Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61990CJ0061

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Απριλίου 1992.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας.
    Αγορά σιτηρών - Κανονισμός (ΕΟΚ) 2727/75 - Άρθρα 93, παράγραφος 3, και 5 της Συνθήκης ΕΟΚ.
    Υπόθεση C-61/90.

    Συλλογή της Νομολογίας 1992 I-02407

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1992:162

    61990J0061

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 7ΗΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1992. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. - ΑΓΟΡΑ ΤΩΝ ΣΙΤΗΡΩΝ - ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ) 2727/75 - ΑΡΘΡΑ 93, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3, ΚΑΙ 5 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΟΚ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-61/90.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-02407


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Γεωργία - Κοινή οργάνωση αγορών - Σχηματισμός των τιμών - Εθνικά μέτρα - Ασυμβίβαστα προς την κοινοτική ρύθμιση

    2. Κρατικές ενισχύσεις - Σχέδια χορηγήσεως ενισχύσεων - Κοινοποίηση στην Επιτροπή - Υποχρέωση - Παράβαση - Προσφυγή στη διαδικασία του άρθρου 169 - Επιτρέπεται

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 93 PAR 3, και 169)

    3. Προσφυγή λόγω παραβάσεως - Αιτιολογημένη γνώμη - Εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο - Ταυτότητα λόγων και ισχυρισμών

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 169)

    Περίληψη


    1. Οι κοινές οργανώσεις αγορών στηρίζονται στην αρχή της ανοικτής αγοράς, στην οποία κάθε παραγωγός έχει ελεύθερη πρόσβαση υπό συνθήκες πραγματικού ανταγωνισμού και της οποίας η λειτουργία ρυθμίζεται αποκλειστικά από τα νομοθετήματα που προβλέπουν οι οργανώσεις αυτές. Ειδικότερα, σε τομείς που καλύπτονται από κοινή οργάνωση αγορών και κατά μείζονα λόγο όταν η οργάνωση αυτή στηρίζεται, όπως εν προκειμένω, σε κοινό σύστημα τιμών, τα κράτη μέλη δεν μπορούν πλέον να παρεμβαίνουν με εθνικές διατάξεις, θεσπιζόμενες μονομερώς, στον μηχανισμό σχηματισμού των τιμών, όπως αυτός προκύπτει από την κοινή οργάνωση.

    2. Η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει στη διαδικασία του άρθρου 169 της Συνθήκης όταν προτίθεται να ζητήσει από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει την παράβαση των διατάξεων του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, οι οποίες επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να ενημερώνουν την Επιτροπή περί των σχεδίων που αποσκοπούν στη θέσπιση ή την τροποποίηση ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 92.

    3. Η προσφυγή που ασκείται βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν μπορεί να στηρίζεται παρά μόνο στις αιτιάσεις και στους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται ήδη στην αιτιολογημένη γνώμη.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-61/90,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον Θεοφάνη Χριστοφόρου, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενο από τη Θεοδώρα Μανιατοπούλου-Χίου, καθηγήτρια Πανεπιστημίου αποσπασμένη στη Νομική Υπηρεσία, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από τον Παναγιώτη Μυλωνόπουλο, δικηγόρο, συνεργάτη Β' της ειδικής νομικής υπηρεσίας Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο Υπουργείο Εξωτερικών και τον Ηλία Λάιο, δικηγόρο, νομικό συνεργάτη στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Ελλάδος, 117, Val Sainte-Croix,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία:

    - προωθώντας τις εξαγωγές σιτηρών και μεταποιημένων με βάση τα σιτηρά προϊόντων μέσω της Κεντρικής Υπηρεσίας Διαχειρίσεως Εγχωρίων Προϊόντων (στο εξής: ΚΥΔΕΠ) και καλύπτοντας τις ζημίες που κατ' αυτόν τον τρόπο προκαλούνταν στον οργανισμό αυτό λόγω αμέσων ή εμμέσων μέτρων ενισχύσεως, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού τιμών των σιτηρών για την αλευροβιομηχανία και τη βιομηχανία μεταποιήσεως, εν μέρει κάτω των καθορισμένων κοινοτικών τιμών παρεμβάσεως (προγραμματικές συμφωνίες),

    - συστήνοντας στην ΚΥΔΕΠ να παραδώσει 340 000 τόνους σίτου στην κοινοτική παρέμβαση το 1982 και καλύπτοντας τα από την παράδοση αυτή προκύπτοντα ελλείμματα της ΚΥΔΕΠ,

    - παραλείποντας να ενημερώσει την Επιτροπή για τις ενισχύσεις αυτές και τα άλλα μέτρα που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1982 και 1986

    - και μη συνεργαζόμενη με την Επιτροπή,

    παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο και ειδικότερα από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2727/75, περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα των σιτηρών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/013, σ. 158), τους σχετικούς κανονισμούς εφαρμογής, καθώς και τα άρθρα 93 και 5 της Συνθήκης ΕΟΚ,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, R. Joliet, F. Grevisse, P. J. G. Kapteyn, προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodriguez Iglesias, M. Diez de Velasco και M. Zuleeg, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: C. Gulmann

    γραμματέας: Η. Α. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τους εκπροσώπους των διαδίκων που ανέπτυξαν τις παρατηρήσεις τους κατά τη συνεδρίαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, στην οποία η Ελληνική Δημοκρατία εκπροσωπήθηκε από τον Βασίλειο Κοντόλαιμο, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Φεβρουαρίου 1992,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Μαρτίου 1990, η Επιτροπή άσκησε προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, ζητώντας να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία:

    - προωθώντας τις εξαγωγές σιτηρών και μεταποιημένων με βάση τα σιτηρά προϊόντων μέσω της ΚΥΔΕΠ και καλύπτοντας τις ζημίες που

    κατ' αυτόν τον τρόπο προκαλούνταν στον οργανισμό αυτό λόγω αμέσων ή εμμέσων μέτρων ενισχύσεως, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού τιμών των σιτηρών για την αλευροβιομηχανία και τη βιομηχανία μεταποιήσεως, εν μέρει κάτω των καθορισμένων κοινοτικών τιμών παρεμβάσεως (προγραμματικές συμφωνίες),

    - συστήνοντας στην ΚΥΔΕΠ να παραδώσει 340 000 τόνους σίτου στην κοινοτική παρέμβαση το 1982 και καλύπτοντας τα από την παράδοση αυτή προκύπτοντα ελλείμματα της ΚΥΔΕΠ,

    - παραλείποντας να ενημερώσει την Επιτροπή για τις ενισχύσεις αυτές και τα άλλα μέτρα που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1982 και 1986

    - και μη συνεργαζόμενη με την Επιτροπή,

    παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο και ειδικότερα από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2727/75, της 29ης Οκτωβρίου 1975, του Συμβουλίου, περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα των σιτηρών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/013, σ. 158), τους σχετικούς κανονισμούς εφαρμογής, καθώς και τα άρθρα 93 και 5 της Συνθήκης ΕΟΚ.

    2 Κατά την Επιτροπή, οι ελληνικές αρχές παρενέβησαν στην αγορά μαλακού και σκληρού σίτου, προωθώντας ιδίως τις εξαγωγές, για να βοηθήσουν την ΚΥΔΕΠ να διαθέσει τα αποθέματά της.

    3 Θεωρώντας ότι οι παρεμβάσεις αυτές αντιβαίνουν προς τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν τα κράτη μέλη από τους κανόνες περί κοινής οργανώσεως αγορών στον τομέα των σιτηρών, η οποία διέπεται από τον προαναφερθέντα κανονισμό 2727/75 και ότι, επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις διατάξεις των άρθρων 5 και 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, η Επιτροπή κίνησε κατά του κράτους μέλους αυτού διαδικασία περί αναγνωρίσεως παραβάσεως.

    4 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσεται διεξοδικώς η διαφορά, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    Επί του αντικειμένου της προσφυγής

    5 Η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να θεωρηθεί ότι αποσκοπεί στην αναγνώριση τριών χωριστών παραβάσεων.

    6 Η πρώτη παράβαση αφορά τη μη τήρηση των διατάξεων του προαναφερθέντος κανονισμού 2727/75, η οποία απορρέει από την παρέμβαση των ελληνικών αρχών στην αγορά σιτηρών. Η Επιτροπή βάλλει, καταρχάς, κατά των διαφόρων μέτρων που έλαβαν οι αρχές αυτές προς προώθηση των εξαγωγών σίτου και, ιδίως, των "προγραμματικών συμφωνιών" που συνήφθησαν υπό την αιγίδα του Δημοσίου, με τις οποίες η ΚΥΔΕΠ ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει ποσότητες σίτου, σε τιμές κατώτερες από την κοινοτική τιμή παρεμβάσεως, στις αλευροβιομηχανίες

    και στη βιομηχανία μεταποιήσεως. Βάλλει επίσης κατά του γεγονότος ότι το Δημόσιο κάλυψε το έλλειμμα της ΚΥΔΕΠ, το οποίο δημιουργήθηκε λόγω των μέτρων αυτών. Τέλος, η Επιτροπή επικαλείται το γεγονός ότι οι ελληνικές αρχές συνέστησαν το 1982 στην ΚΥΔΕΠ να παραδώσει 340 000 τόνους σίτου στην κοινοτική παρέμβαση, καλύπτοντας το κόστος που συνεπαγόταν η ενέργεια αυτή.

    7 Η δεύτερη παράβαση, η οποία φέρεται κατά την Επιτροπή ως τελεσθείσα, συνίσταται στη μη τήρηση των διατάξεων του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, δεδομένου ότι δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή οι κατ' αυτόν τον τρόπο χορηγηθείσες κρατικές ενισχύσεις.

    8 Η τρίτη παράβαση την οποία επικαλείται η Επιτροπή αφορά τη μη τήρηση των διατάξεων του άρθρου 5 της Συνθήκης και του άρθρου 24 του κανονισμού 2727/75 και απορρέει από την άρνηση των ελληνικών αρχών να συνεργαστούν με την Επιτροπή προκειμένου να της παράσχουν τη δυνατότητα να συλλέξει πληροφορίες για τη λειτουργία της ΚΥΔΕΠ.

    9 Η διαφορά πρέπει να περιοριστεί στις συγκεκριμένες αιτιάσεις που διαλαμβάνονται στα αιτήματα της προσφυγής. Συνεπώς, η επιχειρηματολογία την οποία αναπτύσσει στα υπομνήματά της η Επιτροπή, καταφερόμενη κατά του συνόλου των χρηματοοικονομικών σχέσεων που υφίστανται μεταξύ Δημοσίου και ΚΥΔΕΠ, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο παρά μόνο καθόσον σχετίζεται άμεσα με τις αιτιάσεις αυτές. Επιπλέον, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής με την οποία επικαλείται το ασυμβίβαστο προς τα άρθρα 10 και 11 του κανονισμού 2727/75 της ενισχύσεως που χορηγήθηκε στους παραγωγούς, που απορρέει

    από το υψηλό επίπεδο τιμών στις οποίες η ΚΥΔΕΠ αγόραζε τα σιτηρά, κατόπιν υποδείξεως των ελληνικών αρχών, πρέπει να μη ληφθεί υπόψη, διότι αποτελεί στην πραγματικότητα χωριστή αιτίαση που δεν περιλαμβάνεται στα αιτήματα της προσφυγής.

    10 Η διαφορά πρέπει επίσης να περιοριστεί χρονικά, καθόσον αφορά την περίοδο μεταξύ των ετών 1982 και 1986. Επομένως, η αιτίαση η οποία στηρίζεται στην παράβαση του κανονισμού 2727/75 πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με τις διατάξεις του κανονισμού αυτού που είχαν εφαρμογή κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, όπως είχαν τροποποιηθεί ιδίως με τους κανονισμούς του Συμβουλίου (ΕΟΚ) 1143/76, της 17ης Μαΐου 1976 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/015, σ. 95), (ΕΟΚ) 1151/77, της 17ης Μαΐου 1977 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/018, σ. 94), (ΕΟΚ) 1870/80, της 15ης Ιουλίου 1980 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/029, σ. 165), (ΕΟΚ) 1187/81, της 28ης Απριλίου 1981 (ΕΕ L 121, σ. 1), (ΕΟΚ) 1451/82, της 18ης Μαΐου 1982 (ΕΕ L 164, σ. 1), (ΕΟΚ) 1018/84, της 31ης Μαρτίου 1984 (ΕΕ L 107, σ. 1), ΕΟΚ 3793/85, της 20ής Δεκεμβρίου 1985 (ΕΕ L 367, σ. 19), (ΕΟΚ) 1579/86, της 23ης Μαΐου 1986 (ΕΕ L 139, σ. 29).

    Επί της παρεμβάσεως των ελληνικών αρχών στην αγορά σιτηρών

    11 Κατά την Επιτροπή, η ΚΥΔΕΠ, αφού συσσώρευσε μεγάλες ποσότητες σίτου, αντιμετώπιζε, από το 1982, δυσχέρειες όσον αφορά τη διάθεση των αποθεμάτων της. Λόγω ακριβώς των δυσχερειών αυτών συνήφθησαν μεταξύ Δημοσίου, ΚΥΔΕΠ και επιχειρηματιών προγραμματικές συμφωνίες. Με τις συμφωνίες αυτές η ΚΥΔΕΠ ανελάμβανε την υποχρέωση να πωλήσει στους επιχειρηματίες τα αποθέματά της μαλακού και σκληρού σίτου

    σε καλύτερες τιμές και με ευνοϊκότερους πιστωτικούς όρους σε σχέση με όσα ίσχυαν στην αγορά. Σε αντάλλαγμα οι επιχειρηματίες ανελάμβαναν την υποχρέωση εξαγωγής του σίτου εντός ορισμένου χρόνου υπό τη μορφή αλεύρου, σιμιγδαλιού ή ζυμαρικών. Οι ενέργειες αυτές χρηματοδοτούνταν με πιστώσεις που χορηγούσε η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος ή άλλες τράπεζες, που παρενέβαιναν υπό συνθήκες τις οποίες καθόριζε η Τράπεζα της Ελλάδος. Το Δημόσιο κάλυπτε τα ελλείμματα της ΚΥΔΕΠ που προέκυπταν από τις ενέργειες αυτές. Ομοίως, για να διαθέσει τα αποθέματά της, η ΚΥΔΕΠ προέβη η ίδια σε εξαγωγή αλεύρου το 1984, το 1985 και το 1986, ενώ το Δημόσιο παρέσχε επιδότηση 2,45 δρχ./kg εξαγομένου αλεύρου. Τέλος, η παρέμβαση των ελληνικών αρχών έλαβε επίσης τη μορφή συστάσεως προς την ΚΥΔΕΠ, το 1982, να παραδώσει 340 000 τόνους αλεύρου στην κοινοτική παρέμβαση, ενώ το Δημόσιο κάλυψε τη διαφορά μεταξύ της τιμής κόστους του σίτου και της τιμής παρεμβάσεως.

    12 Με τα υπομνήματά της η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά που της προσάπτονται, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή, η οποία μάλιστα δεν προσκόμισε αντίγραφα των προγραμματικών συμφωνιών στις οποίες αναφέρθηκε, δεν προσκομίζει στοιχεία προς απόδειξη των ισχυρισμών της. Η καθής αναγνωρίζει μεν ότι πράγματι συντάχθηκαν δύο σχέδια προγραμματικών συμφωνιών κατόπιν αιτήσεως των επιχειρηματιών, με σκοπό να βοηθηθούν στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν τις παραδοσιακές προσβάσεις τους στην αγορά της Αλγερίας όσον αφορά τις εξαγωγές αλεύρου, υποστηρίζει όμως ότι οι συμφωνίες αυτές δεν υλοποιήθηκαν λόγω αντιρρήσεων των κοινοτικών αρχών.

    Επιπλέον, η προσφυγή της Επιτροπής είναι αόριστη διότι δεν αναφέρει σαφώς τις διατάξεις του κανονισμού 2727/75 που δεν τηρήθηκαν.

    13 Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο του τελευταίου ισχυρισμού της, η προσφυγή της Επιτροπής είναι αρκετά σαφής ώστε να μπορέσει το Δικαστήριο να εκτιμήσει το βάσιμό της.

    14 Επομένως, πρέπει να εξεταστεί, διαδοχικά, αν πράγματι υπήρξε παρέμβαση των ελληνικών αρχών υπό τις συνθήκες που περιγράφει η Επιτροπή και, εφόσον τούτο αποδειχθεί, αν η παρέμβαση αυτή είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του κανονισμού 2727/75.

    15 Προς στήριξη των ισχυρισμών της η Επιτροπή προσκόμισε διάφορα έγγραφα, ιδίως της ΚΥΔΕΠ. Δεδομένου ότι η καθής δεν αναφέρθηκε σ' αυτά με σαφήνεια και ακρίβεια, δεν είναι δυνατό να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία ισχυριζόμενη ότι τα έγγραφα αυτά δεν έχουν καμία αποδεικτική αξία. Απλώς και μόνο το γεγονός ότι το κείμενο της εκθέσεως της 36ης γενικής συνελεύσεως της ΚΥΔΕΠ, το οποίο προσκόμισε η Επιτροπή, διαφέρει από το επίσημο κείμενο της εκθέσεως αυτής δεν σημαίνει ότι πρέπει να μη ληφθούν υπόψη οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο προσκομισθέν έγγραφο.

    16 Επίσης, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα κείμενα που το Δικαστήριο ζήτησε να προσκομισθούν στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας και τα

    οποία η καθής προσκόμισε μόλις κατά την προφορική διαδικασία, μετά την εκπνοή της ταχθείσας προθεσμίας.

    17 Όπως έχει δεχθεί το Δικαστήριο με την απόφαση της 19ης Μαρτίου 1991, C-32/89, Ελληνική Δημοκρατία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. Ι-1321, σκέψεις 10 και 11), όπως αποδεικνύεται από το από 6 Ιουνίου 1985 εσωτερικό σημείωμα που απέστειλε ο Γενικός Διευθυντής της ΚΥΔΕΠ στο διοικητικό της συμβούλιο, από την έκθεση της τριακοστής έκτης γενικής συνελεύσεως της ΚΥΔΕΠ, την αναλυτική έκθεση λογαριασμών ισολογισμού χρήσεως 1988 του οργανισμού αυτού, τις αιτιολογικές σκέψεις της από 26 Νοεμβρίου 1982 αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας περί ιδρύσεως επιτροπής αποτελουμένης από εκπροσώπους των κρατικών αρχών, της Τράπεζας της Ελλάδος και από τον πρόεδρο της ΚΥΔΕΠ, με αρμοδιότητα την εξέταση των υποβαλλομένων από τις επιχειρήσεις προσφορών εξαγωγής σίτου και αλεύρου, και, τέλος, όπως εν μέρει παραδέχθηκε τελικά ο εκπρόσωπος της Ελληνικής Δημοκρατίας στις προφορικές παρατηρήσεις που ανέπτυξε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, πράγματι συνήφθησαν προγραμματικές συμφωνίες μεταξύ Δημοσίου, ΚΥΔΕΠ και ιδιωτών επιχειρηματιών και εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια της υπό κρίση περιόδου.

    18 Οι εν λόγω προγραμματικές συμφωνίες αφορούσαν πωλήσεις σίτου από την ΚΥΔΕΠ στους ιδιώτες επιχειρηματίες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί θα εξήγαν τα εν λόγω προϊόντα. Το 1982 και το 1984 δύο προγραμματικές συμφωνίες αφορούσαν την εξαγωγή, υπό μορφή αλεύρου, 500 000 και 400 000 τόνων μαλακού σίτου. Το 1985, συνήφθησαν δύο νέες προγραμματικές συμφωνίες, αφορώσες αντίστοιχα 15 000 και 78 000

    τόνους σκληρού σίτου προς εξαγωγή υπό μορφή ζυμαρικών και σιμιγδαλιού.

    19 Σκοπός της συνάψεως αυτών των προγραμματικών συμφωνιών ήταν να διευκολυνθεί η διάθεση των αποθεμάτων που είχαν συσσωρευθεί από το 1982 λόγω των υψηλών τιμών στις οποίες η ΚΥΔΕΠ αγόραζε το σιτάρι από τους παραγωγούς σύμφωνα με υποδείξεις των ελληνικών αρχών. Επομένως, οι όροι που προτείνονταν στους επιχειρηματίες ήταν ευνοϊκοί, καθόσον, όπως προκύπτει, παραδείγματος χάρη, από τα δύο αντίγραφα των συμβάσεων που συνήφθησαν μεταξύ ΚΥΔΕΠ και αλευροβιομηχανιών, τα οποία έχει προσκομίσει στη δικογραφία η Επιτροπή, καθώς και από το από 23 Δεκεμβρίου 1982 έγγραφο που απέστειλε ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας στην Τράπεζα της Ελλάδος, οι τιμές πωλήσεως ήταν χαμηλότερες από εκείνες της αγοράς, ενώ παράλληλα οι αγοραστές μπορούσαν να καταβάλουν το αντίστοιχο τίμημα εντός οκτώ μηνών ατόκως από της ημερομηνίας της παραδόσεως. Προς χρηματοδότηση των ενεργειών αυτών η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος χορηγούσε πιστώσεις με προνομιακούς όρους, όπως αποδεικνύεται από την πράξη υπ' αριθ. 156/16.12.1982, του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ παράλληλα η Αγροτική Τράπεζα αναχρηματοδοτείτο προς τον σκοπό αυτό από την Τράπεζα της Ελλάδος. Επιπλέον, το Δημόσιο κάλυπτε τα ελλείμματα της ΚΥΔΕΠ που προέκυπταν από την εκτέλεση αυτών των προγραμματικών συμφωνιών.

    20 Όσον αφορά, ειδικότερα, τις προγραμματικές συμφωνίες που συνήφθησαν με τους παραγωγούς ζυμαρικών, από την πράξη υπ' αριθ. 2/31.1.1984 του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προκύπτει ότι οι

    εν λόγω παραγωγοί ελάμβαναν πιστώσεις από τις εμπορικές τράπεζες με ευνοϊκούς όρους, τους οποίους καθόριζε η Τράπεζα της Ελλάδος.

    21 Ομοίως, από τα προσκομισθέντα έγγραφα και ιδίως από την έκθεση της τριακοστής έκτης γενικής συνελεύσεως της ΚΥΔΕΠ προκύπτει ότι ο οργανισμός αυτός, αφενός, εξήγαγε ο ίδιος σίτο το 1984 στο πλαίσιο προγραμματικής συμφωνίας, λαμβάνοντας παράλληλα κρατική επιδότηση προς τούτο, αφετέρου δε, παρέδωσε το 1982 στην κοινοτική παρέμβαση, κατόπιν συστάσεως των ελληνικών αρχών, 340 000 τόνους σίτου, ενώ το Δημόσιο κάλυψε τη διαφορά μεταξύ της τιμής κόστους και της τιμής παρεμβάσεως.

    22 Όσον αφορά το αν οι κρατικές παρεμβάσεις συμβιβάζονται προς τις διατάξεις του κανονισμού 2727/75, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι κοινές οργανώσεις αγορών στηρίζονται στην αρχή της ανοικτής αγοράς, στην οποία κάθε παραγωγός έχει ελεύθερη πρόσβαση υπό συνθήκες πραγματικού ανταγωνισμού και της οποίας η λειτουργία ρυθμίζεται αποκλειστικά από τα νομοθετήματα που προβλέπουν οι οργανώσεις αυτές. Ειδικότερα, σε τομείς που καλύπτονται από κοινή οργάνωση αγορών και κατά μείζονα λόγο όταν η οργάνωση αυτή στηρίζεται, όπως εν προκειμένω, σε κοινό σύστημα τιμών, τα κράτη μέλη δεν μπορούν πλέον να παρεμβαίνουν με εθνικές διατάξεις, θεσπιζόμενες μονομερώς, στον μηχανισμό σχηματισμού των τιμών, όπως αυτός προκύπτει από την κοινή οργάνωση (απόφαση της 12ης Ιουλίου 1990, C-35/88, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1990, σ. Ι-3125, σκέψη 29).

    23 Η παρέμβαση των ελληνικών αρχών υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες και σε τομέα όπου η κοινοτική ρύθμιση είναι εξαντλητική συνιστά παράβαση των κανόνων της κοινής οργανώσεως αγορών. Η παρέμβαση αυτή προσβάλλει το σύστημα σχηματισμού των τιμών στο πλαίσιο ανταγωνισμού καθώς και τον αποκλειστικό χαρακτήρα της κοινοτικής παρεμβάσεως όπως προβλέπεται ιδίως από τα άρθρα 3, 7 και 8 του εν λόγω κανονισμού, τα οποία επικαλείται η προσφεύγουσα. Εξάλλου, η παρέμβαση προκάλεσε στρέβλωση στην εφαρμογή του συστήματος των κοινοτικών επιστροφών κατά την εξαγωγή το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 16 του ίδιου κανονισμού.

    24 Για όλους αυτούς τους λόγους, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, προωθώντας, μέσω της ΚΥΔΕΠ, τις εξαγωγές σιτηρών και μεταποιημένων με βάση τα σιτηρά προϊόντων με διάφορα μέτρα, όπως οι προγραμματικές συμφωνίες, και καλύπτοντας τις ζημίες που κατ' αυτόν τον τρόπο προκαλούνταν στον εν λόγω οργανισμό, συνιστώντας στην ΚΥΔΕΠ να παραδώσει 340 000 τόνους σίτου στην κοινοτική παρέμβαση, καλύπτοντας δε παράλληλα τη διαφορά μεταξύ τιμής κόστους και τιμής παρεμβάσεως κατά την περίοδο μεταξύ των ετών 1982 και 1986, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του κανονισμού 2727/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975.

    Επί της μη κοινοποιήσεως των ενισχύσεων

    25 Πρέπει να υπομνησθεί καταρχάς ότι η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει στη διαδικασία του άρθρου 169 της Συνθήκης όταν προτίθεται να ζητήσει από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει την παράβαση των

    διατάξεων του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, οι οποίες επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να ενημερώνουν την Επιτροπή περί των σχεδίων που αποσκοπούν στη θέσπιση ή την τροποποίηση ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης (προαναφερθείσα απόφαση της 12ης Ιουλίου 1990, Επιτροπή κατά Ελλάδος, σκέψη 34). Συνεπώς, η καθής δεν μπορεί να υποστηρίξει βασίμως ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί παραδεκτώς την παράβαση κράτους μέλους βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης.

    26 Στην προκειμένη περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι η παροχή πιστώσεων και η χορήγηση επιδοτήσεων στην ΚΥΔΕΠ εκ μέρους του Δημοσίου και οι διάφορες διευκολύνσεις και οι ευνοϊκοί πιστωτικοί όροι που παρασχέθηκαν στον οργανισμό αυτό και στους ιδιώτες επιχειρηματίες αποτελούν, υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης.

    27 Δεν αμφισβητείται επίσης ότι οι ενισχύσεις αυτές δεν είχαν κοινοποιηθεί προηγουμένως υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

    28 Συνεπώς, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να κοινοποιήσει στην Επιτροπή τα σχέδια παροχής ενισχύσεων προς την ΚΥΔΕΠ και τους ιδιώτες επιχειρηματίες με σκοπό την πώληση και εξαγωγή σίτου κατά την περίοδο μεταξύ των ετών 1982 και 1986, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

    Επί της αρνήσεως των ελληνικών αρχών να συνεργαστούν

    29 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η προσφυγή που ασκείται βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν μπορεί να στηρίζεται παρά μόνο στις αιτιάσεις και στους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται ήδη στην αιτιολογημένη γνώμη (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1990, C-347/88, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1990, σ. Ι-4747, σκέψη 16).

    30 Πρέπει να σημειωθεί ότι, στην αιτιολογημένη γνώμη της, η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε ρητώς παράβαση, εκ μέρους των ελληνικών αρχών, των διατάξεων του άρθρου 24 του προαναφερθέντος κανονισμού 2727/75 και του άρθρου 5 της Συνθήκης, απορρέουσα από την άρνηση των ελληνικών αρχών να συνεργαστούν, οι οποίες δεν κοινοποίησαν έγγραφα σχετικά με την ΚΥΔΕΠ και εμπόδισαν επιτόπια έρευνα από τις υπηρεσίες της Επιτροπής. Στην αναπτυσσόμενη στην αιτιολογημένη γνώμη επιχειρηματολογία, η Επιτροπή περιορίστηκε απλώς στη διαπίστωση ότι "οι ελληνικές αρχές δεν έχουν προσκομίσει στοιχεία επί των αντιστοίχων τιμών αγοράς εντός της επικρατείας τους". Μια τέτοια και μόνη αναφορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ως διατύπωση της προαναφερομένης αιτιάσεως, όπως αναπτύχθηκε από την Επιτροπή με την προσφυγή της ενώπιον του Δικαστηρίου.

    31 Επομένως, το αίτημα να αναγνωριστεί η τέλεση της τελευταίας αυτής παραβάσεως είναι απαράδεκτο.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    32 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

    1) Η Ελληνική Δημοκρατία, προωθώντας, μέσω της ΚΥΔΕΠ, τις εξαγωγές σιτηρών και μεταποιημένων με βάση τα σιτηρά προϊόντων με διάφορα μέτρα, όπως οι προγραμματικές συμφωνίες, και καλύπτοντας τις ζημίες που κατ' αυτόν τον τρόπο προκαλούνταν στον εν λόγω οργανισμό, συνιστώντας στην ΚΥΔΕΠ να παραδώσει 340 000 τόνους σίτου στην κοινοτική παρέμβαση, καλύπτοντας δε παράλληλα τη διαφορά μεταξύ της τιμής κόστους και της τιμής παρεμβάσεως κατά την περίοδο μεταξύ των ετών 1982 και 1986, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του κανονισμού 2727/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα των σιτηρών.

    2) Η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να κοινοποιήσει στην Επιτροπή τα σχέδια παροχής ενισχύσεων προς την ΚΥΔΕΠ και τους ιδιώτες επιχειρηματίες με σκοπό την πώληση και εξαγωγή σίτου κατά την περίοδο μεταξύ των ετών 1982 και 1986, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

    3) Απορρίπτει τα λοιπά αιτήματα της Επιτροπής.

    4) Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

    Επάνω