Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61988CJ0003

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Δεκεμβρίου 1989.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας.
    Παράβαση κράτους - Συμβάσεις κρατικών προμηθειών στον τομέα της πληροφορικής - Επιχειρήσεις με συμμετοχή του δημοσίου - Εθνική νομοθεσία μη συνάδουσα προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο.
    Υπόθεση C-3/88.

    Συλλογή της Νομολογίας 1989 -04035

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1989:606

    61988J0003

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 5ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1989. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. - ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ - ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΚΡΑΤΟΥΣ - ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ - ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΜΕ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ - ΕΘΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΝΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΚ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 3/88. Τ

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1989 σελίδα 04035
    Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00269
    Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00285


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - 'Ιση μεταχείριση - Διάκριση λόγω ιθαγενείας - Απαγορεύεται - Συγκεκαλυμμένες διακρίσεις - Περιλαμβάνονται

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 52 και 59)

    2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Παρεκκλίσεις - Δραστηριότητες που συνεπάγονται συμμετοχή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας - Δραστηριότητες τεχνικής φύσεως στον τομέα της πληροφορικής ασκούμενες για λογαριασμό της δημόσιας διοικήσεως - Αποκλείονται

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 52, 55, εδάφιο 1, 59 και 66)

    3. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Διαδικασίες για τη σύναψη συμβάσεων κρατικών προμηθειών - Εθνική κανονιστική ρύθμιση παρέχουσα την αποκλειστικότητα των προμηθειών στον τομέα της πληροφορικής στις εταιρίες που ελέγχονται από τον εθνικό δημόσιο τομέα - Ανεπίτρεπτη

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 52 και 59 οδηγία 77/62/ΕΟΚ του Συμβουλίου)

    Περίληψη


    1. Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, της οποίας τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης συνιστούν συγκεκριμένη έκφραση, απαγορεύει όχι μόνον την πρόδηλη διάκριση λόγω ιθαγενείας, αλλά ακόμη οποιαδήποτε συγκεκαλυμμένη μορφή διακρίσεως η οποία, κατ' εφαρμογή άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει στην πραγματικότητα στο ίδιο αποτέλεσμα.

    2. Η εξαίρεση από την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που προβλέπονται στο άρθρο 55, πρώτο εδάφιο, και στο άρθρο 66 της Συνθήκης πρέπει να περιορίζεται σε εκείνες τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 52 και 59 οι οποίες, καθεαυτές, συνεπάγονται άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση δραστηριοτήτων που αφορούν τον σχεδιασμό, το λογισμικό και τη διαχείριση συστημάτων πληροφορικής για λογαριασμό της δημόσιας διοικήσεως, δεδομένου ότι πρόκειται για δραστηριότητες τεχνικής φύσεως και, επομένως, άσχετες προς την άσκηση της δημόσιας εξουσίας.

    3. Το γεγονός ότι κράτος μέλος επιφυλάσσει αποκλειστικά στις εταιρίες που ελέγχονται κατά πλειοψηφία ή πλήρως, άμεσα ή έμμεσα, από το κράτος ή τον δημόσιο τομέα τη δυνατότητα να συνάπτουν συμβάσεις για την εγκατάσταση συστημάτων πληροφορικής για λογαριασμό της δημόσιας διοικήσεως συνιστά παράβαση των υποχρεώσεων που το κράτος αυτό υπέχει από τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης, καθώς και από την οδηγία 77/62 περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-3/88,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Guido Berardis, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, Centre Wagner, Kirchberg,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον καθηγητή Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Ivo Braguglia, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την ιταλική πρεσβεία, 5, rue Marie-Adelaide,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο προσφυγή με την οποία ζητείται να αγνωρισθεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και από την οδηγία 77/62/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών (ΕΕ ειδ. έκδ. 17/001, σ. 24),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    συγκείμενο από τους O. Due, πρόεδρο, Sir Gordon Slynn και F. A. Schockweiler, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, R. Joliet, J. C. Moitinho de Almeida και G. C. Rodriguez Iglesias, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

    γραμματέας: D. Louterman, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 21ης Ιουνίου 1989,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Οκτωβρίου 1989,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Ιανουαρίου 1988, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, άσκησε προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωρισθεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας διατάξεις που έχουν ως σκοπό να δώσουν τη δυνατότητα συνάψεως συμβάσεων με το ιταλικό Δημόσιο για την εγκατάσταση συστημάτων πληροφορικής για λογαριαμό της δημόσιας διοικήσεως μόνο στις εταιρίες που ελέγχονται κατά πλειοψηφία ή πλήρως, άμεσα ή έμμεσα, από το κράτος ή τον δημόσιο τομέα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και από την οδηγία 77/62/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών (ΕΕ ειδ. έκδ. 17/001, σ. 24) (στο εξής: οδηγία).

    2 Διαπιστώνοντας ότι η ισχύουσα στην Ιταλία κανονιστική ρύθμιση παρείχε τη δυνατότητα στο κράτος να συνάπτει συμβάσεις, σε διάφορους τομείς της δημόσιας δραστηριότητας (φορολογικό, υγειονομικό, γεωργικό, πολεοδομικό), αποκλειστικά με τις εταιρίες στις οποίες το κράτος ή ο δημόσιος τομέας μετέχουν κατά πλειοψηφία ή ελέγχουν πλήρως, άμεσα ή έμμεσα, και θεωρώντας ότι η κανονιστική αυτή ρύθμιση ήταν αντίθετη προς τις προαναφερθείσες κοινοτικές διατάξεις, η Επιτροπή απηύθυνε στις 3 Δεκεμβρίου 1985 έγγραφο οχλήσεως στην ιταλική κυβέρνηση, κινώντας έτσι τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 169 της Συνθήκης.

    3 Επειδή δεν έλαβε καμιά ανακοίνωση από την ιταλική κυβέρνηση, η Επιτροπή διατύπωσε την 1η Ιουλίου 1986 τη δικαιολογημένη γνώμη που προβλέπει το άρθρο 169, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    4 Κατόπιν αιτήσεως της ιταλικής κυβερνήσεως, διοργανώθηκαν δύο συναντήσεις με υπαλλήλους της Επιτροπής, αντιστοίχως στη Ρώμη στις 25-27 Ιανουαρίου 1987 και στις Βρυξέλλες στις 10 Μαρτίου 1987, με σκοπό να διασαφηνιστεί η κατάσταση. Στις 5 Μαΐου 1987, η ιταλική κυβέρνηση διατύπωσε την άποψή της επί του περιεχομένου της αιτιολογημένης γνώμης. Θεωρώντας ότι η άποψη αυτή δεν ήταν ικανοποιητική, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

    5 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς η επίδικη κανονιστική ρύθμιση, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    Επί της αιτιάσεως που αντλείται από την παράβαση των άρθρων 52 και 59 της Συνθήκης

    6 Κατά την Επιτροπή, επιφυλάσσοντας αποκλειστικά στις εταιρίες τις οποίες το κράτος ή ο δημόσιος τομέας ελέγχουν κατά πλειοψηφία ή πλήρως, άμεσα ή έμμεσα, τη δυνατότητα να συνάπτουν συμβάσεις σχετικά με την εγκατάσταση συστημάτων πληροφορικής για λογαριασμό της δημόσιας διοικήσεως, οι επίδικοι νόμοι και νομοθετικά διατάγματα, μολονότι εφαρμόζονται αδιακρίτως στις ιταλικές επιχειρήσεις και στις επιχειρήσεις των άλλων κρατών μελών, εισάγουν διακρίσεις και συνιστούν εμπόδιο στην ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που προβλέπονται με τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης.

    7 Η ιταλική κυβέρνηση υποστηρίζει, πρώτον, ότι οι επίδικοι νόμοι και τα επίδικα νομοθετικά διατάγματα δεν κάνουν διάκριση αναλόγως της ιθαγενείας των εταιριών που μπορούν να συνάψουν τις εν λόγω συμβάσεις. Επομένως, εφόσον το ιταλικό δημόσιο μετέχει κατά πλειοψηφία ή πλήρως όχι μόνο στο κεφάλαιο ιταλικών εταιριών αλλά και στο κεφάλαιο εταιριών άλλων κρατών μελών, και οι μεν και οι δε μπορούν, χωρίς διάκριση, να διαγωνίζονται για την εγκατάσταση των εν λόγω συστημάτων πληροφορικής.

    8 Επ' αυτού, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, της οποίας τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης συνιστούν συγκεκριμένη έκφραση, απαγορεύει όχι μόνον την πρόδηλη διάκριση λόγω ιθαγενείας, αλλά ακόμη οποιαδήποτε συγκεκαλυμμένη μορφή διακρίσεως η οποία, κατ' εφαρμογή άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει στην πραγματικότητα στο ίδιο αποτέλεσμα (βλέπε, ιδίως, την απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1980, Boussac Saint-Freres, 22/80, Rec. 1980, σ. 3427).

    9 Επ' αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι επίδικοι νόμοι και τα επίδικα νομοθετικά διατάγματα, καίτοι εφαρμόζονται αδιακρίτως σε όλες τις εταιρίες, ιταλικές ή αλλοδαπές, ευνοούν κυρίως τις ιταλικές εταιρίες. Πράγματι, όπως παρατήρησε η Επιτροπή χωρίς να αντικρουσθεί από την καθής κυβέρνηση, δεν υπάρχουν τη στιγμή αυτή στον τομέα της πληροφορικής εταιρίες άλλων κρατών μελών με κεφάλαιο που ανήκει κατά πλειοψηφία ή πλήρως στον ιταλικό δημόσιο τομέα.

    10 Για να δικαιολογήσει τον όρο της συμμετοχής του δημόσιου τομέα, η ιταλική κυβέρνηση επικαλείται την ανάγκη να ελέγχουν οι δημόσιες αρχές την εκτέλεση των συμβάσεων ώστε να μπορούν να την προσαρμόζουν προς την εξέλιξη παραγόντων οι οποίοι ήταν απρόβλεπτοι κατά τον χρόνο της υπογραφής των συμβάσεων. Εξάλλου, προβάλλει ότι, για ορισμένου είδους δραστηριότητες τις οποίες καλείται να αναλάβει η εταιρία, ιδίως σε στρατηγικούς τομείς και οι οποίοι, όπως οι αναφερόμενοι εν προκειμένω, περιλαμβάνουν στοιχεία εμπιστευτικής φύσεως, το κράτος πρέπει να μπορεί να απευθύνεται σε επιχείρηση που απολαύει της πλήρους εμπιστοσύνης του.

    11 Επ' αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αφενός, η ιταλική κυβέρνηση είχε στη διάθεσή της τα αναγκαία νομικά μέσα για να προσαρμόσει την εκτέλεση της συμβάσεως προς τις μέλλουσες και απρόβλεπτες περιστάσεις και για να εξασφαλίσει τη σύμφωνη προς το γενικό συμφέρον εκτέλεση των συμβάσεων και, αφετέρου, η ίδια αυτή κυβέρνηση, προκειμένου να προστατεύσει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εν λόγω στοιχείων, μπορούσε να θεσπίσει μέτρα λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από τα επίδικα εν προκειμένω, και συγκεκριμένα να επιβάλει στο προσωπικό των ενδιαφερόμενων εταιριών την υποχρέωση τηρήσεως του απορρήτου της οποίας η παράβαση θα επέσυρε ποινικές κυρώσεις. Κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η ίδια υποχρέωση δεν μπορούσε να εκπληρωθεί τόσο αποτελεσματικά από το προσωπικό εταιριών στις οποίες δεν μετέχει το ιταλικό δημόσιο.

    12 Η ιταλική κυβέρνηση υποστηρίζει περαιτέρω ότι οι δραστηριότητες που είναι συναφείς προς τη λειτουργία των εν λόγω συστημάτων πληροφορικής συνδέονται, ως εκ του εμπιστευτικού τους χαρακτήρα, με την άσκηση δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια του άρθρου 55.

    13 Επιβάλλεται σχετικώς να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλέπε απόφαση της 21ης Ιουνίου 1974, Reyners, 2/74, Rec. 1974, σ. 631), η εξαίρεση από την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που προβλέπονται στο άρθρο 55, πρώτο εδάφιο, και στο άρθρο 66 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να περιορίζεται σε εκείνες τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 52 και 59 οι οποίες, καθεαυτές, συνεπάγονται άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι εν λόγω δραστηριότητες που αφορούν τον σχεδιασμό, το λογισμικό και τη διαχείριση συστημάτων πληροφορικής είναι τεχνικής φύσεως και, επομένως, άσχετες προς την άσκηση της δημόσιας εξουσίας.

    14 Τέλος, η ιταλική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι δραστηριότητες που συνεπάγεται η λειτουργία των εν λόγω συστημάτων πληροφορικής, λόγω του σκοπού τους, καθώς και της εμπιστευτικής φύσεως των στοιχείων που επεξεργάζονται τα συστήματα αυτά, εμπίπτουν στην ιταλική δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 56, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    15 Ούτε αυτό το επιχείρημα μπορεί να γίνει δεκτό. Αρκεί να σημειωθεί σχετικώς ότι, αφενός, η φύση των στόχων που επιδιώκονται με τα εν λόγω συστήματα πληροφορικής δεν αρκεί για να αποδείξει ότι τίθεται σε κίνδυνο η δημόσια τάξη αν η εγκατάσταση και η λειτουργία των συστημάτων αυτών ανατεθεί σε εταιρίες άλλων κρατών μελών. Πρέπει να υπομνησθεί, αφετέρου, ότι το εμπιστευτικό των στοιχείων που επεξεργάζονται τα συστήματα πληροφορικής μπορεί να κατοχυρωθεί, όπως προαναφέρθηκε, με την υποχρέωση τηρήσεως του απορρήτου χωρίς να απαιτείται να περιορισθεί η ελευθερία εγκαταστάσεως και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

    16 Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η αιτίαση αυτή που αντλείται από την παράβαση των άρθρων 52 και 59 της Συνθήκης πρέπει να γίνει δεκτή.

    Επί της αιτιάσεως που αντλείται από την παράβαση της οδηγίας 77/62/ΕΟΚ

    17 Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι επίδικοι νόμοι και τα επίδικα νομοθετικά διατάγματα εκδόθηκαν κατά παράβαση των όρων της οδηγίας όσον αφορά την απόκτηση από τη διοίκηση του αναγκαίου εξοπλισμού για την εγκατάσταση των συστημάτων πληροφορικής για τα οποία γίνεται λόγος. Δεδομένου ότι, αφενός, ο εξοπλισμός αυτός πρέπει να θεωρηθεί ως προϊόν κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο α), της οδηγίας και, αφετέρου, η αξία των κρατικών συμβάσεων για την προμήθεια του εξοπλισμού αυτού υπερβαίνει το ποσό που καθορίζεται στο άρθρο 5 της οδηγίας, οι αρμόδιες αρχές όφειλαν να τηρήσουν τις διαδικασίες που προβλέπει η οδηγία για τη σύναψη των συμβάσεων και να τηρήσουν τις υποχρεώσεις του άρθρου 9 το οποίο επιβάλλει τη δημοσίευση των προκηρύξεων για τη σύναψη των αντίστοιχων συμβάσεων στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    18 Η ιταλική κυβέρνηση αντιτάσσει, πρώτον, ότι το σύστημα πληροφορικής συνεπάγεται, εκτός από την απόκτηση του υλικού, τη δημιουργία λογισμικού, τον προγραμματισμό, την εγκατάσταση, τη συντήρηση, την εφαρμογή του συστήματος από τεχνικής πλευράς και ενίοτε τη διαχείρισή του. Η αλληλεξάρτηση των δραστηριοτήτων αυτών απαιτεί να ανατίθεται σε μία μόνον εταιρία ολόκληρη η ευθύνη για την εγκατάσταση των συστημάτων πληροφορικής που προβλέπουν οι επίδικοι νόμοι και τα νομοθετικά διατάγματα. Επομένως, και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το υλικό είναι παρεπόμενο στοιχείο στην εγκατάσταση ενός προγράμματος πληροφορικής, η οδηγία δεν έχει εφαρμογή. Η ιταλική κυβέρνηση προσθέτει σχετικώς ότι, κατά το άρθρο 1, στοιχείο α), της οδηγίας, η έννοια των συμβάσεων κρατικών προμηθειών αναφέρεται μόνο στις συμβάσεις που αφορούν κυρίως την παράδοση προϊόντων.

    19 Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Η απόκτηση του αναγκαίου εξοπλισμού για την εγκατάσταση ενός συστήματος πληροφορικής μπορεί να διαχωριστεί από τις δραστηριότητες που αφορούν τον σχεδιασμό και τη διαχείριση του συστήματος. Πράγματι, η ιταλική κυβέρνηση μπορούσε να απευθυνθεί σε εταιρίες ειδικευμένες στην κατάρτιση λογισμικού για τον σχεδιασμό των εν λόγω συστημάτων πληροφορικής και, τηρώντας την οδηγία, να αποκτήσει τον υλικό εξοπλισμό που ανταποκρίνεται στις τεχνικές προδιαγραφές τις οποίες καθόρισαν οι εταιρίες αυτές.

    20 Η ιταλική κυβέρνηση ισχυρίζεται, εν συνεχεία, ότι η απόφαση 77/783/ΕΟΚ, της 11ης Σεπτεμβρίου 1979, περί θεσπίσεως ενός πολυετούς προγράμματος (1979-1983) στον τομέα της πληροφορικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 16/001, σ. 54), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 84/559/ΕΟΚ, της 22ας Νοεμβρίου 1984 (ΕΕ L 308, σ. 49), πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, εφόσον το πρόγραμμα αυτό δεν πραγματοποιήθηκε, η προσωρινή εξαίρεση του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο η), της οδηγίας πρέπει να εξακολουθεί να εφαρμόζεται.

    21 Κατά τη διάταξη αυτή, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να μην εφαρμόζουν τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, "για συμβάσεις προμηθείας υλικού στον τομέα ηλεκτρονικής επεξεργασίας στοιχείων και με την επιφύλαξη αποφάσεων του Συμβουλίου εκδιδομένων προτάσει της Επιτροπής οι οποίες καθορίζουν τις κατηγορίες υλικών για τις οποίες η εν λόγω εξαίρεση δεν ισχύει. Δεν θα είναι πλέον δυνατή η προσφυγή στην εξαίρεση αυτή μετά την πρώτη Ιανουαρίου 1981, εκτός εάν το Συμβούλιο εκδώσει απόφαση, προτάσει της Επιτροπής, περί τροποποιήσεως της ημερομηνίας αυτής".

    22 Επ' αυτού, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι οι αποφάσεις στις οποίες αναφέρεται η ιταλική κυβέρνηση εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 255 της Συνθήκης και όχι κατ' εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο η), της οδηγίας. Οι αποφάσεις αυτές σκοπούν την πραγμάτωση προγράμματος στον τομέα της πληροφορικής που δεν αφορά ούτε άμεσα ούτε έμμεσα το καθεστώς που ισχύει για τις συμβάσεις προμηθείας εξοπλισμού πληροφορικής.

    23 Κατά την ιταλική κυβέρνηση, οι εν λόγω συμβάσεις προμηθείας εμπίπτουν επίσης στις παρεκκλίσεις που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο ζ), της οδηγίας, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στις αναθέτουσες αρχές να μη τηρούν τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, "όταν οι προμήθειες χαρακτηρίζονται απόρρητες ή όταν η παράδοσή τους πρέπει να συνοδεύεται από ειδικό μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με τις εν ισχύι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, ή όταν το απαιτεί η προστασία ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας του εν λόγω κράτους". Προς τούτο, επικαλείται το απόρρητο των σχετικών στοιχείων που είναι ουσιώδους σημασίας για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, ιδίως στους τομείς της φορολογίας, της δημόσιας υγείας και της καταστολής της νοθε ίας στον γεωργικό τομέα.

    24 Η αντίρρηση αυτή αφορά τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των στοιχείων που επεξεργάζονται τα συστήματα πληροφορικής για τα οποία γίνεται λόγος. 'Ομως, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα από το συγκεκριμένο προσωπικό δεν συνδέεται με τη συμμετοχή του δημόσιου τομέα στη συμβαλλόμενη επιχείρηση.

    25 Η ιταλική κυβέρνηση υποστηρίζει επίσης ότι οι δραστηριότητες που ανατίθενται στις ειδικευμένες εταιρίες, οι οποίες επιλέγονται για την εγκατάσταση των εν λόγω συστημάτων πληροφορικής, συνδέονται με την άσκηση δραστηριότητας δημόσιας υπηρεσίας. Επομένως, οι συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ του δημοσίου και των εταιριών στις οποίες ανατίθενται οι δραστηριότητες αυτές εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, της οποίας το άρθρο 2, παράγραφος 3, ορίζει:

    "'Οταν το Δημόσιο ή μια περιφερειακή ή τοπική αρχή ή ένα από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή ένας από τους αντίστοιχους οργανισμούς που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι παραχωρεί σε έναν οργανισμό διάφορον από την αναθέτουσα αρχή, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος αυτού, ειδικό ή αποκλειστικό δικαίωμα να ασκεί δραστηριότητα δημοσίας υπηρεσίας, η πράξη περί παραχωρήσεως του δικαιώματος αυτού πρέπει να περιλαμβάνει τον όρο ότι ο εν λόγω οργανισμός οφείλει να τηρεί την αρχή της μη διακρίσεως λόγω ιθαγενείας κατά τη σύναψη συμβάσεων κρατικών προμηθειών με τρίτους."

    26 Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Η προμήθεια του εξοπλισμού που είναι αναγκαίος για την εγκατάσταση ενός συστήματος πληροφορικής, καθώς και ο σχεδιασμός και η διαχείριση του συστήματος, παρέχουν τη δυνατότητα στη διοίκηση να εκπληρώσει την αποστολή που της έχει ανατεθεί, χωρίς οι δραστηριότητες αυτές να αποτελούν δημόσια υπηρεσία.

    27 Η ιταλική κυβέρνηση υποστηρίζει, τέλος, ότι, όσον αφορά το σύστημα πληροφορικής του Υπουργείου Οικονομικών, πρέπει να εφαρμοστεί η παρέκκλιση του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο ε), της οδηγίας, που ορίζει ότι οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να μην εφαρμόζουν τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, "για συμπληρωματικές προμήθειες από τον αρχικό προμηθευτή οι οποίες προορίζονται για αντικατάσταση μέρους κανονικών προμηθειών ή εγκαταστάσεων ή για επέκταση υφισταμένων προμηθειών ή εγκαταστάσεων, εφόσον η αλλαγή προμηθευτού θα υπεχρέωνε την αναθέτουσα αρχή να αγοράσει υλικό με διαφορετικά τεχνικά χαρακτηριστικά τα οποία θα ήσαν ασυμβίβαστα ή θα προκαλούσαν δυσανάλογες τεχνικές δυσχέρειες στους όρους λειτουργίας και συντηρήσεως".

    28 Επ' αυτού, αρκεί η διαπίστωση ότι τέτοιες περιπτώσεις συμπληρωματικών προμηθειών δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τον γενικό κανόνα βάσει του οποίου οι συμβάσεις προμηθείας ανατίθενται σε εταιρίες στις οποίες συμμετέχει ο ιταλικός δημόσιος τομέας.

    29 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αιτίαση αυτή που αντλείται από την παράβαση των διατάξεων της οδηγίας 77/62/ΕΟΚ πρέπει επίσης να γίνει δεκτή.

    30 Επομένως, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι, επιφυλάσσοντας αποκλειστικά στις εταιρίες που ελέγχονται κατά πλειοψηφία ή πλήρως, άμεσα ή έμμεσα, από το κράτος ή τον δημόσιο τομέα τη δυνατότητα να συνάπτουν συμβάσεις για την εγκατάσταση συστημάτων πληροφορικής για λογαριασμό της δημόσιας διοικήσεως, η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και από την οδηγία 77/62/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1976.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    31 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή η καθής ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

    1) Επιφυλάσσοντας αποκλειστικά στις εταιρίες που ελέγχονται κατά πλειοψηφία ή πλήρως, άμεσα ή έμμεσα, από το κράτος ή τον δημόσιο τομέα τη δυνατότητα να συνάπτουν συμβάσεις για την εγκατάσταση συστημάτων πληροφορικής για λογαριασμό της δημόσιας διοικήσεως, η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και από την οδηγία 77/62/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1976.

    2) Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

    Επάνω