Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61989CJ0234

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Φεβρουαρίου 1991.
    Στέργιος Δηλιμίτης κατά Henninger Bräu AG.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberlandesgericht Frankfurt am Main - Γερμανία.
    Ανταγωνισμός - Συμβάσεις προμήθειας μπύρας - Επηρεασμός του ενδοκοινοτικού εμπορίου - Εξαίρεση κατά κατηγορίες - Αρμοδιότητες των εθνικών δικαστηρίων.
    Υπόθεση C-234/89.

    Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-00935

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1991:91

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-234/89 ( *1 )

    Ι — Περιστατικά και διαδικασία

    1. Νομικό πλαίσιο

    Ο κανονισμός 19/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Μαρτίου 1965, περί εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 59), επιτρέπει στην Επιτροπή να εξαιρεί ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 85, παράγραφος 1. Βάσει του κανονισμού αυτού η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1984/83, της 22ας 1983, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών αποκλειστικής προμήθειας ( ΕΕ 1983, L 173, σ. 5). Με ανακοίνωση που εξέδωσε την ίδια ημέρα ( ΕΕ 1983, C 101, σ. 2 ) η Επιτροπή εξέθεσε τα βασικά κριτήρια βάσει των οποίων αποφαίνεται αν οι συμφωνίες αυτές καλύπτονται από τον ανωτέρω κανονισμό.

    Ο κανονισμός 1984/83 (στο εξής: κανονισμός ) ορίζει τρεις κατηγορίες συμφωνιών αποκλειστικής προμήθειας: τις συμφωνίες αποκλειστικής προμήθειας μικρής και μεσαίας διάρκειας που συνάπτονται σε όλους τους κλάδους της οικονομίας και τις μακροπρόθεσμες συμφωνίες αποκλειστικής προμήθειας που συνάπτονται προς τον σκοπό της μεταπωλήσεως αφενός μπύρας σε εστιατόρια και ποτοπωλεία και αφετέρου καυσίμων για αυτοκίνητα οχήματα σε πρατήρια. Ο τίτλος II του κανονισμού περιέχει ορισμένες ειδικές διατάξεις για τις συμφωνίες αποκλειστικής προμήθειας μπύρας.

    Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού ορίζει τις συμφωνίες για τις οποίες ισχύει η εξαίρεση κατά κατηγορίες ως εξής: Πρόκειται για τις συμφωνίες στις οποίες μετέχουν μόνο δύο επιχειρήσεις και στις οποίες το ένα συμβαλλόμενο μέρος, ο μεταπωλητής, αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του αντισυμβαλλομένου, του προμηθευτή, έναντι ορισμένων οικονομικών ή χρηματικών πλεονεκτημάτων, να προμηθεύεται μόνον από αυτόν ορισμένα είδη μπύρας ή μπύρας και άλλων ποτών που καθορίζονται στη συμφωνία, με σκοπό τη μεταπώληση τους σε εστιατόριο ή ποτοπωλείο που καθορίζεται στη συμφωνία.

    Κατά την προαναφερθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής του 1983 (στο εξής: ανακοίνωση), οι τύποι μπύρας και άλλων ποτών τους οποίους αφορά η υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας πρέπει να προσδιορίζονται στη συμφωνία, με αναφορά του σήματος ή της ονομασίας τους. Στον μεταπωλητή μπορεί να επιβληθεί υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας μόνο για τα ποτά εκείνα που έχει στη διάθεση του ο προμηθευτής κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος της συμφωνίας. Για κάθε επέκταση της υποχρεώσεως αποκλειστικής προμήθειας σε ποτά που δεν προσδιορίζονται στη συμφωνία χρειάζεται νέα συμφωνία, η οποία επίσης πρέπει να ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις του τίτλου II του κανονισμού.

    Το άρθρο 7 του κανονισμού απαριθμεί τους άλλους περιορισμούς του ανταγωνισμού που καλύπτονται από την εξαίρεση κατά κατηγορίες. Από την ανακοίνωση της Επιτροπής προκύπτει ότι η Επιτροπή θεωρεί την απαρίθμηση αυτή περιοριστική.

    Το άρθρο 8, παράγραφος 1, θέτει τις γενικές προϋποθέσεις της εξαιρέσεως κατά κατηγορίες. Η ανακοίνωση επιφέρει ορισμένες διευκρινίσεις: μολονότι π.χ. η τοποθέτηση αυτόματων συσκευών τυχερών παιχνιδιών σε μισθωμένα εστιατόρια υπόκειται καταρχήν στην έγκριση του ιδιοκτήτη του εστιατορίου, η πρακτική πολλών ιδιοκτητών να επιτρέπουν στον μισθωτή τη σύναψη συμβάσεων για την τοποθέτηση αυτόματων συσκευών μόνο με ορισμένες επιχειρήσεις που συνιστούν οι ίδιοι είναι ασυμβίβαστη προς τις διατάξεις του κανονισμού.

    Προκειμένου να ισχύσουν οι ευεργετικές διατάξεις του κανονισμού, οι συμφωνίες που αφορούν τα εστιατόρια των οποίων τη χρήση έχει παραχωρήσει ο προμηθευτής στον μεταπωλητή βάσει συμβάσεως μισθώσεως ή στο πλαίσιο άλλης νομικής ή πραγματικής σχέσεως πρέπει επιπλέον να πληρούν και μία ειδική προϋπόθεση: οι συμφωνίες αυτές πρέπει να προβλέπουν το δικαίωμα του μεταπωλητή να προμηθεύεται από τρίτες επιχειρήσεις άλλα ποτά, εκτός από την μπύρα, τα οποία αποτελούν αντικείμενο προμήθειας βάσει της συμφωνίας, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές τα προσφέρουν με ευνοϊκότερους όρους, καθώς και άλλα ποτά, εκτός από την μπύρα, που ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τα ποτά που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας, αλλά φέρουν διαφορετικό σήμα, όταν δεν τα προσφέρει ο προμηθευτής (άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο β).

    Δυνάμει του άρθρου 9, το οποίο παραπέμπει σε ορισμένες γενικές διατάξεις του πρώτου τίτλου του κανονισμού, η συμφωνία μπορεί να επιβάλλει στον μεταπωλητή την υποχρέωση να αγοράζει πλήρεις σειρές προϊόντων και ορισμένες κατώτατες ποσότητες των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο της υποχρεώσεως αποκλειστικής προμήθειας, να πωλεί τα προϊόντα που προβλέπονται στη σύμβαση με τα σήματα ή την παρουσίαση που προδιαγράφει ο προμηθευτής, καθώς και να προβαίνει σε διαφήμιση. Κατά την ανακοίνωση της Επιτροπής πάντως, τα δικαιώματα που παρέχει το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο β, στον μισθωτή υπερέχουν της υποχρεώσεως αγοράς ορισμένων κατώτατων ποσοτήτων.

    2. Τα πραγματικά περιστατικά

    Στις 14 Μαΐου 1985 ο Στέργιος Δηλιμίτης συνήψε σύμβαση με τη ζυθοποιία Henninger Bräu AG. Το πρώτο άρθρο της συμβάσεως αυτής προβλέπει ότι η ζυθοποιία εκμισθώνει στον Δηλιμίτη ένα εστιατόριο-ποτοπωλείο στη Φραγκφούρτη.

    Το άρθρο 6 υποχρεώνει τον μισθωτή του εστιατορίου αυτού να καλύπτει τις ανάγκες του σε βαρελίσια μπύρα, μπύρα σε φιάλες ή μεταλλικά κουτιά με προϊόντα και εμπορεύματα της ζυθοποιίας, τις δε ανάγκες του σε μη οινοπνευματώδη ποτά με προϊόντα των θυγατρικών εταιριών της ζυθοποιίας. Στον μισθωτή απαγορεύεται να αγοράζει μπύρα ή μη οινοπνευματώδη ποτά από άλλες επιχειρήσεις που εδρεύουν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Τα είδη των ποτών είναι τα αναφερόμενα στους εκάστοτε ισχύοντες τιμοκαταλόγους της ζυθοποιίας και των θυγατρικών της εταιριών. Επιτρέπεται πάντως στον μισθωτή να αγοράζει μπύρα και μη οινοπνευματώδη ποτά από επιχειρήσεις που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη, όχι όμως και από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες.

    Το άρθρο 6 ορίζει επίσης ότι ο μισθωτής έχει την υποχρέωση να αγοράζει και να πωλεί εντός του μισθίου τουλάχιστον 132 εκατόλιτρα μπύρας ετησίως. Σε περίπτωση αγοράς μικρότερης ποσότητας, υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση λόγω μη εκτελέσεως της συμβάσεως. Το ύψος και η εκκαθάριση της αποζημιώσεως διέπονται από το άρθρο 7, παράγραφος 2, της συμβάσεως.

    Κατά την όγδοη παράγραφο του άρθρου 7, η ζυθοποιία έχει το δικαίωμα να αναρτήσει τη συνήθη διαφήμιση της τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό του μισθίου. Για την ανάρτηση οποιασδήποτε άλλης διαφημίσεως είναι αναγκαία η ρητή και έγγραφη συναίνεση της ζυθοποιίας.

    Στο άρθρο 8 αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους η ζυθοποιία μπορεί να προβεί σε έκτακτη καταγγελία της συμβάσεως. Η ζυθοποιία μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση, μεταξύ άλλων όταν η προμήθεια μπύρας από τη ζυθοποιία υποχωρεί συνεχώς, με αποτέλεσμα να μην υπερβαίνει τα 11 εκατόλιτρα μηνιαίως.

    Τέλος, το άρθρο 12, παράγραφος 12, απαγορεύει στον μισθωτή να εγκαθιστά στο μίσθιο αυτόματα μηχανήματα πωλήσεως, εκτός από όσα παραδώσει ο Heinz Stadler.

    Στις 31 Δεκεμβρίου 1986 ο μισθωτής κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση, επειδή δεν ήταν πλέον σε θέση, λόγω της καταστάσεως της υγείας του, να συνεχίσει την εκμετάλλευση του εστιατορίου. Κατά τον χρόνο της καταγγελίας η ζυθοποιία υπολόγισε ότι ο μισθωτής της όφειλε ακόμη 6032,15 γερμανικά μάρκα ( DM ). Η απαίτηση αυτή αφορούσε μισθώματα, ένα κατ' αποκοπήν ποσό για τη μη εκπλήρωση της υποχρεώσεως προμήθειας της κατώτατης ποσότητας και διάφορα άλλα παρεπόμενα έξοδα. Το ποσό αυτό των 6032,15 DM συμψήφισε η ζυθοποιία με την εγγύηση που είχε συστήσει ο Δηλιμίτης κατά τη σύναψη της μισθώσεως.

    Ο μισθωτής όμως θεώρησε ότι δεν όφειλε τίποτε στη ζυθοποιία και ότι επομένως ο συμψηφισμός ήταν παράνομος. Κατά τον μισθωτή, η σύμβαση της 14ης Μαΐου 1985 δεν μπορούσε να παραγάγει έννομα αποτελέσματα, επειδή η σύναψη της ήταν παράνομη· η σύμβαση είναι άκυρη κατά το άρθρο 85, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, διότι αντιβαίνει προς την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού και δεν καλύπτεται από τις εξαιρέσεις που προβλέπει ο κανονισμός για ορισμένες κατηγορίες.

    3. Η όιαφορά της κύριας οίκης

    Ενώπιον του Landgericht Frankfurt am Main o Δηλιμίτης ενήγαγε τη ζυθοποιία Henninger Bräu AG και αξίωσε την επιστροφή του ανωτέρω ποσού.

    Το Landgericht απέρριψε την αγωγή με απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1988. Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον συμβιβάζεται η επίμαχη σύμβαση με το άρθρο 85, το Landgericht έκρινε ότι η σύμβαση δεν επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, καθόσον επιτρέπει στον μισθωτή να εφοδιάζεται και σε άλλα κράτη μέλη πέραν της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Το ίδιο θα ήταν το συμπέρασμα, ακόμη και αν η σύμβαση έπρεπε να θεωρηθεί ως μέρος ενός συνόλου συμβάσεων προμήθειας μπύρας. Οι ατομικές συμβάσεις δηλαδή αφορούν συγκεκριμένες ειδικές περιπτώσεις και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ενιαίο σύνολο του οποίου κοινός σκοπός είναι ο περιορισμός του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Κατά συνέπεια, δεν έχει σημασία αν η κρίσιμη σύμβαση δεν πληροί από όλες τις απόψεις τις προϋποθέσεις για την εξαίρεση κατά κατηγορίες.

    Κατά της αποφάσεως της 10ης Φεβρουαρίου 1988 ο Δηλιμίτης άσκησε έφεση ενώπιον του Oberlandesgericht Frankfurt am Main.

    4. Τα προοικαοτικά ερωτήματα

    Το Oberlandesgericht έκρινε ότι, πριν εκδώσει απόφαση επί της διαφοράς, έπρεπε να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως επί του ζητήματος αν οι συμβάσεις προμήθειας μπύρας συμβιβάζονται με τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού. Το Oberlandesgericht θεώρησε επιπλέον ότι ήταν μια ευκαιρία για το Δικαστήριο να αναπτύξει τη νομολογία του στον τομέα αυτό. Κατόπιν αυτού το Oberlandesgericht υπέβαλε στο Δικαστήριο, με Διάταξη της 13ης Ιουλίου 1989, τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

    «Α —

    1)

    Μπορεί να θεωρηθεί ότι μια σύμβαση προμήθειας μπύρας περιέχουσα συμφωνία για αποκλειστική προμήθεια, όπως η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων εν προκειμένω, επηρεάζει αισθητά το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, επειδή η σύμβαση αυτή ανήκει σε μια “ δέσμη ” παρόμοιων συμβάσεων προμήθειας μπύρας στο οικείο κράτος μέλος — χωρίς να έχει σημασία η προμηθεύουσα ζυθοποιία — και επειδή το ενδεχόμενο επηρεασμού του διακρατικού εμπορίου εκτιμάται βάσει των συνεπειών που έχει για την αγορά αυτή η δέομη συμβάσεων;

    2)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

    Πόσο υψηλό πρέπει να είναι το ποσοστό δεσμεύσεως εντός ενός κράτους μέλους για να υπάρχει αισθητός επηρεασμός του διακρατικού εμπορίου; Αρκεί προς τούτο το ποσοστό 60 ο/ο περίπου, το οποίο η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεωρεί ότι είναι το ποσοστό δεσμεύσεως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας;

    3)

    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

    Εφόσον τα αποτελέσματα που έχουν στην αγορά σωρευτικά όλες οι συμβάσεις προμήθειας μπύρας πον υφίστανται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και συνεπάγονται δεσμεύσεις περί αποκλειστικής προμήθειας και/ή η συμβολή της συγκεκριμένης συμβάσεως για την παραγωγή των αποτελεσμάτων αυτών πρέπει να εκτιμώνται κατόπιν εμπεριστατωμένης εξετάσεως των συγκεκριμένων περιστάσεων, ποια κριτήρια έχουν αποφασιστική σημασία για την εξέταση αυτή και μήπως είναι ιδιαίτερα κρίσιμα τα ακόλουθα στοιχεία:

    μέγεθος της ζυθοποιίας που επιβάλλει τις δεσμεύσεις,

    όγκος των πωλήσεων που προβλέπει κάθε σύμβαση,

    όγκος των πωλήσεων που αφορά η “ δέσμη ”,

    αριθμός, διάρκεια και μέγεθος των υφισταμένων δεσμεύσεων και σχέση προς τις ποσότητες που πωλούν οι ανεξάρτητοι πωλητές,

    δέσμευση του εστιάτορα από τη ζυθοποιία, τον έμπορο ποτών ή τον κύριο του ακινήτου στο πλαίσιο της συμβάσεως μισθώσεως,

    ποσότητες με τις οποίες εφοδιάζουν το εστιατόριο οι μη δεσμευόμενοι έμποροι χονδρικής πωλήσεως,

    έκταση των δεσμεύσεων προς αλλοδαπούς παραγωγούς,

    πυκνότητα του δικτύου των δεσμεύσεων σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές,

    σύγκριση με τις πωλήσεις που πραγματοποιούνται εκτός των ζυθεστιατορίων και μπαρ, τάση της καταναλώσεως στους χώρους αυτούς,

    δυνατότητα δημιουργίας ή εξαγοράς νέων σημείων πωλήσεως;

    4)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ή στο τρίτο ερώτημα:

    Σημαίνει το γεγονός ότι μια σύμβαση προμήθειας μπύρας επιτρέπει ρητά στον εστιάτορα να αγοράζει μπόρα προερχόμενη από άλλα κράτη μέλη ( ρήτρα ελεύθερης αγοράς) ότι η σύμβαση αυτή δεν μπορεί καταρχήν να επηρεάσει το διακρατικό εμπόριο ή αυτό εξαρτάται και από το αν έχει συμφωνηθεί υποχρέωση αγοράς μιας κατώτατης ποσότητας και από το μέγεθος της ποσότητας αυτής, καθώς και από τον τρόπο με τον οποίο ρυθμίζονται τα δικαιώματα της ζυθοποιίας ( αποζημίωση, καταγγελία της συμβάσεως) σε περίπτωση προμήθειας μικρότερης ποσότητας;

    Β —

    1)

    Πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 1 και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1984/83, περί μη εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, όταν τα ποτά που καλύπτει η υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας δεν απαριθμούνται στο κείμενο της συμβάσεως, αλλά έχει συμφωνηθεί ότι τα είδη των ποτών θα είναι τα αναφερόμενα στον εκάστοτε ισχύοντα κατάλογο τιμών της ζυθοποιίας;

    2)

    Παύει να ισχύει η κατά τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1984/83 εξαίρεση από την απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ για ολόκληρη τη σύμβαση προμήθειας μπύρας που προβλέπει την υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας μη οινοπνευματωδών ποτών χωρίς να περιλαμβάνει τη ρήτρα των ευνοϊκότερων όρων κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο β, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1984/83, όπως φαίνεται να συνάγεται από το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, σε συνδυασμό με το σημείο 17 της ανακοινώσεως περί των κανονισμών ( ΕΟΚ ) της Επιτροπής 1983/83 και 1984/83, της 22ας Ιουνίου 1983, ή καθίσταται απλώς άκυρη, κατ' εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, αυτή μόνο η δέσμευση αποκλειστικής προμήθειας, η οποία καθαυτή επιτρέπεται κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1984/83;

    Γ —

    Είναι αναγκαία για κάθε σύμβαση προμήθειας μπύρας, που εμπίπτει στο άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΟΚ και δεν πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1984/83 για την κατά κατηγορίες εξαίρεση, η ατομική εξαίρεση ή έχουν τα εθνικά δικαστήρια την εξουσία να θεωρούν τη σύμβαση έγκυρη στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει μια επουσιώδης μόνο απόκλιση από τις διατάξεις του ανωτέρω κανονισμού; »

    5. Διαδικασία

    Η Διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Ιουλίου 1989.

    Γραπτές παρατηρήσεις κατά το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ κατέθεσαν ο Στέργιος Δηλι-μίτης, ενάγων και εφεσείων στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενος από τον Hans Thieme, δικηγόρο Φραγκφούρτης, η ζυθοποιία Henninger Bräu AG, εναγομένη και εφεσίβλητη, εκπροσωπούμενη από τον Gerd Beent, δικηγόρο Φραγκφούρτης, η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από την Edwige Belliard, υποδιευθύντρια της Διευθύνσεως Νομικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Marc Giacomini, Γραμματέα Εξωτερικών Υποθέσεων του ίδιου αυτού Υπουργείου, και η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον νομικό σύμβουλο της Norbert Koch.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

    II — Περίληψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

    1. Επί της κρισιμότητας των προδικαστικών ερωτημάτων

    Η Henninger Bräu παρατηρεί ότι οι απαντήσεις του Δικαστηρίου στα προδικαστικά ερωτήματα θα έπρεπε να περιοριστούν σε ό,τι είναι αναγκαίο για την έκδοση αποφάσεως στην κύρια δίκη. Τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου θέτουν ορισμένα προβλήματα που δεν έχουν κρίσιμη σημασία για την προκειμένη περίπτωση. Το συμπέρασμα αυτό επιρρων-νύεται από το σκεπτικό της Διατάξεως περί παραπομπής, κατά το οποίο η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα αποτελεί ευκαιρία για την ανάπτυξη της νομολογίας του Δικαστηρίου.

    2. Επί των τεσσάρων πρώτων ερωτημάτων (επηρεασμός του ενδοκοινοτικού εμπορίου)

    Ο εφεσείων της κύριας δίκης ισχυρίζεται ως προς το πρώτο ερώτημα ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ακόμη και μία μόνο σύμβαση προμήθειας μπύρας που προβλέπει υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Mta τέτοια σύμβαση ανήκει σε μια δέσμη παρεμφερών συμβάσεων, οι συνέπειες των οποίων επί του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών είναι σωρευτικές. Οι συνέπειες αυτές μπορούν να επηρεάσουν αισθητά το διακρατικό εμπόριο, αν η δέσμη των συμβάσεων αφορά το 40-50 ο/ο των εστιατορίων ή ποτοπωλείων σε ένα κράτος μέλος ή του κύκλου εργασιών των εστιατορίων αυτών. Ο εφεσείων παρατηρεί ότι το ποσοστό δεσμεύσεως 60 %, το οποίο μνημονεύεται στο δεύτερο ερώτημα, είναι οπωσδήποτε αρκετό για να υπάρχει αισθητός επηρεασμός.

    Δεδομένου ότι στο πρώτο ερώτημα πρέπει, κατά τον εφεσείοντα, να δοθεί καταφατική απάντηση, δεν χρειάζεται να δοθεί απάντηση στο τρίτο ερώτημα. Ορισμένα όμως από τα κριτήρια που μνημονεύονται στο ερώτημα αυτό θα μπορούσαν να έχουν αποφασιστική σημασία για τον καθορισμό του βαθμού επηρεασμού του διακρατικού εμπορίου. 'Ετσι, η ποσότητα την οποία αφορά η “ δέσμη ” έχει σημασία για τον προσδιορισμό του ποσοστού των εστιατορίων που έχουν αναλάβει την υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας. Σημασία επίσης θα μπορούσαν να έχουν ο αριθμός, η διάρκεια και το μέγεθος των υφισταμένων δεσμεύσεων, καθώς και η σχέση προς τις ποσότητες που πωλούν οι ανεξάρτητοι πωλητές. Το ίδιο ισχύει και για τον όγκο των παραδόσεων που πραγματοποιούν οι μη δεσμευόμενοι έμποροι χονδρικής πωλήσεως.

    Ο εφεσείων θεωρεί επιπλέον ότι το ποσοστό δεσμεύσεως πρέπει να καθορίζεται σε κάθε συγκεκριμένη αγορά που να συμπίπτει γεωγραφικά με μια περιφέρεια. Οι συμβάσεις που συνάπτονται σε μια περιοχή, στην οποία το ποσοστό δεσμεύσεως είναι χαμηλό, δεν επηρεάζουν ενδεχομένως αισθητά το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Η δε αγορά αναφοράς του επίμαχου προϊόντος περιορίζεται στην μπύρα που πωλείται στα εστιατόρια και ποτοπωλεία. Οι πωλήσεις που πραγματοποιούνται στο λιανικό εμπόριο αποτελούν χωριστή αγορά. Ο λόγος της διαφοράς αυτής είναι ότι οι τιμές των ζυθοποιιών για τα δύο αυτά δίκτυα διανομής είναι διαφορετικές.

    Αντίθετα, τα υπόλοιπα κριτήρια που μνημονεύονται στο τρίτο ερώτημα δεν έχουν σημασία, κατά τον εφεσείοντα, για τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων μιας δέσμης συμβάσεων επί του διακρατικού εμπορίου. Δεν έχουν καμία σημασία τα χαρακτηριστικά των κατ' ιδίαν συμβάσεων που συναποτελούν τη δέσμη αυτή. Δεν έχουν καμία σημασία π.χ. ο όγκος των πωλήσεων που προβλέπει κάθε σύμβαση, καθώς και το ζήτημα αν ο εστιάτορας έχει δεσμευθεί έναντι ζυθοποιίας, εμπόρου ποτών ή του εκμισθωτή. Πρέπει αντίθετα να εξετάζεται το σύνολο των αποτελεσμάτων της δέσμης συμβάσεων επί της ανταγωνιστικότητας των άλλων ζυθοποιιών και επί των δυνατοτήτων τους να διεισδύσουν στη γερμανική αγορά. Από την άποψη αυτή δεν έχει καμία σημασία αν η δέσμη περιέχει συμβάσεις που έχουν συναφθεί με αλλοδαπές ζυθοποιίες και αν συναποτελείται από συμβάσεις που έχουν συναφθεί με λίγες μεγάλες ή με πολλές μικρές ζυθοποιίες.

    Όσον αφορά τέλος το τέταρτο ερώτημα, ο εφεσείων παρατηρεί ότι μια σύμβαση προμήθειας μπύρας με ρήτρα ελεύθερης αγοράς μπορεί θαυμάσια να επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, εφόσον προβλέπονται αφενός υποχρέωση αγοράς μιας κατώτατης ποσότητας αφετέρου κυρώσεις για την περίπτωση μη εκπληρώσεως της υποχρεώσεως αυτής. Η σύμβαση αυτή επηρεάζει το διακρατικό εμπόριο όπως ακριβώς και η ρήτρα αποκλειστικής προμήθειας, όταν η κατώτατη ποσότητα για την οποία υπάρχει υποχρέωση αγοράς ισούται περίπου με τις ποσότητες που καταναλίσκονται στο εστιατόριο.

    Κατά την άποψη της εφεσίβλητης της κύριας οίκης, τα τέσσερα πρώτα ερωτήματα αφορούν γενικά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, επί των συμβάσεων προμήθειας μπύρας. Από τα ερωτήματα όμως αυτά δεν προκύπτει με αρκετή σαφήνεια το γεγονός ότι η επίμαχη σύμβαση δεν έχει τα χαρακτηριστικά μιας συνήθους συμβάσεως προμήθειας μπύρας: δεν περιέχει καμία υποχρέωση αποκλειστικής αγοράς, η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό των συμφωνιών αυτών, αλλά μόνο υποχρέωση αγοράς μιας κατώτατης ποσότητας. Επιπλέον, πρόκειται για « ανοικτή » σύμβαση, η οποία επιτρέπει στον εστιάτορα να καλύπτει τις ανάγκες του με αγορές σε άλλα κράτη μέλη. Λόγω των ιδιαίτερων αυτών στοιχείων πρέπει να εξεταστεί καταρχάς αν για την ειδική αυτή σύμβαση συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1.

    Η εφεσίβλητη παρατηρεί ότι η δυνατότητα εφαρμογής της διατάξεως αυτής δεν προκύπτει άνευ ετέρου από τη νομολογία του Δικαστηρίου τη σχετική με τις συμβάσεις προμήθειας μπύρας. Η νομολογία αυτή αφορά μόνο τις συμφωνίες που προβλέπουν ρητά την υποχρέωση αποκλειστικής αγοράς.

    Καταρχάς πρέπει να εξεταστεί αν μια σύμβαση όπως η προκειμένη περιορίζει τον ανταγωνισμό. Το γεγονός και μόνο ότι μια σύμβαση περιορίζει τη συναλλακτική ελευθερία των συμβαλλομένων δεν αποτελεί κατ' ανάγκη περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1. Οι περιορισμοί αυτοί της συναλλακτικής ελευθερίας ενδέχεται, μεταξύ άλλων, να είναι αναγκαίοι για την απρόσκοπτη επέλευση των αποτελεσμάτων της συμβάσεως, τα οποία δεν επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα των άλλων ζυθοποιιών ή τα συμφέροντα των καταναλωτών.

    Οι υποχρεώσεις αγοράς ορισμένων κατώτατων ποσοτήτων είναι, κατά την εφεσίβλητη, αναγκαίες για την απρόσκοπτη επέλευση των αποτελεσμάτων μιας συμβάσεως όπως η επίμαχη. Οι συμβάσεις αυτές βελτιώνουν τη διανομή και την εξυπηρέτηση των πελατών, ενώ ταυτόχρονα εντατικοποιούν τον ανταγωνισμό μεταξύ των διαφόρων εταιριών μπύρας. Οι συμβάσεις αυτές δεν θα συνάπτονταν, αν οι ζυθοποιίες δεν είχαν τη βεβαιότητα ότι θα μπορούσαν να πωλούν ορισμένη ελάχιστη ποσότητα μπύρας. Η υποχρέωση αγοράς της ποσότητας αυτής αποτελεί επομένως την αντιπαροχή για τα χρηματικά και οικονομικά οφέλη που παρέχει η ζυθοποιία στον μισθωτή. Η υποχρέωση αυτή βέβαια δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το μέτρο αυτού που είναι αναγκαίο για να καταστούν αποδοτικές οι επενδύσεις της ζυθοποιίας. Εν συνόψει, μια σύμβαση όπως η σύμβαση της 14ης Μαΐου 1985, στην οποία η υποχρέωση αγοράς μιας κατώτατης ποσότητας δεν αντιβαίνει προς την αρχή της αναλογικότητας, δεν απαγορεύεται από το άρθρο 85, παράγραφος 1.

    Όσον αφορά τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών, η εφεσίβλητη παρατηρεί ότι η σύμβαση που περιέχει ρήτρα ελεύθερης αγοράς δεν μπορεί, εκ της φύσεως της και μόνο, να επηρεάσει το εμπόριο αυτό. Η σύμβαση αυτή δεν εμποδίζει καθόλου τις οικονομικές σχέσεις και συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Αυτό ισχύει και για τις συμβάσεις με ρήτρα ελεύθερης αγοράς που προβλέπουν την υποχρέωση αγοράς ορισμένων ελάχιστων ποσοτήτων. Η υποχρέωση αυτή πρέπει να κρίνεται με μοναδικό γνώμονα την αποδοτικότητα των επενδύσεων που έχει πραγματοποιήσει η ενδιαφερόμενη ζυθοποιία.

    Αν εντούτοις το Δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μια σύμβαση όπως η επίμαχη περιορίζει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει το διακρατικό εμπόριο, ο περιορισμός αυτός και ο επηρεασμός αυτός δεν μπορούν πάντως να χαρακτηριστούν ως αισϊθητοί. Η επίμαχη σύμβαση προβλέπει υποχρέωση αγοράς μόνο 132 εκατολίτρων κατ' έτος και επιπλέον πρόκειται για συμφωνία που αφορά μία μόνο χώρα. Η συμφωνία αυτή επηρεάζει κατ' εξαίρεση μόνο το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, ακόμη και αν εξεταστούν τα σωρευτικά αποτελέσματα της δέσμης συμβάσεων στην οποία ανήκει η συγκεκριμένη συμφωνία. Συνεπώς πρέπει να προσδιοριστούν οι συγκεκριμένες εξαιρετικές περιστάσεις υπό τις οποίες οι συμβάσεις αυτές θα μπορούσαν να παράγουν αισθητά αποτελέσματα. Από την άποψη αυτή πρέπει να εφαρμοστούν τα κριτήρια που διαμόρφωσε ο γενικός εισαγγελέας Roemer με τις προτάσεις που ανέπτυξε στις 21 Νοεμβρίου 1967 (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1967, 23/67, Brasserie de Haecht, Sig. 1967, σ. 543 ). Τα κριτήρια αυτά αντιστοιχούν στο ποσοστό δεσμεύσεως που μνημονεύεται στο δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου και στα στοιχεία που μνημονεύονται στο τρίτο ερώτημα.

    Η εφεσίβλητη παρατηρεί ότι η εφαρμογή των κριτηρίων αυτών στην προκειμένη περίπτωση εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο. Το Δικαστήριο όμως πρέπει να παράσχει τα αναγκαία στοιχεία για την οριοθέτηση της αγοράς. Χωρίς την οριοθέτηση αυτή, το αιτούν δικαστήριο θα έχει δυσκολίες να εφαρμόσει τα σχετικά κριτήρια. Σχετική αγορά δεν είναι μόνο η αγορά της μπύρας που καταναλίσκεται στα ξενοδοχεία, εστιατόρια και ποτοπωλεία, αλλά όλη η αγορά μπύρας, ακόμη Kat της μπύρας που πωλείται στο λιανικό εμπόριο. Όσον αφορά τη γεωγραφική έκταση της σχετικής αγοράς, η εφεσίβλητη θεωρεί ότι συμπίπτει με το έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Βάσει των κριτηρίων εκτιμήσεως των σωρευτικών αποτελεσμάτων μιας δέσμης συμβάσεων πρέπει να εξετάζεται κυρίως αν η εθνική αγορά στεγανοποιείται προς αντιμετώπιση του ανταγωνισμού επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών.

    Εν συνόψει, η εφεσίβλητη υποστηρίζει την άποψη ότι η εφαρμογή των κριτηρίων αυτών οδηγεί κατ' ανάγκη στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη σύμβαση συμβιβάζεται με το άρθρο 85, παράγραφος 1.

    Η Γαλλική Κνβέρνηοη παρατηρεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το εθνικό δικαστήριο πρέπει, όταν πρόκειται να κρίνει κατά πόσον επηρεάζεται το ενδοκοινοτικό εμπόριο, να λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη των παρεμφερών συμβάσεων που συνάπτουν στο συγκεκριμένο κράτος μέλος η ζυθοποιία με τους μισθωτές της και οι ανταγωνιστικές ζυθοποιίες. Επί του δευτέρου ερωτήματος η Γαλλική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ένα αφηρημένο ελάχιστο ποσοτικό όριο πέραν του οποίου η δέσμη συμφωνιών προμήθειας μπύρας σ' ένα κράτος μέλος θα μπορούσε να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Εντός ενός ειδικού οικονομικού πλαισίου πάντως η ύπαρξη υψηλού ποσοστού θα μπορούσε να αποτελεί σοβαρή ένδειξη αισθητού επηρεασμού.

    Όσον αφορά το τέταρτο ερώτημα, η Γαλλική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι, κατά τον κανονισμό, επιτρέπεται η επιβολή στον μισθωτή της υποχρεώσεως αγοράς ορισμένων κατώτατων ποσοτήτων. Η Γαλλική Κυβέρνηση τονίζει πάντως ότι, κατά την ανακοίνωση της Επιτροπής, η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να είναι διατυπωμένη ή να εφαρμόζεται κατά τρόπο ώστε να προσλαμβάνει τον χαρακτήρα ενός ανεπίτρεπτου κατά τον κανονισμό περιορισμού του ανταγωνισμού. Αυτό συμβαίνει, όταν οι κατώτατες ποσότητες για τις οποίες έχει αναληφθεί η υποχρέωση είναι υπερβολικά υψηλές και όταν επιπλέον προβλέπεται ένας μηχανισμός επιβολής κυρώσεων που βρίσκεται σε δυσαναλογία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Η υποχρέωση αγοράς κατώτατων ποσοτήτων που να ισούνται με τη συνολική ζήτηση του συγκεκριμένου ποτού στο συγκεκριμένο εστιατόριο αποτελεί περιορισμό του ανταγωνισμού, για τον οποίο δεν μπορεί να ισχύσει η κατά κατηγορίες εξαίρεση που προβλέπει ο κανονισμός. Η υποχρέωση αυτή εμποδίζει τους μισθωτές να προβαίνουν στον εφοδιασμό τους σε άλλα κράτη μέλη και οδηγεί συνεπώς σε στεγανοποίηση της κοινής αγοράς.

    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το πρώτο ερώτημα έχει στενή σχέση με το τρίτο: και τα δύο αφορούν το ζήτημα των κριτηρίων που πρέπει να εφαρμόζονται για να εκτιμηθούν τα αποτελέσματα μιας συμβάσεως προμήθειας μπύρας επί του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά πρέπει να διασαφηνίσουν κυρίως αν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνο το γεγονός ότι η σύμβαση αυτή εντάσσεται σε μια δέσμη παρεμφερών συμβάσεων ή αν αντίθετα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλα κριτήρια.

    Πριν προσδιοριστούν τα κριτήρια εκτιμήσεως, πρέπει να οριοθετηθεί η αγορά εντός της οποίας παράγονται τα αποτελέσματα μιας συμβάσεως προμήθειας μπύρας. Κρίσιμη εν προκειμένω αγορά είναι η αγορά της μπύρας που καταναλώνεται στα ξενοδοχεία, εστιατόρια και ποτοπωλεία, και δεν περιλαμβάνει την αγορά της μπύρας που πωλείται στο λιανικό εμπόριο, καθόσον πρόκειται για δύο χωριστές αγορές. Η πώληση ποτών στα εστιατόρια και ποτοπωλεία έχει τα δικά της χαρακτηριστικά: αποτελεί συγχρόνως παροχή υπηρεσιών, για την οποία αναγκαία είναι η ύπαρξη ειδικών εγκαταστάσεων, και πραγματοποιείται σε υψηλότερες τιμές απ' ό,τι στο λιανικό εμπόριο. Υπάρχει πάντως μια στενή αλληλεξάρτηση μεταξύ των δύο αυτών αγορών: η μπύρα ενός αλλοδαπού παραγωγού μπορεί να αποκτήσει, κατά την πώληση στο λιανικό εμπόριο, ορισμένη φήμη, την οποία μπορεί να εκμεταλλευθεί ο παραγωγός αυτός, όταν θελήσει να διεισδύσει στην αγορά των εστιατορίων και ποτοπωλείων.

    Γεωγραφικά κρίσιμη αγορά είναι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Οι συμβάσεις προμήθειας μπύρας συνάπτονται κατά κανόνα σε εθνικό επίπεδο.

    Η Επιτροπή παρατηρεί στη συνέχεια ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι συμβάσεις πρέπει να εκτιμώνται εντός του οικονομικού και νομικού πλαισίου τους. Το Δικαστήριο έχει κρίνει, σε σχέση με συμβάσεις περί αποκλειστικής προμήθειας μπύρας, ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη παρόμοιων συμβάσεων (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1967, Brasserie de Haecht, όπ.π. ). Σχετικώς πρόκειται όχι μόνο για συμβάσεις μεταξύ της ενδιαφερόμενης ζυθοποιίας και των εστιατόρων ή ποτοπωλών, αλλά και για τις συμβάσεις που συνάπτουν άλλες ζυθοποιίες με τους εστιάτορες ή ποτοπώλες (απόφαση της 18ης Μαρτίου 1970, 43/69, Bilger κατά Jehle, Sig. 1970, σ. 127 ). Το αποτέλεσμα όλων αυτών των παρεμφερών συμβάσεων θα μπορούσε να είναι η δημιουργία περισσότερων δυσκολιών για τις ανταγωνιστικές ζυθοποιίες που θα ήθελαν να εγκατασταθούν στην αγορά αναφοράς.

    Στο σημείο αυτό η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ανακοίνωση της της 3ης Σεπτεμβρίου 1986 ( ΕΕ 1986, C 231 ) σχετικά με τις συμφωνίες μικρότερης σημασίας δεν εφαρμόζεται, αν η αγορά αναφοράς χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη παράλληλων συμφωνιών. Η ύπαρξη πάντως μιας δέσμης παρεμφερών συμβάσεων αποτελεί απλώς ένα από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να κριθεί κατά πόσον δυσχεραίνεται αισθητά η διείσδυση στην αγορά αναφοράς. Από την άποψη αυτή η Επιτροπή θεωρεί ότι τα ιδιαίτερα στοιχεία μιας ατομικής συμβάσεως δεν αποτελούν αποφασιστικά κριτήρια σ' αυτό το γενικότερο πλαίσιο. Το βασικό ζήτημα είναι αν εμποδίζεται η διείσδυση στην αγορά αναφοράς και αν αυτό είναι το συνολικό αποτέλεσμα όλων των σχετικών εμποδίων. Δεν έχει καμία σημασία αν η συμβολή στο συνολικό αυτό αποτέλεσμα είναι πολύ μικρή ή μεγάλη.

    Η Επιτροπή θεωρεί πάντως ότι σε ορισμένες συγκεκριμένες αγορές η εξέταση των συνολικών αποτελεσμάτων που έχει μια δέσμη συμφωνιών μπορεί να φθάσει πολύ μακριά. Συναφώς η Επιτροπή τονίζει ότι οι 27 μεγαλύτερες γερμανικές ζυθοποιίες παράγουν το 50 ο/ο περίπου της μπύρας που παράγεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και ότι το ποσοστό αυτό ανέρχεται, αν ληφθούν υπόψη οι 100 μεγαλύτερες ζυθοποιίες, στο 86 %. Οι μικρές ζυθοποιίες ( ετήσια παραγωγή 100000 εκατολίτρων κατ' ανώτατο όριο ) ελέγχουν το 10 ο/ο μόνο της αγοράς αυτής. Η Επιτροπή διερωτάται αν τα αποτελέσματα που έχουν σωρευτικά οι συμφωνίες που συνάπτονται από τις μικρές αυτές ζυθοποιίες μπορούν καν να χαρακτηριστούν αισθητά, ενόψει του γεγονότος ότι οι μεγάλες ζυθοποιίες τηρούν κατά γενικό κανόνα τις διατάξεις του κανονισμού και έτσι εξασφαλίζεται ότι η γερμανική αγορά θα είναι σχετικά ανοιχτή για τους παραγωγούς των άλλων κρατών μελών. Το ζήτημα αυτό αποτελεί, κατά την Επιτροπή, ένα στοιχείο το οποίο λαμβάνει υπόψη της κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας στον τομέα του ανταγωνισμού.

    Εν πάση περιπτώσει, για την εξακρίβωση του σωρευτικού αποτελέσματος πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια: πρώτον, πρέπει να συγκρίνεται ο αριθμός των εστιατορίων που δεσμεύονται από υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας με τον αριθμό των « αδέσμευτων » εστιατορίων. Η ίδια σύγκριση πρέπει να γίνει σε σχέση με τις ποσότητες της μπύρας που καταναλώνονται στις δύο αυτές κατηγορίες εστιατορίων. Κατά την εφαρμογή των δύο αυτών κριτηρίων πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη οι δυνατότητες πωλήσεων τις οποίες προσφέρει το λιανικό εμπόριο: αν αποδειχθεί ότι οι δυνατότητες αυτές είναι σχεδόν ανύπαρκτες, θα αρκούσε ένας μικρός σχετικά αριθμός εστιατορίων ή μια σχετικά περιορισμένη κατανάλωση μπύρας στα εστιατόρια αυτά για να γίνει δεκτό ότι υπάρχει αισθητή στεγανοποίηση της αγοράς. Αν αντίθετα οι αλλοδαπές ζυθοποιίες επιτυγχάνουν την πώληση σημαντικών ποσοτήτων στο λιανικό εμπόριο, το ανωτέρω συμπέρασμα θα ήταν δυνατόν να συναχθεί μόνο εφόσον οι αριθμοί για τα δεσμευόμενα εστιατόρια και την κατανάλωση μπύρας ήσαν πολύ μεγαλύτεροι. Από την άποψη αυτή πρέπει να εξετάζεται επίσης ο βαθμός κορεσμού της αγοράς. Αν ο βαθμός κορεσμού της αγοράς είναι υψηλός, η διείσδυση στην αγορά είναι δυσχερέστερη, ακόμη και αν το ποσοστό δεσμεύσεως είναι σχετικά χαμηλό.

    Η Επιτροπή παρατηρεί ακόμη ότι η διάρκεια των δεσμεύσεων και τα διάφορα είδη των ποτών που αφορούν οι δεσμεύσεις αυτές, καθώς και η δυνατότητα δημιουργίας νέων σημείων πωλήσεως, δεν αποτελούν αποφασιστικά κριτήρια. Τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαν να έχουν δευτερεύουσα το πολύ σημασία, εφόσον το ποσοστό δεσμεύσεων ήταν σχετικά χαμηλό, η εφαρμογή τους όμως ως κριτηρίων θα προσέκρουε σε πρακτικές δυσχέρειες, λόγω της ελλείψεως στατιστικών δεδομένων.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα άλλα κριτήρια που μνημονεύονται στο τρίτο ερώτημα δεν έχουν καμία σημασία. Δεν έχει σημασία κατά πόσον ο εστιάτορας έχει αναλάβει τη δέσμευση έναντι αλλοδαπού παραγωγού, εμπόρου χονδρικής πωλήσεως ή του εκμισθωτή, εφόσον υπόκειται στην υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας. Ούτε έχει σημασία η πυκνότητα του δικτύου των δεσμεύσεων σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή, αφού η γεωγραφικά κρίσιμη αγορά συμπίπτει με το έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

    Σχετικά με το δεύτερο ερώτημα η Επιτροπή παρατηρεί ότι μια δέσμη συμβάσεων που αφορά το 30 ο/ο των εστιατορίων και ποτοπωλείων ενός κράτους μέλους θα μπορούσε οπωσδήποτε να επηρεάζει αισθητά το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

    Κατά την Επιτροπή, η απάντηση στο τέταρτο ερώτημα εξαρτάται από το αν η επίμαχη σύμβαση επιβάλλει υποχρέωση αγοράς ορισμένων κατώτατων ποσοτήτων, καθώς και από το μέγεθος των ποσοτήτων αυτών σε σχέση με τον συνήθη κύκλο εργασιών του συγκεκριμένου εστιατορίου. Αν η σύμβαση επιβάλλει την αγορά μιας σχετικά υψηλής κατώτατης ποσότητας, η ρήτρα ελεύθερης αγοράς δεν έχει καμία οικονομική αξία, ιδιαίτερα όταν η σύμβαση προβλέπει κυρώσεις σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως αγοράς. Η Επιτροπή διευκρινίζει πάντως ότι ακόμη και μια σύμβαση με ρήτρα ελεύθερης αγοράς, η οποία δεν επιβάλλει καμία τέτοια υποχρέωση, μπορεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις να επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Η σύμβαση αυτή θα μπορούσε π.χ. να βλάψει την ανταγωνιστικότητα των αλλοδαπών ζυθοποιιών που θα ήθελαν να διεισδύσουν στη γερμανική αγορά με το άνοιγμα καταστημάτων πωλήσεως στο κράτος μέλος αυτό.

    3. Επί τον πέμπτον και τον έκτον ερωτήματος (κανονισμός 1984/83)

    Σχετικά με το πέμπτο ερώτημα ο εφεσάων παρατηρεί ότι στην περίπτωση απλής αναφοράς του εκάστοτε ισχύοντος καταλόγου τιμών της ζυθοποιίας δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού. Η αναφορά αυτή δίνει στη ζυθοποιία τη δυνατότητα να μεταβάλλει την έκταση των δεσμεύσεων μεταβάλλοντας τον τιμοκατάλογο της. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, όμως, η υποχρέωση προμήθειας πρέπει να αφορά σαφώς καθορισμένα είδη ποτών.

    Όσον αφορά το έκτο ερώτημα, ο εφεσείων παρατηρεί ότι η μη τήρηση του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο β, του κανονισμού δεν επιφέρει αυτόματα την ακυρότητα της συμβάσεως, αλλ' απλώς η σύμβαση δεν μπορεί να υπαχθεί στην κατά κατηγορίες εξαίρεση που προβλέπει ο κανονισμός. Υπάρχει πάντως πάντοτε η δυνατότητα αιτήσεως ατομικής εξαιρέσεως.

    Προς συμπλήρωση των απαντήσεων του στα δύο αυτά ερωτήματα, ο εφεσείων τονίζει ότι η επίμαχη σύμβαση αντιβαίνει προς τον κανονισμό και σε άλλα σημεία. Το άρθρο 7, παράγραφος 8, της συμβάσεως, το οποίο απαγορεύει την ανάρτηση διαφημίσεων χωρίς τη ρητή και έγγραφη συναίνεση της ζυθοποιίας, αντιβαίνει προς το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ, του κανονισμού. Οι διατάξεις της συμβάσεως περί τοποθετήσεως αυτόματων μηχανών πωλήσεως είναι επίσης αντίθετες προς τον κανονισμό. Επιπλέον, το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, του κανονισμού απαγορεύει την επιβολή υποχρεώσεως προμήθειας ποσοτήτων που υπερβαίνουν τις ανάγκες του εστιάτορα. Η επίμαχη όμως σύμβαση επιβάλλει τέτοια υποχρέωση.

    Η εφεσίβλητη ομολογεί, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε για το πέμπτο ερώτημα, ότι η επίμαχη σύμβαση δεν είναι σύμφωνη προς το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού, όπως ερμηνεύθηκε με την ανακοίνωση της Επιτροπής. Η εφεσίβλητη θεωρεί πάντως ότι πρακτικοί λόγοι επιβάλλουν μια λιγότερο στενή ερμηνεία. Αν δηλαδή έπρεπε να τηρηθεί η ερμηνεία που δίδεται με την ανακοίνωση, θα έπρεπε να συνάπτεται νέα σύμβαση κάθε φορά που μεταβάλλονται τα είδη των ποτών. Για κάθε επομένως μεταβολή, όσο μικρή και αν ήταν, οι ζυθοποιίες θα έπρεπε να συνάπτουν νέες συμφωνίες με εκατοντάδες ή και χιλιάδες μεταπωλητών. Είναι συνεπώς προφανές ότι η απλή αναφορά του τιμοκαταλόγου είναι οπωσδήποτε πιο πρακτική.

    Όσον αφορά το έκτο ερώτημα, η εφεσίβλητη θεωρεί ότι η σύμβαση εξακολουθεί να εμπίπτει στις διατάξεις περί εξαιρέσεως κατά κατηγορίες, ακόμη και όταν μία από τις ρήτρες της δεν καλύπτεται από τον κανονισμό. Στην προκειμένη περίπτωση τούτο σημαίνει ότι ο κανονισμός δεν εφαρμόζεται επί της υποχρεώσεως προμήθειας άλλων ποτών πλην της μπύρας. Η εν μέρει μη εφαρμογή ανταποκρίνεται στη λογική του κανονισμού, ο οποίος διακρίνει μεταξύ της προμήθειας μπύρας και της προμήθειας άλλων ποτών. Η λύση την οποία προτείνει η εφεσίβλητη λαμβάνει υπόψη και το γεγονός ότι η απόλυτη μη εφαρμογή της εξαιρέσεως θα είχε συχνά για ολόκληρη τη σύμβαση τις συνέπειες που προβλέπει το άρθρο 85, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ. Η ακυρότητα όμως ολόκληρης της συμβάσεως πρέπει να αποφεύγεται, καθόσον αποτελεί, επιπλέον, μέτρο δυσανάλογο από την άποψη της πολιτικής του ανταγωνισμού.

    Σχετικά με το πέμπτο ερώτημα η Γαλλική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι από τα άρθρα 1 και 6 του κανονισμού προκύπτει σαφώς ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της εξαιρέσεως κατά κατηγορίες, όταν τα ποτά που αφορά η υποχρέωση προμήθειας δεν καθορίζονται με τη συμφωνία, αλλά με τους τιμοκαταλόγους. Στο σημείο αυτό η Γαλλική Κυβέρνηση αναφέρεται στην ερμηνεία που έχει δοθεί με την ανακοίνωση της Επιτροπής και τάσσεται κατά της αυστηρής εφαρμογής της ερμηνείας αυτής. Η χαλαρότερη αυτή ερμηνεία θα μπορούσε να διευκολύνει τη διείσδυση των αλλοδαπών ζύθων, καθόσον μια ζυθοποιία άλλου κράτους μέλους θα μπορούσε να ζητήσει από την εγχώρια ζυθοποιία να περιλάβει νέες μπύρες στους τιμοκαταλόγους της.

    Η Γαλλική Κυβέρνηση τονίζει με τις παρατηρήσεις της επί του έκτου ερωτήματος ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο β, κάνει διάκριση μεταξύ δύο διαφορετικών καταστάσεων. Το γεγονός ότι στη σύμβαση δεν αναφέρεται ρητά η διάκριση αυτή δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι δεν ισχύει η κατά κατηγορίες εξαίρεση. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αν η σύμβαση είναι σύμφωνη προς την ανωτέρω διάταξη. Αν το συμπέρασμα από την εξέταση αυτή είναι αρνητικό, η υποχρέωση προμήθειας μη οινοπνευματωδών ποτών θα ήταν άκυρη βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 2. Η ακυρότητα της υποχρεώσεως αυτής δεν σημαίνει όμως ότι ολόκληρη η σύμβαση είναι άκυρη. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ακυρότητα αφορά μόνο τις παράνομες ρήτρες μιας συμβάσεως, εφόσον οι ρήτρες αυτές μπορούν να διαχωριστούν από το σύνολο της συμβάσεως.

    Η Επιτροπή διαπιστώνει, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε επί του πέμπτου ερωτήματος, ότι το γεγονός ότι τα είδη των ποτών που αφορά η υποχρέωση προμήθειας δεν προσδιορίζονται με την ίδια τη συμφωνία, αλλά με τους τιμοκαταλόγους της ζυθοποιίας, δεν είναι σύμφωνο προς το άρθρο 6 του κανονισμού, όπως έχει ερμηνευθεί με την ανακοίνωση της. Η Επιτροπή έθεσε τις προϋποθέσεις αυτές, προκειμένου να προστατεύσει τους μεταπωλητές από τη μονομερή διεύρυνση της κατηγορίας των ποτών εκ μέρους της ζυθοποιίας.

    Σε σχέση με το έκτο ερώτημα η Επιτροπή παρατηρεί ότι το άρθρο 8 θέτει τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η εξαίρεση κατά κατηγορίες. Επομένως, αν δεν συντρέχει η ειδική προϋπόθεση του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεν μπορεί να εφαρμοστεί ο κανονισμός. Τα άρθρα 2 και 7 διευκρινίζουν άλλωστε ότι δεν μπορεί να επιβληθεί κανείς άλλος περιορισμός του ανταγωνισμού, πέρα από αυτούς που προβλέπει ο κανονισμός.

    4. Επί τον τελευταίου ερωτήματος (άρθρο 85, παράγραφος 2, της Συνθήκης)

    Κατά τον εφεοείοντα, μια σύμβαση προμήθειας μπύρας που εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ και για την οποία δεν ισχύει η εξαίρεση που προβλέπει ο κανονισμός δεν είναι άκυρη κατά το άρθρο 85, παράγραφος 2, μόνο εφόσον προβλέπεται ατομική εξαίρεση, για τη χορήγηση της οποίας αποκλειστικά αρμόδια είναι η Επιτροπή.

    Η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να εξετάζουν ως εξής το ζήτημα αν μια σύμβαση προμήθειας μπύρας συμβιβάζεται με το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ: πρώτον, πρέπει να εξετάζεται αν εφαρμόζεται ο κανονισμός. Το γεγονός ότι μια ρήτρα της συμβάσεως δεν καλύπτεται από τον κανονισμό δεν επιφέρει τη μη εφαρμογή του, εφόσον η ρήτρα αυτή μπορεί να διαχωριστεί από το σύνολο της συμβάσεως. Δεύτερον, ο κανονισμός πρέπει να ερμηνεύεται οπωσδήποτε ευρέως, ώστε η κατά κατηγορίες εξαίρεση να καλύπτει όσο το δυνατόν περισσότερες ρήτρες. Το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του κανονισμού προσδιορίζεται βάσει της ευρείας αυτής ερμηνείας.

    Το γεγονός πάντως ότι δεν εφαρμόζεται ο κανονισμός δεν σημαίνει αυτόματα ότι η σύμβαση είναι άκυρη. Το εθνικό δικαστήριο ενδέχεται να θεωρήσει τη σύμβαση έγκυρη, εφόσον κρίνει ότι θα μπορούσε να χορηγηθεί ατομική εξαίρεση. Η εξέταση αυτή συμβιβάζεται με την αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής να αποφασίζει τη χορήγηση ατομικών εξαιρέσεων. Η εφεσίβλητη παρατηρεί ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει απλώς να εξετάσει αν η επίμαχη σύμβαση θα μπορούσε να τύχει εξαιρέσεως. Η εξουσία οριστικής χορηγήσεως της εξαιρέσεως παραμένει στα χέρια της Επιτροπής και μόνο. Η άποψη αυτή είναι εξάλλου σύμφωνη με την αποκεντρωτική πολιτική που ακολουθεί η Επιτροπή στον τομέα του ανταγωνισμού. Με την πολιτική αυτή η Επιτροπή ζητεί ενεργότερη συμμετοχή των εθνικών δικαστηρίων κατά την εφαρμογή των κανόνων του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού.

    Η εφεσίβλητη θεωρεί ότι στην προκειμένη περίπτωση η σύμβαση μπορεί να τύχει εξαιρέσεως. Χάρη στη ρήτρα περί ελεύθερης αγοράς η επίμαχη σύμβαση αφήνει στον μεταπωλητή μεγαλύτερη ελευθερία απ' ό,τι οι συμβάσεις αποκλειστικής προμήθειας που εξαιρούνται βάσει του κανονισμού.

    Η ΓαΑΜκή Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, όταν μια σύμβαση περιέχει περιορισμούς του ανταγωνισμού που βαίνουν πέραν των ορίων του κανονισμού, πρέπει να εξετάζεται το αποτέλεσμα των περιορισμών αυτών επί του ανταγωνισμού και επί του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών. Εφόσον τα περιοριστικά αποτελέσματα κρίνονται αισθητά, η σύμβαση είναι άκυρη, εκτός αν χορηγήσει ατομική εξαίρεση η Επιτροπή.

    Κατά την Επιτροπή, η απόκλιση από τις διατάξεις του κανονισμού επιφέρει τη μη εφαρμογή της εξαιρέσεως κατά κατηγορίες. Συνεπώς, αν δεν υπάρχει ατομική εξαίρεση, η σύμβαση είναι άκυρη κατά το άρθρο 85, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ. Η εξουσία χορηγήσεως ατομικών εξαιρέσεων ανήκει στην Επιτροπή και μόνο. Η αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων περιορίζεται στην εξέταση του αν συμβιβάζεται η συμφωνία με το άρθρο 85, παράγραφος 1, και ενδεχομένως στην αναγνώριση της ακυρότητας της βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 2.

    P. J. G. Kapteyn

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Επάνω

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

    της 28ης Φεβρουαρίου 1991 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-234/89,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Oberlandesgericht Frankfurt am Main ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    του Στέργιου Δηλιμίτη

    και

    της Henninger Bräu AG,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ και του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1984/83 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 1983, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών αποκλειστικής προμήθειας ( ΕΕ 1983, L 173, σ. 5 ),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, Τ. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida και M. Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, F. Α. Schockweiler, F. Grévisse, M. Zuleeg και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

    γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    ο Στέργιος Δηλιμίτης, εκπροσωπούμενος από τον Hans Thieme, δικηγόρο Φραγκφούρτης,

    η Henninger Bräu AG, εκπροσωπούμενη από τον Gerd Beent, δικηγόρο Φραγκφούρτης,

    η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Edwige Belliard, υποδιευθύντρια της Διευθύνσεως Νομικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Marc Giacomini, Γραμματέα Εξωτερικών Υποθέσεων του ίδιου Υπουργείου,

    η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Norbert Koch, νομικό σύμβουλο της,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

    αφού άκουσε τις παρατηρήσεις που ανέπτυξαν προφορικά κατά τη συνεδρίαση της 20ής Ιουνίου 1990 ο Στέργιος Δηλιμίτης, η Henninger Bräu AG, εκπροσωπούμενη από τον Frank Montag, δικηγόρο Κολωνίας, και η Επιτροπή,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Οκτωβρίου 1990,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με Διάταξη της 13ης Ιουλίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Ιουλίου 1989, το Oberlandesgericht Frankfurt am Main υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ και του κανονισμού (ΕΟΚ) 1984/83 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 1983, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών αποκλειστικής προμήθειας ( ΕΕ 1983, L 173, σ. 5 ).

    2

    Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν κατά την εκδίκαση διαφοράς μεταξύ του Στέργιου Δηλιμίτη, πρώην μισθωτή εστιατορίου-ποτοπωλείου στη Φραγκφούρτη επί του Μάιν (στο εξής: εστιάτορας), και της ζυθοποιίας Henninger Bräu AG, που εδρεύει στην ίδια πόλη ( στο εξής: ζυθοποιία ). Αντικείμενο της διαφοράς είναι το ποσό που αξίωσε από τον εστιάτορα η ζυθοποιία κατόπιν της καταγγελίας από τον εστιάτορα της συμβάσεως που είχαν συνάψει στις 14 Μαΐου 1985.

    3

    Κατά το άρθρο 1 της συμβάσεως αυτής η ζυθοποιία εκμισθώνει ένα εστιατόριο-ποτοπωλείο στον εστιάτορα. Το άρθρο 6 της συμβάσεως επιβάλλει στον εστιάτορα την υποχρέωση να καλύπτει τις ανάγκες του σε βαρελίσια μπύρα, μπύρα σε φιάλες ή μεταλλικά κουτιά με προϊόντα και εμπορεύματα της ζυθοποιίας και τις ανάγκες του σε μη οινοπνευματώδη ποτά με προϊόντα των θυγατρικών εταιριών της ζυθοποιίας. Τα είδη των ποτών είναι τα αναφερόμενα στους εκάστοτε ισχύοντες καταλόγους τιμών της ζυθοποιίας και των θυγατρικών εταιριών της. Στον εστιάτορα πάντως επιτρέπεται να προμηθεύεται μπύρες και μη οινοπνευματώδη ποτά από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη.

    4

    Το άρθρο 6 ορίζει επιπλέον ότι ο εστιάτορας έχει την υποχρέωση αγοράς 132 τουλάχιστον εκατολίτρων μπύρας ετησίως. Σε περίπτωση αγοράς μικρότερης ποσότητας, οφείλει να καταβάλει αποζημίωση λόγω μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του.

    5

    Ο εστιάτορας κατήγγειλε τη σύμβαση στις 31 Δεκεμβρίου 1986. Κατόπιν της καταγγελίας αυτής η ζυθοποιία θεώρησε ότι ο εστιάτορας της όφειλε το ποσό των 6032,15 γερμανικών μάρκων ( DM ) που θα κάλυπτε τα μισθώματα, ένα κατ' αποκοπήν ποσό λόγω μη τηρήσεως της υποχρεώσεως αγοράς της κατώτατης ποσότητας και διάφορα παρεπόμενα έξοδα. Η ζυθοποιία συμψήφισε το ποσό αυτό με την εγγύηση που είχε συστήσει ο εστιάτορας για τη μίσθωση.

    6

    Ο εστιάτορας θεώρησε ανεπίτρεπτο τον συμψηφισμό αυτό και ενήγαγε τη ζυθοποιία ενώπιον του Landgericht Frankfurt am Main με αίτημα την επιστροφή του συμψηφισθέντος ποσού. Προς στήριξη της αγωγής του ο εστιάτορας ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η σύμβαση ήταν άκυρη δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ. Με απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1988 το Landgericht απέρριψε την αγωγή. Το Landgericht έκρινε ότι η σύμβαση δεν επηρέαζε το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, αφού συγκεκριμένα επέτρεπε στον εστιάτορα να εφοδιάζεται σε άλλα κράτη μέλη και συνεπώς δεν είχε μεγάλη σημασία αν πληρούσε τις προϋποθέσεις της κατά κατηγορίας εξαιρέσεως που προβλέπει ο προαναφερθείς κανονισμός 1984/83.

    7

    Κατά της αποφάσεως του Landgericht ο εστιάτορας άσκησε έφεση ενώπιον του Oberlandesgericht Frankfurt am Main, το οποίο έκρινε ότι συνέτρεχε ανάγκη υποβολής στο Δικαστήριο προδικαστικού ερωτήματος ως προς το ζήτημα αν συμβιβάζονται οι συμβάσεις προμήθειας μπύρας με τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού. Κατόπιν αυτού το Oberlandesgericht υπέβαλε τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    « Α —

    1)

    Μπορεί να θεωρηθεί ότι μια σύμβαση προμήθειας μπύρας περιέχουσα συμφωνία για αποκλειστική προμήθεια, όπως η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων εν προκειμένω, επηρεάζει αισθητά το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, επειδή η σύμβαση αυτή ανήκει σε μια “ δέσμη ” παρόμοιων συμβάσεων προμήθειας μπύρας στο οικείο κράτος μέλος — χωρίς να έχει σημασία η προμηθεύουσα ζυθοποιία — και επειδή το ενδεχόμενο επηρεασμού του διακρατικού εμπορίου εκτιμάται βάσει των συνεπειών που έχει για την αγορά αυτή η οέομη συμβάσεων,

    2)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

    Πόσο υψηλό πρέπει να είναι το ποσοστό δεσμεύσεως εντός ενός κράτους μέλους για να υπάρχει αισθητός επηρεασμός του διακρατικού εμπορίου; Αρκεί προς τούτο το ποσοστό 60o/ο περίπου, το οποίο η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεωρεί ότι είναι το ποσοστό δεσμεύσεως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας;

    3)

    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

    Εφόσον τα αποτελέσματα που έχουν στην αγορά σωρευτικά όλες οι συμβάσεις προμήθειας μπύρας που υφίστανται στην Ομοσπονοιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και συνεπάγονται δεσμεύσεις περί αποκλειστικής προμήθειας και/ή η συμβολή της συγκεκριμένης συμβάσεως για την παραγωγή των αποτελεσμάτων αυτών πρέπει να εκτιμώνται κατόπιν εμπεριστατωμένης εξετάσεως των συγκεκριμένων περιστάσεων, ποια κριτήρια έχουν αποφασιστική σημασία για την εξέταση αυτή και μήπως είναι ιδιαίτερα κρίσιμα τα ακόλουθα στοιχεία:

    μέγεθος της ζυθοποιίας που επιβάλλει τις δεσμεύσεις,

    όγκος των πωλήσεων που προβλέπει κάθε σύμβαση,

    όγκος των πωλήσεων που αφορά η “ δέσμη ”,

    αριθμός, διάρκεια και μέγεθος των υφισταμένων δεσμεύσεων και σχέση προς τις ποσότητες που πωλούν οι ανεξάρτητοι πωλητές,

    δέσμευση του εστιάτορα από τη ζυθοποιία, τον έμπορο ποτών ή τον κύριο του ακινήτου στο πλαίσιο της συμβάσεως μισθώσεως,

    ποσότητες με τις οποίες εφοδιάζουν το εστιατόριο οι μη δεσμευόμενοι έμποροι χονδρικής πωλήσεως,

    έκταση των δεσμεύσεων προς αλλοδαπούς παραγωγούς,

    πυκνότητα του δικτύου των δεσμεύσεων σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές,

    σύγκριση με τις πωλήσεις που πραγματοποιούνται εκτός των ζυθεστιατορίων και μπαρ, τάση της καταναλώσεως στους χώρους αυτούς,

    δυνατότητα δημιουργίας ή εξαγοράς νέων σημείων πωλήσεως;

    4)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ή στο τρίτο ερώτημα:

    Σημαίνει το γεγονός ότι μια σύμβαση προμήθειας μπύρας επιτρέπει ρητά στον εστιάτορα να αγοράζει μπύρα προερχόμενη από άλλα κράτη μέλη ( ρήτρα ελεύθερης αγοράς ) ότι η σύμβαση αυτή δεν μπορεί καταρχήν να επηρεάσει το διακρατικό εμπόριο ή αυτό εξαρτάται και από το αν έχει συμφωνηθεί υποχρέωση αγοράς μιας κατώτατης ποσότητας και από το μέγεθος της ποσότητας αυτής, καθώς και από τον τρόπο με τον οποίο ρυθμίζονται τα δικαιώματα της ζυθοποιίας (αποζημίωση, καταγγελία της συμβάσεως ) σε περίπτωση προμήθειας μικρότερης ποσότητας;

    Β —

    1)

    Πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 1 και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ.) 1984/83, περί μη εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, όταν τα ποτά που καλύπτει η υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας δεν απαριθμούνται στο κείμενο της συμβάσεως, αλλά έχει συμφωνηθεί ότι τα είδη των ποτών θα είναι τα αναφερόμενα στον εκάστοτε ισχύοντα κατάλογο τιμών της ζυθοποιίας;

    2)

    Παύει να ισχύει η κατά τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 1984/83 εξαίρεση από την απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ για ολόκληρη τη σύμβαση προμήθειας μπύρας που προβλέπει την υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας μη οινοπνευματωδών ποτών χωρίς να περιλαμβάνει τη ρήτρα των ευνοϊκότερων όρων κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο β, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1984/83, όπως φαίνεται να συνάγεται από το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, σε συνδυασμό με το σημείο 17 της ανακοινώσεως περί των κανονισμών ( ΕΟΚ) της Επιτροπής 1983/83 και 1984/83, της 22ας Ιουνίου 1983, ή καθίσταται απλώς άκυρη, κατ' εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, αυτή μόνο η δέσμευση αποκλειστικής προμήθειας, η οποία καθαυτή επιτρέπεται κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1984/83;

    Γ —

    Είναι αναγκαία για κάθε σύμβαση προμήθειας μπύρας, που εμπίπτει στο άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΟΚ και δεν πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1984/83 για την κατά κατηγορίες εξαίρεση, η ατομική εξαίρεση ή έχουν τα εθνικά δικαστήρια την εξουσία να θεωρούν τη σύμβαση έγκυρη στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει μια επουσιώδης μόνο απόκλιση από τις διατάξεις του ανωτέρω κανονισμού; »

    8

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο της υποθέσεως και το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι έγγραφες παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    9

    Με τα τρία πρώτα ερωτήματα υπό Α, το αιτούν δικαστήριο ζητεί τον προσδιορισμό των κριτηρίων βάσει των οποίων πρέπει να εξετάζεται αν συμβιβάζονται με το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ οι συμβάσεις προμήθειας μπύρας. Με το τέταρτο ερώτημα υπό στοιχείο Α, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσία αν τα κριτήρια αυτά μεταβάλλονται, όταν η σύμβαση προμήθειας μπύρας περιέχει ρήτρα ελεύθερης αγοράς, η οποία επιτρέπει ρητώς στον εστιάτορα να εφοδιάζεται από άλλα κράτη μέλη. Τα ερωτήματα υπό στοιχείο Β αφορούν την ερμηνεία του κανονισμού 1984/83, κυρίως δε των άρθρων 6 και 8 του κανονισμού αυτού. Το τελευταίο ερώτημα, υπό στοιχείο Γ, αφορά την αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόζουν το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΟΚ στις συμβάσεις προμήθειας μπύρας που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εξαιρέσεως τις οποίες προβλέπει ο κανονισμός 1984/83.

    Επί του ζητήματος αν συμβιβάζονται οι συμβάσεις προμήθειας μπύρας με το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ

    10

    Οι συμβάσεις προμήθειας μπύρας προβλέπουν γενικώς ότι ο προμηθευτής παρέχει στον μεταπωλητή ορισμένα οικονομικά και χρηματικά οφέλη, όπως είναι η χορήγηση δανείων υπό ευνοϊκούς όρους, η μίσθωση χώρων για τη λειτουργία του εστιατορίου ή ποτοπωλείου και η παροχή των τεχνικών εγκαταστάσεων, των επίπλων και του λοιπού αναγκαίου για τη λειτουργία του εστιατορίου εξοπλισμού. Η αντιπαροχή συνίσταται κατά κανόνα στην ανάληψη από τον μεταπωλητή της υποχρεώσεως να προμηθεύεται επί ορισμένη περίοδο τα προϊόντα που αφορά η σύμβαση μόνο από τον προμηθευτή. Η υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας συνοδεύεται κατά κανόνα από απαγόρευση πωλήσεως ανταγωνιστικών προϊόντων εντός του μισθίου.

    11

    Το όφελος που αποκομίζει ο προμηθευτής από τη σύναψη των συμβάσεων αυτών συνίσταται στο ότι εξασφαλίζει την πραγματοποίηση ορισμένων πωλήσεων, καθόσον ο μεταπωλητής, λόγω της υποχρεώσεως αποκλειστικής προμήθειας και της απαγορεύσεως του ανταγωνισμού που του έχει επιβληθεί, επικεντρώνει τις προσπάθειες του στην πώληση των προϊόντων που αφορά η σύμβαση. Αποτέλεσμα των συμβάσεων προμήθειας είναι επίσης η συνεργασία με τον μεταπωλητή, η οποία παρέχει στον προμηθευτή τη δυνατότητα να προγραμματίζει τις πωλήσεις του κατά τη διάρκεια της ισχύος της συμβάσεως και να οργανώνει αποτελεσματικά την παραγωγή και διανομή των προϊόντων του.

    12

    Οι συμβάσεις προμήθειας μπύρας παρέχουν οφέλη και στον μεταπωλητή, καθόσον του επιτρέπουν να εισέλθει στην αγορά της διανομής μπύρας υπό ευνοϊκούς όρους και με εγγυημένο τον εφοδιασμό του. Η σύμπτωση των συμφερόντων μεταπωλητή και προμηθευτή για την προώθηση των πωλήσεων των προϊόντων που καλύπτονται από τη σύμβαση αποτελεί εγγύηση και για τον μεταπωλητή σε σχέση με τη συνεργασία του προμηθευτή, ώστε να εξασφαλίζεται η ποιότητα των προϊόντων και η παροχή υπηρεσιών στην πελατεία.

    13

    Μολονότι σκοπός των συμφωνιών αυτών δεν είναι ο περιορισμός του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, πρέπει εντούτοις να εξεταστεί αν το αποτέλεσμα τους συνίσταται στην παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού.

    14

    Με την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1967, 23/67, Brasserie de Haecht ( Sig. 1967, σ. 543 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι, για να εκτιμηθούν τα αποτελέσματα μιας τέτοιας συμφωνίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη το οικονομικό και το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται και εντός του οποίου μπορεί να συμβάλει, μαζί με άλλες συμφωνίες, στην πρόκληση σωρευτικού αποτελέσματος επί της λειτουργίας του ανταγωνισμού. Από την ίδια αυτή απόφαση προκύπτει επίσης ότι το σωρευτικό αποτέλεσμα πλειόνων παρομοίων συμβάσεων αποτελεί ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να κριθεί αν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο μπορεί να επηρεαστεί από ενδεχόμενη αλλοίωση της λειτουργίας του ανταγωνισμού.

    15

    Κατά συνέπεια, στην προκειμένη υπόθεση πρέπει να εξεταστούν τα αποτελέσματα που συνεπάγεται μια σύμβαση προμήθειας μπύρας, σε συνδυασμό με άλλες ομοειδείς συμβάσεις, επί των δυνατοτήτων των εγχωρίων ανταγωνιστών ή των ανταγωνιστών από τα άλλα κράτη μέλη να διεισδύσουν στην αγορά της καταναλώσεως μπύρας ή να αυξήσουν το μερίδιο της αγοράς που ελέγχουν και συνεπώς επί του φάσματος των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές.

    16

    Προϋπόθεση για την εξέταση αυτή είναι καταρχάς η οριοθέτηση της σχετικής αγοράς. Η σχετική αγορά προσδιορίζεται, πρώτον, σε συνάρτηση με τη φύση της οικονομικής δραστηριότητας, στην προκειμένη περίπτωση την πώληση μπύρας. Οι πωλήσεις αυτές πραγματοποιούνται τόσο στο λιανικό εμπόριο όσο και εντός των εστιατορίων και ποτοπωλείων. Από την άποψη του καταναλωτή ο τομέας των ποτοπωλείων, καφενείων και εστιατορίων διαφέρει από τον τομέα του λιανικού εμπορίου, καθόσον οι πωλήσεις στον πρώτο τομέα δεν συνίστανται απλώς σε αγοραπωλησίες προϊόντων, αλλά και σε παροχές υπηρεσιών, η δε κατανάλωση μπύρας στα εστιατόρια και ποτοπωλεία δεν εξαρτάται κυρίως από οικονομικούς παράγοντες. Αυτή η ιδιαιτερότητα των πωλήσεων εντός των εστιατορίων επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι ζυθοποιίες έχουν οργανώσει ειδικά δίκτυα διανομής στον τομέα αυτό, για τα οποία είναι αναγκαίες ειδικές εγκαταστάσεις, και ότι οι τιμές στον τομέα αυτό είναι κατά γενικό κανόνα υψηλότερες των τιμών πωλήσεως στο λιανικό εμπόριο.

    17

    Κατά συνέπεια, η σχετική αγορά είναι εν προκειμένω η αγορά της διανομής μπύρας στα εστιατόρια και ποτοπωλεία. Τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι υπάρχουν ορισμένα σημεία επαφής μεταξύ των δύο αυτών δικτύων διανομής: οι πωλήσεις στο λιανικό εμπόριο παρέχουν σε νέους ανταγωνιστές τη δυνατότητα να καθιστούν γνωστά τα σήματα τους και να εκμεταλλεύονται τη φήμη τους για να διεισδύουν στην αγορά των εστιατορίων και ποτοπωλείων.

    18

    Η σχετική αγορά οριοθετείται, δεύτερον, από γεωγραφική άποψη. Στο σημείο αυτό επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι συμβάσεις προμήθειας μπύρας συνάπτονται, κατά το πλείστον, σε εθνικό επίπεδο. Κατά συνέπεια, για την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η εγχώρια αγορά διανομής μπύρας στα εστιατόρια και ποτοπωλεία.

    19

    Προκειμένου να κριθεί αν η ύπαρξη πλειόνων συμβάσεων προμήθειας μπύρας εμποδίζει τη διείσδυση στην ανωτέρω οριοθετηθείσα αγορά, πρέπει στη συνέχεια να εξεταστεί η φύση και η σημασία του δικτύου των συμβάσεων αυτών. Στο δίκτυο αυτό ανήκουν όλες οι παρεμφερείς συμβάσεις βάσει των οποίων ένας μεγάλος αριθμός σημείων πωλήσεως εξαρτάται από ορισμένους εγχώριους παραγωγούς (απόφαση της 18ης Μαρτίου 1970, 43/69, Bilger, Sig. 1970, σ. 127 ). Το αποτέλεσμα των δικτύων αυτών συμβάσεων επί της δυνατότητας διεισδύσεως στην αγορά εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τον αριθμό των σημείων πωλήσεως που δεσμεύονται έναντι των εγχωρίων παραγωγών σε σχέση με τον αριθμό των μη δεσμευομένων εστιατορίων, από τη διάρκεια της ισχύος των δεσμεύσεων, από τις ποσότητες μπύρας που αφορούν οι δεσμεύσεις αυτές, καθώς και από τη σχέση μεταξύ των ποσοτήτων αυτών και των ποσοτήτων που πωλούνται από μη δεσμευόμενους διανομείς.

    20

    Η ύπαρξη μιας δέσμης παρεμφερών συμβάσεων, ακόμη και αν επηρεάζει σημαντικά τις δυνατότητες διεισδύσεως στην αγορά, δεν αρκεί πάντως για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει στεγανοποίηση της σχετικής αγοράς, αφού αποτελεί ένα μόνο από τα στοιχεία του οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου πρέπει να εκτιμάται η σύμβαση ( απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1967, 23/67, όπ.π. ). Όσον αφορά τα υπόλοιπα στοιχεία, πρέπει κυρίως να λαμβάνονται υπόψη εκείνα τα οποία επίσης επηρεάζουν αυτές τις δυνατότητες διεισδύσεως στην αγορά.

    21

    Στο σημείο αυτό πρέπει να εξεταστεί αν ένας νέος ανταγωνιστής έχει πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να ενταχθεί στο δίκτυο των συμβάσεων αγοράζοντας μια ζυθοποιία που έχει ήδη αναπτύξει δράση στη σχετική αγορά μαζί με όλη την αλυσίδα των σημείων πωλήσεως της ζυθοποιίας αυτής ή να παρακάμψει το δίκτυο αυτό συμβάσεων ανοίγοντας νέα εστιβτόρια και ποτοπωλεία. Προς τούτο πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ρυθμίσεις και οι συμβάσεις που διέπουν τις αγοραπωλησίες εταιριών και τη δημιουργία σημείων πωλήσεως, καθώς και ο κατώτατος αριθμός σημείων πωλήσεως που είναι αναγκαίος για την επικερδή εκμετάλλευση ενός συστήματος διανομής. Η ύπαρξη εμπόρων χονδρικής πωλήσεως μπύρας, οι οποίοι δεν δεσμεύονται έναντι παραγωγών που δρουν στην αγορά, αποτελεί επίσης παράγοντα που θα μπορούσε να διευκολύνει τους νέους παραγωγούς να διεισδύσουν στην αγορά αυτή, αφού θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για τη διανομή της μπύρας τους τα δίκτυα πωλήσεως των ανωτέρω εμπόρων.

    22

    Εξάλλου, πρέπει να εξεταστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες λειτουργεί ο ανταγωνισμός στη σχετική αγορά. Τα κρίσιμα προς τούτο στοιχεία δεν είναι μόνο ο αριθμός και το μέγεθος των παραγωγών που δρουν στην αγορά, αλλά και ο βαθμός κορεσμού της αγοράς αυτής και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στα υπάρχοντα σήματα, αφού είναι κατά κανόνα δυσκολότερο για τον παραγωγό να διεισδύσει σε μια κορεσμένη αγορά που χαρακτηρίζεται από την εμπιστοσύνη των καταναλωτών σε μικρό αριθμό μεγάλων παραγωγών παρά σε μια αγορά που βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη και στην οποία δρουν πολύ μικροί παραγωγοί των οποίων τα σήματα δεν είναι ιδιαίτερα γνωστά. Η εξέλιξη των πωλήσεων μπύρας στο λιανικό εμπόριο παρέχει χρήσιμα στοιχεία για την τάση της ζητήσεως και αποτελεί επίσης ένδειξη του βαθμού κορεσμού της όλης αγοράς μπύρας στο σύνολο της. Η ανάλυση της εξελίξεως αυτής αποτελεί επίσης σημαντικό στοιχείο για την αξιολόγηση της εμπιστοσύνης του καταναλωτή στις διάφορες μάρκες. Η συνεχής αύξηση των πωλήσεων ζύθων υπό νέα σήματα μπορεί πράγματι να προσδώσει φήμη στους κατόχους των σημάτων αυτών, την οποία μπορούν να εκμεταλλευθούν για να διεισδύσουν στην αγορά των εστιατορίων και ποτοπωλείων.

    23

    Αν από την εξέταση του συνόλου των παρεμφερών συμβάσεων που έχουν συναφθεί στη σχετική αγορά και των λοιπών στοιχείων του οικονομικού και νομικού πλαισίου της συγκεκριμένης συμβάσεως προκύπτει ότι οι συμβάσεις αυτές δεν έχουν ως σωρευτικό αποτέλεσμα τη στεγανοποίηση της αγοράς αυτής έναντι των νέων εγχωρίων και αλλοδαπών ανταγωνιστών, τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι ατομικές συμβάσεις που συναποτελούν τη δέσμη συμφωνιών περιορίζουν τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Επομένως, για τις συμβάσεις αυτές δεν ισχύει η απαγόρευση που προβλέπει η διάταξη αυτή.

    24

    Αν, αντίθετα, από την εξέταση προκύψει ότι η διείσδυση στη σχετική αγορά είναι δυσχερής, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον οι συμβάσεις της συγκεκριμένης ζυθοποιίας συμβάλλουν στην παραγωγή του σωρευτικού αποτελέσματος του συνόλου των παρεμφερών συμβάσεων που έχουν συναφθεί στην αγορά αυτή. Η ευθύνη για τη στεγανοποίηση αυτή της αγοράς βαρύνει, σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες περί ανταγωνισμού, τις ζυθοποιίες που συμβάλλουν σημαντικά στο αποτέλεσμα αυτό. Κατά συνέπεια, δεν ισχύει η απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, για τις συμβάσεις προμήθειας μπύρας που συνάπτουν οι ζυθοποιίες των οποίων η συμβολή στο σωρευτικό αποτέλεσμα αυτό είναι ασήμαντη.

    25

    Προκειμένου να εκτιμηθεί ο βαθμός στον οποίο οι συμβάσεις προμήθειας μπύρας που συνάπτει η ζυθοποιία συντελούν στην παραγωγή του προαναφερομένου σωρευτικού αποτελέσματος της στεγανοποιήσεως της αγοράς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η θέση των συμβαλλομένων εντός της αγοράς. Η θέση αυτή δεν εξαρτάται μόνο από το μερίδιο της αγοράς που ελέγχουν η ζυθοποιία και ο όμιλος εταιριών στον οποίο ενδεχομένως ανήκει, αλλά και από τον αριθμό των σημείων πωλήσεως που εξαρτώνται από τη ζυθοποιία αυτή ή από τον ανωτέρω όμιλο σε σχέση με τον συνολικό αριθμό των εστιατορίων και ποτοπωλείων που υφίστανται εντός της σχετικής αγοράς.

    26

    Επιπλέον, ο βαθμός στον οποίο οι ατομικές συμβάσεις που συνάπτει η ζυθοποιία συντελούν στη στεγανοποίηση της αγοράς αυτής εξαρτάται από τη διάρκεια τους. Αν η διάρκεια αυτή είναι προφανώς υπερβολική σε σχέση με τη μέση διάρκεια των συμβάσεων προμήθειας μπύρας που συνάπτονται γενικά εντός της σχετικής αγοράς, τότε για την ατομική σύμβαση ισχύει η απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1. Μια ζυθοποιία δηλαδή, που ελέγχει σχετικά μικρό μέρος της αγοράς και δεσμεύει τα σημεία πωλήσεων της επί πολλά έτη, μπορεί να συμβάλλει στη στεγανοποίηση της αγοράς στον ίδιο βαθμό με μια ζυθοποιία της οποίας η θέση στην αγορά είναι σχετικά ισχυρή, αλλά αποδεσμεύει κατά τακτά και σύντομα χρονικά διαστήματα τα σημεία πωλήσεως της.

    27

    Κατά συνέπεια, στα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι μια σύμβαση προμήθειας μπύρας απαγορεύεται από το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ όταν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις: πρώτον, η πρόσβαση στην εγχώρια αγορά διανομής μπύρας στα εστιατόρια και ποτοπωλεία πρέπει να είναι, λόγω του εν γένει οικονομικού και νομικού πλαισίου της εν λόγω συμβάσεως, δύσκολη για τους ανταγωνιστές που θα μπορούσαν να εγκατασταθούν ή να αυξήσουν το μερίδιο τους στην αγορά αυτή. Το γεγονός ότι η επίμαχη σύμβαση είναι, εντός της αγοράς αυτής, μέρος ενός συνόλου ομοειδών συμβάσεων που επηρεάζουν σωρευτικά τον ανταγωνισμό αποτελεί απλώς έναν από τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να κριθεί αν η πρόσβαση στην αγορά αυτή είναι πράγματι δύσκολη. Δεύτερον, η επίμαχη σύμβαση πρέπει να συντελεί σημαντικά στη στεγανοποίηση την οποία προξενεί το σύνολο των συμβάσεων αυτών εντός του οικονομικού και νομικού πλαισίου τους. Ο βαθμός στον οποίο συντελεί η ατομική σύμβαση στη στεγανοποίηση αυτή εξαρτάται από τη θέση των συμβαλλομένων εντός της σχετικής αγοράς και τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως.

    Eni του ζητήματος αν συμβιβάζεται με το άρθρο 85, παράγραφος 1, η σύμβαση προμήθειας μπύρας που περιλαμβάνει ρήτρα ελεύθερης αγοράς

    28

    Η σύμβαση προμήθειας μπύρας που περιλαμβάνει ρήτρα περί ελεύθερης αγοράς διαφέρει από τις άλλες συμβάσεις προμήθειας μπύρας που συνάπτονται συνήθως, καθόσον επιτρέπει στον μεταπωλητή να αγοράζει μπύρα προελεύσεως άλλων κρατών μελών. Η ρήτρα αυτή περιορίζει, προς όφελος των ζύθων από τα άλλα κράτη μέλη, το πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως του ανταγωνισμού που συνοδεύει συνήθως την υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας την οποία επιβάλλει η κλασική σύμβαση προμήθειας μπύρας. Η σημασία της ρήτρας περί ελεύθερης αγοράς πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με το γράμμα της και το εν γένει οικονομικό και νομικό της πλαίσιο.

    29

    Όσον αφορά το γράμμα της ρήτρας, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η ρήτρα αυτή παρέχει πολύ περιορισμένη ελευθερία, εφόσον επιτρέπει μόνο στον μεταπωλητή να αγοράζει ο ίδιος ανταγωνιστικές μπύρες εντός άλλων κρατών μελών. Αντίθετα, ο βαθμός ελευθερίας είναι πολύ μεγαλύτερος, όταν η ρήτρα αυτή επιτρέπει στον μεταπωλητή να αγοράζει και μπύρες που εισάγουν από άλλα κράτη μέλη τρίτες επιχειρήσεις.

    30

    Όσον αφορά το εν γένει οικονομικό και νομικό πλαίσιο της ρήτρας, πρέπει να τονιστεί ότι, αν, όπως εν προκειμένω, μία από τις άλλες ρήτρες επιβάλλει την υποχρέωση αγοράς μιας κατώτατης ποσότητας από τις μπύρες που καλύπτει η σύμβαση, πρέπει να εξετάζεται τι αντιπροσωπεύει η ποσότητα αυτή σε σχέση με τις πωλήσεις μπύρας που πραγματοποιούνται συνήθως στο συγκεκριμένο εστιατόριο ή ποτοπωλείο. Αν από την εξέταση αυτή προκύψει ότι η υποχρεωτική ποσότητα είναι σχετικά μεγάλη, η ρήτρα περί ελεύθερης αγοράς χάνει την οικονομική της σημασία, ενώ αντίθετα αναπτύσσει πλήρως τα αποτελέσματα της η απαγόρευση πωλήσεως ανταγωνιστικών ζύθων. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν, δυνάμει της συμβάσεως, η υποχρέωση αγοράς ορισμένων κατώτατων ποσοτήτων συνοδεύεται από κυρώσεις.

    31

    Αν από την κατά γράμμα ερμηνεία της ρήτρας περί ελεύθερης αγοράς ή από την εξέταση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων του συνόλου των ρητρών της συμβάσεως εντός του οικονομικού και νομικού πλαισίου τους προκύψει ότι ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής της απαγορεύσεως ανταγωνισμού είναι μόνο θεωρητικός ή έχει απολέσει την οικονομική του αξία, η εν λόγω σύμβαση πρέπει να εξομοιώνεται προς τις κλασικές συμβάσεις προμήθειας μπύρας. Κατά συνέπεια, πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης όπως ακριβώς εκτιμώνται εν γένει οι συμβάσεις προμήθειας μπύρας.

    32

    Δεν συμβαίνει το ίδιο όταν η ρήτρα περί ελεύθερης αγοράς εξασφαλίζει πράγματι στους εγχώριους ή αλλοδαπούς προμηθευτές μπύρας προελεύσεως άλλου κράτους μέλους τη δυνατότητα να εφοδιάζουν το συγκεκριμένο σημείο πωλήσεων. Η σύμβαση που περιέχει τέτοια ρήτρα δεν μπορεί καταρχήν να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, οπότε για τη σύμβαση αυτή δεν ισχύει η απαγόρευση που προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

    33

    Στο τέταρτο ερώτημα του Oberlandesgericht πρέπει συνεπώς να δοθεί η απάντηση ότι η σύμβαση προμήθειας μπύρας που επιτρέπει στον μεταπωλητή να αγοράζει μπύρα προελεύσεως άλλων κρατών μελών δεν μπορεί να επηρεάσει το διακρατικό εμπόριο, εφόσον οι εγχώριοι ή αλλοδαποί προμηθευτές έχουν πράγματι τη δυνατότητα να προμηθεύουν τον μεταπωλητή αυτό με μπύρες από άλλα κράτη μέλη.

    Επί της ερμηνείας του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1984/83

    34

    Με το πέμπτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσία αν μια σύμβαση προμήθειας μπύρας εμπίπτει στις ευεργετικές διατάξεις του κανονισμού 1984/83 περί εξαιρέσεως κατά κατηγορίες, και συγκεκριμένα στο άρθρο 6, παράγραφος 1, όταν τα ποτά που αφορά η υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας που επιβάλλεται στον μεταπωλητή δεν απαριθμούνται στο κείμενο της συμβάσεως, αλλά προκύπτουν από τον κατάλογο προϊόντων και τον αντίστοιχο κατάλογο τιμών που καταρτίζει σε τακτά χρονικά διαστήματα ο προμηθευτής.

    35

    Ο κανονισμός 1984/83 προβλέπει ορισμένους ειδικούς κανόνες για την κατά κατηγορίες εξαίρεση των συμβάσεων προμήθειας μπύρας. Οι κανόνες αυτοί, οι οποίοι διαφέρουν από τις γενικές διατάξεις περί συμφωνιών αποκλειστικής προμήθειας, περιέχονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του κανονισμού αυτού.

    36

    Από το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προκύπτει σαφώς ότι η υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας που επιβάλλεται στον μεταπωλητή αφορά μόνο ορισμένες μπύρες ή ορισμένες μπύρες και ορισμένα άλλα ποτά που καθορίζονται στη συμφωνία. Σκοπός της επιβολής αυτής της προϋποθέσεως προσδιορισμού των ποτών είναι η αποφυγή του ενδεχομένου να διευρύνει ο προμηθευτής μονομερώς το πεδίο της υποχρεώσεως αποκλειστικής προμήθειας. Η σύμβαση προμήθειας μπύρας που παραπέμπει, όσον αφορά τα προϊόντα για τα οποία ισχύει η υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας, σε κατάλογο τιμών, τον οποίο ο προμηθευτής μπορεί να τροποποιήσει μονομερώς, δεν πληροί την προϋπόθεση αυτή και επομένως δεν προστατεύεται από το άρθρο 6, παράγραφος 1.

    37

    Κατά συνέπεια, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1984/83, όταν τα ποτά που αφορά η υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας δεν απαριθμούνται στο ίδιο το κείμενο της συμβάσεως, αλλά έχει συμφωνηθεί ότι τα είδη των ποτών θα είναι τα αναφερόμενα στον ισχύοντα εκάστοτε κατάλογο τιμών της ζυθοποιίας ή των θυγατρικών της εταιριών.

    Επί της ερμηνείας του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο β, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1984/83

    38

    Το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο β, του κανονισμού 1984/83 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι, όταν η σύμβαση προμήθειας μπύρας αφορά εστιατόριο που ο προμηθευτής εκμισθώνει στον μεταπωλητή ή θέτει στη διάθεση του, η σύμβαση πρέπει να προβλέπει το δικαίωμα του μεταπωλητή να προμηθεύεται από τρίτες επιχειρήσεις ποτά που καλύπτονται από τη σύμβαση ( εκτός από μπύρα ), εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές τα προσφέρουν με ευνοϊκότερους όρους και ο προμηθευτής δεν προσφέρει τους όρους αυτούς. Με το έκτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η κατά κατηγορίες εξαίρεση που προβλέπει ο κανονισμός παύει να ισχύει για ολόκληρη τη σύμβαση που δεν πληροί την ανωτέρω προϋπόθεση ή αν οι συνέπειες του ασυμβιβάστου αυτού προς την προαναφερθείσα διάταξη περιορίζονται στη ρήτρα της συμβάσεως που απαγορεύει στον μεταπωλητή να αγοράζει από τρίτες επιχειρήσεις άλλα ποτά εκτός από μπύρα.

    39

    Η απάντηση στο ερώτημα αυτό συνάγεται από το άρθρο 8 του κανονισμού 1984/83. Το άρθρο 8, παράγραφος 1, ορίζει ρητώς ότι η εξαίρεση των συμβάσεων προμήθειας μπύρας δεν εφαρμόζεται όταν ορισμένες ρήτρες περιορίζουν την ελευθερία δράσεως του μεταπωλητή και η διάρκεια ισχύος της συμφωνίας είναι υπερβολικά μεγάλη. Η δεύτερη παράγραφος του ανωτέρω άρθρου προσθέτει ορισμένες ειδικές προϋποθέσεις για τις συμβάσεις που αφορούν τη μίσθωση ή την παραχώρηση χρήσεως εστιατορίων. Κατά συνέπεια, αν δεν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, παύει πλήρως να ισχύει η κατά κατηγορίες εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού για τις συμβάσεις προμήθειας μπύρας.

    40

    Το γεγονός πάντως ότι μια σύμβαση προμήθειας μπύρας δεν πληροί τις προϋποθέσεις της εξαιρέσεως αυτής δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι ολόκληρη η σύμβαση είναι άκυρη κατά το άρθρο 85, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Η ακυρότητα πλήττει μόνο τα στοιχεία εκείνα της συμφωνίας τα οποία απαγορεύονται από το άρθρο 85, παράγραφος 1. Άκυρη είναι ολόκληρη η συμφωνία μόνο εφόσον τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να διαχωριστούν από την ίδια τη συμφωνία (απόφαση της 30ής Ιουνίου 1966, 56/65, Société technique minière, Sig. 1966, σ. 282 ).

    41

    Πρέπει επιπλέον να υπομνηστεί ότι, όταν μια συμφωνία δεν εμπίπτει στις ευεργετικές διατάξεις κανονισμού περί εξαιρέσεως κατά κατηγορίες, οι μετέχοντες στη συμφωνία μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή να εκδώσει απόφαση περί ατομικής εξαιρέσεως ή να ισχυριστούν ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις άλλου κανονισμού περί εξαιρέσεως ορισμένων άλλων κατηγοριών συμφωνιών (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1986, 10/86, VAG France, Συλλογή 1986, σ. 4071 ).

    42

    Συνεπώς στο έκτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η κατά κατηγορίες εξαίρεση που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1984/83 δεν ισχύει για τις συμβάσεις προμήθειας μπύρας οι οποίες αφορούν ποτοπωλείο που ο προμηθευτής έχει εκμισθώσει στον μεταπωλητή ή έχει θέσει στη διάθεση του και προβλέπουν την υποχρέωση αγοράς άλλων ποτών εκτός της μπύρας, εφόσον οι συμβάσεις αυτές δεν πληρούν την προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο β, του κανονισμού αυτού.

    Επί της αρμοδιότητας των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόζουν το άρθρο 85 στις συμφωνίες που δεν εμπίπτουν στις ευεργετικές διατάξεις κανονισμού περί εξαιρέσεως

    43

    Με το τελευταίο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά πώς πρέπει να εκτιμά, δυνάμει των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού, τις συμφωνίες που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του κανονισμού 1984/83. Με το ερώτημα αυτό τίθεται ένα γενικό διαδικαστικό ζήτημα σχετικά με τις αρμοδιότητες της Επιτροπής αφενός και των εθνικών δικαστηρίων αφετέρου κατά την εφαρμογή των ανωτέρω κανόνων.

    44

    Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί καταρχάς ότι η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή και τη διαμόρφωση της κοινοτικής πολιτικής περί ανταγωνισμού. Η Επιτροπή είναι αρμόδια, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς περί της εφαρμοστέας διαδικασίας, να εκδίδει ατομικές αποφάσεις, υποκείμενες στον έλεγχο του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου, και κανονισμούς περί εξαιρέσεως. Η εκτέλεση αυτού του έργου προϋποθέτει κατ' ανάγκη περίπλοκες εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως, κυρίως όταν πρόκειται να κριθεί αν μια συμφωνία εμπίπτει στο άρθρο 85, παράγραφος 3. Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, του πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ΕΟΚ ( ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25 ), αποκλειστική αρμοδιότητα για την έκδοση αποφάσεων εκτελέσεως του άρθρου 85, παράγραφος 3, έχει η Επιτροπή.

    45

    Αντίθετα, η Επιτροπή δεν διαθέτει καμία αποκλειστική αρμοδιότητα για την εφαρμογή των άρθρων 85, παράγραφος 1, και 86. Η Επιτροπή είναι συναρμόδια με τα εθνικά δικαστήρια για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Όπως δέχθηκε το Δικαστήριο με την απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1974, 127/73, BRT ( Sig. 1974, σ. 51 ), τα άρθρα 85, παράγραφος 1, και 86 της Συνθήκης παράγουν άμεσα αποτελέσματα στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και απονέμουν απευθείας στους ιδιώτες δικαιώματα που οφείλουν να σέβονται τα εθνικά δικαστήρια.

    46

    Το ίδιο ισχύει και για τις διατάξεις των κανονισμών περί εξαιρέσεως ( απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 1976, 63/75, Fonderies Roubaix, Sig. 1976, σ. 111). Η απευθείας εφαρμογή των διατάξεων αυτών πάντως δεν σημαίνει ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να μεταβάλλουν το πεδίο εφαρμογής των κανονισμών περί εξαιρέσεως διευρύνοντας το ώστε να καλύπτει και συμφωνίες που δεν εμπίπτουν στους κανονισμούς αυτούς. Η διεύρυνση αυτή, ανεξάρτητα από την έκταση της, θα αποτελούσε επέμβαση στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας από την Επιτροπή.

    47

    Στη συνέχεια πρέπει να εξεταστούν οι συνέπειες της κατανομής αυτής αρμοδιοτήτων για τη συγκεκριμένη εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων. Σχετικά πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι υπάρχει ο κίνδυνος εκδόσεως από τα εθνικά δικαστήρια αποφάσεων αντιθέτων προς τις αποφάσεις που έχει εκδώσει ή προτίθεται να εκδώσει η Επιτροπή για την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, και του άρθρου 86, καθώς και του άρθρου 85, παράγραφος 3. Οι αντίθετες αυτές αποφάσεις θα αντέβαιναν προς τη γενική αρχή της ασφάλειας του δικαίου και επομένως η έκδοση τους πρέπει να αποφεύγεται, όταν τα εθνικά δικαστήρια αποφαίνονται επί συμφωνίας ή πρακτικής επί των οποίων ενδέχεται να εκδοθεί στη συνέχεια απόφαση της Επιτροπής.

    48

    Κατά πάγια νομολογία, τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν, εφόσον η Επιτροπή δεν έχει εκδώσει απόφαση κατ' εφαρμογή του κανονισμού 17, να κηρύσσουν κατά το άρθρο 85, παράγραφος 2, άκυρες τις συμφωνίες οι οποίες προϋφίσταντο ήδη της 13ης Μαρτίου 1962, της ημέρας ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού αυτού, και είχαν κοινοποιηθεί νομοτύπως (απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 1973, 48/72, Brasserie de Haecht, Sig. 1973, σ. 77, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1977, 59/77, De Bloos, Sig. 1977, σ. 2359 ). Οι συμφωνίες αυτές είναι προσωρινά έγκυρες, ενόσω η Επιτροπή δεν έχει αποφανθεί επ' αυτών (απόφαση της 10ης Ιουλίου 1980, 99/79, Lancôme, Sig. 1980, σ. 2511).

    49

    Η σύμβαση που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης συνήφθη στις 14 Μαΐου 1985 και από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι το περιεχόμενο της συμπίπτει πλήρως με το περιεχόμενο πρότυπης σύμβασης που να έχει συναφθεί πριν από τις 13 Μαρτίου 1962 και να έχει κοινοποιηθεί νομοτύπως ( απόφαση της 30ής Ιουνίου 1970, 1/70, Rochas, Sig. 1970, σ. 515). Συνεπώς, η σύμβαση δεν φαίνεται να παράγει προσωρινώς έγκυρα αποτελέσματα. Το εθνικό δικαστήριο πάντως, προκειμένου να συμβιβάσει την ανάγκη αποφυγής εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων με την υποχρέωση του να εκδώσει απόφαση επί των αιτημάτων του διαδίκου που επικαλείται την ακυρότητα της συμβάσεως, μπορεί να λάβει υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία κατά την εφαρμογή του άρθρου 85.

    50

    Αν είναι προφανές ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, και αν συνεπώς δεν υπάρχει κανείς κίνδυνος εκδόσεως αντίθετης απόφασης της Επιτροπής, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να συνεχίσει τη διαδικασία και να αποφανθεί επί της επίδικης συμβάσεως. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σύμβαση είναι ασυμβίβαστη προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, και ότι για τη σύμβαση αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των κανονισμών περί εξαιρέσεων και των προηγουμένων αποφάσεων της Επιτροπής, να εκδοθεί απόφαση περί εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3.

    51

    Στο σημείο αυτό πρέπει να υπομνηστεί ότι τέτοια απόφαση μπορεί να εκδοθεί μόνο για τις συμβάσεις που έχουν κοινοποιηθεί ή για τις οποίες δεν υπήρχε υποχρέωση κοινοποιήσεως. Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, δεν υπάρχει υποχρέωση κοινοποιήσεως όταν στη συμφωνία μετέχουν επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε ένα μόνο κράτος μέλος και η συμφωνία δεν αφορά ούτε εισαγωγές ούτε εξαγωγές μεταξύ κρατών μελών. Μια σύμβαση προμήθειας μπύρας μπορεί να πληροί τις προϋποθέσεις αυτές, ακόμη και όταν ανήκει σε δέσμη ομοειδών συμβάσεων ( απόφαση της 18ης Μαρτίου 1970, 43/69, Bilger, Sig. 1970, σ. 127 ).

    52

    Αν το εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι η επίμαχη σύμβαση πληροί τις τυπικές αυτές προϋποθέσεις και αν κρίνει, ενόψει της πρακτικής της Επιτροπής ως προς την έκδοση κανονισμών και αποφάσεων, ότι για τη σύμβαση αυτή ενδέχεται να εκδοθεί απόφαση περί εξαιρέσεως, μπορεί να αποφασίσει, ανάλογα με τις δυνατότητες που του προσφέρει το εθνικό δικονομικό δίκαιο, την αναστολή της διαδικασίας ή τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Θέμα αναστολής της διαδικασίας ή λήψεως ασφαλιαστικών μέτρων τίθεται επίσης όταν συντρέχει κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων κατά την εφαρμογή των άρθρων 85, παράγραφος 1, και 86.

    53

    Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι το εθνικό δικαστήριο έχει πάντοτε τη δυνατότητα, εντός των ορίων του εφαρμοστέου εθνικού δικονομικού δικαίου και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 214 της Συνθήκης, να ζητεί από την Επιτροπή να το ενημερώνει για την πορεία της διαδικασίας που ενδεχομένως έχει κινήσει το θεσμικό αυτό όργανο και επί της πιθανότητας να αποφανθεί το όργανο αυτό επισήμως επί της επίδικης συμβάσεως κατ' εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού 17. Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή, όταν η συγκεκριμένη εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, ή του άρθρου 86 παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσχέρειες, να του παράσχει τα οικονομικά και νομικά στοιχεία που διαθέτει, καθόσον η Επιτροπή υπέχει από το άρθρο 5 της Συνθήκης υποχρέωση συνεργασίας με τις δικαστικές αρχές των κρατών μελών που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή και την τήρηση του κοινοτικού δικαίου στην εθνική έννομη τάξη (Διάταξη της 13ης Ιουλίου 1990, C-2/88 Imm., Zwartveld, Συλλογή 1990, σ. I-3365, σκέψη 18 ).

    54

    Τέλος και εν πάση περιπτώσει, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να αναστείλει την ενώπιον του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης.

    55

    Στο τελευταίο επομένως ερώτημα του Oberlandesgericht πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1984/83, ώστε να περιληφθούν σ' αυτό και οι συμβάσεις προμήθειας μπύρας που δεν πληρούν ρητά τις προϋποθέσεις εξαιρέσεως που θέτει ο εν λόγω κανονισμός. Τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν επίσης να κηρύσσουν ανεφάρμοστο επί των συμβάσεων αυτών το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, βάσει της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου. Μπορούν πάντως να αναγνωρίζουν την ακυρότητα των συμβάσεων αυτών κατά το άρθρο 85, παράγραφος 2, όταν σχηματίζουν την πεποίθηση ότι για τη σύμβαση δεν μπορούσε να εκδοθεί απόφαση περί εξαιρέσεως δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    56

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με Διάταξη της 13ης Ιουλίου 1989 το Oberlandesgericht Frankfurt am Main, αποφαίνεται:

     

    1)

    Μια σύμβαση προμήθειας μπύρας απαγορεύεται από το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ όταν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις: πρώτον, η πρόσβαση στην εγχώρια αγορά διανομής μπόρας στα εστιατόρια και ποτοπωλεία πρέπει να είναι, λόγω του εν γένει οικονομικού και νομικού πλαισίου της εν λόγω συμβάσεως, δύσκολη για τους ανταγωνιστές που θα μπορούσαν να εγκατασταθούν ή να αυξήσουν το μερίδιο τους στην αγορά αυτή. Το γεγονός ότι η επίμαχη σύμβαση είναι, εντός της αγοράς αυτής, μέρος ενός συνόλου ομοειδών συμβάσεων που επηρεάζουν σωρευτικά τον ανταγωνισμό αποτελεί απλώς έναν από τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να κριθεί αν η πρόσβαση στην αγορά αυτή είναι πράγματι δύσκολη. Δεύτερον, η επίμαχη σύμβαση πρέπει να συντελεί σημαντικά στη στεγανοποίηση την οποία προξενεί το σύνολο των συμβάσεων αυτών εντός του οικονομικού και νομικού πλαισίου τους. Ο βαθμός στον οποίο συντελεί η ατομική σύμβαση στη στεγανοποίηση αυτή εξαρτάται από τη θέση των συμβαλλομένων εντός της σχετικής αγοράς και τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως.

     

    2)

    Η σύμβαση προμήθειας μπύρας που επιτρέπει στον μεταπωλητή να αγοράζει μπύρα προελεύσεως άλλων κρατών μελών δεν μπορεί να επηρεάσει το διακρατικό εμπόριο, εφόσον οι εγχώριοι ή αλλοδαποί προμηθευτές έχουν πράγματι τη δυνατότητα να προμηθεύουν τον μεταπωλητή αυτό με μπύρες από άλλα κράτη μέλη.

     

    3)

    Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1984/83 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 1983, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών αποκλειστικής προμήθειας, όταν τα ποτά που αφορά η υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας δεν απαριθμούνται στο ίδιο το κείμενο της συμβάσεως, αλλά έχει συμφωνηθεί ότι τα είδη των ποτών θα είναι τα αναφερόμενα στον ισχύοντα εκάστοτε κατάλογο τιμών της ζυθοποιίας ή των θυγατρικών της εταιριών.

     

    4)

    Η κατά κατηγορίες εξαίρεση που προβλέπει ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 1984/83 δεν ισχύει για τις συμβάσεις προμήθειας μπύρας οι οποίες αφορούν ποτοπωλείο που ο προμηθευτής έχει εκμισθώσει στον μεταπωλητή ή έχει θέσει στη διάθεση του και προβλέπουν την υποχρέωση αγοράς άλλων ποτών εκτός της μπύρας, εφόσον οι συμβάσεις αυτές δεν πληρούν την προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο β, του κανονισμού αυτού.

     

    5)

    Το εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1984/83, ώστε να περιληφθούν σ' αυτό και οι συμβάσεις προμήθειας μπύρας που δεν πληρούν ρητά τις προϋποθέσεις εξαιρέσεως που θέτει ο εν λόγω κανονισμός. Τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν επίσης να κηρύσσουν ανεφάρμοστο επί των συμβάσεων αυτών το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, βάσει της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου. Μπορούν πάντως να αναγνωρίζουν την ακυρότητα των συμβάσεων αυτών κατά το άρθρο 85, παράγραφος 2, όταν σχηματίζουν την πεποίθηση ότι για τη σύμβαση δεν μπορούσε να εκδοθεί απόφαση περί εξαιρέσεως δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3.

     

    Due

    Mancini

    O'Higgins

    Moitinho de Almeida

    Diez de Velasco

    Schockweiler

    Grévisse

    Zuleeg

    Kapteyn

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Φεβρουαρίου 1991.

    Ο Γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο Πρόεδρος

    Ο. Due


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Επάνω