Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61989CJ0287

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1991.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου.
    Σύστημα τιμών λιανικής πωλήσεως του επεξεργασμένου καπνού - Άρθρο 30 της Συνθήκης.
    Υπόθεση C-287/89.

    Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-02233

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1991:188

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-287/89 ( *1 )

    Ι — Περιστατικά και διαδικασία

    Α — Νομικό πλαίσιο

    1. Κοινοτικό πλαίσιο

    Στην παρούσα υπόθεση αναφέρονται οι διατάξεις:

    των άρθρων 30 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ σχετικά με τους ποσοτικούς περιορισμούς μεταξύ των κρατών μελών και τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος

    της οδηγίας 72/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 1).

    Η οδηγία αυτή, η οποία εκδόθηκε βάσει των άρθρων 99 και 100 της Συνθήκης, αναφέρει, στην πρώτη αιτιολογική της σκέψη, ότι σκοπός της Συνθήκης είναι η δημιουργία μιας οικονομικής ενώσεως εντός της οποίας θα υπάρχει υγιής ανταγωνισμός και της οποίας τα χαρακτηριστικά θα είναι ανάλογα με εκείνα μιας εσωτερικής αγοράς και ότι, όσον αφορά τον τομέα των επεξεργασμένων καπνών, η πραγματοποίηση του σκοπού αυτού προϋποθέτει ότι η εφαρμογή στα κράτη μέλη φόρων που επιβαρύνουν την κατανάλωση των προϊόντων του τομέος αυτού δεν νοθεύει τους όρους ανταγωνισμού και δεν εμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία τους εντός της Κοινότητας.

    Η οδηγία ορίζει τις γενικές αρχές εναρμονίσεως, σε διαδοχικά στάδια, της διαρθρώσεως των ειδικών φόρων καταναλώσεως τους οποίους επιβάλλουν τα κράτη μέλη στα επεξεργασμένα καπνά, καθώς και τις ειδικές διατάξεις που εφαρμόζονται κατά τη διάρκεια κάθε ενός από τα στάδια εναρμονίσεως. Το δεύτερο στάδιο εναρμονίσεως άρχισε την 1η Ιουλίου 1978 [άρθρο 3 της οδηγίας 77/805/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977 (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 93)], παρατάθηκε δε διαδοχικά με την οδηγία 80/1275/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1980 (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/002, σ. 3), την οδηγία 81/463/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1981 (ΕΕ L 183, σ. 32), την οδηγία 82/2/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1981 (ΕΕ 1982, L 5, σ. 11 ), την οδηγία 82/877/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1982 (ΕΕ L 369, σ. 36), την οδηγία 84/217/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1984 (ΕΕ L 104, σ. 18), και την οδηγία 86/246/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1986 (ΕΕ L 164, σ. 26). Η τελευταία αυτή οδηγία, που ισχύει από την Ιη Ιανουαρίου 1986, δεν καθόρισε ημερομηνία λήξεως της παρατάσεως.

    Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας: « Σε κάθε κράτος μέλος τα εθνικά και τα εισαγόμενα σιγαρέττα υποβάλλονται σε έναν αναλογικό φόρο καπνού, υπολογιζόμενο επί της μεγίστης τιμής λιανικής πωλήσεως, συμπεριλαμβανομένων των δασμών, καθώς επίσης και σε ένα πάγιο φόρο υπολογιζόμενο ανά μονάδα προϊόντος. » Δυνάμει της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, ο ειδικός φόρος καταναλώσεως επί των σιγαρέττων μπορεί να περιλαμβάνει ένα ελάχιστο ποσό φόρου, το ανώτατο όριο του οποίου καθορίζεται για κάθε στάδιο εναρμονίσεως από το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής. Ο ελάχιστος αυτός ειδικός φόρος καταναλώσεως δεν μπορεί, στο δεύτερο στάδιο εναρμονίσεως, να υπερβαίνει το 90 % του σωρευτικού ποσού του αναλογικού φόρου και του παγίου φόρου που επιβάλλει το κράτος μέλος στα σιγαρέττα της περισσότερο ζητουμενης κατηγορίας τιμών (άρθρο 10β της οδηγίας). Κατά τη διάρκεια του ίδιου αυτού σταδίου, τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν τους δασμούς από τη βάση υπολογισμού του ειδικού φόρου καταναλώσεως.

    Το άρθρο 5 της οδηγίας ορίζει:

    « 1.

    Οι καπνοβιομήχανοι και οι εισαγωγείς καθορίζουν ελεύθερα τις ανώτατες τιμές λιανικής πωλήσεως κάθε προϊόντος τους. Η διάταξη αυτή δεν δύναται, πάντως, να παρεμποδίσει την εφαρμογή των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά τον έλεγχο του επιπέδου των τιμών ή την τήρηση των επιβαλλομένων τιμών.

    2.

    Εντούτοις, προκειμένου να διευκολυνθεί η είσπραξη του ειδικού φόρου καταναλώσεως, τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίσουν μία κλίμακα τιμών λιανικής πωλήσεως ανά ομάδα επεξεργασμένων καπνών, υπό τον όρο ότι κάθε κλίμακα θα είναι αρκετά εκτεταμένη και διαφοροποιημένη [ποικίλλουσα], ώστε να ανταποκρίνεται πραγματικά στην ποικιλία των κοινοτικών προϊόντων. Κάθε κλίμακα ισχύει για όλα τα προϊόντα που ανήκουν στην ομάδα επεξεργασμένων καπνών την οποία αφορά χωρίς διάκριση βασιζομένη στην ποιότητα, την εμφάνιση, την καταγωγή των προϊόντων ή των επιχειρήσεων ή οποιοδήποτε άλλο κριτήριο. »

    2. Εθνικό πλαίσιο

    Η επιβολή ειδικού φόρου καταναλώσεως στα επεξεργασμένα καπνά στο Βέλγιο διέπεται από τον νόμο της 31ης Δεκεμβρίου 1947 σχετικά με τη φορολογική ρύθμιση περί καπνού ( Moniteur belge της 31.12.1947 ) και από μία κανονιστική απόφαση προσαρτημένη σε μία υπουργική απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1948 ( Moniteur belge της 18.2.1948).

    Η είσπραξη του φόρου αυτού εξασφαλίζεται με το αποκαλούμενο σύστημα των « φορολογικών ταινιών ».

    Στις ταινίες αυτές αναγράφεται η λιανική τιμή πωλήσεως.

    Για να διευκολυνθεί η είσπραξη του φόρου προβλέπεται μία κλίμακα τιμών σχετικά με τις εν λόγω λιανικές τιμές πωλήσεως, κατά συνέπεια δε και για τις φορολογικές ταινίες, για κάθε κατηγορία προϊόντων.

    Κατά την περίοδο των υπό κρίση περιστατικών, η κλίμακα τιμών καθορίστηκε με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, της 26ης Μαρτίου 1986 ( Moniteur belge της 28.3.1986, σ. 4111).

    Οι χαμηλότερες κατηγορίες αυτής της κλίμακας τιμών είναι οι ακόλουθες:

    Λιανική τιμή σε BFR

    Σιγαρέττα που περιέχονται στη συσκευασία

    59

    20

    67

    25

    125

    50

    240

    100

    Οι λιανικές αυτές τιμές αυξήθηκαν αντιστοίχως με απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 1988 του Υπουργού Οικονομικών ( Moniteur belge της30.12.1988, σ. 17901 ), σε:

     

    65 BFR

     

    74 BFR

     

    135 BFR

     

    270 BFR

    B — To ιστορικό ryg διαφοράς

    Η απόρριψη, τον Δεκέμβριο του 1986, από τον Υπουργό Οικονομικών του Βασιλείου του Βελγίου, μιας αιτήσεως που είχε υποβάλει ένας εισαγωγέας, η εταιρία Bene BV (εφεξής: Bene), σχετικά με φορολογικές ταινίες που ανέγραφαν κατώτερη τιμή πωλήσεως από αυτήν που προβλέπεται στη χαμηλότερη κατηγορία της κλίμακας τιμών που είχε ορισθεί με την προαναφερθείσα υπουργική απόφαση της 26ης Μαρτίου 1986, αποτέλεσε την αιτία για τη γένεση της διαφοράς [η αίτηση της Bene αφορούσε τιμή πωλήσεως 48 βελγικών φράγκων (BFR) για ένα πακέτο 20 σιγαρέττων και 58 BFR για ένα πακέτο 25 σιγαρέττων ].

    Η Επιτροπή θεώρησε ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, οι εισαγωγείς επεξεργασμένων καπνών δεν μπορούσαν να καθορίζουν λιανικές τιμές πωλήσεως των προϊόντων τους σε κατώτερα επίπεδα από αυτά που καθορίζονται από την βελγική διοίκηση, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που απορρέει από χαμηλότερες τιμές κόστους.

    Η Επιτροπή απηύθυνε, βάσει του άρθρου 169, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, έγγραφο οχλήσεως με ημερομηνία 15 Δεκεμβρίου 1987, προς το Βασίλειο του Βελγίου, επικαλούμενη παράβαση του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ.

    Στην απάντηση του, με ημερομηνία 29 Ιανουαρίου 1988, το Βασίλειο του Βελγίου αμφισβήτησε το βάσιμο του εν λόγω εγγράφου οχλήσεως, ισχυριζόμενο ιδίως ότι η επίμαχη απόφαση στηριζόταν στο γεγονός ότι οι τιμές που πρότεινε η Bene απέκλιναν σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό από τις τιμές που γενικά ζητούνται στη βελγική αγορά για τα προϊόντα καπνού που παρασκευάζονται από ευρωπαϊκές επιχειρήσεις με παρόμοιο επίπεδο παραγωγικότητας.

    Η Επιτροπή διατύπωσε, στις 23 Νοεμβρίου 1988, αιτιολογημένη γνώμη σύμφωνα με το άρθρο 169 της Συνθήκης.

    Το Βασίλειο το Βελγίου αρνήθηκε να συμμορφωθεί με αυτή τη γνώμη, υποστηρίζοντας, με το έγγραφο της 1ης Φεβρουαρίου 1989 του μόνιμου αντιπροσώπου του στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ότι το τιμολόγιο σχετικά με τις φορολογικές ταινίες ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις του προαναφερθέντος άρθρου 5 της οδηγίας 72/363 για τους ακόλουθους λόγους:

    « 1)

    Οι διάφορες κατηγορίες τιμών που περιέχονται σ' αυτή την κλίμακα τιμών αντικατοπτρίζουν τις λιανικές τιμές πωλήσεως που πράγματι ισχύουν στο σύνολο της βελγικής αγοράς.

    2)

    Η κλίμακα τιμών είναι επαρκώς ευρεία και ποικίλλουσα, εφόσον δεν έχει προκαλέσει μέχρι στιγμής κανένα πρόβλημα εφαρμογής. Απλή απόδειξη του γεγονότος αυτού αποτελεί η εξαιρετικά ασθενής ζήτηση που συνδέεται με τις ταινίες για σιγαρέττα που περιλαμβάνονται στις κατηγορίες των λιγότερο υψηλών τιμών.

    3)

    Η κλιμάκωση των τιμών που περιέχονται στην κλίμακα τιμών καθιστά δυνατό στους παραγωγούς ή τους εισαγωγείς να επιδίδονται σε υγιή ανταγωνισμό κατά την έννοια του προοιμίου της οδηγίας 72/464.

    4)

    Η βελγική κλίμακα τιμών, όπως και κάθε άλλη κλίμακα τιμών, περιέχει κατ' ανάγκη μία κατηγορία χαμηλότερων τιμών, η οποία σε ένα σύστημα που στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην αξία, όπως αυτό που εφαρμόζεται στο Βέλγιο, αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο κατ' εξοχήν φορολογικής φύσεως, κατάλληλο για να διασφαλιστεί η διατήρηση ορισμένου επιπέδου εισπράξεων από ειδικούς φόρους καταναλώσεως και ΦΠΑ. »

    Η Επιτροπή, δεδομένου ότι δεν πείστηκε από τα επιχειρήματα αυτά, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1989.

    Γ — Διαδικαοία ενώπιον νου Δικαονί]ρίου

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Επιπλέον, κάλεσε την Επιτροπή και το Βασίλειο του Βελγίου να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις πριν από την προφορική διαδικασία.

    Η — Αιτήματα των διαδίκων

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, αρνούμενο να χορηγήσει σε έναν εισαγωγέα επεξεργασμένων καπνών φορολογικές ταινίες με τιμές κατώτερες από τις ελάχιστες καθορισμένες τιμές, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει το εν λόγω κράτος μέλος από το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ

    να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα.

    Το Βασίλειο τον Βελγίου ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    III — Σύνοψη των ισχυρισμών και των επιχειρημάτων των διαδίκων

    Α — Επί της νομικής βάσεως της προσφυγής

    Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η προσφυγή στηρίζεται αποκλειστικά στο άρθρο 30 της Συνθήκης και όχι στις διατάξεις της προαναφερθείσας οδηγίας 72/464. Το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής επαναλαμβάνει απλώς, στο πλαίσιο των κανόνων που ισχύουν για την επιβολή του ειδικού φόρου καταναλώσεως επί των επεξεργασμένων καπνών, τις αρχές που θέτει το άρθρο 30. Κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να διατυπωθεί αιτίαση στηριζόμενη ειδικά στο ότι δεν λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις της οδηγίας.

    Η Βελγική Κυβέρνηση, καίτοι λαμβάνει υπόψη ότι η Επιτροπή περιορίζει την προσφυγή της αποκλειστικά στην παράβαση του άρθρου 30, αμφισβητεί το επιχείρημα που προβάλλει η Επιτροπή για να δικαιολογήσει τον περιορισμό αυτό. Θεωρεί ότι, στην παρούσα υπόθεση, η ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 30 εξαρτάται από την απόδειξη ότι το Βασίλειο του Βελγίου δεν τήρησε τις διατάξεις του άρθρου 5 της οδηγίας.

    Β — Επί τον ζητήματος αν συμβιβάζεται εθνική κανονιστική ρύθμιση πον επιβάλλει ελάχιστες τιμές με τις διατάξεις τον άρθρον 30 της Συνθήκης (ΕΟΚ) και της οδηγίας 72/464

    1. Το άρθρο 30 της Ιννθήκης (ΕΟΚ)

    Η Βελγική Κυβέρνηση, στηριζόμενη στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο γενικός εισαγγελέας Van Gerven με τις προτάσεις του στην υπόθεση 145/88 [απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1989, Β & Q PLC, πρώην Β & Q (Retail) Limited, Συλλογή 1989, σ. 3851], κάνει διάκριση μεταξύ των εθνικών μέτρων που συνεπάγονται δυσμενείς διακρίσεις λόγω του σκοπού τους και του αντικειμένου τους, των μέτρων που θέτουν τα εισαγόμενα προϊόντα σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τα εγχώρια προϊόντα (απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1979, Rewe-Zentral, η αποκαλούμενη «Cassis de Dijon», 120/78, Rec. 1979, σ. 649) και, τέλος, των ρυθμίσεων οι οποίες, είτε καθεαυτές είτε ως στοιχεία του γενικού νομικού και οικονομικού πλαισίου, μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την προστασία της εγχώριας αγοράς ή την κατά τρόπο πλέον δυσχερή, λιγότερο αποδοτική ή ελκυστική για τους επιχειρηματίες των άλλων κρατών μελών πρόσβαση στην αγορά αυτή (απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, 60 και 61/84, Cinéthèque κ.λπ., Συλλογή 1985, σ. 2605 ).

    Στην τελευταία αυτή περίπτωση, όταν η εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν στεγανοποιεί αυτή η ίδια την εγχώρια αγορά, οπότε θα ήταν αυτομάτως εφαρμοστέο το άρθρο 30, αλλά περιορίζεται να καθιστά δυσκολότερη την πρόσβαση στην εγχώρια αγορά, η Βελγική Κυβέρνηση θεωρεί, αναφερόμενη σχετικά στις προαναφερθείσες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, σημείο 23, ότι:

    « Η απαγόρευση του άρθρου 30 δεν εφαρμόζεται παρά μόνο αν συνάγεται από το γενικό νομικό και οικονομικό πλαίσιο ότι θέτει σε κίνδυνο την επιδιωκόμενη από τη Συνθήκη αμοιβαία διείσδυση των εθνικών οικονομιών. Στην περίπτωση αυτή, η στεγανοποίηση της αγοράς πρέπει να θεωρείται αρκετά πιθανή με βάση μία σειρά ποσοτικών δεδομένων καταδεικνυόντων ότι η εφαρμογή της ρυθμίσεως “ ενισχύει τη στεγανοποίηση ” της αγοράς, καθιστώντας την απρόσιτη (υψηλό κόστος, ανύπαρκτη απόδοση) σε τέτοιο βαθμό ώστε να υπάρχει φόβος ότι τα περισσότερα εισαγόμενα προϊόντα θα εξαφανισθούν από την αγορά. »

    Η Βελγική Κυβέρνηση συνάγει επομένως ότι σε μία περίπτωση όπως η παρούσα η Επιτροπή οφείλει, για να καταστήσει σαφές ότι υπάρχει παράβαση του άρθρου 30, να αποδείξει, μέσω στοιχείων ποσοτικού χαρακτήρα, ότι η επίδικη ρύθμιση παράγει αποτελέσματα που διαταράσσουν την κοινοτική αγορά, καθιστώντας δυσκολότερη την πρόσβαση στην εγχώρια αγορά.

    Επιπλέον, και σ' αυτή ακόμα την περίπτωση, όπως παραδέχθηκε ο γενικός εισαγγελέας στις προαναφερθείσες προτάσεις του, το άρθρο 36 της Συνθήκης και οι « επιτακτικές απαιτήσεις » που τονίζονται στην απόφαση « Cassis de Dijon » μπορούν να προβληθούν για να δικαιολογηθεί η εν λόγω ρύθμιση.

    Κατά την Επιτροπή, μία εθνική ρύθμιση που επιβάλλει ελάχιστες τιμές, εφαρμοζόμενη αδιακρίτως στα εγχώρια και τα εισαγόμενα προϊόντα, συνιστά μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης, όταν η ελάχιστη τιμή παρεμποδίζει πράγματι τη διάθεση των εισαγομένων προϊόντων. Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν η ελάχιστη τιμή καθορίζεται σε επίπεδο που δεν επιτρέπει την μετακύλιση της κατώτερης τιμής κόστους του εισαγόμενου προϊόντος στην τιμή πωλήσεως προς τους καταναλωτές (απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 1978, 82/77, Tiggele, Rec. 1978, σ. 25 απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 1985, 231/83, Cullet, Συλλογή 1985, σ. 305).

    Μόνο ένας από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 36 της Συνθήκης μπορεί, ενδεχομένως, να δικαιολογήσει νομίμως μία τέτοια εθνική κανονιστική ρύθμιση ( προαναφερθείσα απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 1985, 231/83).

    Σε σχέση με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα στην υπόθεση 145/88, που επικαλείται το καθού, η Επιτροπή τονίζει ότι:

    οι προτάσεις αυτές, καθόσον αναφέρονταν στις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να διαπιστωθεί ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 30 της Συνθήκης, δεν υιοθετήθηκαν από το Δικαστήριο

    οι προτάσεις δεν αφορούσαν μία ρύθμιση περί τιμών. Στην περίπτωση για την οποία επρόκειτο στην προαναφερθείσα σχετική νομολογία ( απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 1978, 82/77 ) η κανονιστική ρύθμιση πρέπει αντιθέτως να θεωρηθεί ότι είχε ipso facto ως αποτέλεσμα την παρακώλυση του εμπορίου

    για να διαπιστωθεί ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 30 της Συνθήκης, η Επιτροπή οφείλει απλώς να αποδείξει ότι η εθνική ρύθμιση περί τιμών καθιστά αδύνατη την επικερδή διάθεση των εισαγομένων προϊόντων ή τη μετακύλιση του οφέλους που μπορεί να προκύπτει από τέτοιου είδους προϊόντα λόγω χαμηλής τιμής κόστους (απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1986, 80 και 159/85, Edah BV, Συλλογή 1986, σ. 3559· απόφαση της 9ης Ιουνίου 1988, 56/87, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, Συλλογή 1988, σ. 2919 ).

    2. Επί της οδηγίας 72/464

    Κατά τη Βελγική Κυβέρνηση, το άρθρο 5 της οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να καθορίζουν κλίμακα τιμών προκειμένου να διευκολυνθεί η είσπραξη των ειδικών φόρων καταναλώσεως επί των επεξεργασμένων καπνών. Η δυνατότητα αυτή συνοδεύεται από τον όρο ότι κάθε κλίμακα τιμών θα είναι αρκετά ευρεία και διαφοροποιημένη ώστε να λαμβάνεται υπόψη η οικονομική πραγματικότητα και να καθίσταται δυνατό στους παραγωγούς και εισαγωγείς να καθορίζουν ελευθέρως τις τιμές τους.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει, στηριζόμενη στην πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, ότι η επιβολή των φόρων στα επεξεργασμένα καπνά δεν πρέπει να νοθεύει τις συνθήκες του ανταγωνισμού και να παρακωλύει την ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας.

    Γ — Επί της εφαρμογής της κλίμακας τιμών που καθορίστηκε με τη βελγική εθνική κανονιστική ρύθμιση

    Η Επιτροπή προβάλλει τα ακόλουθα επιχειρήματα:

    α)

    Η άρνηση των βελγικών αρχών να θέτουν στη διάθεση εισαγωγέων, όπως η Bene, φορολογικές ταινίες που να αναγράφουν λιανική τιμή πωλήσεως κατώτερη από την ελάχιστη τιμή που καθορίζεται από την εθνική ρύθμιση έχει ως αποτέλεσμα τον καθορισμό ελάχιστης τιμής πωλήσεως για τα σιγαρέττα και τα άλλα καπνά.

    Η ελάχιστη αυτή τιμή εμποδίζει πράγματι την Bene να μετακυλίσει στην τιμή πωλήσεως καταναλωτή το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που απορρέει από την χαμηλότερη τιμή κόστους.

    Ως προς το σημειό αυτό αποδεικνύεται η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 30.

    β)

    Τα επιχειρήματα που προέβαλε η Βελγική Κυβέρνηση, κατά την πριν από την άσκηση της προσφυγής διαδικασία, για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εθνικής αυτής ρυθμίσεως δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

    Πρώτον, οι διαφορετικές κατηγορίες της κλίμακας τιμών δεν αντικατοπτρίζουν, σε αντίθεση προς τις διατάξεις του άρθρου 5 της οδηγίας, την πραγματικότητα της βελγικής αγοράς των σιγαρέττων. Υφίσταται, όπως καταδεικνύει η περίπτωση της Bene, ζήτηση για ταινίες χαμηλότερης κατηγορίας τιμών από την κατώτερη κατηγορία της κλίμακας τιμών. Η Επιτροπή τονίζει ότι η κλίμακα αυτή τιμών καθορίστηκε από τις βελγικές αρχές κατόπιν διαβουλεύσεως με την Ομοσπονδία Καπνοπαραγωγών του Βελγίου στην οποία δεν έχει προσχωρήσει η Bene.

    Ούτε το γεγονός ότι η Bene αναγκάσθηκε να συμμορφωθεί με αυτή τη ρύθμιση ούτε το γεγονός ότι δεν είναι πολλές οι αιτήσεις για ταινίες που αντιστοιχούν στις χαμηλότερες κατηγορίες της κλίμακας τιμών μπορούν να αποδείξουν ότι η κλίμακα τιμών βρίσκεται σε αντιστοιχεία προς την αγορά.

    Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι σε περίπτωση αυξήσεως των τιμών της κλίμακας, όπως αυτή που επήλθε με την προαναφερθείσα υπουργική απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 1988, οι επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να αυξήσουν τις τιμές τους πωλήσεως, χωρίς να υφίσταται ταυτόχρονη αύξηση της τιμής κόστους των προϊόντων τους.

    Δεύτερον, η ανάγκη υπάρξεως υγιούς ανταγωνισμού δεν περιλαμβάνεται στους λόγους που μπορούν νομίμως να δικαιολογούν την εφαρμογή μιας τέτοιας κλίμακας τιμών:

    ο υγιής ανταγωνισμός και η εντιμότητα στις εμπορικές συναλλαγές δεν αναφέρονται, πράγματι, στο άρθρο 36 της Συνθήκης

    ακόμη και αν υποτεθεί ότι η εντιμότητα στις συναλλαγές μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επικλήσεως, σε μία τέτοια περίπτωση, βάσει της προαναφερθείσας αποφάσεως « Cassis de Dijon », εναπόκειται στο Βασίλειο του Βελγίου να αποδείξει ότι οι προτεινόμενες από την Bene τιμές δεν συμβιβάζονται με έναν θεμιτό ανταγωνισμό. Εν προκειμένω, η απλή διαπίστωση της Βελγικής Κυβερνήσεως ότι οι τιμές που προέτεινε η Bene απέκλιναν υπερβολικά από τις τιμές που εφάρμοζαν άλλες παρόμοιες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις δεν ασκεί επιρροή καθόσον δεν στηρίζεται σε επακριβή ανάλυση των συνθηκών παραγωγής της εν λόγω επιχειρήσεως

    η κλίμακα τιμών δεν συνάδει προς τις απαιτήσεις του υγιούς ανταγωνισμού που αναφέρονται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 72/464, ούτε δε και προς την οικονομική ολοκλήρωση των κρατών μελών που προβλέπεται στη Συνθήκη, καθόσον έχει ως αποτέλεσμα την απαγόρευση ανταγωνισμού μέσω των τιμών στην αγορά των σιγαρέττων

    το γεγονός που επικαλείται η Βελγική Κυβέρνηση ότι πλέον του 60% του συνόλου των ταινιών που παραδίδονται για τα πακέτα των 25 σιγαρέττων αναγράφεται η τιμή των 73 BFR μαρτυρεί την ύπαρξη εξαιρετικά περιορισμένου ανταγωνισμού.

    Τρίτον, η ανάγκη καθορισμού κλίμακας τιμών που να περιέχει μία κατηγορία ελάχιστης τιμής, ώστε να διασφαλίζεται ορισμένο επίπεδο φορολογικών εσόδων δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επικλήσεως. Ένας τέτοιος λόγος δεν προβλέπεται από το άρθρο 36 της Συνθήκης. Επιπλέον, και εν πάση περιπτώσει, λόγοι καθαρά προϋπολογισμού δεν αποτελούν « επιτακτική απαίτηση » κατά την έννοια της προαναφερθείσας αποφάσεως « Cassis de Dijon » ( βλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1984, 238/82, Duphar BV κ.λπ., Συλλογή 1984, σ. 523 ).

    Η Βελγική Κνβέρνηοη, χωρίς να επαναλάβει όλους τους αμυντικούς ισχυρισμούς που προέβαλε κατά την πριν από την άσκηση προσφυγής διαδικασία, αντικρούει τα επιχειρήματα της Επιτροπής, προβάλλοντας τα ακόλουθα:

    α)

    Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν επικαλείται κανένα αριθμητικό στοιχείο σχετικά με τη διατάραξη της αγοράς, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 30 της Συνθήκης.

    β)

    Η κλίμακα τιμών που καθορίστηκε με την εθνική ρύθμιση συνάδει προς τις διατάξεις του άρθρου 5 της οδηγίας 72/464:

    οι παραγωγοί και οι εισαγωγείς σιγαρέττων μπορούν να καθορίζουν ελεύθερα την τιμή των προϊόντων τους. 'Ετσι, διάφοροι εισαγωγείς μπορούν να καθορίζουν διαφορετικές τιμές για το ίδιο προϊόν μπορούν ελεύθερα να μεταβάλουν την αρχικώς επιλεγείσα τιμή·

    η κλίμακα τιμών είναι επαρκώς ευρεία και διαφοροποιημένη και ανταποκρίνεται στις πραγματικές συνθήκες της αγοράς σιγαρέττων στο Βέλγιο.

    Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι αιτήσεις ταινιών για τις πιο χαμηλές κατηγορίες της κλίμακας τιμών είναι αμελητέου μεγέθους, όπως προκύπτει από τον κατωτέρω πίνακα:

    Σιγαρέττα

    Τιμή BFR

    1987 (%)

    1988 (%)

    25 τεμάχια

    70

    1,591

    1,422

     

    71

     

    72

     

    73

    62,990

    60,680

    20 τεμάχια

    61

    0,003

    0,097

     

    62

    2,006

    1,825

     

    63

    0,007

     

    64

     

    65

    0,250

    0,103

     

    66

    0,954

    0,972

     

    67

    22,467

    23,629

    Δ — Επί της πρακτικής πον ακολουθεί η Bene

    Η Βελγική Κυβέρνηση προβάλλει ότι, καίτοι η Bene παρέσχε στις βελγικές αρχές ένα γενικό διάγραμμα διαμορφώσεως των τιμών της, αρνήθηκε σταθερά να παράσχει λεπτομερή στοιχεία ιδίως ως προς το κόστος παραγωγής και τις τιμές των πρώτων υλών. Επιπλέον, η Bene χρησιμοποίησε τη δυνατότητα που της παρέχει η εθνική ρύθμιση να πωλεί πέντε πακέτα των 20 σιγαρέττων σε μία ενιαία συσκευασία επί της οποίας επιθέτει τη φορολογική ταινία που αντιστοιχεί στη χαμηλότερη κατηγορία τιμών των πακέτων των 100 σιγαρέττων. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η Bene μπόρεσε πράγματι να εμπορεύεται τα προϊόντα της στην τιμή που είχε η ίδια ζητήσει, έστω και αν η αίτηση της αναφερόταν αρχικά σε μεμονωμένα πακέτα των 20 σιγαρέττων.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι το τελευταίο αυτό επιχείρημα δεν ασκεί επιρροή στη λύση της διαφοράς. Το γεγονός ότι αναγκάζεται ο εισαγωγέας να πωλεί με πακέτα των 100 σιγαρέττων συνεπάγεται συμπληρωματικό κόστος και μεταβάλλει τους όρους εμπορίας των προϊόντων. Ως προς το σημείο αυτό δεν τηρούνται, εν πάση περιπτώσει, οι επιταγές του άρθρου 30 της Συνθήκης.

    IV — Απαντήσεις των διαδίκων στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο

    Α — Απαντήσεις της Επιτροπής

    Πρώτη ερώτηση

    Ζητείται από την Επιτροπή να διευκρινίσει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους που την ώθησαν να επικαλεστεί την μη τήρηση μόνο των διατάξεων του άρθρου 30 της Συνθήκης και όχι των διατάξεων της οδηγίας 72/464 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972.

    Απάντηση

    Η Επιτροπή αναφέρει, πρώτον, ότι, στο πλαίσιο της προηγούμενης υποθέσεως 298/86 (απόφαση της 14ης Ιουλίου 1988, Επιτροπή κατά Βελγίου, προαναφερθείσα), είχε ήδη προβάλει τον λόγο ότι η άρνηση των βελγικών αρχών να χορηγούν φορολογικές ταινίες με την αναγραφή κατώτερης τιμής από την τιμή των χαμηλότερων κατηγοριών της κλίμακας τιμών σε έναν παραγωγό που θεωρούσε ότι μπορούσε να εισαγάγει σιγαρέττα σε μία τέτοια τιμή ήταν ασυμβίβαστη προς τις διατάξεις του άρθρου 30 της Συνθήκης.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο λόγος αυτός, ο οποίος απορρίφθηκε από το Δικαστήριο για δικονομικούς λόγους, στηρίζεται αναμφισβήτητα σε πραγματικά περιστατικά. Γι' αυτό ακριβώς τον λόγο κινήθηκε μία νέα διαδικασία αναγνωρίσεως παραβάσεως βάσει αυτού του λόγου.

    Δεύτερον, η Επιτροπή αναφέρεται με την προσφυγή της αποκλειστικά στη βελγική διοικητική πρακτική έναντι της επιχειρήσεως Bene και στο ότι η πρακτική αυτή δεν συμβιβάζεται με τις διατάξεις του άρθρου 30 της Συνθήκης. Δεν επικαλείται, αντιθέτως, ότι δεν συμβιβάζεται η βελγική ρύθμιση σχετικά με τις φορολογικές ταινίες για σιγαρέττα με τις διατάξεις του άρθρου 5 της οδηγίας 72/464. Ενόψει της γενικής διατυπώσεως των εν λόγω διατάξεων της οδηγίας και των ελάχιστων συγκεκριμένων στοιχείων που διαθέτει η Επιτροπή, ήταν πολύ δύσκολο να αποδειχθεί ότι συντρέχει μία τέτοια περίπτωση ασυμβιβάστου.

    Τρίτον, η απόφαση του Δικαστηρίου επί μίας τέτοιας προσφυγής θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό στοιχείο για τον καθορισμό των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 5 της οδηγίας.

    Τέλος, το γεγονός ότι η Επιτροπή περιορίζεται εν προκειμένω στα συγκεκριμένα αποτελέσματα από την ύπαρξη μιας κλίμακας τιμών για φορολογικές ταινίες σε συνάρτηση με την άρνηση χορηγήσεως των ταινιών για κατώτερη τιμή από την τιμή που αναγράφεται στην κλίμακα, δηλαδή στα αποτελέσματα συρρικνώσεως του ανταγωνισμού και περιορισμού των εισαγωγών που απορρέουν από την κατώτατη τιμή, έχει συνέπειες ως προς το ζήτημα αν τα αποτελέσματα αυτά μπορούν να θεωρηθούν ότι συνάδουν προς το άρθρο 5 της οδηγίας 72/464. Το άρθρο 5 αναγνωρίζει την ελευθερία των παραγωγών και εισαγωγέων να καθορίζουν τις λιανικές ελάχιστες τιμές πωλήσεως και επομένως, η « κλίμακα τιμών λιανικής πωλήσεως » θα μπορούσε να θεωρηθεί επίσης ως κλίμακα μέγιστων τιμών λιανικής πωλήσεως. Στην περίπτωση αυτή, η κλίμακα θα ήταν πάντοτε επαρκώς ευρεία προς τα κάτω αυτό όμως δεν έχει σημασία, ενόψει της αρνήσεως χορηγήσεως ταινιών κάτω από ένα ορισμένο επίπεδων τιμών. Αυτή ακριβώς η άρνηση αποτελεί τον πυρήνα του ζητήματος για την Επιτροπή.

    Δεύτερη ερώτηση

    Από την Επιτροπή ζητείται να παράσχει αριθμητικά στοιχεία ως προς την τιμή κόστους των σιγαρέττων που εισήγαγε η εταιρία Bene BV κατά τη διάρκεια του έτους 1986.

    Απάντηση

    Η Επιτροπή κατέθεσε στη δικογραφία μία δήλωση προερχόμενη από το γραφείο των εμπειρογνωμόνων λογιστών Paardekooper και Hoffamn, στην οποία αναφέρεται η σταθερή τιμή κόστους για το έτος 1986 του προϊόντος Texas HB filter για 1000 τεμάχια.

    Β — Απαντήσεις της Βελγικής Κυβερνήσεως

    Πρώτη ερώτηση

    Από τη Βελγική Κυβέρνηση ζητείται να προσκομίσει αντίγραφο της αιτήσεως για φορολογικές ταινίες που υπέβαλε η εταιρία Bene BV, της αλληλογραφίας που διεξήχθη μεταξύ της βελγικής διοικήσεως και της εταιρίας αυτής ως προς τη δικαιολόγηση των προτάσεων της τελευταίας σχετικά με τις τιμές και της αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών της 16ης Δεκεμβρίου 1986 περί απορρίψεως της αιτήσεως χορηγήσεως ταινιών.

    Απάντηση

    Η Βελγική Κυβέρνηση κατέθεσε στη δικογραφία αντίγραφο της αιτήσεως χορηγήσεως φορολογικών ταινιών που είχε υποβάλει η εταιρία Bene BV, της αλληλογραφίας που διεξήχθη μεταξύ της εταιρίας αυτής και των βελγικών αρχών και της αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, της 12ης Δεκεμβρίου 1986, περί απορρίψεως της εν λόγω αιτήσεως.

    Δεύτερη ερώτηση

    Από τη Βελγική Κυβέρνηση ζητείται να προσκομίσει αντίγραφο της εθνικής νομοθεσίας και της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, όπως ίσχυαν το 1986, περί καθορισμού του εφαρμοστέου συστήματος ειδικών φόρων καταναλώσεως στα προϊόντα των επεξεργασμένων καπνών.

    Απάντηση

    Η Βελγική Κυβέρνηση κατέθεσε στη δικογραφία αντίγραφο του νόμου της 31ης Δεκεμβρίου 1947 περί φορολογικού συστήματος σχετικά με τον καπνό και της υπουργικής αποφάσεως της 22ας Ιανουαρίου 1948 περί ρυθμίσεως της επιβολής ειδικού φόρου καταναλώσεως στα παρασκευαζόμενα καπνά.

    Τρίτη ερώτηση

    Από τη Βελγική Κυβέρνηση ζητείται να διευκρινίσει κατά τρόπο σαφή τη διαδικασία κατά την οποία καθορίζεται η κλίμακα τιμών των επεξεργασμένων καπνών, καθώς και τα στοιχεία υπολογισμού που καθιστούν δυνατό τον καθαρισμό των χαμηλότερων κατηγοριών αυτής της κλίμακας.

    Απάντηση

    Η Βελγική Κυβέρνηση αναφέρει ότι η κλίμακα των τιμών των επεξεργασμένων καπνών δεν στηρίζεται σε υπολογισμούς. Όταν ζητείται από τον οικείο τομέα και εγκρίνεται από τον Υπουργό Οικονομικών αύξηση των τιμών, οι βελγικές αρχές εξετάζουν ποια λιανική τιμή θα εφαρμοστεί στα περισσότερο πωλούμενα προϊόντα. Με βάση αυτό το δεδομένο προσαρμόζονται οι υφιστάμενες κλίμακες κατά τρόπο ώστε ορισμένος αριθμός κατηγοριών να παραμένει κάτω από το επίπεδο των περισσότερο πωλουμένων προϊόντων, οπότε οι κλίμακες είναι επαρκώς διαφοροποιημένες ώστε να καλύπτουν την ποικιλία των προϊόντων που προέρχονται από την Κοινότητα.

    Κατά την προσαρμογή τιμών της 1ης Απριλίου 1986 διατηρήθηκαν έτσι τρεις κατώτερες κατηγορίες για τις συσκευασίες των 25 τεμαχίων και έξι κατηγορίες τιμών για τις συσκευασίες των 20 τεμαχίων. Σήμερα υφίστανται 4 και 10 κατηγορίες κατώτερων τιμών.

    Η υπηρεσία δασμών και ειδικών φόρων καταναλώσεως προτείνει στον Υπουργό Οικονομικών τις νέες κλίμακες που καθορίζονται κατ' αυτόν τον τρόπο. Αν ο Υπουργός υιοθετήσει την πρόταση, οι κλίμακες περιλαμβάνονται σε μία υπουργική απόφαση.

    F. Grévisse

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Επάνω

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

    της 7ης Μαΐου 1991 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-287/89,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Pieter Jan Kuijper, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Guido Berardis, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Βασιλείου του Βελγίου, εκπροσωπούμενου από τον Jan Devadder, βοηθό σύμβουλο στο Υπουργείο Οικονομικών, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας με τις Αναπτυσσόμενες Χώρες, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία του Βελγίου, 4, rue des Girondins,

    καθού,

    που έχει ως αντικείμενο να αναγνωρισθεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου, αρνούμενο να χορηγήσει σε έναν εισαγωγέα επεξεργασμένων καπνών φορολογικές ταινίες με κατώτερες τιμές από τις καθορισμένες ελάχιστες τιμές, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. G Rodríguez Iglesias και Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliét, F. Grévisse, M. Zuleeg και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

    γραμματέας: J.-G. Giraud

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

    αφού άκουσε τους εκπροσώπους των διαδίκων που αγόρευσαν κατά τη συνεδρίαση της 28ης Φεβρουαρίου 1991,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Μαρτίου 1991,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18 Σεπτεμβρίου 1989, η Επιτροπή άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου, αρνούμενο να χορηγήσει σε έναν εισαγωγέα επεξεργασμένων καπνών φορολογικές ταινίες με τιμές κατώτερες από τις καθορισμένες ελάχιστες τιμές, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ.

    2

    Στο Βέλγιο τα επεξεργασμένα καπνά υπόκεινται σε ειδικούς φόρους καταναλώσεως, η είσπραξη των οποίων εξασφαλίζεται μέσω του αποκαλουμένου συστήματος των « φορολογικών ταινιών ». Στις ταινίες αυτές, οι οποίες τίθενται επί των συσκευασιών για πώληση, αναγράφεται η τιμή λιανικής πωλήσεως. Με σχετική πράξη προσαρτημένη ως παράρτημα μιας υπουργικής αποφάσεως της 22ας Ιανουαρίου 1948 ( Moniteur belge της 18.2.1948, σ. 1275 ) καθορίστηκε μία κλίμακα που περιέχει διάφορες κατηγορίες τιμών λιανικής πωλήσεως για τα οικεία προϊόντα, ιδίως δε για τα πακέτα των σιγαρέττων, και το αντίστοιχο ύψος των οφειλομένων φόρων από τον παραγωγό ή τον εισαγωγέα.

    3

    Στις 12 Δεκεμβρίου 1986, ο Βέλγος Υπουργός Οικονομικών αρνήθηκε να χορηγήσει σε έναν εισαγωγέα, την εταιρία Bene BV (στο εξής: Bene), φορολογικές ταινίες με τιμή πωλήσεως κατώτερη από τη χαμηλότερη κατηγορία της κλίμακας, όπως είχε καθοριστεί στην προαναφερθείσα απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1948 και τροποποιήθηκε με υπουργική απόφαση της 26ης Μαρτίου 1986 ( Moniteur belge της 28.3.1986, σ. 4111 ). Οι χαμηλότερες κατηγορίες αυτής της κλίμακας ήταν 59 βελγικά φράγκα (BFR) για τα πακέτα των 20 σιγαρέττων και 67 BFR για τα πακέτα των 25 σιγαρέττων. Η αίτηση της Bene αφορούσε ταινίες στις οποίες αναφέρονταν αντιστοίχως οι τιμές των 48 BFR και 58 BFR.

    4

    Θεωρώντας, επομένως, ότι οι βελγικές αρχές δεν τήρησαν τις διατάξεις του άρθρου 30 της Συνθήκης, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης.

    5

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση εκτίθενται διεξοδικώς οι σχετικές εθνικές διατάξεις, η εξέλιξη της διαδικασίας, οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    6

    Η Επιτροπή υποτηρίζει ότι οι βελγικές αρχές, αρνούμενες να χορηγήσουν στην Bene φορολογικές ταινίες με κατώτερες τιμές πωλήσεως από αυτές που προβλέπονται στις χαμηλότερες κατηγορίες της κλίμακας, επέβαλαν πράγματι στην επιχείρηση αυτή κατώτατες τιμές λιανικής πωλήσεως. Οι τιμές αυτές καθορίστηκαν σε επίπεδο που δεν επέτρεπε στην Bene να διαμορφώσει την τιμή πωλήσεως με βάση το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που απορρέει από τη χαμηλότερη τιμή κόστους. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο καθορισμός ελαχίστων τιμών συνιστά υπό τις περιστάσεις αυτές μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών και, επομένως, απαγορεύεται από τις διατάξεις του άρθρου 30 της Συνθήκης.

    7

    Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν προσσκόμισε κανένα αριθμητικό στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι η εφαρμογή της κλίμακας, η οποία είναι επαρκώς εκτεταμένη και ποικίλλουσα ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της οδηγίας 72/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 35 ), είχε ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της αγοράς, καθιστώντας δυσκολότερη την πρόσβαση στην εγχώρια αγορά. Κατά το καθού, η Bene αρνούνταν συνεχώς να παράσχει λεπτομερή στοιχεία σχετικά με το κόστος παραγωγής και τις τιμές των πρώτων υλών της. Επιπλέον, δεδομένου ότι η αύξηση των τιμών της κλίμακας δεν είναι ανάλογη προς την αύξηση του αριθμού των σιγαρέττων που περιέχονται στη συσκευασία προς πώληση, η Bene ήταν πράγματι σε θέση να εμπορεύεται τα προϊόντα της στις επιθυμητές τιμές, πωλώντας τα πακέτα των 20 σιγαρέττων εντός συσκευασίας των 100 σιγαρέττων που περιείχε 5 πακέτα.

    8

    Πριν κριθεί το βάσιμο της προσαπτομένης παραβάσεως, πρέπει να διευκρινισθούν οι υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη στον τομέα των τιμών λιανικής πωλήσεως των επεξεργασμένων καπνών.

    9

    Για τα εμπόδια στις εισαγωγές μεταξύ κρατών μελών, που απορρέουν από τους εμμέσους φόρους, σχετικό είναι το άρθρο 99 της Συνθήκης το οποίο, όπως ίσχυε πριν από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, επέβαλε στην Επιτροπή την υποχρέωση να αναζητεί τα μέτρα εναρμονίσεως, προς το συμφέρον της κοινής αγοράς, των εθνικών νομοθεσιών που ισχύουν εν προκειμένω, σε συνδυασμό με το άρθρο 100, σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών (βλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 1977, 13/77, SA GB-Inno-BM, Rec. 1977, σ. 2115, σκέψη 50).

    10

    Βάσει ακριβώς αυτών των διατάξεων της Συνθήκης το Συμβούλιο θέσπισε την προαναφερθείσα οδηγία 72/464, της 19ης Δεκεμβρίου 1972.

    11

    Η οδηγία αυτή έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό των γενικών αρχών εναρμονίσεως του συστήματος φορολογίας καπνών το οποίο, λόγω των χαρακτηριστικών του, έχει ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των καπνών και τη δημιουργία κανονικών συνθηκών ανταγωνισμού στην ιδιαίτερη αυτή αγορά, όπως αναγνωρίζεται με τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου. Πράγματι, κατά την αιτιολογική αυτή σκέψη, οι φόροι που επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών « δεν είναι ουδέτεροι ως προς τον ανταγωνισμό και αποτελούν συχνά σοβαρά εμπόδια στην αλληλοδιείσδυση των αγορών». Επομένως, προκειμένου να δημιουργηθεί « υγιής ανταγωνισμός » εντός της κοινής αγοράς ( πρώτη αιτιολογική σκέψη ), να εξαλειφθούν από τα ισχύοντα συστήματα « οι παράγοντες οι οποίοι είναι ικανοί να εμποδίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία και να νοθεύσουν τους όρους ανταγωνισμού, τόσο επί εθνικού όσο και επί ενδοκοινοτικού πεδίου » ( τρίτη αιτιολογική σκέψη ) και να επιτευχθεί « το άνοιγμα των εθνικών αγορών των κρατών μελών » ( πέμπτη αιτιολογική σκέψη ), η οδηγία υιοθετεί ως έρεισμα και ως φορολογική βάση του συστήματος « ένα σύστημα ελευθέρως διαμορφουμένων τιμών για όλες τις ομάδες επεξεργασμένων καπνών » ( ογδόη αιτιολογική σκέψη ).

    12

    Προς τούτο ακριβώς ( απόφαση της 21ης Ιουνίου 1983, 90/82, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1983, σ. 2011, σκέψη 18), το άρθρο 5 της οδηγίας ορίζει στην παράγραφο 1: « Οι καπνοβιομήχανοι και οι εισαγωγείς καθορίζουν ελεύθερα τις ανώτατες τιμές λιανικής πωλήσεως κάθε προϊόντος τους. Η διάταξη αυτή δεν δύναται, πάντως, να παρεμποδίσει την εφαρμογή των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά τον έλεγχο του επιπέδου των τιμών ή την τήρηση των επιβαλλομένων τιμών. »

    13

    Όπως προκύπτει από την απόφαση αυτή του Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 1983 ( σκέψεις 22 και 23 ), η έκφραση « έλεγχο του επιπέδου των τιμών » δεν μπορεί να αφορά τίποτε άλλο παρά τις εθνικές νομοθεσίες γενικού χαρακτήρα που αποσκοπούν στην παρεμπόδιση της υψώσεως των τιμών. Η έκφραση, εξάλλου, « τήρηση των επιβαλλομένων τιμών » έχει την έννοια ότι αναφέρεται σε τιμή η οποία, αφού καθορισθεί από τον παραγωγό ή τον εισαγωγέα και εγκριθεί από τη δημόσια αρχή, επιβάλλεται ως ανωτάτη τιμή και πρέπει να τηρείται σε όλες τις βαθμίδες του κυκλώματος διανομής μέχρι της πωλήσεως στον καταναλωτή (απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 1977, SA GB-Inno-BM, προαναφερθείσα, σκέψη 64 ). Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις της οδηγίας δεν επιτρέπουν στα κράτη μέλη να καθορίζουν τις τιμές των επεξεργασμένων καπνών χωρίς να τηρείται ο κανόνας του ελευθέρου καθορισμού των τιμών από τον παραγωγό ή τον εισαγωγέα.

    14

    Καίτοι το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 72/464, της 19ης Δεκεμβρίου 1972, επιτρέπει στα κράτη μέλη να καθορίζουν κλίμακα τιμών λιανικής πωλήσεως ανά κατηγορία επεξεργασμένων καπνών, το πεδίο εφαρμογής αυτών των διατάξεων είναι περιορισμένο. Οι διατάξεις αυτές έχουν αποκλειστικά σκοπό να διευκολύνουν την είσπραξη του ειδικού φόρου καταναλώσεως και ορίζουν ότι κάθε κλίμακα πρέπει να είναι επαρκώς εκτεταμένη και ποικίλλουσα ώστε να ανταποκρίνεται πράγματι στην ποικιλία των κοινοτικών προϊόντων.

    15

    Αντιθέτως, δεν έχουν ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα των κρατών μελών να επιβάλλουν στους εισαγωγείς επεξεργασμένων καπνών ελάχιστη τιμή λιανικής πωλήσεως κατά τρόπο που να μην τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 30 της Συνθήκης.

    16

    Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι η απαγόρευση, που τίθεται με τις διατάξεις αυτές, μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς αφορά, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κάθε μέτρο ικανό να εμποδίσει άμεσα ή έμμεσα, πράγματι ή δυνάμει, τις εισαγωγές μεταξύ κρατών μελών ( απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974, 8/74, Dassonville, Rec. 1974, σ. 837, σκέψη 5 ).

    17

    Κατά την εφαρμογή των αρχών αυτών σε μια κρατική ρύθμιση που καθορίζει ελάχιστη τιμή, εφαρμοζόμενη αδιακρίτως επί των εγχωρίων και των εισαγομένων προϊόντων, το Δικαστήριο θεωρεί ότι συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης η ελάχιστη τιμή η οποία βρίσκεται σε επίπεδο το οποίο εξουδετερώνει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που απορρέει για τον εισαγωγέα από το χαμηλότερο κόστος ( βλ. τις αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 1978, 82/77, Van Tiggele, Rec. 1978, σ. 25, σκέψη 14' και της 29ης Ιανουαρίου 1985, 231/83, Cullet, Συλλογή 1985, σ. 305, σκέψη 23 ).

    18

    Στην παρούσα περίπτωση, από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν προκύπτει ότι οι βελγικές αρχές ζήτησαν από την Bene, με έγγραφο της 1ης Αυγούστου 1986, όλα τα στοιχεία σχετικά με τις τιμές λιανικής πωλήσεως των προϊόντων της.

    19

    Με έγγραφο της 24ης Σεπτεμβρίου 1986, η Bene προσκόμισε, ανταποκρινόμενη σ' αυτό το αίτημα, ένα έγγαρφο με αριθμητικά στοιχεία που είχε καταρτίσει ένα γραφείο εμπειρογνωμόνων λογιστών, του οποίου τα συμπεράσματα ήταν ότι δεν είχαν υπάρξει εκ μέρους της εν λόγω επιχειρήσεως « μεθοδεύσεις ως προς τον καθορισμό των τιμών προς σκοπό δημιουργίας αθέμιτου ανταγωνισμού ».

    20

    Ο Υπουργός Οικονομικών, χωρίς να αμφισβητήσει τα αριθμητικά στοιχεία και τα συμπεράσματα του εγγράφου αυτού, απέρριψε με έγγραφο της 12ης Δεκεμβρίου 1986 την αίτηση χορηγήσεως φορολογικών ταινιών που είχε υποβάλει η Bene, ισχυριζόμενος ότι « οι υφιστάμενες ταινίες είναι επαρκώς διαφοροποιημένες ώστε να είναι δυνατός ο υγιής ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων παραγωγών και εισαγωγέων ».

    21

    Από το τελευταίο αυτό έγγραφο προκύπτει ότι οι βελγικές αρχές, σε αντίθεση προς την υποχρέωση τους τηρήσεως των διατάξεων του άρθρου 30 της Συνθήκης, εννούσαν οπωσδήποτε να εφαρμόσουν τις κατώτερες τιμές που ορίζονται στην κλίμακα, χωρίς να λάβουν καν υπόψη το κόστος της Bene και τη δυνατότητα της επιχειρήσεως αυτής να συμπεριλάβει το προκύπτον ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στη διαμόρφωση των τιμών λιανικής πωλήσεως των προϊόντων της.

    22

    Επιπλέον, προκύπτει ότι οι βελγικές αρχές υπέπεσαν επίσης σε νομική πλάνη, επειδή 'δεν εφάρμοσαν την αρχή που τίθεται με το προαναφερθέν άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 72/464, της 19ης Δεκεμβρίου 1972, κατά την οποία αρχή οι παραγωγοί και εισαγωγείς καθορίζουν ελεύθερα τις μέγιστες τιμές λιανικής πωλήσεως για κάθε ένα από τα προϊόντα τους.

    23

    Τα επιχειρήματα που προέβαλε με τα υπομνήματά της αντικρούσεως η Βελγική Κυβέρνηση δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

    24

    Πρώτον, αντίθετα από ό,τι υποστηρίζει το καθού, η Επιτροπή ουδόλως έχει την υποχρέωση, για να θεμελιώσει την προσφυγή της, να προσκομίσει αριθμητικά στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη διαταράξεως της αγοράς. Η λήψη υπόψη, υπό τις προεκτεθείσες περιστάσεις, των λιγότερο υψηλών τιμών της βελγικής κλίμακας αποτελεί αφεαυτής μέτρο ικανό να παρεμποδίσει δυνάμει τις εισαγωγές, το οποίο απαγορεύεται από το άρθρο 30 της Συνθήκης.

    25

    Δεύτερον, το γεγονός ότι η εθνική κλίμακα τιμών είναι εκτεταμένη και ποικίλλουσα δεν αρκεί για να συναχθεί ότι οι τιμές των χαμηλότερων κατηγοριών της κλίμακας αυτής ανταποκρίνονται, εν πάση περιπτώσει, στις απαιτήσεις του άρθρου 30 της Συνθήκης.

    26

    Τρίτον, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η απάντηση της Bene με το έγγραφο της της 24ης Σεπτεμβρίου 1986 ήταν ατελής, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση χορηγήσεως φορολογικών ταινιών για τους λόγους που εξέθεσε ο Υπουργός Οικονομικών. Ο εν λόγω υπουργός όφειλε είτε να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες από την επιχείρηση είτε να αποδείξει ότι οι προτάσεις της Bene αντέβαιναν στις απαιτήσεις της εντιμότητας στις εμπορικές συναλλαγές.

    27

    Τέλος, κανένας λόγος δεν δικαιολογεί το να εξαρτηθεί το πλεονέκτημα των τιμών που ζητεί η Bene από μεταβολή των συνθηκών εμπορίας και παρουσιάσεως των προϊόντων της επιχειρήσεως αυτής.

    28

    Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, αρνούμενο με την απόφαση του της 12ης Δεκεμβρίου 1986 να χορηγήσει στην επιχείρηση Bene φορολογικές ταινίες με κατώτερες τιμές πωλήσεως επεξεργασμένων καπνών από αυτές που προβλέπονται στην εθνική κλίμακα τιμών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30 της Συνθήκης.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    29

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι το Βασίλειο του Βελγίου ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ αποφασίζει:

     

    1)

    Το Βασίλειο του Βελγίου, αρνούμενο με την απόφαση του της 12ης Δεκεμβρίου 1986 να χορηγήσει στην επιχείρηση Bene φορολογικές ταινίες με κατώτερες τιμές πωλήσεως επεξεργασμένων καπνών από αυτές που προβλέπονται στην εθνική κλίμακα τιμών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30 της Συνθήκης.

     

    2)

    Καταδικάζει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

     

    Due

    Rodríguez Iglesias

    Díez de Velasco

    Slynn

    Κακούρης

    Joliet

    Grévisse

    Zuleeg

    Kapteyn

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Μαΐου 1991.

    Ο Γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο Πρόεδρος

    Ο. Due


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Επάνω