EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61992CJ0382

Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουνίου 1994.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας.
Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως.
Υπόθεση C-382/92.

Συλλογή της Νομολογίας 1994 I-02435

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1994:233

61992J0382

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 8ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1994. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΒΟΡΕΙΟΥ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ. - ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-382/92.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-02435
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00169
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00205


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Κοινωνική πολιτική * Εναρμόνιση των νομοθεσιών * Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων * Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων * Οδηγία 77/187 * Υποχρέωση του μεταβιβάζοντος και του προς ον η μεταβίβαση να ενημερώνουν και να διαβουλεύονται με τους εκπροσώπους των εργαζομένων * Εθνική ρύθμιση μη προβλέπουσα μηχανισμό αναδείξεως των εκπροσώπων των εργαζομένων αντιτιθεμένου του εργοδότη * Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία του Συμβουλίου 77/187, άρθρο 6)

2. Κοινωνική πολιτική * Εναρμόνιση των νομοθεσιών * Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων * Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων * Οδηγία 77/187 * Πεδίο εφαρμογής * Επιχείρηση χωρίς κερδοσκοπικό χαρακτήρα * Περιλαμβάνεται

(Οδηγία του Συμβουλίου 77/187, άρθρο 1 PAR 1)

3. Κοινωνική πολιτική * Εναρμόνιση των νομοθεσιών * Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων * Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων * Οδηγία 77/187 * Υποχρέωση του μεταβιβάζοντος και του προς ον η μεταβίβαση να ενημερώνουν και να διαβουλεύονται με τους εκπροσώπους των εργαζομένων * Εθνική ρύθμιση μη προβλέπουσα την υποχρέωση αναζητήσεως συμφωνίας * Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία του Συμβουλίου 77/187, άρθρο 6)

4. Κοινωνική πολιτική * Εναρμόνιση των νομοθεσιών * Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων * Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων * Οδηγία 77/187 * Υποχρέωση των κρατών μελών να επιβάλλουν κυρώσεις στις παραβάσεις της κοινοτικής νομοθεσίας * 'Εκταση * Κύρωση επιβαλλομένη σε εργοδότη ο οποίος δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή του να ενημερώσει και να διαβουλευθεί με τους εκπροσώπους των εργαζομένων * Δικαστικές αποζημιώσεις δυνάμενες να εκληφθούν ως αποζημίωση οφειλομένη λόγω παραβάσεως της κανονιστικής ρυθμίσεως περί των απολύσεων για οικονομικούς λόγους * Μη αποτρεπτική κύρωση * Δεν επιτρέπεται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 5 οδηγία του Συμβουλιου 77/187, άρθρο 6)

Περίληψη


1. Παρά τον περιορισμένο χαρακτήρα της εναρμονίσεως των κανόνων περί διατηρήσεως των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων την οποία επιδιώκει η οδηγία 77/187, πρέπει να θεωρηθεί ότι αντίκειται στις διατάξεις της οδηγίας αυτής εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, μη προβλέποντας μηχανισμό αναδείξεως εκπροσώπων των εργαζομένων στην επιχείρηση οσάκις ο εργοδότης αρνείται να αναγνωρίσει τέτοιους εκπροσώπους, παρέχει στον εργοδότη τη δυνατότητα να αναιρεί την προβλεπομένη από το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας προστασία υπέρ των εργαζομένων.

2. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, απαγορεύει στα κράτη μέλη να περιορίζουν την εφαρμογή των εθνικών κανόνων μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο στις επιχειρήσεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα.

Πράγματι, μια οικονομική μονάδα μπορεί να ασκεί οικονομική δραστηριότητα και να εκλαμβάνεται ως "επιχείρηση" ως προς την εφαρμογή των κανόνων του κοινοτικού δικαίου, ακόμα και όταν δεν επιδιώκει κερδοσκοπικό σκοπό.

3. Δεν εξασφαλίζει ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 77/187, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία υποχρεώνει απλώς τον μεταβιβάζοντα ή τον προς ον η μεταβίβαση, που σχεδιάζουν τη λήψη μέτρων έναντι των θιγομένων από τη μεταβίβαση εργαζομένων, να αρχίσουν διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των αναγνωρισμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, να λαμβάνουν υπόψη όλες τις παρατηρήσεις που υποβάλλουν αυτοί οι εκπρόσωποι, να απαντούν στις παρατηρήσεις αυτές και, εάν τις απρρίπτουν, να αναφέρουν τους λόγους, ενώ το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας επιβάλλει τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων "προς τον σκοπό αναζητήσεως συμφωνίας".

4. Οσάκις κοινοτική οδηγία δεν προβλέπει ειδική κύρωση σε περίπτωση παραβιάσεως των διατάξεών της ή παραπέμπει, ως προς το σημείο αυτό, στις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, το άρθρο 5 της Συνθήκης επιβάλλει στα κράτη μέλη να λάβουν κάθε πρόσφορο μέτρο που θα εγγυάται την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου. Προς τούτο, μολονότι διατηρούν διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή των κυρώσεων, τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν ώστε να προβλέπονται κυρώσεις για τις παραβιάσεις της κοινοτικής ρυθμίσεως υπό ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις ανάλογες προς τις ισχύουσες για παραβιάσεις παρεμφερούς φύσεως και σημασίας του εθνικού δικαίου και, εν πάση περιπτώσει, προσδίδουσες στην κύρωση αποτελεσματικό, ανάλογο και αποτρεπτικό χαρακτήρα.

Δεν μπορούν να θεωρηθούν αρκούντως αποτρεπτικές για τους εργοδότες, οι οποίοι δεν τηρούν την υποχρέωση διαβουλεύσεως και ενημερώσεως των εκπροσώπων των εργαζομένων που επιβάλλει η οδηγία 77/187, αποζημιώσεις οι οποίες, στην περίπτωση όπου οφείλονται και αποζημιώσεις λόγω παραβάσεως κανονιστικής ρυθμίσεως περί απολύσεων για οικονομικούς λόγους, συγχέονται εν μέρει με αυτές.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-382/92,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από την Karen Banks, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας, εκπροσωπουμένου αρχικά από τη Sue Cochrane και στη συνέχεια από τον John E. Collins, του Treasury Solicitor' s Department, επικουρούμενο από τον Derrick Wyatt, QC, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου, 14, boulevard Roosevelt,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, μη μεταφέροντας ορθά στο εσωτερικό του δίκαιο διάφορες διατάξεις της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida και M. Dίez de Velasco, προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliet, F. A. Schockweiler, G. C. Rodriguez Iglesias, F. Grevisse (εισηγητή), P. J. G. Kapteyn και J. L. Murray, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

γραμματέας: J.-G. Giraud

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 12ης Ιανουαρίου 1994,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Μαρτίου 1994,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Οκτωβρίου 1992, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, μη μεταφέροντας ορθά στο εσωτερικό του δίκαιο διάφορες διατάξεις της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171, στο εξής: οδηγία), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη.

2 Η οδηγία, η οποία στηρίζεται ιδίως στο άρθρο 100 της Συνθήκης, αποσκοπεί στην "προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα και ιδιαίτερα προς εξασφάλιση της διατηρήσεως των δικαιωμάτων τους" (δεύτερη αιτιολογική σκέψη). Διαπιστώνει ότι υφίστανται διαφορές στα κράτη μέλη όσον αφορά την έκταση της προστασίας των εργαζομένων σ' αυτόν τον τομέα και ότι είναι σκόπιμο να μειωθούν αυτές οι διαφορές (τρίτη αιτιολογική σκέψη). Υπογραμμίζει ότι αυτές οι διαφορές δύνανται να έχουν άμεση επίδραση επί της λειτουργίας της κοινής αγοράς (τέταρτη αιτιολογική σκέψη). Θεωρεί επίσης αναγκαίο να "προωθηθεί η προσέγγιση των νομοθεσών με στόχο την πρόοδο, κατά την έννοια του άρθρου 117 της Συνθήκης" (πέμπτη αιτιολογική σκέψη).

3 Η οδηγία έχει εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, επί "μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων σε άλλο επιχειρηματία, οι οποίες προκύπτουν από συμβατική εκχώρηση ή συγχώνευση".

4 Προβλέπει, στο άρθρο 3, ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή εργασιακή σχέση μεταβιβάζονται, εξαιτίας της μεταβιβάσεως αυτής, στον προς ον η μεταβίβαση. Σύμφωνα με το άρθρο 4, η μεταβίβαση επιχειρήσεως δεν μπορεί να συνιστά λόγο απολύσεως για τον μεταβιβάζοντα ή τον προς ον η μεταβίβαση. Το άρθρο 5 της οδηγίας προστατεύει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το καθεστώς και την αποστολή των εκπροσώπων των εργαζομένων που θίγονται από τη μεταβίβαση. Τέλος, το άρθρο 6 της οδηγίας επιβάλλει στον μεταβιβάζοντα και στον προς ον η μεταβίβαση ορισμένα καθήκοντα παροχής πληροφοριών και διαβουλεύσεως με τους εργαζομένους που θίγονται από τη μεταβίβαση.

5 Δυνάμει του άρθρου 8, τα κράτη μέλη ήσαν υποχρεωμένα να συμμορφωθούν με την οδηγία εντός προθεσμίας δύο ετών από της κοινοποιήσεώς της. Δεδομένου ότι η οδηγία κοινοποιήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 16 Φεβρουαρίου 1977, η προθεσμία αυτή έληξε στις 16 Φεβρουαρίου 1979.

6 Οι διατάξεις της οδηγίας μεταφέρθηκαν στο δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου με τους Transfer of Untertakings (Protection Employment) Regulations 1981 (Κανονισμός του 1981 περί προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, στο εξής: Κανονισμός). Ορισμένα σημεία του Κανονισμού αυτού τροποποιήθηκαν από τον Trade Union Reform and Employment Rights Act 1993 μετά την άσκηση της προσφυγής.

7 Η Επιτροπή φρονεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία και το άρθρο 5 της Συνθήκης για τους εξής λόγους. Πρώτον, ο Κανονισμός δεν εξασφαλίζει την ενημέρωση και τη διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων σε όλες τις περιπτώσεις που καλύπτει η οδηγία, διότι ούτε ο Κανονισμός ούτε καμιά άλλη διάταξη του βρετανικού δικαίου δεν προβλέπουν την ανάδειξη εκπροσώπων των εργαζομένων, οσάκις ο εργοδότης αρνείται να αναγνωρίσει τέτοιους εκπροσώπους. Δεύτερον, το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού περιορίζεται στις περιπτώσεις που η μεταβιβαζομένη επιχείρηση ανήκει κατά κυριότητα στον μεταβιβάζοντα. Τρίτον, το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού δεν περιλαμβάνει τις επιχειρήσεις μη κερδοσκοπικού σκοπού. Τέταρτον, ο κανονισμός δεν υποχρεώνει τον μεταβιβάζοντα ή τον προς ον η μεταβίβαση που σχεδιάζουν τη λήψη μέτρων που αφορούν τους αντίστοιχους εργαζομένους τους να προβαίνουν εγκαίρως σε σχετικές με τα μέτρα αυτά διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων τους, με σκοπό την αναζήτηση συναινετικής λύσεως. Πέμπτον, ο Κανονισμός δεν προβλέπει αποτελεσματικές κυρώσεις κατά του εργοδότη που δεν τηρεί τις προβλεπόμενες από την οδηγία υποχρεώσεις του να ενημερώνει και να διαβουλεύεται με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.

Επί της πρώτης αιτιάσεως

8 Η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής αφορά τη μεταφορά του άρθρου 6 της οδηγίας στο βρετανικό δίκαιο.

9 Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι ο μεταβιβάζων και ο προς ον η μεταβίβαση υποχρεούνται να πληροφορούν τους εκπροσώπους των αντιστοίχων εργαζομένων που θίγονται από τη μεταβίβαση για τους λόγους της μεταβιβάσεως, τις νομικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της καθώς και για τα μέτρα που προβλέπονται για τους εργαζομένους. Ο μεταβιβάζων υποχρεούνται να γνωστοποιεί τις πληροφορίες αυτές στους εκπροσώπους των εργαζομένων του εγκαίρως πριν από την πραγματοποίηση της μεταβιβάσεως. Ο προς ον η μεταβίβαση υποχρεούται να γνωστοποιεί αυτές τις πληροφορίες στους εκπροσώπους των εργαζομένων του εγκαίρως και εν πάση περιπτώσει πριν οι εργαζόμενοί του θιγούν άμεσα από τη μεταβίβαση ως προς τις συνθήκες απασχολήσεως και εργασίας (παράγραφος 1). Αν ο μεταβιβάζων και ο προς ον η μεταβίβαση προτίθενται να λάβουν μέτρα για τους εργαζομένους τους, είναι υποχρεωμένοι να προβαίνουν εγκαίρως σε διαβουλεύσεις για τα μέτρα αυτά με τους εκπροσώπους των αντίστοιχων εργαζομένων τους με σκοπό την αναζήτηση συναινετικής λύσεως (παράγραφος 2).

10 Τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίσουν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 στην περίπτωση που η πραγματοποιούμενη μεταβίβαση προκαλεί αλλαγές στο επίπεδο της εγκαταστάσεως και οι αλλαγές αυτές είναι δυνατόν να έχουν ουσιώδεις δυσμενείς επιπτώσεις στην κατάσταση σημαντικού αριθμού εργαζομένων, οσάκις η εθνική νομοθεσία παρέχει στους εργαζομένους τη δυνατότητα να προσφεύγουν σε διαιτητική αρχή με σκοπό την έκδοση αποφάσεως περί των μέτρων που πρόκειται να ληφθούν για τους εργαζομένους (παράγραφος 3 του άρθρου 6). Τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίζουν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3 για τις επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις που πληρούν, όσον αφορά τον αριθμό των απασχολουμένων εργαζομένων, τους όρους τους σχετικούς με την εκλογή ή τον καθορισμό ενός συλλογικού οργάνου που εκπροσωπεί τους εργαζομένους (παράγραφος 4 του άρθρου 6). Τέλος, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι, σε περίπτωση που δεν υπάρχουν σε μια επιχείρηση ή εγκατάσταση εκπρόσωποι των εργαζομένων, οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι πρέπει να ενημερώνονται προηγουμένως περί της επικειμένης μεταβιβάσεως (παράγραφος 5 του άρθρου 6).

11 Σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο γ', της οδηγίας ως "εκπρόσωποι των εργαζομένων", κατά την έννοια της οδηγίας, νοούνται "οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που προβλέπονται από τη νομοθεσία ή την πρακτική των κρατών μελών, με εξαίρεση τα μέλη των οργάνων της διοικήσεως, διευθύνσεως ή εποπτείας της εταιρίας, τα οποία μετέχουν σ' αυτά τα όργανα, σε ορισμένα κράτη μέλη, ως εκπρόσωποι των εργαζομένων".

12 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, μη προβλέποντας μηχανισμό αναδείξεως των εκπροσώπων των εργαζομένων στην επιχείρηση, οσάκις ο εργοδότης αρνείται να αναγνωρίσει τέτοιους εκπροσώπους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 6 της οδηγίας. Κατά την Επιτροπή, η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 6 της οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να λάβουν όλα τα μέτρα προκειμένου, πλην εξαιρέσεων, να ορίζονται οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στην επιχείρηση, διαφορετικά δεν θα μπορούν να τηρηθούν οι προβλεπόμενες από το άρθρο 6 της οδηγίας υποχρεώσεις ενημερώσεως και διαβουλεύσεως. Ισχυρίζεται ότι το βρετανικό δίκαιο, εμποδίζοντας την ανάδειξη εκπροσώπων των εργαζομένων στην επιχείρηση, οσάκις ο εργοδότης δεν συμφωνεί, δεν πληροί αυτήν την προϋπόθεση.

13 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δέχεται ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο η εκπροσώπηση των εργαζομένων σε επιχείρηση στηρίζεται, κατά παράδοση, στην εκούσια αναγνώριση των συνδικαλιστικών οργανώσεων από τον εργοδότη και επομένως εργοδότης που δεν αναγνωρίζει συνδικαλιστική οργάνωση δεν υπόκειται στις προβλεπόμενες από το άρθρο 6 της οδηγίας υποχρεώσεις ενημερώσεως και διαβουλεύσεως. Υποστηρίζει όμως ότι η οδηγία δεν θέλησε να τροποποιήσει τους εθνικούς κανόνες ή πρακτικές αναδείξεως των εκπροσώπων των εργαζομένων. Υπογραμμίζει ότι στο άρθρο 2, στοιχείο γ', η οδηγία διευκρινίζει ότι ως "εκπρόσωποι των εργαζομένων" νοούνται οι εκπρόσωποι των εργαζομένων "που προβλέπονται από τη νομοθεσία ή την πρακτική των κρατών μελών". Ισχυρίζεται επίσης ότι η οδηγία περιορίζεται σε μερική εναρμόνιση των κανόνων προστασίας των εργαζομένων σε περιπτώσεις μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέψουν ειδική εκπροσώπηση των εργαζομένων προκειμένου να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που καθορίζει και ότι ο ίδιος ο κοινοτικός νομοθέτης προέβλεψε ότι το εθνικό δίκαιο δεν μπορεί να επιβάλει την εκπροσώπηση των εργαζομένων στη μεταβιβαζομένη επιχείρηση, όπως προκύπτει από το άρθρο 6, παράγραφος 5, της οδηγίας.

14 Η άποψη της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

15 Εναρμονίζοντας τους ισχύοντες κανόνες περί διατηρήσεως των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περιπτώσεις μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε, συγχρόνως, να εξασφαλίσει ανάλογη προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων στα διάφορα κράτη μέλη και να επιτύχει μεγαλύτερη σύγκλιση των επιβαρύνσεων που συνεπάγονται οι προστατευτικοί αυτοί κανόνες για τις επιχειρήσεις της Κοινότητας.

16 Προς τούτο, το άρθρο 6 της οδηγίας θέτει, με τις παραγράφους 1 και 2, την αρχή της υποχρεωτικής ενημερώσεως και, ενδεχομένως, διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, εις βάρος τόσο του μεταβιβάζοντα όσο και του προς ον η μεταβίβαση, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει, ιδίως με την παράγραφο 4.

17 Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας, τα κράτη μέλη διέθεταν προθεσμία δύο ετών από της κοινοποιήσεως της οδηγίας προκειμένου να τροποποιήσουν, εάν παρίστατο ανάγκη, το εθνικό τους δίκαιο ώστε να συμμορφωθούν με την οδηγία ως προς το σημείο αυτό.

18 Η ερμηνεία του άρθρου 6 της οδηγίας δεν τίθεται εν αμφιβόλω από τη διατύπωση του άρθρου 2, στοιχείο γ', της οδηγίας, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Συγκεκριμένα, το άρθρο 2, στοιχείο γ', της οδηγίας δεν παραπέμπει απλώς στους ισχύοντες κανόνες στα κράτη μέλη όσον αφορά την ανάδειξη των εκπροσώπων των εργαζομένων. Αναθέτει στα κράτη μέλη μόνον τη μέριμνα καθορισμού του τρόπου αναδείξεως των εκπροσώπων των εργαζομένων των οποίων η ενημέρωση και η διαβούλευση είναι υποχρεωτικές δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας.

19 Η προτεινόμενη από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ερμηνεία θα επέτρεπε στα κράτη μέλη να καθορίζουν σε ποιες περιπτώσεις πρέπει οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να ενημερώνονται και να ζητείται η γνώμη τους, καθόσον η ενημέρωση και η διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων είναι δυνατές μόνον στις επιχειρήσεις για τις οποίες το εθνικό δίκαιο προβλέπει την ανάδειξη εκπροσώπων των εργαζομένων. Επομένως, θα επέτρεπε στα κράτη μέλη να αφαιρούν από το άρθρο 6 της οδηγίας την πλήρη αποτελεσματικότητά του.

20 Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, ιδίως με την απόφαση της 6ης Ιουλίου 1982 στην υπόθεση 61/81, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 1982, σ. 2601), ότι αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο η εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει να εμποδίζεται η προστασία την οποία ανεπιφυλάκτως εγγυάται στους εργαζομένους μια οδηγία.

21 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αντιτάσσει επίσης ότι από τη διατύπωση του άρθρου 6, παράγραφος 5, της οδηγίας προκύπτει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης όρισε ότι η εθνική νομοθεσία ή πρακτική μπορούν να μην προβλέπουν εκπροσώπηση των εργαζομένων σε περιπτώσεις άλλες από τις πολύ περιορισμένες περιπτώσεις που αναφέρει η Επιτροπή, διότι επέτρεψε, χωρίς κανένα περιορισμό, στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι μπορούν να πληροφορούνται απευθείας περί της επικειμένης μεταβιβάσεως, σε περίπτωση που δεν υπάρχουν εκπρόσωποι των εργαζομένων σε επιχείρηση ή εγκατάσταση.

22 Είναι αληθές ότι το άρθρο 6, παράγραφος 5, της οδηγίας αναφέρεται στην περίπτωση που δεν υπάρχουν εκπρόσωποι των εργαζομένων σε μια επιχείρηση ή σε μια εγκατάσταση. Εντούτοις, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί μεμονωμένα και ανεξάρτητα από τις άλλες διατάξεις του άρθρου 6 της οδηγίας.

23 'Οπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 6 της οδηγίας προβλέπει, στις παραγράφους 1 και 2, την υποχρέωση ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως. Οι παράγραφοι 3 και 4 παραθέτουν τις περιπτώσεις όπου τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την υποχρέωση αυτή. Ειδικότερα, η παράγραφος 4 επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαλλάσσουν αυτής της υποχρεώσεως τις επιχειρήσεις ή τις εγκαταστάσεις που δεν πληρούν, ως προς τον αριθμό των απασχολουμένων εργαζομένων, τους όρους για την εκλογή ή την ανάδειξη συλλογικού οργάνου εκπροσωπούντος τους εργαζομένους. Προκειμένου να μη στερηθούν οι εργαζόμενοι κάθε προστασίας, η παράγραφος 5 του άρθρου 6 της οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι εντούτοις οι εργαζόμενοι θα ενημερώνονται υποχρεωτικά για την επικείμενη μεταβίβαση.

24 Επομένως, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν θέλησε να παράσχει στις διάφορες εθνικές έννομες τάξεις τη δυνατότητα να επιτρέπουν τη μη ανάδειξη εκπροσώπων των εργαζομένων, καίτοι η ανάδειξη αυτή είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των προβλεπομένων με το άρθρο 6 της οδηγίας υποχρεώσεων.

25 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει επίσης ότι η οδηγία δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέψουν ειδικό καθεστώς εκπροσωπήσεως των εργαζομένων με μοναδικό σκοπό την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία, οσάκις δεν υπάρχουν εκπρόσωποι των εργαζομένων στην επιχείρηση δυνάμει του εθνικού δικαίου.

26 Καίτοι είναι αληθές ότι η οδηγία δεν περιέχει καμιά διάταξη προοριζομένη να ρυθμίσει ρητά μια τέτοια περίπτωση, το γεγονός αυτό δεν θίγει τις περιπτώσεις των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 6 και 8 της οδηγίας, οι οποίες υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να ενημερώνονται οι εργαζόμενοι και να ζητείται η γνώμη τους διά των εκπροσώπων τους σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων.

27 Τέλος, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν μπορεί να στηρίζεται στο γεγονός ότι η οδηγία προβαίνει σε μερική μόνον εναρμόνιση των κανόνων προστασίας των εργαζομένων και ότι δεν θέλησε να τροποποιήσει τους εθνικούς κανόνες περί εκπροσωπήσεως των εργαζομένων.

28 Βεβαίως, η οδηγία προβαίνει σε μερική μόνον εναρμόνιση των κανόνων προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1985 στην υπόθεση 105/84, Danmols Inventar, γνωστής ως Mikkelsen, Συλλογή 1985, σ. 2639, σκέψη 26, και της 10ης Φεβρουαρίου 1988 στην υπόθεση 324/86, Daddy' s Dance Hall, Συλλογή 1988, σ. 739, σκέψη 16). Επομένως, δεν επιδιώκει συνολική εναρμόνιση των εθνικών συστημάτων εκπροσωπήσεως των εργαζομένων στην επιχείρηση. Εντούτοις, ο περιορισμένος χαρακτήρας μιας τέτοιας εναρμονίσεως δεν μπορεί να στερεί από την πρακτική τους αποτελεσματικότητα τις διατάξεις της οδηγίας, και ιδίως τις διατάξεις του άρθρου 6. Ειδικότερα, δεν μπορεί να εμποδίζει την υποχρέωση των κρατών μελών να λάβουν κάθε πρόσφορο μέτρο για την ανάδειξη των εκπροσώπων των εργαζομένων ενόψει της ενημερώσεως και της διαβουλεύσεως που προβλέπει το άρθρο 6 της οδηγίας.

29 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αναγνωρίζει ότι στο βρετανικό δίκαιο υπό την παρούσα μορφή του οι εργαζόμενοι που θίγονται από τη μεταβίβαση επιχειρήσεως δεν τυγχάνουν της προβλεπομένης από το άρθρο 6 της οδηγίας προστασίας, οσάκις ο εργοδότης δεν δέχεται την ύπαρξη εκπροσωπήσεως των εργαζομένων στην επιχείρησή του.

30 Υπ' αυτές τις συνθήκες, το βρετανικό δίκαιο, το οποίο παρέχει στον εργοδότη τη δυνατότητα να αναιρεί την προβλεπομένη από το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας προστασία υπέρ των εργαζομένων, πρέπει να θεωρηθεί ότι αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 6 της οδηγίας (βλ., κατ' αναλογία, την προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου).

31 Επομένως, η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτή.

Επί της δευτέρας αιτιάσεως

32 Με τη δεύτερη αιτίαση, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο Κανονισμός, όπως ερμηνεύεται από τα βρετανικά δικαστήρια, δεν έχει εφαρμογή στις μεταβιβάσεις που δεν συνοδεύονται από μεταβίβαση του δικαιώματος κυριότητας επί της επιχειρήσεως, σε αντίθεση προς ό,τι προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας, όπως τις ερμηνεύει το Δικαστήριο. Η Επιτροπή παραπέμπει, ως προς το σημείο αυτό, στην απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1987 στην υπόθεση 287/86, Ny Moelle Kro (Συλλογή 1987, σ. 5465) και στην προμνησθείσα απόφαση Daddy' s Dance Hall.

33 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ισχυρίζεται ότι, εφόσον, σύμφωνα με τη νομολογία του House of Lords, ο Κανονισμός πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως της οδηγίας και της ερμηνείας της από το Δικαστήριο, το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού αυτού είναι πανομοιότυπο με εκείνο της οδηγίας, ακόμη και αν ο εν λόγω Κανονισμός δεν αναφέρει ρητά ότι η μεταβίβαση κατά την έννοια αυτού του Κανονισμού δεν συνεπάγεται αναγκαία τη μεταβίβαση του δικαιώματος κυριότητας επί της επιχειρήσεως.

34 Το άρθρο 3 του Κανονισμού προβλέπει ότι αυτός έχει εφαρμογή επί "μεταβιβάσεως, από ένα πρόσωπο σε άλλο, επιχειρήσεως ή τμήματος επιχειρήσεως εγκατεστημένων αμέσως προ της μεταβιβάσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο".

35 Οι διατάξεις αυτές καθαυτές δεν αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού τις αλλαγές εργοδοτών που δεν συνοδεύονται από μεταβίβαση του δικαιώματος κυριότητας επί της επιχειρήσεως.

36 Εξάλλου, το περιεχόμενο των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών εθνικών διατάξεων πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας τους από τα εθνικά δικαστήρια (βλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1992 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-132/91, C-138/91 και C-139/91, Κατσικάς κ.λπ., Συλλογή 1992, σ. Ι-6577, σκέψη 39).

37 Πρέπει να τονιστεί ότι οι αποφάσεις των βρετανικών δικαστηρίων που επικαλείται η Επιτροπή προς στήριξη της δευτέρας αιτιάσεώς της είναι προγενέστερες της αποφάσεως του House of Lords που παραθέτει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία εκδόθηκε στις 16 Μαρτίου 1989, και από την οποία προκύπτει, όπως το αναγνωρίζει και η Επιτροπή, ότι ο Κανονισμός πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, σύμφωνα με το γράμμα και τους σκοπούς της οδηγίας καθώς και την ερμηνεία της από το Δικαστήριο. Η Επιτροπή δεν παραθέτει καμιά δικαστική απόφαση μεταγενέστερη αυτής της αποφάσεως και αντίθετη προς τις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας, όπως την ερμηνεύει το Δικαστήριο.

38 Υπ' αυτές τις συνθήκες, δεν αποδεικνύεται από την Επιτροπή ότι κατά την ημερομηνία που έληξε η ταχθείσα με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμία, ήτοι στις 26 Μαΐου 1991, το άρθρο 3 του Κανονισμού είχε την έννοια που του αποδίδει η Επιτροπή.

39 Επομένως, η δεύτερη αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

Επί της τρίτης αιτιάσεως

40 Με την τρίτη αιτίαση, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο Κανονισμός, όπως ερμηνεύεται από τα βρετανικά δικαστήρια, δεν έχει εφαρμογή επί επιχειρήσεων μη κερδοσκοπικού σκοπού, σε αντίθεση προς ό,τι προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας, όπως τις ερμηνεύει το Δικαστήριο. Η Επιτροπή παραπέμπει, ως προς το σημείο αυτό, στην απόφαση της 19ης Μαΐου 1992 στην υπόθεση C-29/91, Redmond Stichting (Συλλογή 1992, σ. Ι-3189).

41 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του Κανονισμού ορίζει την έννοια της "επιχειρήσεως" ως περιλαμβάνουσα "πάσα βιομηχανική ή εμπορική υπόθεση", αλλ' αποκλείει ρητώς "πάσα επιχείρηση ή τμήμα επιχειρήσεως μη έχουσα τον χαρακτήρα επιχειρήσεως αναλαμβάνουσας εμπορικούς κινδύνους". 'Οπως υποστηρίζει η Επιτροπή, της οποίας οι ισχυρισμοί δεν αμφισβητούνται σοβαρά από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ο Κανονισμός έχει την έννοια ότι δεν έχει εφαρμογή επί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων μη κερδοσκοπικού σκοπού.

42 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει ότι η οδηγία δεν μπορεί να έχει εφαρμογή, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, επί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων μη κερδοσκοπικού σκοπού, διότι οι επιχειρήσεις αυτές, ως μη ασκούσες "οικονομική δραστηριότητα", κατά την έννοια της Συνθήκης, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της.

43 Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί.

44 Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί, τουλάχιστον έμμεσα, στα πλαίσια παραδείγματος χάριν του δικαίου ανταγωνισμού (βλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 1991 στην υπόθεση C-41/90, Hoeffner και Elser, Συλλογή 1991, σ. Ι-1979) ή του εργατικού δικαίου (βλ. ακριβώς, για την εφαρμογή της οδηγίας, την προμνησθείσα απόφαση Redmond Stichting), ότι ένα πρόσωπο μπορεί να ασκεί οικονομική δραστηριότητα και να θεωρείται "επιχείρηση" για την εφαρμογή των κανόνων του κοινοτικού δικαίου, μολονότι δεν επιδιώκει κερδοσκοπικό σκοπό.

45 Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι αυτός καθαυτός ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας της ασκουμένης δραστηριότητας επιχειρήσεως δεν αναιρεί τον οικονομικό χαρακτήρα της δραστηριότητας αυτής ούτε αποκλείει την επιχείρηση από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

46 Επομένως, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας δεν μπορεί να περιορίζεται μόνον στις επιχειρήσεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα, όπως υποστηρίζει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου.

47 Επομένως, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, περιορίζοντας στις μεταβιβάσεις επιχειρήσεων κερδοσκοπικού χαρακτήρα την εφαρμογή των εθνικών κανόνων με τους οποίους μεταφέρθηκε η οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας. Επομένως, η τρίτη αιτίαση της Επιτροπής είναι βάσιμη.

Επί της τετάρτης αιτιάσεως

48 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο Κανονισμός μεταφέρει ατελώς στο εσωτερικό δίκαιο τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας, διότι υποχρεώνει απλώς τον μεταβιβάζοντα ή τον προς ον η μεταβίβαση, που σχεδιάζουν τη λήψη μέτρων έναντι των θιγομένων από τη μεταβίβαση εργαζομένων, να αρχίσουν διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των αναγνωρισμένων από αυτούς συνδικαλιστικών οργανώσεων, να λαμβάνουν υπόψη όλες τις παρατηρήσεις που υποβάλλουν αυτοί οι εκπρόσωποι, να απαντούν στις παρατηρήσεις αυτές και, εάν τις απορρίπτουν, να αναφέρουν τους λόγους, ενώ το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας επιβάλλει τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων "προς το σκοπό αναζητήσεως συμφωνίας".

49 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αναγνωρίζει ότι η νομοθεσία της δεν είναι σύμφωνη με την οδηγία ως προς το σημείο αυτό.

50 Συναφώς, αρκεί να τονιστεί ότι οι διατάξεις του Κανονισμού δεν επιβάλλουν στον μεταβιβάζοντα ή στον προς ον η μεταβίβαση που σχεδιάζουν τη λήψη μέτρων έναντι των εργαζομένων που θίγονται από τη μεταβίβαση να διαβουλεύονται με τους εκπροσώπους αυτών των εργαζομένων "προς τον σκοπό αναζητήσεως συμφωνίας", όπως επιτάσσει το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας.

51 Επομένως, η τέταρτη αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτή.

Επί της πέμπτης αιτιάσεως

52 H Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προβλεπόμενες με το άρθρο 11 του Κανονισμού κυρώσεις σε περίπτωση μη τηρήσεως από τον μεταβιβάζοντα ή τον προς ον η μεταβίβαση της υποχρεώσεώς τους να διαβουλεύονται με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και να τους ενημερώνουν δεν είναι αρκούντως αποτρεπτικές για τους εργοδότες. Ισχυρίζεται ότι η αποζημίωση που ο εργοδότης μπορεί, ενδεχομένως, να υποχρεωθεί να καταβάλει στους εργαζομένους βάσει του άρθρου 11 του Κανονισμού, για την οποία, εξάλλου, προβλέπεται ανώτατο όριο, εκπίπτει από τις λεγόμενες αποζημιώσεις "προστασίας" που ο εργοδότης μπορεί, εξάλλου, να υποχρεωθεί να καταβάλει στους εργαζομένους, εάν δεν τηρεί τις διατάξεις του άρθρου 99 του Employment Protection Act 1975 (στο εξής: ΕΡΑ), οι οποίες επιβάλλουν στον εργοδότη να διαβουλεύεται με τους εκπροσώπους των εργαζομένων σε περίπτωση απολύσεων για οικονομικούς λόγους.

53 Επομένως, η αιτίαση αφορά την περίπτωση που ο εργοδότης προβαίνει συγχρόνως σε μεταβίβαση επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως και σε απόλυση εργαζομένων για οικονομικούς λόγους.

54 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει ότι η νομοθεσία της είναι σύμφωνη με την οδηγία, καθόσον προβλέπει ανώτατο όριο των ποσών που ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στους εργαζομένους του, αλλ' αναγνωρίζει ότι δεν είναι σύμφωνη με την οδηγία, καθόσον προβλέπει ότι οι καταβληθείσες στους εργαζομένους αποζημιώσεις υποκαθίστανται εν όλω ή εν μέρει στα ποσά που ο εργοδότης υποχρεούται, εξάλλου, να τους καταβάλει. Ισχυρίστηκε επίσης ότι εκκρεμούσε η ψήφιση νομοσχεδίου το οποίο θα τροποποιούσε τη νομοθεσία ως προς τα δύο αυτά σημεία.

55 Οσάκις κοινοτική οδηγία δεν προβλέπει ειδική κύρωση σε περίπτωση παραβιάσεως των διατάξεών της ή παραπέμπει, ως προς το σημείο αυτό, στις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, το άρθρο 5 της Συνθήκης επιβάλλει στα κράτη μέλη να λάβουν κάθε πρόσφορο μέτρο που θα εγγυάται την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου. Προς τούτο, μολονότι διατηρούν διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή των κυρώσεων, τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν ώστε να προβλέπονται κυρώσεις για τις παραβιάσεις της κοινοτικής ρυθμίσεως υπό ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις ανάλογες προς τις ισχύουσες για παραβιάσεις παρεμφερούς φύσεως και σημασίας του εθνικού δικαίου και, εν πάση περιπτώσει, προσδίδουσες στην κύρωση αποτελεσματικό, ανάλογο και αποτρεπτικό χαρακτήρα (βλ., για τους κοινοτικούς κανονισμούς, αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1989 στην υπόθεση 68/88, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1989, σ. 2965, σκέψεις 23 και 24 και της 2ας Οκτωβρίου 1991 στην υπόθεση C-7/90, Vandevenne κ.λπ., Συλλογή 1991, σ. Ι-4371, σκέψη 11).

56 Δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 4, του Κανονισμού ο εργοδότης που δεν διαβουλεύεται με τους εκπροσώπους των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως της επιχειρήσεώς του μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει τις ενδεικνυόμενες αποζημιώσεις στους εργαζομένους που θίγονται από τη μεταβίβαση. Δυνάμει της παραγράφου 11 του ιδίου άρθρου, το ύψος των αποζημιώσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει ένα ανώτατο όριο το οποίο, μετά τον Trade Union Reform and Employment Rights Act 1993, ισούται με μισθό δύο έως τεσσάρων εβδομάδων του εργαζομένου. Εντούτοις, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 11, οσάκις ο εργοδότης απολύει, επιπλέον, εργαζομένους για οικονομικούς λόγους και παραλείπει να διαβουλευθεί με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, κατά παράβαση των προβλεπομένων στο άρθρο 99 του ΕΡΑ, οι αποζημιώσεις εκπίπτουν από τις λεγόμενες αποζημιώσεις "προστασίας" που ο εργοδότης μπορεί αργότερα να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο βάσει του ΕΡΑ και, αντιστρόφως, αυτές οι αποζημιώσεις "προστασίας" εκπίπτουν από τις αποζημιώσεις που ο εργοδότης μπορεί αργότερα να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο.

57 Επομένως, οσάκις οι εργαζόμενοι μεταβιβαζομένης επιχειρήσεως απολύονται για οικονομικούς λόγους και ο εργοδότης υποχρεώνεται δικαστικώς να τους καταβάλει αποζημίωση "προστασίας", διότι δεν τήρησε τις υποχρεώσεις διαβουλεύσεως και ενημερώσεως των εκπροσώπων των εργαζομένων σύμφωνα με το άρθρο 99 του ΕΡΑ, ο εργοδότης θίγεται από τη χρηματικής φύσεως κύρωση η οποία του επιβάλλεται βάσει του Κανονισμού μόνον στο μέτρο που το ποσό της κυρώσεως αυτής υπερβαίνει το ποσό της αποζημιώσεως "προστασίας". Συνεπώς, η χρηματικής φύσεως κύρωση αυτή αποδυναμώνεται ή και καταργείται. Επιπλέον, το ανώτατον όριο αποζημιώσεως την οποία ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει βάσει του Κανονισμού, κυρίως στο επίπεδο στο οποίο είχε καθοριστεί πριν από την έναρξη ισχύος του Trade Uion Reform and Employment Rights Act 1993, περιορίζει τις περιπτώσεις υπερβάσεως της αποζημιώσεως "προστασίας".

58 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι στην περίπτωση που υπάρχει εκ δικαστικής αποφάσεως υποχρέωση του εργοδότη επίσης βάσει του ΕΡΑ, η κύρωση δεν έχει πραγματικά αποτρεπτικό χαρακτήρα. Συνεπώς, η βρετανική νομοθεσία δεν είναι σύμφωνη, ως προς το σημείο αυτό, με τις επιταγές του άρθρου 5 της Συνθήκης.

59 Επομένως, η πέμπτη αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτή.

60 Από το σύνολο των ως άνω σκέψεων προκύπτει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, μη προβλέποντας την ανάδειξη εκπροσώπων των εργαζομένων, οσάκις ο εργοδότης δεν συμφωνεί με αυτήν, αποκλείοντας από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού τις επιχειρήσεις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, μη υποχρεώνοντας τον μεταβιβάζοντα ή τον προς ον η μεταβίβαση που σχεδιάζουν τη λήψη μέτρων για τους εργαζομένους τους να προβαίνουν εγκαίρως σε διαβουλεύσεις για τα μέτρα με τους εκπροσώπους των εργαζομένων τους με σκοπό την αναζήτηση συμφωνίας και μη προβλέποντας αποτελεσματική κύρωση σε περίπτωση που ο εργοδότης δεν ενημερώνει και δεν διαβουλεύεται με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία και από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

61 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Εντούτοις, κατά την παράγραφο 3, πρώτο εδάφιο, του ιδίου άρθρου, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

62 Δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο κατ' ουσίαν ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) To Ηνωμένο Βασίλειο, μη προβλέποντας την ανάδειξη εκπροσώπων των εργαζομένων, οσάκις ο εργοδότης δεν συμφωνεί με αυτήν, αποκλείοντας τις επιχειρήσεις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού που προορίζεται για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, μη υποχρεώνοντας τον μεταβιβάζοντα ή τον προς ον η μεταβίβαση που σχεδιάζουν τη λήψη μέτρων για τους εργαζομένους τους να προβαίνουν εγκαίρως σε διαβουλεύσεις για τα μέτρα με τους εκπροσώπους των εργαζομένων τους με σκοπό την αναζήτηση συμφωνίας και μη προβλέποντας αποτελεσματική κύρωση σε περίπτωση που ο εργοδότης δεν ενημερώνει και δεν διαβουλεύεται με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία και από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ.

2) Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3) Καταδικάζει το Ηνωμένο Βασίλειο στα δικαστικά έξοδα.

Επάνω