EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61991CJ0199

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993.
Foyer culturel du Sart-Tilman ASBL κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο - Αίτημα ακυρώσεως μειώσεων χρηματικών συνδρομών που είχαν αρχικά χορηγηθεί.
Υπόθεση C-199/91.

Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-02667

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1993:205

61991J0199

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 25ΗΣ ΜΑΪΟΥ 1993. - FOYER CULTUREL DU SART-TILMAN ASBL ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ - ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΤΩΝ ΜΕΙΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΑΡΧΙΚΩΣ ΧΟΡΗΓΗΘΕΙΣΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-199/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-02667


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Κοινωνική πολιτική * Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο * Συνδρομή στη χρηματοδότηση προγραμμάτων επαγγελματικής καταρτίσεως * Απόφαση μειώσεως αρχικά χορηγηθείσας συνδρομής * Παροχή δυνατότητας στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πριν από την έκδοση της αποφάσεως * Ουσιώδης τύπος * Παράβαση * Παράνομο

(Κανονισμός 2950/83 του Συμβουλίου, άρθρο 6 PAR 1)

Περίληψη


Στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου χρηματικών συνδρομών σε προγράμματα επαγγελματικής καταρτίσεως και επαγγελματικού προσανατολισμού τα οποία διεξάγονται εντός ενός κράτους μέλους, μόνο το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος συνδιαλέγεται με το Ταμείο και αναλαμβάνει την ευθύνη του, κατά το μέτρο που πιστοποιεί την πραγματική και λογιστική ακρίβεια των στοιχείων που περιέχονται στις αιτήσεις καταβολής οι οποίες υποβάλλονται από τους δικαιούχους και που μπορεί μάλιστα να υποχρεωθεί να εγγυηθεί το αίσιο πέρας των χρηματοδοτουμένων δραστηριοτήτων. Λαμβανομένης υπόψη της αποφασιστικής αναμείξεως του κράτους μέλους αυτού και της σημασίας των ευθυνών που αναλαμβάνει για την υποβολή των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και τον έλεγχο της χρηματοδοτήσεώς τους, η βασιζόμενη στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83 δυνατότητα του ενδιαφερομένου κράτους μέλους να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πριν από την έκδοση μιας αποφάσεως μειώσεως της αρχικά χορηγηθείσας χρηματικής συνδρομής αποτελεί ουσιώδη τύπο, η μη τήρηση του οποίου επιφέρει την ακυρότητα της αποφάσεως μειώσεως.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-199/91,

Foyer culturel du Sart-Tilman, βελγική ένωση προσώπων χωρίς κερδοσκοπικό σκοπό (σωματείο), τελούσα υπό εκκαθάριση, εκπροσωπούμενη από τους εκκαθαριστές της Michel Mersch και Pierre Cavenaille, δικηγόρους Λιέγης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Schmitt, 62, avenue Guillaume,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τη Marie Wolfcarius και τον Nicholas Khan, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενους από τον Jean-Luc Fagnart, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Nicola Annecchino, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο, αφενός, αίτηση ακυρώσεως αποφάσεων της Επιτροπής, οι οποίες κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα στις 7 Ιουνίου 1991 και αναγνωρίζουν ορισμένες δαπάνες σχετικές με αιτήσεις χρηματικής συνδρομής ως επιλέξιμες μόνο μέχρι του ποσού των 571 762 βελγικών φράγκων (BFR) και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η καθής να καταβάλει στην προσφεύγουσα ως υπόλοιπο το ποσό των 21 707 839 ΒFR,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Ν. Κακούρη, πρόεδρο τμήματος, J. L. Murray, G. F. Mancini, F. A. Schockweiler και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 19ης Νοεμβρίου 1992, κατά την οποία η Foyer culturel du Sart-Tilman εκπροσωπήθηκε από τον Koenraad Tanghe, δικηγόρο Λιέγης,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Δεκεμβρίου 1992,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με προσφυγή που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Ιουλίου 1991, η Foyer culturel du Sart-Tilman (Πολιτιστική Εστία του Sart-Tilman), ένωση προσώπων χωρίς κερδοσκοπικό σκοπό (σωματείο), τελούσα υπό εκκαθάριση (στο εξής: Sart-Tilman), ζήτησε αφενός μεν να ακυρωθούν, βάσει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, οι αποφάσεις της Επιτροπής της 18ης Οκτωβρίου 1990, κοινοποιηθείσες στις 7 Ιουνίου 1991 (στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις), οι οποίες μείωσαν τις οικονομικές συνδρομές που είχε αρχικά χορηγήσει το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (στο εξής: Ταμείο) για διάφορα σχέδια επαγγελματικής καταρτίσεως υποβληθέντα για λογαριασμό της Sart-Tilman, όσον αφορά τους φακέλους αριθ. 84/3643/Β6, 85/0077/Β4, 85/0186/Β6, 86/0274/Β2, 87/0295/Β2 και 87/0296/Β2 και αφετέρου να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει το ποσό των 21 707 839 ΒFR ως υπόλοιπο χρηματικών συνδρομών οι οποίες της εγκρίθηκαν.

2 Βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο α', της αποφάσεως 83/516/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 1983, περί της αποστολής του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΕ L 289, σ. 38), τούτο συμμετέχει ιδίως στη χρηματοδότηση προγραμμάτων επαγγελματικής καταρτίσεως και επαγγελματικού προσανατολισμού.

3 Ο δημόσιος φορέας, ο οποίος εξασφαλίζει τη συγχρηματοδότηση του σχεδίου, υποβάλλει την αίτηση χρηματικής συνδρομής στο Ταμείο, επ' ονόματι του ενδιαφερομένου κράτους μέλους και για λογαριασμό του διοργανωτή του προγράμματος.

4 Κατά το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2950/83 του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 1983, για την εφαρμογή της αποφάσεως 83/516 (ΕΕ 289, σ. 1, στο εξής: κανονισμός), η εκ μέρους του Ταμείου έγκριση αιτήσεως συνδρομής συνεπάγεται την προκαταβολή μέρους της χορηγηθείσας χρηματικής συνδρομής.

5 Βάσει της παραγράφου 4 της ίδιας διατάξεως, οι αιτήσεις καταβολής του εναπομένοντος ποσού της συνδρομής περιέχουν λεπτομερή έκθεση του περιεχομένου, των αποτελεσμάτων και των χρηματοοικονομικών πλευρών της σχετικής ενέργειας. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πιστοποιεί την πραγματική και λογιστική ακρίβεια των στοιχείων που περιέχουν οι αιτήσεις πληρωμής.

6 Οσάκις η συνδρομή του Ταμείου δεν χρησιμοποιείται σύμφωνα με τους προβλεπόμενους στην εγκριτική απόφαση όρους, η Επιτροπή μπορεί, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού, να αναστείλει, να μειώσει ή να ανακαλέσει τη συνδρομή αυτή, αφού παράσχει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Κατά την παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου, τα καταβληθέντα ποσά που δεν χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται από την εγκριτική απόφαση αναζητούνται και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος είναι επικουρικά υπεύθυνο για την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως για δραστηριότητες των οποίων το αίσιο πέρας εγγυήθηκε βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 2, της ως άνω αποφάσεως 83/516.

7 Εν προκειμένω, το Υπουργείο Απασχολήσεως και Εργασίας του Βελγίου (στο εξής: Υπουργείο) υπέβαλε στο Ταμείο, επ' ονόματι του κράτους μέλους αυτού και για λογαριασμό της Sart-Tilman, διάφορες αιτήσεις χορηγήσεως συνδρομής για περισσότερα προγράμματα επαγγελματικής καταρτίσεως τα οποία πρότεινε η Sart-Tilman.

8 Με διαδοχικές αποφάσεις, η Επιτροπή χορήγησε στη Sart-Tilman τις συνδρομές του Ταμείου όσον αφορά, ιδίως, τους φακέλους αριθ. 84/3643/Β6, 85/0077/Β4, 85/0186/Β6, 86/0274/Β2, 87/0295/Β2 και 87/0296/Β2.

9 Όσον αφορά τον φάκελο 84/3643/Β6, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Sart-Tilman την από 30 Νοεμβρίου 1988 εντολή αποδόσεως, η οποία αφορούσε την επιστροφή ποσού 926 513 BFR.

10 Τον Δεκέμβριο του 1988, το Υπουργείο πληροφόρησε την Επιτροπή για τη διάλυση της Sart-Tilman και ζήτησε από το κοινοτικό όργανο να αναστείλει κάθε πληρωμή και να του υποδείξει τα εναπομένοντα προς εκκαθάριση για τα εκπαιδευτικά προγράμματα ποσά.

11 Η Επιτροπή συνέταξε στις 30 Οκτωβρίου 1989 ανάλυση λογαριασμού, η οποία ενεφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 1 096 053 BFR για το σύνολο των προγραμμάτων. Με τις αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1990, τις οποίες αφορά η παρούσα προσφυγή και τις οποίες η Επιτροπή απηύθυνε προς το Υπουργείο, αυτή διαπίστωσε την ύπαρξη μη επιλεξίμων δαπανών ύψους 11 558 135 BFR και επιλεξίμων δαπανών ύψους 12 129 897 BFR, ήτοι πιστωτικό υπόλοιπο ποσού 571 762 BFR υπέρ της Sart-Tilman για το σύνολο των εγκριθέντων φακέλων. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι θα κατέθετε αμελλητί το τελευταίο αυτό ποσό στον λογαριασμό του Υπουργείου.

12 Στις 7 Ιουνίου 1991, το Υπουργείο κοινοποίησε στους εκκαθαριστές της Sart-Tilman τις επίδικες αποφάσεις της Επιτροπής.

13 Όσον αφορά τον φάκελο 86/0247/Β2, η Sart-Tilman, με το υπόμνημα απαντήσεώς της, δέχθηκε τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, οπότε δεν υφίσταται πλέον διαφορά ως προς τον φάκελο αυτό.

14 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικά τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι λόγοι ακυρώσεως και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω, παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί του παραδεκτού

15 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφυγή ακυρώσεως δεν μπορεί να έχει άλλο αίτημα από την ακύρωση της πράξεως που προσβάλλει. Επομένως, η ένδικη προσφυγή είναι απαράδεκτη καθόσον έχει ως αίτημα να υποχρεωθεί το όργανο αυτό να καταβάλει στη Sart-Tilman το υπόλοιπο των χρηματικών συνδρομών, τις οποίες αυτή θεωρεί ότι δικαιούται.

16 Αντιθέτως, η Sart-Tilman θεωρεί ότι αυτή η ένσταση απαραδέκτου είναι αλυσιτελής, δεδομένου ότι το άρθρο 174 της Συνθήκης επιτρέπει στο Δικαστήριο να αποκαταστήσει την προσφεύγουσα στη θέση της νόμιμης, από πλευράς των διατάξεων του κανονισμού, πιστωτρίας.

17 Επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης, το Δικαστήριο μπορεί μόνο να ακυρώσει την πράξη που υποβάλλεται στην κρίση του ή να απορρίψει την προσφυγή και συνεπώς δεν μπορεί να υποχρεώσει ένα όργανο να καταβάλει χρηματικό ποσό. Στην Επιτροπή εναπόκειται να λάβει, βάσει του άρθρου 176 της Συνθήκης, τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση μιας ενδεχόμενης ακυρωτικής αποφάσεως (βλ. ιδίως την απόφαση της 24ης Ιουνίου 1986, 53/85, Akzo κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1965, σκέψη 23).

18 Επομένως, το αίτημα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει 21 707 839 BFR πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

19 Κατά την Επιτροπή, η προσφυγή είναι επίσης απαράδεκτη καθόσον βάλλει κατά της σχετικής με τον φάκελο 84/3643/Β6 αποφάσεως, η οποία είναι καθαρά επιβεβαιωτική της εντολής αποδόσεως ποσού 926 513 BFR την οποία απέστειλε στη Sart-Tilman από τις 30 Νοεμβρίου 1988.

20 Η Sart-Tilman δεν αμφισβητεί ότι έλαβε από την Επιτροπή αυτή την εντολή αποδόσεως στις 5 Ιανουαρίου 1989, αλλά θεωρεί ότι δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθεί αυτή με απόφαση της Επιτροπής, δεδομένου μάλιστα ότι η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα να της την κοινοποιήσει χωρίς να καταφύγει στη μεσολάβηση του ενδιαφερομένου κράτους μέλους.

21 Επισημαίνεται συναφώς ότι η εντολή αποδόσεως προφανώς αποτελεί πράξη της Επιτροπής επιφέρουσα οριστική μείωση της αρχικά χορηγηθείσας στη Sart-Tilman χρηματικής συνδρομής, η οποία της επιβάλλει επιπλέον την επιστροφή μέρους της καταβληθείσας προκαταβολής. Η εντολή αυτή παράγει επομένως έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα της Sart-Tilman, τροποποιώντας την έννομη κατάστασή της, και συνεπώς πρέπει να θεωρηθεί, από πλευράς του φακέλου 84/3643/Β6, ως απόφαση υποκείμενη σε προσφυγή ακυρώσεως.

22 H νομική φύση της αποφάσεως αυτής ουδαμώς επηρεάζεται από το γεγονός ότι γνωστοποιήθηκε στη Sart-Tilman απευθείας από την Επιτροπή και όχι από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, το οποίο και μόνο συνδιαλέγεται με το Ταμείο (βλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 1984, 310/81, ΕΙSS κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 1341, σκέψη 15). Πράγματι, η απόφαση αυτή δεν υποβλήθηκε στην κρίση του Δικαστηρίου.

23 Αντιθέτως, η πράξη η οποία εκδόθηκε από την Επιτροπή στις 18 Οκτωβρίου 1990 επί του φακέλου 84/3643/Β6 και κοινοποιήθηκε στη Sart-Tilman στις 7 Ιουνίου 1991 από το Υπουργείο, δεδομένου ότι περιορίζεται στην επιβεβαίωση της αρχικής αποφάσεως η οποία ελήφθη με σκοπό τη ρύθμιση του φακέλου αυτού, δεν τροποποιεί την κατάσταση της Sart-Tilman και, συνεπώς, δεν αποτελεί απόφαση υποκείμενη σε προσφυγή ακυρώσεως.

24 Κατά συνέπεια, η ένδικη προσφυγή πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει απαράδεκτη, καθόσον στρέφεται κατά πράξεως καθαρά επιβεβαιωτικής προηγουμένης αποφάσεως (βλ. ιδίως την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1988, 166/86 και 220/86, Irish Cement Limited κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 6473, σκέψη 16).

Επί της ουσίας

Επί της ελλείψεως διαβουλεύσεως με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος

25 Η Sart-Tilman στηρίζει την προσφυγή της ακυρώσεως, πρώτον, στον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού, δεδομένου ότι, αντιθέτως προς τα προβλεπόμενα από τη διάταξη αυτή, δεν παρέσχε στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πριν από την έκδοση των επιδίκων αποφάσεων.

26 Κατά την Επιτροπή, αντιθέτως, η ως άνω διάταξη δεν επιβάλλει τυπική διαδικασία διαβουλεύσεως. Επισημαίνει ότι, λαμβανομένων υπόψη των συχνών ανεπισήμων επαφών που διατηρούσαν οι υπηρεσίες του Ταμείου με τις εθνικές αρχές επ' ευκαιρία της εξετάσεως συγκεκριμένων προγραμμάτων της Sart-Tilman, οι αρχές αυτές είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους πριν από την έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων.

27 Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατόπιν δύο αιτήσεων πληροφοριών από τις βελγικές αρχές, το Ταμείο, με επιστολή της 30ής Ιουνίου 1988, τους υπέδειξε σαφώς σχετικά με τον φάκελο 85/0077/Β4 ότι, μεταξύ των 189 μετασχόντων ενηλίκων ανέργων, οι 12 δεν πληρούσαν την προϋπόθεση της ανεργίας επί χρονικό διάστημα άνω των δώδεκα μηνών την οποία έθετε η εγκριτική απόφαση και ότι επομένως η χρηματοδότηση υπολογίστηκε βάσει 177 εκπαιδευομένων, με αποτέλεσμα την αναζήτηση μέρους της ήδη καταβληθείσας προκαταβολής.

28 Εξάλλου, ο φάκελος 85/0077/Β4 είχε ήδη αποτελέσει αντικείμενο αλληλογραφίας μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών, πράγμα το οποίο τους είχε επιτρέψει να αναγνωρίσουν το μη επιλέξιμο τμήμα των δαπανών.

29 Συγκεκριμένα, μια επιστολή του Υπουργείου η οποία διαβίβαζε πληροφορίες στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος αυτής, επισημαίνει ότι οι εν λόγω 12 ζητούντες απασχόληση είχαν συμπληρώσει χρονικό διάστημα ενός έως οκτώ μηνών ανεργίας κατά την έναρξη του εκπαιδευτικού προγράμματος.

30 Υπό τις συνθήκες αυτές, οι εθνικές αρχές είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, τόσον επ' αυτής καθαυτής της μειώσεως όσον και επί του ποσού της μειώσεως που σκόπευε να πραγματοποιήσει η Επιτροπή όσον αφορά τον φάκελο 85/0077/Β4.

31 Συνεπώς ο λόγος ακυρώσεως της Sart-Tilman όσον αφορά τον φάκελο 85/0077/Β4 πρέπει να απορριφθεί.

32 Αντιθέτως, από τα διαδικαστικά έγγραφα ουδαμώς προκύπτει ότι, όσον αφορά τις αιτήσεις συνδρομής 85/0186/Β6, 87/0295/Β2 και 87/0296/Β2, οι βελγικές αρχές είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους πριν από την έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων μειώσεως, τόσον επ' αυτών καθαυτών των μειώσεων όσον και επί του ποσού των μειώσεων των κοινοτικών χρηματοοικονομικών συνδρομών, τις οποίες σκόπευε να πραγματοποιήσει η Επιτροπή.

33 Όπως έχει ήδη υπομνησθεί ανωτέρω, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος είναι το μόνο που συνδιαλέγεται με το Ταμείο. Αναλαμβάνει μάλιστα την ευθύνη του κατά το μέτρο που πιστοποιεί την πραγματική και λογιστική ακρίβεια των στοιχείων που περιέχονται στις αιτήσεις καταβολής του υπολοίπου και κατά το μέτρο που είναι μάλιστα δυνατόν να υποχρεωθεί να εγγυηθεί το αίσιο πέρας των εκπαιδευτικών προγραμμάτων.

34 Λαμβανομένης υπόψη της αποφασιστικής αναμείξεώς του και της σημασίας των ευθυνών που αναλαμβάνει για την υποβολή και τον έλεγχο της χρηματοδοτήσεως των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, η δυνατότητα του ενδιαφερομένου κράτους μέλους να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πριν από την έκδοση οριστικής αποφάσεως περί μειώσεως της συνδρομής αποτελεί ουσιώδη τύπο, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται την ακυρότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. αποφάσεις της 7ης Μαΐου 1991, C-291/89, Interhοtel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-2257, σκέψη 17, C-304/89, Oliveira κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-2283, σκέψη 21, και της 4ης Ιουνίου 1992, C-157/90, Infortec κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. Ι-3525, σκέψη 20).

35 Συνεπώς, οι αποφάσεις περί μειώσεως που αφορούν τους φακέλους 85/0186/Β6, 87/0295/Β2 και 87/0296/Β2 πρέπει να ακυρωθούν, χωρίς να συντρέχει λόγος να εξετασθούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως τους οποίους επικαλείται η Sart-Tilman κατ' αυτών.

Επί της ελλείψεως αιτιολογίας της σχετικής με τον φάκελο 85/0077/Β4 αποφάσεως

36 Η Sart-Tilman θεωρεί επίσης ότι η σχετική με τον φάκελο 85/0077/Β4 απόφαση είναι λακωνική και δεν επιτρέπει τον καθορισμό των κριτηρίων που έλαβε υπόψη του το Ταμείο για τη μείωση της συνδρομής.

37 Από την ίδια της τη διατύπωση προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δικαιολογεί σαφώς τη μείωση της συνδρομής ως πραγματοποιηθείσα αναλόγως προς τον αριθμό των εκπαιδευομένων που δεν ήταν άνεργοι επί μακρό χρονικό διάστημα.

38 Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως που επικαλείται η Sart-Tilman πρέπει να απορριφθεί.

Επί της παραβάσεως των προϋποθέσεων εγκρίσεως συνδρομής διαπραχθείσας από τη σχετική με τον φάκελο 85/0077/Β4 απόφαση

39 Η Sart-Tilman προβάλλει επίσης κατά της αποφάσεως μειώσεως που αφορά τον φάκελο 85/0077/Β4 τον ισχυρισμό ότι το Ταμείο ενέκρινε την επιμόρφωση των ανέργων επί μακρό χρονικό διάστημα χωρίς να λάβει υπόψη την ηλικία και μόνο μετά την έναρξη του εκπαιδευτικού προγράμματος κοινοποίησε την απόφασή του περί περιορισμού της συμμετοχής του στην επιμόρφωση ανέργων ηλικίας άνω των 25 ετών.

40 Αρκεί συναφώς η επισήμανση ότι τόσο η αίτηση συνδρομής όσο και η εγκριτική απόφαση προέβλεψαν ρητώς ότι το εν λόγω εκπαιδευτικό πρόγραμμα αφορούσε πρόσωπα από 25 ετών και άνω.

41 Συνεπώς, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

Επί του παρανόμου του συμψηφισμού στον οποίο προέβησαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις

42 Η Sart-Tilman προβάλλει τον ισχυρισμό ότι με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις η Επιτροπή προέβη παρανόμως σε συμψηφισμό μεταξύ των απαιτήσεων και των οφειλών της, σχετικών με διαφόρους επίδικους φακέλους, ενώ έπρεπε να καταβάλει στη Sart-Tilman τα ποσά που της όφειλε και να αναζητήσει όσα αχρεωστήτως κατέβαλε. Ο συμψηφισμός στον οποίο προέβη η Επιτροπή αντιβαίνει επιπλέον ευθέως προς τη γενική αρχή της συμμέτρου ικανοποιήσεως των πιστωτών, η οποία έχει εφαρμογή όταν ένα νομικό πρόσωπο τίθεται υπό εκκαθάριση.

43 Από τις προηγηθείσες διαπιστώσεις συνάγεται ότι από όλες τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, των οποίων τη νομιμότητα εξέτασε το Δικαστήριο στα πλαίσια της ένδικης προσφυγής, εξακολουθεί να υφίσταται μία απόφαση η οποία αποτελεί τίτλο απαιτήσεως της Επιτροπής κατά της Sart-Tilman.

44 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στον συμψηφισμό της Επιτροπής καθίσταται άνευ αντικειμένου στην παρούσα δίκη.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

45 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρξει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Βάσει της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων σε ένα ή περισσότερα σημεία.

46 Επειδή οι διάδικοι ηττήθηκαν σε περισσότερους από έναν λόγους, πρέπει να αποφασισθεί ότι καθένας από αυτούς θα φέρει τα δικά του έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη καθόσον αιτείται:

* να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει το ποσό των 21 707 839 BFR

* να ακυρωθεί η πράξη που αφορά τον φάκελο 84/3643/Β6, την οποία εξέδωσε η Επιτροπή στις 18 Οκτωβρίου 1990.

2) Ακυρώνει τις αποφάσεις της Επιτροπής της 18ης Οκτωβρίου 1990, οι οποίες μειώνουν τη συνδρομή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου όσον αφορά τις αιτήσεις συνδρομής 85/0186/Β6, 87/0295/Β2 και 87/0296/Β2.

3) Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

4) Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Επάνω