EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61985CJ0089(01)

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 31ης Μαρτίου 1993.
A. Ahlström Osakeyhtiö και λοιπών κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε τρίτες χώρες σχετικά με τις τιμές πωλήσεως σε αγοραστές εγκατεστημένους εντός της Κοινότητας.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-89/85, C-104/85, C-114/85, C-116/85, C-117/85 και C-125/85 έως C-129/85.

Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-01307

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1993:120

61985J0089(01)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 31ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1993. - A. AHLSTROEM OSAKEYHTIOE ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΩΝ ΣΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΤΙΜΕΣ ΠΩΛΗΣΕΩΣ ΣΕ ΑΓΟΡΑΣΤΕΣ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-89/85, C-104/85, C-114/85, C-116/85, C-117/85 ΚΑΙ C-125/85 ΕΩΣ C-129/85.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-01307
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00111
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00123


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Ανταγωνισμός * Διοικητική διαδικασία * Γνωστοποίηση αιτιάσεων * Αναγκαίο περιεχόμενο

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 19 PAR 1 κανονισμός 99/63 της Επιτροπής, άρθρο 4)

2. Ανταγωνισμός * Συμφωνίες * Εναρμονισμένη πρακτική * 'Εννοια * Συντονισμός και συνεργασία που είναι ασυμβίβαστες με την υποχρέωση κάθε επιχειρήσεως να καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της εντός της αγοράς

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 85 PAR 1)

3. Ανταγωνισμός * Συμφωνίες * Εναρμονισμένη πρακτική * Παράλληλη συμπεριφορά * Τεκμήριο περί υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής * 'Ορια

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 85 PAR 1)

4. Ανταγωνισμός * Διοικητική διαδικασία * Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας * Δικαίωμα των ενεχομένων προσώπων να γνωστοποιήσουν, πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως, την άποψή τους επί των αιτιάσεων που προβάλλονται κατ' αυτών και επί των εγγράφων στα οποία στηρίζονται οι αιτιάσεις αυτές

5. Ανταγωνισμός * Συμφωνίες * Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών * Συμφωνία για τον καθορισμό της τιμής ενός ημιτελικού προϊόντος

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 85 PAR 1)

6. Ανταγωνισμός * Συμφωνίες * Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών * Κριτήρια

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 85 PAR 1)

7. Ανταγωνισμός * Συμφωνίες * Προσβολή του ανταγωνισμού * Κριτήρια εκτιμήσεως * Σκοπός που αντιβαίνει προς τους κανόνες ανταγωνισμού * Αρκεί η διαπίστωση αυτή

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 85 PAR 1)

8. Ανταγωνισμός * Συμφωνίες * Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών * Απαγόρευση μεταπωλήσεων και εξαγωγών

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 173 κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 3)

9. Προσφυγή ακυρώσεως * Πράξεις υποκείμενες σε προσφυγή * Δέσμευση που ανέλαβαν ορισμένες επιχειρήσεις έναντι της Επιτροπής στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού * Πρέπει να εξομοιωθεί με σύσταση προς παύση της παραβάσεως * Παραδεκτό

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

10. Ανταγωνισμός * Πρόστιμα * Εκτίμηση βάσει της ατομικής συμπεριφοράς της επιχειρήσεως * Επιπτώσεις της μη επιβολής κυρώσεως σε άλλον επιχειρηματία * Δεν υπάρχουν

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

Περίληψη


1. Η γνωστοποίηση αιτιάσεων, σκοπός της οποίας είναι να παρέχονται στις επιχειρήσεις που κατηγορούνται για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού όλα τα αναγκαία στοιχεία, ώστε να μπορέσουν να αμυνθούν προσηκόντως πριν η Επιτροπή εκδώσει οριστική απόφαση, πρέπει να είναι διατυπωμένη με επαρκή σαφήνεια, ακόμη και όταν η διατύπωσή της είναι συνοπτική, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να αντιληφθούν για ποιες ενέργειες τους επικρίνει η Επιτροπή.

Η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται, όταν στη γνωστοποίηση αιτιάσεων δεν γίνεται διάκριση, αντίθετα απ' ό,τι στην τελική απόφαση της Επιτροπής, μεταξύ δύο παραβάσεων, καθεμία από τις οποίες έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία αφορούν ουσιώδη στοιχεία, όπως είναι οι μετέχοντες στην εναρμονισμένη πρακτική ή η περίοδος της παραβάσεως.

2. H εναρμονισμένη πρακτική αφορά μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων που, χωρίς να έχει φθάσει στη σύναψη κατά κυριολεξία συμβάσεως, αντικαθιστά ηθελημένα τους κινδύνους που ενέχει ο ανταγωνισμός από τη συνεργασία των επιχειρήσεων αυτών στην πράξη. Τα κριτήρια του συντονισμού και της συνεργασίας, βάσει των οποίων ορίζεται η έννοια αυτή, νοούνται υπό το φως της αντιλήψεως που εμπεριέχεται στις διατάξεις της Συνθήκης περί ανταγωνισμού, σύμφωνα με την οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει αυτοτελώς την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει εντός της κοινής αγοράς.

Δεν ανταποκρίνονται στα κριτήρια αυτά οι ανακοινώσεις τιμών που πραγματοποιούνται από τους παραγωγούς προς τους χρήστες και αποτελούν και οι ίδιες εκδήλωση συμπεριφοράς εντός της αγοράς που δεν μειώνει την αβεβαιότητα που έχει κάθε επιχείρηση σχετικά με τη μελλοντική συμπεριφορά των ανταγωνιστών της, αφού καμία επιχείρηση δεν έχει, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο προβαίνει στην ανακοίνωση, βεβαιότητα ως προς τη μελλοντική συμπεριφορά των άλλων επιχειρήσεων.

3. Η ύπαρξη παράλληλης συμπεριφοράς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόδειξη εναρμονισμένης πρακτικής, παρά μόνο όταν η ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής αποτελεί τη μόνη βάσιμη εξήγηση για τη συμπεριφορά αυτή. Πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το άρθρο 85 της Συνθήκης απαγορεύει μεν κάθε μορφή συμπαιγνίας που θα μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, αλλά δεν αφαιρεί από τους επιχειρηματίες το δικαίωμα να προσαρμόζονται ευφυώς στη διαπιστωθείσα ή αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους.

4. Για τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας κατά τη διαδικασία εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού απαιτείται, πριν εκδοθεί η απόφαση της Επιτροπής, να δίδεται στις επιχειρήσεις η δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους επί των αιτιάσεων που προβάλλει κατ' αυτών η Επιτροπή, καθώς και επί των εγγράφων στα οποία βασίζονται οι αιτιάσεις αυτές.

Δεν εξασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων αυτών, όταν η Επιτροπή, προκειμένου να αποδείξει την παράβαση που διαπίστωσε με την τελική της απόφαση, χρειάστηκε να βασιστεί σε έγγραφα τα οποία συνέλεξε μετά τη γνωστοποίηση αιτιάσεων και επί των οποίων δεν δόθηκε στις κατηγορούμενες επιχειρήσεις η δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους.

5. 'Ολες οι συμφωνίες που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού με τον καθορισμό των τιμών ενός ημιτελικού προϊόντος είναι ικανές να επηρεάσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο, έστω και αν το ίδιο το ημιτελικό αυτό προϊόν δεν αποτελεί αντικείμενο εμπορίας μεταξύ των κρατών μελών, όταν το προϊόν αυτό αποτελεί την πρώτη ύλη άλλου προϊόντος που διατίθεται στο εμπόριο αλλαχού εντός της Κοινότητας.

6. Για να μπορεί μια συμφωνία να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, πρέπει να καθίσταται δυνατόν, βάσει ενός συνόλου αντικειμενικών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, να πιθανολογηθεί σε μεγάλο βαθμό ότι η συμφωνία αυτή μπορεί να επηρεάσει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, τον ρου του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών κατά τρόπο που θα μπορούσε να βλάψει την πραγμάτωση των στόχων μιας ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών.

7. Το γεγονός ότι μια ρήτρα συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων με την οποία επιδιώκεται ο περιορισμός του ανταγωνισμού δεν εφαρμόσθηκε από τους συμβαλλομένους δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι η ρήτρα αυτή δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

8. Η ρήτρα με την οποία επιβάλλεται στον αγοραστή η απαγόρευση μεταπωλήσως ή εξαγωγής του αγορασθέντος εμπορεύματος μπορεί εξ ορισμού να στεγανοποιήσει τις αγορές και να επηρεάσει συνεπώς το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

9. Η δέσμευση που ανέλαβαν ορισμένες επιχειρήσεις έναντι της Επιτροπής στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού αποτελεί πράξη κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης. Οι υποχρεώσεις δηλαδή που δημιουργεί η ανάληψη της δεσμεύσεως αυτής πρέπει να εξομοιωθούν με συστάσεις προς παύση παραβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 17, το οποίο επιτρέπει στην Επιτροπή να λαμβάνει όλα τα θετικά ή αρνητικά μέτρα που είναι αναγκαία για την παύση της παραβάσεως που έχει διαπιστωθεί. Αναλαμβάνοντας συνεπώς τη δέσμευση αυτή, οι επιχειρήσεις απλώς έδωσαν τη συγκατάθεσή τους, για δικούς της λόγους η καθεμία, για μια απόφαση που η Επιτροπή είχε την εξουσία να εκδώσει μονομερώς.

10. 'Οταν μια επιχείρηση έχει παραβεί, με τη συμπεριφορά της, το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, δεν μπορεί να αποφύγει την επιβολή κυρώσεως για τον λόγο ότι σε έναν άλλο επιχειρηματία δεν έχει επιβληθεί κανένα πρόστιμο, εφόσον μάλιστα η περίπτωση του επιχειρηματία αυτού δεν έχει καν υποβληθεί στην κρίση του Δικαστηρίου.

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις "χαρτοπολτού",

C-89/85,

1) Α. Ahlstroem Osakeyhtioe, με έδρα το Ελσίνκι,

2) United Paper Mills Ltd, με έδρα το Valkeakoski, η οποία έχει υπεισέλθει στα δικαιώματα της Joutseno-Pulp Osakeyhtioe, με έδρα το Joutseno,

3) Kaukas Oy, με έδρα το Lappeenranta, η οποία έχει υπεισέλθει στα δικαίωματα της Oy Kaukas AB, με έδρα το Lappeenranta,

4) Oy Metsae-Botnia AB, με έδρα το Espoo, η οποία έχει υπεισέλθει στα δικαιώματα της Kemi Oy, με έδρα το Kemi,

5) Oy Metsae-Botnia AB, με έδρα το Espoo,

6) Metsae-Serla Oy, με έδρα το Ελσίνκι, η οποία έχει υπεισέλθει στα δικαιώματα της Metsaeliiton Teollisuus Oy, με έδρα το Espoo,

7) Veitsiluoto Oy, με έδρα το Kemi, η οποία έχει υπεισέλθει στα δικαιώματα της Oulu Oy, με έδρα το Oulu,

8) Wisaforest Oy AB, με έδρα το Peitarsaari, η οποία έχει υπεισέλθει στα δικαιώματα της Oy Wilh. Schauman, AB, με έδρα το Ελσίνκι,

9) Sunila Osakeyhtioe, με έδρα τη Sunila,

10) Veitsiluoto Oy, με έδρα το Kemi,

11) Finncell, με έδρα το Ελσίνκι,

12) Enso-Gutzeit Oy, με έδρα το Ελσίνκι,

οι οποίες είναι όλες επιχειρήσεις φιλανδικού δικαίου και εκπροσωπούνται από τον A. von Winterfeld, δικηγόρο Κολωνίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο E. Arendt, 8-10, rue Mathias Hardt,

προσφεύγουσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους νομικούς της συμβούλους A. McClellan και G. zur Hausen και τον P. J. Κuyper, μέλος της Νομικής της Υπηρεσίας, επικουρούμενους από τον δικηγόρο S. Boese του γραφείου Belmont European Community Law Office των Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής της Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg

καθής,

C-104/85,

Bowater Incorporated, με έδρα το Darien (Connecticut, ΗΠΑ), εκπροσωπούμενη από τους D. Vaughan, QC, και D. F. Hall, solicitor, του γραφείου Linklaters & Paines του Λονδίνου, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο Elvinger & Hoss, 15, Cote d' Eich,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον νομικό της σύμβουλο A. McClellan, τους B. Clarke-Smith και P. J. Kuyper, μέλη της Νομικής της Υπηρεσίας, επικουρούμενους από τον N. Forwood, QC, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής της Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg

καθής,

C-114/85,

The Pulp, Paper and Paperboard Export Association, με έδρα την Bethlehem (Πενσυλβανία, ΗΠΑ), ένωση των αμερικανικών επιχειρήσεων:

1) The Chesapeake Corporation, με έδρα το West Point (Βιργινία),

2) Crown Zellerbach Corporation, με έδρα τον 'Αγιο Φραγκίσκο (Καλιφόρνια),

3) Federal Paperboard Company Inc., με έδρα το Montvale (Νέα Υερσέη),

4) Georgia-Pacific Corporation, με έδρα την Atlanta (Γεωργία),

5) Scott Paper Company, με έδρα την Delaware County (Πενσυλβανία),

6) Weyerhaeuser Company, με έδρα την Tacoma (Ουάσιγκτον),

εκπροσωπούμενη από τους M. Waelbroeck και A. Vandencasteele, δικηγόρους Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο E. Arendt, 8-10, rue Mathias Hardt,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον νομικό της σύμβουλο A. McClellan και τους B. Clarke-Smith και P. J. Κuyper, μέλη της Νομικής της Υπηρεσίας, επικουρούμενους από τον N. Forwood, QC, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής της Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον Timothy Pratt, Principal Assistant Treasury Solicitor, και την Lucinda Hudson, του Treasury Solicitor' s Department, επικουρούμενους από την καθηγήτρια Rosalyn Higgins, QC, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου, 14, Boulevard Roosevelt,

παρεμβαίνον,

C-116/85,

St Anne-Νackawic Pulp and Paper Company Ltd, με έδρα το Nackawic (Καναδάς), εκπροσωπούμενη από τον D. Voillemot, δικηγόρο Παρισιού, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο J. Loesch, 8, rue Zithe,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον νομικό της σύμβουλο A. McClellan και τους B. Clarke-Smith και P. J. Κuyper, μέλη της Νομικής της Υπηρεσίας, επικουρούμενους από τον N. Forwood, QC, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής της Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

C-117/89,

International Pulp Sales Company, με έδρα τη Νέα Υόρκη, εκπροσωπούμενη από τους I. Van Bael και J. F. Bellis, δικηγόρους Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο Elvinger & Hoss, 15, Cote d' Eich

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον νομικό της σύμβουλο A. McClellan και τους B. Clarke-Smith και P. J. Κuyper, μέλη της Νομικής της Υπηρεσίας, επικουρούμενους από τον N. Forwood, QC, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής της Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

C-125/85,

Westar Timber Ltd, με έδρα τον Καναδά, εκπροσωπούμενη από τον C. Stanbrook, QC, και τον M. Siragusa, δικηγόρο Ρώμης, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο Elvinger & Hoss, 15, Cote d' Eich,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον νομικό της σύμβουλο A. McClellan και την K. Banks και τον P. J. Κuyper, μέλη της Νομικής της Υπηρεσίας, επικουρούμενους από τον N. Forwood, QC, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής της Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον Timothy Pratt, Principal Assistant Treasury Solicitor, και τη Lucinda Hudson, του Treasury Solicitor' s Department, επικουρούμενους από την καθηγήτρια Rosalyn Higgins, QC, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου, 14, Boulevard Roosevelt,

παρεμβαίνον,

C-126/85,

Weldwood of Canada Ltd, με έδρα τον Καναδά, εκπροσωπούμενη από τον Christopher Prout, την Alice Robinson, barristers, και τον J. M. Cochran του δικηγορικού γραφείου Wilkie Farr & Gallagher του Παρισιού, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο Elvinger & Hoss, 15, Cote d' Eich,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον νομικό της σύμβουλο A. McClellan και την K. Banks και τον P. J. Κuyper, μέλη της Νομικής της Υπηρεσίας, επικουρούμενους από τον N. Forwood, QC, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής της Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον Timothy Pratt, Principal Assistant Treasury Solicitor, και την Lucinda Hudson, του Treasury Solicitor' s Department, επικουρούμενους από την καθηγήτρια Rosalyn Higgins, QC, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου, 14, Boulevard Roosevelt,

παρεμβαίνον,

C-127/85,

MacMillan Bloedel Ltd, με έδρα τον Καναδά, εκπροσωπούμενη από τον C. Stanbrook, QC, και τους P. Sambuc και D. Schroeder, δικηγόρους Κολωνίας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο Elvinger & Hoss, 15, Cote d' Eich,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον νομικό της σύμβουλο A. McClellan και την K. Banks και τον P. J. Κuyper, μέλη της Νομικής της Υπηρεσίας, επικουρούμενους από τον N. Forwood, QC, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής της Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον Timothy Pratt, Principal Assistant Treasury Solicitor, και τη Lucinda Hudson, του Treasury Solicitor' s Department, επικουρούμενους από την καθηγήτρια Rosalyn Higgins, QC, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου, 14, Boulevard Roosevelt,

παρεμβαίνον,

C-128/85,

Canadian Forest Products Ldt, με έδρα τον Καναδά, εκπροσωπούμενη από τον C. Stanbrook, QC, και από τον M. Siragusa, δικηγόρο Ρώμης, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο Elvinger & Hoss, 15, Cote d' Eich,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον νομικό της σύμβουλο A. McClellan και την K. Banks και τον P. J. Κuyper, μέλη της Νομικής της Υπηρεσίας, επικουρούμενους από τον N. Forwood, QC, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής της Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον Timothy Pratt, Principal Assistant Treasury Solicitor, και τη Lucinda Hudson, του Treasury Solicitor' s Department, επικουρούμενους από την καθηγήτρια Rosalyn Higgins, QC, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου, 14, Boulevard Roosevelt,

παρεμβαίνον,

C-129/85,

Fletcher Challenge Canada Ltd, με έδρα τον Καναδά, εκπροσωπούμενη από τον C. Stanbrook, QC, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο Elvinger & Hoss, 15, Cote d' Eich,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον νομικό της σύμβουλο A. McClellan και την K. Banks και τον P. J. Κuyper, μέλη της Νομικής της Υπηρεσίας, επικουρούμενους από τον N. Forwood, QC, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής της Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον Timothy Pratt, Principal Assistant Treasury Solicitor, και τη Lucinda Hudson, του Treasury Solicitor' s Department, επικουρούμενους από την καθηγήτρια Rosalyn Higgins, QC, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου, 14, Boulevard Roosevelt,

παρεμβαίνον,

που έχουν ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 1984, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (ΙV/29.725 * Χαρτοπολτός) (ΕΕ 1985, L 85, σ. 1),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. C. Rodriguez Iglesias, πρόεδρο τμήματος, M. Zuleeg, R. Joliet, J. C. Moitinho de Almeida και F. Grevisse, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 12ης και της 13ης Νοεμβρίου 1991,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Ιουλίου 1992,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


Ι * Εισαγωγή

1 Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστήριου μεταξύ της 4ης και της 30ής Απριλίου 1985 οι φινλανδικές επιχειρήσεις A. Ahlstroem Osakeyhtioe, United Paper Mills Ltd, δικαιοδόχος της Joutseno-Pulp Osakeyhtioe, Kaukas Oy, δικαιοδόχος της Oy Kaukas AB, Oy Metsae-Botnia AB, δικαιοδόχος της Kemi Oy, Oy Metsae-Botnia AB, Metsae-Serla Oy, δικαιοδόχος της Metsaeliiton Teollisuus Oy, Veitsiluoto Oy, δικαιοδόχος της Oulo Oy, Wisaforest Oy ΑB, δικαιοδόχος της Oy Wilh. Schauman AB, Sunila Osakeyhtioe, Veitsiluoto Oy, Finncell και Enso-Gutzeit Oy (στο εξής: προσφεύγουσες φινλανδικές επιχειρήσεις), η αμερικανική επιχείρηση Bowater Incorporated (στο εξής: Bowater), οι αμερικανικές επιχειρήσεις The Chesapeake Corporation, Crown Zellerbach Corporation, Federal Paperboard Company Inc., Georgia-Pacific Corporation, Scott Paper Company και Weyerhaeuser Company (στο εξής: μέλη της KEA), η καναδική επιχείρηση St Anne-Nackawic Pulp and Paper Company Ltd (στο εξής: St Anne), η αμερικανική επιχείρηση International Pulp Sales Company (στο εξής: IPS), η καναδική επιχείρηση Westar Timber Ltd (στο εξής: Westar), η καναδική επιχείρηση Welwood of Canada Ltd (στο εξής: Welwood), η καναδική επιχείρηση MacMillan Bloedel Ltd (στο εξής: MacMillan), η καναδική επιχείρηση Canadian Forest Products Ltd (στο εξής: Canfor) και η επιχείρηση British Columbia Forest Product Ltd, η οποία φέρει πλέον την επωνυμία Fletcher Challenge Canada Limited (στο εξής: British Columbia) ζήτησαν, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση της αποφάσεως 85/202/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 1984, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (ΕΕ 1985, L 85, σ. 1).

2 Με διάταξη της 16ης Δεκεμβρίου 1987 το Δικαστήριο αποφάσισε τη συνεκδίκαση των δέκα αυτών υποθέσεων προς διευκόλυνση της διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως.

3 Με την προσβαλλόμενη απόφαση (στο εξής: απόφαση) η Επιτροπή διαπίστωσε ότι σαράντα παραγωγοί χαρτοπολτού και τρεις επαγγελματικές ενώσεις τους είχαν παραβεί το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, επειδή είχαν εναρμονίσει την πρακτική τους ως προς τις τιμές. Σε 36 από τους 43 αυτούς αποδέκτες της αποφάσεως επιβλήθηκαν πρόστιμα ύψους μεταξύ 50 000 και 500 000 ΕCU.

Α * Το προϊόν

4 Το προϊόν που αφορά η εναρμονισμένη πρακτική είναι ο λευκασμένος θειικός χαρτοπολτός, ο οποίος λαμβάνεται κατόπιν χημικής επεξεργασίας της κυτταρίνης και χρησιμοποιείται για την παραγωγή προϊόντων χαρτιού υψηλής ποιότητας.

5 Οι λευκασμένοι θειικοί πολτοί παράγονται από δύο τύπους ξυλείας: αφενός από μαλακή και αφετέρου από σκληρή ξυλεία. Επειδή οι ίνες της μαλακής ξυλείας είναι μακρύτερες και περισσότερο ανθεκτικές, ο παραγόμενος από μαλακή ξυλεία πολτός είναι καλύτερης ποιότητας. Καθεμία από τις κατηγορίες αυτές υποδιαιρείται σε δύο υποκατηγορίες: στους πολτούς που παράγονται με ξυλεία των βόρειων χωρών, όπου τα δένδρα αναπτύσσονται σχετικά βραδέως, και στους πολτούς που παράγονται με ξυλεία των νότιων χωρών. Η ταξινόμηση αυτή έχει οδηγήσει στη διαμόρφωση τεσσάρων διαφορετικών επιπέδων τιμών, τα οποία αντιστοιχούν, κατά φθίνουσα κλίμακα, στη βόρεια μαλακή ξυλεία, στη νότια μαλακή ξυλεία, στη βόρεια σκληρή ξυλεία και στη νότια σκληρή ξυλεία.

6 Το χαρτί παράγεται από μίγμα πολτών, η σύνθεση του οποίου εξαρτάται από τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά που θέλει να προσδώσει στο χαρτί ο χαρτοβιομήχανος, καθώς και από τις δυνατότητες των εγκαταστάσεών του. Εντός μιας συγκεκριμένης κατηγορίας προϊόντων οι πολτοί συνήθως είναι αμοιβαίως υποκαταστατοί, αλλά, εφόσον προσδιοριστεί η σύνθεση του μίγματος, ο χαρτοβιομήχανος είναι απρόθυμος να τη μεταβάλει, επειδή η μεταβολή αυτή ενδέχεται να καταστήσει αναγκαία την προσαρμογή των εγκαταστάσεών του και την πραγματοποίηση μακροχρόνιων και δαπανηρών πειραμάτων.

7 Για τον χαρτοβιομήχανο η τιμή του πολτού αντιπροσωπεύει το 50 έως 75 % του κόστους του χαρτιού.

Β * Οι παραγωγοί

8 Κατά τον κρίσιμο χρόνο, πολτό εντός της Κοινότητας πωλούσαν περισσότερες από 50 επιχειρήσεις. Οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις αυτές ήσαν εγκατεστημένες στον Καναδά, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Σουηδία και στη Φινλανδία. Οι επιχειρήσεις αυτές πραγματοποιούσαν τις πωλήσεις τους μέσω θυγατρικών εταιριών, υποκαταστημάτων και πρακτόρων εγκατεστημένων εντός της Κοινότητας. Συχνά ο ίδιος πράκτορας εκπροσωπεί περισσότερους από έναν παραγωγούς.

9 'Ολες οι προσφεύγουσες φινλανδικές επιχειρήσεις ήσαν μέλη της Finncell, εκτός από την Enso-Gutzeit, η οποία αποχώρησε στις 31 Δεκεμβρίου 1979. Η ένωση αυτή ιδρύθηκε το 1918 και έχει ως σκοπό την επ' ονόματί της και για ίδιο λογαριασμό πώληση των πολτών που παράγουν τα μέλη της, τόσο εντός της εσωτερικής αγοράς όσο και στις αλλοδαπές αγορές. Προς τούτο καθορίζει τις τιμές και κατανέμει μεταξύ των μελών της τις παραγγελίες που παραλαμβάνει.

10 Οι προσφεύγουσες αμερικανικές επιχειρήσεις, πλην της Βowater, ήσαν μέλη της Pulp, Paper and Paperboard Export Association of the United States, ενώσεως που έφερε παλαιότερα την επωνυμία Kraft Export Association (στο εξής: KEA). Η ένωση αυτή ιδρύθηκε στο πλαίσιο του νόμου Webb Pomerene, της 10ης Απριλίου 1918, ο οποίος επιτρέπει στις αμερικανικές επιχειρήσεις να ιδρύουν, χωρίς να παραβαίνουν τη νομοθεσία των Ηνωμένων Πολιτειών περί απαγορεύσεως των μονοπωλίων, ενώσεις για την από κοινού προώθηση των εξαγωγών τους. Ο νόμος αυτός επιτρέπει στους παραγωγούς, μεταξύ άλλων, να ανταλλάσσουν στοιχεία σχετικά με την εμπορία των προϊόντων τους στην αλλοδαπή και να συνεννοούνται ως προς τις τιμές που θα τηρήσουν στις εξαγωγικές αγορές. Η επιχείρηση ΙΡS αποχώρησε από την KEA στις 13 Μαρτίου 1979.

11 Οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις παραγωγής χαρτοπολτού παράγουν οι ίδιες ή ανήκουν σε όμιλο επιχειρήσεων που παράγουν χαρτί και συνεπώς μεταποιούν άμεσα ένα σημαντικό μέρος του χαρτοπολτού που παράγουν. Η επίμαχη απόφαση πάντως αφορά μόνο τον "πολτό αγοράς", δηλαδή τον πολτό που εμπορεύονται οι ανωτέρω παραγωγοί εντός της ευρωπαϊκής αγοράς.

Γ * Οι πελάτες και οι εμπορικές πρακτικές

12 Κατά τον κρίσιμο χρόνο κάθε παραγωγός είχε γενικά πενήντα περίπου πελάτες στην Κοινότητα, πλην της Finncell, της οποίας οι πελάτες ανέρχονταν σε 290.

13 Οι παραγωγοί πολτού είχαν τη συνήθεια να συνάπτουν με τους πελάτες τους μακροπρόθεσμες συμβάσεις προμήθειας, η διάρκεια της ισχύος των οποίων έφθανε σε ορισμένες περιπτώσεις τα πέντε έτη. Οι συμβάσεις αυτές εξασφάλιζαν στους πελάτες τη δυνατότητα να αγοράζουν από τον παραγωγό κάθε τρίμηνο ορισμένη ελάχιστη ποσότητα πολτού σε τιμή μη υπερβαίνουσα την τιμή που είχε ανακοινώσει ο παραγωγός στην αρχή του τριμήνου. Ο πελάτης ήταν ελεύθερος να αγοράσει μεγαλύτερη ή μικρότερη από την ανωτέρω ελάχιστη ποσότητα και μπορούσε να διαπραγματευθεί την πραγματοποίηση εκπτώσεως σε σχέση με την ανακοινωθείσα τιμή.

14 Οι "τριμηνιαίες ανακοινώσεις" αποτελούσαν πάγια εμπορική πρακτική εντός της ευρωπαϊκής αγοράς πολτού. Βάσει του συστήματος αυτού, λίγες εβδομάδες ή ενίοτε λίγες ημέρες πριν από την έναρξη κάθε τριμήνου οι παραγωγοί ανακοίνωναν στους πελάτες τους και στους πράκτορές τους, συνήθως σε δολάρια, τις τιμές στις οποίες επιθυμούσαν να πωλήσουν κάθε είδος χαρτοπολτού κατά τη διάρκεια του τριμήνου. Οι τιμές αυτές διέφεραν ανάλογα με το αν ο πολτός προοριζόταν για τους λιμένες της βορειοδυτικής Ευρώπης (για τη ζώνη 1) ή για τους λιμένες της Μεσογείου (για τη ζώνη 2). Οι τιμές δημοσιεύονταν εν γένει στον ειδικευμένο Τύπο.

15 Οι οριστικές τιμές που τιμολογούνταν στους πελάτες (στο εξής: τιμές συναλλαγών) είτε συνέπιπταν με τις ανακοινωθείσες τιμές είτε υπολείπονταν των τιμών αυτών, όταν παραχωρούνταν στους αγοραστές εκπτώσεις ή ευκολίες πληρωμής υπό διάφορες μορφές.

Δ * Η διοικητική διαδικασία

16 Το 1977, κατόπιν ελέγχων που διεξήχθησαν βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, του πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), η Επιτροπή δήλωσε ότι είχε διαπιστώσει ότι οι βιομηχανίες πολτού εφάρμοζαν ορισμένες περιοριστικές πρακτικές και συμφωνίες που δεν της είχαν κοινοποιηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 του ανωτέρω κανονισμού.

17 'Οταν ολοκλήρωσε τους ελέγχους αυτούς, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 κατά 57 παραγωγών πολτού ή ενώσεων εγκατεστημένων στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Φινλανδία, τη Νορβηγία, τη Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή απέστειλε στις 4 Σεπτεμβρίου 1981 στους παραγωγούς αυτούς γνωστοποίηση αιτιάσεων. 'Οπως προκύπτει από το συνοδευτικό τής γνωστοποιήσεως αυτής έγγραφο, η Επιτροπή ισχυριζόταν ότι οι επιχειρήσεις αυτές είχαν μετάσχει σε εναρμονισμένες πρακτικές ως προς τον καθορισμό των τιμών, σε αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων, σε κοινές οργανώσεις, σε συμφωνίες ως προς τους όρους πωλήσεως και σε ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων.

18 Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο 1982 οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις διατύπωσαν την άποψή τους ενώπιον της Επιτροπής.

19 Επειδή οι επιχειρήσεις αυτές υποστήριζαν, με τις απαντήσεις τους στη γνωστοποίηση αιτιάσεων, ότι οι τιμές συναλλαγών διέφεραν από τις ανακοινωθείσες τιμές, τον Σεπτέμβριο 1982 η Επιτροπή τους ζήτησε, βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17, να το αποδείξουν. Κατόπιν αυτού διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή περισσότερα από 100 000 τιμολόγια και πιστωτικά σημειώματα.

Ε * Η απόφαση της Επιτροπής

20 Στις 19 Δεκεμβρίου 1984 η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση. 'Οπως εκτέθηκε ήδη, η απόφαση αυτή απευθύνεται σε 43 από τους αποδέκτες της γνωστοποιήσεως αιτιάσεων. 'Εξι από αυτούς είναι εγκατεστημένοι στον Καναδά, ένδεκα στις Ηνωμένες Πολιτείες, δώδεκα στη Φινλανδία, ένδεκα στη Σουηδία, ένας στη Νορβηγία, ένας στην Πορτογαλία και ένας στην Ισπανία. Σε 36 μόνο από τους αποδέκτες αυτούς επιβλήθηκαν πρόστιμα ύψους από 50 000 έως 500 000 ECU. Στον Νορβηγό, τον Πορτογάλο, τον Ισπανό αποδέκτη και σε μια σουηδική, δύο φινλανδικές και μια αμερικανική επιχείρηση δεν επιβλήθηκε καμία κύρωση.

21 Το άρθρο 1 της αποφάσεως, στο οποίο απαριθμούνται οι διάφορες παραβάσεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, περιλαμβάνει πέντε παραγράφους.

22 Κατά την παράγραφο 1 της διατάξεως αυτής, όλες οι προσφεύγουσες φινλανδικές επιχειρήσεις, πλην της Finncell, οι προσφεύγουσες αμερικανικές επιχειρήσεις, πλην των Chesapeake και Scott Paper, και οι προσφεύγουσες καναδικές επιχειρήσεις, καθώς και ένας από τους Αμερικανούς ανταγωνιστές τους και ορισμένοι από τους Σουηδούς και Νορβηγούς ανταγωνιστές τους, εναρμόνισαν την πρακτική τους "επί των τιμών για τον λευκασμένο θειικό χαρτοπολτό που ανακοινώθηκαν για τις παραδόσεις του προϊόντος αυτού στην Κοινότητα" καθ' όλη την περίοδο 1975-1981 ή κατά ένα τμήμα της περιόδου αυτής.

23 Κατά την παράγραφο 2, όλες οι προσφεύγουσες φινλανδικές επιχειρήσεις, πλην της Finncell, και όλες οι προσφεύγουσες αμερικανικές και καναδικές, πλην της St Anne, επιχειρήσεις μετέσχον, με ορισμένους από τους Αμερικανούς και Σουηδούς ανταγωνιστές τους, σε εναρμόνιση των τιμών συναλλαγών που εφάρμοζαν πράγματι εντός της Κοινότητας, τουλάχιστον για τους πελάτες τους που ήταν εγκατεστημένοι στο Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, τις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο, κατά τη διάρκεια των ετών 1975, 1976 και 1979-1981 ή κατά τη διάρκεια ορισμένων μόνο διαστημάτων κατά τα έτη αυτά.

24 Κατά την παράγραφο 3, όλες οι προσφεύγουσες αμερικανικές επιχειρήσεις που είναι μέλη της ΚΕΑ εναρμόνισαν την πρακτική τους επί των ανακοινωθεισών τιμών και των τιμών συναλλαγών που ίσχυσαν πράγματι για τις πωλήσεις χαρτοπολτού και αντήλλαξαν εξατομικευμένα στοιχεία σχετικά με αυτές τις τιμές πωλήσεως. Η ίδια η ΚΕΑ κατηγορείται συγκεκριμένα ότι υπέδειξε τις τιμές που ίσχυσαν για τις πωλήσεις αυτές. Κανένα πρόστιμο δεν επιβλήθηκε πάντως για τις παραβάσεις αυτές.

25 Κατά την παράγραφο 4, η Finncell και η καναδική επιχείρηση St Anne αντήλλαξαν, στο πλαίσιο της Fides, με ορισμένες άλλες σουηδικές επιχειρήσεις, με μια νορβηγική, μια ισπανική και μια πορτογαλική επιχείρηση εξατομικευμένα στοιχεία σχετικά με τις τιμές που ίσχυσαν για τις πωλήσεις χαρτοπολτού από σκληρή ξυλεία εντός της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας κατά τα έτη 1973-1977. Από το αιτιολογικό μέρος της αποφάσεως προκύπτει ότι η Fides είναι ελβετική εταιρία χαρτοφυλακίου, η οποία διαχειρίζεται το Κέντρο 'Ερευνας και Ενημέρωσης για την Ευρωπαϊκή Βιομηχανία Χαρτοπολτού και Χαρτιού. Στο πλαίσιο της Fides υπάρχει μια μικρότερη ομάδα, η οποία αρχικά ονομαζόταν "Mini-Fides Club" και τώρα "Bristol Club". Οι επίμαχες ανταλλαγές πραγματοποιήθηκαν είτε στο πλαίσιο της ίδιας της Fides είτε στο πλαίσιο του "Bristol Club".

26 Με την παράγραφο 5 η Επιτροπή αιτιάται τις προσφεύγουσες καναδικές επιχειρήσεις Canfor, MacMillan, St Anne και Westar, καθώς και μια αμερικανική επιχείρηση, μια νορβηγική επιχείρηση και διάφορες σουηδικές επιχειρήσεις, ότι περιέλαβαν στις συμβάσεις πωλήσεως χαρτοπολτού προς πελάτες εγκατεστημένους εντός της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ρήτρες περί απαγορεύσεως εξαγωγής ή μεταπωλήσεως του χαρτοπολτού που αγόραζαν οι πελάτες αυτοί.

27 Στην απόφαση αυτή έχει επισυναφθεί ως παράρτημα το κείμενο της δεσμεύσεως που ανέλαβαν έναντι της Επιτροπής όλες οι προσφεύγουσες, πλην της St Anne, της Bowater και της IPS. Οι επιχειρήσεις ανέλαβαν τη δέσμευση να ανακοινώνουν τις τιμές τους και να τιμολογούν το 50 % τουλάχιστον των πωλήσεών τους προς εγκατεστημένους εντός της Κοινότητας πελάτες στο νόμισμα του αγοραστή, να μην ανακοινώνουν πλέον τις τιμές τους ανά τρίμηνο, αλλά να τις διατηρούν σε ισχύ "μέχρι νεοτέρας ανακοινώσεως", να ανακοινώνουν τις τιμές τους μόνο στους αποδέκτες που καθορίζονται στο κείμενο της δεσμεύσεως, να θέσουν τέρμα στις εναρμονίσεις που πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο της KEA και της Fides και να μην επιβάλλουν πλέον στους αγοραστές απαγορεύσεις εξαγωγής ή μεταπωλήσεως.

28 Με την προσφυγή τους οι προσφεύγουσες ζήτησαν από το Δικαστήριο να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση της Επιτροπής ή, επικουρικά, να μειώσει το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε. Επιπλέον, ορισμένες από τις προσφεύγουσες ζήτησαν την ολική ή μερική ακύρωση της ανωτέρω αναλήψεως δεσμεύσεως ή την απαλλαγή τους από τη δέσμευση αυτή.

29 Τέλος, ταυτόχρονα με την άσκηση της προσφυγής, οι προσφεύγουσες καναδικές επιχειρήσεις British Columbia, Canfor, MacMillan, Weldwood και Westar και οι προσφεύγουσες αμερικανικές επιχειρήσεις που είναι μέλη της KEA υπέβαλαν, κατ' εφαρμογή του άρθρου 91 του Κανονισμού Διαδικασίας, αίτηση επί παρεμπίπτοντος ζητήματος, με την οποία ζήτησαν από το Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να μη χρησιμοποιήσει κατά την παρούσα διαδικασία ούτε τα έγγραφα που της απέστειλαν οι επιχειρήσεις μετά από την ακρόασή τους ούτε τα συμπεράσματα που συνήγαγε η Επιτροπή ως προς τις τιμές συναλλαγών από την εξέταση των προαναφερθέντων εγγράφων. Με Διάταξη της 10ης Ιουλίου 1985 το Δικαστήριο αποφάσισε να συνεξετάσει την αίτηση αυτή με την ουσία της υποθέσεως και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

ΣΤ * Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

30 Με μια πρώτη απόφαση που εξέδωσε στις 27 Σεπτεμβρίου 1988 (89/85, 104/85, 114/85, 116/85, 117/85 και 125/85 έως 129/85, Συλλογή 1988, σ. 5193), το Δικαστήριο απέρριψε καταρχάς τον λόγο ακυρώσεως που συνίστατο στην εσφαλμένη εκτίμηση του κατά τόπον πεδίου εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης και στο ασυμβίβαστο της αποφάσεως της Επιτροπής με το δημόσιο διεθνές δίκαιο, καθώς και τον λόγο ακυρώσεως που συνίστατο στην αποκλειστική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που περιέχονται στη Συμφωνία Ελεύθερων Συναλλαγών μεταξύ Κοινότητας και Φινλανδίας. Το Δικαστήριο ακύρωσε επίσης την απόφαση της Επιτροπής, κατά το μέρος που αφορούσε την Pulp Paper and Paperboard Export Association of the United States.

31 Με διάταξη της 25ης Νοεμβρίου 1988 το Δικαστήριο διέταξε τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης ως προς την παράλληλη εξέλιξη των τιμών. Οι πραγματογνώμονες διορίστηκαν με διάταξη της 16ης Μαρτίου 1989. Στους πραγματογνώμονες υποβλήθηκε το ερώτημα αν από τα έγγραφα που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να καταρτίσει τους συνημμένους στην απόφαση πίνακες 6 και 7 μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι ανακοινωθείσες τιμές και οι τιμές συναλλαγών είχαν εξελιχθεί παράλληλα. 'Οσον αφορά τις τιμές συναλλαγών, το Δικαστήριο ζήτησε από τους πραγματογνώμονες να κάνουν διάκριση μεταξύ των εγγράφων που είχαν συλλεγεί κατά τους ελέγχους της Επιτροπής και των εγγράφων που είχαν συλλεγεί μετά τη γνωστοποίηση των αιτιάσεων. Η έκθεση πραγματογνωμοσύνης με τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Απριλίου 1990.

32 Με διάταξη της 25ης Οκτωβρίου 1990 το Δικαστήριο διέταξε τη διεξαγωγή δεύτερης πραγματογνωμοσύνης. Από τους πραγματογνώμονες, οι οποίοι διορίστηκαν με την ίδια αυτή διάταξη, την οποία επιβεβαίωσε επ' αυτού η διάταξη της 14ης Μαρτίου 1991, ζητήθηκε να περιγράψουν και να αναλύσουν τα χαρακτηριστικά της αγοράς κατά την περίοδο που καλύπτει η απόφαση και να αποφανθούν κατά πόσον, ενόψει των χαρακτηριστικών αυτών, η φυσιολογική λειτουργία των μηχανισμών της αγοράς θα οδηγούσε στη διαμόρφωση διαφοροποιημένων ή ενιαίων τιμών. Τέλος, από τους πραγματογνώμονες ζητήθηκε να αποφανθούν αν τα χαρακτηριστικά της αγοράς και η λειτουργία των μηχανισμών της αγοράς κατά την περίοδο που καλύπτει η απόφαση διέφεραν από τα χαρακτηριστικά και τη λειτουργία της αγοράς πριν και μετά την έκδοση της αποφάσεως και κατά πόσον έπρεπε να γίνει διάκριση μεταξύ των ετών 1977 και 1978 αφενός και των υπολοίπων ετών της περιόδου 1975-1981 αφετέρου. Οι πραγματογνώμονες κατέθεσαν την έκθεσή τους στις 11 Απριλίου 1991.

33 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς το ιστορικό της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

34 Δεδομένου ότι για διαδικαστικούς λόγους τίθεται ζήτημα κύρους του τμήματος της αποφάσεως που αφορά τη γενική εναρμονισμένη πρακτική ως προς τις τιμές συναλλαγών, για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του διατακτικού, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει καταρχάς την παράβαση αυτή. Στη συνέχεια το Δικαστήριο θα εξετάσει διαδοχικά την παράβαση που συνίσταται στην εναρμονισμένη πρακτική ως προς τις ανακοινωθείσες τιμές, την παράβαση που συνίσταται στην ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής στο πλαίσιο της ΚΕΑ, την παράβαση σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων στο πλαίσιο της Fides και, τέλος, την παράβαση που συνίσταται στην προσθήκη στις συμβάσεις ή στους γενικούς όρους πωλήσεως ορισμένων ρητρών περί απαγορεύσεως των εξαγωγών ή των μεταπωλήσεων.

ΙΙ * Η παράβαση που συνίσταται στη γενική εναρμονισμένη πρακτική ως προς τις τιμές συναλλαγών

Α * Η προσβαλλόμενη διάταξη

35 Υπενθυμίζεται ότι με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπιστώνεται ότι ορισμένες καναδικές, αμερικανικές, φινλανδικές και σουηδικές επιχειρήσεις εναρμόνισαν την πρακτική τους ως προς τις τιμές συναλλαγών για τον λευκασμένο θειικό χαρτοπολτό.

36 Στη διάταξη αυτή δεν αναφέρεται ούτε ποιοι εφάρμοσαν την εναρμονισμένη αυτή πρακτική ούτε ποια τρίμηνα εφαρμόστηκε η πρακτική αυτή. Η Επιτροπή, από την οποία το Δικαστήριο ζήτησε να διευκρινίσει το σημείο αυτό, απάντησε ότι όλα τα σχετικά στοιχεία εκτίθενται στον συνημμένο στην απόφαση πίνακα 7, στον οποίο εμφαίνονται οι τιμές κάθε παραγωγού για κάθε είδος χαρτοπολτού και για κάθε τρίμηνο.

37 Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις της Επιτροπής, σε κάθε περίπτωση στην οποία ένας παραγωγός τιμολόγησε συγκεκριμένο προϊόν εντός συγκεκριμένης ζώνης και για συγκεκριμένο τρίμηνο με την ίδια ακριβώς τιμή όπως ένας άλλος παραγωγός, πρέπει καταρχήν να θεωρείται ότι υπήρξε εναρμονισμένη πρακτική των δύο αυτών παραγωγών. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, διαπιστώνεται βάσει του πίνακα 7 ότι σε διάφορες περιπτώσεις εφάρμοσαν εναρμονισμένη πρακτική είτε όλοι οι αποδέκτες της αποφάσεως είτε ορισμένοι αποδέκτες, εγκατεστημένοι στην ίδια χώρα ή ήπειρο, είτε ορισμένοι άλλοι αποδέκτες (βλ. σημείο 81 της αποφάσεως). Ο πίνακας αυτός διαβιβάστηκε στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις με αναγραφή μόνο της δικής τους επωνυμίας.

Β * Οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλουν οι προσφεύγουσες

38 Οι προσφεύγουσες αμερικανικές, φινλανδικές και καναδικές επιχειρήσεις, πλην της St Anne, ζήτησαν την ακύρωση του άρθρου 1, παράγραφος 2. Οι διάφοροι λόγοι ακυρώσεως που επικαλούνται μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις κύριες κατηγορίες. Πρώτον, παραβιάστηκαν τα δικαιώματα ακροάσεως ή άμυνας. Δεύτερον, δεν υπήρξε παράλληλη εξέλιξη των τιμών συναλλαγών, επί της οποίας βασίστηκε η Επιτροπή για να διαπιστώσει την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής. Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπήρξε παράλληλη εξέλιξη, η εξέλιξη αυτή δεν οφείλεται σε εναρμονισμένη πρακτική, αλλά στη φυσιολογική λειτουργία των μηχανισμών της αγοράς.

39 Κατά τις προσφεύγουσες, τα δικαιώματα ακροάσεως και άμυνας παραβιάστηκαν ουσιαστικά από τρεις απόψεις. Πρώτον, η αιτίαση για την εναρμονισμένη πρακτική ως προς τις τιμές συναλλαγών δεν περιέχεται στη γνωστοποίηση αιτιάσεων που διαβιβάστηκε στις προσφεύγουσες. Δεύτερον, το τμήμα αυτό της αποφάσεως βασίζεται σε έγγραφα που συνέλεξε η Επιτροπή μετά τη γνωστοποίηση των αιτιάσεων και επί των οποίων συνεπώς οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν να διατυπώσουν την άποψή τους. Τρίτον, η Επιτροπή έπρεπε να προβεί σε κοινή ακρόαση των ενδιαφερομένων παραγωγών την εξουσία προς τούτο της παρείχε το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 99/63/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1963, περί των ακροάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 37, στο εξής: κανονισμός 99).

Γ * Στη γνωστοποίηση αιτιάσεων δεν γινόταν μνεία της παραβάσεως που συνίσταται σε εναρμονισμένη πρακτική ως προς τις τιμές συναλλαγών

40 Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται καταρχάς ότι στη γνωστοποίηση αιτιάσεων γινόταν μνεία μόνο της εναρμονισμένης πρακτικής ως προς τις ανακοινωθείσες τιμές. Η Επιτροπή, διαπιστώνοντας με την απόφασή της την τέλεση δεύτερης παραβάσεως, η οποία συνίστατο σε εναρμόνιση των τιμών συναλλαγών, παρέβη το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 και το άρθρο 4 του κανονισμού 99, βάσει των οποίων υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη στην τελική απόφασή της μόνο τις αιτιάσεις επί των οποίων οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις είχαν τη δυνατότητα να καταστήσουν γνωστή την άποψή τους.

41 Η Επιτροπή φρονεί αντίθετα ότι η γνωστοποίηση αιτιάσεων αφορούσε τόσο την εναρμονισμένη πρακτική ως προς τις τιμές συναλλαγών όσο και την εναρμονισμένη πρακτική ως προς τις ανακοινωθείσες τιμές. Συναφώς η Επιτροπή παραθέτει διάφορα χωρία του εγγράφου αυτού καθώς και τις απαντήσεις που έδωσαν οι παραγωγοί εγγράφως ή κατά τη διάρκεια των ακροάσεων. Από τις απαντήσεις αυτές προκύπτει σαφώς, κατά την Επιτροπή, ότι οι ενδιαφερόμενοι είχαν αντιληφθεί ότι η γνωστοποίηση αιτιάσεων αφορούσε και τις δύο αυτές εναρμονισμένες πρακτικές.

42 Ενόψει των επιχειρημάτων αυτών, πρέπει εν προκειμένω να εξακριβωθεί αν η διατύπωση των αιτιάσεων, ακόμη και αν ήταν συνοπτική, ήταν επαρκώς σαφής, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να αντιληφθούν για ποιες ενέργειες τους επέκρινε η Επιτροπή. Υπό την προϋπόθεση αυτή και μόνο μπορεί να γίνει δεκτό ότι η γνωστοποίηση αιτιάσεων επιτέλεσε τη λειτουργία της, σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανονισμούς, η οποία συνίσταται στην παροχή όλων των αναγκαίων στοιχείων στις επιχειρήσεις, ώστε να μπορέσουν να αμυνθούν προσηκόντως πριν εκδώσει η Επιτροπή οριστική απόφαση (βλ. επ' αυτού αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1970, 45/69, Boehringer Mannheim κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 461, της 14ης Ιουλίου 1972, 52/69, Geigy κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 189, της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 507, της 14ης Φεβρουαρίου 1978, 27/76, United Brands κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 75, της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 85/76, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/I, σ. 215).

43 Εν προκειμένω πρέπει καταρχάς να τονιστεί ότι η γνωστοποίηση αιτιάσεων περιλαμβάνει δύο κυρίως τμήματα, το τμήμα "πραγματικά περιστατικά" και το τμήμα "δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ", και ότι δεν υπάρχει διατακτικό. Λόγω της ελλείψεως διατακτικού, για τον προσδιορισμό των ενεργειών των παραγωγών τις οποίες αφορούν οι αιτιάσεις πρέπει να ληφθεί υπόψη το δεύτερο τμήμα της γνωστοποιήσεως.

44 Από την ανάγνωση του τμήματος "δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ" προκύπτει ότι ένα μόνο χωρίο θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά ειδικά τις τιμές συναλλαγών. Πρόκειται για το σημείο 66, στο οποίο αναφέρεται ότι "μέχρι το 1978, δηλαδή επί τριάμισι έτη, οι βορειοαμερικανικές επιχειρήσεις πωλούσαν στην ίδια τιμή όπως οι σκανδιναβικές, εκτός από το πρώτο ήμισυ του 1977, κατά το οποίο πραγματοποιούσαν εκπτώσεις και αύξησαν το μερίδιο της αγοράς που ήλεγχαν". Στα άλλα χωρία που παραθέτει η Επιτροπή γίνεται μνεία, σε μια περίπτωση, του "καθορισμού των τιμών βάσει, μεταξύ άλλων, του συστήματος των ανακοινώσεων", ενώ στις άλλες περιπτώσεις γίνεται μνεία των "τιμών" γενικά και χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις.

45 Ενόψει της διατυπώσεως αυτής, η γνωστοποίηση αιτιάσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται προς την προαναφερθείσα υποχρέωση σαφήνειας.

46 Κατά της διαπιστώσεως αυτής η Επιτροπή δεν μπορεί να αντιτάξει ότι στη γνωστοποίηση αιτιάσεων δεν έγινε αυτοτελής μνεία της παραβάσεως σχετικά με τις τιμές συναλλαγών, επειδή είχε ζητήσει από τις επιχειρήσεις, κατά τους ελέγχους που διεξήγαγε πριν από την κατάρτιση της γνωστοποιήσεως αυτής, να της προσκομίσουν αντιπροσωπευτικά τιμολόγια και ότι από τα τιμολόγια αυτά προέκυπτε ότι οι ανακοινωθείσες τιμές συνέπιπταν με τις τιμές συναλλαγών.

47 Επ' αυτού επιβάλλεται η παρατήρηση ότι στην απόφαση της Επιτροπής οι δύο αυτές παραβάσεις δεν συμπίπτουν.

48 Πρώτον, σε ορισμένους παραγωγούς * π.χ. στην Chesapeake Corporation * επιβλήθηκαν κυρώσεις, επειδή μετέσχον στην εναρμονισμένη πρακτική ως προς τις τιμές συναλλαγών και όχι ως προς τις ανακοινωθείσες τιμές, ενώ το αντίστροφο ισχύει για ορισμένους άλλους παραγωγούς * π.χ. τη St Anne.

49 Δεύτερον, οι περίοδοι των παραβάσεων διαφέρουν: η παράβαση που συνίσταται στην εναρμονισμένη πρακτική ως προς τις τιμές συναλλαγών δεν αφορά την περίοδο 1977 έως 1978, την οποία αντίθετα καλύπτει η αιτίαση ως προς τις ανακοινωθείσες τιμές. Στο σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία να τονιστεί ότι, ενώ η γνωστοποίηση αιτιάσεων συνοδεύεται από έναν μόνο πίνακα, ο οποίος επιγράφεται: Price trends based on prices announced and confirmed by producers ("Οι τάσεις των τιμών, βάσει των τιμών που ανακοινώθηκαν και επιβεβαιώθηκαν από τους παραγωγούς") και καλύπτει ολόκληρη την περίοδο 1974-1980, η απόφαση συνοδεύεται από τρεις αυτοτελείς πίνακες, από τους οποίους ο ένας αφορά τις ανακοινωθείσες τιμές (ο πίνακας 6) και του οποίου το περιεχόμενο αποτελεί επανάληψη του περιεχομένου του συνημμένου στη γνωστοποίηση αιτιάσεων πίνακα, ενώ οι δύο άλλοι αφορούν τις τιμές συναλλαγών και επιγράφονται: "Κανονικές τιμές συναλλαγών" (ο πίνακας 7) και "Παρεκκλίσεις από τις κανονικές τιμές συναλλαγών του πίνακα 7" (ο πίνακας 8). Ο πίνακας 7 δεν αφορά τα έτη 1977 και 1978.

50 Εφόσον, σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής, καθεμία από τις δύο αυτές παραβάσεις έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία αφορούν ουσιώδη στοιχεία, όπως είναι οι μετέχοντες στην εναρμονισμένη πρακτική ή η περίοδος της παραβάσεως, έπρεπε να έχει γίνει διάκριση μεταξύ των δύο αυτών παραβάσεων ήδη με τη γνωστοποίηση αιτιάσεων, αφού μάλιστα εν προκειμένω για τις δύο αυτές παραβάσεις επιβλήθηκαν διαφορετικά πρόστιμα.

51 Αντίθετα από ό,τι ισχυρίζεται η Επιτροπή, από τις απαντήσεις των προσφευγουσών στη γνωστοποίηση αιτιάσεων δεν συνάγεται ότι οι προσφεύγουσες είχαν αντιληφθεί ότι η γνωστοποίηση αυτή αφορούσε την παράβαση ως προς τις τιμές συναλλαγών. Τα διάφορα αποσπάσματα που παραθέτει η Επιτροπή στο υπόμνημα ανταπαντήσεως προς στήριξη του ισχυρισμού της αυτού μπορούν να ερμηνευθούν κατά δύο τρόπους. Το γεγονός ότι οι παραγωγοί, κατά την ακρόαση ή με τις έγγραφες παρατηρήσεις τους, αναφέρθηκαν επανειλημμένα στις τιμές συναλλαγών ενδέχεται να οφείλεται στην πρόθεσή τους να αποδείξουν όχι ότι δεν είχαν εναρμονίσει την πρακτική τους ως προς τις τιμές αυτές, προκειμένου να αντικρούσαν τα συναγόμενα από τη γνωστοποίηση αιτιάσεων, αλλά ότι, αφού οι τιμές συναλλαγών ήσαν διαφορετικές, η εναρμόνιση ως προς τις ανακοινωθείσες τιμές δεν είχε επηρεάσει την αγορά και ότι συνεπώς δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθου 85, παράγραφος 1.

52 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτίαση σχετικά με την εναρμονισμένη πρακτική ως προς τις τιμές συναλλαγών δεν εξετέθη με σαφήνεια στη γνωστοποίηση αιτιάσεων και ότι συνεπώς οι προσφεύγουσες δεν είχαν τη δυνατότητα να αμυνθούν προσηκόντως κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

53 Κατά συνέπεια, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι άλλοι λόγοι ακυρώσεως, πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο αφορά την εναρμονισμένη πρακτική ως προς τις τιμές συναλλαγών.

54 Κατά συνέπεια, καθίσταται άνευ αντικειμένου η ένσταση των προσφευγουσών ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να λάβει υπόψη ορισμένα έγγραφα που αφορούν την παράβαση αυτή.

ΙΙΙ * Η παράβαση που συνίσταται στη γενική εναρμονισμένη πρακτική ως προς τις ανακοινωθείσες τιμές

55 Οι προσφεύγουσες φινλανδικές, αμερικανικές και καναδικές επιχειρήσεις ζήτησαν την ακύρωση του άρθρου 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως, κατά το οποίο οι επιχειρήσεις αυτές, καθώς και ορισμένες άλλες σουηδικές, αμερικανικές και νορβηγικές επιχειρήσεις, εναρμόνισαν την πρακτική τους ως προς τις τιμές του λευκασμένου θειικού χαρτοπολτού που παρέδωσαν εντός της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας κατά τη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου 1975-1981 ή ενός μέρους της περιόδου αυτής.

56 Με έγγραφα της 6ης Μαρτίου και της 2ας Μαΐου 1990 το Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή να διασαφηνίσει το σημείο αυτό του διατακτικού της αποφάσεώς της.

57 Το Δικαστήριο έθεσε καταρχάς στην Επιτροπή το ερώτημα αν το σύστημα των τριμηνιαίων ανακοινώσεων τιμών που επικρίνει πρέπει να θεωρηθεί καθαυτό ως παράβαση της Συνθήκης ή αν το σύστημα αυτό αποτελούσε απλώς ένδειξη υπάρξεως, σε προηγούμενο στάδιο, εναρμονισμένης πρακτικής ως προς τις ανακοινωθείσες τιμές. Από τις απαντήσεις που έδωσε η Επιτροπή δεν κατέστη δυνατόν να επιλεγεί μια από τις δύο αυτές ερμηνείες, οι οποίες επομένως πρέπει να εξεταστούν αμφότερες.

58 Δεδομένου ότι στην προαναφερθείσα διάταξη δεν αναφέρεται ούτε ποιοι τέλεσαν την παράβαση ούτε ποια τρίμηνα αφορά η παράβαση αυτή, το Δικαστήριο ζήτησε από την Επιτροπή, με δεύτερη ερώτηση, να του παράσχει τις σχετικές διευκρινίσεις. Η απάντηση της Επιτροπής ήταν ότι όλα τα στοιχεία που διέθετε περιέχονται στον συνημμένο στην απόφαση πίνακα 6. Στον πίνακα αυτό, ο οποίος επιγράφεται: "Ανακοινωθείσες τιμές", εμφαίνονται, για κάθε τρίμηνο της επίμαχης περιόδου, οι τιμές που ανακοίνωσαν διάφοροι παραγωγοί και η ημερομηνία των ανακοινώσεων αυτών. 'Οπως εξήγησε η Επιτροπή, πρέπει να θεωρηθεί ότι όλοι οι παραγωγοί που, σύμφωνα με τα στοιχεία του πίνακα αυτού, ανακοίνωσαν ίδια τιμή για δεδομένο τρίμηνο εναρμόνισαν την πρακτική τους κατά την περίοδο αυτή.

Α * Το σύστημα των τριμηνιαίων ανακοινώσεων τιμών συνιστά καθαυτό παράβαση του άρθρου 85 της Συνθήκης

59 Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή της Επιτροπής, παράβαση του άρθρου 85 της Συνθήκης συνιστά το ίδιο το σύστημα των τριμηνιαίων ανακοινώσεων τιμών.

60 Πρώτον, η Επιτροπή φρονεί ότι η καθιέρωση του συστήματος αυτού από τους παραγωγούς πολτού ήταν εσκεμμένη και αποσκοπούσε ακριβώς στο να τους δώσει τη δυνατότητα να γνωρίζουν τις τιμές που θα τηρούσαν οι ανταγωνιστές τους κατά τα επόμενα τρίμηνα. Χάρη στην ανακοίνωση των τιμών σε τρίτους, και συγκεριμένα στον Τύπο και σε πράκτορες που ενεργούσαν για πλείονες του ενός παραγωγούς, πολύ πριν οι τιμές αυτές αρχίσουν να ισχύουν στην αρχή του νέου τριμήνου, οι άλλοι παραγωγοί διέθεταν αρκετό χρόνο για να ανακοινώσουν τις δικές τους νέες αντίστοιχες τιμές πριν από το εν λόγω τρίμηνο και για να αρχίσουν να τις εφαρμόζουν με την έναρξη του τριμήνου αυτού.

61 Δεύτερον, η Επιτροπή φρονεί ότι η καθιέρωση του μηχανισμού αυτού είχε ως αποτέλεσμα την τεχνητή διαφάνεια της αγοράς, καθόσον έδινε στους παραγωγούς τη δυνατότητα να λαμβάνουν γνώση ταχέως και επακριβώς των τιμών των ανταγωνιστών τους.

62 Επ' αυτού πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική που μπορούν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

63 Κατά την προαναφερθείσα απόφαση Suiker Unie κατά Επιτροπής (σκέψεις 26 και 173), η εναρμονισμένη πρακτική αφορά μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων που, χωρίς να έχει φθάσει στη σύναψη κατά κυριολεξία συμβάσεως, αντικαθιστά ηθελημένα τους κινδύνους που ενέχει ο ανταγωνισμός από τη συνεργασία των επιχειρήσεων αυτών στην πράξη. Με την ίδια αυτή απόφαση το Δικαστήριο δέχθηκε επίσης ότι τα κριτήρια του συντονισμού και της συνεργασίας νοούνται υπό το φως της αντιλήψεως που εμπεριέχεται στις διατάξεις της Συνθήκης περί ανταγωνισμού, σύμφωνα με την οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει αυτοτελώς την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει εντός της κοινής αγοράς.

64 Εν προκειμένω οι γνωστοποιήσεις αποτελούν απόρροια των ανακοινώσεων τιμών προς τους χρήστες και αποτελούν και οι ίδιες εκδήλωση συμπεριφοράς εντός της αγοράς που δεν μειώνει την αβεβαιότητα που έχει κάθε επιχείρηση σχετικά με τη μελλοντική συμπεριφορά των ανταγωνιστών της. Καμία επιχείρηση δεν έχει, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο προβαίνει στην ανακοίνωση, βεβαιότητα ως προς τη μελλοντική συμπεριφορά των άλλων επιχειρήσεων.

65 Κατά συνέπεια, το σύστημα των τριμηνιαίων ανακοινώσεων τιμών που ίσχυε στην αγορά χαρτοπολτού δεν συνιστά καθαυτό παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

Β * Η παράβαση αποτελεί απόρροια εναρμονισμένης πρακτικής ως προς τις ανακοινωθείσες τιμές

66 Κατά τη δεύτερη εκδοχή της Επιτροπής, το σύστημα ανακοινώσεων τιμών αποτελεί ένδειξη για την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής σε προηγούμενο στάδιο. Στο σημείο 82 της αποφάσεώς της η Επιτροπή δηλώνει ότι θεώρησε ως απόδειξη της υπάρξεως της εναρμονισμένης αυτής πρακτικής την παράλληλη συμπεριφορά των παραγωγών πολτού κατά την περίοδο 1975-1981 καθώς και τις διάφορες μορφές άμεσης ή έμμεσης ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων.

67 Από τα σημεία 82 και 107 έως 110 της αποφάσεως προκύπτει ότι η παράλληλη συμπεριφορά συνίστατο κυρίως στο σύστημα των τριμηνιαίων ανακοινώσεων των τιμών, στην ταυτόχρονη ή σχεδόν ταυτόχρονη ανακοίνωση των τιμών αυτών και στο ότι ανακοινώνονταν ίδιες ακριβώς τιμές. Επιπλέον, από τα διάφορα τηλετυπήματα και έγγραφα που εκτίθενται στα σημεία 61 επ. της αποφάσεως προκύπτει, κατά την Επιτροπή, ότι υπήρξαν συναντήσεις και επαφές μεταξύ ορισμένων παραγωγών με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων ως προς τις τιμές τους.

1. Επί των τηλετυπημάτων που αναφέρονται στα σημεία 61 επ. της αποφάσεως

68 Το Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή, με τις ερωτήσεις που της έθεσε στις 6 Μαρτίου και στις 2 Μαΐου 1990, να διευκρινίσει ποια ακριβώς συμπεράσματα συνήγε από τα τηλετυπήματα και τα έγγραφα που εκτίθενται στα σημεία 61 επ. της αποφάσεως, δηλαδή να αναφέρει μεταξύ ποιων παραγωγών πραγματοποιήθηκε η εναρμόνιση που αποδεικνύεται βάσει καθενός από τα έγγραφα αυτά και για ποια περίοδο. Στην ερώτηση αυτή η Επιτροπή απάντησε ότι τα έγγραφα αυτά συμπλήρωναν απλώς την απόδειξη περί υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής, απόδειξη η οποία συνίστατο στην παράλληλη συμπεριφορά, και ότι συνεπώς ήσαν κρίσιμα όχι μόνο για τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις και περιόδους που αναγράφονταν σ' αυτά, αλλά και για όλες τις επιχειρήσεις και ολόκληρη τη διάρκεια της παράλληλης συμπεριφοράς.

69 Κατόπιν της απαντήσεως αυτής, δεν πρέπει να εξεταστούν τα έγγρφα αυτά. Δεδομένου ότι η εξατομίκευση των μετεχόντων σε εναρμονισμένη πρακτική αποτελεί ένα από τα στοιχεία που στοιχειοθετούν την παράβαση, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία της παραβάσεως έγγραφα των οποίων την αποδεικτική αξία για την εξατομίκευση αυτή δεν μπόρεσε να προσδιορίσει η Επιτροπή.

2. Επί των άλλων αποδεικτικών στοιχείων που προτείνει η Επιτροπή

70 Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν διαθέτει έγγραφα που να αποδεικνύουν άμεσα την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ των ενδιαφερομένων παραγωγών, πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον το σύστημα των τριμηνιαίων ανακοινώσεων τιμών, η ταυτόχρονη ή σχεδόν ταυτόχρονη ανακοίνωση των τιμών αυτών και η παράλληλη εξέλιξη των ανακοινωθεισών τιμών κατά την περίοδο 1975-1981 αποτελούν μια δέσμη σοβαρών, συγκεκριμένων και αλληλοσυμπληρουμένων ενδείξεων για την ύπαρξη προηγουμένης εναρμονίσεως.

71 Προκειμένου να προσδιοριστεί η αποδεικτική αξία των διαφόρων αυτών στοιχείων, πρέπει να υπομνηστεί ότι η ύπαρξη παράλληλης συμπεριφοράς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόδειξη εναρμονισμένης πρακτικής, παρά μόνο όταν η ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής αποτελεί τη μόνη βάσιμη εξήγηση για τη συμπεριφορά αυτή. Πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το άρθρο 85 της Συνθήκης απαγορεύει μεν κάθε μορφή συμπαιγνίας που θα μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, αλλά δεν αφαιρεί από τους επιχειρηματίες το δικαίωμα να προσαρμόζονται ευφυώς στη διαπιστωθείσα ή αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους (βλ. απόφαση Suiker Unie κατά Επιτροπής, όπ.π., σκέψη 174).

72 Κατά συνέπεια, στην προκειμένη υπόθεση πρέπει να εξακριβωθεί αν για την επιδειχθείσα, κατά την Επιτροπή, παράλληλη συμπεριφορά δεν μπορεί, ενόψει της φύσεως των προϊόντων, του μεγέθους και του αριθμού των επιχειρήσεων και του όγκου της σχετικής αγοράς, να υπάρχει άλλη εξήγηση από την εναρμονισμένη πρακτική.

α) Επί του συστήματος των ανακοινώσεων τιμών

73 'Οπως αναφέρθηκε ήδη ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι το σύστημα των τριμηνιαίων ανακοινώσεων των τιμών αποτελεί ένδειξη της υπάρξεως εναρμονίσεως σε προηγούμενο στάδιο.

74 Αντίθετα, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, με τα δικόγραφά τους, ότι η ύπαρξη του συστήματος αυτού οφείλειται στις ιδιαίτερες εμπορικές συνθήκες που επικρατούν στην αγορά χαρτοπολτού.

75 Με διατάξεις της 25ης Οκτωβρίου 1990 και της 14ης Μαρτίου 1991 το Δικαστήριο ανέθεσε σε δύο πραγματογνώμονες να εξετάσουν τα χαρακτηριστικά της αγοράς λευκασμένου θειικού χαρτοπολτού κατά την περίοδο που καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση. Από την έκθεση των πραγματογνωμόνων προκύπτουν τα εξής στοιχεία.

76 Οι πραγματογνώμονες τόνισαν καταρχάς ότι το επικρινόμενο σύστημα ανακοινώσεων εντάσσεται στο πλαίσιο των μακροπρόθεσμων σχέσεων που υφίσταντο μεταξύ των παραγωγών και των πελατών τους και οι οποίες αποτελούσαν απόρροια αφενός της μεθόδου παραγωγής του χαρτοπολτού και αφετέρου του κυκλικού χαρακτήρα της αγοράς. Δεδομένου ότι κάθε τύπος χαρτιού παράγεται από συγκεκριμένο μίγμα χαρτοπολτών που έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ότι είναι δυσχερής η μεταβολή του μίγματος αυτού, αναπτύχθηκαν μεταξύ των παραγωγών πολτού και των χαρτοβιομηχάνων σχέσεις στενής συνεργασίας. Οι σχέσεις αυτές ήσαν ιδιαίτερα στενές, επειδή επιπλέον είχαν το πλεονέκτημα ότι προστάτευαν και τους μεν και τους δε από την αβεβαιότητα που είναι συμφυής προς τον κυκλικό χαρακτήρα της αγοράς: στους μεν αγοραστές παρείχαν βεβαιότητα ως προς τον εφοδιασμό, στους δε παραγωγούς βεβαιότητα ως προς τη ζήτηση.

77 Οι πραγματογνώμονες τονίζουν ότι στο πλαίσιο ακριβώς των μακροπρόθεσμων αυτών σχέσεων οι αγοραστές απαίτησαν, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την καθιέρωση αυτού του συστήματος ανακοινώσεων. Δεδομένου ότι ο χαρτοπολτός αντιπροσωπεύει το 50 έως 75 % του κόστους του χαρτιού, οι αγοραστές αυτοί επιθυμούσαν να γνωρίζουν το νωρίτερο δυνατόν τις τιμές που θα καλούνταν ενδεχομένως να καταβάλουν, προκειμένου να προβλέψουν τα έξοδά τους και να καθορίσουν τις τιμές των προϊόντων τους. Επειδή όμως οι ίδιοι αυτοί αγοραστές δεν ήθελαν να δεσμεύονται από μια υψηλή σταθερή τιμή σε περίπτωση υφέσεως στην αγορά, η ανακοινωθείσα τιμή καθιερώθηκε ως ανώτατη τιμή, ενώ υπήρχε πάντοτε η δυνατότητα αναδιαπραγματεύσεως της τιμής συναλλαγής και καθορισμού της σε χαμηλότερα επίπεδα.

78 Η πραγματοποίηση των ανακοινώσεων ανά τρίμηνο εξηγείται ως το αποτέλεσμα συμβιβασμού μεταξύ της επιθυμίας του χαρτοβιομηχάνου να διαθέτει ένα στοιχείο για να προβλέπει την τιμή του πολτού και της επιθυμίας του παραγωγού να μη χάνει την ευκαιρία να πραγματοποιεί κέρδη στις περιπτώσεις ανακάμψεως της αγοράς.

79 Κατά τους πραγματογνώμονες, το δολάριο ΗΠΑ άρχισε να χρησιμοποιείται στην αγορά από τους Βορειοαμερικανούς παραγωγούς κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '60. Την εξέλιξη αυτή επιδοκίμασαν γενικά οι αγοραστές, καθόσον τη θεώρησαν ως μέσο εξασφαλίσεως του ότι δεν θα κατέβαλλαν υψηλότερη τιμή από ό,τι οι ανταγωνιστές τους.

β) Επί της ταυτόχρονης ή σχεδόν ταυτόχρονης πραγματοποιήσεως των ανακοινώσεων

80 Στο σημείο 107 της αποφάσεώς της η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η διαδοχική ή ακόμη και ταυτόχρονη ανακοίνωση των τιμών δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τη συνεχή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ενδιαφερόμενων εταιριών.

81 Κατά τις προσφεύγουσες, η ταυτόχρονη ή σχεδόν ταυτόχρονη πραγματοποίηση των ανακοινώσεων * ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπήρξε * πρέπει αντίθετα να θεωρηθεί ως η άμεση συνέπεια της πολύ μεγάλης διαφάνειας που χαρακτήριζε την αγορά. Η διαφάνεια αυτή πόρρω απείχε του να εμφανίζει τεχνητό χαρακτήρα και εξηγείται από το εξαιρετικά πυκνό και τελειοποιημένο δίκτυο των σχέσεων που είχαν δημιουργηθεί, λόγω της φύσεως και της διαρθρώσεως της αγοράς, μεταξύ των διαφόρων επιχειρηματιών.

82 Οι πραγματογνώμονες επιβεβαίωσαν την ορθότητα της αναλύσεως αυτής με την έκθεσή τους και κατά την προφορική διαδικασία.

83 Οι πραγματογνώμονες τόνισαν, πρώτον, ότι οι αγοραστές βρίσκονται πάντοτε σε επαφή με πολλούς παραγωγούς πολτών, όχι μόνο λόγω της τεχνικής μεθόδου παραγωγής του χαρτιού, αλλά και επειδή οι αγοραστές πολτού φροντίζουν, για να αποφύγουν την υπερβολική εξάρτησή τους από έναν μόνο παραγωγό, να διαφοροποιούν τις πηγές εφοδιασμού τους. Οι αγοραστές αυτοί, φροντίζοντας να επιτύχουν τις χαμηλότερες δυνατές τιμές, έχουν τη συνήθεια, ιδιαίτερα σε περίοδο μειώσεως των τιμών, να γνωστοποιούν στους προμηθευτές τους τις τιμές που έχουν ανακοινώσει οι ανταγωνιστές τους.

84 Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι ο μεγαλύτερος όγκος των πωλήσεων χαρτοπολτού πραγματοποιούνταν προς σχετικά μικρό αριθμό μεγάλων χαρτοβιομηχανιών. Οι αγοραστές αυτοί, οι οποίοι ήσαν ολιγάριθμοι και διατηρούσαν μεταξύ τους στενότατες σχέσεις, ενημερώνονταν αμοιβαία για τις αυξομειώσεις τιμών των οποίων ελάμβαναν γνώση.

85 Τρίτον, κατά τους πραγματογνώμονες, πολλοί παραγωγοί που παρήγαν οι ίδιοι χαρτί αγόραζαν χαρτοπολτό από άλλους παραγωγούς και έτσι γνώριζαν τις τιμές των ανταγωνιστών τους, τόσο κατά τις περιόδους αυξήσεως των τιμών όσο και κατά τις περιόδους μειώσεως των τιμών αυτών. Τις τιμές αυτές γνώριζαν επίσης οι παραγωγοί οι οποίοι, μολονότι δεν παρήγαν χαρτί, συνδέονταν με ομίλους επιχειρήσεων παραγωγής χαρτιού.

86 Τέταρτον, πάντα κατά τους πραγματογνώμονες, η πολύ μεγάλη αυτή διαφάνεια της αγοράς χαρτοπολτού, η οποία ήταν συνέπεια των δεσμών που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ των επιχειρηματιών ή των ομίλων επιχειρηματιών, επιτάθηκε επιπλέον από την ύπαρξη πρακτορείων εγκατεστημένων εντός της Κοινότητας που εκπροσωπούσαν πλείονες του ενός παραγωγούς, καθώς και από την ύπαρξη ενός ιδιαίτερα δυναμικού ειδικευμένου Τύπου.

87 'Οσον αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, πρέπει να τονιστεί ότι οι περισσότερες προσφεύγουσες αρνούνται ότι διαβίβασαν στον ειδικευμένο Τύπο πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις τιμές τους και ότι οι λίγοι εκείνοι παραγωγοί που αναγνωρίζουν ότι το έπραξαν διευκρινίζουν ότι η διαβίβαση τέτοιων πληροφοριακών στοιχείων πραγματοποιήθηκε σποραδικά και πάντοτε κατόπιν επιδείξεως ενδιαφέροντος από τον ειδικευμένο αυτό Τύπο.

88 Τέλος, πρέπει να προστεθεί, κατά τους πραγματογνώμονες, ότι η χρήση ταχύτατων μέσων επικοινωνίας, όπως το τηλέφωνο και το τέλεξ, καθώς και η εκ μέρους των χαρτοβιομηχάνων συχνότατη χρησιμοποίηση επαγγελματιών αγοραστών, οι οποίοι ήσαν ιδιαίτερα ενήμεροι της αγοράς, καθιστούσαν δυνατή τη διάδοση εντός της αγοράς χαρτοπολτού των πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με το ύψος των ανακοινωθεισών τιμών σε λίγες μόνο ημέρες, αν όχι λίγες ώρες, παρά το γεγονός ότι η διάδοση των στοιχείων αυτών έπρεπε να διέλθει από πολλά στάδια * παραγωγό, πρακτορείο, αγοραστή, πρακτορείο, παραγωγό.

γ) Επί της παράλληλης εξελίξεως των ανακοινωθεισών τιμών

89 Η παράλληλη εξέλιξη των ανακοινωθεισών τιμών, επί της οποίας βασίζεται η Επιτροπή για να αποδείξει την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής, περιγράφεται στο σημείο 22 της αποφάσως. Στο σημείο αυτό της αποφάσεως η Επιτροπή, στηριζόμενη στον συνημμένο στην απόφαση πίνακα 6, διαπιστώνει ότι οι τιμές που ανακοίνωσαν οι εταιρίες του Καναδά και των ΗΠΑ από το πρώτο τρίμηνο του 1975 μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 1977 και από το πρώτο τρίμηνο του 1978 μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 1981 ήσαν ίδιες, ότι οι τιμές που ανακοίνωσαν οι σουηδικές και οι φινλανδικές εταιρίες συνέπιπταν κατά την περίοδο από το πρώτο τρίμηνο του 1975 μέχρι το δεύτερο τρίμηνο του 1977 και κατά την περίοδο από το τρίτο τρίμηνο 1978 μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 1981 και, τέλος, ότι από το πρώτο τρίμηνο του 1976 μέχρι το δεύτερο τρίμηνο του 1977 και από το τρίτο τρίμηνο του 1979 μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 1981 συνέπιπταν οι τιμές όλων εν γένει των εταιριών.

90 Κατά την Επιτροπή, η μόνη εξήγηση για την παράλληλη αυτή εξέλιξη των τιμών είναι η ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής των παραγωγών. Ο ισχυρισμός αυτός βασίζεται κατ' ουσία στην ακόλουθη συλλογιστική.

91 Πρώτον, η ενιαία τιμή που τήρησαν οι παραγωγοί κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τιμή ισορροπίας, δηλαδή ως τιμή που διαμορφώνεται φυσιολογικά βάσει των νόμων της προσφοράς και της ζητήσεως. Επ' αυτού η Επιτροπή τονίζει ότι δεν διεξάγονταν "εμπειρικοί έλεγχοι της αγοράς", πράγμα που αποδεικνύεται από τη σταθερότητα των τιμών μεταξύ του πρώτου τριμήνου του 1975 και του τετάρτου τριμήνου του 1976 και από το γεγονός ότι, για τη μαλακή ξυλεία γενικά, από το τρίτο τρίμηνο του 1979 μέχρι το δεύτερο τρίμηνο του 1980 η πρώτη αύξηση τιμής υιοθετούνταν πάντα από τους άλλους παραγωγούς.

92 Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί, κατά την Επιτροπή, η άποψη περί "price leadership": η ομοιότητα των ανακοινωθεισών τιμών, όπως άλλωστε και η ομοιότητα των τιμών συναλλαγών, δεν μπορεί να εξηγηθεί από την ύπαρξη στην αγορά μιας κυρίαρχης επιχειρήσεως, της οποίας οι τιμές υιοθετούνταν από τους ανταγωνιστές της. Η σειρά των εταιριών που ανακοίνωναν τις νέες τιμές άλλαζε συνεχώς από τρίμηνο σε τρίμηνο και καμία επιχείρηση δεν κατείχε αρκετά ισχυρή θέση, ώστε να αναλάβει αρχηγικό ρόλο.

93 Δεύτερον, η Επιτροπή φρονεί ότι, λόγω των διαφορών στις οικονομικές συνθήκες υπό τις οποίες δρούσαν οι διάφοροι παραγωγοί ή όμιλοι παραγωγών, οι τιμές τους έπρεπε να διαφέρουν. Οι παραγωγοί πολτού των οποίων το κόστος ήταν χαμηλότερο έπρεπε δηλαδή να μειώνουν τις τιμές τους, προκειμένου να αυξήσουν τα μερίδια αγοράς που ήλεγχαν, σε βάρος των ανταγωνιστών τους των οποίων η παραγωγικότητα ήταν μικρότερη. Κατά την Επιτροπή, οι διαφορές αυτές αφορούσαν το κόστος παραγωγής και μεταφοράς, τη σχέση μεταξύ του κόστους αυτού (το οποίο καθοριζόταν σε εθνικό νόμισμα: δολάριο Καναδά, σουηδική κορόνα ή φινλανδικό μάρκο) και των τιμών πωλήσεως (που καθορίζονταν σε δολάρια ΗΠΑ), τον όγκο των παραγγελιών, την εξέλιξη της ζητήσεως πολτού στις διάφορες χώρες εισαγωγής, τη σχετική σημασία της ευρωπαϊκής αγοράς, η οποία ενδιέφερε περισσότερο τους Σκανδιναβούς παραγωγούς απ' ό,τι τους Αμερικανούς και Καναδούς, καθώς και τον βαθμό χρησιμοποιήσεως των παραγωγικών ικανοτήτων, ο οποίος γενικά ήταν υψηλότερος στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά απ' ό,τι στη Σουηδία και τη Φινλανδία.

94 'Οσον αφορά τον όγκο των παραγγελιών, η Επιτροπή φρονεί ότι, αφού η πώληση σημαντικών ποσοτήτων έδινε στους παραγωγούς τη δυνατότητα να μειώνουν σημαντικά το κόστος τους, από τα τιμολόγια θα έπρεπε να προκύπτουν σημαντικές διαφορές τιμών μεταξύ των πωλήσεων μεγάλων ποσοτήτων και των πωλήσεων πολύ μικρών ποσοτήτων. Στην πραγματικότητα όμως οι διαφορές αυτές σπάνια υπερέβαιναν το 3 %.

95 Τρίτον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, τουλάχιστον επί ορισμένα διαστήματα εντός των ετών 1976, 1977 και 1981, οι ανακοινωθείσες τιμές χαρτοπολτού διατηρήθηκαν σε τεχνητά υψηλό επίπεδο, που διέφερε πολύ από αυτό που θα αναμενόταν υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού. Για παράδειγμα, θα ήταν αδιανόητο, αν δεν υπήρχε εναρμονισμένη πρακτική, η ενιαία τιμή των 415 δολαρίων που είχε ανακοινωθεί για τη βόρεια μαλακή ξυλεία να παραμείνει αμετάβλητη από το πρώτο τρίμηνο του 1975 μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 1977 και η ανακοινωθείσα τιμή να υπερβαίνει, ιδιαίτερα κατά το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο του 1977, κατά 100 δολάρια την τιμή πωλήσεως που θα μπορούσε να επιτευχθεί πράγματι στην αγορά. Το γεγονός ότι οι τιμές διατηρήθηκαν σε αφύσικα υψηλά επίπεδα αποδεικνύεται από την ιδιαίτερα αιφνίδια πτώση των τιμών το 1977 και το 1982.

96 Τέλος, τα επιχειρήματα της Επιτροπής αφορούν τον απόρρητο χαρακτήρα των εκπτώσεων και την εξέλιξη των μεριδίων αγοράς.

97 'Οσον αφορά τον απόρρητο χαρακτήρα των εκπτώσεων, πρέπει να τονιστεί ότι μεταξύ της αποφάσεως της Επιτροπής και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν μεταγενέστερα υφίσταται μια αντίφαση. Ενώ στο σημείο 112 της αποφάσεως η Επιτροπή διαπιστώνει την εξάλειψη του σιωπηρού ανταγωνισμού, με τα δικόγραφά της υποστηρίζει ότι ο απόρρητος χαρακτήρας των εκπτώσεων οφείλεται στο ότι οι εκπτώσεις αυτές απέκλιναν από την εναρμονισμένη πρακτική και συνεπώς δεν έπρεπε να περιέλθουν σε γνώση των άλλων παραγωγών.

98 'Οσον αφορά την εξέλιξη των μεριδίων αγοράς μεταξύ 1975 και 1981, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε εναρμονισμένη πρακτική. Οι αυξομειώσεις των μεριδίων αυτών ήσαν πολύ λιγότερο έντονες μεταξύ 1975 και 1976 και μεταξύ 1980 και 1981 απ' ό,τι μεταξύ 1978 και 1979 και μεταξύ 1979 και 1980.

99 Οι προσφεύγουσες αμφισβήτησαν ότι η παράλληλη εξέλιξη των τιμών οφειλόταν σε εναρμονισμένη πρακτική.

100 Κατά τη διεξαγωγή της δεύτερης πραγματογνωμοσύνης το Δικαστήριο ζήτησε από τους πραγματογνώμονες να αναφέρουν αν, κατά την άποψή τους, η φυσιολογική λειτουργία της αγοράς χαρτοπολτού θα είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση διαφοροποιημένων ή ενιαίων τιμών.

101 Από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, όπως συμπληρώθηκε στη συνέχεια κατά την προφορική διαδικασία, προκύπτει ότι η εξήγηση για την ύπαρξη ενιαίων τιμών έγκειται μάλλον στη φυσιολογική λειτουργία της αγοράς από ό,τι στην ύπαρξη εναρμονίσεως. Η ανάλυση των πραγματογνωμόνων συνοψίζεται σε γενικές γραμμές ως εξής:

i) Περιγραφή της αγοράς ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΣΚΕΠΤΙΚΟΥ ΣΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ : 685J0089(01).1

102 Καταρχάς οι πραγματογνώμονες περιγράφουν την αγορά ως ένα σύνολο ολιγοπωλίων - ολιγοψωνίων, τα οποία αποτελούνται από ορισμένους παραγωγούς και ορισμένους αγοραστές και καθένα από τα οποία αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο τύπο χαρτοπολτού. Αυτή η διαμόρφωση της αγοράς οφείλεται κυρίως στη μέθοδο παραγωγής του χαρτοπολτού: δεδομένου ότι το χαρτί παράγεται από συγκεκριμένο μίγμα πολτών, κάθε χαρτοβιομήχανος μπορεί να εφοδιάζεται από μικρό αριθμό παραγωγών πολτού και, αντίστροφα, κάθε παραγωγός πολτού μπορεί να εφοδιάζει περιορισμένο μόνο αριθμό πελατών. Εντός των ανωτέρω περιγραφομένων συνόλων έχουν αναπτυχθεί σχέσεις συνεργασίας, οι οποίες έχουν επιπλέον παγιωθεί, επειδή παρέχουν τόσο στους αγοραστές όσο και στους πωλητές πολτού ασφάλεια έναντι των αβεβαιοτήτων της αγοράς.

103 Αυτή η οργάνωση της αγοράς, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερα μεγάλη διαφάνειά της, έχει βραχυπρόθεσμα ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός φαινομένου αδράνειας των τιμών. Οι παραγωγοί γνωρίζουν ότι, αν αύξαναν τις τιμές τους, οι ανταγωνιστές τους δεν θα τους ακολουθούσαν και θα τους αποσπούσαν την πελατεία τους. Παράλληλα, οι παραγωγοί δεν είναι διατεθειμένοι να μειώσουν τις τιμές τους, διότι γνωρίζουν ότι, αν αναλάβουν τέτοια πρωτοβουλία, θα τους μιμηθούν οι άλλοι παραγωγοί, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι μπορούν να αυξήσουν τον βαθμό εκμεταλλεύσεως των παραγωγικών ικανοτήτων των εγκαταστάσεών τους. Η μείωση αυτή των τιμών θα ήταν ιδιαίτερα απευκταία, επειδή θα ζημίωνε ολόκληρο τον κλάδο: δεδομένου ότι η συνολική ζήτηση πολτού είναι ανελαστική, η μείωση των εισπράξεων που θα οφειλόταν στη μείωση των τιμών δεν θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από την πραγματοποίηση κερδών χάρη στην αύξηση των πωλήσεων, οπότε θα μειώνονταν τα συνολικά κέρδη των παραγωγών.

104 Η δυνατότητα των αγοραστών να στραφούν, κατόπιν πραγματοποιήσεως ορισμένων επενδύσεων, προς άλλους τύπους πολτού, καθώς και η ύπαρξη υποκατάστατων προϊόντων, όπως είναι οι πολτοί από τη Βραζιλία ή οι πολτοί που παράγονται από ανακυκλωμένο χαρτί, έχουν μακροπρόθεσμα ως αποτέλεσμα τη μείωση των ολιγοπωλιακών τάσεων της αγοράς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι αυξομειώσεις των τιμών εντός ενός διαστήματος πολλών ετών είναι σχετικά μικρές.

105 Τέλος, ορισμένες γενικές αυξήσεις τιμών που πραγματοποιούνται βραχυπρόθεσμα ενδέχεται να οφείλονται στη διαφάνεια της αγοράς: όταν η ζήτηση είναι μεγαλύτερη από την προσφορά, οι παραγωγοί που γνωρίζουν * όπως συνέβαινε στην αγορά πολτού * ότι τα αποθέματα των ανταγωνιστών τους είναι χαμηλά και ότι ο βαθμός χρησιμοποιήσεως των παραγωγικών ικανοτήτων τους είναι υψηλός δεν φοβούνται να αυξήσουν τις τιμές τους. Στην περίπτωση αυτή υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να τους ακολουθήσουν οι ανταγωνιστές τους.

ii) Εξέλιξη της αγοράς από το 1975 έως το 1981

106 Οι διάφοροι μηχανισμοί που περιγράφηκαν ανωτέρω εξηγούν ορισμένες φάσεις της εξελίξεως των τιμών που η Επιτροπή θεωρεί "αφύσικες", δηλαδή κυρίως την σταθερότητα των τιμών κατά την περίοδο 1975-1976, την κατάρρευση της αγοράς το 1977 και τη νέα πτώση των τιμών κατά το τέλος του 1981.

* Η περίοδος 1975-1976

107 Το 1974 υπήρχε πολύ μεγάλη ζήτηση πολτού. Επειδή ο βαθμός χρησιμοποιήσεως των παραγωγικών ικανοτήτων ήταν πολύ υψηλός και τα αποθέματα εξαιρετικά χαμηλά, η υπερβαίνουσα την προσφορά ζήτηση προκάλεσε αύξηση των τιμών.

108 Το 1975 και το 1976 οι περιστάσεις αυτές άλλαξαν: σημειώθηκε αύξηση των αποθεμάτων και γενική μείωση του βαθμού χρησιμοποιήσεως των ικανοτήτων παραγωγής. Παρά τις μεταβολές αυτές, κανείς παραγωγός δεν ανέλαβε την πρωτοβουλία να μειώσει τις τιμές του, επειδή γνώριζε ότι θα τον μιμούνταν οι ανταγωνιστές του. Αντίστροφα, αν είχε αποφασίσει να αυξήσει τις τιμές του, θα αποτελούσε μεμονωμένη περίπτωση εντός της αγοράς και θα έχανε ορισμένους από τους πελάτες του, αν όχι όλους.

109 Κατά τους πραγματογνώμονες, η σταθερότητα των τιμών κατά την περίοδο 1975-1977 δεν οφείλεται μόνο στα ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά της αγοράς και στην πολύ μεγάλη διαφάνειά της, αλλά και στην ιδιαίτερη κατάσταση που επικρατούσε τότε.

110 Καταρχάς πρέπει να τονιστεί γενικά ότι το 1976 είχε σημειωθεί ανάκαμψη της παγκόσμιας ζητήσεως χαρτιού, πράγμα που οδηγούσε σε αισιόδοξες προβλέψεις. Εξάλλου, επειδή ο πληθωρισμός ήταν υψηλός, οι τιμές είχαν ουσιαστικά υποστεί μείωση και τα επιτόκια ήσαν πολύ χαμηλά. Επιπλέον, για τους Σουηδούς παραγωγούς προβλεπόταν φορολογική απαλλαγή για τον σχηματισμό αποθεμάτων, η οποία αποτελούσε συνάρτηση της αξίας των αποθεμάτων αυτών. Τέλος, οι βορειοαμερικανικές επιχειρήσεις μπορούσαν να διαθέτουν τα προϊόντα τους στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία εμφάνιζε τότε ιδιαίτερη δραστηριότητα, και εκμεταλλεύονταν σχεδόν πλήρως τις παραγωγικές ικανότητες των εγκαταστάσεών τους.

* Το έτος 1977

111 Η καθίζηση των τιμών το 1977 οφειλόταν στη μαζική αύξηση της προσφοράς και στη στασιμότητα της ζητήσεως, που χαρακτήρισαν την περίοδο αυτή. Πρώτον, η Σουηδική Κυβέρνηση κατάργησε το σύστημα χορηγήσεως ενισχύσεων για τον σχηματισμό αποθεμάτων και έτσι προκάλεσε μαζική αύξηση της προσφοράς σε χρόνο κατά τον οποίο το ύψος των αποθεμάτων στις άλλες χώρες παραγωγής ήταν σχετικά υψηλό. Δεύτερον, οι παραγωγοί διαπίστωσαν ότι η ζήτηση δεν είχε αυξηθεί σύμφωνα με τις προσδοκίες τους και ότι συνεπώς η αύξηση των τιμών καθίστατο λιγότερο πιθανή. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η επιχείρηση που θα αποφάσιζε να μειώσει τις τιμές της μπορούσε να είναι βέβαιη ότι οι ανταγωνιστές της θα τη μιμούνταν, εφόσον βέβαια μπορούσαν να αυξήσουν τον βαθμό εκμεταλλεύσεως των παραγωγικών ικανοτήτων των εγκαταστάσεών τους.

* Η περίοδος 1978-1981

112 Από το τέταρτο τρίμηνο του 1978 άρχισε η ανάκαμψη της ζητήσεως, η οποία υπερέβη την προσφορά. Η διαφάνεια της αγοράς οδήγησε τότε σε ταχεία αύξηση των τιμών. Οι επιχειρήσεις που γνώριζαν ότι οι ανταγωνιστές τους δεν διέθεταν αχρησιμοποίητες ικανότητες παραγωγής μπόρεσαν τότε να αυξήσουν τις τιμές τους, χωρίς να φοβούνται ότι θα παρέμεναν μεμονωμένες περιπτώσεις και ότι θα έχαναν συνεπώς το μερίδιο αγοράς που ήλεγχαν.

113 Την περίοδο αυτή αυξήσεως των τιμών διαδέχθηκε μια περίοδος σταθερότητας τιμών, η οποία εκτείνεται από τα μέσα του 1980 μέχρι τα τέλη του 1981. Η σταθερότητα αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι τα αποθέματα ήσαν χαμηλά, ο βαθμός χρησιμοποιήσεως των παραγωγικών ικανοτήτων υψηλός και η ζήτηση στάσιμη, λόγω της εμφανίσεως νέων τύπων χαρτοπολτού στην αγορά.

114 Κατά το τέταρτο τρίμηνο του 1981 σημειώθηκε στην αγορά νέα ύφεση, λόγω της διογκώσεως των αποθεμάτων, της μειώσεως του βαθμού χρησιμοποιήσεως των παραγωγικών ικανοτήτων και της μειώσεως της παγκόσμιας ζητήσεως χαρτιού. Το γεγονός ότι δεν υπήρχαν πλέον οι ιδιαίτερες περιστάσεις που χαρακτήριζαν την περίοδο 1975-1977, δηλαδή ο υψηλός πληθωρισμός και το σουηδικό σύστημα χορηγήσεως ενισχύσεων για τη δημιουργία αποθεμάτων, αποτελεί τον λόγο για τον οποίο η μείωση των τιμών υπήρξε τότε ταχύτερη.

iii) Διάφορα στοιχεία που διαπιστώθηκαν εντός της αγοράς είναι ασυμβίβαστα με την εξήγηση ότι υπήρξε εναρμονισμένη πρακτική

115 Οι πραγματογνώμονες αναλύουν καταρχάς τις δομές της αγοράς και την εξέλιξη των τιμών κατά την επίμαχη περίοδο και υποστηρίζουν ότι διάφορα στοιχεία ή ιδιαίτεροι μηχανισμοί της αγοράς αυτής είναι ασυμβίβαστοι με την εξήγηση της Επιτροπής ότι υπήρξε εναρμονισμένη πρακτική. Τα στοιχεία αυτά είναι η ύπαρξη ή ενδεχόμενη διείσδυση στην αγορά επιχειρήσεων που δεν ανήκαν στην κατηγορία των επιχειρήσεων που μετέσχον, κατά την Επιτροπή, στη συμπαιγνία, οι αυξομειώσεις των μεριδίων αγοράς, η μη ύπαρξη ποσοστώσεων παραγωγής και η διαπίστωση ότι οι παραγωγοί δεν επωφελήθηκαν από τις διαφορές που υπήρχαν μεταξύ των διαφόρων κρατών εισαγωγής ως προς την ελαστικότητα της ζητήσεως.

116 'Οσον αφορά το πρώτο σημείο, πρέπει να τονιστεί ότι στο σημείο 137 της αποφάσεως η Επιτροπή εκτιμά ότι η παραγωγή των μη μετεχουσών στην εναρμόνιση επιχειρήσεων ανερχόταν στο 40 % της συνολικής καταναλώσεως πολτού εντός της Κοινότητας. Ενόψει του μεγέθους του ποσοστού αυτού της αγοράς, δύσκολα θα μπορούσε να λειτουργήσει σύμπραξη μεταξύ των επιχειρήσεων μόνο που κατηγορούνται για παράνομη εφαρμογή εναρμονισμένης πρακτικής.

117 Επ' αυτού η Επιτροπή αντιτείνει ότι το γεγονός ότι δεν κίνησε καμία διαδικασία κατά των άλλων αυτών παραγωγών οφείλεται στο ότι θεώρησε ότι οι παραγωγοί αυτοί υιοθέτησαν κατά την επίμαχη περίοδο συμπεριφορά ουραγών.

118 Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Η επιχειρηματολογία αυτή αντιφάσκει προδήλως προς τη συλλογιστική που ανέπτυξε η Επιτροπή σε σχέση με τον πίνακα 6, προκειμένου να προσδιορίσει τις επιχειρήσεις που μετέσχον στην εναρμονισμένη πρακτική. Εφόσον η Επιτροπή θεώρησε, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 58, ότι η ανακοίνωση και μόνο της ίδιας τιμής με άλλο παραγωγό για την ίδια περίοδο αρκεί ως απόδειξη της υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής, είναι πρόδηλο ότι η κατά το άρθρο 85 διαδικασία λόγω παραβάσεως έπρεπε επίσης να κινηθεί κατά των άλλων αυτών επιχειρήσεων, οι οποίες, όπως αναγνωρίζει η Επιτροπή, η οποία χρησιμοποιεί τον όρο "ουραγός", ανακοίνωσαν την ίδια τιμή όπως οι παραγωγοί στους οποίους επιβλήθηκαν κυρώσεις με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του διατακτικού της αποφάσεώς της.

119 'Οσον αφορά το δεύτερο στοιχείο, οι πραγματογνώμονες διαπιστώνουν ότι, όπως προκύπτει από τον συνημμένο στην απόφαση πίνακα 2, μεταξύ 1975 και 1981 υπήρξαν αυξομοιώσεις των μεριδίων αγοράς. Οι αυξομοιώσεις αυτές αποδεικνύουν την ύπαρξη ανταγωνισμού μεταξύ των παραγωγών και τη μη ύπαρξη ποσοστώσεων.

120 Τέλος, όσον αφορά τη μη ύπαρξη διαφορών στις τιμές μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών, οι πραγματογνώμονες φρονούν ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί, όπως έπραξε η Επιτροπή στα σημεία 136 έως 140 της αποφάσεώς της, ότι οι παραγωγοί πολτού έπρεπε να εκμεταλλευθούν τις διαφορές που υπήρχαν μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών ως προς την ελαστικότητα της προσφοράς και της ζητήσεως σε συνάρτηση με την τιμή. Κατά τους πραγματογνώμονες, οι επιχειρήσεις θα έπρεπε προς τούτο να κατακερματίσουν την αγορά, πράγμα που δεν θα μπορούσαν να πράξουν, αν δεν υπήρχε ουσιαστική σύμπραξη μεταξύ όλων των υφισταμένων και δυνητικών προμηθευτών, ικανή να εξασφαλίσει την τήρηση των απαγορεύσεων πραγματοποιήσεως μεταπωλήσεων και μεταβιβάσεων μεταξύ κρατών μελών. Αντίθετα, υπό τις συνθήκες αυτές, η ομοιομορφία των τιμών συνηγορεί υπέρ του συμπεράσματος ότι οι μηχανισμοί της αγοράς λειτουργούσαν ομαλά.

iv) Οι επικρίσεις των πραγματογνωμόνων σε σχέση με συγκεκριμένα σημεία της εξηγήσεως που δίδει η Επιτροπή

121 Οι πραγματογνώμονες επικρίνουν, σε διάφορα συγκεκριμένα σημεία, την εξήγηση που δίδει η Επιτροπή. Οι επικρίσεις αυτές αφορούν τις επιπτώσεις που έχουν επί των τιμών τα έξοδα μεταφοράς, ο όγκος της παραγγελίας και, γενικότερα, οι διαφορές κόστους, καθώς και τον απόρρητο χαρακτήρα των εκπτώσεων.

122 Πρώτον, στον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι οι τιμές έπρεπε να διαφέρουν ανάλογα με τον τόπο προορισμού οι πραγματογνώμονες απαντούν ότι ο προορισμός του πολτού * δηλαδή το αν προοριζόταν για λιμένα του Ατλαντικού ή της Βαλτικής * ελάχιστα επηρέαζε τα έξοδα μεταφοράς. Η διαφορά κόστους που θα μπορούσε να οφείλεται στη διαφορά προορισμού δεν θα υπερέβαινε τα 10 δολάρια ανά τόνο. Αντίθετα από ό,τι ισχυρίζεται η Επιτροπή, η διαφορά αυτή είναι πολύ μικρή για να επηρεάσει τις τιμές εντός καθεμιάς από τις δύο ζώνες.

123 Δεύτερον, οι πραγματογνώμονες εξηγούν για ποιο λόγο θεωρούν ότι οι μαζικές παραγγελίες χαρτοπολτών δεν οδηγούσαν σε μεγάλες μειώσεις τιμών. Για διαφόρους λόγους οι μαζικές αυτές παραγγελίες δεν επέτρεπαν σημαντικές μειώσεις κόστους. Πρώτον, οι πολτοί αποτελούν εν γένει τυποποιημένα προϊόντα, που εξέρχονται από ανώνυμα αποθέματα δεύτερον, οι παραγωγοί έχουν τη συνήθεια να δημιουργούν αποθηκευτικές εγκαταστάσεις στους μεγάλους λιμένες προορισμού τρίτον, οι χαρτοβιομήχανοι, επειδή χρησιμοποιούν διάφορες ποικιλίες πολτού, προτιμούν, όταν παραγγέλλουν σημαντικές ποσότητες, ο πολτός να τους παραδίδεται σταδιακά. Σε τελική ανάλυση, η μόνη εξοικονόμηση που καθιστούν δυνατή οι μαζικές παραγγελίες πολτού είναι η εξοικονόμηση γενικών και διοικητικών εξόδων.

124 Τρίτον, οι πραγματογνώμονες φρονούν ότι, ακόμη και αν ήταν πράγματι δυνατή η εξοικονόμηση αυτή, οι προκύπτουσες διαφορές κόστους μεταξύ των παραγωγών δεν θα είχαν επιπτώσεις επί των τιμών, αλλά επί των κερδών των επιχειρήσεων.

125 Τέλος, το γεγονός ότι οι εκπτώσεις ήταν απόρρητες οφειλόταν σε διάφορους λόγους, ανεξάρτητους από τη βούληση των παραγωγών πολτού: πρώτον, σε ορισμένες χώρες, π.χ. στη Γαλλία, οι εκπτώσεις που δεν αντιστοιχούν σε εξοικονόμηση κόστους είναι παράνομες δεύτερον, επειδή οι εκπτώσεις αυτές αφορούν συνήθως τον ετήσιο όγκο παραδόσεων, δεν μπορούν να υπολογίζονται πριν από το τέλος του οικονομικού έτους. Τέλος, οι ίδιοι αγοραστές ζητούν να παραμένουν απόρρητες οι εκπτώσεις, επειδή θέλουν αφενός να πλεονεκτούν έναντι των ανταγωνιστών τους, λόγω των χαμηλότερων τιμών που θα καταβάλλουν, και αφετέρου να αποφύγουν το ενδεχόμενο να ζητήσουν και οι αγοραστές χαρτιού ανάλογη μείωση των τιμών.

3. Συμπεράσματα

126 Κατόπιν όλων των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτό ότι εν προκειμένω η ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής δεν αποτελεί τη μόνη βάσιμη εξήγηση για την παράλληλη συμπεριφορά. Πρώτον, το σύστημα των ανακοινώσεων των τιμών μπορεί να θεωρηθεί ως εύλογη συνέπεια αφενός του γεγονότος ότι η αγορά του χαρτοπολτού αποτελούσε αγορά εντός της οποίας συνάπτονταν μακροπρόθεσμες συμβάσεις και αφετέρου της ανάγκης των αγοραστών και των πωλητών να περιορίσουν τους εμπορικούς κινδύνους. Δεύτερον, το γεγονός ότι οι ημερομηνίες ανακοινώσεως των τιμών σχεδόν συνέπιπταν μπορεί να θεωρηθεί ως άμεση συνέπεια του υψηλού βαθμού διαφάνειας της αγοράς, η οποία δεν πρέπει οπωσδήποτε να χαρακτηριστεί τεχνητή. Τέλος, η παράλληλη εξέλιξη των τιμών εξηγείται ικανοποιητικά από την ύπαρξη ολιγοπωλιακών τάσεων στην αγορά και ιδιαίτερων περιστάσεων κατά τη διάρκεια ορισμένων περιόδων. Κατά συνέπεια, η παράλληλη συμπεριφορά που διαπίστωσε η Επιτροπή δεν αποτελεί απόδειξη εναρμονισμένης πρακτικής.

127 Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν σοβαρές, συγκεκριμένες και αλληλοσυμπληρούμενες ενδείξεις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής ως προς τις ανακοινωθείσες τιμές. Συνεπώς, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί.

IV * Εναρμονισμένη πρακτική στο πλαίσιο της ΚΕΑ

128 Οι προσφεύγουσες αμερικανικές επιχειρήσεις, πλην της Βowater, ζήτησαν την ακύρωση του άρθρου 1, παράγραφος 3, του διατακτικού της αποφάσεως της Επιτροπής, με το οποίο διαπιστώνεται ότι τα μέλη της ΚΕΑ εναρμόνισαν την πρακτική τους ως προς τις ανακοινωθείσες τιμές και τις τιμές συναλλαγών για τις παραδόσεις πολτού εντός της Κοινότητας και ότι αντάλλαξαν εξατομικευμένα στοιχεία σχετικά με τις τιμές αυτές και ότι η ΚΕΑ υποδείκνυε τις τιμές για τις πωλήσεις αυτές.

129 Με την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1988 η διάταξη αυτή ακυρώθηκε, καθόσον αφορούσε την ΚΕΑ.

Α * Εναρμονισμένη πρακτική ως προς τις ανακοινωθείσες τιμές και ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων ως προς τις τιμές συναλλαγών

130 'Οσον αφορά την εναρμονισμένη πρακτική ως προς τις ανακοινωθείσες τιμές και την ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων ως προς τις τιμές συναλλαγών, πρέπει καταρχάς να αναφερθεί το άρθρο ΙΙ Α της "Policy Statement of Pulp Group" ("ανακοινώσεως πολιτικής του ομίλου χαρτοπολτού", δηλαδή της δηλώσεως αρχών του ομίλου αυτού). Κατ' εφαρμογή των διατάξεων αυτών, τα μέλη του ομίλου συνέρχονται κατά διαστήματα για να καθορίζουν ομόφωνα τις τιμές πωλήσεως χαρτοπολτών, τις λεγόμενες "συνιστώμενες τιμές ΚΕΑ", και αναλαμβάνουν την υποχρέωση να ανακοινώνουν τις τιμές αυτές στους πελάτες τους. Αν στη συνέχεια τα μέλη της ενώσεως αποκλίνουν από τις τιμές αυτές * πράγμα που είναι ελεύθερα να πράξουν * έχουν την υποχρέωση να το γνωστοποιήσουν προηγουμένως στον διευθυντή του ομίλου, ο οποίος ενδέχεται να αποφασίσει να συγκαλέσει νέα συνάντηση των μελών του ομίλου για να συζητηθεί ο κατάλληλος τρόπος ενέργειας.

131 Εφόσον οι παραγωγοί συνέρχονταν κατά διαστήματα για να καθορίσουν από κοινού τη "συνιστώμενη τιμή ΚΕΑ", είναι προφανές ότι οι επιχειρήσεις που ήσαν μέλη της ενώσεως αυτής εναρμόνιζαν, στο πλαίσιο της ενώσεως αυτής, τις τιμές που ανακοίνωναν για τον χαρτοπολτό. Ομοίως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες αυτές, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να γνωστοποιούν εκ των προτέρων κάθε τιμή που θα απέκλινε από την τιμή που είχαν καθορίσει με κοινή συμφωνία, καθιέρωσαν σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών ως προς τη μελλοντική συμπεριφορά τους ικανό να περιορίσει τον ανταγωνισμό.

132 Κατά των αποδείξεων αυτών οι προσφεύγουσες ματαίως αντιτάσσουν ότι στην πραγματικότητα η "συνιστώμενη τιμή ΚΕΑ" που καθοριζόταν από τον όμιλο δεν τηρήθηκε πάντοτε από τα μέλη του. Η επιχειρηματολογία αυτή περικλείει την ομολογία ότι, τουλάχιστον για ορισμένες περιόδους, οι προσφεύγουσες ανακοίνωναν τις συνιστώμενες τιμές ΚΕΑ και συνεπώς εναρμόνιζαν την πρακτική τους ως προς τις τιμές αυτές.

Β * Εναρμονισμένη πρακτική ως προς τις τιμές συναλλαγών

133 Με το άρθρο 1, παράγραφος 3, η Επιτροπή προσάπτει επίσης στις προσφεύγουσες που είναι μέλη της ΚΕΑ ότι, στο πλαίσιο της ενώσεως αυτής, εναρμόνισαν την πρακτική τους ως προς τις τιμές συναλλαγών.

134 Μολονότι από τη διάταξη αυτή δεν προκύπτει κανένα στοιχείο επ' αυτού, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παράβαση αυτή τελέστηκε κατά τη διάρκεια του 1975 και του 1976. Στα σημεία 120 και 121 της αποφάσεως της Επιτροπής αναφέρεται ότι οι συνιστώμενες τιμές ΚΕΑ τηρήθηκαν "τουλάχιστον κατά τα έτη 1975 και 1976", ενώ το 1977 και το 1978 υπήρχε διαφορά μεταξύ της συνιστώμενης τιμής και της τιμολογουμένης τιμής. Από τα ανωτέρω οι προσφεύγουσες συνήγαγαν το συμπέρασμα ότι, κατά την Επιτροπή, οι συνιστώμενες τιμές ΚΕΑ δεν είχαν τηρηθεί κατά τα έτη 1979, 1980 και 1981 η Επιτροπή όμως απάντησε ότι το γεγονός ότι "οι διαπιστώσεις της περιορίστηκαν μόνο στα έτη 1975 και 1976 οφείλεται στο ότι δεν διέθετε τα αναγκαία στοιχεία ως προς τις συνιστώμενες τιμές ΚΕΑ των ετών 1979, 1980 και 1981". Από τους ανωτέρω ισχυρισμούς προκύπτει σαφώς ότι ως περίοδος παραβάσεως πρέπει να θεωρηθούν μόνο τα έτη 1975 και 1976.

135 Προκειμένου να κριθεί κατά πόσον συντρέχει η παράβαση αυτή, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. την απόφαση Hoffmann-La Roche, όπ.π.), απαιτείται, πριν εκδοθεί η απόφαση της Επιτροπής, να εξασφαλιστεί η άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας και να δοθεί στις επιχειρήσεις η δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους επί των αιτιάσεων που προβάλλει η Επιτροπή, καθώς και επί των εγγράφων στα οποία βασίζονται οι αιτιάσεις αυτές.

136 Με διατάξεις της 25ης Νοεμβρίου 1988 και της 16ης Μαρτίου 1989 το Δικαστήριο διόρισε δύο πραγματογνώμονες, στους οποίους ανατέθηκε να εξακριβώσουν, μεταξύ άλλων, κατά πόσον από τα έγγραφα που συνέλεξε η Επιτροπή κατά τη διεξαγωγή των ελέγχων της και συνεπώς πριν από τη γνωστοποίηση των αιτιάσεων μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, όπως συνήγαγε η Επιτροπή, οι τιμές συναλλαγών των παραγωγών συνέπιπταν με τις ανακοινωθείσες τιμές τους.

137 Από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, η οποία κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 10 Απριλίου 1990, προκύπτει ότι κατά τον χρόνο της γνωστοποιήσεως των αιτιάσεων η Επιτροπή δεν είχε στην κατοχή της αρκετά τιμολόγια για να αποδείξει τον ισχυρισμό της ότι τα μέλη της ΚΕΑ είχαν τελέσει παράβαση, επειδή είχαν εναρμονίσει την πρακτική τους ως προς τις τιμές συναλλαγών. Από το παράρτημα 15-1 της εν λόγω εκθέσεως προκύπτει με σαφήνεια ότι για τρία μέλη της ενώσεως * την Chesapeake Corporation, την Mead Corporation και τη Scott Paper * η Επιτροπή δεν είχε στην κατοχή της κανένα τιμολόγιο, ενώ για την Crown Zellerbach και για την ΙPS είχε μόνο τρία και τέσσερα τιμολόγια αντίστοιχα. Πρέπει να προστεθεί ότι στην περίπτωση της IPS τα έγγραφα αυτά αναφέρονταν στα έτη 1977 και 1978, τα οποία δεν αφορά ο ισχυρισμός περί τελέσεως παραβάσεως.

138 Κατά συνέπεια, για να αποδείξει την παράβαση ως προς τις τιμές συναλλαγών, η Επιτροπή ουσιαστικά βασίστηκε σε έγγραφα τα οποία συνέλεξε μετά τη γνωστοποίηση των αιτιάσεων. Επειδή στα μέλη της ΚΕΑ δεν δόθηκε η δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους επί των εγγράφων αυτών, επιβάλλεται να ακυρωθεί, λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, το άρθρο 1, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αφορά την παράβαση αυτή.

Γ * Επί του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών

139 Κατά το άρθρο 85 της Συνθήκης, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει κυρώσεις για συμπεριφορά που θίγει τον ανταγωνισμό, μόνο αν η συμπεριφορά αυτή μπορεί επίσης να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

140 Στα σημεία 136 επ. της αποφάσεώς της η Επιτροπή εκφράζει την άποψη ότι τούτο συμβαίνει εν προκειμένω. Το ενιαίο επίπεδο τιμών που δημιούργησαν οι επίμαχες πρακτικές αποτέλεσε κώλυμα για το εμπόριο που θα είχε αναπτυχθεί μεταξύ των κρατών μελών λόγω των διαφορών που υπήρχαν ως προς τη ζήτηση, τις τιμές συναλλάγματος και τις δαπάνες μεταφοράς. Το εμπόριο αυτό θα είχε αναπτυχθεί χάρη στη δράση διαφόρων ανεξάρτητων μεσαζόντων και χαρτοβιομηχάνων, οι οποίοι θα μεταπωλούσαν τον πλεονάζοντα πολτό τους εντός της αγοράς άλλου κράτους μέλους, η οποία θα εμφάνιζε μεγαλύτερη δραστηριότητα.

141 Οι προσφεύγουσες που είναι μέλη της ΚΕΑ αμφισβητούν το βάσιμο του ισχυρισμού αυτού προβάλλοντας τρεις κυρίως λόγους. Πρώτον, οι δραστηριότητές τους συνίστανται μόνο σε εξαγωγές προς την Κοινότητα και δεν αφορούν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Δεύτερον, το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο είναι ασήμαντο: τα λίγα εργοστάσια παραγωγής πολτού που είναι εγκατεστημένα εντός της Κοινότητας χρησιμοποιούν το σύνολο σχεδόν της παραγωγής τους για την παραγωγή χαρτιού στις δικές τους εγκαταστάσεις. Επιπλέον, λόγω του κόστους της αποθηκεύσεως, οι χαρτοποιίες αγοράζουν εν γένει πολτό για να καλύψουν μόνο τις ανάγκες τους. Τέλος, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι το μερίδιο αγοράς που ήλεγχαν ήταν τόσο μικρό, ώστε δεν μπορούσε να επηρεάσει αισθητά το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

142 Στα δύο πρώτα επιχειρήματα μπορεί καταρχάς να αντιταχθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1985, 123/83, BNIC, Συλλογή 1985, σ. 391), όλες οι συμφωνίες που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού με τον καθορισμό των τιμών ενός ημιτελικού προϊόντος είναι ικανές να επηρεάσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο, έστω και αν το ίδιο το ημιτελικό αυτό προϊόν δεν αποτελεί αντικείμενο εμπορίας μεταξύ των κρατών μελών, όταν το προϊόν αυτό αποτελεί την πρώτη ύλη άλλου προϊόντος που διατίθεται στο εμπόριο αλλαχού εντός της Κοινότητας. Εν προκειμένω πρέπει να τονιστεί ότι ο χαρτοπολτός αντιπροσωπεύει το 50 έως 75 % του κόστους του χαρτιού και ότι συνεπώς δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η εναρμονισμένη πρακτική που εφαρμόστηκε ως προς τις τιμές του χαρτοπολτού επηρέασε το εμπόριο χαρτιού μεταξύ των κρατών μελών.

143 Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο επιχείρημα των μελών της ΚΕΑ, το οποίο στηρίζεται στο γεγονός ότι το μερίδιο αγοράς που ήλεγχαν ήταν μικρό. Συναφώς πρέπει να υπομνηστεί ότι, όπως έχει δεχθεί επανειλημμένα το Δικαστήριο (βλ. π.χ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion francaise, Συλλογή 1983, σ. 1825), για να μπορεί μια συμφωνία να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, πρέπει να καθίσταται δυνατόν, βάσει ενός συνόλου αντικειμενικών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, να πιθανολογηθεί σε μεγάλο βαθμό ότι η συμφωνία αυτή μπορεί να επηρεάσει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, τον ρου του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών κατά τρόπο που θα μπορούσε να βλάψει την πραγμάτωση των στόχων μιας ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών.

144 Εν προκειμένω, από τον συνημμένο στην απόφαση της Επιτροπής πίνακα 2 προκύπτει ότι οι εξαγωγές των αμερικανικών επιχειρήσεων κυμάνθηκαν, κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου, μεταξύ του 14,10 και του 17,67 % της συνολικής καταναλώσεως χαρτοπολτού εντός της Κοινότητας. Δεδομένου ότι αυτά τα μερίδια αγοράς δεν είναι αμελητέα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εναρμονισμένη πρακτική ως προς τις ανακοινωθείσες τιμές και οι ανταλλαγές πληροφοριών στο πλαίσιο της ΚΕΑ μπορούσαν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

Δ * Επί της εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

145 Τέλος, οι προσφεύγουσες που είναι μέλη της ΚΕΑ βάλλουν κατά του άρθρου 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως, ισχυριζόμενες ότι είναι θύματα δυσμενούς διακρίσεως σε σχέση με τη Finncell. Στο σημείο 135 της αποφάσεώς της η Επιτροπή αναφέρει ότι θα αποφανθεί με χωριστή απόφαση κατά πόσον η οργάνωση αυτή συμβιβάζεται με το άρθρο 85 της Συνθήκης. Η Finncell όμως έχει περισσότερους πελάτες εντός της Κοινότητας απ' ό,τι η ΚΕΑ και οι κανόνες της, στους οποίους περιλαμβάνεται η υποχρέωση εμπορίας του πολτού μέσω της οργανώσεως αυτής, είναι περισσότερο δεσμευτικοί.

146 Το επιχείρημα αυτό δεν έχει αξία για την εκτίμηση της παρούσας παραβάσεως. Το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν διαπίστωσε ότι ένας παραγωγός, που βρισκόταν σε παρεμφερή προς τον προσφεύγοντα κατάσταση, τέλεσε παράβαση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εξαλείψει τη διαπίστωση της τελέσεως παραβάσεως εκ μέρους του προσφεύγοντος αυτού, εφόσον η τέλεση της παραβάσεως αυτής έχει αποδειχθεί προσηκόντως.

147 Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να ακυρωθεί, λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, το άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως, καθόσον διαπιστώνεται η ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής των μελών της ΚΕΑ ως προς τις τιμές συναλλαγών.

V * Εναρμονισμένη πρακτική στο πλαίσιο της Fides

148 Με το άρθρο 1, παράγραφος 4, διαπιστώνεται ότι η St Anne και η Finncell και διάφορες σουηδικές επιχειρήσεις, μια νορβηγική, μια ισπανική και μια πορτογαλική επιχείρηση αντήλλασσαν, στο πλαίσιο της Fides, εξατομικευμένα στοιχεία σχετικά με τις τιμές πωλήσεως των πολτών από σκληρή ξυλεία κατά την περίοδο 1973-1977.

149 Κατά την απόφαση της Επιτροπής, την πρωτοβουλία συγκλήσεως των συναντήσεων αυτών αναλάμβαναν οι φινλανδικές και οι σουηδικές επιχειρήσεις, οι οποίες επιδίωκαν την επιβολή σχετικής πειθαρχίας, δηλαδή επιδίωκαν τον καθορισμό των τιμών πωλήσεως κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των παραγωγών και την εκ μέρους των παραγωγών αυτών ανάληψη έναντι των λοιπών παραγωγών της υποχρεώσεως να δικαιολογούν τις αποκλίσεις μεταξύ των τιμών τους και των τιμών που είχαν καθοριστεί με κοινή συμφωνία. Η καναδική επιχείρηση St Anne μετέσχε απλώς στην ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων ως προς τις τιμές πωλήσεως, χωρίς να δεχθεί να υποβληθεί σε οποιουσδήποτε κανόνες πειθαρχίας.

150 Για να αποδείξει την τέλεση της παραβάσεως αυτής, η Επιτροπή βασίστηκε σε διάφορα έγγραφα και τηλετυπήματα, τα οποία εκτίθενται στα σημεία 44 έως 60 της αποφάσεως. Πρόκειται για πρακτικά ορισμένων συναντήσεων και για έγγραφα με τα οποία οι παραγωγοί ενημέρωναν τις θυγατρικές εταιρίες τους ή τους πράκτορες πωλήσεων για τα αποτελέσματα των εν λόγω συναντήσεων ή για εσωτερικά έγγραφα ορισμένων παραγωγών που αφορούσαν τις ίδιες αυτές συναντήσεις.

151 Η καναδική επιχείρηση St Anne και η φινλανδική ένωση Finncell ζήτησαν την ακύρωση αυτού του μέρους της αποφάσεως.

Α * Επί της συμμετοχής της St Anne στις συναντήσεις της Fides

152 Η St Anne ισχυρίζεται ότι η παράβαση που συνίσταται στη συμμετοχή της στις συναντήσεις της Fides δεν περιλαμβανόταν στη γνωστοποίηση αιτιάσεων.

153 Επ' αυτού πρέπει καταρχάς να τονιστεί ότι, όποτε γίνεται λόγος στη γνωστοποίηση αιτιάσεων για τις συναντήσεις στο πλαίσιο της Fides, αναφέρονται μόνο οι σκανδιναβικές και οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, για τα σημεία 61 και 80, τα οποία περιλαμβάνονται στο τμήμα: "Δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ". Τη μόνη εξαίρεση αποτελεί το σημείο 32 της γνωστοποιήσεως, στο οποίο αναφέρεται ένα τηλετύπημα της 28ης Μαρτίου 1977, με το οποίο η ισπανική επιχείρηση ENCE ενημέρωνε τον πράκτορά της Becelco για τις τιμές που επρόκειτο να εφαρμόσουν αφενός οι σκανδιναβικές επιχειρήσεις και αφετέρου οι επιχειρήσεις St Anne, Portucel και Celbi. Το έγγραφο όμως αυτό δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Δεδομένου ότι το έγγραφο αυτό περιλαμβάνεται στο τμήμα "πραγματικά περιστατικά" της γνωστοποιήσεως αιτιάσεων και ότι από το έγγραφο αυτό δεν συνήχθη κανένα συμπέρασμα που να εκτίθεται στο τμήμα "νομική εκτίμηση", το έγγραφο αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προσδιοριστεί η συμπεριφορά για την οποία η Επιτροπή αιτιάται τις προσφεύγουσες. Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι στο παράρτημα VΙΙ της γνωστοποιήσεως αυτής, στο οποίο απαριθμούνται, σύμφωνα με την επικεφαλίδα του, τα "κυριότερα μέλη του τμήματος χαρτοπολτού σκληρής ξυλείας της Fides", δεν γίνεται μνεία της επιχειρήσεως St Anne.

154 Κατά συνέπεια, κατά το στάδιο της γνωστοποιήσεως των αιτιάσεων η προσφεύγουσα St Anne δεν μπορούσε να λάβει γνώση της αιτιάσεως περί συμμετοχής της στις συναντήσεις της Fides και συνεπώς να αναπτύξει την άμυνά της επ' αυτού. Δεδομένου επομένως ότι παραβιάστηκαν οι κανόνες που εκτίθενται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, και στο άρθρο 4 του κανονισμού 99, το άρθρο 1, παράγραφος 4, της αποφάσεως της Επιτροπής πρέπει να ακυρωθεί, κατά το μέρος κατά το οποίο αφορά την επιχείρηση St Anne.

Β * Επί της συμμετοχής της Finncell στις συναντήσεις της Fides

155 Η Finncell, όσον αφορά τη συμμετοχή της στις συναντήσεις της Fides, ισχυρίζεται καταρχάς ότι οι ενδείξεις και τα έγγραφα των οποίων γίνεται μνεία στα σημεία 57 έως 60 της αποφάσεως συνελέγησαν μετά τη γνωστοποίηση αιτιάσεων και ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις της επί των εγγράφων αυτών πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

156 'Οπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της αποφάσεως αυτής, τα επίμαχα στοιχεία προέρχονται από τις απαντήσεις που έδωσαν άλλες επιχειρήσεις στη γνωστοποίηση αιτιάσεων. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επί των εγγράφων αυτών πριν από την έκδοση της αποφάσεως, τα έγγραφα αυτά δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη εν προκειμένω, ειδάλλως θα συνέτρεχε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

157 Η Finncell επικρίνει επίσης από διάφορες απόψεις τα άλλα στοιχεία τα οποία εκτίθενται στα σημεία 44 έως 56 της αποφάσεως. Πρώτον, τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιούνται ως απόδειξη της υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ της Finncell και Καναδών, Σουηδών, Νορβηγών, Ισπανών και Πορτογάλων παραγωγών, ενώ το μόνο που της καταλογιζόταν με τη γνωστοποίηση αιτιάσεων ήταν ότι είχε προβεί σε ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων με τον GEC, γαλλικό όμιλο οικονομικών συμφερόντων. Δεύτερον, σε ορισμένα από τα έγγραφα αυτά αναφέρονται μόνο οι Σκανδιναβοί παραγωγοί, στους οποίους δεν περιλαμβάνονται ο Φινλανδοί. Τρίτον, αντικείμενο των συζητήσεων στις οποίες αναφέρονται ορισμένα από τα έγγραφα αυτά δεν ήταν η τιμή του πολτού, αλλά ορισμένα άλλα ζητήματα, όπως η κατάσταση της αγοράς ή ο βαθμός χρησιμοποιήσεως των παραγωγικών ικανοτήτων. Τέταρτον, η Finncell τονίζει ότι καθόριζε τις τιμές της πριν από τις συναντήσεις αυτές, οι οποίες επομένως δεν επηρέαζαν καθόλου τις τιμές της.

158 Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

159 Πρώτον, η εναρμονισμένη πρακτική που διαπιστώνεται στα προαναφερθέντα σημεία της αποφάσεως δεν διαφέρει, όσον αφορά τους μετέχοντες στην πρακτική αυτή, από την πρακτική που περιγράφεται στη γνωστοποίηση αιτιάσεων. Στο σημείο 80 της γνωστοποιήσεως αιτιάσεων, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα "νομική εκτίμηση" και επιγράφεται "ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων στο πλαίσιο της Fides", γίνεται λόγος μόνο για εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ του GEC και της Finncell. Στο σημείο 61 όμως της γνωστοποιήσεως αιτιάσεων, το οποίο περιλαμβάνεται επίσης στη "νομική εκτίμηση", γίνεται επίσης λόγος για συνεργασία ως προς τις τιμές στο πλαίσιο της Fides, υπό τον τίτλο: "συνεργασία μεταξύ των Σκανδιναβών παραγωγών και των άλλων Ευρωπαίων παραγωγών" το δε σημείο 61 παραπέμπει στο σημείο 30 της γνωστοποιήσεως αιτιάσεων. Στο σημείο 30 αναφέρεται ότι η Fides περιελάμβανε ένα "τμήμα 'σκληρή ξυλεία' , εντός του οποίου οι κυριότεροι Σκανδιναβοί παραγωγοί και ορισμένες άλλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ανταλλάσσουν πληροφοριακά στοιχεία που αφορούν την αγορά" ο πίνακας των μετεχόντων στις ανταλλαγές αυτές περιλαμβάνεται στο παράρτημα 7.

160 Δεύτερον, δεν αμφισβητείται ότι ο όρος "Σκανδιναβός", όπως χρησιμοποιείται στα έγγραφα των οποίων γίνεται μνεία στα σημεία 48, 49, 51, 52 και 53 της αποφάσεως, καλύπτει τόσο τους Φινλανδούς όσο και τους Σουηδούς παραγωγούς. Ακόμη όμως και αν αυτό δεν συνέβαινε, θα έπρεπε επιπλέον να τονιστεί ότι τα έγγραφα των οποίων γίνεται μνεία στα σημεία 45 και 54 αναφέρονται ρητά στους Φινλανδούς παραγωγούς, ενώ στο σημείο 53 γίνεται λόγος για ένα ταξίδι του διευθυντή του GEC στο Ελσίνκι, σκοπός του οποίου ήταν να εξεταστεί "η δυνατότητα αύξησης των τιμών από το δεύτερο εξάμηνο του 1977". Αντίθετα από ό,τι ισχυρίζεται η Finncell, η ενέργεια αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μονομερής. Από τα έγγραφα που εκτίθενται στα σημεία 51, 53 και 54 προκύπτει ότι σκοπός της ήταν να δικαιολογηθεί η συμπεριφορά που είχε επιδείξει ο GΕC ως προς τις τιμές, κατόπιν των επικρίσεων που είχαν διατυπώσει κυρίως οι Σκανδιναβοί παραγωγοί.

161 Στο τρίτο επιχείρημα μπορεί να αντιταχθεί ότι τα περισσότερα από τα εξετασθέντα έγγραφα αναφέρονται ρητά σε συζητήσεις επί των τιμών. Τούτο ισχύει ειδικότερα για τα έγγραφα των οποίων γίνεται μνεία στα σημεία 48, 49, 52 και 53.

162 Τέλος, το επιχείρημα ότι οι τιμές της Finncell καθορίζονταν πριν από τις συναντήσεις της Fides δεν είναι κρίσιμο, αφού η συμπεριφορά την οποία επικρίνει η Επιτροπή με το άρθρο 1, παράγραφος 4, του διατακτικού της αποφάσεώς της συνίσταται όχι μόνο στο γεγονός ότι οι παραγωγοί μετέσχον σε συναντήσεις κατά τις οποίες καθορίζονταν οι τιμές αυτές, αλλά και στην εκ μέρους ενός παραγωγού επιβολή στους ανταγωνιστές του των τιμών που καθόριζε ο ίδιος προηγουμένως.

163 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η συνολική εξέταση των εγγράφων των οποίων γίνεται μνεία στα σημεία 44 έως 56 της αποφάσεως καθιστά δυνατή την απόδειξη της συμμετοχής της Finncell στις συναντήσεις της Fides.

Γ * Επί του επηρεασμού του διακρατικού εμπορίου

164 Οι προσφεύγουσες φινλανδικές εταιρίες φρονούν ότι γενικά οι παραβάσεις που θεωρεί ότι διαπίστωσε η Επιτροπή δεν μπορούσαν να επηρεάσουν το εμπόριο πολτού μεταξύ των κρατών μελών.

165 Συναφώς οι προσφεύγουσες αυτές ισχυρίζονται ότι η απόφαση αφορά μόνο τον ρου των συναλλαγών μεταξύ τρίτων χωρών και κρατών μελών, οπότε δεν μπορεί να συναχθεί κανένα συμπέρασμα ως προς το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Δεύτερον, το εμπόριο χαρτοπολτού μεταξύ των κρατών μελών είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο. Τέλος, οι χαρτοβιομήχανοι, λόγω της μεθόδου παραγωγής του πολτού και των σχέσεων συνεργασίας που είχαν με τους προμηθευτές τους, δεν είχαν κανένα συμφέρον για την ανάπτυξη των παράλληλων εισαγωγών.

166 Στα επιχειρήματα αυτά, τα οποία είναι παρεμφερή προς τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν τα μέλη της ΚΕΑ, πρέπει να δοθεί η ίδια απάντηση που δόθηκε με τη σκέψη 143. Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν.

167 Κατόπιν των ανωτέρω, το άρθρο 1, παράγραφος 4, ακυρώνεται, λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, όσον αφορά την επιχείρηση St Anne.

VI * Οι ρήτρες απαγορεύσεως των εξαγωγών και των μεταπωλήσεων

168 Οι προσφεύγουσες καναδικές επιχειρήσεις St Anne, Westar, MacMillan και Canfor ζητούν την ακύρωση του άρθρου 1, παράγραφος 5, της αποφάσεως, με το οποίο η Επιτροπή τις κατηγορεί, όπως εξάλλου και άλλες αμερικανικές, σουηδικές και νορβηγικές επιχειρήσεις, ότι είχαν προσθέσει στις συμβάσεις πωλήσεως χαρτοπολτού ρήτρες που απαγόρευαν στους αγοραστές να εξάγουν ή να μεταπωλούν τον πολτό.

169 Οι προσφεύγουσες, χωρίς να αμφισβητούν την ύπαρξη των ρητρών αυτών, προβάλλουν τρεις κατηγορίες επιχειρημάτων.

170 Πρώτον, οι ρήτρες αυτές αντιγράφηκαν εκ παραδρομής από παλαιότερες συμβάσεις και το γεγονός ότι δεν απαλείφθηκαν από τις συμβάσεις οφείλεται σε αβλεψία.

171 Δεύτερον, οι ρήτρες αυτές δεν είχαν έννομες συνέπειες για τους αντισυμβαλλομένους: οι αγοραστές ουδέποτε θεώρησαν ότι δεσμεύονταν από τις υποχρεώσεις που τους επέβαλλαν οι ρήτρες αυτές οι δε πωλητές ουδέποτε απαίτησαν την εφαρμογή τους. Οι ρήτρες αυτές άλλωστε απαλείφθηκαν εν γένει από τις συμβάσεις μόλις παρελήφθη η γνωστοποίηση αιτιάσεων.

172 Τέλος, οι επίμαχες ρήτρες δεν επηρέασαν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Οι χαρτοβιομήχανοι, ενόψει των σχέσεων συνεργασίας που είχαν αναπτύξει με τους παραγωγούς χαρτοπολτού, δίσταζαν να απευθυνθούν σε ανταγωνιστές εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη, αφού μάλιστα οι τιμές ήσαν οι ίδιες σε όλη την Κοινότητα και οι συναλλαγές αυτές, αν είχαν συναφθεί, θα είχαν δημιουργήσει πρόσθετες δαπάνες μεταφοράς, φορτώσεως και εκφορτώσεως. Επ' αυτού ορισμένοι παραγωγοί τονίζουν επίσης το γεγονός ότι λίγες μόνο συμβάσεις περιείχαν αυτή τη ρήτρα η δε επιχείρηση St Anne τονίζει ιδιαίτερα ότι η συνολική ποσότητα πολτού που πωλούσε ετησίως εντός της Κοινότητας κατά την επίμαχη περίοδο ήταν ίση με το 3 % μόνο της συνολικής ποσότητας που καταναλωνόταν εντός της Κοινότητας.

173 Η επιχειρηματολογία αυτή δεν αναιρεί την παράβαση που απέδειξε η Επιτροπή.

174 Πρώτον, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 επιτρέπει στην Επιτροπή να επιβάλλει στις επιχειρήσεις πρόστιμα, όταν "εκ προθέσεως ή εξ αμελείας" έχουν διαπράξει παράβαση των διατάξεων του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι εν λόγω ρήτρες προστέθηκαν στις συμβάσεις εξ αμελείας.

175 Δεύτερον, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία (βλ. π.χ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1984, 86/82, Hasselblad, Συλλογή 1984, σ. 883, και απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 1990, C-277/87, Sandoz prodotti Farmaceutici κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-45), το γεγονός ότι μια ρήτρα με την οποία επιδιώκεται ο περιορισμός του ανταγωνισμού δεν εφαρμόσθηκε από τους συμβαλλομένους δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι η ρήτρα αυτή δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

176 Τέλος, όσον αφορά το τρίτο επιχείρημα των προσφευγουσών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ρήτρα με την οποία επιβάλλεται στον αγοραστή η απαγόρευση μεταπωλήσως ή εξαγωγής του αγορασθέντος εμπορεύματος μπορεί εξ ορισμού να στεγανοποιήσει τις αγορές και να επηρεάσει συνεπώς το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, πράγμα που αποτελεί απλώς το κριτήριο για να προσδιοριστεί αν η συγκεκριμένη συμφωνία εμπίπτει στο κοινοτικό δίκαιο (βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 1966, 56/64 και 58/64, Consten και Grundig κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 363).

177 Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες St Anne, Westar, MacMillan και Canfor, προσθέτοντας στις συμβάσεις τους ή στους γενικούς όρους πωλήσεως ρήτρες περί απαγορεύσεως των εξαγωγών και των μεταπωλήσεων, παρέβησαν το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

VΙΙ * Η δέσμευση

178 Οι προσφεύγουσες αμερικανικές επιχειρήσεις * περιλαμβανομένης της Bowater, εξαιρουμένης όμως της IPS * και οι προσφεύγουσες καναδικές επιχειρήσεις Westar, Welwood, MacMillan, Canfor και British Columbia ζήτησαν την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση της αναλήψεως δεσμεύσεως, η οποία παρατίθεται ως παράρτημα της αποφάσεως.

179 Οι προσφεύγουσες αυτές * πλην της Bowater * προσυπέγραψαν την ανάληψη της δεσμεύσεως ότι θα ανακοινώνουν τις τιμές τους και θα τιμολογούν στο νόμισμα του αγοραστή το 50 % τουλάχιστον των πωλήσεών τους προς πελάτες εγκατεστημένους εντός της Κοινότητας, ότι οι τιμές που θα ανακοινώνουν θα ισχύουν "μέχρι νεοτέρας ανακοινώσεως", ότι θα γνωστοποιούν τις τιμές αυτές μόνο στους επιχειρηματίες που απαριθμούνται στο έγγραφο αυτό, ότι θα θέσουν τέρμα στις εναρμονισμένες πρακτικές και τις ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων που πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο της ΚΕΑ και της Fides και ότι δεν θα επιβάλλουν πλέον στους αγοραστές καμία απαγόρευση εξαγωγής ή μεταπωλήσεως. Το πρόστιμο των επιχειρήσεων που προσυπέγραψαν την ανάληψη δεσμεύσεως μειώθηκε αισθητά.

180 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να κηρύξει το αίτημα αυτό απαράδεκτο. Κατά την Επιτροπή, η ανάληψη δεσμεύσεως αποτελεί μονομερή πράξη των προαναφερθεισών προσφευγουσών * πλην της Bowater η οποία δεν την προσυπέγραψε * και συνεπώς δεν μπορεί να ασκηθεί κατ' αυτής προσφυγή ακυρώσεως κατ' εφαρμογή του άρθρου 173 της Συνθήκης.

181 Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Οι υποχρεώσεις που δημιουργεί για τις προσφεύγουσες η ανάληψη της δεσμεύσεως πρέπει να εξομοιωθούν με συστάσεις προς παύση της παραβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 17. Από την απόφαση της 6ης Μαρτίου 1974 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 6/73 και 7/73, Istituto Chemioterapico Italiano και Commercial Solvents κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1974, σ. 113), προκύπτει ότι η διάταξη αυτή επιτρέπει στην Επιτροπή να λαμβάνει όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για την παύση της παραβάσεως που έχει διαπιστώσει η Επιτροπή και ότι τα μέτρα αυτά μπορούν να συνίστανται στην επιβολή είτε υποχρεώσεως προς ενέργεια είτε υποχρεώσεως προς παράλειψη. Αναλαμβάνοντας συνεπώς τη δέσμευση αυτή, οι προσφεύγουσες απλώς έδωσαν τη συγκατάθεσή τους, για δικούς της λόγους η καθεμία, για μια απόφαση που η Επιτροπή είχε την εξουσία να εκδώσει μονομερώς.

182 Οι διατάξεις του κειμένου για την ανάληψη της δεσμεύσεως ανήκουν σε δύο αυτοτελείς κατηγορίες: στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι κανόνες οι οποίοι, όπως η υποχρέωση παύσεως της εναρμονισμένης πρακτικής και της ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων στο πλαίσιο της ΚΕΑ και της Fides ή η υποχρέωση απαλείψεως των ρητρών περί απαγορεύσεως των εξαγωγών ή των μεταπωλήσεων, υποχρεώνουν τις προσφεύγουσες να παύσουν την παράνομη συμπεριφορά που επικρίνεται με το άρθρο 1, παράγραφοι 3, 4 και 5, της αποφάσεως στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι κανόνες με τους οποίους επιδιώκεται η εξάρθρωση του συστήματος ανακοινώσεως των τιμών και η μείωση της διαφάνειας της αγοράς. Στη δεύτερη αυτή κατηγορία ανήκουν η υποχρέωση ανακοινώσεως τιμών για τον χαρτοπολτό που θα ισχύουν μέχρι νεοτέρας ανακοινώσεως, η υποχρέωση ανακοινώσεως και τιμολογήσεως των τιμών στο νόμισμα του αγοραστή για το 50 % των πωλήσεων και ο προσδιορισμός των επιχειρηματιών στους οποίους και μόνο επιτρέπεται στο εξής να γνωστοποιούνται οι τιμές.

183 Οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να ακυρωθούν οι κανόνες που ανήκουν στη δεύτερη αυτή κατηγορία αποτελούν λογική απόρροια των όσων δέχθηκε προηγουμένως το Δικαστήριο. Δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ούτε ότι το σύστημα ανακοινώσεως των τιμών δεν ανταποκρινόταν στις ανάγκες της αγοράς ούτε ότι η διαφάνεια που δημιουργούσε το σύστημα αυτό έπρεπε να χαρακτηριστεί ως τεχνητή, οι διατάξεις με τις οποίες επιδιώκεται η μεταβολή του συστήματος αυτού στερούνται αντικειμένου.

184 'Οσον αφορά τους κανόνες με τους οποίους επιβάλλεται στις προσφεύγουσες η υποχρέωση να παύσουν ορισμένη συμπεριφορά που έχει διαπιστωθεί ότι επέδειξαν στο πλαίσιο της ΚΕΑ, να παύσουν να ανταλλάσσουν πληροφοριακά στοιχεία στο πλαίσιο της Fides και να παύσουν να προσθέτουν στις συμβάσεις τους ή στους γενικούς όρους πωλήσεων ρήτρες περί απαγορεύσεως των εξαγωγών και των μεταπωλήσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι κανόνες αυτοί εκθέτουν απλώς τις συνέπειες που οι αποδέκτες της αποφάσεως πρέπει να συναγάγουν για το μέλλον από τις παραγράφους 3, 4 και 5 του άρθρου 1 της αποφάσεως. Οι κανόνες αυτοί εξακολουθούν να ισχύουν, εφόσον αφορούν τις διαπιστώσεις παραβάσεων που δεν ακυρώθηκαν από το Δικαστήριο.

185 Κατά συνέπεια, πρέπει να ακυρωθούν οι διατάξεις περί αναλήψεως δεσμεύσεως οι οποίες επιβάλλουν υποχρεώσεις που δεν έχουν σχέση με τις εκ μέρους της Επιτροπής διαπιστώσεις παραβάσεων τις οποίες δεν ακύρωσε το Δικαστήριο.

VΙΙΙ * Τα πρόστιμα

186 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι βάσιμες είναι οι διαπιστώσεις για τις παραβάσεις ή για ένα μέρος των παραβάσεων που εκτίθενται στις παραγράφους 3, 4 και 5 του άρθρου 1 του διατακτικού της αποφάσεως της Επιτροπής. Υπενθυμίζεται ότι οι παραβάσεις αυτές συνίστανται, πρώτον, στην εναρμονισμένη πρακτική των μελών της ΚΕΑ ως προς τις ανακοινωθείσες τιμές και στην ανταλλαγή εξατομικευμένων στοιχείων ως προς τις τιμές στο πλαίσιο της ενώσεως αυτής, δεύτερον, στην εκ μέρους της Finncell ανταλλαγή εξατομικευμένων στοιχείων ως προς τις τιμές με άλλους παραγωγούς στο πλαίσιο της Fides και, τρίτον, στην εκ μέρους των καναδικών προσφευγουσών επιχειρήσεων St Anne, Westar, MacMillan και Canfor προσθήκη στις συμβάσεις ή τους γενικούς όρους πωλήσεως ρητρών περί απαγορεύσεως των μεταπωλήσεων ή των εξαγωγών.

Α * Οι παραβάσεις των μελών της ΚΕΑ

187 Από το σημείο 146 της αποφάσεως προκύπτει ότι κανένα πρόστιμο δεν επιβλήθηκε στους Αμερικανούς παραγωγούς για τη συμμετοχή τους στη δράση της ΚΕΑ. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία είναι η πρώτη διαδικασία στην οποία τίθεται ζήτημα εφαρμογής του νόμου Webb Pomerene, η καθής αναγνώρισε ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις αγνοούσαν ότι η συμπεριφορά τους αντέβαινε προς τη Συνθήκη ΕΟΚ.

Β * Η παράβαση της Fides

188 Με το άρθρο 3 της αποφάσεως στην προσφεύγουσα Finncell επιβλήθηκε πρόστιμο 100 000 ECU, επειδή είχε ανταλλάξει με άλλους παραγωγούς, στο πλαίσιο της Fides, πληροφοριακά στοιχεία ως προς τις τιμές.

189 Συναφώς πρέπει να υπομνηστεί ότι η Finncell διαδραμάτισε πρωταρχικό ρόλο στο πλαίσιο της ενώσεως αυτής και ότι η παράβαση διήρκεσε από το 1973 μέχρι το 1977. Ενόψει της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως, το πρόστιμο που επέβαλε η Επιτροπή πρέπει να διατηρηθεί στο ίδιο ύψος.

Γ * Η παράβαση σχετικά με τις ρήτρες απαγορεύσεως των μεταπωλήσεων και των εξαγωγών

190 Με το άρθρο 3 της αποφάσεως επιβλήθηκαν στις προσφεύγουσες εταιρίες Canfor, MacMillan, St Anne και Westar πρόστιμα ύψους 125 000, 150 000, 200 000 και 150 000 ΕCU αντίστοιχα.

191 Τα πρόστιμα αυτά επιβλήθηκαν για την επιβολή των απαγορεύσεων εξαγωγών και μεταπωλήσεων, στην περίπτωση των Canfor, MacMillan και Westar για τις παραβάσεις που συνίσταντο στη συμμετοχή σε γενικές εναρμονίσεις των ανακοινωθεισών τιμών και των τιμών συναλλαγών και στην περίπτωση της St Anne για τις παραβάσεις που συνίσταντο στη συμμετοχή στη γενική εναρμόνιση των ανακοινωθεισών τιμών και στις συναντήσεις στο πλαίσιο της Fides.

192 Επειδή το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι προσφεύγουσες αυτές τέλεσαν μόνο την παράβαση σχετικά με τις ρήτρες απαγορεύσεως των εξαγωγών και των μεταπωλήσεων, το ύψος των προστίμων αυτών πρέπει να επανεξεταστεί.

193 Είναι βέβαιο ότι οι ρήτρες απαγορεύσεως των μεταπωλήσεων και των εξαγωγών θέτουν ευθέως σε κίνδυνο την ελευθερία του ενδοκοινοτικού εμπορίου και ότι συνεπώς αποτελούν σοβαρές παραβάσεις της Συνθήκης.

194 Επιβάλλεται πάντως η παρατήρηση ότι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις έπαυσαν ταχέως την παράβαση αυτή. Η μόνη σύμβαση που είχε συναφθεί από τη Westar και περιείχε την επίμαχη ρήτρα έπαυσε να ισχύει στις 31 Δεκεμβρίου 1978, δηλαδή πολύ πριν από τη γνωστοποίηση αιτιάσεων, η οποία φέρει ημερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 1981. Ομοίως, οι προσφεύγουσες επιχειρήσεις Canfor και St Anne απάλειψαν τις επίμαχες ρήτρες από τις συμβάσεις τους ή τους γενικούς όρους πωλήσεων, μόλις έλαβαν τη γνωστοποίηση αιτιάσεων. Η δε προσφεύγουσα επιχείρηση MacMillan ισχυρίζεται, χωρίς να αντικρούεται από την Επιτροπή, ότι απάλειψε τη ρήτρα αυτή από όλες τις συμβάσεις της κατά το τέλος του 1981.

195 Εξάλλου πρέπει να τονιστεί ότι όλες οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, χωρίς να αντικρούονται από την Επιτροπή, ότι η προσθήκη της επίμαχης ρήτρας στις συμβάσεις ή στους γενικούς όρους πωλήσεων οφειλόταν απλώς σε αμέλειά τους.

196 Τέλος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όσον αφορά το πρόστιμο για την παράβαση αυτή, οι προσφεύγουσες επιχειρήσεις Canfor και Westar ισχυρίζονται ότι υπέστησαν δυσμενή διάκριση έναντι της επιχειρήσεως ITT Rayonier. Στην επιχείρηση αυτή δεν επιβλήθηκε καμία κύρωση από την Επιτροπή, μολονότι στους γενικούς όρους πωλήσεών της περιλαμβάνονταν επίσης ρήτρες περί απαγορεύσεως των εξαγωγών και των μεταπωλήσεων. Κατά τη Westar, η διάκριση σε βάρος της είναι ιδιαίτερα πρόδηλη, αφού η Επιτροπή δεν διαπίστωσε την ύπαρξη της επίμαχης ρήτρας παρά σε μία μόνο σύμβασή της.

197 Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. 'Οταν μια επιχείρηση έχει παραβεί, με τη συμπεριφορά της, το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, δεν μπορεί να αποφύγει την επιβολή κυρώσεως για τον λόγο ότι σε έναν άλλο επιχειρηματία δεν έχει επιβληθεί κανένα πρόστιμο, εφόσον μάλιστα η περίπτωση του επιχειρηματία αυτού δεν έχει καν υποβληθεί στην κρίση του Δικαστηρίου.

198 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το πρόστιμο καθεμιάς από τις ανωτέρω επιχειρήσεις πρέπει να καθοριστεί σε 20 000 ΕCU.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

199 Η προσφυγή της Mead Corporation, μέλους της ΚΕΑ, διαγράφηκε με διάταξη της 20ής Μαρτίου 1990, με την οποία το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα έξοδα.

200 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 5, εδάφιο 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο παραιτούμενος διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Mead Corporation στα δικαστικά της έξοδα, το Δικαστήριο πρέπει να δεχθεί το αίτημα αυτό.

201 Κατά τα λοιπά, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα και ότι, όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των εξόδων.

202 Για την κατανομή αυτή εν προκειμένω πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των εξόδων για τις δύο πραγματογνωμοσύνες και των λοιπών δαπανών.

203 Τα έξοδα για τις πραγματογνωμοσύνες πρέπει να βαρύνουν την Επιτροπή, καθόσον οι πραγματογνωμοσύνες αυτές αφορούν τις παραβάσεις που διαπίστωσε η Επιτροπή με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 της αποφάσεώς της, οι οποίες κηρύχθηκαν άκυρες από το Δικαστήριο.

204 'Οσον αφορά τα λοιπά δικαστικά έξοδα, η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί στα δύο τρίτα, οι προσφεύγουσες που είναι μέλη της ΚΕΑ στο ένα ένατο, η Finncell στο ένα ένατο και οι προσφεύγουσες καναδικές επιχειρήσεις St Anne, Westar, MacMillan και Canfor στο υπόλοιπο ένα ένατο.

205 Για την κατανομή αυτή λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η Επιτροπή ηττήθηκε ως προς τους ισχυρισμούς της σχετικά με την παράβαση που συνίσταται στη γενική εναρμονισμένη πρακτική ως προς τις ανακοινωθείσες τιμές, την παράβαση που συνίσταται στη γενική εναρμονισμένη πρακτική ως προς τις τιμές συναλλαγών, την παράβαση που συνίσταται στην εναρμόνιση των τιμών συναλλαγών στο πλαίσιο της ΚΕΑ και την παράβαση που συνίσταται στις ανταλλαγές πληροφοριακών στοιχείων στο πλαίσιο της Fides, όσον αφορά τη St Anne, ενώ οι προσφεύγουσες που είναι μέλη της ΚΕΑ ηττήθηκαν ως προς τους ισχυρισμούς τους σχετικά με τις παραβάσεις που συνίστανται στην εναρμόνιση των ανακοινωθεισών τιμών και στην ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων στο πλαίσιο της ενώσεως αυτής, η Finncell ηττήθηκε ως προς την παράβαση που συνίσταται στην ανταλλαγή, στο πλαίσιο της Fides, εξατομικευμένων στοιχείων ως προς τις τιμές και οι προαναφερθείσες προσφεύγουσες καναδικές επιχειρήσεις ηττήθηκαν ως προς την παράβαση που συνίσταται στις ρήτρες απαγορεύσεως των εξαγωγών και των μεταπωλήσεων.

206 Τέλος, κατ' εφαρμογή του άρθρου 69, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία παρενέβη υπέρ της Επιτροπής σε διάφορες υποθέσεις, θα φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Ακυρώνει το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 85/202/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 1984, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης.

2) Ακυρώνει το άρθρο 1, παράγραφος 2, της ανωτέρω αποφάσεως.

3) Ακυρώνει το άρθρο 1, παράγραφος 3, της ανωτέρω αποφάσεως κατά το μέρος κατά το οποίο διαπιστώνεται η ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής ως προς τις τιμές συναλλαγών.

4) Ακυρώνει το άρθρο 1, παράγραφος 4, της ανωτέρω αποφάσεως κατά το μέρος κατά το οποίο αφορά την προσφεύγουσα St Anne.

5) Απορρίπτει ως αβάσιμες τις προσφυγές που ασκήθηκαν κατά του άρθρου 1, παράγραφος 5, της ανωτέρω αποφάσεως.

6) Ακυρώνει τις διατάξεις της συνημμένης στην απόφαση "αναλήψεως δεσμεύσεως", κατά το μέρος κατά το οποίο επιβάλλουν υποχρεώσεις που δεν απορρέουν από τις εκ μέρους της Επιτροπής διαπιστώσεις παραβάσεων τις οποίες δεν ακύρωσε το Δικαστήριο.

7) Ακυρώνει τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις προσφεύγουσες, εκτός από το πρόστιμο της Finncell και εκτός από τα πρόστιμα των Canfor, MacMillan, St Anne και Westar, τα οποία μειώνονται σε 20 000 ECU.

8) Η Mead Corporation φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

9) Η Επιτροπή φέρει τα έξοδα για τις δύο πραγματογνωμοσύνες που διεξήχθησαν κατ' εντολή του Δικαστηρίου.

10) Τα υπόλοιπα δικαστικά έξοδα φέρουν κατά τα δύο τρίτα η Επιτροπή, κατά ένα ένατο οι προσφεύγουσες που είναι μέλη της ΚΕΑ, κατά ένα ένατο η Finncell και κατά ένα ένατο οι προσφεύγουσες καναδικές επιχειρήσεις St Anne, Westar, MacMillan και Canfor.

11) Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, παρεμβαίνουσα, φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Επάνω