Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex
Έγγραφο 61994CJ0153
Judgment of the Court (Fifth Chamber) of 14 May 1996. # The Queen v Commissioners of Customs & Excise, ex parte Faroe Seafood Co. Ltd, Føroya Fiskasøla L/F (C-153/94) and Commissioners of Customs & Excise, ex parte John Smith and Celia Smith trading as Arthur Smith (a firm) (C-204/94). # References for a preliminary ruling: High Court of Justice, Queen's Bench Division - United Kingdom. # Customs procedure applicable to certain products originating in the Faroe Islands - Concept of originating products - Post-clearance recovery of customs duties. # Joined cases C-153/94 and C-204/94.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 14ης Μαΐου 1996.
The Queen κατά Commissioners of Customs & Excise, ex parte Faroe Seafood Co. Ltd, Føroya Fiskasøla L/F (C-153/94) και Commissioners of Customs & Excise, ex parte John Smith και Celia Smith, εμπορευομένων υπό την εταιρική επωνυμία Arthur Smith (C-204/94).
Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: High Court of Justice, Queen's Bench Division - Ηνωμένο Βασίλειο.
Τελωνειακό καθεστώς ορισμένων προϊόντων καταγωγής Φερόων Νήσων - Έννοια του "καταγομένου προϊόντος" - Εκ των υστέρων είσπραξη δασμών.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-153/94 και C-204/94.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 14ης Μαΐου 1996.
The Queen κατά Commissioners of Customs & Excise, ex parte Faroe Seafood Co. Ltd, Føroya Fiskasøla L/F (C-153/94) και Commissioners of Customs & Excise, ex parte John Smith και Celia Smith, εμπορευομένων υπό την εταιρική επωνυμία Arthur Smith (C-204/94).
Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: High Court of Justice, Queen's Bench Division - Ηνωμένο Βασίλειο.
Τελωνειακό καθεστώς ορισμένων προϊόντων καταγωγής Φερόων Νήσων - Έννοια του "καταγομένου προϊόντος" - Εκ των υστέρων είσπραξη δασμών.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-153/94 και C-204/94.
Συλλογή της Νομολογίας 1996 I-02465
Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1996:198
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 14ης Μαΐου 1996. - The Queen κατά Commissioners of Customs & Excise, ex parte Faroe Seafood Co. Ltd, Føroya Fiskasøla L/F (C-153/94) και Commissioners of Customs & Excise, ex parte John Smith και Celia Smith, εμπορευομένων υπό την εταιρική επωνυμία Arthur Smith (C-204/94). - Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: High Court of Justice, Queen's Bench Division - Ηνωμένο Βασίλειο. - Τελωνειακό καθεστώς ορισμένων προϊόντων καταγωγής Φερόων Νήσων - Έννοια του "καταγομένου προϊόντος" - Εκ των υστέρων είσπραξη δασμών. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-153/94 και C-204/94.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-02465
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
1. Καταγωγή των εμπορευμάτων * Προτιμησιακό τελωνειακό καθεστώς για τα προϊόντα καταγωγής και προελεύσεως Φερόων Νήσων * Ατελής εισαγωγή πραγματοποιηθείσα βάσει πιστοποιητικών καταγωγής εκδοθέντων από τις αρχές των Φερόων Νήσων * Αμφισβήτηση του εγκύρου των πιστοποιητικών με τα πορίσματα κοινοτικής έρευνας * Αμφισβήτηση των πορισμάτων εκ μέρους των αρχών των Φερόων Νήσων * Παράλειψη υποβολής του ζητήματος στην Επιτροπή Καταγωγής * Εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών δασμών * Επιτρέπεται * Δυνατότητα μη πραγματοποιήσεως της εκ των υστέρων εισπράξεως * Προϋποθέσεις * Κριτήρια εκτιμήσεως
(Κανονισμοί του Συμβουλίου 802/68, 2051/74 και 1697/79 κανονισμός 3184/74 της Επιτροπής)
2. Καταγωγή των εμπορευμάτων * Προτιμησιακό τελωνειακό καθεστώς για τα προϊόντα καταγωγής και προελεύσεως Φερόων Νήσων * Καταγόμενα προϊόντα * Κριτήρια καθορισμού * "Πλοία των Φερόων Νήσων" και "πλήρωμα" των πλοίων αυτών
(Κανονισμός 2051/74 του Συμβουλίου, παράρτημα IV κανονισμός 3184/74 της Επιτροπής, παράρτημα Ι)
3. Καταγωγή των εμπορευμάτων * Προτιμησιακό τελωνειακό καθεστώς για τα προϊόντα καταγωγής και προελεύσεως Φερόων Νήσων * Επεξεργασία των ακατεργάστων προϊόντων καταγωγής Φερόων Νήσων επί του εδάφους των Φερόων Νήσων * Εφαρμογή του προτιμησιακού καθεστώτος * Προϋπόθεση * Υλικός χωρισμός από τα προϊόντα προελεύσεως τρίτων χωρών * Είσπραξη, ελλείψει χωρισμού, μειωμένων δασμών * Προϋποθέσεις επιτρεπτού * Βάρος της αποδείξεως
(Κανονισμός 2051/74 του Συμβουλίου κανονισμός 3184/74 της Επιτροπής)
4. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων * Εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών * Υπέρβαση της προθεσμίας παραγραφής * Έκδοση πράξεως εισπράξεως χρέους αφορώσα εν μέρει ποσό μη δυνάμενο πλέον να εισπραχθεί * Ολική ακυρότητα της πράξεως * Εφαρμογή του εθνικού δικαίου * Όρια * Υποχρέωση των αρχών που προτίθενται να προβούν στην είσπραξη να αποφαίνονται επί της δυνατότητας να μην προβούν στην είσπραξη ή να υποβάλλουν το ζήτημα στην Επιτροπή * Δεν υφίσταται
(Κανονισμός 1697/79 του Συμβουλίου, άρθρα 2 PAR 1 και 5 PAR 2 κανονισμός 2164/91 της Επιτροπής, άρθρο 4)
5. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων * Εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών * Πράξη αφορώσα ποσά τα οποία δεν μπορούν να ζητηθούν από τους αγοραστές των εισαχθέντων προϊόντων * Προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας ή παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας * Δεν υφίστανται
(Κανονισμός 1697/79 του Συμβουλίου
1. Oι κανονισμοί 2051/74, περί του εφαρμοζομένου τελωνειακού καθεστώτος σε ορισμένα προϊόντα καταγωγής και προελεύσεως των Φερόων Νήσων, 3184/74, περί ορισμού της εννοίας των καταγομένων προϊόντων και περί των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας για την εφαρμογή του εν λόγω τελωνειακού καθεστώτος, και 1697/79, περί της εκ των υστέρων εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι οι τελωνειακές αρχές ενός κράτους μέλους μπορούν να προβαίνουν στην εκ των υστέρων είσπραξη δασμών επί της εισαγωγής εμπορευμάτων από τις Φερόες Νήσους στηριζόμενες στα πορίσματα κοινοτικής αποστολής ελέγχου, ακόμα και στην περίπτωση όπου οι ως άνω αρχές, στηριχθείσες στα πιστοποιητικά EUR.1 που εκδόθηκαν καλοπίστως από τις αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων, δεν εισέπραξαν δασμούς κατά τον χρόνο της εισαγωγής, οι αρχές των Φερόων Νήσων αμφισβητούν τα πορίσματα της αποστολής ελέγχου στο μέτρο που αφορούν την ερμηνεία της επίμαχης κοινοτικής τελωνειακής ρυθμίσεως και επιμένουν ότι τα πιστοποιητικά είναι έγκυρα, τα δε αμφισβητούμενα ζητήματα δεν έχουν υποβληθεί στην Επιτροπή Καταγωγής που έχει συσταθεί δυνάμει του κανονισμού 802/68, περί του κοινού ορισμού της εννοίας της καταγωγής των εμπορευμάτων.
Συναφώς, το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων βεβαίωσαν στα πιστοποιητικά EUR.1 ότι τα εμπορεύματα κατάγονταν από το έδαφος αυτό ή το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής δέχθηκαν αρχικά την αναγραφόμενη στα πιστοποιητικά αυτά καταγωγή των προϊόντων δεν συνιστούν "σφάλμα των αρμοδίων αρχών" υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79, το οποίο ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να μη πραγματοποιηθεί η εκ των υστέρων είσπραξη. Πράγματι, αν οι αρχές των Φερόων Νήσων είναι όντως οι αρμόδιες αρχές υπό την έννοια της κοινοτικής νομοθεσίας, δεν μπορούν, στην περίπτωση αυτή, να θεωρηθούν ότι υπέπεσαν σε σφάλμα υπό την έννοια της διατάξεως αυτής. Αυτό δεν ισχύει, αντιθέτως, όταν ο εξαγωγέας δηλώνει ότι τα εμπορεύματα κατάγονται από τις Φερόες Νήσους, στηριζόμενος στο ότι οι αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων γνώριζαν, στην πράξη, όλα τα απαραίτητα πραγματικά στοιχεία για την εφαρμογή της εν λόγω τελωνειακής νομοθεσίας και όταν, παρά τη γνώση των στοιχείων αυτών, οι ως άνω αρχές δεν προέβαλαν καμία αντίρρηση όσον αφορά τα στοιχεία που περιέχονταν στις διασαφήσεις του εξαγωγέα, στηρίζοντας συνεπώς σε εσφαλμένη ερμηνεία των κανόνων περί καταγωγής την εκ μέρους τους πιστοποίηση περί του ότι τα εμπορεύματα κατάγονται από τις Φερόες Νήσους.
Προκειμένου, εξάλλου, να εκτιμηθεί κατά πόσον το τυχόν σφάλμα των αρχών των Φερόων Νήσων μπορούσε λογικά να διαγνωσθεί από τους υποχρέους υπό την έννοια της ίδιας διατάξεως, πρέπει να λαμβάνονται, μεταξύ άλλων, υπόψη η φύση του σφάλματος, η επαγγελματική πείρα των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών και η επιμέλεια που επέδειξαν. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν, βάσει αυτής της ερμηνείας, τα κριτήρια από τα οποία εξαρτάται η εκτίμηση της δυνατότητας διαγνώσεως, από τους υποχρέους, του τυχόν σφάλματος των αρμοδίων αρχών των Φερόων Νήσων πληρούνται ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως.
Τέλος, η προμνησθείσα διάταξη έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις όπου ο υπόχρεος συμμορφώθηκε προς όλες τις επιταγές τόσο των κοινοτικών κανόνων περί τελωνειακής διασαφήσεως όσο και των εθνικών κανόνων οι οποίοι, ενδεχομένως, τους συμπληρώνουν ή τους μεταφέρουν στην εσωτερική έννομη τάξη, έστω και αν παρέσχε, καλοπίστως, στοιχεία ανακριβή ή μη πλήρη στις αρμόδιες αρχές, εφόσον τα στοιχεία αυτά είναι τα μόνα που μπορούσε λογικά να γνωρίζει ή να συγκεντρώσει.
2. Τα κριτήρια καθορισμού των "πλοίων των Φερόων Νήσων" που προβλέπονται στο παράρτημα IV του κανονισμού 2051/74, περί του εφαρμοζομένου τελωνειακού καθεστώτος σε ορισμένα προϊόντα καταγωγής και προελεύσεως των Φερόων Νήσων, καθώς και στην τέταρτη επεξηγηματική σημείωση του παραρτήματος Ι του κανονισμού 3184/74, περί ορισμού της εννοίας των καταγομένων προϊόντων και περί των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας για την εφαρμογή του εν λόγω τελωνειακού καθεστώτος, εφαρμόζονται σωρευτικώς.
Η έννοια του "πληρώματος", στην οποία παραπέμπει ένα από τα κριτήρια αυτά, δεν καλύπτει τα πρόσωπα τα οποία, χωρίς να αποτελούν μέρος του μονίμου πληρώματος του σκάφους, προσλαμβάνονται, επιπλέον του πληρώματος αυτού, για συγκεκριμένη αλιευτική έξοδο ή μέρος της εξόδου προκειμένου να εργαστούν επί του πλοίου ως εκπαιδευόμενοι ή ως ανειδίκευτο προσωπικό, ιδίως για εκπαιδευτικούς λόγους και με σκοπό την τήρηση συμφωνίας περί κοινοπραξίας με επιχείρηση τρίτης χώρας, συναφθείσας προκειμένου να επιτραπεί στο πλοίο να αλιεύει εντός της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης της χώρας αυτής, και τούτο ανεξαρτήτως του αν τα πρόσωπα αυτά αμείβονται από τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου ή από την επιχείρηση της τρίτης χώρας.
3. Κατά την επεξεργασία τους σε εργοστάσιο των Φερόων Νήσων, τα ακατέργαστα προϊόντα καταγωγής Φερόων Νήσων υπό την έννοια του κανονισμού 3184/74 πρέπει να διαχωρίζονται υλικώς από τα προϊόντα που προέρχονται από τρίτες χώρες προκειμένου να τύχουν της προτιμησιακής τελωνειακής μεταχειρίσεως που προβλέπεται από τον κανονισμό 2051/74. Πάντως, ελλείψει ενός τέτοιου διαχωρισμού, οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής μπορούν, με σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, να αποφασίζουν, για λόγους επιεικείας, να εισπράξουν επί των εισαγωγών που προέρχονται από το συγκεκριμένο εργοστάσιο δασμούς ίσους προς εκείνους που θα επιβάλλονταν αν υπήρχε αναλογική αντιστοιχία μεταξύ των καταγωγών των εμπορευμάτων του συγκεκριμένου φορτίου και των καταγωγών των ακατεργάστων προϊόντων που εισήλθαν στο εργοστάσιο στη διάρκεια του έτους εισαγωγής.
Εξάλλου, από τις διατάξεις των προαναφερθέντων κανονισμών προκύπτει, ότι, όταν οι γαρίδες καταγωγής Φερόων Νήσων υπέστησαν επεξεργασία σε εργοστάσιο των Φερόων Νήσων το οποίο επεξεργάζεται και γαρίδες προελεύσεως τρίτων χωρών, στον εξαγωγέα εναπόκειται να αποδείξει, υποβάλλοντας κάθε χρήσιμο δικαιολογητικό, ότι οι γαρίδες καταγωγής Φερόων Νήσων χωρίστηκαν υλικώς από τις γαρίδες άλλης καταγωγής. Σε περίπτωση μη προσκομίσεως αυτής της αποδείξεως, οι γαρίδες δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται ως καταγόμενες από τις Φερόες Νήσους και, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρείται ότι κακώς χορηγήθηκε το πιστοποιητικό EUR.1 και εφαρμόστηκε ο προτιμησιακός δασμολογικός συντελεστής.
4. Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, στο εθνικό δίκαιο εναπόκειται να καθορίσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες μια πράξη εκ των υστέρων εισπράξεως χρέους, αφορώσα ένα συνολικό ποσό μέρος του οποίου δεν μπορεί πλέον να εισπραχθεί λόγω παρελεύσεως της προθεσμίας των τριών ετών που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1697/79, περί της εκ των υστέρων εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, πρέπει να θεωρείται άκυρη στο σύνολό της, υπό την επιφύλαξη, ωστόσο, των ορίων που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο, ήτοι ότι η εφαρμογή του εθνικού δικαίου δεν μπορεί να καθιστά λιγότερο αποτελεσματικό το σύστημα εισπράξεως των κοινοτικών φορολογικών επιβαρύνσεων και τελών από το σύστημα εισπράξεως των εθνικών φορολογικών επιβαρύνσεων και τελών του ιδίου τύπου, ούτε να καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή της κοινοτικής ρυθμίσεως.
Εξάλλου, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής δεν υποχρεούνται, προτού εκδώσουν πράξεις εκ των υστέρων εισπράξεως δασμών, να αποφαίνονται επί της δυνατότητας να μην προβούν στην είσπραξη δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79.
Επιπλέον, το άρθρο 4 του κανονισμού 2164/91, περί καθορισμού των διατάξεων εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 5, παράγραφος 2, έχει την έννοια ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής δεν υποχρεούνται να ζητούν από την Επιτροπή να αποφανθεί επί της δυνατότητας να μην προβούν στην εκ των υστέρων είσπραξη δασμών όταν κρίνουν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 2.
5. Οι επιταγές που απορρέουν από το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και την αρχή της αναλογικότητας δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να προβαίνουν σε πράξεις εισπράξεως εισαγωγικών δασμών, όταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79, που παρέχει στις αρχές αυτές τη δυνατότητα να μην προβούν στην είσπραξη των εν λόγω δασμών, δεν πληρούνται, έστω και αν οι δασμοί δεν μπορούν πλέον να μετακυλιστούν στους αγοραστές των εισαχθέντων προϊόντων ή αν το ζητούμενο ποσό είναι σημαντικό.
Πράγματι, στους επαγγελματίες επιχειρηματίες εναπόκειται να λαμβάνουν, στο πλαίσιο των συμβατικών τους σχέσεων, τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να προφυλαχθούν από τους κινδύνους εισπράξεως των δασμών, ακόμα δεν και το γεγονός ότι τα ποσά που ζητούνται συναφώς είναι σημαντικά εμπίπτει στην κατηγορία των επαγγελματικών κινδύνων τους οποίους φέρουν οι εν λόγω επιχειρηματίες
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-153/94 και C-204/94,
που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις του High Court of Justice, Queen' s Bench Division (Ηνωμένο Βασίλειο), προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
The Queen
και
Commissioners of Customs & Excise,
Ex parte: Faroe Seafood Co. Ltd,
Foeroya Fiskasoela L/F (C-153/94),
Commissioners of Customs & Excise,
Ex parte: John Smith και Celia Smith, εμπορευομένων υπό την εταιρική επωνυμία Arthur Smith (C-204/94),
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των κανονισμών (ΕΟΚ) 2051/74 του Συμβουλίου, της 1ης Αυγούστου 1974, περί του εφαρμοζομένου τελωνειακού καθεστώτος σε ορισμένα προϊόντα καταγωγής και προελεύσεως των Φερόων Νήσων (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/006, σ. 160), 3184/74 της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 1974, περί ορισμού της εννοίας των καταγομένων προϊόντων και περί των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας για την εφαρμογή του τελωνειακού καθεστώτος το οποίο εφαρμόζεται επί ορισμένων προϊόντων καταγομένων και προερχομένων από τις Φερόες Νήσους (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/002, σ. 5), 1697/79 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί της εκ των υστέρων εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από τον φορολογούμενο για εμπορεύματα που διασαφήθηκαν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/007, σ. 254), και 2164/91 της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 1991, περί καθορισμού των διατάξεων εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1697/79 του Συμβουλίου (ΕΕ L 201, σ. 16),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους D. A. O. Edward, πρόεδρο τμήματος, J. C. Moitinho de Almeida, C. Gulmann (εισηγητή), P. Jann και L. Sevon, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Leger
γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
* η Faroe Seafood Co. Ltd και η Foeroya Fiskasoela L/F, εκπροσωπούμενες από τον Richard Plender, QC, και τον Kevin Prosser, barrister, κατ' εντολήν των Berwin Leighton, solicitors,
* οι John Smith και Celia Smith, εμπορευόμενοι υπό την εταιρική επωνυμία Arthur Smith, εκπροσωπούμενοι από τον Richard Plender, QC, και τον Roger Thomas, barrister, κατ' εντολήν των Grange and Wintringham, solicitors,
* η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον Stephen Braviner, του Treasury Solicitor' s Department, επικουρούμενο από τον Derrick Wyatt, QC, και τη Sarah Lee, barrister,
* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Richard Wainwright, κύριο νομικό σύμβουλο, και τον David McIntyre, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στη Νομική Υπηρεσία,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των Faroe Seafood Co. Ltd και Foeroya Fiskasoela L/F, των John Smith και Celia Smith, εμπορευομένων υπό την εταιρική επωνυμία Arthur Smith, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1995,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Νοεμβρίου 1995,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφασ
1 Με διατάξεις της 14ης Απριλίου 1994, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 10 Ιουνίου και στις 14 Ιουλίου 1994, το High Court of Justice, Queen' s Bench Division, υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, πέντε προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των κανονισμών (ΕΟΚ) 2051/74 του Συμβουλίου, της 1ης Αυγούστου 1974, περί του εφαρμοζομένου τελωνειακού καθεστώτος σε ορισμένα προϊόντα καταγωγής και προελεύσεως των Φερόων Νήσων (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/006, σ. 160, στο εξής: κανονισμός 2051/74), 3184/74 της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 1974, περί ορισμού της εννοίας των καταγομένων προϊόντων και περί των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας για την εφαρμογή του τελωνειακού καθεστώτος στο οποίο εφαρμόζεται επί ορισμένων προϊόντων καταγομένων και προερχομένων από τις Φερόες Νήσους (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/002, σ. 5, στο εξής: κανονισμός 3184/74), 1697/79 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί της εκ των υστέρων εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από τον φορολογούμενο για εμπορεύματα που διασαφήθηκαν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/007, σ. 254, στο εξής: κανονισμός 1697/79), και 2164/91 της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 1991, περί καθορισμού των διατάξεων εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1697/79 του Συμβουλίου (ΕΕ L 201, σ. 16, στο εξής: κανονισμός 2164/91).
2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο δύο προσφυγών που ασκήθηκαν, αφενός, από τις εταιρίες Faroe Seafood Co. Ltd (στο εξής: Faroe Seafood) και Foeroya Fiskasoela L/F (στο εξής: Foeroya Fiskasoela) και, αφετέρου, από τους συζύγους John και Celia Smith, οι οποίοι εμπορεύονται υπό την εταιρική επωνυμία Arthur Smith (στο εξής: Arthur Smith), κατά πράξεων περί εκ των υστέρων επιβολής δασμών τις οποίες εξέδωσαν κατ' αυτών οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου.
3 Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 2, και του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού 2051/74, ισχύει δασμολογική ατέλεια για την εισαγωγή μαλακοστράκων και μαλακίων καταγωγής και προελεύσεως Φερόων Νήσων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού, το οποίο κατέστη άρθρο 4, παράγραφος 2, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2612/79 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1979 (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/007, σ. 302), η εφαρμογή των δασμολογικών μειώσεων εξαρτάται από την προσκόμιση πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1, το οποίο εκδίδεται από τις αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων κατά την εξαγωγή των εμπορευμάτων τα οποία αφορά. Ο κανονισμός 3184/74 καθορίζει τα κριτήρια στα οποία πρέπει να ανταποκρίνονται τα εμπορεύματα προκειμένου να θεωρούνται ως καταγόμενα από τις Φερόες Νήσους. Όταν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους διαπιστώνουν ότι το σύνολο ή μέρος των νομίμως οφειλομένων εισαγωγικών δασμών δεν ζητήθηκε από τον υπόχρεο, κινούν διαδικασία εισπράξεως των μη εισπραχθέντων δασμών, κατ' εφαρμογήν του κανονισμού 1697/79.
4 Η Faroe Seafood, εταιρία αγγλικού δικαίου, εισήγαγε στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπό την κάλυψη πιστοποιητικών EUR.1, γαρίδες προερχόμενες, μεταξύ άλλων, από την Foeroya Fiskasoela, συνεταιρισμό διεπόμενο από το δίκαιο των Φερόων Νήσων, στον οποίο ανήκει κατά 100 % η Faroe Seafood. H Arthur Smith ενήργησε, για ορισμένες από τις εισαγωγές αυτές, ως ναυτικός πράκτορας και εργολάβος εκφορτώσεων και μεταφορών.
5 Από τις 16 Σεπτεμβρίου έως τις 4 Οκτωβρίου 1991, επισκέφθηκε τις Φερόες Νήσους αποστολή ελέγχου της Επιτροπής σε συνεργασία με τις αρμόδιες βρετανικές και δανικές αρχές. Στην έκθεσή της, η αποστολή αυτή κατέληξε στο πόρισμα ότι, όσον αφορά ορισμένο αριθμό πιστοποιητικών EUR.1 τα οποία είχαν εκδώσει οι αρχές των Φερόων Νήσων από το 1988 έως το 1991, δεν είχαν τηρηθεί οι κανόνες του κανονισμού 3184/74 περί καταγωγής των εμπορευμάτων. Συγκεκριμένα, διαπίστωσε, πρώτον, ότι, όσον αφορά ορισμένες αλιευτικές εξόδους, το ποσοστό των υπηκόων τρίτων χωρών * ήτοι του Καναδά * επί των αλιευτικών σκαφών υπερέβαινε το ποσοστό που επιτρέπουν οι κανόνες περί καταγωγής των προϊόντων. Δεύτερον, διαπίστωσε ότι δύο εργοστάσια των Φερόων Νήσων είχαν επεξεργαστεί γαρίδες καταγωγής Φερόων Νήσων χωρίς να τις χωρίσουν από τις γαρίδες που προέρχονταν από τρίτες χώρες. Για τους λόγους αυτούς, η αποστολή ελέγχου έκρινε ότι τα πιστοποιητικά EUR.1 που απαριθμούνταν στα παραρτήματα της εκθέσεως έπρεπε να θεωρηθούν άκυρα εν μέρει ή εν όλω.
6 Από τη διάταξη παραπομπής προκύπτει ότι οι αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων αμφισβήτησαν τα πορίσματα της αποστολής ελέγχου και υποστήριξαν ότι τα πιστοποιητικά EUR.1 ήταν έγκυρα. Καίτοι παραδέχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά όπως αυτά περιγράφονταν στην έκθεση της αποστολής, οι αρχές των Φερόων Νήσων απέδωσαν, πρώτον, την παρουσία, σε ορισμένες αλιευτικές εξόδους, υψηλού ποσοστού Καναδών υπηκόων επί των αλιευτικών σκαφών στο γεγονός ότι τα σκάφη αυτά αλίευαν στο πλαίσιο συμβάσεως με Καναδό εταίρο, προκειμένου να μπορούν να αλιεύουν εντός της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης του Καναδά, και ότι ο εταίρος αυτός απαιτούσε, σύμφωνα με την ισχύουσα συναφή καναδική κανονιστική ρύθμιση, την απασχόληση ορισμένου αριθμού Καναδών υπηκόων επί των σκαφών, ιδίως για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Συγκεκριμένα, κατά τις ως άνω αρχές, η πρόσληψη Καναδών υπηκόων είχε ως συνέπεια να καθιστά το προσωπικό του σκάφους περισσότερο πολυάριθμο από το σύνηθες πλήρωμα. Δεύτερον οι αρχές των Φερόων Νήσων θεώρησαν ότι ο χωρισμός των υφισταμένων την επεξεργασία γαρίδων σύμφωνα με τις αρχές της λογιστικής αρκούσε για την τήρηση των εν λόγω κανόνων περί καταγωγής των εμπορευμάτων. Αναφέρθηκαν, συναφώς, σε εγκύκλιο των δανικών φορολογικών αρχών του Απριλίου του 1989, σύμφωνα με την οποία ο χωρισμός αυτός ήταν επιτρεπτός.
7 Στηριζόμενες στην έκθεση της αποστολής, οι βρετανικές τελωνειακές αρχές προέβησαν στην εκ των υστέρων επιβολή δασμών επί των εισαγωγών προελεύσεως των Φερόων Νήσων που είχαν πραγματοποιηθεί από τις 9 Μαΐου 1989 έως τις 10 Σεπτεμβρίου 1991. Κατά το χρονικό διάστημα από τις 23 Απριλίου 1992 έως τις 11 Μαΐου 1992, απεστάλησαν στη Foeroya Fiskasoela και στη Faroe Seafood πράξεις επιβολής δασμών, με τις οποίες ζητήθηκε η καταβολή δασμών ύψους 493 888,44 λιρών στερλινών (UK ). Ομοίως, στις 21 Σεπτεμβρίου 1992, ζητήθηκε από την Arthur Smith να καταβάλει δασμούς ύψους 1 158 030,14 UK .
8 Οι προσφυγές ενώπιον του High Court of Justice βάλλουν κατά της εκδόσεως των εν λόγω πράξεων επιβολής δασμών. Το εθνικό δικαστήριο, κρίνοντας ότι για την επίλυση των διαφορών απαιτείτο η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
"1) α) Οσάκις οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους επιδιώκουν την εκ των υστέρων είπραξη εισαγωγικών δασμών σύμφωνα με τον κανονισμό 1697/79 για τον λόγο ότι τα εμπορεύματα δεν κατάγονται από τη χώρα η οποία αναγράφεται στο συγκεκριμένο πιστοποιητικό EUR.1, τίνος δικαίου, του εθνικού ή του κοινοτικού, οι διατάξεις εφαρμόζονται προκειμένου να προσδιοριστεί
* ποιος φέρει το βάρος αποδείξεως ότι τα εμπορεύματα είναι διαφορετικής καταγωγής,
* το είδος της αποδείξεως που εφαρμόζεται εν προκειμένω;
β) Αν εφαρμόζονται οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, ποιες είναι αυτές;
2) Κατ' ορθή ερμηνεία του κανονισμού 2051/74 του Συμβουλίου, του κανονισμού 3184/74 της Επιτροπής και του κανονισμού 1697/79 του Συμβουλίου, μπορούν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους να εισπράξουν εκ των υστέρων δασμούς επί εμπορευμάτων εισαχθέντων από τις Φερόες Νήσους στην περίπτωση όπου
* οι αρχές αυτές δεν εισέπραξαν δασμούς κατά τον χρόνο της εισαγωγής λαμβάνοντας υπόψη τα πιστοποιητικά EUR.1 που φέρουν τα εμπορεύματα ως καταγόμενα από τις Φερόες Νήσους
* τα πιστοποιητικά EUR.1 εκδόθηκαν καλοπίστως από τις αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων
* μια αποστολή ελέγχου απαρτιζόμενη από υπαλλήλους της Επιτροπής συνοδευόμενους από έναν Δανό και έναν Βρετανό δημόσιο υπάλληλο αναφέρει στη σχετική έκθεση ότι τα εν λόγω εμπορεύματα δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις καταγωγής διότι τα εργοστάσια από τα οποία προήλθαν είχαν επεξεργαστεί προϊόντα τόσο καταγωγής Φερόων Νήσων όσο και διαφορετικής καταγωγής χωρίς να τα χωρίσουν και διότι τα έγγραφα τα σχετικά με το καθεστώς στο οποίο υπαγόταν η χρησιμοποιηθείσα πρώτη ύλη δεν είχαν επισυναφθεί στις αντίστοιχες αιτήσεις
* η αποστολή έκρινε τελικά ότι 'τα εν λόγω πιστοποιητικά EUR.1 (...) είναι εξ ολοκλήρου ή εν μέρει άκυρα'
* οι αρχές των Φερόων Νήσων δεν δέχονται το συμπέρασμα της αποστολής ελέγχου και υποστηρίζουν ότι τα πιστοποιητικά είναι έγκυρα
* τα πορίσματα της εκθέσεως της αποστολής που αμφισβητούν οι αρχές των Φερόων Νήσων δεν παραπέμφθηκαν στην Επιτροπή Καταγωγής
* κατ' εφαρμογήν της εκθέσεως της αποστολής, στην Επιτροπή Καταγωγής παραπέμφθηκαν άλλα ζητήματα που ανέκυψαν κατά τον έλεγχο της αποστολής;
3) α) Πρέπει οι προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό των πλοίων των Φερόων Νήσων που προβλέπονται στο παράρτημα IV του κανονισμού 2051/74 του Συμβουλίου και στην ερμηνευτική σημείωση 4 του κανονισμού 3184/74 της Επιτροπής να λαμβάνονται υπόψη σε συνδυασμό μεταξύ τους ή χωριστά;
β) Αν οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να ληφθούν υπόψη σε συνδυασμό μεταξύ τους, περιλαμβάνει η λέξη 'πλήρωμα' , όπως χρησιμοποιείται στα κείμενα αυτά, τα άτομα που δεν αποτελούν μέρος της συνήθους επανδρώσεως του πλοίου τα οποία απασχολούνται σε ορισμένη αλιευτική εξοδο ή μέρος εξόδου, κατόπιν συμφωνίας περί κοινοπραξίας με επιχείρηση τρίτης χώρας, προκειμένου να εργαστούν επί του πλοίου ως εκπαιδευόμενοι ή ως ανειδίκευτο προσωπικό, αμειβόμενοι είτε από τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο είτε από την επιχείρηση της τρίτης χώρας;
γ) Στην περίπτωση όπου ένα εργοστάσιο επεξεργασίας ιχθύων δεν χωρίζει την πρώτη ύλη αναλόγως της καταγωγής της όπως προβλέπει ο κανονισμός 3184/74, μπορούν οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους να εισπράξουν εισαγωγικούς δασμούς επί των προϊόντων που προέρχονται από το εργοστάσιο αυτό ίσους με αυτούς που θα εισέπραττε αν τα εμπορεύματα κάθε παρτίδας αντιστοιχούσαν κατ' αναλογία ως προς την καταγωγή προς την πρώτη ύλη που εισήλθε στο εργοστάσιο κατά το έτος της συγκεκριμένης εισαγωγής;
4) α) Στην περίπτωση όπου οι αρχές ενός κράτους μέλους εκδίδουν μία μόνον εκ των υστέρων πράξη επιβολής δασμού για συνολικό ποσό μέρος του οποίου δεν μπορεί να εισπραχθεί σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1697/79, ποιο δίκαιο, το εθνικό ή το κοινοτικό, εφαρμόζεται προκειμένου να κριθεί αν η πράξη επιβολή δασμού πρέπει να θεωρηθεί άκυρη στο σύνολό της;
β) Αν το ζήτημα διέπεται από το κοινοτικό δίκαιο, υπό ποιες περιστάσεις πρέπει ενδεχομένως η πράξη επιβολής δασμού να θεωρηθεί άκυρη στο σύνολό της;
5) Κατ' ορθή ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 του Συμβουλίου και του άρθρου 4 του κανονισμού 2164/91 της Επιτροπής, μπορούν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους να εισπράξουν εκ των υστέρων εισαγωγικούς δασμούς που δεν εισπράχθηκαν κατά τον χρόνο της εισαγωγής των εμπορευμάτων χωρίς προηγουμένως να παραπέμψουν το ζήτημα στην Επιτροπή, οσάκις:
* ο εξαγωγέας, ενεργώντας καλοπίστως, διασάφησε τα εμπορεύματα ως καταγόμενα από τις Φερόες Νήσους
* ο εισαγωγέας τήρησε όλες τις ισχύουσες διατάξεις σχετικά με την τελωνειακή διασάφηση, εκτός αν, από την ανωτέρω περίσταση, μπορεί να συναχθεί το αντίθετο
* οι αρμόδιες αρχές του εδάφους από το οποίο εξήχθησαν τα εμπορεύματα, ενεργούσες καλοπίστως, βεβαίωσαν επί των πιστοποιητικών κυκλοφορίας EUR.1 ότι τα εμπορεύματα κατάγονται από το έδαφος αυτό και δεν έπαυσαν να θεωρούν ισχυρά τα πιστοποιητικά αυτά
* οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο εισήχθησαν τα εμπορεύματα, ενεργώντας καλοπίστως, δέχθηκαν αρχικά ότι η καταγωγή των εμπορευμάτων είναι αυτή που αναγράφεται στα πιστοποιητικά κυκλοφορίας
* οι υπόχρεοι για την καταβολή των δασμών πίστευαν πάντα καλοπίστως ότι η καταγωγή των εμπορευμάτων είναι αυτή που αναγράφεται στα πιστοποιητικά κυκλοφορίας
* οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής δηλώνουν ότι δεν εξέτασαν, προτού εκδώσουν εκ των υστέρων την πράξη επιβολής δασμών, τη δυνατότητα της παραιτήσεως από την είσπραξη των δασμών
* οι εν λόγω αρμόδιες αρχές αποφάσισαν να μην παραπέμψουν το ζήτημα στην Επιτροπή διότι έκριναν ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις της παραιτήσεως από την είσπραξη του δασμού του άρθρου 5, παράγραφος 2, καθόσον θεώρησαν ότι, σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι το πιστοποιητικό EUR.1 περιέχει λάθος, εκείνος που φέρει τον κίνδυνο είναι ο εισαγωγέας ή ο πράκτοράς του και ότι μια εταιρία εισαγωγών που ανήκει εξ ολοκλήρου σε εξαγωγική εταιρία της οποίας είναι και πράκτορας όφειλε να είναι σε θέση να αποδείξει την καταγωγή των αμφισβητουμένων εμπορευμάτων;"
9 Προτού εξεταστεί το πρώτο ερώτημα, θα πρέπει να εξεταστούν το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου.
Επί του δευτέρου ερωτήματος
10 Με το δεύτερο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν οι κανονισμοί 2051/74, 3184/74 και 1697/79 έχουν την έννοια ότι οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών μπορούν να προβαίνουν σε εκ των υστέρων είσπραξη δασμών επί της εισαγωγής εμπορευμάτων από τις Φερόες Νήσους στηριζόμενες στα πορίσματα κοινοτικής αποστολής ελέγχου, στην περίπτωση που οι ίδιες, στηριζόμενες στα πιστοποιητικά EUR.1 που χορηγήθηκαν καλοπίστως από τις αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων, δεν εισέπραξαν δασμούς κατά τον χρόνο της εισαγωγής, οι εν λόγω αρχές των Φερόων Νήσων αμφισβητούν τα πορίσματα της αποστολής ελέγχου και υποστηρίζουν ότι τα πιστοποιητικά είναι έγκυρα, στη δε Επιτροπή Καταγωγής, η οποία συστάθηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 802/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί του κοινού ορισμού της εννοίας της καταγωγής των εμπορευμάτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/001, σ. 20, στο εξής: κανονισμός 802/68), δεν έχουν υποβληθεί τα αμφισβητούμενα θέματα, έστω και αν της έχουν υποβληθεί άλλα ζητήματα που ανέκυψαν κατά τον έλεγχο της αποστολής.
11 Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει καταρχάς να υπενθυμιστούν οι σχετικές εκτελεστικές διατάξεις του προτιμησιακού καθεστώτος στο οποίο υπάγονται ορισμένα εμπορεύματα καταγωγής Φερόων Νήσων.
12 Ο κανονισμός 3184/74 ορίζει ότι η απόδειξη του χαρακτήρα των προϊόντων ως καταγωγής Φερόων Νήσων παρέχεται με την προσκόμιση πιστοποιητικού EUR.1 (άρθρο 7, παράγραφος 1), το οποίο εκδίδεται από τις αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων κατά την εξαγωγή των εμπορευμάτων (άρθρο 10, παράγραφος 1). Εξάλλου, στις αρχές αυτές εναπόκειται να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την επαλήθευση της καταγωγής των εμπορευμάτων και για τον έλεγχο των λοιπών ενδείξεων του πιστοποιητικού (άρθρο 22, παράγραφος 2). Οι αρχές αυτές εκδίδουν το πιστοποιητικό εφόσον τα προς εξαγωγή εμπορεύματα μπορούν να θεωρηθούν ως προϊόντα καταγόμενα από τις Φερόες Νήσους κατά την έννοια του κανονισμού (άρθρο 23).
13 Για να εξασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή των κανόνων καταγωγής, τα κράτη μέλη και οι Φερόες Νήσοι παρέχουν αμοιβαίως συνδρομή μέσω των τελωνειακών τους υπηρεσιών, για τον έλεγχο της γνησιότητας και της κανονικότητας των πιστοποιητικών EUR.1 (άρθρο 16). Κατόπιν αιτήσεως των τελωνειακών αρχών του κράτους μέλους εισαγωγής, οι αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων πραγματοποιούν εκ των υστέρων έλεγχο των πιστοποιητικών EUR.1 προκειμένου να διαπιστωθεί αν το πιστοποιητικό EUR.1 ισχύει για τα εμπορεύματα που πράγματι εξήχθησαν και αν τα προϊόντα αυτά έχουν πράγματι τον χαρακτήρα καταγομένων προϊόντων (άρθρο 46).
14 Εξάλλου, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1468/81 του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1981, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών ή γεωργικών ρυθμίσεων (ΕΕ L 144, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1468/81), ορίζει στο άρθρο 15β, παράγραφος 1, το οποίο προστέθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 945/87 του Συμβουλίου, της 30ής Μαρτίου 1987 (ΕΕ L 90, σ. 3), ότι η Επιτροπή μπορεί να πραγματοποιεί κοινοτικές αποστολές διοικητικής συνεργασίας και ερευνών στις τρίτες χώρες, σε συντονισμό και στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.
15 Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1697/79, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής, όταν διαπιστώνουν ότι το σύνολο ή μέρος των εισαγωγικών δασμών που οφείλονται νομίμως για εμπόρευμα που διασαφήθηκε υπό το κράτος συγκεκριμένου τελωνειακού καθεστώτος δεν κατέστη απαιτητό σε βάρος του υποχρέου, προβαίνουν στην είσπραξη των μη εισπραχθέντων δασμών.
16 Από το σύνολο των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, καίτοι το πιστοποιητικό EUR.1 που εκδίδεται από τις αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων αποτελεί δικαιολογητικό αποδεικνύον ότι τα εμπορεύματα κατάγονται από τις Φερόες Νήσους, είναι ωστόσο δυνατή η διενέργεια εκ των υστέρων ελέγχων, ακόμα και με την πραγματοποίηση κοινοτικής αποστολής ελέγχου, προς τον σκοπό της επαληθεύσεως του ακριβούς της καταγωγής που αναγράφεται στο πιστοποιητικό αυτό. Όπως το Δικαστήριο ήδη έκρινε με την απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 1993, C-12/92, Huygen κ.λπ. (Συλλογή 1993, σ. Ι-6381, σκέψεις 17 και 18), οσάκις από τον εκ των υστέρων έλεγχο δεν επιβεβαιώνεται η αναγραφόμενη στο πιστοποιητικό EUR.1 καταγωγή του εμπορεύματος, πρέπει να συνάγεται ότι το εμπόρευμα είναι άγνωστης καταγωγής και ότι, επομένως, κακώς χορηγήθηκαν το πιστοποιητικό ΕUR.1 και η δασμολογική προτίμηση. Στην περίπτωση αυτή, οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής οφείλουν, καταρχήν, να προβούν στην εκ των υστέρων είσπραξη των δασμών που δεν εισπράχθηκαν κατά την εισαγωγή.
17 Απομένει να εξεταστεί αν η διαπίστωση αυτή ισχύει και στην περίπτωση όπου οι τελωνειακές αρχές των Φερόων Νήσων αμφισβητούν τα πορίσματα της κοινοτικής αποστολής ελέγχου αλλά, παρά την αμφισβήτηση αυτή, το ζήτημα δεν έχει υποβληθεί στην Επιτροπή Καταγωγής που συστάθηκε με τον κανονισμό 802/68.
18 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 1984, 218/83, Les Rapides Savoyards κ.λπ. (Συλλογή 1984, σ. 3105), την προαναφερθείσα απόφαση Huygen κ.λπ., και την απόφαση της 5ης Ιουλίου 1994, C-432/92, Anastasiou κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. Ι-3087), το Δικαστήριο ερμήνευσε διατάξεις παρόμοιες με αυτές που αποτελούν το αντικείμενο των υπό κρίση υποθέσεων. Οι τρεις αυτές αποφάσεις αφορούσαν, αντιστοίχως, τη Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 22 Ιουλίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/003, σ. 191), τη Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Αυστρίας, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 22 Ιουλίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/003, σ. 4), και τη Συμφωνία περί συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και Δημοκρατίας της Κύπρου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/005, σ. 5), οι οποίες περιλαμβάνουν όλες πρωτόκολλο για τον ορισμό της εννοίας των "καταγομένων προϊόντων" και τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την έκδοση και τον εκ των υστέρων έλεγχο των πιστοποιητικών EUR.1.
19 Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι ο καθορισμός της καταγωγής των εμπορευμάτων βασίζεται στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρχών του κράτους εξαγωγής και των αρχών του κράτους εισαγωγής, υπό την έννοια ότι η καταγωγή καθορίζεται από τις αρχές του κράτους εξαγωγής, ενώ ο έλεγχος της λειτουργίας του συστήματος αυτού εξασφαλίζεται χάρη στη συνεργασία μεταξύ των ενδιαφερομένων διοικητικών υπηρεσιών. Όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο, το σύστημα αυτό δικαιολογείται από το ότι οι αρχές του κράτους εξαγωγής βρίσκονται σε ευνοϊκότερη θέση για να ελέγξουν τα περιστατικά που καθορίζουν την καταγωγή.
20 Με τις ίδιες αυτές αποφάσεις, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι ο προβλεπόμενος μηχανισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά μόνον αν η τελωνειακή υπηρεσία του κράτους εισαγωγής αναγνωρίζει τις εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνουν νομίμως οι αρχές του κράτους εξαγωγής.
21 Πρέπει να εξεταστεί αν η τελευταία αυτή διαπίστωση ισχύει και στην υπό κρίση περίπτωση.
22 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, με τη σκέψη 27 της προμνησθείσας αποφάσεως Les Rapides Savoyards κ.λπ., το Δικαστήριο εξήγησε ότι η αναγνώριση των αποφάσεων των αρχών του κράτους εξαγωγής από τις τελωνειακές υπηρεσίες των κρατών μελών είναι απαραίτητη προκειμένου να μπορεί και η Κοινότητα να ζητήσει από τις αρχές των άλλων κρατών, που είναι συνδεδεμένα μαζί της στο πλαίσιο των καθεστώτων ελευθέρων συναλλαγών, την αναγνώριση των αποφάσεων που λαμβάνουν οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών σχετικά με την καταγωγή των προϊόντων που εξάγονται από την Κοινότητα προς τα κράτη αυτά. Το Δικαστήριο υπογράμμισε επίσης ότι η λειτουργία του συστήματος αυτού δεν θίγει τη δημοσιονομική αυτονομία ούτε της Κοινότητας και των κρατών μελών της ούτε των εμπλεκομένων τρίτων κρατών, καθόσον το σύστημα που καθορίζεται με τη συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών βασίζεται σε αμοιβαίες υποχρεώσεις που θέτουν τους συμβαλλομένους σε ίση μοίρα στις αμοιβαίες συναλλαγές (σκέψη 29).
23 Με τη σκέψη 28 της ιδίας αυτής αποφάσεως, το Δικαστήριο παρατήρησε, εξάλλου, ότι δεν υπήρχε φόβος να διευκολύνει η εφαρμογή των διατάξεων αυτών καταχρηστικές πρακτικές, δεδομένου ότι τα άρθρα 16 και 17 του πρωτοκόλλου που αφορούσε η υπόθεση εκείνη ρύθμιζαν με λεπτομέρειες τις μεθόδους συνεργασίας μεταξύ των ενδιαφερομένων τελωνειακών υπηρεσιών σε περίπτωση αμφισβητήσεων σχετικά με την καταγωγή ή σε περίπτωση απάτης εκ μέρους των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων.
24 Από τις διαπιστώσεις αυτές προκύπτει, καταρχάς, ότι η ανάγκη της αναγνωρίσεως, εκ μέρους των τελωνειακών υπηρεσιών των κρατών μελών, των εκτιμήσεων στις οποίες προβαίνουν οι τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής δεν εκδηλώνεται κατά τον ίδιο τρόπο όταν το προτιμησιακό καθεστώς έχει θεσπιστεί όχι με διεθνή συμφωνία μεταξύ της Κοινότητας και τρίτης χώρας βάσει αμοιβαίων υποχρεώσεων, αλλά με κοινοτικό μέτρο αυτοτελούς χαρακτήρα.
25 Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν οι αρμόδιες αρχές τρίτου κράτους αμφισβητούν όχι τα πραγματικά περιστατικά που έλαβε υπόψη της η αποστολή ελέγχου, αλλά την εκτίμηση στην οποία η αποστολή αυτή προέβη ενόψει της επίδικης τελωνειακής κανονιστικής ρυθμίσεως. Πράγματι, κανένα στοιχείο δεν επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι αρχές του τρίτου κράτους έχουν την εξουσία να δεσμεύουν την Κοινότητα και τα κράτη μέλη της ερμηνεύουσες μια κοινοτική ρύθμιση όπως η επίδικη.
26 Πρέπει, στη συνέχεια, να παρατηρηθεί ότι το δεύτερο στοιχείο επί του οποίου το Δικαστήριο στήριξε την ερμηνεία του στην προμνησθείσα απόφαση Les Rapides Savoyards κ.λπ., ήτοι η ύπαρξη διαδικασίας διευθετήσεως των αμφισβητήσεων ως προς την καταγωγή των εμπορευμάτων, δεν υφίσταται εν προκειμένω.
27 Όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 63 των προτάσεών του, το άρθρο 46 του κανονισμού 3184/74, καίτοι επαναλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό τις διατάξεις περί διοικητικής συνεργασίας στο πλαίσιο του εκ των υστέρων ελέγχου οι οποίες περιέχονται στο άρθρο 17 του πρωτοκόλλου 3, στο οποίο αναφέρθηκε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση, δεν υιοθετεί την αρχή της διευθετήσεως των αμφισβητήσεων από μια τελωνειακή επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως, που προβλέπεται από την παράγραφο 3, δεύτερο εδάφιο, του άρθρου αυτού. Σύμφωνα με το εδάφιο αυτό, οι αμφισβητήσεις που δεν κατέστη δυνατόν να ρυθμιστούν μεταξύ των τελωνειακών αρχών του κράτους εισαγωγής και των τελωνειακών αρχών του κράτους εξαγωγής ή οι οποίες θέτουν ζήτημα ερμηνείας του πρωτοκόλλου υποβάλλονται στην Τελωνειακή Επιτροπή που προβλέπεται από τη Συμφωνία.
28 Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η επίδικη εν προκειμένω ρύθμιση διακρίνεται, ως προς το θέμα αυτό, από τη ρύθμιση που ισχύει δυνάμει της Συμφωνίας Ελευθέρων Συναλλαγών που συνάφθηκε σε χρόνο μεταγενέστερο των πραγματικών περιστατικών μεταξύ, αφενός, της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και, αφετέρου, της Κυβερνήσεως της Δανίας και της τοπικής κυβερνήσεως των Φερόων Νήσων και η οποία εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση του Συμβουλίου της 2ας Δεκεμβρίου 1991 (ΕΕ L 371, σ. 1). Η Συμφωνία αυτή περιλαμβάνει, σε παράρτημα, ένα πρωτόκολλο 3 περί του ορισμού της εννοίας "καταγόμενα προϊόντα" και περί των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας, το άρθρο 25, παράγραφος 5, του οποίου καθιερώνει την αρχή της διευθετήσεως των αμφισβητήσεων από μια τελωνειακή επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως.
29 Όσον αφορά το ερώτημα αν, στο πλαίσιο της επίδικης εν προκειμένω ρυθμίσεως, οι αμφισβητήσεις σχετικά με την καταγωγή των εμπορευμάτων πρέπει να υποβάλλονται στην Επιτροπή Καταγωγής που συστάθηκε με τον κανονισμό 802/68 και η οποία μνημονεύεται στο προδικαστικό ερώτημα, προσήκει αρνητική απάντηση.
30 Πράγματι, από την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη αυτού του τελευταίου κανονισμού προκύπτει ότι η εν λόγω Επιτροπή Καταγωγής συστάθηκε στο πλαίσιο μιας κοινοτικής διαδικασίας για τη θέσπιση των αναγκαίων διατάξεων προς εξασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής του και ενόψει της οργανώσεως στενής και αποτελεσματικής συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών. Κατά το άρθρο 12 του κανονισμού 802/68, η Επιτροπή Καταγωγής συγκροτείται από εκπροσώπους των κρατών μελών και προεδρεύεται από εκπρόσωπο της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Δυνάμει του άρθρου 13, η Επιτροπή Καταγωγής μπορεί να εξετάζει κάθε ζήτημα σχετικό με την εφαρμογή του κανονισμού που της υποβάλλεται από τον πρόεδρό της, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήσεως εκπροσώπου κράτους μέλους. Εξάλλου, το άρθρο 14 επιφορτίζει την Επιτροπή Καταγωγής να εκδίδει γνωμοδοτήσεις επί των σχεδίων των προς θέσπιση διατάξεων, τα οποία της υποβάλλονται από τον εκπρόσωπο της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατόπιν δε οι διατάξεις εφαρμογής θεσπίζονται είτε από την Επιτροπή είτε από το Συμβούλιο.
31 Εξάλλου, η παράγραφος 1 του άρθρου 4 του κανονισμού 2051/74 ορίζει ότι η έννοια των καταγομένων προϊόντων καθορίζεται, υπό την επιφύλαξη ορισμένων ειδικών κανόνων, κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του κανονισμού 802/68.
32 Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή Καταγωγής αφορούν τον γενικό ορισμό της εννοίας των καταγομένων προϊόντων και εντάσσονται στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών. Αντιθέτως, καμία διάταξη της επίδικης ρυθμίσεως δεν υποχρεώνει τις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής να υποβάλλει στην Επιτροπή Καταγωγής τις τυχόν αμφισβητήσεις ως προς την καταγωγή των εμπορευμάτων οι οποίες ανακύπτουν μεταξύ των αρχών αυτών και των αρμοδίων αρχών των Φερόων Νήσων.
33 Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, υποβλήθηκαν στην Επιτροπή Καταγωγής ορισμένα ζητήματα που έθιξε η κοινοτική αποστολή ελέγχου.
34 Τέλος, πρέπει να παρατηρηθεί, όπως το έπραξε άλλωστε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 68 των προτάσεών του, ότι η ερμηνεία σύμφωνα με την οποία οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής μπορούν να εμμείνουν σε μια ερμηνεία διαφορετική από εκείνη των αρμοδίων αρχών των Φερόων Νήσων εξασφαλίζει τη δυνατότητα διευθετήσεως των τυχόν αμφισβητήσεων: οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής μπορούν να προσβληθούν από τον ενδιαφερόμενο ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, οπότε η ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου μπορεί στη συνέχεια να διασφαλιστεί από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας.
35 Για τους ανωτέρω λόγους, στο δεύτερο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι οι κανονισμοί 2051/74, 3184/74 και 1697/79 πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι οι τελωνειακές αρχές ενός κράτους μέλους μπορούν να προβαίνουν στην εκ των υστέρων είσπραξη δασμών επί της εισαγωγής εμπορευμάτων από τις Φερόες Νήσους στηριζόμενες στα πορίσματα κοινοτικής αποστολής ελέγχου, ακόμα και στην περίπτωση όπου οι ως άνω αρχές, στηριχθείσες στα πιστοποιητικά EUR.1 που εκδόθηκαν καλοπίστως από τις αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων, δεν εισέπραξαν δασμούς κατά τον χρόνο της εισαγωγής, οι αρχές των Φερόων Νήσων αμφισβητούν τα πορίσματα της αποστολής ελέγχου στο μέτρο που αφορούν την ερμηνεία της επίδικης κοινοτικής τελωνειακής ρυθμίσεως και επιμένουν ότι τα πιστοποιητικά είναι έγκυρα, τα δε αμφισβητούμενα ζητήματα δεν έχουν υποβληθεί στην Επιτροπή Καταγωγής που έχει συσταθεί δυνάμει του κανονισμού 802/68.
Επί του τρίτου ερωτήματος
36 Το τρίτο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου αφορά την ερμηνεία του παραρτήματος IV του κανονισμού 2051/74, το οποίο ορίζει την έννοια των "καταγομένων προϊόντων" όσον αφορά τα προϊόντα που υπάγονται στην κοινή οργάνωση αγορών στον τομέα των προϊόντων αλιείας. Σύμφωνα με το παράρτημα αυτό,
"Ι. (...) θεωρούνται ως προϊόντα καταγωγής των [Φερόων Νήσων] (...):
α) (...)
β) τα προϊόντα της θαλασσίας αλιείας που εξάγονται από την θάλασσα από τα πλοία των [Φερόων Νήσων]
(...)
Η έκφραση 'πλοία των [Φερόων Νήσων]' εφαρμόζεται μόνον έναντι των πλοίων:
* που έχουν νηολογηθεί ή καταχωρηθεί στις [Φερόες Νήσους]
* που φέρουν την σημαία των [Φερόων Νήσων]
* που ανήκουν κατά το ήμισυ τουλάχιστον σε υπηκόους των κρατών μελών της Κοινότητος είτε διαμένουν είτε όχι στις [Φερόες Νήσους] ή σε μια εταιρία της οποίας η κυρία έδρα βρίσκεται στην επικράτεια ενός κράτους μέλους ή στις [Φερόες Νήσους]
* των οποίων το ανώτερο προσωπικό αποτελείται εξ ολοκλήρου από υπηκόους των κρατών μελών της Κοινότητος, είτε διαμένουν είτε όχι στις [Φερόες Νήσους]
* των οποίων το πλήρωμα, σε αναλογία 75 % τουλάχιστον, αποτελείται από υπηκόους των κρατών μελών της Κοινότητος, είτε διαμένουν είτε όχι στις [Φερόες Νήσους]."
37 Το εθνικό δικαστήριο παραπέμπει επίσης στην τέταρτη επεξηγηματική σημείωση του παραρτήματος Ι του κανονισμού 3184/74, η οποία επαναλαμβάνει κατ' ουσίαν τα στοιχεία του ορισμού των "πλοίων των [Φερόων Νήσων]" που περιέχεται στο παράρτημα IV του κανονισμού 2051/74.
38 Το ερώτημα αυτό περιλαμβάνει τρία σκέλη.
Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου ερωτήματος
39 Με το πρώτο σκέλος του τρίτου ερωτήματος, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν τα κριτήρια καθορισμού των "πλοίων των Φερόων Νήσων" που αναφέρονται ανωτέρω πρέπει να εφαρμόζονται σωρευτικώς ή εναλλακτικώς.
40 Αρκεί συναφώς να παρατηρηθεί ότι το επίδικο προτιμησιακό τελωνειακό καθεστώς θεσπίστηκε με σκοπό την προώθηση των εξαγωγών των Φερόων Νήσων προς την Κοινότητα και, συνεπώς, με σκοπό να συμβάλει στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των νήσων αυτών (βλ. την πρώτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του κανονισμού 2051/74). Ενόψει του σκοπού αυτού, μια ερμηνεία σύμφωνα με την οποία τα πέντε κριτήρια καθορισμού των "πλοίων των Φερόων Νήσων" εφαρμόζονται εναλλακτικώς θα κατέληγε σε απαράδεκτα αποτελέσματα. Έτσι, προκειμένου ένα πλοίο να θεωρηθεί ως πλοίο των Φερόων Νήσων, δεν θα απαιτείτο αναγκαστικά να είναι νηολογημένο στις Φερόες Νήσους και να φέρει τη σημαία τους θα αρκούσε προς τούτο να απαρτίζεται το πλήρωμά του από υπηκόους των κρατών μελών.
41 Συνεπώς, στο πρώτο σκέλος του τρίτου ερωτήματος προσήκει η απάντηση ότι τα κριτήρια καθορισμού των "πλοίων των Φερόων Νήσων" που προβλέπονται στο παράρτημα IV του κανονισμού 2051/74 και στην τέταρτη επεξηγηματική σημείωση του παραρτήματος Ι του κανονισμού 3184/74 εφαρμόζονται σωρευτικώς.
Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου ερωτήματος
42 Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου ερωτήματος, το εθνικό δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η έννοια του "πληρώματος" που χρησιμοποιείται στο ως άνω πέμπτο κριτήριο καθορισμού των "πλοίων των Φερόων Νήσων" καλύπτει τα πρόσωπα τα οποία, χωρίς να αποτελούν μέρος του μονίμου πληρώματος του σκάφους, προσλαμβάνονται για συγκεκριμένη αλιευτική έξοδο ή μέρος της εξόδου, κατόπιν συμφωνίας περί κοινοπραξίας με επιχείρηση τρίτης χώρας, προκειμένου να εργαστούν επί του σκάφους ως εκπαιδευόμενοι ή ως ανειδίκευτο προσωπικό και τα οποία αμείβονται είτε από τον εκμεταλλευόμενο το σκάφος είτε από την επιχείρηση της τρίτης χώρας.
43 Όπως ήδη παρατηρήθηκε ανωτέρω, από την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2051/74 προκύπτει ότι τα μέτρα που αποβλέπουν στην προοδευτική κατάργηση των δασμών επί των εισαγωγών προϊόντων καταγωγής ή προελεύσεως των Φερόων Νήσων θεσπίστηκαν με σκοπό την προώθηση των εξαγωγών των Φερόων Νήσων προς την Κοινότητα και, επομένως, με σκοπό να συμβάλουν στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των νήσων αυτών.
44 Ενόψει του σκοπού αυτού, τα κριτήρια καθορισμού των "πλοίων των Φερόων Νήσων" που προβλέπονται στο παράρτημα IV του κανονισμού 2051/74 και στην τέταρτη επεξηγηματική σημείωση του παραρτήματος Ι του κανονισμού 3184/74 αποσκοπούν στο να εξασφαλίσουν ότι τα πλοία των οποίων τα φορτία απαλλάσσονται από τους δασμούς εμφανίζουν πραγματικό οικονομικό σύνδεσμο με τις Φερόες Νήσους.
45 Ο σύνδεσμος αυτός δεν αναιρείται όταν ένα πλοίο, πέραν του μονίμου πληρώματός του, προσλαμβάνει, για μια συγκεκριμένη αλιευτική έξοδο ή μέρος εξόδου, ορισμένο αριθμό υπηκόων τρίτης χώρας προκειμένου αυτοί να εργαστούν επί του πλοίου ως εκπαιδευόμενοι ή ως ανειδίκευτο προσωπικό, ιδίως για εκπαιδευτικούς λόγους και με σκοπό την τήρηση συμφωνίας περί κοινοπραξίας με επιχείρηση τρίτης χώρας, συναφθείσας προκειμένου να επιτραπεί στο πλοίο να αλιεύει εντός της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης της χώρας αυτής. Συναφώς, δεν έχει σημασία το αν οι υπήκοοι της τρίτης χώρας αμείβονται, κατά τους όρους της συμφωνίας περί κοινοπραξίας, από τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου ή από την επιχείρηση της τρίτης χώρας.
46 Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει κατά πόσον οι περιστάσεις αυτές συντρέχουν εν προκειμένω και, ιδίως, αν στο πλοίο είχαν προσληφθεί υπήκοοι τρίτων χωρών επιπλέον του μονίμου πληρώματος.
47 Συνεπώς, στο δεύτερο σκέλος του τρίτου ερωτήματος προσήκει η απάντηση ότι η έννοια του "πληρώματος" που χρησιμοποιείται στο παράρτημα IV του κανονισμού 2051/74 και στην τέταρτη επεξηγηματική σημείωση του παραρτήματος Ι του κανονισμού 3184/74 δεν καλύπτει τα πρόσωπα τα οποία, χωρίς να αποτελούν μέρος του μονίμου πληρώματος του σκάφους, προσλαμβάνονται, επιπλέον του πληρώματος αυτού, για συγκεκριμένη αλιευτική έξοδο ή μέρος της εξόδου προκειμένου να εργαστούν επί του πλοίου ως εκπαιδευόμενοι ή ως ανειδίκευτο προσωπικό, ιδίως για εκπαιδευτικούς λόγους και με σκοπό την τήρηση συμφωνίας περί κοινοπραξίας με επιχείρηση τρίτης χώρας, συναφθείσας προκειμένου να επιτραπεί στο πλοίο να αλιεύει εντός της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης της χώρας αυτής, και τούτο ανεξαρτήτως του αν τα πρόσωπα αυτά αμείβονται από τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου ή από την επιχείρηση της τρίτης χώρας.
Επί του τρίτου σκέλους του τρίτου ερωτήματος
48 Με το τρίτο σκέλος του τρίτου ερωτήματος, το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν η επεξεργασία, σε εργοστάσιο των Φερόων Νήσων, των ακατεργάστων προϊόντων καταγωγής Φερόων Νήσων υπό την έννοια του κανονισμού 3184/74 πρέπει να γίνεται χωριστά από την επεξεργασία των προϊόντων που προέρχονται από τρίτες χώρες, προκειμένου τα πρώτα να μπορούν να υπαχθούν στο προτιμησιακό τελωνειακό καθεστώς του κανονισμού 2051/74. Το εθνικό δικαστήριο ερωτά επιπλέον αν, σε περίπτωση μη χωριστής επεξεργασίας, οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής μπορούν να επιβάλλουν, επί των εισαγωγών που προέρχονται από το συγκεκριμένο εργοστάσιο, δασμούς ίσους προς εκείνους που θα επιβάλλονταν αν υπήρχε αναλογική αντιστοιχία μεταξύ των καταγωγών των εμπορευμάτων του συγκεκριμένου φορτίου και των καταγωγών των ακατεργάστων προϊόντων που εισήλθαν στο εργοστάσιο στη διάρκεια του έτους εισαγωγής.
49 Όπως ήδη υπενθυμίστηκε προηγουμένως, η προτιμησιακή μεταχείριση που καθιερώθηκε με τον κανονισμό 2051/74 έχει ως σκοπό την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως των Φερόων Νήσων, ευνοώντας την εισαγωγή προϊόντων καταγωγής και προελεύσεως των νήσων αυτών στην Κοινότητα.
50 Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται όταν, κατά την επεξεργασία σε εργοστάσιο των Φερόων Νήσων, πραγματοποιείται χωρισμός, σύμφωνα με τις αρχές της λογιστικής, των γαρίδων καταγωγής Φερόων Νήσων από τις γαρίδες προελεύσεως τρίτων χωρών, κατά τρόπον ώστε η προτιμησιακή μεταχείριση να επιφυλάσσεται μόνο σε ποσότητα των επεξεργασμένων προϊόντων αντιστοιχούσα αναλογικά στην ποσότητα των ακατεργάστων προϊόντων που μπορεί να τύχει αυτής της μεταχειρίσεως σύμφωνα με τους κανόνες καταγωγής που προβλέπονται από τον κανονισμό 3184/74.
51 Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, δεν υπάρχει καμία διαφορά ως προς τη φύση ή τη μέθοδο της επεξεργασίας ανάλογα με την καταγωγή των γαρίδων. Συνεπώς, όπως παρατήρησαν οι προσφεύγουσες των κυρίων δικών, μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη η επιβολή στις επιχειρήσεις των Φερόων Νήσων της σημαντικής επιβαρύνσεως που αντιπροσωπεύει, κατά τις εν λόγω προσφεύγουσες, ο υλικός διαχωρισμός των γαρίδων.
52 Πρέπει, εξάλλου, να παρατηρηθεί ότι ούτε ο κανονισμός 2051/74 ούτε ο κανονισμός 3184/74 προβλέπουν ρητώς ότι, προς διατήρηση της δυνατότητας υπαγωγής στο προτιμησιακό καθεστώς, οι γαρίδες καταγωγής Φερόων Νήσων πρέπει να χωρίζονται υλικώς, κατά την επεξεργασία, από τις γαρίδες που προέρχονται από τρίτες χώρες.
53 Ωστόσο, πρέπει, πρώτον, να παρατηρηθεί ότι το παράρτημα IV του κανονισμού 2051/74 ορίζει ως προϊόντα καταγωγής των Φερόων Νήσων "τα προϊόντα της θαλάσσιας αλιείας που εξάγονται από την θάλασσα από τα πλοία των [Φερόων Νήσων]" και ότι το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 1, στοιχείο α', του κανονισμού 3184/74 ορίζει ότι ως προϊόντα καταγόμενα από τις Φερόες Νήσους θεωρούνται "τα προϊόντα που παρήχθησαν εξ ολοκλήρου στις [Φερόες Νήσους]". Το άρθρο 3, στοιχείο στ', του κανονισμού αυτού διευκρινίζει επίσης ότι στα προϊόντα "που παρήχθησαν εξ ολοκλήρου στις Φερόες Νήσους" περιλαμβάνονται "τα προϊόντα της θαλάσσιας αλιείας και άλλα προϊόντα που εξάγονται εκ της θαλάσσης από τα πλοία τους". Ελλείψει περαιτέρω διευκρινίσεων, οι διατάξεις αυτές υπονοούν ότι η προτιμησιακή μεταχείριση περιορίζεται μόνο στα προϊόντα που πράγματι κατάγονται από τις Φερόες Νήσους.
54 Δεύτερον, πρέπει να γίνει δεκτή η άποψη της Επιτροπής ότι ένας διαχωρισμός στηριζόμενος στις αρχές της λογιστικής προϋποθέτει ότι οι λεπτομέρειες εφαρμογής του είναι σαφώς και ειδικώς καθορισμένες, όπως συμβαίνει, παραδείγματος χάρη, στο πλαίσιο των συμφωνιών μεταξύ της Κοινότητας και των χωρών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών.
55 Για τους λόγους αυτούς, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, ελλείψει ρητής διατάξεως επιτρέπουσας τον χωρισμό των γαρίδων καταγωγής Φερόων Νήσων από τις γαρίδες προελεύσεως τρίτων χωρών βάσει των αρχών της λογιστικής και καθορίζουσας τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του, ένας τέτοιος χωρισμός δεν αρκεί για την εφαρμογή της προτιμησιακής μεταχειρίσεως δυνάμει του κανονισμού 2051/74.
56 Διευκρινίζεται συναφώς ότι η εσωτερική εγκύκλιος των δανικών αρχών του Απριλίου 1989, η οποία, κατά τις προσφεύγουσες των κυρίων δικών, επιτρέπει την προσφυγή στις αρχές της λογιστικής, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Χωρίς να είναι αναγκαίο να καθοριστεί το ακριβές περιεχόμενό της ή να διευκρινιστεί κατά πόσον η εγκύκλιος έχει εφαρμογή και στα άλλα προϊόντα πλην εκείνων που εισάγονται από τις Φερόες Νήσους στις άλλες περιοχές της Δανίας υπό το εσωτερικό τελωνειακό καθεστώς που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1973 και τα οποία δεν θεωρούνται ως ευρισκόμενα σε ελεύθερη κυκλοφορία (βλ. τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2051/74), πρέπει να παρατηρηθεί ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επιτρέψει μονομερώς παρέκκλιση από τους κανόνες περί κοινοτικής καταγωγής των προϊόντων.
57 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, στην περίπτωση επεξεργασίας χωρίς υλικό διαχωρισμό των γαρίδων ανάλογα με την καταγωγή τους, οι εισαγωγές προϊόντων προερχομένων από το συγκεκριμένο εργοστάσιο δεν μπορούν να τύχουν της προτιμησιακής μεταχειρίσεως που προβλέπει ο κανονισμός 2051/74. Συνεπώς, οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής μπορούν, καταρχήν, να εισπράττουν δασμούς επί του συνόλου των εισαγωγών αυτών. Ωστόσο, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει στις εν λόγω αρχές να αποφασίζουν, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής και για λόγους επιεικείας, την είσπραξη δασμών ίσων προς εκείνους που θα επιβάλλονταν αν υπήρχε αναλογική αντιστοιχία μεταξύ των καταγωγών των εμπορευμάτων του συγκεκριμένου φορτίου και των καταγωγών των ακατεργάστων προϊόντων που εισήλθαν στο εργοστάσιο στη διάρκεια του έτους εισαγωγής.
58 Συνεπώς, στο τρίτο σκέλος του τρίτου ερωτήματος προσήκει η απάντηση ότι, κατά την επεξεργασία τους σε εργοστάσιο των Φερόων Νήσων, τα ακατέργαστα προϊόντα καταγωγής Φερόων Νήσων υπό την έννοια του κανονισμού 3184/74 πρέπει να διαχωρίζονται υλικώς από τα προϊόντα που προέρχονται από τρίτες χώρες προκειμένου να τύχουν της προτιμησιακής τελωνειακής μεταχειρίσεως που προβλέπεται από τον κανονισμό 2051/74. Πάντως, ελλείψει ενός τέτοιου διαχωρισμού, οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής μπορούν, με σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, να αποφασίζουν, για λόγους επιεικείας, να εισπράξουν επί των εισαγωγών που προέρχονται από το συγκεκριμένο εργοστάσιο δασμούς ίσους προς εκείνους που θα επιβάλλονταν αν υπήρχε αναλογική αντιστοιχία μεταξύ των καταγωγών των εμπορευμάτων του συγκεκριμένου φορτίου και των καταγωγών των ακατεργάστων προϊόντων που εισήλθαν στο εργοστάσιο στη διάρκεια του έτους εισαγωγής.
Επί του πρώτου ερωτήματος
59 Με το πρώτο ερώτημά του, το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν, για την εφαρμογή των κανονισμών 2051/74 και 3184/74, οι κανόνες περί του βάρους της αποδείξεως και των τρόπων αποδείξεως του χαρακτήρα των εισαγομένων από τις Φερόες Νήσους εμπορευμάτων ως καταγομένων εμπορευμάτων καθορίζονται από το κοινοτικό δίκαιο ή από το δίκαιο του κράτους εισαγωγής. Στην πρώτη περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τους κανόνες που ισχύουν σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση.
60 Παρατηρείται, πρώτον, ότι οι κανόνες περί του βάρους της αποδείξεως και περί του τρόπου αποδείξεως του χαρακτήρα των εμπορευμάτων ως καταγομένων εμπορευμάτων καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο μόνο στο μέτρο που δεν απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο.
61 Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί μήπως μπορούν να συναχθούν τέτοιοι κανόνες από την ισχύουσα εν προκειμένω κοινοτική νομοθεσία. Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 9 του κανονισμού 3184/74 προβλέπει ότι το πιστοποιητικό EUR.1 εκδίδεται κατόπιν γραπτής αιτήσεως του εξαγωγέα, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 2, οφείλει να προσκομίσει κάθε δικαιολογητικό ικανό να αποδείξει ότι είναι δυνατή η έκδοση πιστοποιητικού για τα προς εξαγωγή εμπορεύματα.
62 Εξάλλου, όπως συνάγεται από την απάντηση που δόθηκε στο δεύτερο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου, από τις εξετασθείσες στο πλαίσιο του ερωτήματος αυτού κοινοτικές διατάξεις προκύπτει ότι, όταν από τον εκ των υστέρων έλεγχο, συμπεριλαμβανομένης και τυχόν κοινοτικής αποστολής ελέγχου, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί η τήρηση των κανόνων καταγωγής, πρέπει να θεωρείται ότι κακώς χορηγήθηκε το πιστοποιητικό EUR.1 και εφαρμόστηκε ο προτιμησιακός δασμολογικός συντελεστής.
63 Συνεπώς, ενόψει των απαντήσεων στο τρίτο ερώτημα, όταν οι γαρίδες καταγωγής Φερόων Νήσων υπέστησαν επεξεργασία σε εργοστάσιο των Φερόων Νήσων το οποίο επεξεργάζεται και γαρίδες προελεύσεως τρίτων χωρών, στον εξαγωγέα εναπόκειται να αποδείξει, υποβάλλοντας κάθε χρήσιμο δικαιολογητικό, ότι οι γαρίδες καταγωγής Φερόων Νήσων χωρίστηκαν υλικώς από τις γαρίδες άλλης καταγωγής. Σε περίπτωση μη προσκομίσεως αυτής της αποδείξεως, οι γαρίδες δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται ως καταγόμενες από τις Φερόες Νήσους και, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρείται ότι κακώς χορηγήθηκε το πιστοποιητικό EUR.1 και εφαρμόστηκε ο προτιμησιακός δασμολογικός συντελεστής.
64 Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι από τις διατάξεις των κανονισμών 2051/74 και 3184/74 προκύπτει ότι, όταν οι γαρίδες καταγωγής Φερόων Νήσων υπέστησαν επεξεργασία σε εργοστάσιο των Φερόων Νήσων το οποίο επεξεργάζεται και γαρίδες προελεύσεως τρίτων χωρών, στον εξαγωγέα εναπόκειται να αποδείξει, υποβάλλοντας κάθε χρήσιμο δικαιολογητικό, ότι οι γαρίδες καταγωγής Φερόων Νήσων χωρίστηκαν υλικώς από τις γαρίδες άλλης καταγωγής. Σε περίπτωση μη προσκομίσεως αυτής της αποδείξεως, οι γαρίδες δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται ως καταγόμενες από τις Φερόες Νήσους και, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρείται ότι κακώς χορηγήθηκε το πιστοποιητικό EUR.1 και εφαρμόστηκε ο προτιμησιακός δασμολογικός συντελεστής.
Επί του τετάρτου ερωτήματος
65 Με το ερώτημα αυτό, το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν από ποιο δίκαιο, το εθνικό ή το κοινοτικό, καθορίζονται οι περιστάσεις υπό τις οποίες μια πράξη εκ των υστέρων επιβολής δασμών, αφορώσα συνολικό ποσό μέρος του οποίου δεν μπορεί πλέον να εισπραχθεί λόγω υπερβάσεως της προθεσμίας των τριών ετών που προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1697/79, πρέπει ενδεχομένως να θεωρηθεί άκυρη στο σύνολό της.
66 Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, ελλείψει κοινοτικής διατάξεως, στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους εναπόκειται να καθορίζει τους λεπτομερείς κανόνες και τους όρους της εισπράξεως των κοινοτικών φορολογικών επιβαρύνσεων, εξυπακουομένου, ωστόσο, ότι οι κανόνες και οι όροι αυτοί δεν μπορούν να καθιστούν λιγότερο αποτελεσματικό το σύστημα εισπράξεως των κοινοτικών φορολογικών επιβαρύνσεων και τελών από το σύστημα εισπράξεως των εθνικών φορολογικών επιβαρύνσεων και τελών του ιδίου τύπου, ούτε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή της κοινοτικής ρυθμίσεως (αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 1980, 265/78, Ferwenda, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 313, σκέψη 12 της 27ης Μαρτίου 1980, 66/79, 127/79 και 128/79, Salumi κ.λπ., Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 627, σκέψεις 18 και 20, και της 8ης Φεβρουαρίου 1996, C-212/94, FMC κ.λπ., η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 52).
67 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1697/79 επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, οι οποίες διαπιστώνουν ότι δεν εισπράχθηκαν οι εισαγωγικοί δασμοί που οφείλονταν νομίμως, την υποχρέωση να κινούν διαδικασία εισπράξεως των δασμών αυτών. Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της ιδίας παραγράφου, η διαδικασία εισπράξεως των μη εισπραχθέντων δασμών δεν μπορεί πλέον να κινηθεί μετά την παρέλευση τριετίας από της ημερομηνίας βεβαιώσεως του αρχικού ποσού που επιβλήθηκε στον υπόχρεο ή, αν δεν υπήρξε βεβαίωση χρέους, από της ημερομηνίας γενέσεως της τελωνειακής οφειλής. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού, η διαδικασία εισπράξεως κινείται με την κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο του ποσού των δασμών που οφείλει. Το άρθρο 4 ορίζει γενικώς ότι η διαδικασία χωρεί βάσει των ισχυουσών εν προκειμένω διατάξεων.
68 Ελλείψει άλλων διατάξεων ρυθμιζουσών τις προϋποθέσεις του κύρους των πράξεων που εκδίδονται από τις αρχές προς τον σκοπό της εκ των υστέρων εισπράξεως εισαγωγικών δασμών, πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι περιστάσεις υπό τις οποίες μια πράξη εκ των υστέρων επιβολής δασμών, αφορώσα ένα συνολικό χρέος μέρος του οποίου έχει παραγραφεί, πρέπει ενδεχομένως να θεωρηθεί άκυρη στο σύνολό της καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο εντός των ορίων της προμνησθείσας νομολογίας.
69 Οι προσφεύγουσες των κυρίων δικών υποστηρίζουν ότι υφίσταται, στο αγγλικό δίκαιο, διαδικαστικός κανόνας που εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπως η υπό κρίση και σύμφωνα με τον οποίο μια ενιαία πράξη επιβολής δασμών αφορώσα ένα συνολικό ποσό θεωρείται ανίσχυρη στο σύνολό της αν αφορά, εν όλω ή εν μέρει, δασμούς οι οποίοι δεν μπορούν πλέον να εισπραχθούν λόγω παρελεύσεως αποσβεστικής προθεσμίας. Οι προσφεύγουσες των κυρίων δικών διευκρινίζουν ότι η έκδοση μιας παράνομης συνολικής πράξεως επιβολής δασμών δεν κωλύει τις τελωνειακές αρχές να εκδώσουν νέα πράξη σύμφωνη προς του αγγλικούς διαδικαστικούς κανόνες και μη λαμβάνουσα υπόψη τις περιόδους για τις οποίες έχει επέλθει παραγραφή.
70 Δεν εναπόκειται μεν στο Δικαστήριο να καθορίσει το ακριβές περιεχόμενο ενός τέτοιου εθνικού κανόνα ή να κρίνει αν αυτός αφορά τις πράξεις επιβολής όπως οι επίδικες, πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί ότι ένας εθνικός κανόνας ο οποίος αφορά τον τύπο των πράξεων που εκδίδουν οι αρχές προς τον σκοπό της εκ των υστέρων εισπράξεως εισαγωγικών δασμών και του οποίου η εφαρμογή μπορεί να συνεπάγεται την ακυρότητα των πράξεων αυτών, χωρίς να καταλήγει αυτός καθ' εαυτόν στην απόσβεση της κοινοτικής οφειλής που αφορούν οι πράξεις αυτές, δεν θίγει την ίδια τη βάση του κανόνα που επιβάλλει την εκ των υστέρων είσπραξη ούτε καταλήγει στο να καθιστά την είσπραξη αυτή πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή.
71 Συνεπώς, στο τέταρτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, στο εθνικό δίκαιο εναπόκειται να καθορίσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες μια πράξη εκ των υστέρων εισπράξεως χρέους, αφορώσα ένα συνολικό ποσό μέρος του οποίου δεν μπορεί πλέον να εισπραχθεί λόγω παρελεύσεως της προθεσμίας των τριών ετών που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1697/79, πρέπει να θεωρείται άκυρη στο σύνολό της, υπό την επιφύλαξη, ωστόσο, των ορίων που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο, ήτοι ότι η εφαρμογή του εθνικού δικαίου δεν μπορεί να καθιστά λιγότερο αποτελεσματικό το σύστημα εισπράξεως των κοινοτικών φορολογικών επιβαρύνσεων και τελών από το σύστημα εισπράξεως των εθνικών φορολογικών επιβαρύνσεων και τελών του ιδίου τύπου, ούτε να καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή της κοινοτικής ρυθμίσεως.
Επί του πέμπτου ερωτήματος
72 Το πέμπτο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1697/79, καθώς και τις διατάξεις που θεσπίστηκαν για την εφαρμογή του ως άνω κανονισμού με τον κανονισμό 2164/91. Το άρθρο 5, παράγραφος 2, ορίζει τα εξής:
"Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να μην προβαίνουν σε ενέργειες εισπράξεως εκ των υστέρων ποσού εισαγωγικών (...) δασμών που δεν καταβλήθηκε συνεπεία λάθους αυτών των ιδίων των αρμόδιων αρχών που λογικά δεν ηδύνατο να ανακαλυφθεί από τον φορολογούμενο ο οποίος, από μέρους του, ενήργησε καλοπίστως και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, όσον αφορά την κατάθεση της τελωνειακής διασαφήσεως."
73 Το ερώτημα αυτό περιλαμβάνει τρία σκέλη τα οποία πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά.
Επί του πρώτου σκέλους του πέμπτου ερωτήματος
74 Με το πρώτο σκέλος του πέμπτου ερωτήματος, το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής υποχρεούνται, προτού εκδώσουν πράξεις εκ των υστέρων εισπράξεως δασμών, να αποφαίνονται επί της δυνατότητας να μην προβούν στην είσπραξη δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79.
75 Συναφώς, αρκεί η παρατήρηση ότι η εν λόγω ρύθμιση δεν περιέχει διάταξη από την οποία να απορρέει μια τέτοια υποχρέωση.
76 Συνεπώς, στο πρώτο σκέλος του πέμπτου ερωτήματος προσήκει η απάντηση ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής δεν υποχρεούνται, προτού εκδώσουν πράξεις εκ των υστέρων εισπράξεως δασμών, να αποφαίνονται επί της δυνατότητας να μην προβούν στην είσπραξη δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79.
Επί του δευτέρου σκέλους του πέμπτου ερωτήματος
77 Με το δεύτερο σκέλος του πέμπτου ερωτήματος, το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το άρθρο 4 του κανονισμού 2164/91 έχει την έννοια ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής δεν υποχρεούνται να ζητούν από την Επιτροπή να αποφανθεί επί της δυνατότητας να μην προβούν στην εκ των υστέρων είσπραξη δασμών όταν κρίνουν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79.
78 Πρέπει, καταρχάς, να υπενθυμιστεί το γράμμα του άρθρου 4 του κανονισμού 2164/91, σύμφωνα με το οποίο, στις περιπτώσεις που το μη εισπραχθέν ποσό είναι ίσο προς ή ανώτερο των 2 000 ECU
"(...) όταν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους [όπου] έχει γίνει το λάθος είτε κρίνει ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 5, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, είτε αμφιβάλλει ως προς την ακριβή σημασία των κριτηρίων της εν λόγω διάταξης έναντι της συγκεκριμένης περιπτώσεως, διαβιβάζει την περίπτωση στην Επιτροπή προκειμένου να ρυθμιστεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 5, 6 και 7 (...)".
79 Από τη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1573/80 της Επιτροπής, της 20ής Ιουνίου 1980, περί καθορισμού των διατάξεων εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/020, σ. 243, στο εξής: κανονισμός 1573/80), που αντικαταστάθηκε αρχικά από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2380/89 της Επιτροπής, της 2ας Αυγούστου 1989 (ΕΕ L 225, σ. 30), και έπειτα από τον κανονισμό 2164/91, προκύπτει ότι η εξουσία λήψεως αποφάσεων την οποία απονέμει στην Επιτροπή το άρθρο 4 του τελευταίου αυτού κανονισμού δεν αφορά την περίπτωση κατά την οποία οι αρμόδιες εθνικές αρχές είναι πεπεισμένες ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 και θεωρούν, επομένως, ότι οφείλουν να προβούν στην εκ των υστέρων είσπραξη (αποφάσεις της 26ης Ιουνίου 1990, C-64/89, Deutsche Fernsprecher, Συλλογή 1990, σ. Ι-2535, σκέψη 12, και της 27ης Ιουνίου 1991, C-348/89, Mecanarte, Συλλογή 1991, σ. Ι-3277, σκέψη 32).
80 Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο σχετικά με τον κανονισμό 1573/80, αυτή η ερμηνεία είναι σύμφωνη προς τον σκοπό του κανονισμού 2164/91, που συνίσταται στην εξασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Η εφαρμογή αυτή διακινδυνεύει στις περιπτώσεις που γίνεται δεκτή αίτηση για μη πραγματοποίηση εκ των υστέρων ειπράξεως, διότι η εκτίμηση στην οποία στηρίζονται τα κράτη μέλη για να λάβουν ευνοϊκή απόφαση μπορεί, στην πράξη, λόγω της πιθανής ελλείψεως κάθε ενδίκου βοηθήματος, να μην υπάγεται σε έλεγχο εξασφαλίζοντα την ομοιόμορφη εφαρμογή των προϋποθέσεων που θέτει η κοινοτική νομοθεσία. Αντίθετα, αυτό δεν συμβαίνει όταν οι εθνικές αρχές προβαίνουν στην είσπραξη, ασχέτως του ύψους του συγκεκριμένου ποσού. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί τότε να προσβάλει την απόφαση αυτή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο να μπορεί να εξασφαλίσει την ενότητα του κοινοτικού δικαίου στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως (προαναφερθείσες αποφάσεις Deutsche Fernsprecher, σκέψη 13, και Mecanarte, σκέψη 33).
81 Συνεπώς, στο δεύτερο σκέλος του πέμπτου ερωτήματος προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 4 του κανονισμού 2164/91 έχει την έννοια ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής δεν υποχρεούνται να ζητούν από την Επιτροπή να αποφανθεί επί της δυνατότητας να μην προβούν στην εκ των υστέρων είσπραξη δασμών όταν κρίνουν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79.
Επί του τρίτου σκέλους του πέμπτου ερωτήματος
82 Με το τρίτο σκέλος του πέμπτου ερωτήματος, το εθνικό δικαστήριο ζητεί, επιπλέον, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις εφαρμογής, σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση στις κύριες δίκες, του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79, προκειμένου να κρίνει κατά πόσον οι προσφεύγουσες των κυρίων δικών είχαν δικαίωμα να απαιτήσουν να μην πραγματοποιηθεί η εκ των υστέρων είσπραξη των δασμών.
83 Το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 προβλέπει τρεις σωρευτικώς εφαρμοζόμενες προϋποθέσεις προκειμένου να μπορούν οι αρμόδιες αρχές να μην προβούν στην εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών δασμών, ήτοι οι δασμοί να μην έχουν εισπραχθεί συνεπεία σφάλματος των αρμοδίων αρχών, ο υπόχρεος να έχει ενεργήσει καλοπίστως, δηλαδή να μη μπορούσε λογικά να διαπιστώσει το σφάλμα των αρμοδίων αρχών, και να έχει τηρήσει όλες τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας όσον αφορά την τελωνειακή διασάφηση.
84 Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, άπαξ συντρέχουν και οι τρεις προϋποθέσεις, ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να μην πραγματοποιηθεί η είσπραξη δασμών (βλ., μεταξύ άλλων, προαναφερθείσα απόφαση Mecanarte, σκέψη 12, και απόφαση της 4ης Μαΐου 1993, C-292/91, Weis, Συλλογή 1993, σ. Ι-2219, σκέψη 15).
85 Πρέπει να εξεταστεί και να διευκρινιστεί το περιεχόμενο καθεμίας από τις τρεις προϋποθέσεις ενόψει των στοιχείων που αναφέρει το εθνικό δικαστήριο.
Ως προς το σφάλμα των αρμοδίων αρχών
86 Συναφώς, το εθνικό δικαστήριο ερωτά, κατ' ουσίαν, αν υφίσταται σφάλμα των αρμοδίων αρχών υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 στην περίπτωση που ο εξαγωγέας, ενεργών καλοπίστως, δήλωσε ότι τα εμπορεύματα κατάγονταν από τις Φερόες Νήσους, οι αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων, ενεργώντας καλοπίστως, βεβαίωσαν με τα πιστοποιητικά EUR.1 ότι τα εμπορεύματα κατάγονταν από το έδαφος αυτό και ουδέποτε θεώρησαν ότι τα πιστοποιητικά αυτά είχαν παύσει να ισχύουν, οι δε αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής, ενεργώντας επίσης καλοπίστως, δέχθηκαν αρχικά την καταγωγή των εμπορευμάτων που αναγραφόταν στα πιστοποιητικά αυτά.
87 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει, προκαταρκτικώς, να σημειωθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 αποσκοπεί στην προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του υποχρέου ως προς το βάσιμο του συνόλου των στοιχείων που υπεισέρχονται στην απόφαση για την είσπραξη ή μη των δασμών (προαναφερθείσα απόφαση Mecanarte, σκέψη 19).
88 Συνεπώς, όπως έκρινε το Δικαστήριο με τη σκέψη 22 της προμνησθείσας αποφάσεως, εφόσον ούτε ο κανονισμός 1697/79 ούτε ο κανονισμός που εκδόθηκε προς εφαρμογήν του περιέχουν ακριβή και πλήρη ορισμό της έννοιας των "αρμοδίων αρχών", όχι μόνον οι αρμόδιες για την είσπραξη των δασμών αρχές, αλλά και κάθε αρχή η οποία, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, παρέχει στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη για την είσπραξη των δασμών, δυνάμενη έτσι να γεννήσει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του υποχρέου, πρέπει να θεωρείται ως "αρμόδια αρχή" υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό ισχύει ιδίως για τις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εξαγωγής που μεσολαβούν σχετικά με την τελωνειακή διασάφηση.
89 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η έννοια των "αρμοδίων αρχών" δεν καλύπτει, πάντως, τις τελωνειακές αρχές των χωρών στις οποίες δεν έχει εφαρμογή η Συνθήκη. Μεταξύ άλλων, προβάλλει ως επιχείρημα το ότι, σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, στις οποίες ισχύουν αυτοτελείς κοινοτικοί κανόνες, οι αρχές μιας τέτοιας χώρας δεν μπορούν να θεωρούνται ως διαθέτουσες, όσον αφορά τη γνώση και την κατανόηση των κανόνων αυτών, τόσο υψηλό επίπεδο ώστε να μπορεί ο επιχειρηματίας να έχει πλήρη εμπιστοσύνη στις αρχές αυτές και να αναμένει ότι η εμπιστοσύνη του καλύπτεται από την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
90 Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, σύμφωνα με τον κανονισμό 3184/74, στις αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων εναπόκειται να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προς εξακρίβωση της καταγωγής των εμπορευμάτων και προς έλεγχο των λοιπών ενδείξεων του πιστοποιητικού EUR.1 (άρθρο 22, παράγραφος 2), να εκδίδουν το πιστοποιητικό EUR.1 εφόσον τα προς εξαγωγή εμπορεύματα μπορούν να θεωρηθούν ως προϊόντα καταγόμενα από τις Φερόες Νήσους υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (άρθρο 23) και να ζητούν οποιοδήποτε δικαιολογητικό ή να προβαίνουν σε οποιονδήποτε έλεγχο κρίνουν χρήσιμο προκειμένου να εξακριβώσουν αν πληρούται η τελευταία αυτή προϋπόθεση (άρθρο 25). Συνεπώς, η Κοινότητα έχει προβλέψει τη συνεργασία των αρχών των Φερόων Νήσων όσον αφορά την παροχή στοιχείων λαμβανομένων υπόψη για την είσπραξη των δασμών και, ως εκ τούτου, οι αρχές αυτές μπορούν να γεννήσουν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του υποχρέου. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι εν λόγω αρχές πρέπει να θεωρούνται ως "αρμόδιες αρχές" υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79.
91 Στη συνέχεια, πρέπει να παρατηρηθεί ότι από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 προκύπτει ότι η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του υποχρέου είναι άξια της προστασίας που προβλέπει το άρθρο αυτό μόνον αν το έρεισμα της εμπιστοσύνης του το δημιούργησαν "οι ίδιες" οι αρμόδιες αρχές. Έτσι, μόνο τα σφάλματα που μπορούν να καταλογιστούν σε ενεργή συμπεριφορά των αρμοδίων αρχών γεννούν δικαίωμα προς μη πραγματοποίηση της εκ των υστέρων εισπράξεως των δασμών (προαναφερθείσα απόφαση Mecanarte, σκέψη 23).
92 Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο με τη σκέψη 24 της προμνησθείσας αποφάσεως, η προϋπόθεση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται όταν οι αρμόδιες αρχές εμβάλλονται σε πλάνη * ιδίως περί την καταγωγή των εμπορευμάτων * από ανακριβείς δηλώσεις του εξαγωγέα, την εγκυρότητα των οποίων δεν υποχρεούνται να εκτιμήσουν ή να ελέγξουν. Στην περίπτωση αυτή, ο υπόχρεος είναι εκείνος που φέρει τον κίνδυνο από εμπορικό παρασταστικό που αποδεικνύεται, κατόπιν μεταγενεστέρου ελέγχου, αναληθές.
93 Εξάλλου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο υπόχρεος δεν μπορεί να στηρίζει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς την εγκυρότητα πιστοποιητικών στο γεγονός ότι έγιναν αρχικά δεκτά από τις τελωνειακές αρχές κράτους μέλους, δεδομένου ότι ο ρόλος των αρχών αυτών, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής αποδοχής των διασαφήσεων, ουδόλως αποτελεί εμπόδιο για τη διενέργεια μεταγενεστέρων ελέγχων (απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1984, 98/83 και 230/83, Van Gend & Loos και Expeditiebedrijf Wim Bosman κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 3763, σκέψη 20).
94 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το γεγονός οι αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων βεβαίωσαν στα πιστοποιητικά EUR.1 ότι τα εμπορεύματα κατάγονταν από το έδαφος αυτός ή το γεγονός ότι οι αρμόδιες του κράτους μέλους εισαγωγής δέχθηκαν αρχικά τη αναγραφόμενη στα πιστοποιητικά αυτά καταγωγή των εμπορευμάτων δεν αρκούν προκειμένου να θεωρηθεί ότι υφίσταται σφάλμα των αρμοδίων αρχών υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79.
95 Αντιθέτως, όταν ο εξαγωγέας έχει δηλώνει ότι τα εμπορεύματα κατάγονται από τις Φερόες Νήσους στηριζόμενος στο ότι οι αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων γνώριζαν, στην πράξη, όλα τα απαραίτητα πραγματικά στοιχεία για την εφαρμογή της εν λόγω τελωνειακής νομοθεσίας και όταν, παρά τη γνώση των στοιχείων αυτών, οι ως άνω αρχές δεν προέβαλαν καμία αντίρρηση όσον αφορά τις ενδείξεις που περιέχονταν στις διασαφήσεις του εξαγωγέα, βασίζοντας συνεπώς σε εσφαλμένη ερμηνεία των κανόνων περί καταγωγής την εκ μέρους τους πιστοποίηση περί του ότι τα εμπορεύματα κατάγονται από τις Φερόες Νήσους, πρέπει να θεωρηθεί ότι, κατά την εισαγωγή των εμπορευμάτων, οι δασμοί δεν εισπράχθηκαν εξαιτίας σφάλματος των ιδίων των αρμοδίων αρχών κατά την αρχική εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, τις αποφάσεις της 22ας Οκτωβρίου 1987, 314/85, Foto-Frost, Συλλογή 1987, σ. 4199, σκέψη 24, και της 1ης Απριλίου 1993, C-250/91, Hewlett Packard France, Συλλογή 1993, σ. Ι-1819, σκέψη 21).
96 Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει κατά πόσον υφίσταται στην υπό κρίση περίπτωση τέτοιο σφάλμα των αρμοδίων αρχών, βάσει του οποίου να δικαιούνται οι τρεις προσφεύγουσες των κυρίων δικών να ζητήσουν τη μη πραγματοποίηση της εισπράξεως των δασμών.
97 Κατά συνέπεια, όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, πρέπει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων βεβαίωσαν στα πιστοποιητικά EUR.1 ότι τα εμπορεύματα κατάγονταν από το έδαφος αυτό ή το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής δέχθηκαν αρχικά την αναγραφόμενη στα πιστοποιητικά αυτά καταγωγή των προϊόντων δεν συνιστούν "σφάλμα των αρμοδίων αρχών" υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79. Αυτό δεν ισχύει, αντιθέτως, όταν ο εξαγωγέας δηλώνει ότι τα εμπορεύματα κατάγονται από τις Φερόες Νήσους, στηριζόμενος στο ότι οι αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων γνώριζαν, στην πράξη, όλα τα απαραίτητα πραγματικά στοιχεία για την εφαρμογή της εν λόγω τελωνειακής νομοθεσίας και όταν, παρά τη γνώση των στοιχείων αυτών, οι ως άνω αρχές δεν προέβαλαν καμία αντίρρηση όσον αφορά τα στοιχεία που περιέχονταν στις διασαφήσεις του εξαγωγέα, στηρίζοντας συνεπώς σε εσφαλμένη ερμηνεία των κανόνων περί καταγωγής την εκ μέρους τους πιστοποίηση περί του ότι τα εμπορεύματα κατάγονται από τις Φερόες Νήσους.
Ως προς την αδυναμία του υποχρέου να διαγνώσει το σφάλμα των αρμοδίων αρχών
98 Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, από το πέμπτο ερώτημα προκύπτει ότι το εθνικό δικαστήριο θεωρεί ότι, στην περίπτωση που αποτελεί το αντικείμενο των κυρίων δικών, οι υπόχρεοι πίστευαν πάντοτε καλοπίστως ότι η καταγωγή των εμπορευμάτων ήταν εκείνη που αναγραφόταν στα πιστοποιητικά EUR.1.
99 Πρέπει, ωστόσο, να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η προϋπόθεση αυτή συνεπάγεται ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξετάσει κατά πόσον οι υπόχρεοι δεν μπορούσαν λογικά να διαγνώσουν το σφάλμα των αρμοδίων αρχών, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του σφάλματος, την επαγγελματική πείρα των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών και την επιμέλεια που επέδειξαν (προαναφερθείσα απόφαση Deutsche Fernsprecher, σκέψη 24 αποφάσεις της 8ης Απριλίου 1992, C-371/90, Beirafrio, Συλλογή 1992, σ. Ι-2715, σκέψη 21, και της 16ης Ιουνίου 1992, C-187/91, Belovo, Συλλογή 1992, σ. Ι-4937, σκέψη 17 προαναφερθείσα απόφαση Hewlett Packard France, σκέψη 22).
100 Όσον αφορά τη φύση του σφάλματος, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει με την προπαρατεθείσα νομολογία ότι, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να εξετάζεται αν η εν λόγω νομοθεσία είναι πολύπλοκη ή αν, αντίθετα, είναι αρκετά απλή ώστε η εξέταση των πραγματικών περιστατικών να καθιστά δυνατή την εύκολη διάγνωση του σφάλματος. Όσον αφορά την επιμέλεια των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω επιχειρηματίες, εφόσον έχουν οι ίδιοι αμφιβολίες ως προς τον καθορισμό της καταγωγής του εμπορεύματος, οφείλουν να ενημερώνονται και να ζητούν όλες τις δυνατές διευκρινίσεις προκειμένου να εξακριβώσουν αν ευσταθούν οι αμφιβολίες τους.
101 Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν, βάσει αυτής της ερμηνείας, τα κριτήρια από τα οποία εξαρτάται η εκτίμηση της δυνατότητας διαγνώσεως, από τους υποχρέους, του τυχόν σφάλματος των αρμοδίων αρχών των Φερόων Νήσων πληρούνται ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως.
102 Πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί συναφώς ότι, στις υποθέσεις των κυρίων δικών, όπως αυτές περιγράφονται ενώπιον του Δικαστηρίου, πλείονες περιστάσεις μπορούν να ληφθούν υπόψη ως στοιχεία τείνοντα, στο σύνολό τους, να αποδείξουν ότι το ενδεχόμενο σφάλμα των αρχών των Φερόων Νήσων δεν μπορούσε ίσως να διαγνωσθεί ακόμα και από έμπειρους επαγγελματίες επιχειρηματίες όπως οι τρεις προσφεύγουσες των κυρίων δικών.
103 Πρώτον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 49 έως 52 της παρούσας αποφάσεως, δεν είναι δυνατόν, με την απλή ανάγνωση της επίδικης νομοθεσίας, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να αρκεί, για την τήρηση των περί καταγωγής κανόνων, ένας χωρισμός σύμφωνα με τις αρχές της λογιστικής μεταξύ των γαρίδων καταγωγής Φερόων Νήσων και των γαρίδων που προέρχονται από τρίτες χώρες. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτει το Δικαστήριο, η προσφυγή στις αρχές της λογιστικής επιτρεπόταν για τις εισαγωγές εμπορευμάτων από τις Φερόες Νήσους σε άλλες περιοχές της Δανίας, πράγμα το οποίο, ωστόσο, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να επαληθεύσει.
104 Επίσης, επανειλημμένως και επί μακρά σχετικώς περίοδο, στους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες χορηγούνταν πιστοποιητικά τα οποία, ενδεχομένως, συνιστούν επαναλαμβανόμενη επιβεβαίωση του βασίμου μιας απόψεως η οποία, στη συνέχεια, αποδείχθηκε εσφαλμένη. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων ενέμειναν στην άποψή τους ακόμα και αφού έλαβαν γνώση του ότι η αποστολή ελέγχου είχε υιοθετήσει την αντίθετη ερμηνεία.
105 Τέλος, πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη το γεγονός ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, αν οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες είχαν όντως αμφιβολίες ως προς την προσήκουσα ερμηνεία της επίδικης ρυθμίσεως, θα μπορούσαν να προβούν σε χωριστή επεξεργασία των γαρίδων καταγωγής Φερόων Νήσων και, συνεπώς, να διατηρήσουν τη δυνατότητα υπαγωγής στο προτιμησιακό τελωνειακό καθεστώς. Στην πραγματικότητα, το γεγονός ότι δεν ζήτησαν από τα εργοστάσια των Φερόων Νήσων να προβούν σε έναν τέτοιο υλικό χωρισμό μάλλον αποδεικνύει την καλή τους πίστη ως προς το θέμα αυτό.
106 Συνεπώς, όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79, πρέπει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον το τυχόν σφάλμα των αρχών των Φερόων Νήσων μπορούσε λογικά να διαγνωσθεί από τους υποχρέους υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79, πρέπει να ληφθούν, μεταξύ άλλων, υπόψη η φύση του σφάλματος, η επαγγελματική πείρα των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών και η επιμέλεια που επέδειξαν. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν, βάσει αυτής της ερμηνείας, τα κριτήρια από τα οποία εξαρτάται η εκτίμηση της δυνατότητας διαγνώσεως, από τους υποχρέους, του τυχόν σφάλματος των αρμοδίων αρχών των Φερόων Νήσων πληρούνται ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως.
Ως προς την τήρηση όλων των διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας όσον αφορά την τελωνειακή διασάφηση
107 Το εθνικό δικαστήριο παρατηρεί, με το πέμπτο ερώτημα, ότι ο εξαγωγέας τήρησε όλες τις ισχύουσες διατάξεις προβαίνοντας στην τελωνειακή διασάφηση, εκτός αν μπορεί να συναχθεί το αντίθετο από το γεγονός ότι, ενεργώντας καλοπίστως, διασάφησε τα εμπορεύματα ως καταγόμενα από τις Φερόες Νήσους.
108 Συναφώς, πρέπει να υπενθυνιστεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο προβαίνων στη διασάφηση έχει την υποχρέωση να παράσχει στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, που προβλέπουν οι κοινοτικοί κανόνες και οι εθνικοί κανόνες οι οποίοι, ενδεχομένως, τους συμπληρώνουν ή τους μεταφέρουν στην εσωτερική έννομη τάξη, όσον αφορά την τελωνειακή μεταχείριση που ζητείται για το συγκεκριμένο εμπόρευμα (απόφαση της 23ης Μαΐου 1989, 378/87, Top Hit Holzvertrieb κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 1359, σκέψη 26).
109 Ωστόσο, όπως έκρινε το Δικαστήριο, η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να βαίνει πέραν της προσκομίσεως των στοιχείων τα οποία ο προβαίνων στη διασάφηση μπορεί λογικά να γνωρίζει και να συγκεντρώσει και, επομένως, αρκεί να έχει παράσχει αυτά τα * έστω και ανακριβή * στοιχεία καλοπίστως (προμνησθείσες αποφάσεις Mecanarte, σκέψη 29, και Hewlett Packard France, σκέψη 29).
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΣΚΕΠΤΙΚΟΥ ΣΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ: 694J0153.1
110 Συνεπώς, όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79, πρέπει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι η προϋπόθεση αυτή έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις όπου ο υπόχρεος συμμορφώθηκε προς όλες τις επιταγές τόσο των κοινοτικών κανόνων περί τελωνειακής διασαφήσεως όσο και των εθνικών κανόνων οι οποίοι, ενδεχομένως, τους συμπληρώνουν ή τους μεταφέρουν στην εσωτερική έννομη τάξη, έστω και αν παρέσχε, καλοπίστως, στοιχεία ανακριβή ή μη πλήρη στις αρμόδιες αρχές, εφόσον τα στοιχεία αυτά είναι τα μόνα που μπορούσε λογικά να γνωρίζει ή να συγκεντρώσει.
Επί του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και της αρχής της αναλογικότητας
111 Για την περίπτωση που το εθνικό δίκαιο θα έκρινε ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 δεν πληρούνται εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα των προσφευγουσών των κυρίων δικών σύμφωνα με το οποίο, στην υπό κρίση περίπτωση, η εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών δασμών θα συνιστούσε προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, το οποίο καθιερώνεται από το άρθρο 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, της 4ης Νοεμβρίου 1950, όπως αυτό ερμηνεύθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και το οποίο διασφαλίζεται και στην κοινοτική έννομη τάξη (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1979, 44/79, Hauer, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 749, σκέψη 17).
112 Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι η προβλεπόμενη στο δεύτερο εδάφιο του ως άνω άρθρου 1 δυνατότητα θεσπίσεως των αναγκαίων διατάξεων ιδίως για την εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών πρέπει να χρησιμοποιείται τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Εξάλλου, κατά τις προσφεύγουσες, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την αρχή αυτή ως γενική αρχή του δικαίου, της οποίας η τήρηση επιβάλλεται ανεξαρτήτως του είδους του εκάστοτε σχετικού δικαιώματος. Όμως, η αρχή της αναλογικότητας παραβιάζεται σε περίπτωση εισπράξεως χρέους υπό περιστάσεις όπως αυτές που αποτελούν το αντικείμενο των κυρίων δικών, λαμβανομένου υπόψη ότι:
* οι εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν καλοπίστως, βάσει πιστοποιητικών τα οποία χορηγήθηκαν καλοπίστως από τις αρμόδιες αρχές του εδάφους από το οποίο εξήχθησαν τα εμπορεύματα, καμία από τις προσφεύγουσες δεν είχε αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια της ερμηνείας της επίδικης νομοθεσίας από τις εν λόγω αρχές ούτε είχε οικονομικό συμφέρον να προτιμήσει μια συγκεκριμένη ερμηνεία αυτής της νομοθεσίας, οι δε δασμοί επιβάλλονται αναδρομικώς, δεδομένου ότι, αν η καταβολή τους είχε ζητηθεί κατά τον χρόνο της εισαγωγής, ο εξαγωγέας θα μπορούσε να επιλέξει είτε να πωλήσει τα εμπορεύματά του αλλού είτε να επιβαρυνθεί με τους δασμούς αυτούς,
* οι δασμοί δεν μπορούν πλέον να μετακυλιστούν στους αγοραστές των εισαχθέντων προϊόντων, οι οποίοι θα είχαν επιβαρυνθεί με τους δασμούς αυτούς αν οι τελευταίοι είχαν ζητηθεί κατά τον χρόνο της εισαγωγής,
* το ποσό που ζητείται από την Arthur Smith είναι υπερβολικό και την εκθέτει σε κίνδυνο πτωχεύσεως.
113 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι τα στοιχεία που επικαλούνται οι προσφεύγουσες των κυρίων δικών και μνημονεύονται στην πρώτη παύλα ανωτέρω λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79. Πράγματι, ακριβώς από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μια πράξη εκ των υστέρων εισπράξεως δασμών μπορεί να είναι δυσανάλογη σε περίπτωση που, εξ αιτίας σφάλματος των αρμοδίων αρχών, δεν εισπράχθηκαν οι δασμοί κατά την εισαγωγή, οι δε επιχειρηματίες ενήργησαν καλοπίστως.
114 Αντιθέτως, όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79, η πραγματοποίηση της εκ των υστέρων εισπράξεως δασμών δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, ακόμα και αν οι ζητούμενοι δασμοί δεν μπορούν πλέον να μετακυλιστούν στους αγοραστές των εισαχθέντων προϊόντων. Πράγματι, στους επαγγελματίες επιχειρηματίες εναπόκειται να λαμβάνουν, στο πλαίσιο των συμβατικών τους σχέσεων, τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να προφυλαχθούν από τέτοιους κινδύνους.
115 Πρέπει, εξάλλου, να παρατηρηθεί ότι ένας εκτελωνιστής, όπως η Arthur Smith, αναλαμβάνει, ως εκ της ιδίας της φύσεως των καθηκόντων του, την ευθύνη τόσο για την καταβολή των εισαγωγικών δασμών όσο και για την κανονικότητα των εγγράφων που προσκομίζει στις τελωνειακές αρχές. Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι ακόμα και το γεγονός ότι το ποσό που του ζητείται συναφώς είναι σημαντικό εμπίπτει στην κατηγορία των επαγγελματικών κινδύνων τους οποίους φέρει ο εκτελωνιστής.
116 Συνεπώς, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι επιταγές που απορρέουν από το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και την αρχή της αναλογικότητας δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να προβαίνουν σε πράξεις εισπράξεως εισαγωγικών δασμών, όταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 δεν πληρούνται, έστω και αν οι δασμοί δεν μπορούν πλέον να μετακυλιστούν στους αγοραστές των εισαχθέντων προϊόντων ή αν το ζητούμενο ποσό είναι σημαντικό.
Επί των δικαστικών εξόδων
117 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διατάξεις της 14ης Απριλίου 1994 το High Court of Justice, Queen' s Bench Division, αποφαίνεται:
1) Oι κανονισμοί (EOK) 2051/74 του Συμβουλίου, της 1ης Αυγούστου 1974, περί του εφαρμοζομένου τελωνειακού καθεστώτος σε ορισμένα προϊόντα καταγωγής και προελεύσεως των Φερόων Νήσων, 3184/74 της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 1974, περί ορισμού της εννοίας των καταγομένων προϊόντων και περί των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας για την εφαρμογή του τελωνειακού καθεστώτος το οποίο εφαρμόζεται επί ορισμένων προϊόντων καταγομένων και προερχομένων από τις Φερόες Νήσους, και 1697/79 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί της εκ των υστέρων εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από τον φορολογούμενο για εμπορεύματα που διασαφήθηκαν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών, πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι οι τελωνειακές αρχές ενός κράτους μέλους μπορούν να προβαίνουν στην εκ των υστέρων είσπραξη δασμών επί της εισαγωγής εμπορευμάτων από τις Φερόες Νήσους στηριζόμενες στα πορίσματα κοινοτικής αποστολής ελέγχου, ακόμα και στην περίπτωση όπου οι ως άνω αρχές, στηριχθείσες στα πιστοποιητικά EUR.1 που εκδόθηκαν καλοπίστως από τις αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων, δεν εισέπραξαν δασμούς κατά τον χρόνο της εισαγωγής, οι αρχές των Φερόων Νήσων αμφισβητούν τα πορίσματα της αποστολής ελέγχου στο μέτρο που αφορούν την ερμηνεία της επίδικης κοινοτικής τελωνειακής ρυθμίσεως και επιμένουν ότι τα πιστοποιητικά είναι έγκυρα, τα δε αμφισβητούμενα ζητήματα δεν έχουν υποβληθεί στην Επιτροπή Καταγωγής που έχει συσταθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 802/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί του κοινού ορισμού της εννοίας της καταγωγής των εμπορευμάτων.
2) Τα κριτήρια καθορισμού των "πλοίων των Φερόων Νήσων" που προβλέπονται στο παράρτημα IV του κανονισμού 2051/74 και στην τέταρτη επεξηγηματική σημείωση του παραρτήματος Ι του κανονισμού 3184/74 εφαρμόζονται σωρευτικώς.
3) Η έννοια του "πληρώματος" που χρησιμοποιείται στο παράρτημα IV του κανονισμού 2051/74 και στην τέταρτη επεξηγηματική σημείωση του παραρτήματος Ι του κανονισμού 3184/74 δεν καλύπτει τα πρόσωπα τα οποία, χωρίς να αποτελούν μέρος του μονίμου πληρώματος του σκάφους, προσλαμβάνονται, επιπλέον του πληρώματος αυτού, για συγκεκριμένη αλιευτική έξοδο ή μέρος της εξόδου προκειμένου να εργαστούν επί του πλοίου ως εκπαιδευόμενοι ή ως ανειδίκευτο προσωπικό, ιδίως για εκπαιδευτικούς λόγους και με σκοπό την τήρηση συμφωνίας περί κοινοπραξίας με επιχείρηση τρίτης χώρας, συναφθείσας προκειμένου να επιτραπεί στο πλοίο να αλιεύει εντός της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης της χώρας αυτής, και τούτο ανεξαρτήτως του αν τα πρόσωπα αυτά αμείβονται από τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου ή από την επιχείρηση της τρίτης χώρας.
4) Κατά την επεξεργασία τους σε εργοστάσιο των Φερόων Νήσων, τα ακατέργαστα προϊόντα καταγωγής Φερόων Νήσων υπό την έννοια του κανονισμού 3184/74 πρέπει να διαχωρίζονται υλικώς από τα προϊόντα που προέρχονται από τρίτες χώρες προκειμένου να τύχουν της προτιμησιακής τελωνειακής μεταχειρίσεως που προβλέπεται από τον κανονισμό 2051/74. Πάντως, ελλείψει ενός τέτοιου διαχωρισμού, οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής μπορούν, με σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, να αποφασίζουν, για λόγους επιεικείας, να εισπράξουν επί των εισαγωγών που προέρχονται από το συγκεκριμένο εργοστάσιο δασμούς ίσους προς εκείνους που θα επιβάλλονταν αν υπήρχε αναλογική αντιστοιχία μεταξύ των καταγωγών των εμπορευμάτων του συγκεκριμένου φορτίου και των καταγωγών των ακατεργάστων προϊόντων που εισήλθαν στο εργοστάσιο στη διάρκεια του έτους εισαγωγής.
5) Από τις διατάξεις των κανονισμών 2051/74 και 3184/74 προκύπτει ότι, όταν οι γαρίδες καταγωγής Φερόων Νήσων υπέστησαν επεξεργασία σε εργοστάσιο των Φερόων Νήσων το οποίο επεξεργάζεται και γαρίδες προελεύσεως τρίτων χωρών, στον εξαγωγέα εναπόκειται να αποδείξει, υποβάλλοντας κάθε χρήσιμο δικαιολογητικό, ότι οι γαρίδες καταγωγής Φερόων Νήσων χωρίστηκαν υλικώς από τις γαρίδες άλλης καταγωγής. Σε περίπτωση μη προσκομίσεως αυτής της αποδείξεως, οι γαρίδες δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται ως καταγόμενες από τις Φερόες Νήσους και, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρείται ότι κακώς χορηγήθηκε το πιστοποιητικό EUR.1 και εφαρμόστηκε ο προτιμησιακός δασμολογικός συντελεστής.
6) Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, στο εθνικό δίκαιο εναπόκειται να καθορίσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες μια πράξη εκ των υστέρων εισπράξεως χρέους, αφορώσα ένα συνολικό ποσό μέρος του οποίου δεν μπορεί πλέον να εισπραχθεί λόγω παρελεύσεως της προθεσμίας των τριών ετών που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1697/79, πρέπει να θεωρείται άκυρη στο σύνολό της, υπό την επιφύλαξη, ωστόσο, των ορίων που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο, ήτοι ότι η εφαρμογή του εθνικού δικαίου δεν μπορεί να καθιστά λιγότερο αποτελεσματικό το σύστημα εισπράξεως των κοινοτικών φορολογικών επιβαρύνσεων και τελών από το σύστημα εισπράξεως των εθνικών φορολογικών επιβαρύνσεων και τελών του ιδίου τύπου, ούτε να καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή της κοινοτικής ρυθμίσεως.
7) Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής δεν υποχρεούνται, προτού εκδώσουν πράξεις εκ των υστέρων εισπράξεως δασμών, να αποφαίνονται επί της δυνατότητας να μην προβούν στην είσπραξη δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79.
8) Το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2164/91 της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 1991, περί καθορισμού των διατάξεων εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1697/79 του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής δεν υποχρεούνται να ζητούν από την Επιτροπή να αποφανθεί επί της δυνατότητας να μην προβούν στην εκ των υστέρων είσπραξη δασμών όταν κρίνουν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79.
9) Το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων βεβαίωσαν στα πιστοποιητικά EUR.1 ότι τα εμπορεύματα κατάγονταν από το έδαφος αυτό ή το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής δέχθηκαν αρχικά την αναγραφόμενη στα πιστοποιητικά αυτά καταγωγή των προϊόντων δεν συνιστούν "σφάλμα των αρμοδίων αρχών" υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79. Αυτό δεν ισχύει, αντιθέτως, όταν ο εξαγωγέας δηλώνει ότι τα εμπορεύματα κατάγονται από τις Φερόες Νήσους, στηριζόμενος στο ότι οι αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων γνώριζαν, στην πράξη, όλα τα απαραίτητα πραγματικά στοιχεία για την εφαρμογή της εν λόγω τελωνειακής νομοθεσίας και όταν, παρά τη γνώση των στοιχείων αυτών, οι ως άνω αρχές δεν προέβαλαν καμία αντίρρηση όσον αφορά τα στοιχεία που περιέχονταν στις διασαφήσεις του εξαγωγέα, στηρίζοντας συνεπώς σε εσφαλμένη ερμηνεία των κανόνων περί καταγωγής την εκ μέρους τους πιστοποίηση περί του ότι τα εμπορεύματα κατάγονται από τις Φερόες Νήσους.
10) Προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον το τυχόν σφάλμα των αρχών των Φερόων Νήσων μπορούσε λογικά να διαγνωσθεί από τους υποχρέους υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79, πρέπει να ληφθούν, μεταξύ άλλων, υπόψη η φύση του σφάλματος, η επαγγελματική πείρα των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών και η επιμέλεια που επέδειξαν. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν, βάσει αυτής της ερμηνείας, τα κριτήρια από τα οποία εξαρτάται η εκτίμηση της δυνατότητας διαγνώσεως, από τους υποχρέους, του τυχόν σφάλματος των αρμοδίων αρχών των Φερόων Νήσων πληρούνται ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως.
11) Το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις όπου ο υπόχρεος συμμορφώθηκε προς όλες τις επιταγές τόσο των κοινοτικών κανόνων περί τελωνειακής διασαφήσεως όσο και των εθνικών κανόνων οι οποίοι, ενδεχομένως, τους συμπληρώνουν ή τους μεταφέρουν στην εσωτερική έννομη τάξη, έστω και αν παρέσχε, καλοπίστως, στοιχεία ανακριβή ή μη πλήρη στις αρμόδιες αρχές, εφόσον τα στοιχεία αυτά είναι τα μόνα που μπορούσε λογικά να γνωρίζει ή να συγκεντρώσει.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διατάξεις της 14ης Απριλίου 1994 το High Court of Justice, Queen' s Bench Division, αποφαίνεται:
1) Oι κανονισμοί (EOK) 2051/74 του Συμβουλίου, της 1ης Αυγούστου 1974, περί του εφαρμοζομένου τελωνειακού καθεστώτος σε ορισμένα προϊόντα καταγωγής και προελεύσεως των Φερόων Νήσων, 3184/74 της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 1974, περί ορισμού της εννοίας των καταγομένων προϊόντων και περί των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας για την εφαρμογή του τελωνειακού καθεστώτος το οποίο εφαρμόζεται επί ορισμένων προϊόντων καταγομένων και προερχομένων από τις Φερόες Νήσους, και 1697/79 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί της εκ των υστέρων εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από τον φορολογούμενο για εμπορεύματα που διασαφήθηκαν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών, πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι οι τελωνειακές αρχές ενός κράτους μέλους μπορούν να προβαίνουν στην εκ των υστέρων είσπραξη δασμών επί της εισαγωγής εμπορευμάτων από τις Φερόες Νήσους στηριζόμενες στα πορίσματα κοινοτικής αποστολής ελέγχου, ακόμα και στην περίπτωση όπου οι ως άνω αρχές, στηριχθείσες στα πιστοποιητικά EUR.1 που εκδόθηκαν καλοπίστως από τις αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων, δεν εισέπραξαν δασμούς κατά τον χρόνο της εισαγωγής, οι αρχές των Φερόων Νήσων αμφισβητούν τα πορίσματα της αποστολής ελέγχου στο μέτρο που αφορούν την ερμηνεία της επίδικης κοινοτικής τελωνειακής ρυθμίσεως και επιμένουν ότι τα πιστοποιητικά είναι έγκυρα, τα δε αμφισβητούμενα ζητήματα δεν έχουν υποβληθεί στην Επιτροπή Καταγωγής που έχει συσταθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 802/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί του κοινού ορισμού της εννοίας της καταγωγής των εμπορευμάτων.
2) Τα κριτήρια καθορισμού των "πλοίων των Φερόων Νήσων" που προβλέπονται στο παράρτημα IV του κανονισμού 2051/74 και στην τέταρτη επεξηγηματική σημείωση του παραρτήματος Ι του κανονισμού 3184/74 εφαρμόζονται σωρευτικώς.
3) Η έννοια του "πληρώματος" που χρησιμοποιείται στο παράρτημα IV του κανονισμού 2051/74 και στην τέταρτη επεξηγηματική σημείωση του παραρτήματος Ι του κανονισμού 3184/74 δεν καλύπτει τα πρόσωπα τα οποία, χωρίς να αποτελούν μέρος του μονίμου πληρώματος του σκάφους, προσλαμβάνονται, επιπλέον του πληρώματος αυτού, για συγκεκριμένη αλιευτική έξοδο ή μέρος της εξόδου προκειμένου να εργαστούν επί του πλοίου ως εκπαιδευόμενοι ή ως ανειδίκευτο προσωπικό, ιδίως για εκπαιδευτικούς λόγους και με σκοπό την τήρηση συμφωνίας περί κοινοπραξίας με επιχείρηση τρίτης χώρας, συναφθείσας προκειμένου να επιτραπεί στο πλοίο να αλιεύει εντός της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης της χώρας αυτής, και τούτο ανεξαρτήτως του αν τα πρόσωπα αυτά αμείβονται από τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου ή από την επιχείρηση της τρίτης χώρας.
4) Κατά την επεξεργασία τους σε εργοστάσιο των Φερόων Νήσων, τα ακατέργαστα προϊόντα καταγωγής Φερόων Νήσων υπό την έννοια του κανονισμού 3184/74 πρέπει να διαχωρίζονται υλικώς από τα προϊόντα που προέρχονται από τρίτες χώρες προκειμένου να τύχουν της προτιμησιακής τελωνειακής μεταχειρίσεως που προβλέπεται από τον κανονισμό 2051/74. Πάντως, ελλείψει ενός τέτοιου διαχωρισμού, οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής μπορούν, με σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, να αποφασίζουν, για λόγους επιεικείας, να εισπράξουν επί των εισαγωγών που προέρχονται από το συγκεκριμένο εργοστάσιο δασμούς ίσους προς εκείνους που θα επιβάλλονταν αν υπήρχε αναλογική αντιστοιχία μεταξύ των καταγωγών των εμπορευμάτων του συγκεκριμένου φορτίου και των καταγωγών των ακατεργάστων προϊόντων που εισήλθαν στο εργοστάσιο στη διάρκεια του έτους εισαγωγής.
5) Από τις διατάξεις των κανονισμών 2051/74 και 3184/74 προκύπτει ότι, όταν οι γαρίδες καταγωγής Φερόων Νήσων υπέστησαν επεξεργασία σε εργοστάσιο των Φερόων Νήσων το οποίο επεξεργάζεται και γαρίδες προελεύσεως τρίτων χωρών, στον εξαγωγέα εναπόκειται να αποδείξει, υποβάλλοντας κάθε χρήσιμο δικαιολογητικό, ότι οι γαρίδες καταγωγής Φερόων Νήσων χωρίστηκαν υλικώς από τις γαρίδες άλλης καταγωγής. Σε περίπτωση μη προσκομίσεως αυτής της αποδείξεως, οι γαρίδες δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται ως καταγόμενες από τις Φερόες Νήσους και, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρείται ότι κακώς χορηγήθηκε το πιστοποιητικό EUR.1 και εφαρμόστηκε ο προτιμησιακός δασμολογικός συντελεστής.
6) Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, στο εθνικό δίκαιο εναπόκειται να καθορίσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες μια πράξη εκ των υστέρων εισπράξεως χρέους, αφορώσα ένα συνολικό ποσό μέρος του οποίου δεν μπορεί πλέον να εισπραχθεί λόγω παρελεύσεως της προθεσμίας των τριών ετών που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1697/79, πρέπει να θεωρείται άκυρη στο σύνολό της, υπό την επιφύλαξη, ωστόσο, των ορίων που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο, ήτοι ότι η εφαρμογή του εθνικού δικαίου δεν μπορεί να καθιστά λιγότερο αποτελεσματικό το σύστημα εισπράξεως των κοινοτικών φορολογικών επιβαρύνσεων και τελών από το σύστημα εισπράξεως των εθνικών φορολογικών επιβαρύνσεων και τελών του ιδίου τύπου, ούτε να καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή της κοινοτικής ρυθμίσεως.
7) Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής δεν υποχρεούνται, προτού εκδώσουν πράξεις εκ των υστέρων εισπράξεως δασμών, να αποφαίνονται επί της δυνατότητας να μην προβούν στην είσπραξη δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79.
8) Το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2164/91 της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 1991, περί καθορισμού των διατάξεων εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1697/79 του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής δεν υποχρεούνται να ζητούν από την Επιτροπή να αποφανθεί επί της δυνατότητας να μην προβούν στην εκ των υστέρων είσπραξη δασμών όταν κρίνουν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79.
9) Το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων βεβαίωσαν στα πιστοποιητικά EUR.1 ότι τα εμπορεύματα κατάγονταν από το έδαφος αυτό ή το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής δέχθηκαν αρχικά την αναγραφόμενη στα πιστοποιητικά αυτά καταγωγή των προϊόντων δεν συνιστούν "σφάλμα των αρμοδίων αρχών" υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79. Αυτό δεν ισχύει, αντιθέτως, όταν ο εξαγωγέας δηλώνει ότι τα εμπορεύματα κατάγονται από τις Φερόες Νήσους, στηριζόμενος στο ότι οι αρμόδιες αρχές των Φερόων Νήσων γνώριζαν, στην πράξη, όλα τα απαραίτητα πραγματικά στοιχεία για την εφαρμογή της εν λόγω τελωνειακής νομοθεσίας και όταν, παρά τη γνώση των στοιχείων αυτών, οι ως άνω αρχές δεν προέβαλαν καμία αντίρρηση όσον αφορά τα στοιχεία που περιέχονταν στις διασαφήσεις του εξαγωγέα, στηρίζοντας συνεπώς σε εσφαλμένη ερμηνεία των κανόνων περί καταγωγής την εκ μέρους τους πιστοποίηση περί του ότι τα εμπορεύματα κατάγονται από τις Φερόες Νήσους.
10) Προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον το τυχόν σφάλμα των αρχών των Φερόων Νήσων μπορούσε λογικά να διαγνωσθεί από τους υποχρέους υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79, πρέπει να ληφθούν, μεταξύ άλλων, υπόψη η φύση του σφάλματος, η επαγγελματική πείρα των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών και η επιμέλεια που επέδειξαν. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν, βάσει αυτής της ερμηνείας, τα κριτήρια από τα οποία εξαρτάται η εκτίμηση της δυνατότητας διαγνώσεως, από τους υποχρέους, του τυχόν σφάλματος των αρμοδίων αρχών των Φερόων Νήσων πληρούνται ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως.
11) Το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις όπου ο υπόχρεος συμμορφώθηκε προς όλες τις επιταγές τόσο των κοινοτικών κανόνων περί τελωνειακής διασαφήσεως όσο και των εθνικών κανόνων οι οποίοι, ενδεχομένως, τους συμπληρώνουν ή τους μεταφέρουν στην εσωτερική έννομη τάξη, έστω και αν παρέσχε, καλοπίστως, στοιχεία ανακριβή ή μη πλήρη στις αρμόδιες αρχές, εφόσον τα στοιχεία αυτά είναι τα μόνα που μπορούσε λογικά να γνωρίζει ή να συγκεντρώσει