EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61992CJ0431

Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Αυγούστου 1995.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Παράβαση Κράτους μέλους - Μη εφαρμογή από τις δημόσιες αρχές οδηγίας που δεν έχει ακόμη μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο - Οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου - Εκτίμηση των επιπτώσεων σχεδίων έργων στο περιβάλλον - Θερμοηλεκτρικός σταθμός του Großkrotzenburg - Άδεια κατασκευής νέου τμήματος.
Υπόθεση C-431/92.

Συλλογή της Νομολογίας 1995 I-02189

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1995:260

61992J0431

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 11ΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1995. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ. - ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ - ΜΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΚΟΜΗ ΜΕΤΑΦΕΡΘΕΙ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΟΔΗΓΙΑ 85/337/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ - ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ ΕΡΓΩΝ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ - ΘΕΡΜΟΗΛΕΚΤΡΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΟΥ GROSSKROTZENBURG - ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΝΕΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-431/92.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1995 σελίδα I-02189


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Προσφυγή λόγω παραβάσεως * Δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής της Επιτροπής * 'Ασκηση μη εξαρτωμένη από την ύπαρξη ειδικού εννόμου συμφέροντος * Προσφυγή διώκουσα να αναγνωριστεί η μη τήρηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υποχρεώσεως απορρέουσας από μη μεταφερθείσα στο εσωτερικό δίκαιο οδηγία * Παραδεκτό * 'Αμεσο αποτέλεσμα των εν λόγω διατάξεων * 'Ελλειψη λυσιτελείας

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 155 και 169)

2. Περιβάλλον * Εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων επί του περιβάλλοντος * Οδηγία 85/337 * Καθυστερημένα εθνικά εκτελεστικά μέτρα απαλλάσσοντα από την υποχρέωση εκτιμήσεως τις διαδικασίες εγκρίσεως που άρχισαν μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο * Δεν επιτρέπονται * Ημερομηνία ενάρξεως της διαδικασίας * Κριτήριο καθορισμού * 'Εννοια των "θερμοηλεκτρικών σταθμών με ελάχιστη θερμική ισχύ 300 MW" * Ερμηνεία * Οι προβλεπόμενες στα άρθρα 2, 3 και 8 υποχρεώσεις των εθνικών αρχών * Συγκεκριμένες και σαφείς υποχρεώσεις

(Οδηγία 85/337 του Συμβουλίου, άρθρα 2, 3, 8 και 12 PAR 1, και παραρτήματα Ι, σημ. 2, και ΙΙ, σημ. 12)

Περίληψη


1. Στο πλαίσιο της ασκήσεως των εκ των άρθρων 155 και 169 αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή, οσάκις ασκεί προσφυγή λόγω παραβάσεως κράτους μέλους, δεν χρειάζεται να αποδείξει την ύπαρξη ειδικού εννόμου συμφέροντος. Συγκεκριμένα, το άρθρο 169 δεν αποσκοπεί στην προστασία των εξουσιών της Επιτροπής. Αποστολή της Επιτροπής, προς το γενικό κοινοτικό συμφέρον, είναι να μεριμνά αυτεπαγγέλτως για την εφαρμογή, από τα κράτη μέλη, της Συνθήκης και των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτής από τα όργανα και για την αναγνώριση της υπάρξεως τυχόν παραβάσεων των εξ αυτών απορρεουσών υποχρεώσεων, με σκοπό την παύση τους. Ενόψει του ρόλου της ως θεματοφύλακα της Συνθήκης, η Επιτροπή είναι επομένως η μόνη αρμόδια να αποφασίζει αν είναι σκόπιμο να κινήσει τη διαδικασία αναγνωρίσεως παραβάσεως κράτους μέλους και κατά ποιας πράξεως ή παραλείψεως καταλογιστέας στο οικείο κράτος μέλος πρέπει να κινηθεί η διαδικασία αυτή.

Επομένως, ένα κράτος μέλος που δεν μετέφερε, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, κοινοτική οδηγία και κατά του οποίου στρέφεται προσφυγή λόγω παραβάσεως έχουσα ως αντικείμενο όχι αυτήν την παράλειψη, αλλά τη μη τήρηση, σε συγκεκριμένη περίπτωση, υποχρεώσεως απορρέουσας από την οδηγία, δεν μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, προκειμένου να αντικρούσει το παραδεκτό της προσφυγής και, κατά συνέπεια, την εξέταση από το Δικαστήριο της αιτήσεως με την οποία διώκεται η αναγνώριση της εν λόγω παραβάσεως.

'Ενα κράτος μέλος δεν μπορεί επιπλέον, προκειμένου περί προσφυγής στηριζομένης στο γεγονός ότι δεν τήρησε, σε συγκεκριμένη περίπτωση, τις υποχρεώσεις που του επιβάλλει η οδηγία, και της οποίας επομένως το βάσιμο πρέπει να εξεταστεί με βάση την ερμηνεία της οδηγίας ως προς τις υποχρεώσεις που επιβάλλει στα κράτη μέλη, να αμφισβητήσει το παραδεκτό της προσφυγής με την αιτιολογία ότι οι επίμαχες διατάξεις της οδηγίας δεν δημιουργούν ατομικά δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών, γιατί το ζήτημα της επικλήσεως της οδηγίας από τους ιδιώτες δεν έχει σχέση με μια τέτοια προσφυγή.

2. Η οδηγία 85/337, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, και ειδικότερα το άρθρο της 12, παράγραφος 1, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος που την μετέφερε στην εσωτερική έννομη τάξη του μετά τις 3 Ιουλίου 1988, ημερομηνία κατά την οποία έληξε η προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο, να απαλλάσσει από τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η οδηγία τη διαδικασία εγκρίσεως σχεδίου που άρχισε μετά την εν λόγω οριακή ημερομηνία μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Συναφώς, το μόνο κριτήριο που, ως σύμφωνο με την αρχή της ασφάλειας του δικαίου και ικανό να προστατεύσει την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας, μπορεί να επιλεγεί για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας ενάρξεως της διαδικασίας, είναι η επίσημη ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση αδείας, αποκλειομένων των επαφών και των ανεπισήμων συνομιλιών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και του κυρίου του έργου.

Εξάλλου, το παράρτημα Ι, σημείο 2, της οδηγίας, δυνάμει του οποίου υπόκεινται στην υποχρέωση εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων τα σχέδια θερμοηλεκτρικών σταθμών ελάχιστης θερμικής ισχύος 300 ΜW, έχει την έννοια ότι τέτοια σχέδια πρέπει να υπόκεινται στην υποχρέωση αυτή ανεξάρτητα από το ζήτημα αν πραγματοποιούνται χωριστά, αν προσαρτώνται σε προϋπάρχουσα κατασκευή ή έχουν με αυτή στενούς λειτουργικούς δεσμούς. 'Ενα σχέδιο αυτού του τύπου το οποίο παρουσιάζει δεσμούς με υφισταμένη κατασκευή δεν θα μπορούσε επομένως να υπαχθεί στην κατηγορία "τροποποίηση των σχεδίων του παραρτήματος Ι", η οποία διαλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ, σημείο 12, και για την οποία προβλέπεται απλώς δυνατότητα εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

Τέλος, το άρθρο 2, το οποίο θεσπίζει υποχρέωση της αρμοδίας σε κάθε κράτος μέλος για την έγκριση των σχεδίων αρχής να υποβάλει ορισμένα σχέδια σε εκτίμηση των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων, το άρθρο 3, το οποίο καθορίζει το περιεχόμενο της εκτιμήσεως απαριθμώντας τους παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση, καταλείποντας στην αρμόδια αρχή oρισμένη διακριτική ευχέρεια ως προς τον προσφορότερο τρόπο διενεργείας της εκτιμήσεως, σε συνάρτηση με κάθε ειδική περίπτωση, και το άρθρο 8 της οδηγίας, το οποίο επιβάλλει στις οικείες εθνικές αρχές να λαμβάνουν υπόψη, στο πλαίσιο της διαδικασίας εγκρίσεως, τα συλλεγέντα κατά τη διαδικασία εκτιμήσεως πληροφοριακά στοιχεία, έχουν την έννοια ότι, ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειές τους, επιβάλλουν χωρίς αμφιβολία στις αρμόδιες για τη χορήγηση των εγκρίσεων εθνικές αρχές την υποχρέωση να προβαίνουν σε εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των οικείων σχεδίων.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-431/92,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη αρχικώς από τον Ingolf Pernice, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και στη συνέχεια από τον Rolf Waegenbaur, κύριο νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τον Alexander Boehlke, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπουμένης από τον Ernst Roeder, Ministerialrat στο ομοσπονδιακό Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Villemomblerstrasse 76, D-5300 Bonn 1, επικουρούμενο από τον Dieter Sellner, δικηγόρο, Oxfordstrasse 24, D-5300 Bonn 1,

καθής,

υποστηριζομένης από το

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπουμένου από την S. Lucinda Hudson, του Treasury Solicitor' s Department, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου, 14, boulevard Roosevelt,

παρεμβαίνον,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, χορηγώντας, με απόφαση της 31ης Αυγούστου 1989, άδεια για την κατασκευή νέου τμήματος του θερμοηλεκτρικού σταθμού του Grosskrotzenburg χωρίς προηγούμενη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 5 και 189 της Συνθήκης ΕΟΚ σε συνδυασμό με την οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175, σ. 40), και ιδίως από τα άρθρα 2, 3 και 8 της οδηγίας αυτής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodriguez Iglesias, Πρόεδρο, F. A. Schockweiler και P. J. G. Kapteyn, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, Κ. Ν. Κακούρη (εισηγητή), J. C. Moitinho de Almeida, J. L. Murray, D. A. O. Edward και J.-P. Puissochet, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. B. Elmer

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 30ής Νοεμβρίου 1994, κατά τη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή εκπροσωπήθηκε από τον Rοlf Waegenbaur, επικουρούμενο από τον Alexander Boehlke, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από τον Dieter Sellner και το Ηνωμένο Βασίλειο από τον John E. Collins, Assistant Treasury Sollicitor, επικουρούμενο από τον Derrick Wyatt, barrister,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Φεβρουαρίου 1995,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Δεκεμβρίου 1992, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, χορηγώντας, με απόφαση της 31ης Αυγούστου 1989, άδεια για την κατασκευή νέου τμήματος του θερμοηλεκτρικού σταθμού του Grosskrotzenburg χωρίς προηγούμενη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 5 και 189 της Συνθήκης ΕΟΚ σε συνδυασμό με την οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175, σ. 40, στο εξής: οδηγία), και ιδίως από τα άρθρα 2, 3 και 8 της οδηγίας αυτής.

2 Η οδηγία εκδόθηκε βάσει των άρθρων 100 και 235 της Συνθήκης. Κατά την πρώτη αιτιολογική της σκέψη, "τα προγράμματα δράσης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στον τομέα του περιβάλλοντος (...) επιβεβαιώνουν την ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη όσο το δυνατό πιο έγκαιρα οι επιπτώσεις στο περιβάλλον όλων των τεχνικών διαδικασιών σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων (...)". Η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη αναφέρει εξάλλου ότι "(...) οι επιδράσεις ενός σχεδίου στο περιβάλλον πρέπει να εκτιμώνται με σκοπό την προστασία της ανθρώπινης υγείας, τη συμβολή, με τη δημιουργία ενός καλύτερου περιβάλλοντος, στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής, τη φροντίδα για τη διατήρηση των ποικιλιών των ειδών και τη διατήρηση της αναπαραγωγικής ικανότητας του οικοσυστήματος ως θεμελιώδους πόρου της ζωής".

3 Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει:

"1. Η παρούσα οδηγία αφορά την εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον των σχεδίων δημόσιων και ιδιωτικών έργων που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

2. Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοείται ως:

σχέδιο:

* η υλοποίηση κατασκευαστικών εργασιών ή άλλων εγκαταστάσεων ή έργων,

(...)

άδεια:

απόφαση της ή των αρμοδίων αρχών που δίνει το δικαίωμα στον κύριο του έργου να πραγματοποιήσει το σχέδιο.

3. Αρμόδια(ες) αρχή(ές) είναι αυτή(ές) που ορίζουν τα κράτη μέλη για την εκπλήρωση των καθηκόντων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.

(...)"

4 Το άρθρο 2 ορίζει:

"1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις απαραίτητες διατάξεις ώστε τα σχέδια που, ιδίως, λόγω της φύσης, του μεγέθους ή της θέσης τους, μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον να υποβάλλονται σε εκτίμηση όσον αφορά τις επιπτώσεις τους πριν δοθεί η άδεια.

Αυτά τα σχέδια καθορίζονται στο άρθρο 4.

2. Η εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον μπορεί να διεξάγεται από τα κράτη μέλη στα πλαίσια των υπαρχουσών διαδικασιών παροχής αδειών για σχέδια ή, αν δεν υπάρχει τέτοια διαδικασία, στα πλαίσια άλλων διαδικασιών ή των διαδικασιών που θα θεσπιστούν για την εκπλήρωση των στόχων της παρούσας οδηγίας.

(...)"

5 Το άρθρο 3 έχει ως εξής:

"Η εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον εντοπίζει, περιγράφει και αξιολογεί κατάλληλα, σε συνάρτηση με κάθε ειδική περίπτωση και σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 11 τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις ενός σχεδίου πάνω στους εξής παράγοντες:

* στον άνθρωπο, στην πανίδα και στη χλωρίδα,

* στο έδαφος, στα ύδατα, στον αέρα, στο κλίμα και στο τοπίο,

* στην αλληλεπίδραση των παραγόντων που αναφέρονται στην πρώτη και δεύτερη περίπτωση,

* στα υλικά αγαθά και στην πολιτιστική κληρονομιά."

6 Το άρθρο 4 ορίζει:

"1. Τα σχέδια των κατηγοριών που αναφέρονται στο παράρτημα Ι (...) υποβάλλονται σε εκτίμηση, σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10.

2. Τα σχέδια τα οποία υπάγονται στις κατηγορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ, υποβάλλονται σε εκτίμηση, σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10, όταν τα κράτη μέλη κρίνουν ότι το απαιτούν τα χαρακτηριστικά τους.

(...)"

7 Το παράρτημα Ι, σημείο 2, αναφέρει ιδίως τους "θερμοηλεκτρικούς σταθμούς (...) με ελάχιστη θερμική ισχύ 300 MW". Το παράρτημα ΙΙ, σημείο 12, αφορά ιδίως την "τροποποίηση των σχεδίων του παραρτήματος Ι".

8 Το άρθρο 5 αφορά τα μέτρα που τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν προκειμένου να διασφαλίζεται ότι ο κύριος του έργου παρέχει ορισμένες πληροφορίες που καθορίζονται στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας. Το άρθρο 6 αναφέρεται στα μέτρα που τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν, ώστε να ζητείται η γνώμη των εθνικών αρχών τις οποίες μπορεί να αφορά το εν λόγω σχέδιο, το δε ενδιαφερόμενο κοινό να ενημερώνεται και να έχει τη δυνατότητα να εκφράσει την άποψή του. Το άρθρο 8 ορίζει ότι "οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται (...) πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στα πλαίσια της διαδικασίας για τη χορήγηση αδείας".

9 Σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας τα κράτη μέλη έπρεπε να λάβουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθούν με αυτήν εντός προθεσμίας τριών ετών από της κοινοποιήσεώς της. Δεδομένου ότι η οδηγία κοινοποιήθηκε στις 3 Ιουλίου 1985, η προθεσμία αυτή έληξε στις 3 Ιουλίου 1988.

10 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας η οδηγία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο καθυστερημένα με τον νόμο της 12ης Φεβρουαρίου 1990, ο οποίος ισχύει από 1ης Αυγούστου 1990 (BGBl. I, σ. 205).

11 Κατόπιν καταγγελίας με την οποία προσαπτόταν στο Regierungspraesidium Darmstadt ότι, ως αρμόδια αρχή, χορήγησε στις 31 Αυγούστου 1989 άδεια για την κατασκευή νέου τμήματος, ισχύος 500 ΜW, στον θερμοηλεκτρικό σταθμό του Grosskrotzenburg, χωρίς να προβεί προηγουμένως στην προβλεπομένη από την οδηγία εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η Επιτροπή απηύθυνε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στις 15 Μαΐου 1990, έγγραφο οχλήσεως βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης. Με αυτό το έγγραφο οχλήσεως τονίζει ότι η άδεια αφορούσε σχέδιο κατασκευής θερμοηλεκτρικού σταθμού κατά την έννοια του παραρτήματος Ι, σημείο 2, της οδηγίας και επομένως ήταν υποχρεωτική, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, η εκτίμηση των περιβαλλοντικών του επιπτώσεων.

12 Επειδή από τα στοιχεία που περιέχονται στα απαντητικά έγγραφα της 16ης και της 17ης Αυγούστου 1990 που της απέστειλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν ήρθησαν οι αμφιβολίες της, η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στις 25 Σεπτεμβρίου 1991, στην οποία η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση απάντησε με έγγραφο της 27ης Ιανουαρίου 1992. Η απάντηση αυτή δεν κρίθηκε ικανοποιητική από την Επιτροπή, η οποία κατόπιν αυτού άσκησε την παρούσα προσφυγή.

Επί του παραδεκτού

13 Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει μια πρώτη ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής, αντλούμενη από τη σκέψη ότι τα αιτήματα της προσφυγής είναι υπερβολικά αόριστα, καθόσον ζητείται να αναγνωριστεί η παράβαση της οδηγίας και "ιδίως" των άρθρων της 2, 3 και 8. Θα μπορούσε όμως να ληφθεί υπόψη μόνον η παράβαση των ρητώς παρατιθεμένων διατάξεων, αποκλειομένης της γενικής αιτιάσεως περί παραβάσεως της οδηγίας αυτής.

14 Η ένσταση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

15 Τα άρθρα 2, 3 και 8 της οδηγίας, τα οποία παρατίθενται ρητώς στα αιτήματα της προσφυγής, παρέσχον τη δυνατότητα στην καθής κυβέρνηση να αντιληφθεί χωρίς αμφιβολία ότι η Επιτροπή της προσάπτει παράβαση των συγκεκριμένων αυτών διατάξεων. Κατά τα συμφραζόμενα, το επίρρημα "ιδίως" χρησιμοποιήθηκε με την έννοια του "ειδικώς" προκειμένου να προσδιοριστούν επακριβώς εκείνα τα άρθρα της οδηγίας που δεν είχαν τηρηθεί. Επομένως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η προσφυγή αφορούσε επίσης παραβάσεις άλλων μη οριζομένων διατάξεων της οδηγίας και δημιουργούσε έτσι αβεβαιότητα ως προς την έκταση του αντικειμένου της διαφοράς.

16 Δεύτερον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστήριξε κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η παράβαση του άρθρου 2 της οδηγίας δεν περιέχεται στα αιτήματα της αιτιολογημένης γνώμης και προβλήθηκε για πρώτη φορά με το δικόγραφο της προσφυγής. Επειδή, κατά πάγια νομολογία, το αντικείμενο της προσφυγής οριοθετείται από την προηγουμένη διοικητική διαδικασία, η αιτίαση περί παραβάσεως αυτής της διατάξεως προβάλλεται επομένως απαραδέκτως.

17 Η ένσταση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

18 Μολονότι είναι αληθές ότι το άρθρο 2 της οδηγίας δεν περιέχεται τύποις στα αιτήματα της αιτιολογημένης γνώμης, ωστόσο μνημονεύεται στο σκεπτικό της μαζί με τις διατάξεις που επικαλείται η Επιτροπή.

19 Τρίτον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει το απαράδεκτο της προσφυγής με το επιχείρημα ότι η διαδικασία του άρθρου 169 δεν μπορεί παρά να συνιστά κύρωση λόγω της μη μεταφοράς ή της πλημμελούς μεταφοράς μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο και όχι, απλώς, όπως στην προκειμένη περίπτωση, λόγω της μη εφαρμογής μιας οδηγίας που δεν έχει ακόμη μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο. Η διαδικασία της αναγνωρίσεως παραβάσεως κράτους μέλους αποσκοπεί στο να ωθήσει το οικείο κράτος μέλος να θέσει τέρμα σε πραγματικές παραβάσεις της Συνθήκης. Επειδή στο μεταξύ η οδηγία μεταφέρθηκε στο δίκαιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η Επιτροπή δεν είχε έννομο συμφέρον, καθόσον μάλιστα η διαδικασία που παράλληλα κίνησε η Επιτροπή προκειμένου να αναγνωριστεί η πλημμελής μεταφορά της οδηγίας από το εν λόγω κράτος μέλος στο εσωτερικό του δίκαιο δεν οδήγησε ακόμη στην άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου.

20 Αυτή η ένσταση απαραδέκτου πρέπει επίσης να απορριφθεί.

21 Στο πλαίσιο της ασκήσεως των εκ των άρθρων 155 και 169 της Συνθήκης αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδεικνύει την ύπαρξη ειδικού εννόμου συμφέροντος. Συγκεκριμένα, το άρθρο 169 δεν αποσκοπεί στην προστασία των εξουσιών της Επιτροπής. Αποστολή της Επιτροπής, προς το γενικό κοινοτικό συμφέρον, είναι να μεριμνά αυτεπαγγέλτως για την εφαρμογή, από τα κράτη μέλη, της Συνθήκης και των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτής από τα όργανα και για την αναγνώριση της υπάρξεως τυχόν παραβάσεων των εξ αυτών απορρεουσών υποχρεώσεων, με σκοπό την παύση τους (αποφάσεις της 4ης Απριλίου 1974 στην υπόθεση 167/73, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή τόμος 1974, σ. 179, σκέψη 15, και της 10ης Μαΐου 1995 στην υπόθεση C-422/92, Επιτροπή κατά Γερμανίας, μη εισέτι δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 16).

22 Ενόψει του ρόλου της ως θεματοφύλακα της Συνθήκης, η Επιτροπή είναι επομένως η μόνη αρμόδια να αποφασίζει αν είναι σκόπιμο να κινήσει τη διαδικασία αναγνωρίσεως παραβάσεως κράτους μέλους και κατά ποιας πράξεως ή παραλείψεως καταλογιστέας στο οικείο κράτος μέλος πρέπει να κινηθεί η διαδικασία αυτή. Επομένως, μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει παράβαση η οποία συνίσταται στο ότι δεν επιτεύχθηκε, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, το επιδιωκόμενο από την οδηγία αποτέλεσμα.

23 Εν προκειμένω, η επιχειρηματολογία του καθού κράτους προς θεμελίωση του απαραδέκτου της προσφυγής περιορίζεται κατ' ουσίαν στη σκέψη ότι κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών δεν είχε ακόμη προβεί στη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Εντούτοις, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό του δίκαιο προκειμένου να αντικρούσει την εξέταση από το Δικαστήριο αιτήσεως διώκουσας την αναγνώριση της μη τηρήσεως ειδικής υποχρεώσεως απορρέουσας από την οδηγία αυτή.

24 Τέλος, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η νομολογία του Δικαστηρίου δέχεται το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων οδηγίας μόνον στις περιπτώσεις που αυτές παρέχουν ατομικά δικαιώματα σε ιδιώτες. Τα άρθρα 2, 3 και 8 της οδηγίας δεν παρέχουν όμως τέτοια ατομικά δικαιώματα. Δεδομένου ότι η ίδια η Επιτροπή δεν ισχυρίζεται ότι, με την επίδικη άδεια, εθίγη η προστατευόμενη με την οδηγία νομική κατάσταση των ιδιωτών, η απευθείας εφαρμογή των διατάξεών της αποκλείεται, ανεξάρτητα από το ζήτημα αν είναι ανεπιφύλακτες και επαρκώς ακριβείς. Επομένως, η γερμανική διοίκηση δεν υποχρεούται να τις εφαρμόζει απευθείας πριν από τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Επομένως, η προσφυγή είναι απαράδεκτη.

25 Ούτε αυτή η ανάλυση μπορεί να γίνει δεκτή.

26 Με την προσφυγή της, η Επιτροπή προσάπτει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ότι δεν τήρησε, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, την απορρέουσα απευθείας από την οδηγία υποχρέωση εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του υπό κρίση σχεδίου. Επομένως, το ζήτημα που τίθεται είναι αν η οδηγία πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι επιβάλλει την προβαλλομένη υποχρέωση. Το ζήτημα αυτό είναι ξένο προς τη δυνατότητα της απευθείας επικλήσεως από ιδιώτες κατά του κράτους των ανεπιφυλάκτων και επαρκώς σαφών και ακριβών διατάξεων οδηγίας που δεν έχει ακόμη μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο, δικαίωμα το οποίο έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

27 Δεδομένου ότι καμιά από τις ενστάσεις απαραδέκτου δεν έγινε δεκτή, η προσφυγή πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή.

Επί της ουσίας

Εφαρμογή ratione temporis της οδηγίας

28 Με την απόφαση της 9ης Αυγούστου 1994 στην υπόθεση C-396/92, Bund Naturschutz in Bayern κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. Ι-3717, σκέψεις 19 και 20), το Δικαστήριο έκρινε ότι, ανεξάρτητα από το αν η οδηγία επιτρέπει σε κράτος μέλος να απαλλάσσει από τις σχετικές με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων υποχρεώσεις τις διαδικασίες χορηγήσεως αδείας που άρχισαν και ήσαν ήδη εν εξελίξει πριν από τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, ήτοι στις 3 Ιουλίου 1988, η οδηγία απαγορεύει εν πάση περιπτώσει την πρόβλεψη τέτοιας απαλλαγής για τις διαδικασίες που άρχισαν πριν από την ημερομηνία αυτή.

29 Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η αίτηση για τη χορήγηση αδείας στο επίδικο σχέδιο υποβλήθηκε στο Regierungspraesidium Darmstadt από την επιχείρηση PreussenElektra AG, κύριο του έργου, στις 26 Ιουλίου 1988, ήτοι μετά τις 3 Ιουλίου 1988. Κατά συνέπεια, η διαδικασία χορηγήσεως αδείας για το εν λόγω σχέδιο δεν μπορούσε κατ' αρχήν να απαλλαγεί από την επιβαλλόμενη από την οδηγία υποχρέωση εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

30 Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει εντούτοις ότι της από 26 Ιουλίου 1988 και συνοδευομένης από τον πλήρη φάκελο του σχεδίου επίσημης αιτήσεως για τη χορήγηση αδείας προηγήθηκε ένα προκαταρκτικό στάδιο που αποτελεί σημαντικό μέρος της διαδικασίας χορηγήσεως αδείας. Κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο, το οποίο άρχισε στις 18 Μαΐου 1987, η αρμόδια αρχή όφειλε να παράσχει συμβουλές στον κύριο του έργου όσον αφορά το περιεχόμενο και την κατάθεση της αιτήσεως για τη χορήγηση αδείας. 'Ελαβε χώρα σειρά συνομιλιών, στις οποίες μετέσχον επίσης ειδικευμένες διοικητικές υπηρεσίες. Εξάλλου, στις 7 Μαρτίου 1988, το σχέδιο κοινοποιήθηκε στην αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τον Landesplanungsgesetz (νόμο του κρατιδίου της 'Εσσης περί σχεδιασμού).

31 Η προσέγγιση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

32 Συγκεκριμένα, οι ανεπίσημες επαφές και συνομιλίες της αρμόδιας αρχής με τον κύριο του έργου, έστω και αν αφορούν το περιεχόμενο και τη σκοπούμενη κατάθεση αιτήσεως για τη χορήγηση αδείας σε σχέδιο, δεν μπορούν να θεωρηθούν, για τους σκοπούς της εφαρμογής της οδηγίας, ως βέβαιο κριτήριο για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας ενάρξεως της διαδικασίας. Η ημερομηνία της επίσημης υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση αδείας αποτελεί το μοναδικό κριτήριο που μπορεί να επιλεγεί. Το κριτήριο αυτό είναι σύμφωνο με την αρχή της ασφάλειας δικαίου και ικανό να προστατεύσει την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας. Εξάλλου, το Δικαστήριο ακολούθησε αυτήν την κατεύθυνση στην προμνησθείσα απόφαση Bund Naturschutz (σκέψη 16).

33 Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η διαδικασία χορηγήσεως αδείας στο επίδικο σχέδιο άρχισε μετά την οριακή ημερομηνία της 3ης Ιουλίου 1988 και, κατά συνέπεια, το σχέδιο αυτό υπέκειτο, σύμφωνα με την οδηγία, στις υποχρεώσεις εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών του επιπτώσεων.

Χαρακτηρισμός του επιδίκου σχεδίου

34 Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, υποστηριζόμενη από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ισχυρίζεται ότι το νέο τμήμα του θερμοηλεκτρικού σταθμού του Grosskrotzenburg δεν αποτελεί σχέδιο, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, αλλά τροποποίηση σχεδίου. Δεν είναι καθόλου αυτοτελές, αλλά εξαρτάται, από λειτουργική άποψη, από το σύνολο του σταθμού. Η εν λόγω άδεια αφορά επομένως την τροποποίηση προϋπάρχοντος σταθμού. Πρόκειται για τροποποίηση σχεδίου κατά την έννοια του παραρτήματος ΙΙ, σημείο 12, της οδηγίας, ως προς την οποία τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα και όχι την υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, να προβούν σε εκτίμηση των περιβαλλοντικών της επιπτώσεων.

35 Πρέπει να τονιστεί ότι δυνάμει του παραρτήματος Ι, σημείο 2, της οδηγίας τα σχέδια θερμοηλεκτρικών σταθμών με ελάχιστη θερμική ισχύ 300 MW πρέπει να υποβάλλονται συστηματικώς σε εκτίμηση. Κατά την έννοια αυτής της διατάξεως, τα σχέδια πρέπει να υποβάλλονται σε εκτίμηση ανεξάρτητα από το αν εκτελούνται χωριστά, προσαρτώνται σε προϋπάρχουσα κατασκευή ή είναι από λειτουργική άποψη στενά συνδεδεμένα με αυτήν. Οι δεσμοί με υπάρχουσα κατασκευή δεν αναιρούν τον χαρακτήρα του σχεδίου ως "θερμοηλεκτρικού σταθμού με ελάχιστη θερμική ισχύ 300 MW" με συνέπεια την υπαγωγή του στην κατηγορία "τροποποίηση των σχεδίων του παραρτήματος Ι", η οποία μνημονεύεται στο παράρτημα ΙΙ, σημείο 12.

36 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η εν λόγω κατασκευή αποτελεί τμήμα θερμοηλεκτρικού σταθμού με ελάχιστη θερμική ισχύ 500 MW. Επομένως, συνιστά σχέδιο κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας και του παραρτήματός της Ι. Σύμφωνα με την οδηγία, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις του σχεδίου αυτού έπρεπε να εκτιμηθούν.

Υποχρέωση εκτιμήσεως δυνάμει της οδηγίας

37 Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι τα άρθρα 2, 3 και 8 της οδηγίας, η μη τήρηση των οποίων της προσάπτεται, δεν είναι επαρκώς σαφή και ακριβή ώστε να επιβάλλουν χωρίς αμφιβολία συγκεκριμένη υποχρέωση και επομένως να εφαρμόζονται αυτεπαγγέλτως από την εθνική διοίκηση.

38 Η ανάλυση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

39 Το άρθρο 2 της οδηγίας θεσπίζει σαφή υποχρέωση της αρμόδιας για την έγκριση των σχεδίων αρχής κάθε κράτους μέλους να υποβάλλει ορισμένα από αυτά σε εκτίμηση των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων. Το άρθρο 3 καθορίζει το περιεχόμενο της εκτιμήσεως, απαριθμεί τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση αυτή και καταλείπει στην αρμόδια αρχή ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τον προσφορότερο τρόπο διενεργείας της εκτιμήσεως, σε συνάρτηση με κάθε ειδική περίπτωση. Το άρθρο 8 επιβάλλει εξάλλου στις οικείες εθνικές αρχές την υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψη, στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως αδείας, τα συλλεγέντα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκτιμήσεως πληροφοριακά στοιχεία.

40 Ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειές τους, οι υπό κρίση διατάξεις επιβάλλουν επομένως χωρίς αμφιβολία στις αρμόδιες εθνικές αρχές, όσον αφορά την άδεια, την υποχρέωση να προβαίνουν σε εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων.

Εξέταση της μη τηρήσεως της υποχρεώσεως εκτιμήσεως

41 Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει, τέλος, ότι η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του επιδίκου σχεδίου πραγματοποιήθηκε από την αρμόδια αρχή βάσει της ισχύουσας τότε εθνικής νομοθεσίας, ήτοι του προμνησθέντος Bundesimmissionsschutzgesetz της 15ης Μαρτίου 1974 (γερμανικός ομοσπονδιακός νόμος περί της προστασίας του περιβάλλοντος). Καίτοι η εκτίμηση αυτή δεν θεμελιωνόταν τύποις στην οδηγία, στην πραγματικότητα πληρούσε όλους τους όρους της.

42 Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι έγινε κάποια εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του επιδίκου σχεδίου. Εντούτοις, η εκτίμηση αυτή δεν ανταποκρινόταν στους νέους, αυστηρότερους από την τότε ισχύουσα εθνική ρύθμιση, όρους της οδηγίας. Ειδικότερα, δεν είχε τηρηθεί η υποχρέωση συνεκτιμήσεως της αλληλεπιδράσεως των παρατιθεμένων στο άρθρο 3, πρώτη και δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας παραγόντων (άνθρωπος, πανίδα, χλωρίδα, έδαφος, ύδατα, αέρας, κλίμα και τοπίο), η οποία συνεπάγεται συνολική εκτίμηση των προαναφερθέντων παραγόντων.

43 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας χορηγήσεως αδείας για το επίδικο σχέδιο από το Regierungspraesidium Darmstadt, έγινε εκτίμηση των περιβαλλοντικών του επιπτώσεων. Ο κύριος του έργου υπέβαλε, μεταξύ άλλων, σειρά πληροφοριακών στοιχείων ως προς τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του σχεδίου, τα οποία η ίδια η Επιτροπή έκρινε επαρκή σε σχέση με τις απαιτήσεις του άρθρου 5 και του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας. Τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία αφορούσαν επίσης την αλληλεπίδραση των παρατιθεμένων στο άρθρο 3 της οδηγίας παραγόντων. Τέλος, δεν αμφισβητείται ότι τα στοιχεία αυτά τέθηκαν στη διάθεση των ενδιαφερομένων οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα να διατυπώσουν τη γνώμη τους. Υπ' αυτές τις συνθήκες, ο στόχος της ευαισθητοποιήσεως του κοινού όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις ενός σχεδίου, βάσει συγκεκριμένων πληροφοριακών στοιχείων υποβαλλομένων από τον κύριο του έργου, επιτεύχθηκε.

44 Από την επίδικη απόφαση του Regierungspraesidium Darmstadt της 31ης Αυγούστου 1989, καθώς και την έκθεσή του της 11ης Νοεμβρίου 1991 που καταρτίστηκε ως απάντηση στην αιτιολογημένη γνώμη, προκύπτει επίσης ότι η εν λόγω αρχή περιέλαβε τα συλλεγέντα πληροφοριακά στοιχεία και τις αντιδράσεις των ενδιαφερομένων κύκλων στη διαδικασία χορηγήσεως αδείας και τα έλαβε υπόψη της στην απόφασή της περί εγκρίσεως του σχεδίου.

45 Ενόψει αυτών, η Επιτροπή έπρεπε να προσδιορίσει ειδικώς ως προς ποια συγκεκριμένα σημεία δεν τηρήθηκαν οι όροι της οδηγίας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας χορηγήσεως αδείας για το επίδικο σχέδιο και να προσκομίσει τα αντίστοιχα αποδεικτικά στοιχεία. Η προσφυγή της δεν περιέχει τέτοιες εξειδικεύσεις στηριζόμενες σε συγκεκριμένες αποδείξεις. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

46 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Επειδή η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν υπέβαλε τέτοιο αίτημα, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Η παρεμβάσα Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θα φέρει επίσης τα δικαστικά της έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την προσφυγή.

2) Κάθε διάδικος, συμπεριλαμβανομένου του παρεμβάντος, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Επάνω