Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61989CJ0251

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991.
    Nικόλαος Αθανασόπουλος και λοιποί κατά Bundesanstalt für Arbeit.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Sozialgericht Nürnberg - Γερμανία.
    Κοινωνική ασφάλιση διακινουμένων εργαζομένων - Παροχές για συντηρούμενα τέκνα δικαιούχων συντάξεως και ορφανών.
    Υπόθεση C-251/89.

    Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-02797

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1991:242

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-251/89 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

    1. Το κοινοτικό νομικό πλαίσιο

    Το άρθρο 77 του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, αφορά τη χορήγηση παροχών για συντηρούμενα τέκνα των δικαιούχων συντάξεων λόγω γήρατος ή άλλων συντάξεων.

    Οι παροχές τις οποίες αφορά η διάταξη αυτή είναι, σύμφωνα με την παράγραφο 1,

    « τα οικογενειακά επιδόματα που προβλέπονται για τους δικαιούχους συντάξεων γήρατος, αναπηρίας, εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας, καθώς και τις προσαυξήσεις ή τα συμπληρώματα των συντάξεων αυτών λόγω τέκνων των δικαιούχων αυτών, με εξαίρεση των συμπληρωμάτων που χορηγούνται βάσει συστημάτων ασφαλίσεως για εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες ».

    Η νομοθεσία που διέπει τη χορήγηση των προαναφερθεισών παροχών καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 77, παράγραφος 2, που προβλέπει συγκεκριμένα ότι:

    « Οι παροχές χορηγούνται, οποιοδήποτε κι αν είναι το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο δικαιούχος συντάξεως ή τα τέκνα, κατά τους ακόλουθους κανόνες:

    α)

    (...)

    β)

    στον δικαιούχο συντάξεως που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας περισσοτέρων κρατών μελών:

    i)

    σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο δικαιούχος αυτός, αν το δικαίωμα για μία από τις παροχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 γεννήθηκε κατ' εφαρμογή της νομοθεσίας του κράτους αυτού, αφού ληφθούν υπόψη, ενδεχομένως, οι διατάξεις του άρθρου 79, παράγραφος 1, περίπτωση α,

    ή

    ii)

    (...)»

    Το άρθρο 78 του κανονισμού 1408/71 αφορά τη χορήγηση παροχών για ορφανά. Στην παράγραφο 2 προβλέπεται:

    « Οι παροχές για ορφανά χορηγούνται, οποιοδήποτε κι αν είναι το κράτος μέλος κατοικίας του ορφανού ή του φυσικού ή νομικού προσώπου που βαρύνεται με την πραγματική συντήρηση του, κατά τους ακόλουθους κανόνες:

    α)

    (...)

    β)

    για το ορφανό αποθανόντος μισθωτού ή μη μισθωτού ο οποίος είχε υπαχθεί στις νομοθεσίες πολλών κρατών μελών:

    ί)

    σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους στο έδαφος του οποίου κατοικεί το ορφανό, αν το δικαίωμα για μία από τις παροχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 γεννήθηκε κατά τη νομοθεσία του κράτους αυτού, αφού ληφθούν υπόψη, ενδεχομένως, οι διατάξεις του άρθρου 79, παράγραφος 1, περίπτωση α,

    ή

    ii)

    (...)»

    Στις 17 Οκτωβρίου 1985 η διοικητική επιτροπή για την κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων εξέδωσε, δυνάμει του άρθρου 81, περίπτωση α, του κανονισμού 1408/71, την απόφαση 129 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 77, 78 και 79, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 και του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο β, ii, του κανονισμού ( ΕΟΚ. ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972 ( ΕΕ 1986, C 141, σ. 7, στο εξής: απόφαση 129). Αναφερόμενη ιδίως στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 1980, 733/79, Laterza (Sig. 1980, σ. 1915), της 9ης Ιουλίου 1980, 807/79, Gravina (Sig. 1980, σ. 2205), και της 24ης Νοεμβρίου 1983, 320/82, D' Amano ( Συλλογή 1983, σ. 3811 ), η διοικητική επιτροπή ανέφερε ότι όταν το ποσό των παροχών που αναφέρονται στα άρθρα 77 και 78 του κανονισμού 1408/71, τις οποίες ελάμβανε ο δικαιούχος συντάξεως γήρατος ή άλλης συντάξεως ή το ορφανό δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους στο οποίο είχε την κατοικία του, είναι ανώτερο από το ποσό των παροχών τις οποίες λαμβάνει δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους στο οποίο μετέφερε την κατοικία του, το δικαίωμα παροχών δυνάμει της νομοθεσίας του πρώτου κράτους μέλους διατηρείται, στο μέτρο που το ποσό των παροχών αυτών υπερβαίνει το ποσό των παροχών που πραγματικά εισπράττεται δυνάμει της νομοθεσίας της νέας χώρας κατοικίας ( σημεία 1 και 2 της αποφάσεως 129). Κατά το σημείο 5 της αποφάσεως 129, το συμπλήρωμα παροχών που πρέπει να καταβάλλει ο αρμόδιος φορέας του πρώτου κράτους μέλους προσδιορίζεται

    « αφού ληφθούν υπόψη αποκλειστικά τα παιδιά ή τα ορφανά, για τα οποία είχε θεμελιωθεί δικαίωμα πριν από τη μεταφορά της συνήθους διαμονής [ κατοικίας ](...) ή για τα οποία ένα γεγονός δημιουργεί δικαίωμα παροχών δυνάμει μόνο της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους και, σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις, δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους ».

    Εξάλλου, η απόφαση 129 περιέχει διατάξεις σχετικές με τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία οι αρμόδιοι φορείς των οικείων κρατών μελών εξετάζουν τις αιτήσεις για συμπλήρωμα παροχών.

    2. Το εθνικό νομικό πλαίσιο

    α) Επίδομα τέκνου

    Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 1, του Bundeskindergeldgesetz ( γερμανικού νόμου περί των επιδομάτων τέκνων, στο εξής: BKGG ). δικαιούται επίδομα τέκνου

    « όποιος έχει την κατοικία του ή τη συνήθη κατοικία του εντός του εδαφικού πεδίου εφαρμογής του παρόντος νόμου ».

    Εντούτοις το άρθρο 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του BKGG προβλέπει ότι

    « δεν λαμβάνονται υπόψη τα τέκνα που δεν κατοικούν ούτε έχουν τη συνήθη κατοικία τους εντός του εδαφικού πεδίου εφαρμογής του παρόντος νόμου ».

    Παρόμοια προϋπόθεση κατοικίας εφαρμόζεται στη χορήγηση επιδομάτων στα τέκνα που είναι ορφανά από πατέρα και μητέρα ( άρθρο 1, παράγραφος 2, του BKGG ).

    Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 8 του BKGG, τα πρόσωπα που λαμβάνουν προσαύξηση ή συμπλήρωμα συντάξεως για συντηρούμενο τέκνο (βλ. κατωτέρω σημείο β) δεν μπορούν να λαμβάνουν επίδομα τέκνου παρά μόνο στο μέτρο που το ύψος του επιδόματος υπερβαίνει αυτό της προσαυξήσεως ή του συμπληρώματος για συντηρούμενο τέκνο.

    Τα άρθρα 10 και 11 του BKGG περιλαμβάνουν διατάξεις που αφορούν τον υπολογισμό του επιδόματος τέκνου. Δυνάμει του άρθρου 10 του BKGG, το ποσό του επιδόματος αυτού αυξάνει ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων, αλλά μειώνεται σταδιακά σε συνάρτηση με το ετήσιο εισόδημα του δικαιούχου και του συζύγου του. Δεν μπορεί εντούτοις να είναι κατώτερο ενός κατωτάτου ορίου που προβλέπει ο νόμος.

    Η έννοια του « ετησίου εισοδήματος » καθορίζεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, του BKGG που ορίζει ότι:

    « Θεωρείται ως ετήσιο εισόδημα το ποσό των εισοδημάτων, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, του Einkommensteuergesetz (κώδικα φορολογίας εισοδήματος), που εισπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 (...) »

    Ορισμένες δαπάνες, που απαριθμούνται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του BKGG, αφαιρούνται από το ποσό των εισοδημάτων για να υπολογιστεί το ετήσιο εισόδημα. Οι δαπάνες αυτές περιλαμβάνουν τον φόρο εισοδήματος, τις δαπάνες κοινωνικής ασφαλίσεως που αναγνωρίζονται φορολογικώς και ορισμένες δαπάνες για τη διατροφή τρίτων προσώπων.

    β) Προσαύξηση και συμπλήρωμα για συντηρούμενο τέκνο

    Δυνάμει του άρθρου 1262 του Reichsversicherungsordnung ( νόμου περί κοινωνικής ασφαλίσεως, στο εξής: RVO ), στις συντάξεις αναπηρίας και γήρατος προστίθεται προσαύξηση για συντηρούμενο τέκνο. Ομοίως, δυνάμει του άρθρου 583, παράγραφος 1, του RVO, οι δικαιούχοι συντάξεως λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας δικαιούνται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, συμπλήρωμα για συντηρούμενο τέκνο.

    Οι παροχές αυτές χορηγούνται στους εν λόγω δικαιούχους συντάξεων μόνον αν αυτοί είχαν δικαίωμα πριν την ίη Ιανουαρίου 1984 επί των παροχών αυτών. Για τα πρόσωπα των οποίων η σύνταξη άρχισε μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1983, καθώς και για τα τέκνα που γεννήθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή, η προσαύξηση και το συμπλήρωμα για συντηρούμενα τέκνα αντικαθίσταται από το επίδομα τέκνου που προβλέπει ο BKGG.

    Δυνάμει του άρθρου 1316, παράγραφος 1, και του άρθρου 1321, παράγραφος 3, του RVO, η προσαύξηση για συντηρούμενο τέκνο χορηγείται μόνο αν ο δικαιούχος της συντάξεως κατοικεί εντός του εδαφικού πεδίου εφαρμογής του RVO ( όποιος και αν είναι ο τόπος κατοικίας του τέκνου ). Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 625, παράγραφος 1, του RVO, το συμπλήρωμα συντηρουμένου τέκνου καταβάλλεται στον δικαιούχο συντάξεως λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας που κατοικεί εκτός του εδαφικού πεδίου εφαρμογής του RVO μόνον αν αυτός έχει τη γερμανική ιθαγένεια.

    3. Η διαφορά της κυρίας δίκης και ra προδικαστικά ερωτήματα

    Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά δέκα προσφυγές που ασκήθηκαν χωριστά κατά του Bundesanstalt für Arbeit (στο εξής: καθού της κύριας δίκης ), τις οποίες το εθνικό δικαστήριο αποφάσισε να συνεκδικάσει. Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης είναι υπήκοοι και κατοικούν στο έδαφος κρατών μελών άλλων πλην της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Πρόκειται για πρόσωπα που άσκησαν δραστηριότητα ως μισθωτοί εργαζόμενοι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ή είναι δικαιοδόχοι τέτοιων εργαζομένων.

    Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι πολλοί προσφεύγοντες της κύριας δίκης λαμβάνουν σύνταξη δυνάμει της γερμανικής νομοθεσίας και δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικούν. Ορισμένοι προσφεύγοντες της κύριας δίκης είναι δικαιούχοι συντάξεων λόγω εργατικού ατυχήματος. Ένας από τους προσφεύγοντες της κύριας δίκης έλαβε σύνταξη αναπηρίας μετά από ατύχημα που έλαβε χώρα αφού είχε μεταφέρει την κατοικία του σε κράτος μέλος άλλο, πλην της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

    Πολλοί άλλοι προσφεύγοντες της κύριας δίκης είναι πρόσωπα που συντηρούν ορφανά. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι ο αποθανών γονέας ορισμένων από τα ορφανά αυτά είχε υποβληθεί, ως μισθωτός εργαζόμενος, στη νομοθεσία περισσοτέρων κρατών μελών, μεταξύ των οποίων και στη νομοθεσία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

    Το εθνικό δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι ορισμένοι προσφεύγοντες της κύριας δίκης λαμβάνουν ή, σύμφωνα με το καθού της κύριας δίκης, μπορούν να λάβουν παροχές για συντηρούμενα τέκνα δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικούν.

    Οι δέκα προσφεύγοντες της κύριας δίκης ζητούν να λάβουν τις παροχές για συντηρούμενα τέκνα που προβλέπει η γερμανική νομοθεσία ή συμπλήρωμα ίσο προς τη διαφορά μεταξύ του ποσού των παροχών αυτών και του — χαμηλότερου — ποσού των παροχών για συντηρούμενα τέκνα που προβλέπει η νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικούν. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι παροχές ή το συμπλήρωμα των παροχών ζητούνται για τέκνα που γεννήθηκαν αφού ο προσφεύγων εγκατέλειψε το έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

    Το καθού της κύριας δίκης αντιτάσσει στις αιτήσεις αυτές ότι το επίδομα τέκνου που προβλέπει ο BKGG δεν αποτελεί παροχή αναφερόμενη στα άρθρα 77 και 78 του κανονισμού 1408/71. Εξάλλου, υποστηρίζει ότι η αρχή της προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων δεν δικαιολογεί την αναγνώριση δικαιωμάτων που δεν μπορούν να στηριχθούν στην υφισταμένη εθνική νομοθεσία. Η αρχή αυτή δεν μπορεί επομένως να δικαιολογήσει τη χορήγηση των αιτουμένων παροχών, διότι η γερμανική νομοθεσία εξαρτά το πλεονέκτημα των παροχών αυτών από μια προϋπόθεση κατοικίας που δεν πληρούται στην προκειμένη περίπτωση. Το καθού της κύριας δίκης υποστηρίζει επίσης ότι η απόφαση 129 δεν μπορεί να παράσχει δικαιώματα που δεν προβλέπονται ούτε στον κανονισμό 1408/71 ούτε στις εθνικές νομοθεσίες και ότι, εν πάση περιπτώσει, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να εκτελεστεί από τις υπηρεσίες του ελλείψει, συγκεκριμένα, καθορισμού του φορέα του κράτους μέλους κατοικίας που είναι επιφορτισμένος με την παροχή επισήμων πληροφοριών σχετικά με την κατάσταση των δικαιούχων συντάξεως ή των ορφανών.

    Θεωρώντας ότι οι διαφορές που του υποβλήθηκαν αφορούν ζητήματα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, το εθνικό δικαστήριο αποφάσισε, με Διάταξη της 29ης Ιουνίου 1989, να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    « 1)

    Το κράτος μέλος, το οποίο παρέχει σύνταξη σε διακινούμενο εργαζόμενο που άλλοτε απησχολείτο και ήταν ασφαλισμένος σ' αυτό ή στα ορφανά του, οφείλει, σύμφωνα με τα άρθρα 77 και 78 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, να καταβάλλει το ποσό της διαφοράς μεταξύ των οικογενειακών επιδομάτων που χορηγεί και των οικογενειακών επιδομάτων που οφείλονται βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους, στο οποίο κατοικούν ο δικαωύχος της συντάξεως και τα τέκνα ή τα ορφανά του και το οποίο επίσης χορηγεί σύνταξη, όταν η αξίωση για οικογενειακά επιδόματα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του πρώτου κράτους μέλους, στην προκειμένη περίπτωση για επίδομα τέκνων σύμφωνα με το Bundeskindergeldgesetz ( ομοσπονδιακό νόμο περί επιδομάτων τέκνων), προϋποθέτει ότι τόσο ο δικαιούχος όσο και το τέκνο κατοικούν εντός του κράτους; Εφαρμόζεται το άρθρο 77 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, ενδεχομένως ενόψει της δηλώσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας της 9ης Ιουνίου 1980 (ΕΕ C 139, σ. 7), στον δικαιούχο γερμανικής συντάξεως λόγω εργατικού ατυχήματος, ο οποίος ζητεί τη χορήγηση επιδόματος τέκνου κατά το γερμανικό δίκαιο;

    2)

    Υφίσταται η αξίωση αυτή, ακόμη και όταν η αξίωση επί της συντάξεως δεν γεννάται παρά μόνο μετά την επιστροφή του εργαζομένου στην πατρίδα του και τη συνακόλουθη αλλαγή κατοικίας; Δικαιούται στην περίπτωση αυτή ο δικαιούχος της συντάξεως επίδομα τέκνων μόνο για τα μέλη της οικογενείας του, για τα οποία υπήρχε αξίωση πριν την αλλαγή της κατοικίας του, ή για όλα τα μέλη που έχει η οικογένειά του κατά τον χρόνο που λαμβάνει τη σύνταξη, περιλαμβανομένων και εκείνων που γεννήθηκαν μετά την αλλαγή της κατοικίας του;

    3)

    Αν υποτεθεί ότι υφίσταται αξίωση για επίδομα τέκνων κατ' εφαρμογή των άρθρων 77 και 78 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, τότε είναι το επίδομα αυτό πλήρες ή μειωμένο ανάλογα με το εισόδημα, σύμφωνα με τις γερμανικές εθνικές διατάξεις περί μειώσεως (άρθρα 10 και 11 του BKGG); Πώς πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να υπολογιστεί το τμήμα που εξαρτάται από το εισόδημα; Πώς πρέπει στην περίπτωση αυτή να υπολογιστούν τα καθαρά εισοδήματα του δικαιούχου της συντάξεως ή των ορφανών και των μελών της οικογενείας του που εισπράττεται σε άλλο κράτος μέλος, τα οποία εξαρτώνται από διάφορα αφορολόγητα ποσά και άλλες φορολογικές απαλλαγές, και πώς πρέπει να καταλογιστούν στο εισόδημα που ενδιαφέρει από την άποψη των διατάξεων περί επιδόματος τέκνων;

    4)

    Λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 81, στοιχεία α και δ, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71, αρκεί η απόφαση της διοικητικής επιτροπής 129 της 17ης Οκτωβρίου 1985; Αποτελεί, ειδικότερα, υποχρέωση της διοικητικής επιτροπής να καθορίσει ποιος από τους διαφόρους ασφαλιστικούς φορείς άλλου κράτους μέλους οφείλει να δώσει δεσμευτικές πληροφορίες; »

    4. Η διαδικαοία ενώπιον τov Δικαστηρίου

    Η διάταξη περί παραπομπής του Sozialgericht Nürnberg πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Αυγούστου 1989.

    Κατά το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο Νικόλαος Αθανασόπουλος και η Σταματίνα Δεφίγκου, εκπροσωπούμενοι από την Hannelore Runft, νομικό του κέντρου επανεντάξεως των επαναπατριζόμενων Ελλήνων εργαζομένων στην Αθήνα, η Rosina Falcone, εκπροσωπούμενη από τον Luciano Fazi, Sozialsekretär του Patronato ACLI στο Augsbourg, o Mariano Lorenzo-Bozosa, εκπροσωπούμενος από τον Jesús Prieto Peláez, προϊστάμενο της κοινωνικής υπηρεσίας του γενικού προξενείου της Ισπανίας στο Μόναχο, οι Rosario Giganti και Agostino Palermo, εκπροσωπούμενοι από τον Jürgen Ståhlberg, δικηγόρο Μονάχου, η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Ernst Roder και Joachim Karl, η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Pier Giorgio Ferri, avvocato dello Stato, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Karen Banks, μέλος της Νομικής της Υπηρεσίας, επικουρούμενη από τον Bernd Schulte, του Max-Planck-Institut für ausländisches und internationales Sozialrecht του Μονάχου.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

    II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

    Επί του πρώτον ερωτήματος

    α) Δυνατότητα επικλήσεως των ρητρών κατοικίας που προβλέπει η γερμανική νομοθεσία

    Ο Αθανασόπουλος και η Δεφίγκον, προσφεύγοντες της κύριας δίκης, υπογραμμίζουν ότι το ζήτημα της δυνατότητας επικλήσεως των ρητρών κατοικίας τίθεται όχι μόνο όσον αφορά τη χορήγηση επιδόματος τέκνου που προβλέπει ο BKGG, αλλά και όσον αφορά τη χορήγηση προσαυξήσεως για συντηρούμενο τέκνο που προβλέπει το άρθρο 1262 του RVO. Επισημαίνουν ότι παρά τη ρήτρα κατοικίας που περιέχεται στο άρθρο 1321, παράγραφος 3, του RVO, οι γερμανικοί ασφαλιστικοί οργανισμοί παρέχουν, βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, συμπλήρωμα παροχών για τους δικαιούχους συντάξεων που κατοικούν στο εξωτερικό όταν το ποσό της προσαυξήσεως για το συντηρούμενο τέκνο είναι ανώτερο του ποσού των παροχών για συντηρούμενο τέκνο που καταβάλλονται δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας. Υποστηρίζουν ότι στην περίπτωση που οι ρήτρες κατοικίας που προβλέπει η γερμανική νομοθεσία θα μπορούσαν να αντιταχθούν στους δικαιούχους συντάξεων που κατοικούν στο εξωτερικό, αυτοί θα ήταν υποχρεωμένοι να επιστρέψουν τα συμπληρώματα παροχών που κακώς κατεβλήθησαν.

    Ο Αθανασόπουλος και η Δεφίγκου διερωτώνται εξάλλου αν, όπως ισχυρίζονται οι γερμανικοί ασφαλιστικοί οργανισμοί, το δικαίωμα συμπληρώματος παροχών για συντηρούμενο τέκνο προϋποθέτει την ύπαρξη συνταξιοδοτικού δικαιώματος και, σε καταφατική περίπτωση, αν οι προϋποθέσεις που προβλέπει η γερμανική νομοθεσία για το δικαίωμα συντάξεως πρέπει να πληρούνται στο εσωτερικό, χωρίς να μπορούν να ληφθούν υπόψη οι ασφαλιστικές περίοδοι που διανύθηκαν ενδεχομένως σε άλλο κράτος μέλος. Διερωτώνται εξάλλου αν είναι αρκετό να έχει αποκτηθεί το συνταξιοδοτικό δικαίωμα πριν τη μεταφορά της κατοικίας ή αν είναι απαραίτητο να έχει ήδη καταβληθεί κατά τον χρόνο αυτό η σύνταξη για να έχει ο δικαιούχος της συντάξεως αξίωση για συμπλήρωμα παροχών.

    Τέλος, επισημαίνουν ότι το καθού της κύριας δίκης είχε προτείνει ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου τον αναλογικό επιμερισμό των επιδομάτων για τέκνα, και τη μη διατήρηση της αρχής της αρμοδιότητας του κράτους μέλους κατοικίας και της ενδεχομένης καταβολής συμπληρώματος παροχών. Υποστηρίζουν εντούτοις ότι μια τέτοια λύση είναι αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 77 και 78 του κανονισμού 1408/71 και δεν είναι δυνατή παρά μόνο στο πλαίσιο τροποποιήσεως του κανονισμού αυτού.

    Η Falcom, προσφεύγουσα της κύριας δίκης, θεωρεί ότι στο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο έχει ήδη δοθεί απάντηση από το Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 1984, 242/83, Patteri ( Συλλογή 1984, σ. 3171 ). Και στην υπόθεση αυτή, η εθνική νομοθεσία δεν προέβλεπε την καταβολή οικογενειακών επιδομάτων παρά μόνο για τα τέκνα που κατοικούν στο εθνικό έδαφος και ο αρμόδιος οργανισμός είχε υποστηρίξει ότι το άρθρο 77 του κανονισμού 1408/71 δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι γεννά δικαίωμα παροχών που δεν προβλέπεται από καμία εθνική νομοθεσία. Η Falcone επισημαίνει ότι το Δικαστήριο δέχθηκε εντούτοις ότι ο εργαζόμενος διατηρεί το πλεονέκτημα των υψηλότερων παροχών που προβλέπει η εν λόγω εθνική νομοθεσία στην περίπτωση που το κράτος μέλος κατοικίας προβλέπει κατώτερες παροχές. Κατά τη Falcone, απ' αυτό προκύπτει ότι το γεγονός ότι ο δικαιούχος της συντάξεως και το τέκνο δεν κατοικούν στο κράτος μέλος η νομοθεσία του οποίου προβλέπει τις υψηλότερες παροχές δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να στερούνται του πλεονεκτήματος των παροχών αυτών.

    Ο Lorenza-Bozosa, προσφεύγων της κύριας δίκης, υπενθυμίζει καταρχάς ότι κατά το άρθρο 77, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, οι παροχές χορηγούνται, οποιοδήποτε και αν είναι το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο δικαιούχος συντάξεως ή τα τέκνα. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι κοινοτικοί κανονισμοί περί κοινωνικής ασφαλίσεως δεν μπορούν να εφαρμόζονται κατά τρόπο που να επιφέρει, για τον διακινούμενο εργαζόμενο ή τους έλκοντες από αυτόν δικαιώματα, μείωση των παροχών που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους όπως αυτή συμπληρώνεται από το κοινοτικό δίκαιο. Ο Lorenza-Bozosa υπογραμμίζει σχετικά ότι στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 1980, Laterza, και της 12ης Ιουλίου 1984, Patteri, που προαναφέρθηκαν, αναγνωρίστηκε δικαίωμα συμπληρώματος παροχών βάσει του κοινοτικού δικαίου για τα τέκνα που κατοικούν εκτός του εδάφους του κράτους μέλους που οφείλει τις παροχές, η νομοθεσία του οποίου δεν αναγνώριζε δικαίωμα οικογενειακών επιδομάτων παρά μόνο για τα τέκνα που κατοικούν στο εθνικό έδαφος. Κατά συνέπεια, πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι ρήτρες κατοικίας που προβλέπει η γερμανική νομοθεσία δεν μπορούν να αντιταχθούν στους δικαιούχους συντάξεων και στα ορφανά που κατοικούν σε κράτος μέλος άλλο πλην της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και ζητούν να λάβουν συμπλήρωμα παροχών από τους γερμανικούς ασφαλιστικούς οργανισμούς.

    Οι Giganti και Palermo, προσφεύγοντες της κύριας δίκης, υποστηρίζουν καταρχάς ότι θα ήταν παράλογο να εξαρτηθεί το δικαίωμα συμπληρώματος παροχών από την έλλειψη ρητρών κατοικίας στη νομοθεσία του κράτους μέλους που οφείλει τις υψηλότερες παροχές. Πράγματι, είναι ακριβώς το γεγονός ότι ο δικαιούχος της συντάξεως δεν κατοικεί στο έδαφος του κράτους μέλους που οφείλει τις υψηλότερες παροχές που συνεπάγεται την αναγνώριση του δικαιώματος συμπληρώματος παροχών. Εξάλλου, από την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 1980, Laterza, προκύπτει ότι το ζήτημα αν ο δικαιούχος συντάξεως δικαιούται συμπληρώματος παροχών πρέπει να εξεταστεί λαμβανομένης υπόψη της νομοθεσίας του κράτους μέλους που οφείλει τις υψηλότερες παροχές, όπως αυτή συμπληρώνεται από το κοινοτικό δίκαιο (θεωρία της συμπληρωματι-κότητας). Αυτό σημαίνει ότι η διάταξη του άρθρου 77, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 που προβλέπει ότι οι παροχές χορηγούνται οποιοδήποτε και αν είναι το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο δικαωύχος συντάξεως ή τα τέκνα εφαρμόζεται και στη χορήγηση του συμπληρώματος παροχών. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 1986, 153/84, Ferraioli κατά Deutsche Bundespost (Συλλογή 1986, σ. 1401), και της 19ης Φεβρουαρίου 1981, 104/80, Beeck (Συλλογή 1981, σ. 503), σχετικά με τη χορήγηση συμπληρώματος οικογενειακών παροχών στους εργαζομένους και στους ανέργους.

    Κατά την άποψη των Giganti και Palermo, το Δικαστήριο, δεχόμενο ότι ο εργαζόμενος διατηρεί το δικαίωμα επί υψηλότερων παροχών που γεννήθηκε προηγουμένως « δυνάμει μόνο της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους » ( απόφαση της 9ης Ιουλίου 1980, Gravina, που προαναφέρθηκε ), θέλησε να δηλώσει ότι όταν το δικαίωμα επί των παροχών ή το ύψος τους εξαρτάται από την πραγματοποίηση περιόδων εισφορών, ασφαλίσεως ή απασχολήσεως, το κράτος μέλος που χορηγεί τις υψηλότερες παροχές πρέπει να λαμβάνει υπόψη μόνο τις περιόδους που διανύθηκαν υπό τη δική του νομοθεσία. Η αναφορά στη « μόνη » εθνική νομοθεσία δεν μπορεί επομένως να έχει ως σκοπό να μπορούν οι ρήτρες κατοικίας που προβλέπει η νομοθεσία αυτή να αντιταχθούν στους δικαιούχους συντάξεων που κατοικούν στο εξωτερικό.

    Οι Giganti και Palermo θεωρούν επομένως ότι το συμπλήρωμα των παροχών πρέπει να χορηγείται από το κράτος μέλος που οφείλει τις υψηλότερες παροχές, όποιο και αν είναι το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου κατοικούν ο δικαιούχος συντάξεων ή τα τέκνα.

    Η Γερμανική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 1980, Laterza, και της 12ης Ιουλίου 1984, Patten, που προαναφέρθηκαν, καθιερώνουν την αρχή της προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων, σύμφωνα με την οποία τα δικαιώματα που γεννήθηκαν από την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας δεν μπορούν να καταργηθούν όταν ο δικαιούχος τους ασκεί το δικαίωμα του ελεύθερης κυκλοφορίας. Η ρήτρα κατοικίας που προβλέπει μια εθνική νομοθεσία είναι κατά συνέπεια ανίσχυρη στο μέτρο που τιμωρεί τη μεταφορά κατοικίας από ένα κράτος μέλος σε άλλο με την κατάργηση δικαιώματος που γεννήθηκε πριν τη μεταφορά αυτή.

    Η Γερμανική Κυβέρνση υπογραμμίζει επιπλέον ότι στο μέτρο που το άρθρο 77, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ορίζει ότι η κατοικία δεν έχει σημασία για την απόκτηση δικαιώματος οικογενειακών παροχών, τα κεκτημένα σε ένα κράτος μέλος δικαιώματα πρέπει να διατηρούνται σε περίπτωση μεταφοράς της κατοικίας σε άλλο κράτος μέλος, ακόμη και όταν η εφαρμογή του δικαίου του πρώτου κράτους μέλους θα κατέληγε σε διαφορετική λύση. Στο ζήτημα αυτό, το κοινοτικό δίκαιο συμπληρώνει τις προϋποθέσεις που θέτει η εθνική νομοθεσία ( βλ. την προαναφερθείσα απόφαση της 12ης Ιουνίου 1980, Laterza ).

    Κατά συνέπεια, η Γερμανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η ρήτρα κατοικίας που προβλέπει ο BKGG δεν επηρεάζει τη χορήγηση συμπληρώματος παροχών όταν, προτού εγκαταλείψει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ο προσφεύγων ελάμβανε γερμανική σύνταξη ή όταν ελάμβανε συγχρόνως γερμανική σύνταξη και σύνταξη οφειλομένη δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους. Η λύση αυτή εφαρμόζεται και στον τομέα των παροχών για ορφανά.

    Η Ιταλίκή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αρχή σύμφωνα με την οποία ο εργαζόμενος διατηρεί τα κεκτημένα δικαιώματα υπό τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους είναι αρχή του κοινοτικού δικαίου και ότι, κατά συνέπεια, οι νομοθεσίες των κρατών μελών δεν μπορούν να εξαρτήσουν την απόκτηση των εν λόγω δικαιωμάτων από προϋποθέσεις αντίθετες προς τις αρχές από τις οποίες εμπνέεται η Συνθήκη.

    Ως προς αυτό, η εθνική νομοθεσία που εξαρτά την καταβολή οικογενειακών επιδομάτων από την προϋπόθεση κατοικίας είναι, κατά την άποψη της Ιταλικής Κυβερνήσεως, αντίθετη προς το άρθρο 7 της Συνθήκης, διότι στην πράξη θίγει κατ' ουσίαν τους διακινούμενους εργαζομένους. Επιπλέον, εθνική διάταξη που θα υποχρέωνε τον εργαζόμενο να παραμείνει στο έδαφος ενός κράτους μέλους για να μη χάσει τα κεκτημένα στο κράτος μέλος αυτό δικαιώματα θα ήταν αντίθετη προς τις αρχές που καθιερώνουν τα άρθρα 48, στοιχείο δ, και 51, στοιχείο β, της Συνθήκης ΕΟΚ για την εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Εξάλλου, κατά την άποψη της Ιταλικής Κυβερνήσεως, από τις διατάξεις του άρθρου 77, παράγραφος 2, στοιχείο α, και του άρθρου 78, παράγραφος 2, στοιχείο α, του κανονισμού 1408/71 προκύπτει ότι, για να καθοριστεί αν ένας εργαζόμενος απέκτησε δικαίωμα οικογενειακών παροχών δυνάμει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους, δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ρήτρες κατοικίας που προβλέπει η νομοθεσία αυτή.

    Η Επιτροπή υπενθυμίζει τη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως αυτή προκύπτει από τις αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 1980, Laterza, της, 9ης Ιουλίου 1980, Gravina, και της 23ης Νοεμβρίου 1983, D' Amano, που προαναφέρθηκαν. Υπογραμμίζει ότι οι κοινοτικοί κανονισμοί περί κοινωνικής ασφαλίσεως έχουν ως αντικείμενο την προστασία των εργαζομένων από τα μειονεκτήματα που προκύπτουν από τη δυνατότητα εφαρμογής διαφορετικών νομοθεσιών περί κοινωνικής ασφαλίσεως, όταν οι εργαζόμενοι αυτοί κάνουν χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας που τους εξασφαλίζει η Συνθήκη. Κατά την άποψη της Επιτροπής, οι κανονισμοί αυτοί δεν μπορούν κατά συνέπεια να έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των δικαιωμάτων που απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι δυνάμει της νομοθεσίας ενός και μόνο κράτους μέλους. Επομένως, το γεγονός ότι ο κανονισμός 1408/71 ορίζει ένα κράτος μέλος ως οφειλέτη των παροχών τις οποίες αφορούν τα άρθρα 77 και 78 δεν επηρεάζει την υποχρέωση καταβολής συμπληρώματος παροχών που υπέχει ο αρμόδιος φορέας άλλου κράτους μέλους, όταν ο εργαζόμενος απέκτησε προηγουμένως εκεί συνταξιοδοτικό δικαίωμα δυνάμει μόνο της εθνικής νομοθεσίας και το ποσό των παροχών που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας αυτής είναι υψηλότερο απ' ό,τι στο πρώτο κράτος μέλος.

    Κατά την άποψη της Επιτροπής, τα άρθρα 77 και 78 του κανονισμού 1408/71 έχουν κατά συνέπεια την έννοια ότι ένα κράτος μέλος, που χορηγεί σύνταξη σε διακινούμενο εργαζόμενο που ήταν άλλοτε ασφαλισμένος στο έδαφος του, ή που καταβάλλει τη σύνταξη αυτή στο ορφανό του εργαζομένου αυτού, υποχρεούται να καταβάλλει συμπλήρωμα ίσο προς τη διαφορά μεταξύ των οικογενειακών επιδομάτων που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας του και των οικογενειακών επιδομάτων που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου ο δικαιούχος της συντάξεως και τα τέκνα του ή, ενδεχομένως, το ορφανό του αποθανόντος εργαζομένου κατοικούν και λαμβάνουν επίσης σύνταξη οφειλόμενη δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους αυτού, ακόμη και όταν το δικαίωμα επί των οικογενειακών επιδομάτων γεννάται, κατά την εθνική νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, μόνο υπό την προϋπόθεση ότι τόσο ο δικαιούχος όσο και το τέκνο που λαμβάνεται υπόψη κατοικούν στο εθνικό έδαφος.

    β) Επίδομα τέκνου υπέρ του δικαιούχου συντάξεως λόγω εργατικού ατυχήματος

    Ο Αθανασόπουλος και η άεφίγκον υποστηρίζουν ότι το επίδομα τέκνου που προβλέπει ο BKGG αποτελεί παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι το επίδομα αυτό αναφέρεται στη δήλωση στην οποία προέβη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού 1408/71 ( 1 ) και ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η δήλωση αυτή πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποδεικνύει ότι οι παροχές που αναφέρονται σ' αυτήν είναι παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως κατά την έννοια του κανονισμού 1408/71 ( βλ. τις αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 1977, 35/77, Beerens, Sig. 1977, σ. 2249, και της 12ης Ιουλίου 1979, 237/78, Toia, Slg. 1979, σ. 2645 ). Εξάλλου, το επίδομα τέκνου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παροχή που εμπίπτει στην κοινωνική ασφάλιση, διότι η χορήγηση του δεν εξαρτάται από κατάσταση ανάγκης και δεν απορρέει από απόφαση που υπάγεται στη διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργανισμού αλλά από την πλήρωση των προϋποθέσεων που επιβάλλει ο BKGG που θέτει, ως προς αυτό, το σύνολο των δικαιούχων σε κατάσταση καθοριζόμενη από τον νόμο ( βλ. ιδίως την απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 1974, 24/74, Biason, Sig. 1974, σ. 999 ). Τέλος, το γεγονός ότι η χορήγηση των επιδομάτων αυτών δεν εξαρτάται από την καταβολή εισφορών στερείται σημασίας, διότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 αναγνωρίζει την ύπαρξη συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως μη προβλεπόντων καταβολή εισφορών.

    Η Falcone και ο Lorenzo-Bozosa δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις σχετικά με το σημείο αυτό.

    Οι Giganti και Palermo υποστηρίζουν καταρχάς ότι τα επιδόματα τέκνων που προβλέπει ο BKGG είναι παροχές που αναφέρονται στο άρθρο 77, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71.

    Πράγματι, οι παροχές που αναφέρονται στο άρθρο 77 περιλαμβάνουν ιδίως τα « οικογενειακά επιδόματα ». Ο όρος όμως « οικογενειακά επιδόματα » ορίζεται στο άρθρο 1, στοιχείο κα, ii, του κανονισμού και, κατά την άποψη των Giganti και Palermo, το επίδομα τέκνου ανταποκρίνεται στον ορισμό αυτό. Επιπλέον, το επίδομα τέκνου αναφέρεται στη δήλωση στην οποία προέβη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού 1408/71, ως παροχή αναφερόμενη στο άρθρο 77 του κανονισμού. Η δήλωση όμως αυτή έχει συστατικό αποτέλεσμα ( βλ. την απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 1977, Beerens, που προαναφέρθηκε ), το οποίο δεν αμφισβητείται, ιδίως αφού επιβεβαιώθηκε το 1983. Εξάλλου, το γεγονός ότι κατά τον BKGG η χορήγηση επιδόματος τέκνου δεν εξαρτάται από την ύπαρξη συνταξιοδοτικού δικαιώματος δεν δικαιολογεί τον αποκλεισμό της παροχής αυτής από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 77. Πράγματι, η διάταξη αυτή αφορά τα γενικά « οικογενειακά επιδόματα » που ο κανονισμός 1408/71 δεν ορίζει ως παροχές εξαρτώμενες από σύνταξη. Η προσέγγιση αυτή δικαιολογείται από τη μέριμνα να μη εξαρτάται το δικαίωμα οικογενειακών επιδομάτων του δικαιούχου συντάξεως από το αν ο εθνικός νομοθέτης αποφάσισε να περιλάβει το οικογενειακό επίδομα στη σύνταξη ή, αντίθετα, να συμπεριλάβει τους δικαιούχους συντάξεως στους δικαιούχους του γενικού καθεστώτος οικογενειακών επιδομάτων.

    Οι Giganti και Palermo υποστηρίζουν στη συνέχεια ότι οι δικαιούχοι συντάξεως λόγω εργατικού ατυχήματος μπορούν να επικαλεστούν το άρθρο 77 του κανονισμού 1408/71 όταν ζητούν να λάβουν επίδομα τέκνου. Πράγματι, αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 77 μόνον οι παροχές αποζημιώσεως λόγω μειώσεως της ικανότητας προς εργασία οφειλομένης σε εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια. Αυτό δεν συμβαίνει με τα επιδόματα τέκνου, που αποτελούν οικογενειακό επίδομα κατά την έννοια του άρθρου 77, παράγραφος 1. Εξάλλου, στη δήλωση στην οποία προέβη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού 1408/71, το επίδομα αυτό κατατάσσεται μεταξύ των αναφερομένων στο άρθρο 77, χωρίς να γίνεται διάκριση αναλόγως του αν καταβάλλεται στον δικαιούχο συντάξεως λόγω εργατικού ατυχήματος ή στον δικαιούχο συντάξεως λόγω γήρατος ή αναπηρίας.

    Οι Giganti και Palermo παρατηρούν ακόμη ότι, δυνάμει του άρθρου 58, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71, τα συμπληρώματα για συντηρούμενα τέκνα που χορηγούνται δυνάμει της ασφαλίσεως λόγω εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών πρέπει σε κάθε περίπτωση να καταβάλλονται στον δικαιούχο της συντάξεως όποιο και αν είναι το κράτος μέλος στο οποίο κατοικεί ή κατοικεί το τέκνο.

    Η Γερμανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι το άρθρο 77 του κανονισμού 1408/71 εφαρμόζεται στους δικαιούχους συντάξεως λόγω εργατικού ατυχήματος που ζητούν να λάβουν το επίδομα τέκνου που προβλέπει η γερμανική νομοθεσία. Η εξαίρεση που προβλέπεται στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 77 αφορά μόνο τα συμπληρώματα για συντηρούμενα τέκνα που πρέπει να υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 58, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71.

    Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα επιδόματα τέκνων αντικατέστησαν άλλες παροχές που αναφέρονται στη δήλωση στην οποία προέβη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού 1408/71. Υποστηρίζει ότι τα άρθρα 77 και 78 του κανονισμού 1408/71 αφορούν όλες τις παροχές που προορίζονται να αντισταθμίσουν τα οικογενειακά βάρη και να βοηθήσουν στη συντήρηση των ορφανών. Μια απλή αλλαγή ονομασίας και προϋποθέσεων χορηγήσεως των παροχών αυτών δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση των δικαιωμάτων που προβλέπει η κοινοτική ρύθμιση.

    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τη δήλωση στην οποία προέβη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά το άρθρο 5 του κανονισμού 1408/71, το επίδομα τέκνου που προβλέπει ο BKGG ανήκει στις παροχές του άρθρου 77. Η δήλωση αυτή αποδεικνύει ότι η εν λόγω παροχή αποτελεί παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως κατά την έννοια του κανονισμού 1408/71 (βλ. την απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 1977, Beerens, που προαναφέρθηκε). Η Επιτροπή εξάλλου αναφέρει ότι το επίδομα τέκνου ανταποκρίνεται στον ορισμό των « οικογενειακών επιδομάτων » που αναφέρονται στο άρθρο 1, στοιχείο κα, ii, του κανονισμού 1408/71.

    Αντίθετα, τα συμπληρώματα για συντηρούμενα τέκνα που προβλέπονται στο άρθρο 583 του RVO δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 77 και 78 του κανονισμού διότι αποτελούν τμήμα της συντάξεως λόγω εργατικού ατυχήματος. Κατά συνέπεια εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 52 έως 63 του κανονισμού 1408/71 περί εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών.

    Κατά την Επιτροπή επομένως το άρθρο 77 του κανονισμού 1408/71 εφαρμόζεται στον δικαιούχο συντάξεως εργατικού ατυχήματος που ζητεί να λάβει επίδομα τέκνου προβλεπόμενο από τη γερμανική νομοθεσία.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    Ο Αθανασόπουλος και η Αεφίγκου δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις επί του ερωτήματος αυτού.

    Η Falcone αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 1983, D' Amario, που προαναφέρθηκε, στην οποία το Δικαστήριο ανέφερε ότι « για την εφαρμογή των άρθρων 77 και 78 του κανονισμού 1408/71 δεν ασκεί επιρροή το αν η κατοικία του ορφανού βρισκόταν πάντοτε σε ένα κράτος μέλος ή αν την μετέφερε εκεί» (σκέψη 7).

    Κατά την άποψη της Falcone από αυτό προκύπτει ότι το αν ένα πρόσωπο δικαιούται συμπληρώματος παροχών εξαρτάται αποκλειστικά από το αν δικαιούται συντάξεως δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται και όχι από τον τόπο κατοικίας κατά τη γένεση του δικαιώματος συντάξεως ή από τον χρόνο γενέσεως του δικαιώματος αυτού.

    Επιπλέον, από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 1980, Laterza, της 9ης Ιουλίου 1980, Gravina, της 12ης Ιουλίου 1984, Patteri, που προαναφέρθηκαν, και της 14ης Μαρτίου 1989, 1/88, Baldi ( Συλλογή 1989, σ. 667 ), προκύπτει ότι η μεταφορά κατοικίας από ένα κράτος μέλος σε άλλο έχει ως αποτέλεσμα αποκλειστικά την αναστολή του δικαιώματος επί των υψηλότερων παροχών που προβλέπει η νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους μέχρι του ύψους των παροχών που χορηγεί το κράτος μέλος κατοικίας. Από αυτό προκύπτει ότι ούτε ο χρόνος μεταφοράς της κατοικίας ούτε ο χρόνος γεννήσεως των τέκνων που μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό των παροχών δεν μπορούν να επηρεάσουν την αναγνώριση του πλεονεκτήματος των υψηλότερων παροχών που προβλέπει η νομοθεσία ενός κράτους μέλους.

    Ο Lorenzo-Bozosa παρατηρεί ότι με την απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 1980, επί της υποθέσεως Laterza, που προαναφέρθηκε, ο εργαζόμενος που ζήτησε να λάβει τις υψηλότερες παροχές που προβλέπει η νομοθεσία του κράτους μέλους της πρώην κατοικίας του είχε εγκαταλείψει το έδαφος αυτού του κράτους μέλους πριν τη γέννηση των τέκνων για τα οποία ζητούσε τις παροχές αυτές. Θεωρεί ότι αν το δικαίωμα επί συμπληρώματος παροχών αναγνωριζόταν μόνον όταν το δικαίωμα επί των υψηλότερων παροχών είχε αποκτηθεί πριν τη μεταβολή της κατοικίας, ο ασφαλισμένος θα μπορούσε να ωθείται σε μεταβολή του χρόνου και του τόπου υποβολής της αιτήσεως του για συμπλήρωμα παροχών, ώστε να λάβει τις υψηλότερες δυνατές παροχές. Ο Lorenzo-Bozosa καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο τόπος κατοικίας δεν ασκεί επιρροή για τη χορήγηση του συμπληρώματος παροχών που προβλέπεται στο άρθρο 77, παράγραφος 2, στοιχείο β, i, του κανονισμού 1408/71.

    Οι Giganti και Palermo παρατηρούν ότι, όσον αφορά τις οικογενειακές παροχές, ο κανονισμός 1408/71 καθιστά αρμόδιο το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η πρώτη πηγή εισοδημάτων του δικαιούχου: όσον αφορά τους δικαιούχους συντάξεως, αρμόδιο κράτος μέλος είναι το κράτος που οφείλει τη σύνταξη, όποιος και αν είναι ο τόπος κατοικίας του δικαιούχου. Κατά τους Giganti και Palermo, η σύνταξη δημιουργεί στον τομέα των οικογενειακών παροχών μόνιμο δεσμό κοινωνικού δικαίου μεταξύ του δικαιούχου της συντάξεως και του κράτους που οφείλει τη σύνταξη αυτή, ο οποίος δεν επηρεάζεται από τη μετανάστευση. Λόγω του μονίμου χαρακτήρα του, ο δεσμός αυτός καλύπτει τις οικογενειακές μεταβολές που επέρχονται μετά τη μεταφορά της κατοικίας, όπως τη γέννηση τέκνου.

    Οι Giganti και Palermo θεωρούν ότι η άποψη αυτή καθιερώνεται με την απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 1983, D' Amano, σκέψη 7, που προαναφέρθηκε και εκφράζεται στο σημείο 5 της αποφάσεως 129, που ορίζει ότι το συμπλήρωμα παροχών προσδιορίζεται αφού ληφθούν υπόψη τα τέκνα ή τα ορφανά για τα οποία « ένα γεγονός δημιουργεί δικαίωμα παροχών ».

    Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αρχή της προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων μπορεί να δικαιολογήσει μόνο τη διατήρηση των δικαιωμάτων που γεννήθηκαν πριν τη μεταφορά της κατοικίας. Συναφώς αναφέρεται στην προαναφερθείσα απόφαση της 12ης Ιουνίου 1980, Laterza. Κατά συνέπεια, το δικαίωμα συμπληρώματος παροχών δεν μπορεί να γεννηθεί παρά μόνον όταν το δικαίωμα συντάξεως δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους που χορηγεί τις υψηλότερες παροχές γεννάται πριν τη μεταφορά της κατοικίας. Ομοίως, το συμπλήρωμα δεν μπορεί να χορηγηθεί παρά μόνο για τα τέκνα που γεννήθηκαν πριν τη μεταφορά της κατοικίας.

    Η Ιταλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι στο δεύτερο ερώτημα μπορεί να δοθεί απάντηση βάσει των γενικών παρατηρήσεων περί γενέσεως του δικαιώματος παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως. Υποστηρίζει σχετικά ότι η αρχή της προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων εφαρμόζεται στην πλήρωση των προϋποθέσεων που θέτει η εθνική νομοθεσία σχετικά με την κατάσταση του εργαζομένου (π.χ. τις προϋποθέσεις που αφορούν τη διάρκεια της περιόδου απασχολήσεως ) υπό την έννοια ότι, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, εξασφαλίζεται στον εργαζόμενο η δυνατότητα να λάβει την παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως σε περίπτωση που επέλθουν τα γεγονότα, επί συνδρομής των οποίων η παροχή αυτή πρέπει να καταβληθεί.

    Η Επιτροπή αναφέρεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, εδάφιο 1, του κανονισμού 1408/71 και στην ερμηνεία της διατάξεως αυτής στην οποία προέβη το Δικαστήριο με τις αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 1973, 51/73, Śmieja (Sig. 1973, σ. 1213, σκέψεις 14 έως 17), της 10ης Ιουνίου 1982, 92/81, Camera (Συλλογή 1982, σ. 2213, σκέψη 14), και της 24ης Φεβρουαρίου 1987, 379/85 έως 381/85 και 93/86, Giletti κ. λπ. ( Συλλογή 1987, σ. 955, σκέψη 17 ), από τις οποίες προκύπτει ότι δεν μπορεί να μην αναγνωριστεί το δικαίωμα επί των παροχών, συντάξεων και επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, για μόνο τον λόγο ότι ο ενδιαφερόμενος δεν κατοικεί στο έδαφος του κράτους μέλους που οφείλει τις παροχές. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι παροχές που αναφέρονται στο άρθρο 77 και 78 συνδέονται με τις συντάξεις γήρατος και τις λοιπές συντάξεις και ότι, κατά συνέπεια, το δικαίωμα επί των παροχών αυτών — και επί του συμπληρώματος παροχών — γεννάται ακόμη και αν το δικαίωμα επί της συντάξεως γήρατος ή άλλης συντάξεως γεννάται μόνο μετά τη μεταφορά της κατοικίας. Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι το δικαίωμα παροχών που αναφέρονται στο άρθρο 77 και 78 και απορρέουν από το δικαίωμα συντάξεως γήρατος ή άλλης συντάξεως γεννάται για όλα τα τέκνα του δικαιούχου συντάξεως, συμπεριλαμβανομένων αυτών που γεννήθηκαν μετά τη μεταφορά της κατοικίας.

    Επί τον τρίτον ερωτήματος

    Ο Αθανασόπουλος και η Αεφίγκον δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις επί του ερωτήματος αυτού.

    Η Falcone υποστηρίζει ότι, για να καθοριστεί το ποσό του συμπληρώματος παροχών, πρέπει να συγκριθεί το σύνολο των παροχών που προβλέπουν οι νομοθεσίες των δύο ενδιαφερομένων κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων που προβλέπονται υπέρ των δικαιούχων με χαμηλά εισοδήματα. Η λύση αυτή καθιερώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 14ης Μαρτίου 1989, Baldi, σκέψη 24, που προαναφέρθηκε, και δικαιολογείται λόγω της μέριμνας αποφυγής της δυνατότητας να μην πραγματοποιηθεί, για ένα τμήμα του εθνικού δικαίου κοινωνικών ασφαλίσεων, ο συντονισμός που επιβάλλεται για το δίκαιο αυτό σε κοινοτικό επίπεδο. Η Falcone προσθέτει ότι, δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1408/71, το εισόδημα που αποκτήθηκε στο εξωτερικό μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό του ποσού των παροχών.

    Ο Lorenzo-Bozosa υποστηρίζει ότι καμία νομοθετική διάταξη δεν περιορίζει τη μείωση των παροχών που συνδέονται με τα εισοδήματα των δικαιούχων. Υπογραμμίζει εξάλλου ότι το ζήτημα πώς πρέπει να υπολογιστεί το τμήμα των παροχών που εξαρτάται από το εισόδημα αφορά την ερμηνεία των εθνικών διατάξεων και δεν ανήκει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

    Οι Giganti και Palermo θεωρούν ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 πρέπει να εφαρμόζεται κατά τον καθορισμό του ποσού των επιδομάτων τέκνων. Πράγματι, οι ρήτρες μειώσεως των επιδομάτων αυτών που αναφέρονται στα άρθρα 10 και 11 του BKGG πρέπει να εξομοιώνονται με κανόνα απαγορεύοντα τη σώρευση, στο μέτρο που αποσκοπούν στην αποφυγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού του δικαιούχου όταν αυτός αποκτά άλλα εισοδήματα που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για τον Ιδιο σκοπό με τα επιδόματα αυτά, δηλαδή εν προκειμένω για τη συντήρηση τρίτων προσώπων. Εξάλλου, κατά τους Giganti και Palermo, οι ρήτρες αυτές δεν μπορούν να εφαρμόζονται κατά τρόπο που να θέτει σε μειονεκτική θέση τον δικαιούχο που αποκτά εισοδήματα σε άλλο κράτος μέλος. Πρέπει επομένως να ληφθούν υπόψη τα εισοδήματα αυτά ως εάν είχαν αποκτηθεί στο εθνικό έδαφος, τόσο για τη μείωση όσο και για την προσαύξηση των παροχών.

    Όσον αφορά τις φοροολογικές απαλλαγές που προβλέπονται στο άρθρο 11 του BKGG (δηλαδή τα ποσά που εκπίπτουν από το σύνολο των εισοδημάτων) πρέπει, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), να ληφθούν υπόψη αποκλειστικά οι αντίστοιχες απαλλαγές που εφαρμόζονται στην περίπτωση του δικαιούχου στο κράτος μέλος όπου αποκτά τα εισοδήματα του.

    Οι Giganti και Palermo υπογραμμίζουν ακόμη ότι, λόγω της εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 και όπως αναφέρεται στο σημείο 10 της αποφάσεως 129, η μετατροπή των εισοδημάτων που αποκτήθηκαν και των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν στο κράτος μέλος κατοικίας σε εθνικό νόμισμα πρέπει να γίνει σύμφωνα με το άρθρο 107 του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71 (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 138), όπως έχει τροποποιηθεί.

    Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το ζήτημα της σωρεύσεως των παροχών και άλλων εισοδημάτων ρυθμίζεται από το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, όπως συμπληρώνεται στην προκειμένη περίπτωση με τα άρθρα 10 και 11 του BKGG.

    Η Ιταλική Κυβέρνηση δεν υπέβαλε παρατηρήσεις επί του ερωτήματος αυτού.

    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, μια παροχή συνοδεύεται, στο κράτος που τη χορηγεί, από ρήτρα μειώσεως που εξαρτάται από την εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων του κράτους αυτού.

    Επιπλέον, δεδομένου ότι η εφαρμογή των άρθρων 10 και 11 του BKGG προϋποθέτει την εφαρμογή του γερμανικού φορολογικού δικαίου, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη τα εισοδήματα που αποκτώνται στο εσωτερικό κατά τον υπολογισμό του ποσού του επιδόματος τέκνου όταν ο δικαιούχος κατοικεί σε κράτος μέλος διαφορετικό από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ακόμη και αν η κατάσταση αυτή μπορεί να έχει ως συνέπεια την αύξηση του ποσού των παροχών που λαμβάνει ο ενδιαφερόμενος μετά τη μεταφορά της κατοικίας του, αποτελεί, κατά την άποψη της Επιτροπής, συνέπεια του σκοπού που επιδιώκει η κοινοτική ρύθμιση περί κοινωνικής ασφαλίσεως, που αποσκοπεί αποκλειστικά στο να μην υφίστανται οι διακινούμενοι εργαζόμενοι δυσμενείς συνέπειες όταν επωφελούνται της ελεύθερης κυκλοφορίας που εξασφαλίζει η Συνθήκη.

    Επί του τετάρτου ερωτήματος

    0 Αθανασόπουλος και η Δεφίγκου θεωρούν ότι οι πρακτικές δυσχέρειες που προκαλεί η χορήγηση συμπληρώματος παροχών σε αιτούντες που κατοικούν στην Ελλάδα οφείλονται σε προβλήματα δομής της ελληνικής διοικήσεως και σε δομικές αδυναμίες που ενυπάρχουν στο ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Υποστηρίζουν ότι, ελλείψει ρητής κοινοτικής διατάξεως, οι δυσχέρειες αυτές — και ιδίως αυτές που αφορούν την εξέταση των φακέλων και τη συγκέντρωση και εκτίμηση των πληροφοριών σχετικά με την κατάσταση των αιτούντων — πρέπει να αντιμετωπιστούν με την εφαρμογή των νομικών αρχών στις οποίες στηρίζονται οι κοινοτικοί κανονισμοί (όπως, κατά την άποψη του Αθανασόπουλου και της Δεφίγκου, η αρχή « εν αμφιβολία υπέρ του διακινουμένου εργαζομένου» ) ή νομικών αρχών που είναι κοινές στα κράτη μέλη ( όπως η αρχή σύμφωνα με την οποία οι διαδικαστικές πλημμέλειες που δεν καταλογίζονται στον εργαζόμενο δεν παράγουν δυσμενείς συνέπειες έναντι αυτού βλ. την απόφαση της 12ης Μαρτίου 1987, 22/86, Rindone, Συλλογή 1987, σ. 1339).

    Η Falcom και ο Lorenzo-Bozosa δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις επί του ερωτήματος αυτού.

    Οι Giganti και Palermo θεωρούν ότι είναι ισχυρές οι διατάξεις της αποφάσεως 129 περί της διαδικασίας που πρέπει να εφαρμοστεί για τον υπολογισμό του ποσού του συμπληρώματος παροχών. Υπογραμμίζουν εξάλλου ότι η έννοια του αρμόδιου φορέα που χρησιμοποιείται στην απόφαση αυτή μπορεί να διευκρινιστεί με τη βοήθεια του παραρτήματος 2, και ενδεχομένως του παραρτήματος 3, του κανονισμού 574/72, που προαναφέρθηκε.

    Η Γερμανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι το τέταρτο ερώτημα δεν είναι κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Επισημαίνει ότι κατέθεσε πρόταση τροποποιήσεως της αποφάσεως 129.

    Η Ιταλική Κυβέρνηση δεν υπέβαλε παρατηρήσεις επί του ερωτήματος αυτού.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που προτείνει να δοθεί στο τρίτο ερώτημα, δεν είναι αναγκαίο να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν η απόφαση 129 αρκεί για τον καθορισμό του δικαιώματος συμπληρώματος παροχών, όταν αυτό καθορίζεται βάσει επιδόματος τέκνου, το ποσό του οποίου εξαρτάται από το εισόδημα των ενδιαφερομένων. Υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι η απόφαση 129 δεν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα ως προς τους αρμόδιους εθνικούς φορείς στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά διευκολύνει απλώς την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου (βλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 1981, 98/80, Romano, Συλλογή 1981, σ. 1241). Εξάλλου, υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι οι διατάξεις της αποφάσεως αυτής δεν είναι αρκετές για να αντιμετωπιστεί το σύνολο των πρακτικών δυσχερειών που γεννά η εφαρμογή του κανονισμού 1408/71 δεν απαλλάσσει τους εθνικούς φορείς από την υποχρέωση που τους επιβάλλει ο κανονισμός αυτός να χορηγήσουν, ενδεχομένως, συμπλήρωμα παροχών (βλ. την απόφαση της 7ης Ιουνίου 1988, 20/85, Roviello, Συλλογή 1988, σ. 2805 ).

    T. F. O'Higgins

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    ( 1 ) Ανακοίνωση του Συμβουλίου για την προσαρμογή των δηλώσεων των κρατών μελών που προβλέπονται στο άρθρο 5 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71 ( Abi. 1980, C 139, σ. 1 ), όπως τροποποιήθηκε ( ΕΕ 1983, C 351, σ. 1 ).

    Επάνω

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

    της 11ης Ιουνίου 1991 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-251/89,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Sozialgericht Nürnberg (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Νικολάου Αθανασόπουλου,

    Σταματίνας Δεφίγκου,

    Rosina Falcone,

    Rosario Giganti,

    Ελένης Κίτσου,

    Mariano Lorenzo-Bozosa,

    Agostino Palermo,

    Χαρίκλειας Παπαδημητρίου,

    José Rodríguez Martínez,

    Francisco Torres Dona

    και

    Bundesanstalt für Arbeit,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 77, 78 και 81, στοιχεία α και δ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 ( ΕΕ L 230, σ. 6 ),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, Τ. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida και M. Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, F. Α. Schockweiler, F. Grévisse, M. Zuleeg και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

    γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    ο Ν. Αθανασόπουλος και η Σ. Δεφίγκου, εκπροσωπούμενοι από την Hannelore Runft, νομικό του κέντρου επανεντάξεως των επαναπατριζόμενων Ελλήνων εργαζομένων στην Αθήνα,

    η R. Falcone, εκπροσωπούμενη από τον L. Fazi, Sozialsekretär του Patronato ACLI στο Augsbourg,

    οι R. Giganti και A. Palermo, εκπροσωπούμενοι από τον J. Ståhlberg, δικηγόρο Μονάχου,

    ο Μ. Lorenzo-Bozosa, εκπροσωπούμενος από τον J. Prieto Peláez, προϊστάμενο της κοινωνικής υπηρεσίας του γενικού προξενείου της Ισπανίας στο Μόναχο,

    η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους E. Roder και J. Karl,

    η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον P. G. Ferri, avvocato dello Stato,

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Κ. Banks, μέλος της Νομικής της Υπηρεσίας, επικουρούμενη από τον Β. Schulte, του Max-Planck-Institut für ausländisches und internationales Sozialrecht του Μονάχου,

    λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των Ν. Αθανασοπούλου, Σ. Δεφίγκου, R. Falcone, R. Giganti, Α. Palermo, Μ. Lorenzo-Bozosa, F. Torres Dona, εκπροσωπούμενοι από τον L. Enríquez Paradella, υπάλληλο της πρεσβείας της Ισπανίας στη Βόννη, της Γερμανικής Κυβερνήσεως, της Ιταλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 5ης Δεκεμβρίου 1990,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Ιανουαρίου 1991,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με Διάταξη της 29ης Ιουνίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Αυγούστου 1989, το Sozialgericht Nürnberg υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 77, 78 και 81, στοιχεία α και δ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 ( ΕΕ L 230, σ. 6 ).

    2

    Τα ερωτήματα αυτά υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δέκα διαφορών, που συνεκδικάσθηκαν από το εθνικό δικαστήριο, μεταξύ υπηκόων κρατών μελών άλλων πλην της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Bundesanstalt für Arbeit, γερμανικού φορέα επιφορτισμένου με την εφαρμογή του νόμου περί επιδομάτων τέκνων ( Bundeskindergeldgesetz, στο εξής: BKGG ).

    3

    Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης κατοικούν όλοι στο έδαφος κρατών μελών άλλων πλην της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Άσκησαν εντούτοις κατά το παρελθόν δραστηριότητα ως μισθωτοί ή μη μισθωτοί εργαζόμενοι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ή αντλούν τα δικαιώματα τους από τέτοιους εργαζόμενους.

    4

    Πολλοί προσφεύγοντες της κύριας δίκης λαμβάνουν συγχρόνως σύνταξη δυνάμει της γερμανικής νομοθεσίας και σύνταξη δυνάμει νομοθεσίας του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικούν. Ορισμένοι από αυτούς είναι επίσης δικαιούχοι συντάξεων λόγω εργατικού ατυχήματος. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι πολλοί προσφεύγοντες, δικαιούχοι συντάξεων, λαμβάνουν επιπλέον οικογενειακά επιδόματα δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικούν.

    5

    Ορισμένοι από τους προσφεύγοντες της κύριας δίκης συντηρούν ορφανά των οποίων ο αποθανών γονέας είχε υπαχθεί ως μισθωτός ή μη μισθωτός εργαζόμενος στη νομοθεσία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί το ορφανό. Ορισμένοι από αυτούς λαμβάνουν οικογενειακά επιδόματα δυνάμει της νομοθεσίας αυτού του τελευταίου κράτους μέλους.

    6

    Όλοι οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ζήτησαν να λάβουν τα επιδόματα τέκνων ( Kindergeld ) που προβλέπει ο BKGG ή συμπλήρωμα ίσο προς τη διαφορά μεταξύ του ποσού των επιδομάτων αυτών και του ποσού των οικογενειακών επιδομάτων που προβλέπει η νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικούν.

    7

    Το εθνικό δικαστήριο θεωρεί ότι το επίδομα τέκνου που προβλέπει ο BKGG αποτελεί παροχή για τέκνα συντηρούμενα από δικαιούχους συντάξεων του άρθρου 77, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, που προαναφέρθηκε, τουλάχιστον όταν η χορήγηση του επιδόματος αυτού ζητείται από τον δικαιούχο συντάξεως άλλης πλην της συντάξεως λόγω εργατικού ατυχήματος, θεωρεί εξάλλου ότι, όταν το επίδομα αυτό ζητείται από το ορφανό αποβιώσαντος μισθωτού ή μη μισθωτού εργαζομένου, το εν λόγω επίδομα πρέπει να θεωρείται ως παροχή για ορφανά του άρθρου 78, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71. Το εθνικό δικαστήριο αναφέρεται σχετικά στη δήλωση που έκανε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού αυτού και παρατηρεί ότι το επίδομα τέκνου που προβλέπει ο ΒΚGG αναφέρεται στη δήλωση αυτή ως παροχή αναφερόμενη στα άρθρα 77 και 78 του κανονισμού 1408/71.

    8

    Κατά το άρθρο 77, παράγραφος 2, στοιχείο β, i, του ίδιου κανονισμού, οι παροχές για συντηρούμενα τέκνα των δικαιούχων συντάξεων χορηγούνται « στον δικαιούχο συντάξεως που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας περισσοτέρων κρατών μελών σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους στο έδαφος του οποίου κατοικεί ( ... ) ». Ομοίως, κατά το άρθρο 78, παράγραφος 2, στοιχείο β, i, του κανονισμού αυτού οι παροχές για ορφανά χορηγούνται « για το ορφανό αποθανόντος μισθωτού ή μη μισθωτού ο οποίος είχε υπαχθεί στις νομοθεσίες πολλών κρατών μελών σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους στο έδαφος του οποίου κατοικεί το ορφανό (... ) ».

    9

    Στις 17 Οκτωβρίου 1985 η διοικητική επιτροπή για την κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων (στο εξής: διοικητική επιτροπή) εξέδωσε την απόφαση 129 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 77, 78 και 79, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71 και του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο β, ii, του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1972 (ΕΕ 1986, C 141, σ. 7, στο εξής: απόφαση 129).

    10

    Η παράγραφος 1 της αποφάσεως αυτής προβλέπει ότι, « όταν το ποσό των παροχών που αναφέρονται στο άρθρο 77, παράγραφος 1, του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1408/71, τις οποίες ελάμβανε ο δικαιούχος σύνταξης, που οφείλεται δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους στο οποίο είχε τη συνήθη διαμονή [ κατοικία ] του, είναι ανώτερο από το ποσό των παροχών τις οποίες λαμβάνει δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους, το οποίο επίσης οφείλει σύνταξη και στο οποίο μετέφερε τη συνήθη διαμονή [ κατοικία ] του, το άρθρο 77, παράγραφος 2, εφαρμόζεται (... ) κατά τρόπον ώστε το δικαίωμα παροχών δυνάμει της νομοθεσίας του πρώτου κράτους μέλους να διατηρείται, στο μέτρο που το ποσό των παροχών αυτών υπερβαίνει το ποσό των παροχών που πραγματικά εισπράττεται δυνάμει της νομοθεσίας της νέας χώρας συνήθους διαμονής [ κατοικίας ] ». Η παράγραφος 5 της αποφάσεως 129 ορίζει ότι, στην περίπτωση αυτή, ο αρμόδιος φορέας του πρώτου κράτους μέλους χορηγεί συμπλήρωμα στις παροχές που χορηγούνται δυνάμει της νομοθεσίας του δευτέρου κράτους μέλους, ίσο με τη διαφορά μεταξύ του ποσού των παροχών το οποίο εισπράττεται πραγματικά δυνάμει της νομοθεσίας αυτής και του ποσού των παροχών που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας του πρώτου κράτους μέλους.

    11

    Εξάλλου, δυνάμει των παραγράφων 2 και 5 της προαναφερθείσας αποφάσεως 129, πανομοιότυποι κανόνες εφαρμόζονται για τη χορήγηση των παροχών που αναφέρονται στο άρθρο 78, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, όταν το ορφανό μεταφέρει την κατοικία του από ένα κράτος μέλος, δυνάμει της νομοθεσίας του οποίου χορηγήθηκαν οι παροχές αυτές, σε άλλο κράτος μέλος, δυνάμει της νομοθεσίας του οποίου οφείλονται τέτοιες παροχές για το ορφανό αυτό.

    12

    Εξάλλου, η απόφαση 129 διευκρινίζει τον τρόπο υπολογισμού και καταβολής του'συμπληρώματος παροχών που οφείλεται στον δικαιούχο συντάξεων, ή για το ορφανό, σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 5 της αποφάσεως, καθώς και τις υποχρεώσεις που υπέχουν οι αρμόδιοι φορείς των οικείων κρατών μελών. Προβλέπει σχετικά ότι ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο δικαιούχος συντάξεων, ή το ορφανό, γνωστοποιεί ορισμένες πληροφορίες στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους που οφείλει το συμπλήρωμα παροχών.

    13

    Ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, καθώς και κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας που προηγήθηκε της ασκήσεως των προσφυγών ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, το καθού της κύριας δίκης αντιτάχθηκε στα αιτήματα των προσφευγόντων της κύριας δίκης υποστηρίζοντας ιδίως ότι, δυνάμει των άρθρων 77 και 78 του κανονισμού 1408/71, οι παροχές για τέκνα συντηρούμενα από δικαιούχους συντάξεων και οι παροχές για ορφανά πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως των προσφευγόντων της κύριας δίκης, να χορηγούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικούν. Υπογράμμισε εξάλλου ότι ο BKGG εξαρτά την καταβολή των επιδομάτων για συντηρούμενα τέκνα από την προϋπόθεση ότι το τέκνο που μπορεί να ληφθεί υπόψη και το πρόσωπο που το συντηρεί κατοικούν στο εθνικό έδαφος. Η προϋπόθεση όμως αυτή δεν πληρούται στην περίπτωση των προσφευγόντων της κύριας δίκης.

    14

    Επιπλέον, στο μέτρο που οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης επικαλέστηκαν, προς υποστήριξη της προσφυγής τους, τις διατάξεις της αποφάσεως 129, το καθού της κύριας δίκης υποστήριξε ότι η απόφαση αυτή δεν μπορεί να παράσχει δικαιώματα που δεν προβλέπει ούτε ο κανονισμός 1408/71 ούτε η νομοθεσία των κρατών μελών. Εξάλλου, υπογράμμισε ότι η απόφαση 129 δεν θα μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή από τις υπηρεσίες του. Πράγματι, η απόφαση αυτή δεν διευκρινίζει τον φορέα ο οποίος, σε κάθε κράτος μέλος, είναι επιφορτισμένος να γνωστοποιήσει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην απόφαση αυτή σχετικά με τον υπολογισμό του συμπληρώματος παροχών στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους που οφείλει το συμπλήρωμα αυτό. Σε ορισμένα όμως κράτη μέλη οι πληροφορίες αυτές θα μπορούσαν να παρασχεθούν από περισσότερους φορείς. Κατά την άποψη του καθού της κύριας δίκης, το γεγονός ότι η απόφαση 129 δεν διευκρινίζει τον φορέα που είναι επιφορτισμένος να παράσχει τις εν λόγω πληροφορίες καθιστά δύσκολη, αν όχι αδύνατη, τη θέση της αποφάσεως αυτής σε εφαρμογή.

    15

    Υπό τις συνθήκες αυτές το εθνικό δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου αποφανθεί το Δικαστήριο επί των ακολούθων προδικαστικών ερωτημάτων:

    « 1)

    Το κράτος μέλος, το οποίο παρέχει σύνταξη σε διακινούμενο εργαζόμενο που άλλοτε απησχολείτο και ήταν ασφαλισμένος σ' αυτό ή στα ορφανά του, οφείλει, σύμφωνα με τα άρθρα 77 και 78 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71, να καταβάλλει το ποσό της διαφοράς μεταξύ των οικογενειακών επιδομάτων που χορηγεί και των οικογενειακών επιδομάτων που οφείλονται βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους, στο οποίο κατοικούν ο δικαιούχος της συντάξεως και τα τέκνα ή τα ορφανά του και το οποίο επίσης χορηγεί σύνταξη, όταν η αξίωση για οικογενειακά επιδόματα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του πρώτου κράτους μέλους, στην προκειμένη περίπτωση για επίδομα τέκνων σύμφωνα με το Bundeskindergeldgesetz ( ομοσπονδιακό νόμο περί επιδομάτων τέκνων ), προϋποθέτει ότι τόσο ο δικαιούχος όσο και το τέκνο κατοικούν εντός του κράτους; Εφαρμόζεται το άρθρο 77 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, ενδεχομένως ενόψει της δηλώσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας της 9ης Ιουνίου 1980 ( ΕΕ C 139, σ. 7), στον δικαιούχο γερμανικής συντάξεως λόγω εργατικού ατυχήματος, ο οποίος ζητεί τη χορήγηση επιδόματος τέκνου κατά το γερμανικό δίκαιο;

    2)

    Υφίσταται η αξίωση αυτή, ακόμη και όταν η αξίωση επί της συντάξεως δεν γεννάται παρά μόνο μετά την επιστροφή του εργαζομένου στην πατρίδα του και τη συνακόλουθη αλλαγή κατοικίας; Δικαιούται στην περίπτωση αυτή ο δικαιούχος της συντάξεως επίδομα τέκνων μόνο για τα μέλη της οικογενείας του, για τα οποία υπήρχε αξίωση πριν την αλλαγή της κατοικίας του, ή για όλα τα μέλη που έχει η οικογένεια του κατά τον χρόνο που λαμβάνει τη σύνταξη, περιλαμβανομένων και εκείνων που γεννήθηκαν μετά την αλλαγή της κατοικίας του;

    3)

    Αν υποτεθεί ότι υφίσταται αξίωση για επίδομα τέκνων κατ' εφαρμογή των άρθρων 77 και 78 του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1408/71, τότε είναι το επίδομα αυτό πλήρες ή μειωμένο ανάλογα με το εισόδημα, σύμφωνα με τις γερμανικές εθνικές διατάξεις περί μειώσεως (άρθρα 10 και 11 του BKGG); Πώς πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να υπολογιστεί το τμήμα που εξαρτάται από το εισόδημα; Πώς πρέπει στην περίπτωση αυτή να υπολογιστούν τα καθαρά εισοδήματα του δικαιούχου της συντάξεως ή των ορφανών και των μελών της οικογενείας του που εισπράττεται σε άλλο κράτος μέλος, τα οποία εξαρτώνται από διάφορα αφορολόγητα ποσά και άλλες φορολογικές απαλλαγές, και πώς πρέπει να καταλογιστούν στο εισόδημα που ενδιαφέρει από την άποψη των διατάξεων περί επιδόματος τέκνων;

    4)

    Λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 81, στοιχεία α και δ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, αρκεί η απόφαση της διοικητικής επιτροπής 129 της 17ης Οκτωβρίου 1985; Αποτελεί, ειδικότερα, υποχρέωση της διοικητικής επιτροπής να καθορίσει ποιος από τους διαφόρους ασφαλιστικούς φορείς άλλου κράτους μέλους οφείλει να δώσει δεσμευτικές πληροφορίες; »

    16

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά των διαφορών της κύριας δίκης, η εφαρμοστέα ρύθμιση, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    17

    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο, πρέπει προκαταρκτικά να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 77, παράγραφος 2, στοιχείο β, i, και το άρθρο 78, παράγραφος 2, στοιχείο β, i, του κανονισμού 1408/71 δεν μπορούν να ερμηνεύονται κατά τρόπο στε-ρούντα από τον εργαζόμενο ή το ορφανό αποθανόντος εργαζομένου το δικαίωμα επί ευνοϊκότερων παροχών, με την αντικατάσταση των παροχών, που οφείλονται από ένα κράτος μέλος, από τις παροχές που οφείλονται από άλλο κράτος μέλος. Κατά συνέπεια όταν, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις διατάξεις αυτές, το ποσό των παροχών που καταβάλλει το κράτος κατοικίας υπολείπεται του ποσού των παροχών τις οποίες χορηγεί το άλλο κράτος που τις οφείλει, ο εργαζόμενος, ή το ορφανό αποθανόντος εργαζομένου, διατηρεί το δικαίωμα επί του υψηλότερου ποσού και δικαιούται να λαμβάνει από τον αρμόδιο φορέα του τελευταίου αυτού κράτους συμπλήρωμα παροχών ίσο με τη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ποσών ( βλ. την απόφαση της 14ης Μαρτίου 1989, 1/88, Baldi, Συλλογή 1989, σ. 667' όμοια απόφαση της 9ης Ιουλίου 1980, 807/79, Gravina, Συλλογή 1980, σ. 2205, σκέψη 8 ).

    18

    Με το πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν ο εργαζόμενος και το ορφανό του αποθανόντος εργαζομένου δικαιούνται τέτοιο συμπλήρωμα παροχών όταν η νομοθεσία του κράτους μέλους που χορηγεί τις ευνοϊκότερες παροχές εξαρτά τη χορήγηση των παροχών αυτών από την προϋπόθεση ότι ο δικαιούχος και το τέκνο που μπορεί να ληφθεί υπόψη κατοικούν στο εθνικό έδαφος.

    19

    Πρέπει σχετικά να υπογραμμιστεί ότι ο κανονισμός 1408/71 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκει το άρθρο 51 της Συνθήκης, βάσει του οποίου εκδόθηκε ο κανονισμός αυτός, σκοπού που συνίσταται στην εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.

    20

    Ο σκοπός αυτός δεν θα είχε επιτευχθεί αν, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπει ρητά η κοινοτική ρύθμιση σύμφωνα με τους σκοπούς της Συνθήκης, η νομοθεσία ενός κράτους μέλους εξαρτούσε τη χορήγηση των πλεονεκτημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας αυτής από την προϋπόθεση ότι ο εργαζόμενος κατοικεί στο έδαφος του κράτους μέλους. Όσον αφορά τις παροχές για τέκνα συντηρούμενα από δικαιούχους συντάξεων και τις παροχές για ορφανά, το άρθρο 77, παράγραφος 2, και το άρθρο 78, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 προβλέπουν ρητά ότι οι παροχές αυτές χορηγούνται, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές, οποιοδήποτε και αν είναι το κράτος μέλος κατοικίας του δικαιούχου συντάξεως και των τέκνων ή του ορφανού ή του προσώπου που βαρύνεται όντως με τη συντήρηση του.

    21

    Εξάλλου, το δικαίωμα συμπληρώματος παροχών για ορφανά ή για τέκνα συντηρούμενα από δικαιούχους συντάξεων αναγνωρίζεται στα ορφανά και στους δικαιούχους συντάξεων ακριβώς όταν αυτοί δεν κατοικούν στο έδαφος του κράτους μέλους που χορηγεί τις ευνοϊκότερες παροχές. Κατά συνέπεια, η αναγνώριση τέτοιου δικαιώματος θα εστερείτο κάθε χρησιμότητας αν η νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού εξαρτούσε τη χορήγηση των παροχών από την προϋπόθεση ότι τόσο ο δικαιούχος όσο και το τέκνο που μπορεί να ληφθεί υπόψη κατοικούν στο εθνικό έδαφος και αν η προϋπόθεση αυτή μπορούσε να αντιταχθεί στο ορφανό και στον δικαιούχο συντάξεως που ζητεί να λάβει συμπλήρωμα παροχών.

    22

    Στο πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο πρέπει επομένως να δοθεί η απάντηση ότι όταν, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 77, παράγραφος 2, στοιχείο β, i, και στο άρθρο 78, παράγραφος 2, στοιχείο β, i, του κανονισμού 1408/71, το ποσό των παροχών που προβλέπει το κράτος μέλος κατοικίας είναι κατώτερο του ποσού των παροχών που οφείλει άλλο κράτος μέλος, ο δικαιούχος συντάξεως ή το ορφανό του αποθανόντος εργαζομένου δικαιούται να λάβει από τον αρμόδιο φορέα του κράτους αυτού συμπλήρωμα παροχών ίσο προς τη διαφορά μεταξύ των δύο ποσών, ακόμη και όταν η νομοθεσία του κράτους αυτού εξαρτά τη χορήγηση των παροχών από την προϋπόθεση ότι τόσο ο δικαιούχος όσο και το δυνάμενο να ληφθεί υπόψη τέκνο κατοικούν στο εθνικό έδαφος.

    23

    Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι με το δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν, λαμβανομένης υπόψη της δηλώσεως που έκανε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού 1408/71, το άρθρο 77 του κανονισμού αυτού εφαρμόζεται επί του επιδόματος τέκνου που προβλέπει ο BKGG όταν το επίδομα αυτό ζητείται από δικαιούχο συντάξεως λόγω εργατικού ατυχήματος.

    24

    Το εθνικό δικαστήριο παρατηρεί σχετικά ότι κατά το άρθρο 77, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 τα συμπληρώματα συντάξεων που χορηγούνται για τα τέκνα δικαιούχων συντάξεων βάσει συστημάτων ασφαλίσεως για εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 77. Θεωρεί ότι στον αποκλεισμό αυτό μπορεί να δοθεί η έννοια ότι όλες οι οικογενειακές παροχές που χορηγούνται για τέκνα δικαιούχων τέτοιων συντάξεων εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 77.

    25

    Κατά το άρθρο 5 του κανονισμού 1408/71, « τα κράτη μέλη αναφέρουν, σε δηλώσεις που κοινοποιούνται και δημοσιεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 97 (... ) τις παροχές που προβλέπονται στα άρθρα 77 και 78 ».

    26

    Στη δήλωση που προβλέπεται στο άρθρο 5 του κανονισμού 1408/71 ( Abl. 1980, C 139, σ. 1 ), όπως τροποποιήθηκε ( ΕΕ 1983, C 351, σ. 1 ), η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δήλωσε ότι αποτελούν παροχές του άρθρου 77 του κανονισμού « τα επιδόματα τέκνων » που προβλέπει ο « νόμος περί επιδομάτων τέκνων ( Bundeskindergeldgesetz ) της 14ης Απριλίου 1964, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του ».

    27

    Η δήλωση αυτή δεν περιέχει καμία εξαίρεση για την περίπτωση που το επίδομα τέκνου που προβλέπει ο BKGG καταβάλλεται, εν όλω ή εν μέρει, στους δικαιούχους συντάξεως λόγω εργατικού ατυχήματος.

    28

    Το γεγονός ότι ορισμένες παροχές για τέκνα συντηρούμενα από δικαιούχους συντάξεων που χορηγούνται βάσει νόμου ή εθνικής ρυθμίσεως δεν αναφέρθηκαν στη δήλωση του άρθρου 5 του κανονισμού 1408/71 δεν αποδεικνύει, από μόνο του, ότι οι παροχές αυτές δεν αποτελούν παροχές του άρθρου 77 του κανονισμού, πρέπει όμως, αντίθετα, να θεωρηθεί ότι, όταν τέτοιες παροχές αναφέρονται στη δήλωση αυτή, τότε αποτελούν παροχές του άρθρου 77 του κανονισμού.

    29

    Κατά συνέπεια, στο δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, λαμβανομένης υπόψη της δηλώσεως στην οποία προέβη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού 1408/71, το επίδομα τέκνων που προβλέπει ο BKGG πρέπει να θεωρηθεί ως παροχή προβλεπόμενη στο άρθρο 77 του κανονισμού αυτού, όταν το επίδομα αυτό ζητείται από τον δικαιούχο συντάξεως λόγω εργατικού ατυχήματος.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    30

    Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, με το δεύτερο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά, καταρχάς, αν ο εργαζόμενος, ο οποίος δικαιούται σύνταξη δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί και ο οποίος αποκτά δικαίωμα χορηγήσεως συντάξεως δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους που χορηγεί τις ευνοϊκότερες παροχές, μετά τη μεταφορά της κατοικίας του στο πρώτο κράτος μέλος, δικαιούται να λάβει από το δεύτερο κράτος μέλος συμπλήρωμα παροχών. Το εθνικό δικαστήριο ερωτά ακόμη αν το συμπλήρωμα παροχών πρέπει να υπολογιστεί λαμβανομένων υπόψη των τέκνων του δικαιούχου συντάξεων που γεννήθηκαν μετά τη μεταφορά της κατοικίας του στο κράτος μέλος που χορηγεί τις λιγότερο ευνοϊκές παροχές.

    31

    Το εθνικό δικαστήριο παρατηρεί σχετικά ότι με την απόφαση της 12ης Ιουνίου 1980, 733/79, Laterza ( Συλλογή 1980, σ. 1915 ), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 77, παράγραφος 2, στοιχείο β, i, του κανονισμού 1408/71 έχει την έννοια ότι το δικαίωμα επί οικογενειακών παροχών εις βάρος του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο δικαιούχος συντάξεως αναπηρίας, δεν εξαφανίζει το δικαίωμα οικογενειακών παροχών μεγαλυτέρου ποσού, το οποίο έχει γεννηθεί προηγουμένως εις βάρος άλλου κράτους μέλους. Κατά την άποψη του εθνικού δικαστηρίου, το δικαίωμα συμπληρώματος παροχών εις βάρος του κράτους μέλους που χορηγεί τις ευνοϊκότερες παροχές μπορεί, επομένως, να αποσκοπεί αποκλειστικά στην εξασφάλιση της διατηρήσεως των κεκτημένων δικαιωμάτων πριν την αλλαγή κατοικίας.

    32

    Πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι το δικαίωμα επί των παροχών που προβλέπονται στο άρθρο 77 του κανονισμού 1408/71 συνδέεται με το δικαίωμα χορηγήσεως συντάξεως. Πράγματι, από το άρθρο 77, παράγραφος 2, προκύπτει ότι οι παροχές αυτές χορηγούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους ή ενός των κρατών μελών που οφείλουν σύνταξη στον ενδιαφερόμενο.

    33

    Πρέπει στη συνέχεια να υπογραμμιστεί ότι η αναγνώριση δικαιώματος συμπληρώματος παροχών αποσκοπεί στο να διευκολύνει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εξασφαλίζοντας στους ενδιαφερομένους τη λήψη του ποσού των παροχών που θα τους χορηγούνταν αν είχαν διατηρήσει την κατοικία τους στο κράτος μέλος που χορηγεί τις ευνοϊκότερες παροχές.

    34

    Αν το δικαίωμα επί του συμπληρώματος αυτού δεν είχε αναγνωριστεί στους εργαζομένους που αποκτούν δικαίωμα συντάξεως δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους που χορηγεί τις ευνοϊκότερες παροχές μετά τη μεταφορά της κατοικίας τους στο έδαφος του άλλου κράτους μέλους που επίσης τους οφείλει σύνταξη, αυτό θα δημιουργούσε εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.

    35

    Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, οι εργαζόμενοι θα ήταν υποχρεωμένοι να διατηρήσουν την κατοικία τους στο έδαφος του κράτους μέλους που χορηγεί τις ευνοϊκότερες παροχές μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία θα εδικαιούντο σύνταξη δυνάμει της νομοθεσίας αυτού του κράτους μέλους, ώστε να λάβουν τις παροχές αυτές.

    36

    Η κατάσταση αυτή θα ήταν αντίθετη προς τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός 1408/71 και που δικαιολογεί την αναγνώριση δικαιώματος συμπληρώματος παροχών.

    37

    Βάσει των παρατηρήσεων αυτών το συμπλήρωμα παροχών πρέπει επίσης να χορηγείται λαμβανομένων υπόψη όχι μόνο των τέκνων που συντηρούνται από τον δικαιούχο συντάξεως και γεννήθηκαν πριν τη μεταφορά της κατοικίας του στο κράτος μέλος που χορηγεί τις λιγότερο ευνοϊκές παροχές, αλλά και των τέκνων που γεννήθηκαν μετά τη μεταφορά της κατοικίας του.

    38

    Κατά συνέπεια, στο πρώτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δικαίωμα συμπληρώματος παροχών για τα συντηρούμενα τέκνα δικαιούχων συντάξεων υφίσταται ακόμη και όταν ο δικαιούχος συντάξεως αποκτά δικαίωμα συντάξεως δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους που χορηγεί τις ευνοϊκότερες παροχές, αφού μετέφερε την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, το οποίο του οφείλει παροχές δυνάμει του άρθρου 77, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71. Εξάλλου, στο δεύτερο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το συμπλήρωμα παροχών για συντηρούμενα τέκνα δικαιούχων συντάξεων πρέπει να χορηγείται λαμβανομένων υπόψη όλων των συντηρουμένων τέκνων του δικαιούχου συντάξεως, περιλαμβανομένων και εκείνων που γεννήθηκαν μετά τη μεταφορά της κατοικίας του στο κράτος μέλος που χορηγεί τις λιγότερο ευνοϊκές παροχές.

    Επί του τρίτου ερωτήματος

    39

    Πρέπει προκαταρκτικά να υπογραμμιστεί ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας εθνικών νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων. Μπορεί εντούτοις να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο τα στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που θα του επιτρέψουν να επιλύσει το νομικό πρόβλημα που του υποβλήθηκε.

    40

    Επομένως το τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά το αν, όταν η νομοθεσία του κράτους μέλους που οφείλει τις παροχές που προβλέπονται στο άρθρο 77 ή στο άρθρο 78 του κανονισμού 1408/71, ή συμπλήρωμα παροχών, προβλέπει ότι το ποσό των παροχών αυτών μειώνεται αναλόγως του ετησίου καθαρού εισοδήματος του δικαιούχου και των μελών της οικογενείας του, τα άρθρα 77 και 78 του κανονισμού 1408/71 επιτρέπουν τη μείωση αυτή στην περίπτωση που ο δικαιούχος των παροχών ή του συμπληρώματος παροχών κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος. Σε καταφατική περίπτωση το εθνικό δικαστήριο ερωτά πώς πρέπει να καθοριστεί το καθαρό ετήσιο εισόδημα του δικαιούχου και των μελών της οικογενείας του και να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού των παροχών, ή του συμπληρώματος παροχών, που δικαιούται ο δικαιούχος, χωρίς να παραβιαστούν οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου.

    41

    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του ερωτήματος αυτού, πρέπει να εξεταστεί χωριστά η περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος, του οποίου η νομοθεσία προβλέπει ότι οι παροχές που προβλέπονται στο άρθρο 77 ή στο άρθρο 78 του κανονισμού 1408/71 μειώνονται αναλόγως του καθαρού ετησίου εισοδήματος του δικαιούχου και των μελών της οικογενείας του, είναι το κράτος μέλος που οφείλει τις παροχές δυνάμει του άρθρου 77, παράγραφος 2, ή του άρθρου 78, παράγραφος 2, από την περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος του οποίου η νομοθεσία προβλέπει τη μείωση αυτή είναι το κράτος από το οποίο ζητείται η καταβολή συμπληρώματος παροχών.

    42

    Όσον αφορά καταρχάς την πρώτη περίπτωση, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 77 του κανονισμού 1408/71, οι παροχές για τέκνα συντηρούμενα από δικαιούχους συντάξεων χορηγούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους που ορίζεται στο άρθρο 77, παράγραφος 2, οποιοδήποτε και αν είναι το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου κατοικούν ο δικαιούχος συντάξεως ή τα τέκνα του. Ομοίως, δυνάμει του άρθρου 78 του κανονισμού αυτού, οι παροχές για ορφανά χορηγούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους που ορίζεται στο άρθρο 78, παράγραφος 2, οποιοδήποτε και αν είναι το κράτος μέλος κατοικίας του ορφανού ή του προσώπου που όντως βαρύνεται με τη συντήρηση του.

    43

    Κατά συνέπεια, όταν η εθνική νομοθεσία που εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 77, παράγραφος 2, ή του άρθρου 78, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 προβλέπει ότι το ποσό των παροχών μειώνεται αναλόγως του καθαρού ετησίου εισοδήματος του δικαιούχου των παροχών αυτών και των μελών της οικογενείας του, τα άρθρα 77 και 78 του κανονισμού αυτού επιτρέπουν τέτοια μείωση όταν ο δικαιούχος των παροχών κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος που οφείλει τις παροχές.

    44

    Όσον αφορά στη συνέχεια την περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος, του οποίου η νομοθεσία προβλέπει τέτοια μείωση, είναι το κράτος από το οποίο ζητείται η καταβολή συμπληρώματος παροχών, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η αναγνώριση δικαιώματος για τέτοιο συμπλήρωμα αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει στους ενδιαφερομένους τη λήψη του ποσού των παροχών που θα τους χορηγούνταν αν είχαν διατηρήσει την κατοικία τους στο έδαφος του κράτους μέλους που χορηγεί τις ευνοϊκότερες παροχές.

    45

    Κατά συνέπεια, για να καθοριστεί αν ο προσφεύγων δικαιούται συμπληρώματος παροχών εις βάρος κράτους μέλους και για να υπολογιστεί το ποσό του συμπληρώματος αυτού πρέπει να γίνει σύγκριση του ποσού των παροχών που πράγματι εισπράχθηκαν στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου μετέφερε την κατοικία του και του ποσού των παροχών που θα ελάμβανε αν είχε διατηρήσει την κατοικία του στο έδαφος του κράτους μέλους από το οποίο ζητείται η καταβολή του συμπληρώματος.

    46

    Από αυτό προκύπτει ότι όταν η νομοθεσία του κράτους μέλους, από το οποίο ζητείται συμπλήρωμα παροχών, προβλέπει ότι το ποσό των παροχών μειώνεται αναλόγως του ετησίου καθαρού εισοδήματος του δικαιούχου και των μελών της οικογενείας του, η μείωση αυτή μπορεί επίσης να λάβει χώρα όταν ο ενδιαφερόμενος κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

    47

    Για να δοθεί απάντηση στο δεύτερο σκέλος του τρίτου ερωτήματος πρέπει να εφαρμοστούν οι κρίσιμες διατάξεις της νομοθεσίας του κράτους μέλους που οφείλει τις παροχές ή το συμπλήρωμα παροχών ως εάν ο δικαιούχος και τα μέλη της οικογενείας του που κατοικούν στο ίδιο κράτος μέλος με αυτόν κατοικούσαν στο έδαφος του κράτους μέλους που οφείλει τις παροχές και ως εάν εισέπρατταν εκεί τα εισοδήματα που λαμβάνουν στο κράτος μέλος κατοικίας τους.

    48

    Για τον σκοπό αυτό, ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους που οφείλει τις παροχές μπορεί να ζητήσει από τον δικαιούχο των παροχών ή του συμπληρώματος παροχών και τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους κατοικίας όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τον υπολογισμό, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους που οφείλει τις παροχές, των καθαρών ετησίων εισοδημάτων του ενδιαφερομένου και των μελών της οικογενείας του, καθώς και τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ακρίβεια των παρεχομένων πληροφοριών.

    49

    Πρέπει εντούτοις να προστεθεί ότι ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους που οφείλει τις παροχές δεν μπορεί να ζητήσει από τον ενδιαφερόμενο πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία διαφορετικά από αυτά που μπορεί να προσκομίσει πρόσωπο που επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια και κατοικεί στο ίδιο κράτος μέλος. Εξάλλου, στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος δεν προσκομίζει τα αιτούμενα στοιχεία ή τις πληροφορίες, δεν μπορεί να του επιβληθεί κύρωση παρά μόνον αν η ίδια κύρωση επιβάλλεται στους δικαιούχους των ίδιων παροχών που κατοικούν στο έδαφος του ίδιου κράτους μέλους που οφείλει τις παροχές και οι οποίοι δεν προσκομίζουν τα ίδια ή ισοδύναμα αποδεικτικά στοιχεία ή πληροφορίες.

    50

    Κατά συνέπεια, στο τρίτο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, όταν η νομοθεσία του κράτους μέλους που οφείλει τις παροχές του άρθρου 77 ή του άρθρου 78 του κανονισμού 1408/71, ή συμπλήρωμα παροχών, προβλέπει ότι το ποσό των παροχών αυτών μειώνεται αναλόγως του καθαρού ετησίου εισοδήματος του δικαιούχου και των μελών της οικογενείας του, τα άρθρα 77 και 78 του κανονισμού 1408/71 επιτρέπουν τη μείωση αυτή στην περίπτωση που ο δικαιούχος κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους και όχι στο κράτος μέλος που οφείλει τις παροχές. Για να προσδιοριστεί στην περίπτωση αυτή το καθαρό ετήσιο εισόδημα του δικαιούχου και των μελών της οικογενείας του και να υπολογιστεί το ποσό των παροχών ή του συμπληρώματος παροχών του δικαιούχου, ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους που οφείλει τις παροχές πρέπει να εφαρμόσει τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας αυτού του κράτους μέλους ως εάν ο δικαιούχος και τα μέλη της οικογενείας του που κατοικούν στο ίδιο κράτος μέλος με αυτόν κατοικούσαν στο έδαφος του κράτους μέλους που οφείλει τις παροχές και εισέπρατταν εκεί τα εισοδήματα που λαμβάνουν στο κράτος μέλος της κατοικίας τους, στηριζόμενος προς τούτο στις πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέχουν, κατόπιν αιτήσεώς του, ο δικαιούχος και οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους κατοικίας.

    Επί του τετάρτου ερωτήματος

    51

    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι με το τέταρτο ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά πώς μπορεί ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους που οφείλει το συμπλήρωμα παροχών να λάβει τις επίσημες πληροφορίες που προβλέπει η απόφαση 129. Ερωτά ιδίως αν είναι έργο της διοικητικής επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 81, στοιχεία α και δ, του κανονισμού 1408/71, ο καθορισμός του φορέα κάθε κράτους μέλους που είναι επιφορτισμένος με την παροχή των πληροφοριών αυτών στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους που οφείλει το συμπλήρωμα παροχών.

    52

    Πρέπει σχετικά να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 81, στοιχείο α, του κανονισμού 1408/71, η διοικητική επιτροπή «χειρίζεται όλα τα διοικητικά θέματα ή τα θέματα ερμηνείας που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό (...) με την επιφύλαξη του δικαιώματος των ενδιαφερομένων αρχών, φορέων και προσώπων να προσφεύγουν στα δικαστήρια και σε διαδικασίες που προβλέπονται από τις νομοθεσίες των κρατών μελών, από τον παρόντα κανονισμό και από τη Συνθήκη ».

    53

    Το ζήτημα ποιος, μεταξύ των φορέων που μπορούν να ληφθούν υπόψη, είναι, σε κάθε κράτος μέλος, ο αρμόδιος φορέας για την παροχή των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για τον υπολογισμό του συμπληρώματος παροχών είναι ζήτημα διοικητικής φύσεως που ανακύπτει στο πλαίσιο του κανονισμού 1408/71.

    54

    Κατά συνέπεια, για τον καθορισμό του φορέα αυτού είναι αρμόδια η διοικητική επιτροπή κατά το άρθρο 81, στοιχείο α, του κανονισμού 1408/71.

    55

    Πρέπει εντούτοις να υπογραμμιστεί ότι οι πρακτικές δυσκολίες που παρουσιάζονται κατά την εφαρμογή του κανονισμού 1408/71 δεν μπορούν να απαλλάξουν τους εθνικούς φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως από τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει ο κανονισμός αυτός. Εξάλλου, η διοικητική επιτροπή είναι πράγματι επιφορτισμένη με τη ρύθμιση κάθε ζητήματος διοικητικής φύσεως που ανακύπτει στο πλαίσιο του κανονισμού 1408/71, από τη διατύπωση όμως του άρθρου 81, στοιχείο α, του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι η αρμοδιότητα που αναγνωρίστηκε με τον τρόπο αυτό στη διοικητική επιτροπή ουδόλως αποκλείει την προσφυγή σε άλλες διαδικασίες για την επίλυση των ζητημάτων αυτών.

    56

    Συναφώς, όταν κάποιος που κατοικεί σε ένα κράτος μέλος ισχυρίζεται ότι δικαιούται, εις βάρος άλλου κράτους μέλους, συμπλήρωμα παροχών δυνάμει του άρθρου 77 ή του άρθρου 78 του κανονισμού 1408/71, ο αρμόδιος φορέας αυτού του τελευταίου κράτους μέλους έχει τη δυνατότητα να ζητήσει πληροφορίες από την Επιτροπή και τις αρχές του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο αιτών, προκειμένου να πληροφορηθεί ποιος είναι ο αρμόδιος φορέας για την παροχή των πληροφοριών που προβλέπονται στην απόφαση 129.

    57

    Πράγματι, από το άρθρο 84, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71 προκύπτει ότι, για την εφαρμογή του κανονισμού αυτού, οι αρχές και οι φορείς των κρατών μελών μπορούν να επικοινωνούν απευθείας μεταξύ τους. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης, η Επιτροπή και το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου κατοικεί το πρόσωπο που ζητεί συμπλήρωμα παροχών υπέχουν υποχρέωση έντιμης συνεργασίας με τους φορείς των άλλων κρατών μελών που είναι επιφορτισμένοι να μεριμνούν για την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον κανονισμό 1408/71.

    58

    Επομένως, στο τέταρτο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι στη διοικητική επιτροπή εναπόκειται, δυνάμει του άρθρου 81, στοιχείο α, του κανονισμού 1408/71, να καταρτίσει τον κατάλογο των φορέων των κρατών μελών που είναι επιφορτισμένοι να παρέχουν τις επίσημες πληροφορίες που αναφέρονται στην απόφαση 129. Ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους από το οποίο ζητείται η καταβολή συμπληρώματος παροχών διατηρεί εντούτοις τη δυνατότητα να απευθυνθεί στην Επιτροπή και στις αρχές του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο αιτών, για να πληροφορηθεί το όνομα του φορέα αυτού του κράτους μέλους που είναι αρμόδιος να παράσχει τις επίσημες πληροφορίες που αναφέρονται στην απόφαση 129.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    59

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική και η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με Διάταξη της 29ης Ιουνίου 1989, το Sozialgericht Nürnberg, αποφαίνεται:

     

    1)

    Όταν, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 77, παράγραφος 2, στοιχείο β, ί, και στο άρθρο 78, παράγραφος 2, στοιχείο β, i, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, το ποσό των παροχών που προβλέπει το κράτος μέλος κατοικίας είναι κατώτερο του ποσού των παροχών που οφείλει άλλο κράτος μέλος, ο δικαιούχος συντάξεως ή το ορφανό του αποθανόντος εργαζομένου δικαιούται να λάβει από τον αρμόδιο φορέα του κράτους αυτού συμπλήρωμα παροχών ίσο προς τη διαφορά μεταξύ των δύο ποσών, ακόμη και όταν η νομοθεσία του κράτους αυτού εξαρτά τη χορήγηση των παροχών από την προϋπόθεση ότι τόσο ο δικαιούχος όσο και το δυνάμενο να ληφθεί υπόψη τέκνο κατοικούν στο εθνικό έδαφος.

     

    2)

    Λαμβανομένης υπόψη της δηλώσεως που πραγματοποίησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού 1408/71, το επίδομα τέκνων που προβλέπει ο Bundeskindergeldgesetz πρέπει να θεωρηθεί ως παροχή προβλεπόμενη στο άρθρο 77 του κανονισμού αυτού, όταν το επίδομα αυτό ζητείται από τον δικαιούχο συντάξεως λόγω εργατικού ατυχήματος.

     

    3)

    Το δικαίωμα συμπληρώματος παροχών για τα συντηρούμενα τέκνα δικαιούχων συντάξεων υφίσταται ακόμα και όταν ο δικαιούχος συντάξεως αποκτά δικαίωμα συντάξεως δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους που χορηγεί τις ευνοϊκότερες παροχές, αφού μετέφερε την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, το οποίο του οφείλει παροχές δυνάμει του άρθρου 77, παράγραφος 2, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71.

     

    4)

    Το συμπλήρωμα παροχών για συντηρούμενα τέκνα δικαιούχων συντάξεων πρέπει να χορηγείται λαμβανομένων υπόψη όλων των συντηρουμένων τέκνων του δικαιούχου συντάξεως, περιλαμβανομένων και εκείνων που γεννήθηκαν μετά τη μεταφορά της κατοικίας του στο κράτος μέλος που χορηγεί τις λιγότερο ευνοϊκές παροχές.

     

    5)

    Όταν η νομοθεσία του κράτους μέλους που οφείλει τις παροχές του άρθρου 77 ή του άρθρου 78 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71, η συμπλήρωμα παροχών, προβλέπει ότι το ποσό των παροχών αυτών μειώνεται αναλόγως του καθαρού ετησίου εισοδήματος του δικαιούχου και των μελών της οικογενείας του, τα άρθρα 77 και 78 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71 επιτρέπουν τη μείωση αυτή στην περίπτωση που ο δικαιούχος κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους και όχι στο κράτος μέλος που οφείλει τις παροχές. Για να προσδιοριστεί στην περίπτωση αυτή το καθαρό ετήσιο εισόδημα του δικαιούχου και των μελών της οικογενείας του και να υπολογιστεί το ποσό των παροχών ή του συμπληρώματος παροχών του δικαιούχου, ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους που οφείλει τις παροχές πρέπει να εφαρμόσει τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας αυτού του κράτους μέλους ως εάν ο δικαιούχος και τα μέλη της οικογενείας του που κατοικούν στο ίδιο κράτος μέλος με αυτόν κατοικούσαν στο έδαφος του κράτους μέλους που οφείλει τις παροχές και εισέπρατταν εκεί τα εισοδήματα που λαμβάνουν στο κράτος μέλος της κατοικίας τους, στηριζόμενος προς τούτο στις πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέχουν, κατόπιν αιτήσεως του, ο δικαιούχος και οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους κατοικίας.

     

    6)

    Στη διοικητική επιτροπή για την κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων εναπόκειται, δυνάμει του άρθρου 81, στοιχείο α, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, να καταρτίσει τον κατάλογο των φορέων των κρατών μελών που είναι επιφορτισμένοι να παρέχουν τις επίσημες πληροφορίες που αναφέρονται στην απόφαση 129, της 17ης Οκτωβρίου 1985, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 77, 78 και 79, παράγραφος 3, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71 και του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο β, ii, του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72. Ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους από το οποίο ζητείται η καταβολή συμπληρώματος παροχών διατηρεί εντούτοις τη δυνατότητα να απευθυνθεί στην Επιτροπή και στις αρχές του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο αιτών, για να πληροφορηθεί το όνομα του φορέα αυτού του κράτους μέλους που είναι αρμόδιος να παράσχει τις επίσημες πληροφορίες που αναφέρονται στην απόφαση 129.

     

    Due

    O'Higgins

    Moitinho de Almeida

    Diez de Velasco

    Κακούρης

    Schockweiler

    Grévisse

    Zuleeg

    Kapteyn

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουνίου 1991.

    Ο Γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο Πρόεδρος

    Ο. Due


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Επάνω