Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61989CJ0285

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 12ης Δεκεμβρίου 1990.
    M. E. van der Laan-Velzeboer και P. C. L. van der Laan κατά Minister van Landbouw en Visserij.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Collège van Beroep voor het Bedrijfsleven - Κάτω Χώρες.
    Συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος.
    Υπόθεση C-285/89.

    Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-04727

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1990:460

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-285/89 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και έγγραφη διαδικασία

    1. Η εφαρμοστέα κοινοτική νομοθεσία

    α)

    Με τον κανονισμό ( ΕΟΚ) 856/84 τον Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτομικών προϊόντων (ΕΕ L 90, σ. 10) προστέθηκε στον τελευταίο κανονισμό το άρθρο 5γ. Με το άρθρο αυτό καθιερώθηκε επί πέντε δωδεκάμηνες χρονικές περιόδους, αρχής γενομένης από την 1η Απριλίου 1984, συμπληρωματική εισφορά επιβαρύνουσα τους παραγωγούς ή τους αγοραστές γάλακτος αγελάδος, της οποίας στόχος ήταν ο έλεγχος της αύξησης της γαλακτοπαραγωγής με την παροχή ταυτόχρονα της δυνατότητας πραγματοποιήσεως των αναγκαίων διαρθρωτικών εξελίξεων και προσαρμογών.

    Δυνάμει της παραγράφου 1 της νέας διατάξεως, το καθεστώς εισφοράς τίθεται σε εφαρμογή σε κάθε περιοχή της επικράτειας των κρατών μελών σύμφωνα με μια από τις ακόλουθες εναλλακτικές λύσεις:

    σύμφωνα με την εναλλακτική λύση Α, η εισφορά οφείλεται από κάθε παραγωγό γάλακτος επί των ποσοτήτων γάλακτος που παραδίδονται σε αγοραστή και υπερβαίνουν την ποσότητα αναφοράς που πρόκειται να καθοριστεί (εναλλακτική λύση παραγωγού)·

    σύμφωνα με την εναλλακτική λύση Β, η εισφορά οφείλεται από κάθε αγοραστή γάλακτος ή άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων επί των ποσοτήτων γάλακτος οι οποίες του παραδίδονται από παραγωγούς και υπερβαίνουν την ποσότητα αναφοράς που πρόκειται να καθοριστεί. Ο αγοραστής που οφείλει την εισφορά μετακυλίει την εισφορά αυτή μόνο στους παραγωγούς που αύξησαν τις παραδόσεις τους ανάλογα με το πόσο συνετέλεσαν στην υπέρβαση της ποσότητας αναφοράς του αγοραστή ( εναλλακτική λύση αγοραστή ).

    β)

    Οι γενικοί κανόνες για την εφαρμογή της συμπληρωματικής εισφοράς περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 857/84 τον ΣνμβονΑ'ιον, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( ΕΕ L 90, σ. 13 ), όπως έχει τροποποιηθεί. Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, η εισφορά καθορίζεται στο 75 % της ενδεικτικής τιμής του γάλακτος, σε περίπτωση εφαρμογής της εναλλακτικής λύσεως Α ( εναλλακτική λύση παραγωγού ) και στο 100 % της ενδεικτικής τιμής του γάλακτος, σε περίπτωση εφαρμογής της εναλλακτικής λύσεως Β (εναλλακτική λύση αγοραστή ).

    Εξάλλου, ο κανονισμός 857/84 καθορίζει την ποσότητα αναφοράς περί της οποίας γίνεται μνεία στον βασικό κανονισμό 856/84, δηλαδή την απαλλασσόμενη συμπληρωματικής εισφοράς ποσότητα. Αυτή είναι, καταρχήν, η ποσότητα γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που έχει παραδώσει ένας παραγωγός ( εναλλακτική λύση Α) ή έχει αγοράσει ένας αγοραστής ( εναλλακτική λύση Β ) κατά το ημερολογιακό έτος 1981, προσηυξημένη κατά 1 ο/ο ( άρθρο 2, παράγραφος 1 ).

    Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, στο έδαφος τους, η ποσότητα αναφοράς είναι ίση με την ποσότητα γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που παραδόθηκε ή αγοράστηκε κατά το ημερολογιακό έτος 1982 ή το ημερολογιακό έτος 1983, πολλαπλασιαζόμενη με ποσοστό καθοριζόμενο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη γίνεται υπέρβαση της εγγυημένης ποσότητας. Το ποσοστό αυτό μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το επίπεδο των παραδόσεων ορισμένων κατηγοριών υπόχρεων προς καταβολή της εισφοράς, την εξέλιξη των παραδόσεων σε ορισμένες περιοχές μεταξύ 1981 και 1983 ή την εξέλιξη των παραδόσεων ορισμένων κατηγοριών υπόχρεων προς καταβολή κατά την ίδια χρονική περίοδο (άρθρο 2, παράγραφος 2).

    Θα πρέπει επίσης να μνημονευθούν τα άρθρα 3, 4 και 4α του κανονισμού 857/84 τα οποία επιτρέπουν στα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη, κατά τον καθορισμό των ποσοτήτων αναφοράς, ορισμένες ιδιαίτερες καταστάσεις ή να εγκρίνουν ειδικές ή συμπληρωματικές ποσότητες εισφοράς.

    Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 3 ορίζει ότι:

    « Για τον καθορισμό των ποσοτήτων αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 2 και στα πλαίσια της εφαρμογής των εναλλακτικών λύσεων Α και Β, λαμβάνονται υπόψη ορισμένες ιδιαίτερες καταστάσεις υπό τους εξής όρους:

    1)

    (...)

    2)

    (... )

    3)

    Οι παραγωγοί των οποίων η γαλακτοκομική παραγωγή κατά το έτος αναφοράς που λαμβάνεται υπόψη κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 έχει επηρεαστεί αισθητά από εξαιρετικά γεγονότα που συνέβησαν πριν ή κατά τη διάρκεια του εν λόγω έτους επιτυγχάνουν, ύστερα από αίτηση τους, να ληφθεί υπόψη ένα άλλο ημερολογιακό έτος αναφοράς μέσα στο χρονικό διάστημα της περιόδου 1981 έως 1983.

    Οι εξής καταστάσεις ενδέχεται να δικαιολογήσουν την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου:

    μια σοβαρή φυσική καταστροφή που πλήττει κατά σημαντικό τρόπο την εκμετάλλευση του παραγωγού,

    η από ατύχημα καταστροφή των χορτονομών ή των κτιρίων του παραγωγού που προορίζονται για την εκτροφή του ζωικού κεφαλαίου γαλακτοπαραγωγής,

    μια επιζωοτία που πλήττει το σύνολο ή τμήμα του ζωικού κεφαλαίου γαλακτοπαραγωγής.

    Τα κράτη μέλη πληροφορούν την Επιτροπή για τις περιπτώσεις εφαρμογής του πρώτου εδαφίου. Ο κατάλογος των καταστάσεων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο μπορεί να συμπληρωθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 30 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68. »

    γ)

    Ο τρόπος καταβολής της συμπληρωματικής εισφοράς καθορίστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 ( ΕΕ L 132, σ. 11), όπως έχει τροποποιηθεί.

    Το άρθρο 3 του τελευταίου αυτού κανονισμού έχει ως εξής:

    « Ο κατάλογος των καταστάσεων στις οποίες δικαιολογείται να ληφθεί υπόψη ένα άλλο ημερολογιακό έτος αναφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 3, σημείο 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 συμπληρώνεται ως εξής:

    η απαλλοτρίωση σημαντικού μέρους της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης της γεωργικής εκμετάλλευσης του παραγωγού η οποία έχει προκαλέσει προσωρινή μείωση της κτηνοτροφικής έκτασης της εκμετάλλευσης,

    (...)

    (...)»

    Ο προαναφερθείς κανονισμός 1371/84 έχει αντικατασταθεί, από τις 4 Ιουνίου 1988, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1546/88 της Επιτροπής, της 3ης Ιουνίου 1988, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68 ( ΕΕ L 139, σ. 12), του οποίου το άρθρο 3 είναι πανομοιότυπο προς το άρθρο 3 του κανονισμού 1371/84.

    2. Η σχετική με την εφαρμογή vov κοινοτικού καθεστώτος ολλανδική νομοθεσία

    Το καθεστώς συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος τέθηκε σε εφαρμογή στις Κάτω Χώρες με το «Beschikking superheffing» (διάταγμα περί της συμπληρωματικής εισφοράς) του Υπουργού Γεωργίας και Αλιείας της 18ης Απριλίου 1984 ( Stert 79 ), όπως έχει τροποποιηθεί. Με το διάταγμα αυτό επελέγη η εναλλακτική λύση Α ( εναλλακτική λύση παραγωγού ) κατά την έννοια του προαναφερθέντος κανονισμού 856/84 του Συμβουλίου και καθορίστηκαν οι ποσότητες αναφοράς των παραγωγών βάσει των παραδόσεων που πραγματοποιήθηκαν το 1983, υπό την επιφύλαξη πάντως ότι είναι δυνατό, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις περιοριστικώς απαριθμούμενες, να ληφθεί υπόψη άλλο έτος αναφοράς. Το άρθρο 12 του εν λόγω διατάγματος είναι διατυπωμένο ως εξής:

    «Άρθρο 12

    1.   Αν, λόγω εξαιρετικού γεγονότος επελθόντος λίγο πριν ή κατά το 1983, η γαλακτοκομική παραγωγή ενός παραγωγού δεν κατέστη δυνατό να φθάσει, κατά το εν λόγω έτος, το 90 % της παραγωγής του 1981 ή 1982, ο παραγωγός αυτός μπορεί να ζητήσει να ληφθεί ένα από τα δύο αυτά έτη ως έτος αναφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, διά της εφαρμογής συντελεστή μειώσεως 8,65 ο/ο.

    2.   Με την έκφραση εξαιρετικό γεγονός κατά την έννοια της παραγράφου 1 νοείται:

    σοβαρή φυσική καταστροφή που επηρέασε σημαντικά την εκμετάλλευση του παραγωγού·

    η καταστροφή λόγω ατυχήματος των χορτονομών ή των οικημάτων του παραγωγού που προορίζονται για την εκτροφή του ζωικού του κεφαλαίου'

    επιζωοτία η οποία είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή ολοκλήρου ή μέρους του ζωικού κεφαλαίου ή οποιοδήποτε άλλο εξαιρετικό γεγονός που χαρακτηρίζεται ως τέτοιο από τους κοινοτικούς κανονισμούς.

    3.   (...)»

    3. Η όι αφορά της κύριας όίκης

    Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης Μ. Ε. van der Laan-Velzeboer και Ρ. C. L. van der Laan, εκμεταλλεύονται επιχείρηση γαλακτοπαραγωγών αγελάδων επί καλλιεργησίμου εκτάσεως 19,4409 εκταρίων.

    Η γαλακτοκομική παραγωγή της επιχειρήσεως (και ο αριθμός των γαλακτοπαραγωγών ή κυοφορουσών αγελάδων, σύμφωνα με τα στοιχεία του μηνός Μαΐου) είχε ανέλθει, το 1981, σε 184381 χιλιόγραμμα (44 αγελάδες), το 1982, σε 193799 χιλιόγραμμα (45 αγελάδες) και το 1983, σε 171385 χιλιόγραμμα (42 αγελάδες ).

    Με συμβάσεις της 20ής Αυγούστου 1982, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης παραχώρησαν στη NV Nederlandse Gasunie το δικαίωμα εγκαταστάσεως, χρήσεως και συντηρήσεως του αγωγού αερίου Balgzand-Wieringermeer επί και υπό την επιφάνεια του εδάφους της χρησιμοποιούμενης για την εκτροφή γαλακτοπαραγωγών αγελάδων εκμεταλλεύσεως τους. Έναντι της παραχωρήσεως του δικαιώματος αυτού τους καταβλήθηκε αποζημίωση ύψους 12267,99 ολλανδικών φιορινιών (HFL). Εξάλλου, οι εν λόγω προσφεύγοντες έλαβαν, για την παραχώρηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων καθώς και, ως αποζημίωση, συνολικό ποσό ύψους 35383,23 HFL.

    Με βασιλικό διάταγμα της 13ης Δεκεμβρίου 1963 δόθηκε η άδεια για την εγκατάσταση και συντήρηση του εν λόγω αγωγού αερίου. Με το βασιλικό διάταγμα 28 της 17ης Ιανουαρίου 1964, διαπιστώθηκε η ύπαρξη των λόγων δημοσίου συμφέροντος που απαιτούνταν για την ενδεχόμενη εφαρμογή, όσον αφορά τον εν λόγω αγωγό αερίου, του « Belemraeringenwet Privaatrecht » ( 1 ).

    Βάσει του δικαιώματος που της είχαν παραχωρήσει οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, η NV Nederlandse Gasunie είχε τη χρήση, κατά την περίοδο μεταξύ Απριλίου 1983 και Οκτωβρίου 1984, 7,2663 εκταρίων καλλιεργήσιμης εκτάσεως ανήκουσας στους εν λόγω προσφεύγοντες, πράγμα που εμπόδισε τους τελευταίους να εκμεταλλευτούν και να καλλιεργήσουν την έκταση αυτή.

    Για τη γαλακτοκομική περίοδο 1984/1985, εγκρίθηκε για τους προσφεύγοντες της κύριας δίκης μη υποκείμενη σε εισφορά ποσότητα γάλακτος 156563 χιλιόγραμμων υπολογισθείσα βάσει της γαλακτοκομικής παραγωγής το 1983.

    Στις 16 Ιουνίου 1984 οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ζήτησαν από τον Υπουργό Γεωργίας και Αλιείας, βάσει του άρθρου 12 του προαναφερθέντος « Beschikking superheffing » να οριστεί, γι' αυτούς, ως έτος αναφοράς το 1982.

    Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας και Αλιείας της 26ης Μαρτίου 1985 με την αιτιολογία, κυρίως, ότι η χρησιμοποίηση από τη Nederlandse Gasunie ενός αγρού για την εγκατάσταση αγωγού αερίου δεν πρέπει να θεωρηθεί ως απαλλοτρίωση σημαντικού μέρους της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης της εκμεταλλεύσεως του παραγωγού, απαλλοτρίωση η οποία να έχει προκαλέσει προσωρινή μείωση της κτηνοτροφικής έκτασης της εκμεταλλεύσεως κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 1371/84.

    Με την ασκηθείσα ενώπιον του College van Beroep voor het Bedrijfsleven, προσφυγή τους, οι M. E. van der Laan-Velzeboer και P. C. L. van der Laan ζητούν την ακύρωση της προαναφερθείσας απορριπτικής αποφάσεως της διοίκησης, υποστηρίζοντας ότι η εν λόγω κατάσταση πρέπει να εξομοιωθεί προς απαλλοτρίωση κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 1371/84.

    Κρίνοντας ότι η απόφαση που επρόκειτο να εκδώσει εξηρτάτο από την ερμηνεία διατάξεως της κοινοτικής ρυθμίσεως σχετικά με τη συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος, το College van Beroep voor het Bedrijfsleven ανέστειλε την ενώπιον του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, το εξής προδικαστικό ερώτημα:

    « Πρέπει το άρθρο 3 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984 (ΕΕ L 132, σ. 11) και ήδη κανονισμού (ΕΟΚ) 1546/88 της Επιτροπής, της 3ης Ιουνίου 1988, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68 ( ΕΕ L 139 σ. 12 ), να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η κατάσταση στην οποία αναφέρεται, δηλαδή “η απαλλοτρίωση σημαντικού μέρους της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης της γεωργικής εκμετάλλευσης του παραγωγού η οποία έχει προκαλέσει προσωρινή μείωση της κτηνοτροφικής έκτασης της εκμετάλλευσης ”, καλύπτει και την περίπτωση κατά την οποία ο δικαιούχος της εκτάσεως και η επιχείρηση κατασκευής δημοσίων έργων έχουν συνάψει συμφωνία του είδους που προβλέπεται στο άρθρο 2 του ολλανδικού “ Belemmeringenwet Privaatrecht ” ( Staatsblad 1927, 159 ), και αυτό προκειμένου να αποφευχθεί η επιβολή υποχρεώσεως ανοχής όσον αφορά την εκτέλεση δημοσίων έργων, όπως αυτή που μνημονεύεται στο άρθρο 1 του εν λόγω νόμου, η οποία συμφωνία είχε ως αποτέλεσμα για τον οικείο παραγωγό την προσωρινή απώλεια της δυνατότητας χρησιμοποιήσεως σημαντικού μέρους της χρήσιμης για την εκμετάλλευση του γεωργικής εκτάσεως, πράγμα που σημαίνει παροδική μείωση της κτηνοτροφικής εκτάσεως της εκμεταλλεύσεως, αποτέλεσμα που επίσης θα επήρχετο σε περίπτωση που θα είχε επιβληθεί η εν λόγω υποχρέωση; »

    Στο αιτιολογικό μέρος της Διατάξεως περί παραπομπής, το εθνικό δικαστήριο αναφέρει, στο πλαίσιο μιας προσωρινής εκτιμήσεως της διαφοράς, ότι η απορριπτική απόφαση του Υπουργού Γεωργίας και Αλιείας θα πρέπει να ακυρωθεί εφόσον τα διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 του κανονισμού 1371/84.

    4. Η ενώπιον νου Δικαστηρίου διαδικασία

    Η Διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Σεπτεμβρίου 1989.

    Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Β. R. Bot, Γενικό Γραμματέα του ολλανδικού Υπουργείου Εξωτερικών, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον νομικό της σύμβουλο Robert Caspar Fischer καθώς και τον Patrick Hetsch, μέλος της νομικής της υπηρεσίας.

    Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετ' ακρόαση του γενικού εισαγγελέα αποφάσισε, στις 4 Ιουλίου 1990, να αναθέσει την υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 95 του Κανονισμού Διαδικασίας, στο τρίτο του τμήμα και να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

    II — Γραπτές παρατηρήσεις

    1.

    Η Ολλανδική Κυβέρνηση διευκρινίζει καταρχάς ότι στόχος του « Belemmeringenwet Privaatrecht» (Stbl. 159, 1927) είναι να καθίσταται δυνατή η εκτέλεση έργων γενικού συμφέροντος σε περίπτωση όπου δικαιώματα κυριότητας ή άλλα ιδιωτικού δικαίου δικαιώματα επί ακινήτων εμποδίζουν κάτι τέτοιο. Η εφαρμογή του νόμου αυτού έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή στον οικείο δικαιούχο της υποχρεώσεως να ανέχεται την κατασκευή και συντήρηση των εν λόγω έργων. Συναφώς, ο νόμος παρέχει στον ενδιαφερόμενο το δικαίωμα να ζητήσει και να λάβει αποζημίωση.

    Το αντικείμενο του « Belemmeringenwet Privaatrecht » παρουσιάζει ομοιότητες με τον « Onteigeningswet » κατά το μέτρο που και οι δύο νόμοι καθιστούν δυνατή την πραγματοποίηση πράξεων και/ή τη λήψη μέτρων που έχουν καταστεί αναγκαία από το γενικό συμφέρον, έστω και αν αυτά εμποδίζονται από τα ιδιωτικού δικαίου δικαιώματα ενός ή περισσοτέρων ιδιωτών. Η ουσιώδης διαφορά έγκειται στο ότι η απαλλοτρίωση συνεπάγεται την οριστική απώλεια όλων των επί του σχετικού ακινήτου δικαιωμάτων.

    Στη συνέχεια, η Ολλανδική Κυβέρνηση προβαίνει στην ανάλυση του συστήματος συμπληρωματικής εισφοράς. Κατ' αυτήν, το σύστημα αυτό στηρίζεται στην αντίληψη ότι η ποσότητα αναφοράς καθορίζεται ανάλογα με την ποσότητα που ο παραγωγός παρέδωσε κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς. Το εν λόγω σύστημα δεν προβλέπει παρεκκλίσεις από τον κανόνα αυτό σε περιπτώσεις ανωτέρας, γενικώς, βίας, αλλά μόνον σε σαφώς καθοριζόμενες ειδικές περιπτώσεις.

    Εξ αυτού έπεται ότι, κατά τη γνώμη της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, το άρθρο 3 του κανονισμού 1546/88 ( άρθρο 3 του κανονισμού 1371/84) πρέπει να εφαρμόζεται εντός περιορισμένων ορίων, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής τους κάθε κατάσταση που παρουσιάζει κάποια διαφορά (έστω και ως προς τον βαθμό) σε σχέση με τις καταστάσεις για τις οποίες το άρθρο 3 του κανονισμού 1546/88 προβλέπει παρέκκλιση. Ωστόσο, οποιαδήποτε προσθήκη κάποιας νέας παραλλαγής προσφέρει ψεύτικες ελπίδες στους εκμεταλλευόμενους γαλακτοκομικό ζωικό κεφάλαιο των οποίων οι αιτήσεις έχουν ήδη απορριφθεί.

    Η μείωση, εν προκειμένω, της παραγωγής δεν οφείλεται μόνο σε κάποιο εξαιρετικό γεγονός αλλά και στην απόφαση της οικείας επιχειρήσεως να μη χρησιμοποιήσει τη χορηγηθείσα αποζημίωση προκειμένου η γαλακτοκομική παραγωγή να διατηρηθεί στο ίδιο επίπεδο. Όμως, από τον κατάλογο των καταστάσεων που μπορούν να χαρακτηριστούν ως εξαιρετικά γεγονότα προκύπτει εμμέσως ότι μια πράξη ή παράλειψη του ίδιου του παραγωγού ουδέποτε μπορεί να θεωρηθεί ως εξαιρετικό γεγονός.

    Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, τόσο από το γράμμα όσο και από το αντικείμενο του άρθρου 3 του κανονισμού 1546/88 προκύπτει επίσης ότι το άρθρο αυτό εφαρμόζεται μόνον εφόσον η επίπτωση στην παραγωγή υπήρξε η άμεση και αναπόφευκτη συνέπεια του εξαιρετικού γεγονότος. Επομένως τίθεται το ερώτημα αν, για την εφαρμογή του άρθρου 3, μπορεί να ληφθεί υπόψη η περίπτωση ενός παραγωγού ο οποίος είχε τη δυνατότητα να αποφύγει τις αρνητικές συνέπειες του εξαιρετικού γεγονότος στη γαλακτοκομική παραγωγή. Όντως, σε μια τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αυτό που απετέλεσε την άμεση αιτία της επιπτώσεως στην παραγωγή είναι όχι το εξαιρετικό γεγονός αλλά η μεταγενέστερη απόφαση μιας επιχειρήσεως να μη κάνει χρήση των δυνατοτήτων που είχε για τη διατήρηση της γαλακτοκομικής της παραγωγής στο ίδιο επίπεδο.

    Εν προκειμένω, ο « Belemmeringenwet Privaatrecht » παρέχει στους παραγωγούς δικαίωμα για αποζημίωση· ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι παραγωγοί μπορούσαν να διατηρήσουν την παραγωγή τους στο ίδιο επίπεδο, π. χ. μισθώνοντας, για αντιστάθμιση, κάποια γεωργική έκταση ή αγοράζοντας ακατέργαστη χορτονομή. Αν ένας παραγωγός παραμέλησε να προβάλει το σχετικό του δικαίωμα για αποζημίωση, η ελάττωση της κτηνοτροφικής έκτασης δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ως η άμεση αιτία της μείωσης της παραγωγής.

    Εν κατακλείδι, η Ολλανδική Κυβέρνηση φρονεί ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 1546/88 δεν αφορά κατάσταση όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση.

    2.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι το προδικαστικό ερώτημα πρέπει να διαιρεθεί σε δύο μέρη:

    καλύπτει ο όρος « απαλλοτρίωση » κατά την έννοια της εξεταζόμενης κοινοτικής διατάξεως και την επιβολή υποχρεώσεως ανοχής κατά την έννοια του « Belemmeringenwet Privaatrecht » ;

    σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, μήπως η κοινοτική αυτή διάταξη εφαρμόζεται και όταν ένας παραγωγός γάλακτος και το επιφορτισμένο με την εκτέλεση δημοσίων έργων πρόσωπο συνάπτουν σύμβαση αντίστοιχου περιεχομένου προκειμένου να αποφευχθεί η επιβολή αυτής της υποχρεώσεως ανοχής;

    Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, η έννοια του όρου « απαλλοτρίωση » που χρησιμοποιείται στην εν λόγω κοινοτική διάταξη πρέπει να καθοριστεί βάσει του περιεχομένου της διατάξεως αυτής. Στα νομικά συστήματα των κρατών μελών, με τον όρο « απαλλοτρίωση » χαρακτηρίζεται γενικά ένα μέτρο της δημόσιας αρχής με το οποίο στερείται κάποιος της ιδιοκτησίας του για λόγους δημοσίου συμφέροντος, π. χ. για έργα δημόσιας χρησιμότητας, προς όφελος του κράτους ή άλλων προσώπων στα οποία έχει ανατεθεί η εκτέλεση των εν λόγω έργων δημοσίας ωφελείας.

    Ωστόσο, για την εφαρμογή της εν λόγω κοινοτικής διατάξεως, πρέπει, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, να πρόκειται απλώς για προσωρινή μείωση της κτηνοτροφικής εκτάσεως της εκμεταλλεύσεως ενός γαλακτοπαραγωγού κατά το σχετικό έτος αναφοράς. Αυτός είναι ακριβώς και ο λόγος για τον οποίο είναι, προφανώς, αδιάφορο αν η μείωση αυτή οφείλεται σε απαλλοτρίωση κατά την κύρια έννοια του όρου ή σε λιγότερο ριζικό μέτρο του δημοσίου όπως, π. χ., ένας μόνιμος ή προσωρινός περιορισμός της χρήσεως ενός αγαθού, όπως αυτός που προβλέπεται από τον « Belemmeringenwet Privaatrecht ».

    Επομένως, ο περιορισμός του δικαιώματος να ζητείται ο ορισμός άλλου έτους αναφοράς μόνο σε περιπτώσεις απαλλοτριώσεως υπό την κύρια έννοια του όρου δεν είναι σύμφωνος προς το αντικείμενο της διατάξεως αυτής και συνιστά οπωσδήποτε δυσμενή διάκριση σε βάρος των παραγωγών γάλακτος των οποίων η κτηνοτροφική έκταση μειώθηκε κατά τη διάρκεια του εν λόγω έτους αναφοράς λόγω άλλων μέτρων της δημόσιας αρχής. Εξάλλου, περιορισμός στη χρήση μιας εκτάσεως ο οποίος επηρεάζει τη γαλακτοκομική παραγωγή το ίδιο ακριβώς με μια πλήρη απαλλοτρίωση αποτελεί, εν προκειμένω, γεγονός εξίσου « εξαιρετικό » με την κυρίως ειπείν απαλλοτρίωση.

    Η Επιτροπή προσθέτει ότι, όταν μια εθνική νομοθεσία σχετικά με απαλλοτρίωση ή μόνιμη ή προσωρινή χρήση ακινήτων για λόγους δημοσίου συμφέροντος προβλέπει ότι ο ιδιοκτήτης ενός ακινήτου μπορεί να μεταβιβάσει την κυριότητα ή να παραχωρήσει το δικαίωμα χρήσεως που επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον κατόπιν κοινής συμφωνίας με τους ενδιαφερομένους προκειμένου να αποφευχθεί η επιβολή αυτής της απαλλοτριώσεως ή παραχωρήσεως με μονομερές διοικητικό μέτρο, αυτή η από κοινού συμφωνία εμπίπτει στο πεδίον εφαρμογής της εξεταζόμενης κοινοτικής διατάξεως, όπως ακριβώς θα συνέβαινε και με το αντίστοιχο μονομερές διοικητικό μέτρο.

    Επομένως, αυτές οι από κοινού διευθετήσεις αποτελούν ειδικά και συμβατικά μέτρα για την εφαρμογή της απαλλοτριώσεως ή την επιβολή της υποχρεώσεως ανοχής. Κατά συνέπεια, κατά το μέτρο που περιορίζονται στην εκτέλεση αυτή, οι εν λόγω διευθετήσεις πρέπει, για την εφαρμογή της εξεταζόμενης κοινοτικής διατάξεως, να εκτιμώνται ως εάν να επρόκειτο για απαλλοτρίωση ή υποχρέωση ανοχής.

    Συνεπώς, κατόπιν των ανωτέρω θεωρήσεων, η Επιτροπή προτείνει να δοθεί στο υποβληθέν ερώτημα καταφατική απάντηση.

    Μ. Zuleeg

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    ( 1 ) Νόμος που επιτρέπει σε μια δημόσια αρχή που σχεδιάζει την κατασκευή έργων γενικού συμφέροντος επί ακινήτων ανηκόντων σε ιδιώτη να υποχρεώνει τον τελευταίο να ανέχεται την εκτέλεση των έργων αυτών κατόπιν καταβολής αποζημιώσεως σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η επίτευξη συμφωνίας με τον ιδιώτη αυτό.

    Επάνω

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( τρίτο τμήμα )

    της 12ης Δεκεμβρίου 1990 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-285/89,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του College van Beroep voor het Bedrijfsleven της Χάγης, προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Μ. Ε. van der Laan-Velzeboer και Ρ. C. L. van der Laan

    και

    Υπουργού Γεωργίας και Αλιείας,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως προς την ερμηνεία του άρθρου 3 του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68 ( ΕΕ L 132, σ. 11).

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τρίτο τμήμα ),

    συγκείμενο από τους J. C Moitinho de Almeida, πρόεδρο τμήματος, F. Grévisse και M. Zuleeg, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

    γραμματέας: J. A. Pompe, βοηθός γραμματέας

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    η Ολλανδική Κυβέρνηση εκπροσωπούμενη από τον Β. R. Bot, Γενικό Γραμματέα του ολλανδικού Υπουργείου Εξωτερικών,

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εκπροσωπούμενη από τον R. C. Fischer, νομικό της σύμβουλο, και τον P. Hetsch, μέλος της νομικής της υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

    αφού άκουσε τους διαδίκους της κυρίας δίκης, εκπροσωπούμενους από τον J. C. Ghijsels, την Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Τ. Heukels, και την Επιτροπή, οι οποίοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Οκτωβρίου 1990,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα ο οποίος ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Νοεμβρίου 1990,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με Διάταξη της 12ης Ιουλίου 1989, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Σεπτεμβρίου 1989, το College van Beroep voor het Bedrijfsleven της Χάγης υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1371/84 της Επιτροπής της 16ης Μαΐου 1984, για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 ( ΕΕ L 132, σ. 11).

    2

    Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ των Μ. Ε. van der Laan-Velzeboer και P. C. L. van der Laan, ιδιοκτητών γεωργικής εκμεταλλεύσεως, και του Υπουργού Γεωργίας και Αλιείας σχετικά με μια ποσότητα αναφοράς βάσει του συστήματος συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος.

    3

    Με συμβάσεις της 20ής Αυγούστου 1982, οι van der Laan-Velzeboer και van der Laan παραχώρησαν στην εταιρία NV Nederlandse Gasunie δικαίωμα εγκαταστάσεως, χρήσεως και συντηρήσεως ενός αγωγού μεταφοράς αερίου επί και υπό την επιφάνεια του εδάφους αποτελούσας μέρος της εκμεταλλεύσεως τους. Έναντι της παραχωρήσεως του δικαιώματος αυτού, βάσει του οποίου η NV Nederlandse Gasunie είχε τη χρήση, κατά την περίοδο από Απρίλιο 1983 μέχρι Οκτώβριο 1984, 7,2663 εκταρίων καλλιεργήσιμης γης επί της συνολικής καλλιεργήσιμης επιφανείας των 19,4409 εκταρίων που διέθετε η εκμετάλλευση, τους δόθηκε αποζημίωση 12267,99 ολλανδικών φιορινιών (HFL). Εξάλλου, στους εν λόγω προσφεύγοντες καταβλήθηκε, για τη σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων και ως αποζημίωση, ποσό ίσο τουλάχιστον προς 35383,23 HFL.

    4

    Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, με δύο βασιλικά διατάγματα της 13ης Δεκεμβρίου 1963 και της 17ης Ιανουαρίου 1964, αντίστοιχα, χορηγήθηκε άδεια για την εγκατάσταση και συντήρηση του εν λόγω αγωγού μεταφοράς αερίου και διαπιστώθηκε η ύπαρξη δημοσίου συμφέροντος για τον αγωγό αυτό, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να εφαρμοστεί ενδεχομένως ο ολλανδικός « Belemmeringenwet Privaatrecht ». Με τον νόμο αυτό αποσκοπείται, κατ' ουσίαν, η παροχή της δυνατότητας στη δημόσια αρχή που σχεδιάζει την εκτέλεση έργων γενικού συμφέροντος επί ακινήτων ανηκόντων σε ιδιώτες να τους υποχρεώνει να ανέχονται, κατόπιν αποζημιώσεως, την εκτέλεση των έργων αυτών σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η επίτευξη συμφωνίας.

    5

    Κατόπιν σχετικής αιτήσεως για την έγκριση της ποσότητας αναφοράς σύμφωνα με το σύστημα συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος, εγκρίθηκε στους van der Laan-Velzeboer και van der Laan ποσότητα 156563 χιλιόγραμμων γάλακτος, υπολογισθείσα βάσει των παραδόσεων γάλακτος που αυτοί είχαν πραγματοποιήσει κατά τη διάρκεια του 1983, το οποίο είχε ληφθεί από τις Κάτω Χώρες ως έτος αναφοράς.

    6

    Στις 16 Ιουνίου 1984 οι ενδιαφερόμενοι ζήτησαν από τον Υπουργό Γεωργίας και Αλιείας να ορίσει, όσον αφορά αυτούς, ως έτος αναφοράς το 1982. Δεδομένου ότι η αίτηση τους απορρίφθηκε με απόφαση της 26ης Μαρτίου 1985 του Υπουργού αυτού, οι εν λόγω ενδιαφερόμενοι άσκησαν προσφυγή ενώπιον του College van Beroep voor het Bedrijfsleven.

    7

    Κρίνοντας ότι η απόφαση που επρόκειτο να εκδώσει εξηρτάτο από την ερμηνεία που έπρεπε να δοθεί στη σχετική κοινοτική ρύθμιση, το College van Beroep voor het Bedrijfsleven ανέστειλε την ενώπιον του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, το εξής προδικαστικό ερώτημα:

    « Πρέπει το άρθρο 3 του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984 ( ΕΕ L 132, σ. 11 ) και ήδη κανονισμού ( ΕΟΚ) 1546/88 της Επιτροπής, της 3ης Ιουνίου 1988, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68 ( ΕΕ L 139 σ. 12), να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η κατάσταση στην οποία αναφέρεται, δηλαδή “η απαλλοτρίωση σημαντικού μέρους της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης της γεωργικής εκμετάλλευσης του παραγωγού η οποία έχει προκαλέσει προσωρινή μείωση της κτηνοτροφικής έκτασης της εκμετάλλευσης”, καλύπτει και την περίπτωση κατά την οποία ο δικαιούχος της εκτάσεως και η επιχείρηση κατασκευής δημοσίων έργων έχουν συνάψει συμφωνία του είδους που προβλέπεται στο άρθρο 2 του ολλανδικού “ Belemmeringenwet Privaatrecht” ( Staatsblad 1927, 159), και αυτό προκειμένου να αποφευχθεί η επιβολή υποχρεώσεως ανοχής όσον αφορά την εκτέλεση δημοσίων έργων, όπως αυτή που μνημονεύεται στο άρθρο 1 του εν λόγω νόμου, η οποία συμφωνία είχε ως αποτέλεσμα για τον οικείο παραγωγό την προσωρινή απώλεια της δυνατότητας χρησιμοποιήσεως σημαντικού μέρους της χρήσιμης για την εκμετάλλευση του γεωργικής εκτάσεως, πράγμα που σημαίνει παροδική μείωση της κτηνοτροφικής εκτάσεως της εκμεταλλεύσεως, αποτέλεσμα που επίσης θα επήρχετο σε περίπτωση που θα είχε επιβληθεί η εν λόγω υποχρέωση ; »

    8

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, οι επίμαχες κοινοτικές διατάξεις καθώς και η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο κατά το μέτρο που απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    9

    Ενόψει των στοιχείων της δικογραφίας, το υποβληθέν ερώτημα πρέπει να νοηθεί ως αφορούν το ζήτημα αν ο όρος « απαλλοτρίωση », κατά την έννοια του άρθρου 3 του προαναφερθέντος κανονισμού 1371/84, αφορά την κατάσταση παραγωγού ο οποίος έχει συνάψει συμφωνία με επιχείρηση δημοσίων έργων προκειμένου να αποφύγει τη μονομερή επιβολή της υποχρεώσεως να ανεχθεί την εκτέλεση τέτοιων έργων στην εκμετάλλευση του.

    10

    Πρέπει, καταρχάς, να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, σημείο 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού ( ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς του άρθρου 5γ του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( ΕΕ L 90, σ. 13 ), οι παραγωγοί των οποίων η γαλακτοκομική παραγωγή κατά το έτος αναφοράς που ελήφθη υπόψη από το οικείο κράτος μέλος έχει επηρεαστεί αισθητά από εξαιρετικά γεγονότα που συνέβησαν πριν ή κατά τη διάρκεια του εν λόγω έτους, μπορούν να ζητήσουν να ληφθεί υπόψη άλλο ημερολογιακό έτος αναφοράς εντός της περιόδου 1981 έως 1983.

    11

    Το άρθρο 3, σημείο 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 857/84 περιλαμβάνει κατάλογο των καταστάσεων που μπορούν να δικαιολογήσουν άλλο ημερολογιακό έτος αναφοράς. Ο κατάλογος αυτός συμπληρώθηκε, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο του ίδιου σημείου, με το άρθρο 3 του κανονισμού 1371/84 της Επιτροπής, το οποίο αναφέρει, μεταξύ των καταστάσεων που μπορούν να δικαιολογήσουν άλλο ημερολογιακό έτος αναφοράς, ιδίως « την απαλλοτρίωση σημαντικού μέρους της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης της γεωργικής εκμετάλλευσης του παραγωγού η οποία έχει προκαλέσει προσωρινή μείωση της κτηνοτροφικής έκτασης της εκμετάλλευσης ».

    12

    Ωστόσο, η προαναφερθείσα κοινοτική ρύθμιση δεν διευκρινίζει τι πρέπει να νοείται με την έκφραση « απαλλοτρίωση σημαντικού μέρους της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης ». Επομένως, το περιεχόμενο της έκφρασης αυτής πρέπει να εκτιμηθεί ενόψει της οικονομίας και του σκοπού της επίμαχης ρύθμισης.

    13

    Συναφώς, πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 3, σημείο 3, του κανονισμού 857/84 και του άρθρου 3 του κανονισμού 1371/84 αποσκοπούν στο να καθίσταται δυνατό στους παραγωγούς οι οποίοι, λόγω ορισμένων εξαιρετικών γεγονότων επελθόντων ανεξαρτήτως της θελήσεως τους, δεν δικαιολογούν, κατά το έτος αναφοράς που ελήφθη υπόψη από το εν λόγω κράτος μέλος, αντιπροσωπευτική παραγωγή, να επιλέγουν άλλο έτος αναφοράς εντός της περιόδου 1981 έως 1983. Επομένως, σκοπός των διατάξεων αυτών είναι να μη συνεπάγεται η εφαρμογή του συστήματος συμπληρωματικής εισφοράς, για τους οικείους παραγωγούς, επιβαρύνσεις ικανές να τους πλήξουν βαρύτερα απ' όσο το σύνολο των υπαγομένων στο σύστημα αυτό παραγωγών.

    14

    Δεν αμφισβητείται ότι η επιβολή, από μια δημόσια αρχή, περιορισμών στη χρήση ολόκληρης ή μέρους γεωργικής εκμεταλλεύσεως μπορεί να προκαλέσει μείωση της παραγωγικής ικανότητας της και να έχει, έτσι, ως συνέπεια, όπως ακριβώς και ένα στερητικό του δικαιώματος της κυριότητας μέτρο, μείωση της γαλακτοκομικής παραγωγής του οικείου παραγωγού. Τέτοια μπορεί, ιδίως, να είναι η περίπτωση της επιβαλλομένης από δημόσια αρχή υποχρεώσεως ανοχής εκτελέσεως ορισμένων δημοσίων έργων σε μια εκμετάλλευση.

    15

    Κατά συνέπεια, μια τέτοια υποχρέωση ανοχής πρέπει να εξομοιωθεί, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 3 του κανονισμού 1371/84, προς στερητικό του δικαιώματος κυριότητας μέτρο, πράγμα που έχει ως συνέπεια να μπορεί ο οικείος παραγωγός να επιλέξει άλλο έτος αναφοράς εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες από τη σχετική κοινοτική ρύθμιση λοιπές προϋποθέσεις.

    16

    Πρέπει ωστόσο να εξεταστεί ακόμη το ζήτημα αν η ίδια ερμηνεία ισχύει και για συμφωνία βάσει της οποίας επιβλήθηκε σε παραγωγό η υποχρέωση να ανεχθεί την εκτέλεση ορισμένων δημοσίων έργων στην εκμετάλλευση του, όταν η συμφωνία αυτή συνάφθηκε, μεταξύ του παραγωγού αυτού και μιας επιχειρήσεως εκτελέσεως δημοσίων έργων, για την αποφυγή επιβολής στον οικείο παραγωγό, με πράξη της δημόσιας αρχής, ανάλογης υποχρεώσεως.

    17

    Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι μια τέτοια συμφωνία γίνεται για την πρόληψη μιας στερητικής της νομής μονομερούς πράξεως της δημόσιας αρχής και παράγει έναντι του οικείου παραγωγού αποτελέσματα ανάλογα προς αυτά που, ελλείψει συμφωνίας, θα συνεπαγόταν η πράξη αυτή. Επομένως, και η συμφωνία αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως συστατική απαλλοτριώσεως κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 1371/84 εφόσον αφορά σημαντικό μέρος της χρησιμοποιούμενης γεωργικής εκτάσεως και προκαλεί προσωρινή μείωση της κτηνοτροφικής επιφανείας αυτής.

    18

    Στην αλληλουχία αυτή, η Ολλανδική Κυβέρνηση προέβαλε την αντίρρηση ότι η διάταξη του άρθρου 3 του κανονισμού 1371/84 δεν εφαρμόζεται σε μια κατάσταση όπου, όπως συνέβη εν προκειμένω, καταβλήθηκε αποζημίωση έναντι της υποχρεώσεως ανοχής εκτελέσεως δημοσίων έργων.

    19

    Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη Διάταξη περί παραπομπής, η αποζημίωση αυτή είναι άσχετη προς τα δικαιώματα που ο οικείος παραγωγός έλκει από την κοινοτική ρύθμιση σχετικά με το σύστημα συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος και δεν καλύπτει τις συνέπειες, μετά την προσωρινή απώλεια της νομής της εκμεταλλεύσεως, που απορρέουν για τον παραγωγό από το γεγονός ότι ελήφθησαν υπόψη, κατά την εφαρμογή αυτού του συστήματος συμπληρωματικής εισφοράς, οι ποσότητες γάλακτος που παραδόθηκαν κατά την περίοδο κατά την οποία ο εν λόγω παραγωγός δεν διέθετε παρά μειωμένη ικανότητα παραγωγής.

    20

    Για τους λόγους αυτούς, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο όρος « απαλλοτρίωση », κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, καλύπτει και την κατάσταση ενός παραγωγού ο οποίος έχει συνάψει συμφωνία με επιχείρηση εκτελέσεως δημοσίων έργων προκειμένου να αποφύγει τη μονομερή επιβολή υποχρεώσεως ανοχής εκτελέσεως δημοσίων έργων στην εκμετάλλευση του, εφόσον η συμφωνία αυτή αφορά σημαντικό τμήμα της χρησιμοποιούμενης γεωργικής εκτάσεως της εκμεταλλεύσεως αυτής και προκαλεί προσωρινή μείωση της κτηνοτροφικής επιφανείας αυτής.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    21

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τρίτο τμήμα ),

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το College van Beroep voor het Bedrijfsleven, με Διάταξη της 12ης Ιουλίου 1989, αποφαίνεται:

     

    Ο όρος «απαλλοτρίωση», κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 (ΕΕ L 132, σ. 11), καλύπτει και την κατάσταση ενός παραγωγού ο οποίος έχει συνάψει συμφωνία με επιχείρηση εκτελέσεως δημοσίων έργων προκειμένου να αποφύγει τη μονομερή επιβολή υποχρεώσεως ανοχής εκτελέσεως δημοσίων έργων στην εκμετάλλευση του, εφόσον η συμφωνία αυτή αφορά σημαντικό τμήμα της χρησιμοποιούμενης γεωργικής εκτάσεως της εκμεταλλεύσεως αυτής και προκαλεί προσωρινή μείωση της κτηνοτροφικής επιφανείας αυτής.

     

    Moitinho de Almeida

    Grévisse

    Zuleeg

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Δεκεμβρίου 1990.

    Ο Γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο Πρόεδρος του τρίτου τμήματος

    Moitinho de Almeida


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Επάνω