθύνσεως του βελγικού Υπουργείου Εξωτερικών, κατόπιν της προσκλήσεως που είχε απευθύνει η Επιτροπή στις μόνιμες αντιπροσωπείες των κρατών μελών, επέλεξε στις 18 Νοεμβρίου 1993 τρεις υπαλλήλους, που ανήκαν στην κατηγορία των ολλανδόφωνων υπαλλήλων του υπουργείου και των οποίων τα ονόματα ανακοινώθηκαν στην Επιτροπή.

    7 Στις 15 Δεκεμβρίου 1993 η Μ. Coen υπέβαλε την υποψηφιότητά της στους αρμόδιους υπαλλήλους του υπουργείου. Το Συμβούλιο Διευθύνσεως του υπουργείου αρνήθηκε να διαβιβάσει την υποψηφιότητα αυτή στην Επιτροπή, με το αιτιολογικό ότι ήταν εκπρόθεσμη και ότι η Μ. Coen δεν είχε τον απαιτούμενο βαθμό.

    8 Στις 30 Δεκεμβρίου 1993 η ενδιαφερόμενη άσκησε ενώπιον του Conseil d'Ιtat του Βελγίου προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως που έλαβε, κατά πάσα πιθανότητα μεταξύ 15ης Νοεμβρίου και 1ης Δεκεμβρίου 1993, το Υπουργείο Εξωτερικών και με την οποία προτείνονταν τρεις διπλωμάτες, μέλη της διπλωματικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, για την κατάληψη θέσεων εκτάκτων υπαλλήλων κατηγορίας Α στη Γενική Διεύθυνση Ι-Α της Επιτροπής και κατά της αποφάσεως περί μη διαβιβάσεως της υποψηφιότητας της προσφεύγουσας για τις εν λόγω θέσεις, αποφάσεως που ελήφθη κατά πάσα πιθανότητα στις 16 Δεκεμβρίου 1993 από το Συμβούλιο Διευθύνσεως της διπλωματικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών και συνεπώς από το Υπουργείο Εξωτερικών.

    9 Η εκτέλεση των προσβαλλομένων πράξεων ανεστάλη με απόφαση του Conseil d'Ιtat της 9ης Φεβρουαρίου 1994· η αναστολή ήρθη στις 28 Μαρτίου 1994, κατόπιν της διεξαγωγής συμπληρωματικών αποδείξεων.

    10 Στις 16 Σεπτεμβρίου 1994 διορίστηκε ως έκτακτος υπάλληλος στη Γενική Διεύθυνση Ι-Α ένας από τους τρεις υποψηφίους που είχε προτείνει το Υπουργείο Εξωτερικών στην Επιτροπή, ονόματι Τ.

    11 Στις 26 Οκτωβρίου 1994 ο δικαστικός πληρεξούσιος του Βελγικού Δημοσίου γνωστοποίησε στο Conseil d'Ιtat την υπηρεσιακή κατάσταση των τριών προσώπων που είχε προτείνει στην Επιτροπή το Υπουργείο Εξωτερικών και, επιπλέον, τον διορισμό του Τ. ως εκτάκτου υπαλλήλου.

    12 Η Μ. Coen δεν υπέβαλε διοικητική ένσταση στην Επιτροπή κατά του διορισμού αυτού ούτε άσκησε προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων.

    13 Το Conseil d'Ιtat φρονεί ότι, σε περίπτωση που ο διορισμός του Τ. έχει καταστεί απρόσβλητος κατόπιν της παρελεύσεως της δίμηνης προθεσμίας του άρθρου 173, πέμπτο εδάφιο, της Συνθήκης, η Μ. Coen δεν έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση των δύο προσβαλλομένων αποφάσεων από το Conseil d'Ιtat. Αν η προσφεύγουσα μπορούσε να επιτύχει ενώπιον του Πρωτοδικείου την ακύρωση του διορισμού του Τ., θα ετίθετο αυτεπαγγέλτως το ζήτημα της αρμοδιότητας της Βελγικής Κυβερνήσεως σε σχέση με την υποβολή των υποψηφιοτήτων· άρα θα ετίθετο το ζήτημα του νομοτύπου της διαδικασίας διορισμών που κίνησε η Επιτροπή.

    14 Κατόπιν αυτών το Conseil d'Ιtat ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα δύο ερωτήματα:

    «1) Πρέπει το άρθρο 173, πέμπτο εδάφιο, της Συνθήκης της Ρώμης να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η προθεσμία των δύο μηνών, την οποία προβλέπει για την άσκηση προσφυγής κατά αποφάσεως της Επιτροπής, είναι δυνατόν να αρχίσει εκ νέου να τρέχει λόγω του ότι εκδόθηκε απόφαση δικαστηρίου κράτους μέλους από την οποία προκύπτει ότι μια πράξη του κράτους αυτού δεν είναι σύννομη, στην περίπτωση όπου η πράξη αυτή επηρέασε την απόφαση της Επιτροπής που πρόκειται να προσβληθεί;

    2) Είναι έγκυρη, ιδίως από την άποψη των κανόνων που διέπουν την πρόσληψη των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, η αίτηση περί προτάσεως υποψηφίων για διοικητικές θέσεις στην Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, που διατυπώθηκε κατά τη διάρκεια συναντήσεως των μονίμων αντιπροσώπων και του Γενικού Γραμματέα της Επιτροπής και απευθύνθηκε ευθέως στα κράτη μέλη, χωρίς άλλη μορφή δημοσιότητας, ή παράλληλα προς διαδικασία προσλήψεως για την οποία δημοσιεύθηκε ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα;»

    15 Κατ' αρχάς πρέπει να τονιστεί ότι η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ της Κοινότητας και των υπαλλήλων της στηρίζεται στο άρθρο 179 της Συνθήκης και όχι στο άρθρο 173, που αποτελεί το αντικείμενο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος.

    16 Τα μέσα παροχής έννομης προστασίας, και συγκεκριμένα οι σχετικές προθεσμίες και οι σχετικοί διαδικαστικοί κανόνες, ρυθμίζονται από τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ. Το άρθρο 73 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων παραπέμπει ρητά στις ανωτέρω διατάξεις.

    17 Οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται μόνο σε όσους έχουν την ιδιότητα του μόνιμου υπαλλήλου ή που ανήκουν στο λοιπό προσωπικό, εκτός των τοπικών υπαλλήλων, αλλά και σε όσους διεκδικούν μία από τις ιδιότητες αυτές, και συγκεκριμένα στους υποψηφίους που έχουν μετάσχει σε διαδικασία προσλήψεως την οποία έχει οργανώσει ένα από τα κοινοτικά όργανα (βλ. συναφώς απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989, 286/83, Alexis κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2445, σκέψη 9).

    18 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το πρώτο ερώτημα που υπέβαλε το Conseil d'Ιtat του Βελγίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά την ερμηνεία του άρθρου 179 της Συνθήκης και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ.

    19 Κατά το άρθρο 3 της αποφάσεως 88/591/ΕΚΑΞ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1988, περί ιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (EE L 319, σ. 1, και δημοσίευση διορθωτικού στην ΕΕ 1989, L 241, σ. 4), το Πρωτοδικείο ασκεί σε πρώτο βαθμό τις αρμοδιότητες που απονέμονται στο Δικαστήριο επί των διαφορών τις οποίες αφορά το άρθρο 179 της Συνθήκης ΕΟΚ.

    20 Το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ορίζει ότι τα πρόσωπα που υπόκεινται στον εν λόγω κανονισμό πρέπει να υποβάλουν στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ένσταση κατά των βλαπτικών γι' αυτά πράξεων εντός τριμήνου από την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της οικείας πράξεως. Κατά το άρθρο 91, παράγραφος 3, η ένδικη προσφυγή πρέπει να ασκηθεί εντός τριμήνου από τη ρητή ή σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως της ενστάσεως.

    21 Κατά πάγια νομολογία, οι προθεσμίες για την υποβολή ενστάσεως και για την άσκηση προσφυγής στο πλαίσιο του ΚΥΚ, καθώς και για την άσκηση προσφυγής βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης, είναι δημοσίας τάξεως και οι διάδικοι και ο δικαστής δεν μπορούν να τις μεταβάλλουν κατά την κρίση τους, δεδομένου ότι έχουν θεσπιστεί για να εξασφαλίσουν τη σαφήνεια και τη βεβαιότητα των εννόμων καταστάσεων (βλ. αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1984, 227/83, Moύση κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 3133, σκέψη 12, και της 7ης Μαου 1986, 191/84, Barcella κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1541, σκέψη 12).

    22 Αν, σε μια περίπτωση όπως η ανακύψασα στην κύρια δίκη, η νομιμότητα μιας διαδικασίας προσλήψεως που έχει κινηθεί από όργανο των Κοινοτήτων ενδέχεται να είναι συνάρτηση του νομοτύπου ορισμένων πράξεων των εθνικών αρχών των οποίων την παρέμβαση έχει ζητήσει το κοινοτικό όργανο, ο ενδιαφερόμενος που θεωρεί ότι έχει υποστεί ζημία πρέπει να υποβάλει την αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έστω και αν ζητεί μόνο την παροχή προσωρινής προστασίας, εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο ΚΥΚ.

    23 Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα καθιστούσε δυνατή την καταστρατήγηση των επιτακτικών προθεσμιών που προβλέπουν η Συνθήκη και ο ΚΥΚ, με την υποβολή αιτήσεων παροχής έννομης προστασίας ενώπιον εθνικών οργάνων.

    24 Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα, όπως έχει ερμηνευθεί κατά τα ανωτέρω, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 179 της Συνθήκης και τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ έχουν την έννοια ότι οι προβλεπόμενες από τις εν λόγω διατάξεις προθεσμίες για την υποβολή ενστάσεως και για την άσκηση προσφυγής κατ' αποφάσεως της Επιτροπής δεν είναι δυνατόν να αρχίσουν εκ νέου να τρέχουν λόγω του ότι εκδόθηκε απόφαση δικαστηρίου κράτους μέλους από την οποία προκύπτει ότι μια πράξη του κράτους αυτού δεν είναι σύννομη, έστω και αν η πράξη αυτή επηρέασε την απόφαση της Επιτροπής που πρόκειται να προσβληθεί.

    25 Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το Conseil d'Ιtat του Βελγίου υπέβαλε το δεύτερο ερώτημα για την περίπτωση και μόνο κατά την οποία θα δινόταν καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα.

    26 Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, δεν χρειάζεται συνεπώς να δοθεί απάντηση στο δεύτερο.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    27 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, που κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (δεύτερο τμήμα),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 14ης Ιουνίου 1995 το Conseil d'Ιtat του Βελγίου, αποφαίνεται:

    Το άρθρο 179 της Συνθήκης ΕΚ και τα άρθρα 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων έχουν την έννοια ότι οι προβλεπόμενες από τις εν λόγω διατάξεις προθεσμίες για την υποβολή ενστάσεως και για την άσκηση προσφυγής κατ' αποφάσεως της Επιτροπής δεν είναι δυνατόν να αρχίσουν εκ νέου να τρέχουν λόγω του ότι εκδόθηκε απόφαση δικαστηρίου κράτους μέλους από την οποία προκύπτει ότι μια πράξη του κράτους αυτού δεν είναι σύννομη, έστω και αν η πράξη αυτή επηρέασε την απόφαση της Επιτροπής που πρόκειται να προσβληθεί.

    Επάνω