Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex
Έγγραφο 61988CJ0244
Judgment of the Court (First Chamber) of 21 November 1989. # Usines coopératives de déshydratation du Vexin and others v Commission of the European Communities. # Agriculture - Regulation suspending advance fixing of aid - Admissibility of an action for annulment. # Case C-244/88.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 21ης Νοεμβρίου 1989.
Usines coopératives de déshydratation du Vexin και λοιποί κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Κανονισμός περί αναστολής του προκαθορισμού του ποσού ενισχύσεως - Παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως.
Υπόθεση C-244/88.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 21ης Νοεμβρίου 1989.
Usines coopératives de déshydratation du Vexin και λοιποί κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Κανονισμός περί αναστολής του προκαθορισμού του ποσού ενισχύσεως - Παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως.
Υπόθεση C-244/88.
Συλλογή της Νομολογίας 1989 -03811
Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1989:588
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 21ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1989. - USINES COOPERATIVES DE DESHYDRATATION DU VEXIN (UCDV) ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΣ - ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 244/88.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1989 σελίδα 03811
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
Προσφυγή ακυρώσεως - Φυσικά ή νομικά πρόσωπα - Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά - Κανονισμός περί αναστολής του προκαθορισμού ενισχύσεως στο πλαίσιο κοινής οργανώσεως αγοράς
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 173, δεύτερο εδάφιο κανονισμός της Επιτροπής 1910/88)
Οι κανονισμοί περί αναστολής του προκαθορισμού ενισχύσεως στο πλαίσιο κοινής οργανώσεως αγοράς αφορούν τόσο τις αιτήσεις που είναι εκκρεμείς όταν αποφασίζεται η αναστολή όσο και τις αιτήσεις που κατατίθενται κατά τη διάρκεια της περιόδου της αναστολής. Οι κανονισμοί αυτοί εφαρμόζονται επί περιπτώσεων προσδιοριζομένων αντικειμενικώς και παράγουν έννομες συνέπειες έναντι κατηγοριών προσώπων που προσδιορίζονται κατά τρόπο αφηρημένο. Επομένως έχουν γενική ισχύ και δεν αφορούν ατομικώς, κατά την έννοια του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, τις επιχειρήσεις των οποίων οι αιτήσεις περί προκαθορισμού της ενισχύσεως είναι εκκρεμείς όταν γίνεται η αναστολή.
Στην υπόθεση C-244/88,
Usines cooperatives de deshydratation du Vexin και λοιποί, εκπροσωπούμενοι από τον P. Dibout, δικηγόρο Παρισιού, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο J. Loesch, 8, rue Zithe,
προσφεύγοντες,
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τη νομικό της σύμβουλο D. Sorasio, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γ. Κρεμλή, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,
καθής,
που έχει ως αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού 1910/88, περί αναστολής του προκαθορισμού του ποσού της συμπληρωματικής ενίσχυσης για τις αποξηραμένες ζωοτροφές (ΕΕ L 168, σ. 111),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)
συγκείμενο από τους Sir Gordon Slynn, πρόεδρο τμήματος, R. Joliet και G. C. Rodriguez Iglesias, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro
γραμματέας: J.-G. Giraud
λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 14ης Ιουνίου 1989,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Σεπτεμβρίου 1989,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Σεπτεμβρίου 1988, οι Usines cooperatives de deshydratation du Vexin και οκτώ άλλες εταιρίες παραγωγής αποξηραμένων ζωοτροφών (στο εξής: προσφεύγουσες) ζήτησαν, βάσει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση του κανονισμού 1910/88 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 1988, περί αναστολής του προκαθορισμού του ποσού της συμπληρωματικής ενίσχυσης για τις αποξηραμένες ζωοτροφές (ΕΕ L 168, σ. 111).
2 Στις 28, 29 και 30 Ιουνίου 1988 οι προσφεύγουσες ζήτησαν από τον γαλλικό οργανισμό παρεμβάσεως, την Societe interprofessionnelle des oleagineux proteagineux et cultures textiles (στο εξής: SΙDΟ), να τους χορηγήσει πιστοποιητικά προκαθορισμού του ποσού της ενισχύσεως για διάφορες ποσότητες αποξηραμένων ζωοτροφών.
3 Κατά το άρθρο 9 του κανονισμού 1528/78 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 1978, περί λεπτομερειών εφαρμογής του καθεστώτος ενισχύσεως για τις αποξηραμένες ζωοτροφές (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/021, σ. 227), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3074/78, της 21ης Δεκεμβρίου 1978 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/023, σ. 206) τα πιστοποιητικά αυτά έπρεπε να χορηγηθούν την τρίτη εργάσιμη ημέρα από της καταθέσεως των αιτήσεων, δηλαδή την Παρασκευή 1 Ιουλίου, τη Δευτέρα 4 Ιουλίου και την Τρίτη 5 Ιουλίου 1988 αντίστοιχα, εφόσον δεν θα είχαν ληφθεί εν τω μεταξύ ειδικά μέτρα.
4 Κατά τη διάρκεια αυτού του διαστήματος αναμονής, η Επιτροπή εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό, με τον οποίο ανέστειλε τον προκαθορισμό του ποσού της ενισχύσεως για το διάστημα από 1 μέχρι 7 Ιουλίου 1988. Η Επιτροπή έλαβε το μέτρο αυτό διότι θεώρησε ότι οι αιτήσεις περί προκαθορισμού, οι οποίες είχαν κατατεθεί στις 28, 29 και 30 Ιουνίου 1988, αφορούσαν ποσότητες ασυνήθιστα μεγάλες. Κατά την Επιτροπή, η κατάσταση αυτή εξηγείτο από την επιθυμία των παραγωγών να επωφεληθούν περαιτέρω της κατά το μήνα Ιούνιο χορηγουμένης ενισχύσεως, δεδομένου ότι, με βάση την παγκόσμια τιμή των αποξηραμένων ζωοτροφών, προβλεπόταν αισθητή μείωση του ποσού της ενισχύσεως κατά το μήνα Ιούλιο. Η μείωση αυτή σημειώθηκε πράγματι εν συνεχεία.
5 Στηριζόμενη στον προσβαλλόμενο κανονισμό, η SΙDΟ απέρριψε τις αιτήσεις των προσφευγουσών για τη χορήγηση πιστοποιητικών με προκαθορισμό.
6
Οι προσφεύγουσες προσέβαλαν τις αποφάσεις της SΙDΟ ενώπιον του Tribunal administratif του Παρισιού. Επίσης, άσκησαν ενώπιον του Δικαστηρίου την υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού με τον οποίο ανεστάλη ο προκαθορισμός.
7 Η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 91, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας και ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί επ' αυτής χωρίς να εισέλθει στην ουσία.
8 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά και η εφαρμοστέα νομοθεσία, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.
9 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, διότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά ατομικώς τις προσφεύγουσες κατά την έννοια του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης. Ειδικότερα, ο κανονισμός μπορούσε να παραγάγει έννομες συνέπειες όχι μόνον έναντι των επιχειρήσεων των οποίων οι αιτήσεις ήταν εκκρεμείς όταν αποφασίστηκε η αναστολή, αλλά και έναντι όλων εκείνων που θα μπορούσαν να είχαν καταθέσει αιτήσεις κατά τη διάρκεια του διαστήματος για το οποίο ανεστάλη ο προκαθορισμός. Οι τελευταίες αυτές επιχειρήσεις δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστούν ατομικώς κατά το χρόνο εκδόσεως του προσβαλλομένου κανονισμού. Επομένως, ο κανονισμός αποτελεί πράξη γενικής ισχύος.
10 Οι προσφεύγουσες δέχονται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός ήταν εφαρμοστέος και επί αιτήσεων για τη χορήγηση πιστοποιητικών με προκαθορισμό οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν κατατεθεί κατά το διάστημα από 1 μέχρι 7 Ιουλίου 1988. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό για να μην ικανοποιηθούν αυτές οι αιτήσεις. Πράγματι, αν υποτεθεί ότι είχαν κατατεθεί αιτήσεις κατά τη διάρκεια του διαστήματος αναστολής, οι αιτήσεις αυτές ουδόλως θα είχαν κερδοσκοπικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι το ποσό της ενισχύσεως είχε ήδη μειωθεί αισθητά στην αρχή του Ιουλίου. Αντίθετα, ο προσβαλλόμενος κανονισμός εκδόθηκε με μόνο σκοπό να εμποδίσει τη χορήγηση των πιστοποιητικών για τα οποία εκκρεμούσαν αιτήσεις, καθόσον η Επιτροπή θεωρούσε ότι οι αιτήσεις αυτές είχαν κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Επομένως, ο προσβαλλόμενος κανονισμός αποσκοπούσε στη ρύθμιση της νομικής καταστάσεως ενός αυστηρά καθορισμένου κύκλου προσώπων, δηλαδή των επιχειρήσεων των οποίων οι αιτήσεις προκαθορισμού ήταν εκκρεμείς όταν έλαβε χώρα η αναστολή.
11 Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά το μέτρο 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, η υπό φυσικού ή νομικού προσώπου άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά κανονισμού προϋποθέτει ότι ο κανονισμός αυτός αποτελεί στην πραγματικότητα απόφαση που το αφορά άμεσα και ατομικά.
12 Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ένας κανονισμός περί αναστολής του προκαθορισμού αφορά τόσο τις αιτήσεις που είναι εκκρεμείς όταν αποφασίζεται η αναστολή όσο και τις αιτήσεις που κατατίθενται κατά τη διάρκεια της περιόδου της αναστολής (απόφαση της 25ης Μαρτίου 1982, Moksel, σκέψη 17, 45/81, Συλλογή 1982, σ. 1129 απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1983, De beste boter, σκέψη 16, 276/82, Συλλογή 1983, σ. 3331). Εν προκειμένω, δεν αποκλειόταν η κατάθεση αιτήσεων για τη χορήγηση πιστοποιητικών κατά τη διάρκεια του διαστήματος για το οποίο είχε ανασταλεί ο προκαθορισμός. Ο φόβος μήπως υπάρξει νέα μείωση της ενισχύσεως κατά το μήνα Αύγουστο μπορούσε να ωθήσει τους παραγωγούς να καταθέσουν αιτήσεις προκαθορισμού από τις αρχές Ιουλίου. Εξάλλου, αν πρόθεση της Επιτροπής ήταν, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, να εμποδίσει τη χορήγηση μόνο των πιστοποιητικών για τα οποία εκκρεμούσαν αιτήσεις, θα μπορούσε να περιοριστεί στην αναστολή του προκαθορισμού από 1 μέχρι 5 Ιουλίου, όπως και έπραξε.
13 Επομένως, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός εφαρμόζεται επί περιπτώσεων προσδιοριζομένων αντικειμενικώς και παράγει έννομες συνέπειες έναντι κατηγοριών προσώπων που προσδιορίζονται κατά τρόπο αφηρημένο. Συνεπώς, έχει γενική ισχύ κατά την έννοια του άρθρου 189, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά τις προσφεύγουσες άμεσα και ατομικά κατά την έννοια του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης.
14 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Επί των δικαστικών εξόδων
15 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)
αποφασίζει:
1) Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.
2) Καταδικάζει τις προσφεύγουσες εις ολόκληρον στα δικαστικά έξοδα.